43 Ένα Σχέδιο

Έξω, στο χαμηλοτάβανο διάδρομο, η Μιν κάρφωσε τα νύχια στις παλάμες της, όταν ακούστηκε η πρώτη διαπεραστική κραυγή από το δωμάτιο. Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα πριν μπορέσει να κρατηθεί και, όταν σταμάτησε, τα μάτια της δάκρυσαν. Φως μου, βοήθησέ με, θα κάνω τα πράγματα χειρότερα. Εγκουέν, λυπάμαι, λυπάμαι.

Νιώθοντας τελείως άχρηστη, ανασήκωσε τη φούστα της και έτρεξε, και τα ουρλιαχτά της Εγκουέν την καταδίωξαν. Δεν μπορούσε να μείνει, αλλά ένιωθε ότι ήταν δειλή που έφευγε. Μισότυφλη από τα δάκρια, βρέθηκε στο δρόμο πριν καλά-καλά το καταλάβει. Στην αρχή είχε ξεκινήσει για το δωμάτιό της, αλλά τώρα δεν μπορούσε να πάει εκεί. Δεν άντεχε τη σκέψη ότι η Εγκουέν θα πονούσε, ενώ η ίδια θα καθόταν στη ζέστη και τη σιγουριά του δωματίου της στο διπλανό κτίριο. Σκούπισε τα δάκρια από τα μάτια, έριξε το μανδύα στους ώμους της και πήρε το δρόμο. Κάθε φορά που σκούπιζε τα μάτια, κι άλλα δάκρια κυλούσαν στα μάγουλά της. Δεν ήταν μαθημένη να κλαίει στα φανερά, αλλά δεν ήταν μαθημένη να νιώθει τόσο ανήμπορη, τόσο άχρηστη. Δεν ήξερε πού πήγαινε, μόνο ότι έπρεπε να βρεθεί όσο μπορούσε πιο μακριά από τις κραυγές της Εγκουέν.

«Μιν!»

Η χαμηλόφωνη λέξη την ακινητοποίησε επί τόπου. Στην αρχή δεν διέκρινε ποιος την είχε φωνάξει. Σχετικά λίγοι άνθρωποι περπατούσαν στο δρόμο τόσο κοντά στο κτίριο των νταμέην. Υπήρχε κάποιος που προσπαθούσε να πείσει δυο Σωντσάν στρατιώτες να αγοράσουν το πορτραίτο που θα τους ζωγράφιζε με χρωματιστές κιμωλίες, μα οι υπόλοιποι ντόπιοι προσπαθούσαν να κάνουν γρήγορα χωρίς να μοιάζουν ότι έτρεχαν. Περνούσαν δυο σουλ’ντάμ, με τη νταμέην να τις ακολουθεί με τα μάτια χαμηλωμένα· έλεγαν για το πόσες ακόμα μαράθ’νταμέην περίμεναν να βρουν πριν σαλπάρουν. Το βλέμμα της Μιν πέρασε πάνω από τις δύο γυναίκες με τα μακριά πανωφόρια από προβιά, και μετά ξαναγύρισε έκπληκτο πάνω τους, καθώς την πλησίαζαν. «Νυνάβε; Ηλαίην;»

«Αυτοπροσώπως». Το χαμόγελο της Νυνάβε ήταν κάπως βεβιασμένο· και οι δύο γυναίκες είχαν συννεφιασμένο βλέμμα, σαν να τις έτρωγε η ανησυχία. Της Μιν της φάνηκε πως δεν είχε δει ποτέ της πιο υπέροχο θέαμα. «Αυτό το χρώμα σου πάει πολύ», συνέχισε η Νυνάβε. «Έπρεπε να βάλεις φόρεμα εδώ και πολύ καιρό. Αν κι εγώ σκεφτόμουν να πάρω παντελόνια από τότε που σε είδα να τα φοράς». Η φωνή της σκλήρυνε, όταν πλησίασε και είδε το πρόσωπο της Μιν. «Τι τρέχει;»

