28 Ένα Καινούργιο Νήμα στο Σχήμα

Ο Πέριν ατένιζε αμήχανα τα όρη του Εγχειριδίου του Σφαγέα, καθώς προχωρούσε καβάλα στο άλογο. Ο δρόμος ήταν ακόμα ανηφορικός και έδειχνε ότι Θα συνέχιζε να ανεβαίνει για πάντα, αν και του Πέριν του φαινόταν πως η ράχη του περάσματος δεν ήταν πολύ μακριά. Στα δεξιά του μονοπατιού, η πλαγιά χαμήλωνε απότομα και κατέληγε σε ένα ρηχό βουνίσιο ποταμάκι, που άφριζε πάνω στα κοφτερά βράχια· από την άλλη μεριά, τα βουνά ορθωνόταν σε μια σειρά από ανώμαλους γκρεμούς, σαν παγωμένοι καταρράκτες. Το μονοπάτι περνούσε ανάμεσα σε μια θάλασσα από βράχια, μερικά σαν ανθρώπινο κεφάλι και μερικά μεγάλα σαν άμαξα. Δεν ήθελε ταλέντο για να κρυφτεί κανείς εκεί.

Οι λύκοι είχαν πει ότι υπήρχαν άνθρωποι στα βουνά. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν ήταν κάποιοι από τους Σκοτεινόφιλους του Φάιν. Οι λύκοι δεν ήξεραν, ούτε τους ένοιαζε. Ήξεραν μόνο ότι οι Στρεβλωμένοι ήταν κάπου μπροστά. Ακόμα πολύ μακριά, αν και ο Ίνγκταρ δεν άφηνε τους άνδρες της φάλαγγας να ανασάνουν. Ο Πέριν πρόσεξε ότι ο Ούνο παρακολουθούσε τα βουνά γύρω τους με τον τρόπο που τα κοίταζε και ο ίδιος.

Ο Ματ, με το τόξο κρεμασμένο στην πλάτη του, προχωρούσε δείχνοντας αμέριμνος, παίζοντας με τρία μπαλάκια, αλλά έδειχνε πιο χλωμός απ’ όσο πριν. Τώρα η Βέριν τον εξέταζε και δυο και τρεις φορές τη μέρα, σμίγοντας τα φρύδια, και ο Πέριν ήταν σίγουρος πως είχε δοκιμάσει να τον Θεραπεύσει τουλάχιστον μια φορά, όμως του φαινόταν πως δεν γινόταν τίποτα. Πάντως η Βέριν έμοιαζε απορροφημένη σε κάτι άλλο, για το οποίο δεν μιλούσε.

Ο Ραντ, σκέφτηκε ο Πέριν, κοπάζοντας την πλάτη της Άες Σεντάι. Πάντα προχωρούσε στην κεφαλή της φάλαγγας μαζί με τον Ίνγκταρ, και πάντα ήθελε να πάνε πιο γρήγορα απ’ ό,τι επέτρεπε ο Σιναρανός άρχοντας. Ξέρει για τον Ραντ. Στο μυαλό του παιχνίδισαν εικόνες από τους λύκους — πέτρινα αγροτόσπιτα και βαθμιδωτά χωριά, πέρα από τις βουνοκορφές· οι λύκοι δεν τα έβλεπαν διαφορετικά από τους λόφους και τα λιβάδια, μόνο που είχαν την αίσθηση ότι ήταν χαλασμένη γη. Μοιράστηκε προς στιγμήν αυτή τη λύπη, θυμήθηκε μέρη, τα οποία οι δίποδοι είχαν εγκαταλείψει από καιρό, θυμήθηκε το τρέξιμο ανάμεσα στα δέντρα και τα σαγόνια που έκλειναν κοφτερά στον τένοντα, καθώς το ελάφι προσπαθούσε να ξεφύγει, και... Βάζοντας τα δυνατά του, έδιωξε τους λύκους από το μυαλό του. Αυτές οι Άες Σεντάι Θα μας σκοτώσουν όλους.

