Η Άλαρ τους πήρε από την Πύλη με σοβαρό και μετρημένο ρυθμό, αν και ο Τζούιν φαινόταν ότι ανυπομονούσε να αφήσει πίσω του την Πύλη. Ο Ματ, πάντως, κοίταζε μπροστά με ανυπομονησία, και ο Χούριν έδειχνε σιγουριά, ενώ ο Λόιαλ φαινόταν να ανησυχεί περισσότερο μήπως η Άλαρ αλλάξει γνώμη και δεν τον αφήσει να φύγει. Ο Ραντ δεν βιαζόταν, καθώς τραβούσε πίσω του τον Κοκκινοτρίχη από τα γκέμια. Δεν φανταζόταν πως η Βέριν σκόπευε να χρησιμοποιήσει η ίδια τη Λίθο.
Η γκρίζα πέτρινη στήλη στεκόταν όρθια κοντά σε μια οξιά, που είχε ύψος τριάντα μέτρα και πλάτος τέσσερις απλωσιές· ο Ραντ θα τη θεωρούσε ψηλή, αν δεν είχε δει τα Μεγάλα Δένδρα. Εδώ δεν υπήρχε προειδοποιητικό τοιχάκι, μονάχα μερικά αγριολούλουδα, που ξεπρόβαλλαν από το στρώμα των σαπισμένων πεσμένων φύλλων και κλαριών του δάσους. Η Διαβατική Λίθος ήταν σκαμμένη από τα στοιχεία της φύσης, αλλά τα σύμβολα που τη σκέπαζαν διακρίνονταν ακόμα.
Οι έφιπποι Σιναρανοί στρατιώτες απλώθηκαν, σχηματίζοντας χαλαρό κύκλο γύρω από τη Λίθο και τους άλλους που ήταν πεζοί.
«Τη σηκώσαμε όρθια», είπε η Άλαρ, «όταν τη βρήκαμε πριν από πολλά χρόνια, αλλά δεν τη μετακινήσαμε. Έμοιαζε... να αντιστέκεται... στη μεταφορά της». Την πλησίασε και ακούμπησε το μεγάλο χέρι της στη Λίθο. «Πάντα τη σκεφτόμουν σαν σύμβολο όσων χάθηκαν, όσων ξεχάστηκαν. Την Εποχή των Θρύλων, μπορούσαν να τη μελετήσουν και να την κατανοήσουν ως ένα βαθμό. Για μας, δεν είναι παρά μια πέτρα».
«Κάτι παραπάνω απ’ αυτό, ελπίζω». Η Βέριν μίλησε με ζωηρή φωνή. «Πρεσβύτερη, σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου. Συγχώρεσέ μας, που σας αφήνουμε χωρίς επισημότητα, αλλά ο Τροχός κυλά. Τουλάχιστον δεν θα ταράξουμε άλλο τη γαλήνη του στέντιγκ σας».
«Πήραμε τους λιθοξόους μας από την Καιρχίν», είπε η Άλαρ, «αλλά ακόμα μαθαίνουμε τι συμβαίνει στον κόσμο Έξω. Ψεύτικοι Δράκοντες. Το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος. Τα μαθαίνουμε, και μας προσπερνούν. Δεν νομίζω ότι η Τάρμον Γκάι’ντον θα μας προσπεράσει, ή ότι θα μας αφήσει στη γαλήνη μας. Καλή τύχη, Βέριν Σεντάι. Καλή τύχη, όλοι σας, και είθε να βρείτε καταφύγιο στην παλάμη του Δημιουργού. Τζούιν». Κοντοστάθηκε, ίσα για να κοιτάξει τον Λόιαλ και να ρίξει μια τελευταία προειδοποιητική ματιά στον Ραντ, και μετά οι δυο Ογκιρανοί χάθηκαν ανάμεσα στα δένδρα.
Ακούστηκε το τρίξιμο από τις σέλες, καθώς οι στρατιώτες σάλευαν. Ο Ίνγκταρ κοίταξε τον κύκλο που σχημάτιζαν. «Είναι αναγκαίο, Βέριν Σεντάι; Ακόμα κι αν μπορεί να γίνει... Δεν ξέρουμε καν αν οι Σκοτεινόφιλοι πράγματι πήραν το Κέρας στο Τόμαν Χεντ. Ακόμα πιστεύω ότι μπορώ να κάνω τον Μπαρτέηνς να—»
«Αν δεν είμαστε σίγουροι», είπε η Βέριν μειλίχια, διακόπτοντας τον, «τότε το Τόμαν Χεντ δεν είναι χειρότερο ή καλύτερο μέρος από τα άλλα για να ψάξουμε. Σ’ άκουσα να λες πολλές φορές ότι αν χρειαζόταν θα πήγαινες και στο Σάγιολ Γκουλ για να ξαναβρείς το Κέρας. Διστάζεις μπροστά σ’ αυτό;» Έδειξε τη Λίθο κάτω από το δένδρο με το λείο κορμό.
Ο Ίνγκταρ κορδώθηκε. «Δεν διστάζω σε τίποτα. Πήγαινε μας στο Τόμαν Χεντ, πήγαινε μας στο Σάγιολ Γκουλ. Αν είναι εκεί το Κέρας του Βαλίρ, θα σε ακολουθήσω».
«Ωραία λοιπόν, Ίνγκταρ. Τώρα, Ραντ, μεταφέρθηκες μέσω Διαβατικής Λίθου πιο πρόσφατα από μένα. Έλα». Του έκανε νόημα, κι αυτός την πλησίασε στη Λίθο μαζί με τον Κοκκινοτρίχη.
«Έχεις χρησιμοποιήσει Διαβατική Λίθο;» Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του για να βεβαιωθεί ότι δεν τους άκουγε κανείς. «Τότε δεν θέλεις να το κάνω εγώ». Σήκωσε τους ώμους ανακουφισμένος.
Η Βέριν τον κοίταξε ανέκφραστα. «Ποτέ δεν χρησιμοποίησα Λίθο· γι’ αυτό το δικό σου πέρασμα ήταν πιο πρόσφατο. Ξέρω καλά τα όριά μου. Θα πέθαινα πριν διαβιβάσω αρκετή Δύναμη για να κάνω τη Διαβατική Λίθο να λειτουργήσει. Αλλά ξέρω κάποια πράγματα γι’ αυτές. Αρκετά για να σε βοηθήσω, λιγάκι».