«Έκλαιγες», είπε η Ηλαίην. «Έπαθε τίποτα η Εγκουέν;»

Η Μιν τινάχτηκε και κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην κατέβαιναν από τη σκάλα που είχε έρθει και η ίδια, και έστριβαν από την άλλη μεριά, προς τους στάβλους και τις αυλές με τα άλογα. Μια άλλη γυναίκα, με τα διακριτικά του κεραυνού στο φόρεμά της, στεκόταν στην κορυφή της σκάλας και μιλούσε με κάποια που ήταν ακόμα μέσα. Η Μιν άρπαξε τις φίλες της από το χέρι και τις τράβηξε βιαστικά στο δρόμο προς το λιμάνι. «Είναι επικίνδυνο να είστε εδώ πέρα. Φως μου, είναι επικίνδυνο και μόνο που είστε στο Φάλμε. Παντού υπάρχουν νταμέην και, αν σας βρουν... Ξέρετε τι είναι οι νταμέην; Αχ, δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω».

«Φαντάζομαι όσο χαιρόμαστε εμείς που σε βλέπουμε», είπε η Νυνάβε. «Ξέρεις πού είναι η Εγκουέν; Είναι σ’ αυτά τα κτίρια; Είναι καλά;»

Η Μιν δίστασε για μια στιγμούλα πριν πει, «Υπάρχουν και χειρότερα». Καταλάβαινε ότι, αν έλεγε τι έκαναν στην Εγκουέν εκείνη τη στιγμή, η Νυνάβε μπορεί και να ορμούσε εκεί σε μια απόπειρα να το σταματήσει. Φως μου, μακάρι να έχει τελειώσει τώρα. Φως μου, κάνε την να σκύψει το πεισματάρικο το κεφάλι της, έστω μια φορά, πριν της το σπάσουν. «Όμως δεν ξέρω πώς να τη βγάλω έξω. Βρήκα έναν καπετάνιο, που ίσως να μας πάρει, αν καταφέρουμε να φτάσουμε στο πλοίο του μαζί της —δεν θα βοηθήσει αν δεν πάμε ως εκεί, και δεν μπορώ να πω ότι τον κατηγορώ— αλλά δεν έχω ιδέα πώς να κάνω».

«Πλοίο», είπε συλλογισμένα η Νυνάβε. «Σκεφτόμουν να πάμε με τα άλογα προς τα ανατολικά, αλλά πρέπει να πω ότι ανησυχούσα. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, για να γλιτώσουμε από τις περιπόλους των Σωντσάν πρέπει να φτάσουμε σχεδόν στα σύνορα του Τόμαν Χεντ, και μετά λένε ότι γίνονται μάχες στην Πεδιάδα Άλμοθ. Δεν σκέφτηκα για πλοίο. Έχουμε άλογα, και δεν έχουμε λεφτά για τα ναύλα μας. Πόσα ζητά αυτός;»

Η Μιν σήκωσε τους ώμους. «Δεν συζητήσαμε ως εκεί. Ούτε κι εμείς έχουμε λεφτά. Σκεφτόμουν ότι μπορούσα να αναβάλλω την πληρωμή για μετά την αναχώρηση. Έπειτα... ε, δεν νομίζω να πιάσει σε λιμάνι που ελέγχουν οι Σωντσάν. Όπου και να μας πετούσε, θα ήταν καλύτερα από δω. Το πρόβλημα είναι να τον πείσουμε να σαλπάρει. Αυτός θέλει, αλλά περιπολούν το λιμάνι, και δεν μπορείς να ξέρεις αν στο άλλο πλοίο υπάρχει νταμέην παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά. «Δώσε μου να ’χω μια νταμέην στο κατάστρωμα», λέει, «και θα σαλπάρω την ίδια στιγμή». Μετά πιάνει και λέει για ρεύματα και μπάγκους, και ακτές που τις χτυπάει ο άνεμος. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά, όσο κάθομαι και χαμογελώ και νεύω εδώ κι εκεί, αυτός συνεχίζει να μιλάει, και σκέφτομαι ότι, άμα πάει έτσι, θα πειστεί μόνος του να σαλπάρει». Ανάσανε βαθιά, τρέμοντας· τα μάτια της την έτσουζαν πάλι. «Αλλά νομίζω ότι δεν προλαβαίνει πια να πειστεί μόνος του. Νυνάβε, θα στείλουν την Εγκουέν στη Σωντσάν, και σύντομα».

Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγούλα. «Μα, γιατί;»

«Έχει την ικανότητα να βρίσκει μεταλλεύματα», είπε η Μιν δυστυχισμένα. «Σε μερικές μέρες, έτσι είπε η Εγκουέν, και δεν νομίζω ότι μερικές μέρες φτάνουν για να πειστεί ο καπετάνιος μόνος του να σαλπάρει. Ακόμα κι αν φτάνουν, πώς θα της βγάλουμε αυτό το Σκιογέννητο κολάρο; Πώς θα τη βγάλουμε από το κτίριο;»

«Μακάρι να ήταν εδώ ο Ραντ». Η Ηλαίην αναστέναξε, και, όταν οι άλλες την κοίταζαν, κοκκίνισε και είπε, «Ε, μα έχει σπαθί. Μακάρι να είχαμε μαζί μας έναν με σπαθί. Δέκα. Εκατό».

«Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα δεν είναι ούτε σπαθιά, ούτε ρώμη», είπε η Νυνάβε, «αλλά μυαλά. Οι άνδρες συνήθως σκέφτονται με τις τρίχες του στέρνου τους». Άγγιξε αφηρημένα τον κόρφο της, σαν να ψηλαφούσε κάτι πάνω από το πανωφόρι. «Οι περισσότεροι έτσι κάνουν».

«Θα χρειαζόμασταν στρατό», είπε η Μιν. «Ένα μεγάλο στρατό. Απ’ ό,τι άκουσα, οι Σωντσάν υστερούσαν αριθμητικά όταν αντιμετώπισαν τους Ταραμπονέζους και τους Ντομανούς, αλλά νίκησαν εύκολα σε κάθε μάχη». Τράβηξε βιαστικά τη Νυνάβε και την Ηλαίην στην άλλη πλευρά του δρόμου, καθώς σε αυτή που ακολουθούσαν ερχόταν από πίσω τους μια νταμέην και μια σουλ’ντάμ. Ένιωσε ανακούφιση, που δεν είχε χρειαστεί να τις παρακαλέσει· κι οι άλλες δύο κοίταζαν τις συνδεμένες γυναίκες εξίσου επιφυλακτικά. «Αφού δεν έχουμε στρατό, θα πρέπει να το κάνουμε οι τρεις μας. Ελπίζω μια από σας να βρει κάτι που εγώ δεν σκέφτηκα· έστυψα το μυαλό μου, και πάντα κολλάω στο θέμα του α’ντάμ, το λουρί και το κολάρο. Οι σουλ’ντάμ δεν θέλουν να κοιτάζει καμία όταν τα ανοίγουν. Νομίζω ότι μπορώ να σας βάλω μέσα, αν βοηθά αυτό. Ή τουλάχιστον τη μια. Με περνούν για υπηρέτρια, αλλά οι επισκέπτριες μπορούν να δέχονται επισκέψεις, αρκεί να είναι στα καταλύματά τους».

Η Νυνάβε είχε σκεφτικό ύφος, αλλά το πρόσωπο της φωτίστηκε σχεδόν αμέσως, και πήρε αποφασισμένη όψη. «Μην ανησυχείς, Μιν. Έχω μερικές ιδέες. Δεν τεμπέλιαζα όσο ήμασταν εδώ. Πήγαινε με σ’ αυτόν τον καπετάνιο. Αν είναι πιο δύσκολο να τον φέρω βόλια απ’ όσο το Συμβούλιο του Χωριού όταν έχουν μουλαρώσει, θα φάω το πανωφόρι μου».