Ο Ίνγκταρ άφησε το άλογό του να κόψει ταχύτητα και να πλησιάσει τον Πέριν. Στα μάτια του Πέριν, η ημισέληνος στο κράνος του Ίνγκταρ μερικές φορές έμοιαζε με τα κέρατα των Τρόλοκ. Ο Ίνγκταρ είπε χαμηλόφωνα, «Πες μου πάλι τι σου είπαν οι λύκοι».

«Δέκα φορές στα είπα», μουρμούρισε ο Πέριν.

«Ξαναπές τα μου! Κάτι που μου ξέφυγε, κάτι που θα με βοηθήσει να βρω το Κέρας...» Ο Ίνγκταρ πήρε μια βαθιά ανάσα, και την άφησε να βγει αργά. «Πρέπει να βρω το Κέρας του Βαλίρ, Πέριν. Ξαναπές τα μου».

Ο Πέριν δεν χρειαζόταν να τα βάλει πάλι σε τάξη στο νου του, μετά από τόσες επαναλήψεις. Άρχισε να μιλά μονότονα. «Κάποιος —ή κάτι— επιτέθηκε στους Σκοτεινόφιλους τη νύχτα και σκότωσε τους Τρόλοκ που βρήκαμε». Το στομάχι του δεν ένιωθε πια αναγούλα όταν το θυμόταν. Τα κοράκια και τα όρνια ήταν άτσαλα όταν έτρωγαν. «Οι λύκοι τον ονομάζουν Σκιοφονιά· νομίζω ότι ήταν ένας άνδρας, αλλά δεν πήγαν κοντά να δουν καθαρά. Δεν φοβούνται τον Σκιοφονιά· το πιο σωστό είναι ότι νιώθουν δέος. Λένε ότι οι Τρόλοκ τώρα ακολουθούν τον Σκιοφονιά. Και λένε ότι ο Φάιν είναι μαζί τους» —ακόμα και μετά από τόσον καιρό η οσμή του Φάιν, η αίσθηση αυτού του ανθρώπου, έκανε το στόμα του να στραβώσει— «άρα και οι υπόλοιποι Σκοτεινόφιλοι πρέπει να είναι μαζί του».

«Σκιοφονιάς», μουρμούρισε ο Ίνγκταρ. «Κάτι από τον Σκοτεινό, όπως οι Μυρντράαλ; Έχω δει πράγματα στη Μάστιγα, που θα μπορούσαν να ονομαστούν Σκιοφονιάδες, αλλά... Δεν είδαν τίποτα άλλο;»

«Δεν ήθελαν να τον πλησιάσουν. Δεν ήταν Ξέθωρος. Σου είπα, άμα δουν Ξέθωρο τρέχουν να τον σκοτώσουν, πιο γρήγορα κι από όσο αν είχαν δει Τρόλοκ, έστω κι αν χαθεί η μισή αγέλη. Ίνγκταρ, οι λύκοι που τον είδαν το είπαν σε άλλους, που το είπαν σε άλλους, μέχρι που έφτασε σε μένα. Μπορώ μόνο να σου πω τι μου μετέφεραν, και μετά από τόσα στόματα...» Τα λόγια του έσβησαν, καθώς τους πλησίαζε ο Ούνο.

«Αελίτης στα βράχια», είπε ήσυχα ο μονόφθαλμος.

«Τόσο μακριά από την Ερημιά;» είπε ο Ίνγκταρ, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Ο Ούνο με κάποιον τρόπο κατάφερε να φανεί προσβεβλημένος χωρίς ν’ αλλάξει καθόλου έκφραση, και ο Ίνγκταρ πρόσθεσε, «Όχι, δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό που λες. Απλώς με ξαφνιάζει».