«Μα δεν ξέρω τίποτα». Οδήγησε το άλογό του από την άλλη πλευρά της Λίθου, κοιτάζοντάς την από πάνω ως κάτω. «Το μόνο που θυμάμαι είναι το σύμβολο του δικού μας κόσμου. Μου το έδειξε η Σελήνη, αλλά δεν το βλέπω εδώ».
«Φυσικά δεν το βλέπεις. Δεν θα το δεις σε Λίθο στο δικό μας κόσμο· τα σύμβολα είναι βοηθήματα για να πας προς κάποιον κόσμο». Κούνησε το κεφάλι της. «Και τι δεν θα έδινα για να μιλήσω μ’ αυτή την κοπέλα που λες. Ή, ακόμα καλύτερα, να πάρω στα χέρια μου το βιβλίο της. Γενικά πιστεύεται ότι κανένα αντίγραφο του Οι Καθρέφτες του Τροχού δεν διασώθηκε ολόκληρο από το Τσάκισμα. Η Σεραφέλ πάντα μου λέει ότι υπάρχουν περισσότερα βιβλία που θεωρούνται χαμένα απ’ όσα μπορώ να πιστέψω. Τέλος πάντων, δεν χρειάζεται να ανησυχώ για κάτι που δεν ξέρω. Ξέρω μερικά πράγματα. Τα σύμβολα στο πάνω μισό της Λίθου αντιπροσωπεύουν κόσμους. Όχι όλους τους Κόσμους που θα Μπορούσαν να Είχαν Υπάρξει, φυσικά. Προφανώς δεν συνδέεται κάθε Πύλη με όλους τους Κόσμους, και οι Άες Σεντάι της Εποχής των Θρύλων πίστευαν ότι υπήρχαν πιθανοί κόσμοι, τους οποίους δεν τους άγγιζε καμία Λίθος. Δεν βλέπεις τίποτα που να σου κεντρίζει τη μνήμη;»
«Τίποτα». Αν έβρισκε το σωστό σύμβολο, θα το χρησιμοποιούσε για να βρει τον Φάιν και το Κέρας, για να σώσει τον Ματ, για να εμποδίσει τον Φάιν να κάνει κακό στο Πεδίο του Έμοντ. Αν έβρισκε το σύμβολο, θα έπρεπε να αγγίξει το σαϊντίν. Ήθελε να σώσει τον Ματ και να σταματήσει τον Φάιν, αλλά δεν ήθελε να αγγίξει το σαϊντίν. Φοβόταν να διαβιβάσει, και πεινούσε γι’ αυτό σαν κάποιος που πεινούσε για φαγητό. «Λεν θυμάμαι τίποτα».
Η Βέριν αναστέναξε. «Τα σύμβολα στο κάτω μέρος δείχνουν Λίθους σε άλλα μέρη. Αν ήξερες το κόλπο, θα μπορούσες να μας πας, όχι στην ίδια Λίθο σε άλλο κόσμο, αλλά σε μια άλλη εκεί, ή ακόμα μια άλλη εδώ. Νομίζω πως ήταν κάτι αντίστοιχο με το Ταξίδεμα, αλλά, όπως κανείς δεν θυμάται πώς Ταξιδεύουν, κανείς δεν θυμάται αυτό το κόλπο. Χωρίς αυτή τη γνώση, μια δοκιμή ίσως μας σκοτώσει όλους». Έδειξε δυο παράλληλες κυματιστές γραμμές, που τις διέσχιζε μια αλλόκοτη καλλικατζούρα, σκαλισμένες χαμηλά στη στήλη. «Αυτό δείχνει μια Λίθο στο Τόμαν Χεντ. Είναι μια από τις τρεις Λίθους για τις οποίες ξέρω το σύμβολο· η μόνη από τις τρεις την οποία επισκέφθηκα. Και ξέρεις τι έμαθα, αφού παραλίγο θα με παγίδευαν τα χιόνια στα Όρη της Ομίχλης, κι αφού διέσχισα την Πεδιάδα Άλμοθ μέσα στην παγωνιά; Απολύτως τίποτα. Παίζεις ζάρια ή χαρτιά, Ραντ αλ’Θορ;»
«Ο Ματ είναι ο τζογαδόρος της παρέας. Γιατί;»
«Μάλιστα. Λέω να μην τον μπλέξουμε σ’ αυτό. Αυτά είναι τα άλλα σύμβολα που ξέρω».
Με το δάχτυλο ακολούθησε το περίγραμμα ενός ορθογωνίου, το οποίο περιείχε οκτώ χαράγματα που έμοιαζαν πολύ, έναν κύκλο και ένα βέλος, αλλά στα μισά το βέλος ήταν μέσα στον κύκλο, ενώ στα άλλα η αιχμή τον διαπερνούσε. Τα βέλη έδειχναν αριστερά, δεξιά, πάνω και κάτω, και γύρω από κάθε κύκλο υπήρχε μια διαφορετική γραμμή από κάτι που ο Ραντ θεώρησε γραφή, αν και δεν ήταν σε γλώσσα που ήξερε· ήταν καμπύλες, που ξαφνικά γινόταν αγκίστρια γεμάτα απότομες γωνίες και μετά συνέχιζαν να κυλούν.
«Τουλάχιστον», συνέχισε η Βέριν, «ξέρω αυτά. Καθένα σημαίνει έναν κόσμο, η μελέτη του οποίου οδήγησε τελικά στην κατασκευή των Οδών. Δεν είναι αυτοί όλοι κόσμοι που μελετήθηκαν, αλλά μόνο αυτοί για τους οποίους ξέρω τα σύμβολα. Τώρα ερχόμαστε στο ζήτημα του τζόγου. Δεν ξέρω τι είδους κόσμοι είναι. Πιστεύεται πως υπάρχουν κόσμοι στους οποίους ένας χρόνος είναι μόνο μια μέρα εδώ, και άλλοι όπου μια μέρα είναι ένας χρόνος εδώ. Υποτίθεται πως υπάρχουν κόσμοι όπου ο ίδιος ο αέρας μπορεί να μας σκοτώσει με μια ανάσα, και κόσμοι που έχουν μετά βίας αρκετή πραγματικότητα για να διατηρηθούν. Δεν θα κάνω εικασίες για το τι θα μπορούσε να συμβεί, αν βρισκόμασταν εκεί. Πρέπει να διαλέξεις. Όπως θα έλεγε ο πατέρας μου, είναι ώρα να ρίξεις τα ζάρια».
Ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντας, κουνώντας το κεφάλι. «Ό,τι κι αν διαλέξω, μπορεί να μας σκοτώσω όλους».
«Δεν είσαι πρόθυμος να το ρισκάρεις; Για το Κέρας του Βαλίρ; Για τον Ματ;»
«Γιατί, είσαι εσύ τόσο πρόθυμη να το ρισκάρεις; Δεν ξέρω καν αν μπορώ. Δεν — δεν πετυχαίνει κάθε φορά που προσπαθώ». Ήξερε ότι κανείς δεν τους είχε πλησιάσει, αλλά όμως κοίταξε γύρω. Όλοι περίμεναν σ’ έναν χαλαρό κύκλο γύρω από τη Λίθο, περιμένοντας, όχι όμως αρκετά κοντά για να κρυφακούσουν. «Μερικές φορές το σαϊντίν απλώς είναι εκεί. Το νιώθω, αλλά δεν μπορώ να το αγγίξω. Και, ας πούμε ότι πετυχαίνει, τι θα γίνει αν μας πάω κάπου που δεν μπορούμε να ανασάνουμε; Τι θα γίνει ο Ματ; Ή το Κέρας;»
«Είσαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας», είπε εκείνη χαμηλόφωνα. «Εντάξει, μπορείς να πεθάνεις, αλλά δεν νομίζω ότι το Σχήμα θα σε αφήσει να πεθάνεις χωρίς να έχει ξεμπερδέψει μαζί σου. Από την άλλη μεριά, τώρα η Σκιά πέφτει στο Σχήμα, και ποιος μπορεί να πει πώς θα επιδράσει στο υφαντό; Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ακολουθήσεις το πεπρωμένο σου».
«Είμαι ο Ραντ αλ’Θορ», μούγκρισε αυτός. «Δεν είμαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Δεν θα γίνω ψεύτικος Δράκοντας».
«Είσαι αυτό που είσαι. Θα διαλέξεις, ή θα στέκεσαι εδώ μέχρι να πεθάνει ο φίλος σου;»
Ο Ραντ άκουσε τα δόντια του να τρίζουν και ανάγκασε το στόμα του να χαλαρώσει. Μην μπορώντας να καταλάβει τα σύμβολα, δεν θα άλλαζε τίποτα αν ήταν όλα ολόιδια. Η γραφή θα μπορούσε να είναι πραγματικά ορνιθοσκαλίσματα. Κατέληξε σε ένα, μ’ ένα τόξο που έδειχνε προς τα αριστερά, επειδή προς τα κει βρισκόταν το Τόμαν Χεντ. Του ήρθε να γελάσει. Μια τόσο ασήμαντη λεπτομέρεια, για να στοιχηματίσει σ’ αυτήν τις ζωές τους.
«Πλησιάσει», διέταξε η Βέριν τους άλλους. «Καλύτερα να είστε κοντά». Την υπάκουσαν, με λίγο μόνο δισταγμό. «Είναι ώρα να αρχίσουμε», είπε, καθώς έρχονταν κοντύτερα.
Έριζε πίσω το μανδύα της και ακούμπησε τα χέρια της στη στήλη, αλλά ο Ραντ την είδε να τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού της. Άκουγε κάποιους να βήχουν νευρικά, να καθαρίζουν το λαιμό μ’ ένα ξερό βήξιμο, τον Ούνο να λέει μια βλαστήμια σε κάποιον άνδρα που δεν έλεγε να πλησιάσει, τον Ματ να δοκιμάζει ένα διστακτικό αστείο, τον Λόιαλ να ξεροκαταπίνει. Πήρε το κενό.
Τώρα πια ήταν τόσο εύκολο. Η φωτιά έκαψε το φόβο και το πάθος και χάθηκε, πριν καλά-καλά προλάβει να τη σχηματίσει.
Χάθηκε, αφήνοντας πίσω μόνο την αδειανοσύνη, και το αστραφτερό σαϊντίν, αρρωστημένο, προκλητικό, αναγουλιαστικό, πλανευτικό. Ο Ραντ... άπλωσε γι’ αυτό... και τον γέμισε, τον ζωντάνεψε. Δεν κούνησε ούτε έναν μυ του, αλλά ένιωθε σαν να έτρεμε από το ρεύμα της Μίας Δύναμης μέσα του. Το σύμβολο σχηματίστηκε μόνο του, ένα βέλος που τρυπούσε έναν κύκλο, πλέοντας μόλις πιο πέρα από το κενό, σκληρό, σαν το υλικό στο οποίο ήταν σκαλισμένο. Άφησε τη Μία Δύναμη να χυθεί στο σύμβολο, περνώντας από μέσα του.
Το σύμβολο λαμπύρισε, τρεμόπαιζε.
«Κάτι συμβαίνει», είπε η Βέριν. «Κάτι...»
Ο κόσμος τρεμόπαιξε.
Η σιδερένια κλειδαριά έπεσε και στριφογύρισε στο πάτωμα του αγροτόσπιτο, και ο Ραντ άφησε την καυτή τσαγιέρα να πέσει, καθώς μια πελώρια μορφή με κέρατα τράγου στο κεφάλι πρόβαλλε στην ανοιχτή πια πόρτα, με το σκοτάδι της Νύχτας του Χειμώνα πίσω της.
«Τρέξε!» φώναξε ο Ταμ. Το σπαθί του άστραψε και ο Τρόλοκ έπεσε, αλλά πέφτοντας άρπαξε τον Ταμ και τον τράβηξε κάτω.