Η Ηλαίην ένευσε, χαμογελώντας πλατιά, και η Μιν ένιωσε πραγματική ελπίδα, για πρώτη φορά από τότε που είχε έρθει στο Φάλμε. Για μια στιγμή, διάβασε τις αύρες των δύο γυναικών. Υπήρχε κίνδυνος, μα αυτό ήταν αναμενόμενο — και καινούργια πράγματα ανάμεσα στις εικόνες που είχε δει κι άλλοτε· μερικές φορές έτσι γινόταν. Ένα ανδρικό δαχτυλίδι από βαρύ χρυσάφι έπλεε πάνω από το κεφάλι της Νυνάβε, και πάνω από το κεφάλι της Ηλαίην ένα ερυθροπυρωμένο σίδερο κι ένα τσεκούρι. Ήταν σίγουρη πως σήμαιναν πως την περίμεναν μπελάδες, μα έμοιαζαν μακρινοί, κάπου στο μέλλον. Η ανάγνωση κράτησε μονάχα μια στιγμή, και μετά το μόνο που είχε μπροστά της ήταν η Ηλαίην και η Νυνάβε, που την κοίταζαν περιμένοντας.

«Είναι κάτω στο λιμάνι», είπε.

Ο κατηφορικός δρόμος γέμισε κόσμο καθώς προχωρούσαν. Πραματευτές του δρόμου στριμώχνονταν δίπλα σε εμπόρους, που είχαν έρθει με άμαξες από χωριά της ενδοχώρας και δεν θα ξανάφευγαν πριν έρθει η άνοιξη, πλανόδιοι κρατούσαν δίσκους και φώναζαν στους περαστικούς, Φαλμινοί με κεντητούς μανδύες προσπερνούσαν φτωχές οικογένειες αγροτών με βαριές προβιές. Πολλοί άνθρωποι είχαν καταφύγει εδώ, φεύγοντας από τα χωριά που ήταν στα ενδότερα. Η Μιν δεν έβρισκε νόημα σ’ αυτό —είχαν αφήσει την πιθανότητα κάποιας επίσκεψης των Σωντσάν για τη βεβαιότητα της συνεχούς παρουσίας τους— αλλά είχε μάθει τι έκαναν οι Σωντσάν όταν πρωτοέμπαιναν σ’ ένα χωριό, και δεν κατηγορούσε τους χωρικούς, που φοβούνταν μήπως ξανάρχονταν. Όλοι υποκλίνονταν όταν περνούσαν Σωντσάν, ή όταν υπηρέτες μετέφεραν στον απότομο δρόμο ένα παλανκίνο με τραβηγμένες τις κουρτίνες.

Η Μιν χάρηκε, βλέποντας ότι η Νυνάβε και η Ηλαίην ήξεραν ότι έπρεπε να υποκλιθούν. Ούτε οι γυμνόστηθοι βαστάζοι, ούτε οι αλαζόνες, αρματωμένοι στρατιώτες έδιναν σημασία στους ανθρώπους που λύγιζαν στα δύο, αλλά, αν κάποιος δεν υποκλινόταν, σίγουρα θα τραβούσε το βλέμμα τους.

Μιλούσαν λιγάκι καθώς προχωρούσαν, και η Μιν στην αρχή ξαφνιάστηκε, μαθαίνοντας ότι είχαν έρθει στην πόλη λίγες μόνο μέρες μετά από αυτήν και την Εγκουέν. Αλλά, μετά από λίγο, συμπέρανε ότι δεν ήταν παράξενο που δεν είχαν συναντηθεί, με τόσα πλήθη στους δρόμους. Δεν ήθελε να περνά πολλή ώρα μακριά από την Εγκουέν, εκτός αν χρειαζόταν· υπήρχε πάντα ο φόβος ότι θα πήγαινε για την επίσκεψη που της επέτρεπαν και θα έβρισκε ότι η Εγκουέν είχε φύγει. Και τώρα φεύγει. Εκτός αν σκεφτεί κάτι η Νυνάβε.