«Ήθελε να τον δω, που να καεί, αλλιώς δεν θα τον καταλάβαινα». Ο Ούνο έδειξε αηδιασμένος κι ο ίδιος μ’ αυτή την παραδοχή. «Και το πρόσωπο του δεν ήταν καλυμμένο, άρα δεν βγήκε να σκοτώσει. Αλλά, όταν έχεις έναν καμένο Αελίτη, υπάρχουν πάντα άλλοι, που δεν τους βλέπεις». Έδειξε με το χέρι· ένας άνδρας είχε βγει στο δρόμο μπροστά τους.

Αμέσως ο Μασέμα χαμήλωσε τη λόγχη, κλώτσησε το άλογό του και μετά από τρεις δρασκελιές κάλπαζε γοργά. Δεν ήταν ο μόνος· τέσσερις ατσάλινες αιχμές πλησίαζαν τον άνδρα στο έδαφος.

«Σταθείτε!» φώναξε ο Ίνγκταρ. «Σταθείτε, είπα! Όποιος δεν σταματήσει επιτόπου, θα του κόψω τα αυτιά!»

Ο Μασέμα σταμάτησε το άλογό του, τραβώντας άγρια τα γκέμια. Κι οι άλλοι επίσης σταμάτησαν, μέσα σε σύννεφο σκόνης ούτε δέκα απλωσιές από τον άνδρα, με τις λόγχες να σημαδεύουν αταλάντευτα το στήθος του. Εκείνος σήκωσε το χέρι για να διώξει τη σκόνη που τον πλησίαζε· ήταν η πρώτη κίνηση που είχε κάνει.

Ήταν ψηλός, με δέρμα μαυρισμένο από τον ήλιο και κόκκινα μαλλιά κομμένα κοντά, με εξαίρεση μια ουρά στο πίσω μέρος, η οποία έπεφτε ως τους ώμους του. Όλα τα ρούχα του, από τις μαλακές μπότες με κορδόνια, οι οποίες έφταναν ως τα γόνατα, μέχρι το πανί που ήταν τυλιγμένο χαλαρά γύρω από το λαιμό του, τα πάντα είχαν αποχρώσεις του καφέ και του γκρίζου, που τα έκαναν να καμουφλάρονται στα βράχια και το χώμα. Πάνω από τον ώμο του ξεπρόβαλλε η άκρη ενός κοντού τόξου, και στη ζώνη του είχε μια φαρέτρα γεμάτη βέλη από τη μια πλευρά· από την άλλη κρεμόταν ένα μακρύ μαχαίρι. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε σφιχτά μια στρογγυλή ασπίδα με επένδυση από δέρμα και τρία κοντά δόρατα, που είχαν το μισό ύψος απ’ αυτόν, με αιχμές μακριές, σαν εκείνες που είχαν οι λόγχες των Σιναρανών.

«Δεν έχω αυλητές να παίζουν το σκοπό», ανακοίνωσε χαμογελώντας, «αλλά, αν θέλετε το χορό...» Δεν άλλαζε στάση, αλλά ο Πέριν ένιωσε ότι ήταν έτοιμος. «Το όνομά μου είναι Ούριεν, της φυλής των Δύο Πύργων των Ρέυν Άελ. Είμαι της Κόκκινης Ασπίδας. Να με θυμάστε».

Ο Ίνγκταρ ξεπέζεψε και προχώρησε μπροστά, βγάζοντας το κράνος του. Ο Πέριν δίστασε μονάχα μια στιγμή, πριν κατέβει για να πάει δίπλα του. Δεν θα έχανε την ευκαιρία να δει Αελίτη από κοντά. Κάνεις σαν Αελίτης με μαύρο πέπλο. Πάρα πολλά παραμύθια παρουσίαζαν τους Αελίτες ως Θανάσιμους κι επικίνδυνους, σαν τους Τρόλοκ —μερικά έλεγαν ότι ήταν όλοι τους Σκοτεινόφιλοι— αλλά το χαμόγελο του Ούριεν δεν φαινόταν επικίνδυνο, έστω κι αν έμοιαζε έτοιμος να ορμήξει. Τα μάτια του ήταν γαλάζια.