Κι άλλοι χώθηκαν από την πόρτα, μορφές που φορούσαν μαύρες πανοπλίες με ελάσματα, με ανθρώπινα πρόσωπα που τα παραμόρφωναν μουσούδες και ράμφη και κέρατα, ενώ αλλόκοτα κυρτά σπαθιά κάρφωναν τον Ταμ που πάσχιζε να σηκωθεί, και πέλεκεις με αιχμές ανεβοκατέβαιναν, με το ατσάλι κόκκινο από το αίμα.
«Πατέρα!» ούρλιαξε ο Ραντ. Ξεθηκαρώνοντας το μαχαίρι που κρεμόταν στη ζώνη του, όρμηξε πάνω από το τραπέζι για να βοηθήσει τον πατέρα του, και ούρλιαξε ξανά με το πρώτο σπαθί που τον τρυπούσε στο στήθος.
Από το στόμα του ανάβλυσε αίμα, και μια φωνή ψιθύρισε στο αυτί του, Νίκησα πάλι, Λουζ Θέριν.
Τρεμοπαίξιμο.
Ο Ραντ πάλεψε να κρατήσει το σύμβολο, νιώθοντας αμυδρά τη φωνή της Βέριν. «...πάει...»
Η Δύναμη ήταν πλημμύρα.
Τρεμοπαίξιμο.
Ο Ραντ ήταν ευτυχισμένος όταν παντρεύτηκε την Εγκουέν, και προσπαθούσε να μην τον πιάνει η κακοκεφιά του, τις φορές εκείνες που σκεφτόταν πως έπρεπε να υπάρχει κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό. Στους Δύο Ποταμούς έφταναν νέα από τον έξω κόσμο μαζί με τους πραματευτές, και τους εμπόρους που έρχονταν να αγοράσουν μαλλί και ταμπάκ, νέα που έλεγαν πάντα για καινούργιους μπελάδες, για πολέμους και ψεύτικους Δράκοντες παντού. Μια χρονιά δεν ήρθαν ούτε πραματευτές ούτε έμποροι, και, όταν ξανάρθαν την επόμενη, έφεραν τα μαντάτα πως είχαν ξανάρθει οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου, ή τουλάχιστον των επιγόνων του. Λεγόταν ότι τα παλιά έθνη είχαν καταρρεύσει, και οι καινούργιοι άρχοντες του κόσμου, που έριχναν στις μάχες Άες Σεντάι δεμένες με λουρί, είχαν γκρεμίσει το Λευκό Πύργο και είχαν ρίξει αλάτι εκεί που στεκόταν κάποτε η Ταρ Βάλον. Δεν υπήρχαν πια Άες Σεντάι.
Στους Δύο Ποταμούς αυτά δεν σήμαιναν τίποτα. Πάλι έπρεπε να σπέρνουν τη σοδειά, να κουρεύουν τα πρόβατα, να προσέχουν τα αρνιά. Ο Ταμ πρόλαβε να παίξει με εγγονούς κι εγγονές, πριν πάει κι αυτός να ανταμώσει τη γυναίκα του, και το παλιό αγροτόσπιτο άπλωσε καινούργια δωμάτια. Η Εγκουέν έγινε Σοφία, και οι πιο πολλοί έλεγαν ότι ήταν καλύτερη κι από την παλιά Σοφία, τη Νυνάβε αλ’Μεάρα. Κι ευτυχώς που ήταν καλύτερη, γιατί οι θεραπείες της, που έκαναν τέτοια θαύματα στους άλλους, μόλις που κατάφερναν να κρατούν τον Ραντ ζωντανό από την αρρώστια, που δεν έπαυε ποτέ να τον απειλεί. Η κακοκεφιά του χειροτέρευε, γίνονταν πιο απειλητική, και έλεγε οργισμένα ότι δεν προοριζόταν γι’ αυτό. Η Εγκουέν φοβόταν όταν είχε τα νεύρα του, επειδή, μερικές φορές, γινόταν παράξενα πράγματα όταν ο Ραντ λυσσούσε —καταιγίδες με αστραπές, που δεν τις είχε ακούσει να έρχονται, πυρκαγιές στο δάσος— αλλά τον αγαπούσε και τον βοηθούσε να μη χάσει τα λογικά του, αν και κάποιοι μουρμούριζαν ότι ο Ραντ αλ’Θορ ήταν τρελός κι επικίνδυνος.
Όταν η Εγκουέν πέθανε, ο Ραντ έμενε μόνος ατέλειωτες ώρες πλάι στον τάφο της, με τα δάκρυα να μουσκεύουν τη γκρίζα γενειάδα του. Η αρρώστιά του τον ξανάπιασε και το κορμί του άρχισε να λιώνει· έχασε τα δύο ακριανά δάχτυλα του δεξιού χεριού του και ένα από το αριστερό του, τα αυτιά του έμοιαζαν με πληγές, και ο κόσμος μουρμούριζε ότι μύριζε σαπίλα. Η δυσθυμία του χειροτέρεψε.
Αλλά, όταν ήρθαν τα φοβερά νέα, κανείς δεν αρνήθηκε να τον δεχθεί πλάι του. Οι Τρόλοκ και οι Ξέθωροι και πλάσματα αφάνταστα είχαν ξεχυθεί από τη Μάστιγα, και οι καινούργιοι αφέντες του κόσμου αναγκάζονταν να υποχωρήσουν, παρά τη δύναμη που είχαν. Έτσι ο Ραντ πήρε το τόξο που μόλις μπορούσε να κουμαντάρει με τα δάχτυλα που του είχαν μείνει, και βάδισε κουτσά μαζί με κείνους που προχωρούσαν βόρεια, προς τον Ποταμό Τάρεν, άνδρες από κάθε χωριό, φάρμα και γωνιά των Δύο Ποταμών, με τα τόξα, τα τσεκούρια, τις λόγχες για αγριόχοιρους και τα σπαθιά που είχαν βρει στις σοφίτες τους. Κι ο Ραντ, επίσης, φορούσε σπαθί, με έναν ερωδιό στη λεπίδα, που το είχε βρει μετά το θάνατο του Ταμ, αν και δεν ήξερε πώς να το κρατήσει. Ήρθαν και γυναίκες επίσης, σηκώνοντας στον ώμο ό,τι όπλα είχαν μπορέσει να βρουν, προελαύνοντας δίπλα στους άνδρες. Κάποιοι γελούσαν, λέγοντας ότι είχαν την παράξενη αίσθηση ότι όλα αυτά τα είχαν ξαναζήσει.