Στον αέρα βάρυνε η μυρωδιά της αλμύρας κατ της πίσσας, κι από πάνω οι γλάροι έκρωζαν και έκαναν κύκλους. Ανάμεσα στο πλήθος φάνηκαν και ναύτες, πολλοί ακόμα ξυπόλητοι παρά το κρύο.

Το πανδοχείο είχε μετονομαστεί βιαστικά σε Τρία Μπουμπούκια Δαμασκηνιάς, αλλά κάτω από το πρόχειρο βάψιμο φαινόταν ακόμα μέρος της λέξης «Παρατηρητής». Παρά τα πλήθη έξω, η κοινή αίθουσα δεν ήταν παρά μισογεμάτη· οι τιμές ήταν πολύ ακριβές και πολλοί δεν είχαν λεφτά για να κάθονται και να πίνουν μπύρα. Τα τζάκια που μπουμπούνιζαν στους δύο αντικριστούς τοίχους ζέσταιναν την κοινή αίθουσα, και ο χοντρός πανδοχέας ήταν με το πουκάμισο. Κοίταξε τις τρεις γυναίκες κι έσμιξε τα φρύδια, και της Μιν της φάνηκε πως μόνο το φόρεμα της των Σωντσάν τον εμπόδισε να τις διώξει. Η Νυνάβε και η Ηλαίην, με τα χωριάτικα ρούχα τους, δεν έμοιαζαν να έχουν λεφτά για ξόδεμα.

Ο άνδρας τον οποίο έψαχνε καθόταν μόνος σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, στη συνηθισμένη θέση του, μουρμουρίζοντας και πίνοντας κρασί. «Έχεις χρόνο να συζητήσουμε, Καπετάνιε Ντόμον;» του είπε.

Εκείνος σήκωσε το βλέμμα και χάιδεψε το γένι του, βλέποντας ότι δεν ήταν μόνη της. Ακόμη της φαινόταν ότι το γυμνό πάνω χείλος έδειχνε αλλόκοτο μαζί με το γένι. «Μου ’φερες λοιπόν φίλες σου για να πιουν τα λεφτά μου, ε; Τέλος πάντων, ο Σωντσάν άρχοντας αγόρασε το φορτίο μου, έτσι λεφτά υπάρχουν. Καθίστε». Η Ηλαίην τινάχτηκε, όταν ο καπετάνιος μούγκρισε δυνατά, «Πανδοχέα! Φέρε εδώ καρυκευμένο κρασί!»

«Μη σκας», της είπε η Μιν, ενώ καθόταν στην άκρη ενός από τους δύο πάγκους δίπλα στο τραπέζι. «Δεν είναι αρκούδα, απλώς μοιάζει και φέρεται έτσι». Η Ηλαίην κάθισε στην άλλη άκρη, δείχνοντας ν’ αμφιβάλλει.

«Αρκούδα, ε;» Ο Ντόμον γέλασε. «Μπορεί και να είμαι. Αλλά εσύ, κοπέλα μου; Δεν λες πια να φύγεις; Αυτό το φόρεμα μου φαίνεται ότι έχει το κόψιμο των Σωντσάν».

«Ποτέ!» είπε άγρια η Μιν, αλλά η εμφάνιση της σερβιτόρας με το αχνιστό, καρυκευμένο κρασί την έκανε να κλείσει το στόμα.

Κι ο Ντόμον ήταν εξίσου επιφυλακτικός. Περίμενε να πάρει η κοπέλα τα νομίσματα και να φύγει, πριν συνεχίσει λέγοντας, «Που να με φάει η μοίρα μου, κοπέλα μου, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Πολλοί άνθρωποι το μόνο που θέλουν είναι να συνεχίσουν τη ζωή τους, είτε οι άρχοντές τους είναι Σωντσάν, είτε ό,τι άλλο».