«Μοιάζει με τον Ραντ». Ο Πέριν κοίταζε και είδε ότι είχε έρθει κοντά τους και ο Ματ. «Μπορεί ο Ίνγκταρ να έχει δίκιο», πρόσθεσε χαμηλόφωνα ο Ματ. «Μπορεί ο Ραντ να είναι Αελίτης».

Ο Πέριν ένευσε. «Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα».

«Όχι, δεν αλλάζει». Ο Ματ φαινόταν να απαντούσε σε κάτι άλλο απ’ αυτό που εννοούσε ο Πέριν.

«Είμαστε και οι δύο μακριά από τα σπίτια μας», είπε ο Ίνγκταρ στον Αελίτη, «και τουλάχιστον εμείς ήρθαμε για άλλα πράγματα και όχι για να πολεμήσουμε». Ο Πέριν άλλαζε γνώμη για το χαμόγελο του Ούριεν· ο άνθρωπος έδειξε να δυσαρεστείται.

«Όπως επιθυμείς, Σιναρανέ». Ο Ούριν στράφηκε προς τη Βέριν, που μόλις κατέβαινε από το άλογό της, και έκανε μια αλλόκοτη υπόκλιση, χώνοντας τις μύτες των δοράτων στο χώμα και απλώνοντας το δεξί χέρι, με την παλάμη προς τα πάνω. Μίλησε με σεβασμό. «Σοφή, το νερό μου είναι δικό σου».

Η Βέριν έδωσε τα χαλινάρια σε έναν στρατιώτη. Κοίταξε εξεταστικά τον Αελίτη, καθώς τους πλησίαζε. «Γιατί με αποκαλείς έτσι; Νομίζεις πως είμαι Αελίτισσα;»

«Όχι, Σοφή. Αλλά έχεις την όψη εκείνων που έκαναν το ταξίδι στη Ρουίντιαν και έζησαν. Τα χρόνια δεν αγγίζουν τις Σοφές, όπως αγγίζουν τις άλλες γυναίκες και τους άνδρες».

Το πρόσωπο της Άες Σεντάι έδειξε έξαψη, αλλά ο Ίνγκταρ μίλησε ανυπόμονα. «Ακολουθούμε Τρόλοκ και Σκοτεινόφιλους, Ούριεν. Είδες κανένα ίχνος τους;»

«Τρόλοκ; Εδώ;» Τα μάτια του Ούριεν φωτίστηκαν. «Είναι ένα από τα σημάδια που λένε οι προφητείες. Όταν ξανάρθουν οι Τρόλοκ από τη Μάστιγα, θα αφήσουμε την Τρίπτυχη Γη και θα ξαναπάρουμε τα παλιά μας μέρη». Μουρμουρητά ακούστηκαν από τους Σιναρανούς που ήταν ακόμα καβάλα. Ο Ούριεν τους κοίταξε με περηφάνια, σαν να τους κοίταζε ο ίδιος αφ’ υψηλού.

«Την Τρίπτυχη Γη;» είπε ο Ματ.

Του Πέριν του φαινόταν πως έδειχνε ακόμα πιο χλωμός· όχι ακριβώς άρρωστος, αλλά σαν να είχε καιρό να τον δει ο ήλιος.

«Εσείς τη λέτε Ερημιά», είπε ο Ούριεν. «Για μας είναι η Τρίπτυχη Γη. Η πέτρα της μορφής, για να μας πλάσει. Πεδίο δοκιμασίας, για να αποδείξουμε την αξία μας. Και τιμωρία για το αμάρτημα».