Και εκεί, στο Τάρεν, οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών είχαν ανταμώσει τους εισβολείς, ατέλειωτες σειρές από Τρόλοκ, που τους οδηγούσαν εφιαλτικοί Ξέθωροι κάτω από ένα κατάμαυρο λάβαρο, που έμοιαζε να πίνει το φως. Ο Ραντ είδε το λάβαρο και νόμισε πως τον είχε ξαναπιάσει η τρέλα, επειδή του φάνηκε πως γι’ αυτό είχε γεννηθεί, για να πολεμήσει αυτό το λάβαρο. Έστειλε όλα τα βέλη του προς τα κει, όσο πιο ίσια μπορούσε με το ταλέντο του και το κενό, χωρίς να νοιάζεται για τους Τρόλοκ που περνούσαν το ποτάμι, ή για τους άνδρες και τις γυναίκες που πέθαιναν δεξιά κι αριστερά του. Ένας απ’ αυτούς τους Τρόλοκ τον κάρφωσε, και έτρεξε αλυχτώντας για αίμα πιο μέσα στους Δύο Ποταμούς. Αλλά, καθώς ο Ραντ κειτόταν στην όχθη του Τάρεν, κοιτάζοντας τον ουρανό που έμοιαζε να σκοτεινιάζει μεσημεριάτικα, με την ανάσα να έρχεται πιο αργή, άκουσε μια φωνή να λέει, Νίκησα πάλι, Λουζ Θέριν.
Τρεμοπαίξιμο.
Το βέλος και ο κύκλος παραμορφώθηκαν κι έγιναν παράλληλες κυματιστές γραμμές, και ο Ραντ πάσχισε να τα ξαναφέρει.
Η φωνή της Βέριν. «...στραβά. Κάτι...»
Η Δύναμη μαινόταν. Τρεμοπαίξιμο.
Ο Ταμ προσπάθησε να παρηγορήσει τον Ραντ, όταν η Εγκουέν αρρώστησε και πέθανε, μόλις μια βδομάδα πριν το γάμο τους. Το ίδιο και η Νυνάβε, αλλά ήταν κι αυτή συγκλονισμένη, μιας και, παρά τις γνώσεις της, δεν ήξερε από τι είχε πεθάνει η κοπέλα. Ο Ραντ καθόταν έξω από το σπίτι της Εγκουέν ενώ πέθαινε, και του φαινόταν σαν να μην υπήρχε μέρος στο Πεδίο του Έμοντ που να μην ακούγονται ακόμα οι κραυγές της. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί. Ο Ταμ του έδωσε ένα σπαθί με το σήμα του ερωδιού στη λεπίδα και, παρ’ όλο που δεν εξήγησε πώς είχε τέτοιο πράγμα ένας βοσκός των Δύο Ποταμών, δίδαξε στον Ραντ πώς να το χρησιμοποιεί. Τη μέρα που ο Ραντ έφυγε, ο Ταμ του έδωσε ένα γράμμα, που, όπως είπε, ίσως βοηθούσε τον Ραντ να μπει στο στρατό του Ίλιαν, τον αγκάλιασε και του είπε, «Ποτέ δεν είχα άλλο γιο, και ποτέ δεν θέλησα άλλον. Γύρνα πίσω με γυναίκα, όπως έκανα κι εγώ, αν μπορείς, αγόρι μου, αλλά γύρνα πίσω, ό,τι κι αν γίνει».
Όμως του έκλεψαν τα λεφτά στο Μπάερλον, και τη συστατική επιστολή, και παραλίγο θα του έκλεβαν και το σπαθί, και γνώρισε μια γυναίκα ονόματι Μιν, που του είπε τόσο τρελά πράγματα, ώστε τελικά έφυγε από την πόλη για να γλιτώσει απ’ αυτήν. Τελικά οι περιπλανήσεις του τον έφεραν στο Κάεμλυν, κι εκεί η ικανότητά του στο σπαθί τον βοήθησε να κερδίσει μια θέση στους Φρουρούς της Βασίλισσας. Μερικές φορές τύχαινε να δει την Κόρη-Διάδοχο, την Ηλαίην, και τότε του έρχονταν αλλόκοτες σκέψεις, πως δεν έπρεπε να είναι έτσι τα πράγματα, ότι η ζωή του έπρεπε να έχει κάτι παραπάνω. Η Ηλαίην φυσικά δεν τον κοίταζε· είχε παντρευτεί έναν Δακρινό πρίγκιπα, αν και δεν φαινόταν ευτυχισμένη. Ο Ραντ ήταν μονάχα ένας στρατιώτης, που κάποτε ήταν βοσκός σε ένα χωριουδάκι τόσο μακριά, στα δυτικά σύνορα, που μονάχα γραμμές σ’ έναν χάρτη το κρατούσαν ακόμα στο Άντορ. Εκτός αυτού, είχε κακή φήμη, ότι ήταν άνθρωπος ευέξαπτος και βίαιος.
Μερικοί έλεγαν ότι ήταν τρελός, και σε φυσιολογικούς καιρούς ίσως ακόμα και η δεξιοτεχνία του στο σπαθί να μην τον κρατούσε στη Φρουρά, αλλά δεν ήταν φυσιολογικοί καιροί. Οι ψεύτικοι Δράκοντες ξεφύτρωναν σαν αγριόχορτα. Κάδε φορά που νικούσαν έναν, άλλοι δύο ξεπηδούσαν στη θέση του, ή τρεις, ώσπου όλα τα έθνη τα ρήμαζαν οι πόλεμοι. Και το άστρο του Ραντ ανέβαινε, επειδή είχε μάθει το μυστικό της τρέλας του, ένα μυστικό που ήξερε ότι έπρεπε να το φυλάξει καλά, κι αυτό έκανε. Μπορούσε να διαβιβάζει. Πάντα υπήρχαν μέρη και στιγμές σε μια μάχη που λίγη διαβίβαση, όχι τόση που να την προσέξει κανείς μέσα στη γενική σύγχυση, βοηθούσε στη νίκη. Μερικές φορές κατάφερνε να διαβιβάσει, άλλες όχι, αλλά συχνά το κατάφερνε. Ήξερε ότι ήταν τρελός, και δεν τον πείραζε, ούτε και κανέναν άλλον, επειδή είχαν ακουστεί τα νέα, ότι οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχαν επιστρέψει για να ξαναπάρουν τη χώρα.