Η Νυνάβε έγειρε με τους πήχεις στο τραπέζι. «Κι εμείς θέλουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, Καπετάνιε, αλλά χωρίς καθόλου Σωντσάν. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σκοπεύεις να σαλπάρεις σύντομα».

«Θα σάλπαρα και σήμερα, αν μπορούσα», είπε σκυθρωπά ο Ντόμον. «Κάθε δυο-τρεις μέρες εκείνος ο Τούρακ με φωνάζει να του πω ιστορίες για τα αρχαία που έχω δει. Σου μοιάζω για βάρδος; Νόμιζα ότι θα του ’λεγα μια-δυο ιστορίες και θα έφευγα, αλλά τώρα νομίζω ότι, όταν πάψω να τον διασκεδάζω, μπορεί να με αφήσει να φύγω, αλλά μπορεί και να μου κόψει το κεφάλι. Μοιάζει μαλθακός, αλλά είναι άσπλαχνος και άκαρδος».

«Μπορεί το πλοίο σου να αποφύγει τους Σωντσάν;» ρώτησε η Νυνάβε.

«Που να με φάει η μοίρα μου, αν το Αφρόνερο βγει από το λιμάνι χωρίς να το κάνει κομματάκια καμιά νταμέην, μπορεί. Αν δεν αφήσω πλοίο των Σωντσάν με νταμέην πάνω του να πλησιάσει πολύ από τη στιγμή που θα βγω στο πέλαγος. Σ’ όλη την ακτή τριγύρω υπάρχουν ρηχά νερά, και το Αφρόνερο έχει μικρό εκτόπισμα. Μπορώ να το πάω σε νερά που δεν θα ρισκάρουν οι Σωντσάν, που έχουν βαριά σκαριά. Πρέπει να προσέχουν τους ανέμους τόσο κοντά στην ακτή αυτή την εποχή, και μόλις φέρω το Αφρόνερο—»

Η Νυνάβε τον διέκοψε. «Τότε θα πάρουμε το πλοίο σου, Καπετάνιε. Θα είμαστε τέσσερις, και περιμένω να είσαι έτοιμος να σαλπάρεις μόλις ανεβούμε».

Ο Ντόμον έτριψε με το δάχτυλό του το πάνω χείλος του και κοίταξε το κρασί του. «Όσο γι’ αυτό, δεν λύθηκε το πρόβλημα πώς να το βγάλουμε από το λιμάνι. Αυτές οι νταμέην—»

«Κι αν σου πω ότι θα σαλπάρεις με κάτι καλύτερο από νταμέην;» είπε απαλά η Νυνάβε. Η Μιν άνοιξε διάπλατα τα μάτια, όταν κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει η Νυνάβε.

Η Ηλαίην μουρμούρισε, σχεδόν μέσα από τα δόντια της, «Και λες εμένα να προσέχω».

Ο Ντόμον είχε μάτια μόνο για τη Νυνάβε, και το βλέμμα του ήταν επιφυλακτικό. «Τι εννοείς;» ψιθύρισε.

Η Νυνάβε άνοιξε το πανωφόρι της κι έψαξε στο σβέρκο της, τραβώντας τελικά ένα δερμάτινο κορδόνι που ήταν χωμένο στο φόρεμά της. Από το κορδόνι κρέμονταν δυο δαχτυλίδια. Η Μιν άφησε μια κραυγούλα, όταν είδε το ένα —ήταν το βαρύ ανδρικό δαχτυλίδι, το οποίο είχε δει όταν είχε διαβάσει τη Νυνάβε στο δρόμο— αλλά ήξερε ότι ήταν το άλλο, μικρότερο, φτιαγμένο για ένα λεπτό γυναικείο δάχτυλο, που έκανε τον Ντόμον να γουρλώσει τα μάτια. Ένα ερπετό που έτρωγε την ουρά του.