«Ποιο αμάρτημα;» ρώτησε ο Ματ. Ο Πέριν κράτησε την αναπνοή του, περιμένοντας να αστράψουν τα δόρατα που κρατούσε ο Ούριεν.

Ο Αελίτης σήκωσε τους ώμους. «Ήταν πριν από τόσο καιρό, που δεν το θυμάται κανείς. Εκτός από τις Σοφές, και τους αρχηγούς των φατριών, που δεν μιλούν γι’ αυτό. Πρέπει να ήταν πολύ βαρύ αμάρτημα για να μην αντέχουν να μας το πουν, αλλά ο Τιμωρός μας τιμώρησε για τα καλά».

«Οι Τρόλοκ», επέμεινε ο Ίνγκταρ. «Είδες Τρόλοκ;»

Ο Ούριεν κούνησε το κεφάλι. «Θα τους σκότωνα αν τους έβλεπα, αλλά δεν είδα τίποτα παρά βράχια και ουρανό».

Ο Ίνγκταρ κούνησε το κεφάλι, έχοντας χάσει το ενδιαφέρον του, αλλά η Βέριν μίλησε με ζωντάνια στη φωνή. «Αυτή η Ρουίντιαν. Τι είναι; Πού είναι; Πώς επιλέγονται οι κοπέλες που πηγαίνουν;»

Το πρόσωπο του Ούριεν έχασε κάθε συναίσθημα, το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό, Σοφή».

Άθελά του, ο Πέριν έπιασε τον πέλεκύ του. Ήταν κάτι στη φωνή του Ούριεν. Κι ο Ίνγκταρ επίσης ήταν σε εγρήγορση, έτοιμος να πιάσει το σπαθί του, και οι έφιπποι σάλεψαν. Αλλά η Βέριν πλησίασε τον Αελίτη, τόσο που παραλίγο θα άγγιζε το στήθος του, και ύψωσε το βλέμμα της στο πρόσωπο του.

«Δεν είμαι από τις Σοφές που ξέρεις, Ούριεν», επέμεινε. «Είμαι Άες Σεντάι. Πες μου τι μπορείς να πεις για τη Ρουίντιαν».

Αυτός, που ήταν έτοιμος να τα βάλει με είκοσι άνδρες, τώρα φάνηκε να θέλει να το σκάσει μακριά από αυτή την παχουλή γυναίκα με τα μαλλιά που γκρίζαραν. «Μπορώ μονάχα να σου πω ό,τι ξέρουν όλοι. Η Ρουίντιαν βρίσκεται στη γη των Τζεν Άελ, της δέκατης τρίτης φατρίας. Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτούς, παρά μόνο να πω το όνομά τους. Κανείς δεν μπορεί να πάει εκεί, εκτός από τις γυναίκες που θέλουν να γίνουν Σοφές και τους άνδρες που θέλουν να γίνουν αρχηγοί φατρίας. Ίσως οι Τζεν Άελ διαλέγουν απ’ αυτούς· δεν ξέρω. Πολλοί πάνε· λίγοι επιστρέφουν, κι αυτοί είναι σημαδεμένοι ανάλογα με το τι είναι — Σοφές, ή αρχηγοί φατριάς. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, Άες Σεντάι. Δεν μπορώ».

Η Βέριν συνέχισε να τον κοιτάζει, σουφρώνοντας τα χείλη.

Ο Ούριεν κοίταζε τον ουρανό σαν να ήθελε να τον χαράξει στη μνήμη του. «Θα με σφάξεις τώρα, Άες Σεντάι;»

Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι;»

«Θα με σφάξεις τώρα; Μια από τις παλιές προφητείες λέει ότι, αν ποτέ απογοητεύσουμε ξανά τις Άες Σεντάι, θα μας σφάξουν. Ξέρω ότι έχεις δύναμη μεγαλύτερη από τις Σοφές». Ο Αελίτης γέλασε ξαφνικά, δίχως χαρά. Ένα τρελό φως έπαιζε στα μάτια του. «Ρίξε τις αστραπές σου, Άες Σεντάι. Θα χορέψω μαζί τους».