Ο Ραντ είχε χίλιους άνδρες στις διαταγές του, όταν οι Φρουροί της Βασίλισσας πέρασαν τα Όρη της Ομίχλης —ούτε που σκέφτηκε να λοξοδρομήσει για να επισκεφθεί τους Δύο Ποταμούς· σπάνια σκεφτόταν πια τους Δύο Ποταμούς— και διοικούσε ακόμα τη Φρουρά, όταν τα τσακισμένα απομεινάρια εκείνου του σώματος οπισθοχωρούσαν στα βουνά. Απ’ τα σύνορα ως την καρδιά του Άντορ πολεμούσε και υποχωρούσε, ανάμεσα σε ορδές προσφύγων, ώσπου τελικά έφτασε στο Κάεμλυν. Πολλοί από τους ανθρώπους του Κάεμλυν είχαν ήδη διαφύγει, και πολλοί συμβούλευαν να υποχωρήσει κι άλλο ο στρατός, αλλά τώρα Βασίλισσα ήταν η Ηλαίην, η οποία ορκίστηκε να μην εγκαταλείψει ποτέ το Κάεμλυν. Η Ηλαίην απέφευγε να κοιτάζει το σημαδεμένο πρόσωπο του, γεμάτο ουλές πια από την αρρώστιά του, αλλά αυτός δεν την άφηνε, κι έτσι ό,τι απέμεινε από τους Φρουρούς της Βασίλισσας προετοιμάστηκε για να υπερασπιστεί τη Βασίλισσα, ενώ οι άνθρωποι της το έσκαζαν.
Η Δύναμη του ήρθε πάνω στη μάχη για το Κάεμλυν, κι ο Ραντ εξαπέλυσε αστραπές και φωτιά ανάμεσα στους εισβολείς και άνοιξε τη γη κάτω από τα πόδια τους, αλλά μαζί του ξανάρθε η αίσθηση ότι είχε γεννηθεί για κάτι άλλο. Ό,τι κι αν έκανε, ήταν τόσοι οι εισβολείς που δεν μπορούσε να τους σταματήσει, και είχαν κι αυτοί κάποιους με την ικανότητα να διαβιβάζουν. Στο τέλος, ένα αστροπελέκι έριξε τον Ραντ από το τείχος του Παλατιού, τσακισμένο, ματωμένο και καμένο, και καθώς η τελευταία ανάσα του έγδερνε το λαρύγγι του, άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει, Νίκησα πάλι, Λουζ Θέριν.
Τρεμοπαίξιμο.
Ο Ραντ πάσχισε να κρατήσει το κενό, καθώς αυτό σειόταν κάτω από τα συντριπτικά χτυπήματα του κόσμου που τρεμόπαιζε, να κρατήσει εκείνο το σύμβολο, καθώς χίλια άλλα ορμούσαν πάνω στην επιφάνεια του κενού. Πάλεψε να κρατήσει κάποιο σύμβολο, οποιοδήποτε.
«...πάει στραβά!» ούρλιαξε η Βέριν.
Η Δύναμη ήταν τα πάντα.
Τρεμοπαίξιμο. Τρεμοπαίξιμο. Τρεμοπαίξιμο. Τρεμοπαίξιμο.
Ήταν στρατιώτης. Ήταν βοσκός. Ήταν ζητιάνος και βασιλιάς. Ήταν αγρότης, βάρδος, ναύτης, μαραγκός. Γεννήθηκε, έζησε και πέθανε Αελίτης. Πέθανε τρελός, πέθανε σαπισμένος, πέθανε από αρρώστια, ατύχημα, γερατειά. Εκτελέστηκε, και μυριάδες ζητωκραύγασαν το θάνατό του. Αυτοανακηρύχθηκε Ξαναγεννημένος Δράκοντας και ύψωσε το λάβαρό του στον ουρανό· έτρεξε και κρύφτηκε μακριά από τη Δύναμη· έζησε και πέθανε χωρίς να ξέρει. Χρόνια απωθούσε την τρέλα και την αρρώστια· παραδόθηκε σ’ αυτές μέσα σε δυο χειμώνες. Κάποιες φορές ερχόταν η Μουαραίν και τον έπαιρνε από τους Δύο Ποταμούς, μόνο, ή με όσους φίλους είχαν επιζήσει από τη Νύχια του Χειμώνα· άλλες φορές η Μουαραίν δεν ερχόταν. Κάποιες φορές έρχονταν άλλες Άες Σεντάι γι’ αυτόν. Κάποιες φορές το Κόκκινο Άτζα. Η Εγκουέν τον παντρεύτηκε· η Εγκουέν, με αυστηρό πρόσωπο, με το οράριο της Έδρας της Άμερλιν, οδήγησε τις Άες Σεντάι που τον ειρήνεψαν· η Εγκουέν, με δάκρια στα μάτια, έχωσε το μαχαίρι στο στήθος του, κι αυτός πεθαίνοντας την ευχαρίστησε. Αγάπησε άλλες γυναίκες, παντρεύτηκε άλλες γυναίκες, Την Ηλαίην, και τη Μιν, και μια ξανθιά κόρη αγρότη, που την είχε συναντήσει στο δρόμο για το Κάεμλυν, και γυναίκες τις οποίες δεν είχε δει ποτέ πριν ζήσει εκείνες τις ζωές. Εκατό ζωές. Περισσότερες. Τόσες πολλές, αμέτρητες. Και στο τέλος κάθε ζωής, καθώς κειτόταν πεθαίνοντας, καθώς έπαιρνε την τελευταία ανάσα του, μια φωνή ψιθύριζε στο αυτί του. Νίκησα πάλι, Λουζ Θέριν.
Τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο τρεμοπαίξιμο.