«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό», είπε η Νυνάβε, κάνοντας να βγάλει κι δαχτυλίδι από το κορδόνι, αλλά ο Ντόμον το έκρυψε με το χέρι του.

«Κρύψ’ το». Τα μάτια του πετιόνταν ταραγμένα δεξιά κι αριστερά· απ’ ό,τι έβλεπε η Μιν, κανένας δεν τους κοίταζε, αλλά ο Ντόμον έκανε σαν να τους έβλεπαν όλοι. «Αυτό το δαχτυλίδι είναι επικίνδυνο. Αν το δει κανείς...»

«Αρκεί να ξέρεις τι σημαίνει», είπε η Νυνάβε, τόσο γαλήνια που η Μιν τη ζήλεψε. Πήρε το κορδόνι από το χέρι του Ντόμον και το ξανάδεσε στο λαιμό της.

«Ξέρω», είπε αυτός βραχνά. «Ξέρω τι σημαίνει. Ίσως υπάρχει μια ευκαιρία, αφού εσείς... Τέσσερις, είπες; Η κοπελίτσα που της αρέσει να ακούει τη φλυαρία μου, είναι κι αυτή στις τέσσερις, νομίζω, Κι εσύ, και...» Κοίταξε την Ηλαίην και έσμιξε τα φρύδια. «Αυτό το παιδί αποκλείεται να είναι σαν — σαν εσάς».

Η Ηλαίην ανασηκώθηκε θυμωμένη, αλλά η Νυνάβε την έπιασε από το μπράτσο και χαμογέλασε στον Ντόμον για να τον μαλακώσει. «Ταξιδεύει μαζί μου, Καπετάνιε. Ίσως ξαφνιαστείς, βλέποντας τι μπορούμε να κάνουμε πριν ακόμα κερδίσουμε το δικαίωμα να φορέσουμε το δαχτυλίδι. Όταν σαλπάρουμε, θα έχεις στο πλοίο σου τρεις που θα μπορούν να πολεμήσουν τις νταμέην, αν χρειαστεί».

«Τρεις», είπε απαλά αυτός. «Υπάρχει πιθανότητα. Ίσως...» Το πρόσωπο του φωτίστηκε για μια στιγμή, αλλά, όταν τις κοίταξε, ξανασοβάρεψε. «Θα ’πρεπε να σας πάρω στο Αφρόνερο αυτή τη στιγμή και να σηκώσουμε πανιά, αλλά να με φάει η μοίρα μου, αν δεν σας πω τι σας περιμένει εδώ, και ίσως κι αν έρθετε μαζί μου. Ακούσιε με, και προσέξτε τι λέω». Ξανακοίταξε γύρω του επιφυλακτικά, μα και πάλι χαμήλωσε τη φωνή και διάλεξε τα λόγια του μι προσοχή. «Είδα τους Σωντσάν να πιάνουν μια — μια γυναίκα που φορούσε τέτοιο δαχτυλίδι. Ήταν ωραία, λεπτή και μικροκαμωμένη, μ’ έναν μεγάλο Πρόμ— έναν σωματώδη τύπο μαζί της, που έδειχνε να ξέρει καλά από σπαθιά. Ένας τους πρέπει να είχε δείξει απροσεξία, επειδή οι Σωντσάν τους είχαν στήσει ενέδρα. Εκείνος ο σωματώδης έριξε έξι, επτά στρατιώτες στο χώμα, πριν σκοτωθεί κι ο ίδιος. Η — η γυναίκα... Έξι νταμέην την κύκλωσαν, βγαίνοντας ξαφνικά από τις σκιές. Νόμιζα ότι θα... έκανε κάτι —καταλαβαίνετε τι εννοώ— αλλά... δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Τη μια στιγμή έδειχνε έτοιμη να τις θερίσει όλες, αλλά μετά πήρε μια έκφραση φρίκης, και ούρλιαξε».