Ο Αελίτης νόμιζε πως θα πέθαινε, και δεν φοβόταν. Ο Πέριν κατάλαβε ότι το στόμα του ήταν ανοιχτό και το έκλεισε μ’ ένα χτύπο των δοντιών.

«Και τι δεν θα ’δινα», μουρμούρισε η Βέριν, κοιτάζοντας τον Ούριεν, «για να σε είχα στο Λευκό Πύργο. Ή για να μου μιλούσες με προθυμία. Μην κουνιέσαι, άνθρωπέ μου. Λεν θα σε βλάψω. Εκτός αν σκοπεύεις να με βλάψεις, μιας και λες για χορούς».

Ο Ούριεν έδειξε αποσβολωμένος. Κοίταξε τους Σιναρανούς, που κάθονταν στα άλογα όλογυρά του, σαν να υποπτευόταν κάποιο κόλπο. «Δεν είσαι Κόρη του Δόρατος», είπε αργά. «Πώς να χτυπήσω γυναίκα που δεν παντρεύτηκε το δόρυ; Απαγορεύεται, εκτός μόνο αν είναι να σωθεί ζωή, και Θα προτιμούσα να πληγωθώ για να το αποφύγω».

«Τι γυρεύεις εδώ, τόσο μακριά από την πατρίδα σου;» τον ρώτησε. «Γιατί ήρθες σε μας; Μπορούσες να μείνεις στα βράχια κι εμείς δεν θα σε καταλαβαίναμε». Ο Αελίτης δίστασε, και η Βέριν πρόσθεσε, «Πες μόνο ό,τι θέλεις να πεις. Δεν ξέρω τι κάνουν οι Σοφές σας, αλλά δεν θα σε πειράξω, ούτε θα βάλω να μιλήσεις με το ζόρι».

«Έτσι λένε οι Σοφές», είπε ο Ούριεν ξερά, «αλλά, όμως, ακόμα κι ένας αρχηγός φατρίας πρέπει να έχει κότσια για να μην κάνει ό,τι θέλουν». Φαινόταν να διαλέγει τα λόγια του με προσοχή. «Ψάχνω για... κάποιον. Έναν άνδρα». Το βλέμμα του πέρασε από τον Πέριν, τον Ματ, τους Σιναρανούς, απορρίπτοντάς τους όλους. «Εκείνον που Έρχεται με την Αυγή. Λέγεται ότι θα φανούν σπουδαία σημεία και οιωνοί για τον ερχομό του. Από την αρματωσιά της συνοδείας σου είδα ότι ήσουν από το Σίναρ, και είχες όψη Σοφής, έτσι σκέφτηκα ότι ίσως είχες ακούσει για σπουδαία πράγματα, που θα τον αναγγέλουν».

«Έναν άνδρα;» Η φωνή της Βέριν ήταν απαλή, αλλά το βλέμμα της έκοβε σαν μαχαίρι. «Τι σημάδια είναι αυτά;»

Ο Ούριεν κούνησε το κεφάλι. «Λέγεται ότι θα τα καταλάβουμε όταν τα μάθουμε, όπως θα καταλάβουμε κι αυτόν όταν τον δούμε, διότι θα είναι σημαδεμένος. Θα έρθει από τα δυτικά, πέρα από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, αλλά θα είναι από το δικό μας αίμα. Θα πάει στη Ρουίντιαν και θα μας οδηγήσει για να φύγουμε από την Τρίπτυχη Γη». Πήρε ένα δόρυ στο δεξί χέρι. Ακούστηκε δέρμα και μέταλλο να τρίζει, καθώς οι στρατιώτες άπλωναν χέρι στο σπαθί τους, και ο Πέριν κατάλαβε πως είχε ξαναπιάσει τον πέλεκύ του, αλλά η Βέριν τους έκανε νόημα να σταματήσουν, με μια εκνευρισμένη ματιά. Ο Ούριεν χάραξε έναν κύκλο στο χώμα με την αιχμή του δόρατός του, και μετά τράβηξε μια ελικοειδή γραμμή. «Λέγεται ότι μ’ αυτό το σημάδι θα κατακτήσει».