Το κενό εξαφανίστηκε, η επαφή με το σαϊντίν χάθηκε, και ο Ραντ έπεσε με πάταγο, που θα του έκοβε την ανάσα, αν δεν ένιωθε ήδη μουδιασμένος ολόκληρος. Αισθάνθηκε τραχιά πέτρα κάτω από το μάγουλο και τα χέρια του. Ήταν κρύα.
Κατάλαβε τη Βέριν, που πάλευε ανάσκελα να γυρίσει και να σταθεί σε χέρια και πόδια. Άκουσε κάποιον να κάνει εμετό, και σήκωσε το κεφάλι. Ο Ούνο ήταν γονατισμένος στο χώμα και σκούπιζε το στόμα του με τη ράχη του χεριού του. Όλοι ήταν πεσμένοι και τα άλογα στέκονταν με τα πόδια να τρέμουν αλύγιστα, με τα μάτια έκπληκτα να κοιτάζουν πέρα-δώθε. Ο Ίνγκταρ είχε βγάλει το σπαθί και έσφιγγε τη λαβή τόσο δυνατά, που η λεπίδα τρανταζόταν, και κοίταζε στο κενό. Ο Λόιαλ καθόταν μισοριγμένος στο χώμα, ζαλισμένος, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ο Ματ ήταν κουλουριασμένος σαν μπάλα, με τα χέρια στο κεφάλι, και ο Πέριν είχε τα δάχτυλα χωμένα στο πρόσωπο, σαν να ήθελε να βγάλει αυτά που είχε δει, ή ίσως να βγάλει τα μάτια που τα είχαν δει. Και οι στρατιώτες ήταν στην ίδια θέση. Ο Μασέμα έκλαιγε μπροστά σε όλους, με δάκρια να κυλούν στο πρόσωπό του, και ο Χούριν κοίταζε γύρω του, σαν να έψαχνε από πού να το σκάσει.
«Τι...;» Ο Ραντ σταμάτησε για να καταπιεί. Κειτόταν πάνω σε μια τραχιά, φθαρμένη από τον καιρό πέτρα, μισοθαμμένη στο χώμα. «Τι έγινε;»
«Ένα ξέσπασμα της Μίας Δύναμης». Η Άες Σεντάι στάθηκε στα πόδια της, που με δυσκολία την κράτησαν, και κουκουλώθηκε με το μανδύα της ριγώντας. «Ήταν σαν να μας πίεζε... να μας ανάγκαζε... Έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά. Πρέπει να μάθεις να την ελέγχεις. Πρέπει! Τόση Δύναμη μπορεί να σε κάνει κάρβουνο».
«Βέριν, εγώ... Έζησα... ήμουν...» Κατάλαβε ότι η πέτρα από κάτω του ήταν στρογγυλεμένη. Η Διαβατική Λίθος. Βιαστικά, τρέμοντας, σηκώθηκε όρθιος. «Βέριν, έζησα και πέθανα, δεν ξέρω πόσες φορές. Κάθε φορά ήταν αλλιώτικη αλλά ήμουν εγώ. Ήμουν εγώ».
«Οι Γραμμές που ενώνουν τους Κόσμους που θα Μπορούσαν να Είχαν Υπάρξει, που τις άπλωσαν εκείνοι που γνώριζαν τους Αριθμούς του Χάους». Η Βέριν ανατρίχιασε· έμοιαζε να μονολογεί. «Δεν έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτό, αλλά δεν υπάρχει λόγος που δεν γεννηθήκαμε σε κείνους τους κόσμους, αλλά οι ζωές που ζήσαμε θα ήταν διαφορετικές ζωές. Φυσικά. Διαφορετικές ζωές για τα διαφορετικά πράγματα που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί».
«Αυτό έγινε; Είδα... είδαμε... πώς θα μπορούσαν να ήταν οι ζωές μας;» Νίκησα πάλι, Λουζ Θέριν. Όχι! Είμαι ο Ραντ αλ’Θορ!
Η Βέριν κούνησε δυνατά το κεφάλι και τον κοίταξε. «Σε ξαφνιάζει που η ζωή σου ίσως θα ήταν διαφορετική, αν έκανες διαφορετικές επιλογές, ή αν σου συνέβαιναν διαφορετικά πράγματα; Αν και δεν είχα φανταστεί ότι εγώ — Τέλος πάντων. Το σημαντικό είναι ότι είμαστε εδώ. Αν και όχι όπως το ελπίζαμε».
«Πού είμαστε;» ζήτησε να μάθει αυτός. Τα δάση του Στέντιγκ Τσόφου είχαν αντικατασταθεί από μια πλατιά έκταση γης με ήπιες χαμηλές πλαγιές. Στα δυτικά, όχι πολύ μακριά, έμοιαζε να υπάρχει ένα δάσος και μερικοί λόφοι. Κόντευε μεσημέρι, όταν είχαν μαζευτεί γύρω από τη Λίθο στο στέντιγκ, αλλά εδώ ο ήλιος έστεκε χαμηλά στον γκρίζο ουρανό κι έμοιαζε απόγευμα. Τα λιγοστά δένδρα εκεί κοντά είχαν τα κλαριά γυμνά, ή το πολύ μερικά φύλλα με λαμπερά χρώματα. Ένας κρύος αέρας φυσούσε από τα ανατολικά, παρασέρνοντας τα πεσμένα φύλλα.
«Στο Τόμαν Χεντ», είπε η Βέριν. «Αυτή είναι η Λίθος που επισκέφθηκα. Δεν έπρεπε να μας φέρεις κατευθείαν εδώ. Λεν ξέρω τι πήγε στραβά —δεν φαντάζομαι να μάθω ποτέ— αλλά, βλέποντας τα δέντρα, θα ’λεγα ότι είναι προχωρημένο φθινόπωρο. Ραντ, δεν κερδίσαμε χρόνο έτσι. Χάσαμε χρόνο. Θα ’λεγα ότι χάσαμε το λιγότερο τέσσερις μήνες ερχόμενοι εδώ».