«Την έκοψαν από την Αληθινή Πηγή». Η Ηλαίην είχε ασπρίσει.

«Δεν έχει σημασία», είπε η Νυνάβε γαλήνια. «Δεν θα τους αφήσουμε να κάνουν το ίδιο σε μας».

«Ναι, ίσως και να γίνει όπως το λέτε. Αλλά εγώ θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Ράυμα, βοήθα με. Αυτό ούρλιαξε. Και μια από τις νταμέην έπεσε κάτω κλαίγοντας, και έβαλαν κολάρο στο λαιμό της... γυναίκας, και εγώ... εγώ το έβαλα στα πόδια». Σήκωσε τους ώμους, έτριψε τη μύτη, χαμήλωσε το βλέμμα στο κρασί του. «Είδα να πιάνουν τρεις γυναίκες, και δεν το αντέχω. Θα άφηνα την ηλικιωμένη γιαγιά μου να στέκει στην αποβάθρα για να σαλπάρω από δω, αλλά έπρεπε να σας το πω».

«Η Εγκουέν είπε ότι έχουν δυο αιχμάλωτες», είπε αργά η Μιν. «Τη Ράυμα, μια Κίτρινη· δεν ήξερε ποια ήταν η άλλη». Η Νυνάβε την κοίταξε αυστηρά, κι εκείνη έπαψε να μιλά, κοκκινίζοντας. Απ’ ό,τι έδειχνε η έκφραση του Ντόμον, η πληροφορία ότι οι Σωντσάν κρατούσαν δύο Άες Σεντάι κι όχι μία, δεν είχε βοηθήσει τα σχέδια τους.

Όμως ύστερα, ο Ντόμον κοίταξε απότομα τη Νυνάβε και μισοάδειασε το κρασί του. «Γι’ αυτό είστε εδώ; Για να ελευθερώσετε... εκείνες τις δύο; Είπατε ότι θα είστε τρεις».

«Ξέρεις ό,τι πρέπει να ξέρεις», του είπε κοφτά η Νυνάβε. «Πρέπει να είσαι έτοιμος να σαλπάρεις ανά πάσα στιγμή τις επόμενες δύο-τρεις μέρες. Θα το κάνεις, ή θα μείνεις εδώ, να δεις αν τελικά θα σου κόψουν το κεφάλι; Υπάρχουν κι άλλα πλοία, Καπετάνιε, και θέλω να κλείσω στα σίγουρα θέσεις σήμερα».

Η Μιν κράτησε την ανάσα της· κάτω από το τραπέζι, έσφιγγε τις γροθιές της.

Τελικά ο Ντόμον ένευσε. «Θα είμαι έτοιμος».

Όταν ξαναβγήκαν στο δρόμο, η Μιν ξαφνιάστηκε, βλέποντας τη Νυνάβε να γέρνει και να στηρίζεται στην πρόσοψη του πανδοχείου με το κλείσιμο της πόρτας. «Είσαι άρρωστη, Νυνάβε;» ρώτησε ανήσυχη.

Η Νυνάβε ανάσανε βαθιά, όρθωσε το κορμί, ίσιωσε το πανωφόρι της. «Σε μερικούς ανθρώπους», είπε, «πρέπει να δείχνεις βεβαιότητα. Την παραμικρή αμφιβολία να δείξεις, θα σε παρασύρουν σε κάτι που δεν θέλεις να κάνεις. Φως μου, φοβόμουν ότι θα έλεγε όχι. Ελάτε, έχουμε να καταστρώσουμε τα σχέδια μας. Υπάρχουν ακόμα κανά-δυο προβληματάκια που πρέπει να λύσουμε».

«Ελπίζω να μην σε πειράζουν τα ψάρια, Μιν», είπε η Ηλαίην.

Κανά-δυο προβληματάκια; σκέφτηκε η Μιν καθώς τις ακολουθούσε. Ήλπιζε να μην ήταν η γνωστή προσποιητή βεβαιότητα της Νυνάβε.

Загрузка...