Ο Ίνγκταρ κοίταξε το σύμβολο σμίγοντας τα φρύδια, χωρίς να το αναγνωρίζει, αλλά ο Ματ μουρμούρισε βραχνά κάτι μέσα από τα δόντια του, και ο Πέριν ένιωσε το στόμα του να ξεραίνεται. Το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι.

Η Βέριν έσβησε το σύμβολο με το πόδι της. «Δεν μπορώ να σου πω πού είναι, Ούριεν», του είπε, «και δεν έχω ακούσει κανένα σημάδι και κανένα οιωνό που να σε οδηγήσει σ’ αυτόν».

«Τότε θα συνεχίσω να ψάχνω». Δεν ήταν ερώτηση, αλλά ο Ούριεν περίμενε την Άες Σεντάι να νεύσει, και μετά κοίταξε τους Σιναρανούς περήφανα, προκλητικά, και τους ξαναγύρισε την πλάτη. Απομακρύνθηκε περπατώντας ήρεμα, και χάθηκε στα βράχια χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Μερικοί στρατιώτες άρχισαν να μουρμουρίζουν. Ο Ούνο είπε κάτι για τους «παλαβούς Αελίτες, που να καούνε», και ο Μασέμα μούγκρισε ότι έπρεπε να αφήσουν τον Αελίτη στα κοράκια.

«Χάσαμε πολύτιμο χρόνο», ανακοίνωσε ο Ίνγκταρ μεγαλόφωνα. «Θα πάμε πιο γρήγορα για να τον αναπληρώσουμε».

«Να», είπε η Βέριν, «πρέπει να πάμε πιο γρήγορα».

Ο Ίνγκταρ την κοίταξε, αλλά η Άες Σεντάι έβλεπε το πατημένο χώμα, εκεί που το πόδι της είχε σβήσει το σύμβολο. «Αφιππεύσατε», είπε ο Ίνγκταρ. «Οι αρματωσιές να μπουν μαζί με τα άλλα φορτία. Τώρα μπήκαμε στην Καιρχίν. Δεν θέλουμε να νομίσουν οι Καιρχινοί ότι ήρθαμε για πόλεμο. Γρήγορα!»

Ο Ματ έγειρε προς τον Πέριν. «Λες...; Λες να έλεγε για τον Ραντ; Είναι τρελό, το ξέρω, αλλά ακόμα και ο Ίνγκταρ τον νομίζει για Αελίτη».

«Δεν ξέρω», είπε ο Πέριν. «Από τότε που μπλέξαμε με τις Άες Σεντάι, τα πάντα τρελάθηκαν».

Η Βέριν μίλησε με απαλή φωνή, σχεδόν σαν να μονολογούσε, κοιτάζοντας ακόμα το έδαφος. «Πρέπει να είναι κι αυτό άλλο ένα κομμάτι, αλλά πώς όμως; Άραγε ο Τροχός του Χρόνου υφαίνει νήματα στο Σχήμα για τα οποία δεν ξέρουμε τίποτα; Ή μήπως ο Σκοτεινός αγγίζει πάλι το Σχήμα;»

Ο Πέριν ένιωσε μια παγωνιά.

Η Βέριν σήκωσε το βλέμμα και είδε τους στρατιώτες που έβγαζαν την αρματωσιά τους. «Βιαστείτε!» πρόσταξε, με περισσότερη ένταση απ’ όσο ο Ίνγκταρ και ο Ούνο μαζί. «Πρέπει να βιαστούμε!»

Загрузка...