«Μα εγώ δεν—»
«Πρέπει να με αφήσεις να σε καθοδηγώ σ’ αυτά τα θέματα. Δεν μπορώ να σε διδάξω, αυτό είναι αλήθεια, αλλά, τουλάχιστον, ίσως μπορέσω να σε εμποδίσω να σκοτωθείς —και να σκοτώσεις και εμάς — χρησιμοποιώντας υπερβολική Δύναμη. Ακόμα κι αν δεν σκοτωθείς, αν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας κάψει την ικανότητά του ποιος θα αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό;» Δεν περίμενε να ακούσει πάλι τις διαμαρτυρίες του, αλλά τον άφησε και πήγε στον Ίνγκταρ.
Ο Σιναρανός τινάχτηκε όταν τον άγγιξε στο μπράτσο, και την κοίταζε μ’ ένα τρελό βλέμμα. «Περπατώ στο Φως», είπε βραχνά. «Θα βρω το Κέρας του Βαλίρ και θα κατατροπώσω τη δύναμη του Σάγιολ Γκουλ. Έτσι θα γίνει!»
«Φυσικά», είπε εκείνη γλυκά. Πήρε το πρόσωπο του στα χέρια της, κι αυτός ανάσανε απότομα, καθώς συνερχόταν από αυτό που τον είχε πιάσει. Μόνο που στο βλέμμα του υπήρχαν ακόμα οι αναμνήσεις. «Έτσι», του είπε. «Αυτό αρκεί προς το παρόν. Να δω τι μπορώ να κάνω για τους άλλους. Ακόμα μπορούμε να ξαναβρούμε το Κέρας, αλλά ο δρόμος μας δεν έγινε ευκολότερος».
Ενώ η Βέριν πήγαινε στους άλλους, σταματώντας γοργά πλάι στον καθένα τους, ο Ραντ βρήκε τους φίλους του. Όταν προσπάθησε να σηκώσει τον Ματ, ο Ματ τινάχτηκε απότομα και στάθηκε κοιτάζοντάς τον, έπειτα άρπαζε το πανωφόρι του Ραντ και με τα δύο χέρια. «Ραντ, ποτέ δεν θα έλεγα σε κανέναν για — για σένα. Δεν θα σε πρόδιδα. Πρέπει να το πιστέψεις!» Έδειχνε να είναι χειρότερα από ποτέ, μα του Ραντ του φάνηκε πως ήταν κυρίως επειδή είχε τρομάξει.
«Ναι», είπε ο Ραντ. Αναρωτήθηκε τι ζωές είχε ζήσει ο Ματ, και τι είχε κάνει. Πρέπει να το είπε σε κάποιον, αλλιώς δεν Θα τον βασάνιζε τόσο. Λεν θα του κρατούσε κακία. Ήταν άλλοι, όχι ο ίδιος ο Ματ. Εκτός αυτού, μερικές δικές του εναλλακτικές ζωές που είχε δει... «Σε πιστεύω. Πέριν;»
Ο νεαρός με τα κατσαρά μαλλιά κατέβασε αναστενάζοντας τα χέρια από το πρόσωπο του. Κόκκινα σημάδια χάραζαν το μέτωπό και τα μάγουλά του, εκεί που είχαν σκάψει τα νύχια του. Τα κίτρινα μάπα έκρυβαν τις σκέψεις του. «Στην πραγματικότητα δεν έχουμε πολλές επιλογές, ε, Ραντ; Ό,τι και να συμβεί, ό,τι κι αν κάνουμε, μερικά πράγματα είναι σχεδόν πάντα τα ίδια». Στέναξε πάλι. «Πού είμαστε; είναι ένας από τους κόσμους που λέγατε εσύ και ο Χούριν;»
«Είναι το Τόμαν Χεντ», του είπε ο Ραντ. «Στον κόσμο μας. Τουλάχιστον έτσι λέει η Βέριν. Και είναι φθινόπωρο».
Ο Ματ ανησύχησε. «Μα πώς–; Όχι, δεν θέλω να μάθω πώς έγινε. Μα πώς θα βρούμε τώρα τον Φάιν και το εγχειρίδιο; Μπορεί τώρα πια να έχει πάει οπουδήποτε».
«Είναι εδώ», τον διαβεβαίωσε ο Ραντ. Έλπιζε να είχε δίκιο. Ο Φάιν είχε χρόνο για να πάρει πλοίο και να βρεθεί σε όποιο μέρος ήθελε. Προλάβαινε να πάει στο Πεδίο του Έμοντ. Ή στην Ταρ Βάλον. Σε παρακαλώ, Φως μου, ας μην βαρέθηκε να περιμένει. Αν έκανε κακό στην Εγκουέν, ή σε οποιονδήποτε στο Πεδίο του Έμοντ... Που να με κάψει το Φως, προσπάθησα να φτάσω έγκαιρα.
«Οι πόλεις του Τόμαν Χεντ είναι όλες δυτικά από δω», είπε με δυνατή φωνή η Βέριν για να την ακούσουν. Όλοι είχαν ξανασηκωθεί όρθιοι, με εξαίρεση τον Ραντ και τους δύο φίλους του· η Βέριν ήρθε και άγγιξε τον Ματ καθώς μιλούσε. «Εδώ έχει κυρίως χωριά. Αν θέλουμε να βρούμε τα ίχνη των Σκοτεινόφιλων, πρέπει να ξεκινήσουμε από τα δυτικά. Και νομίζω ότι δεν πρέπει να χάνουμε καθόλου χρόνο, μιας και είναι ακόμα μέρα».
Όταν ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια και σηκώθηκε —ακόμα φαινόταν άρρωστος, αλλά το βήμα του ήταν ζωηρό— η Βέριν ακούμπησε με τα χέρια της τον Πέριν. Όταν προσπάθησε να πλησιάσει τον Ραντ, αυτός έκανε πίσω.
«Μην είσαι βλάκας», του είπε.
«Δεν θέλω τη βοήθειά σου», της είπε χαμηλόφωνα. «Δεν θέλω τη βοήθεια καμιάς Άες Σεντάι».
Τα χείλη της συσπάστηκαν. «Όπως επιθυμείς».
Αμέσως ανέβηκαν στα άλογα και ξεκίνησαν προς τα δυτικά, αφήνοντας πίσω τη Διαβατική Λίθο. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, και πολύ λιγότερο ο Ραντ. Φως μου, ας μην είναι πολύ αργά.