Το μέγαρο του Άρχοντα Μπαρτέηνς στεκόταν σαν πελώριος βάτραχος μέσα στη νύχτα, καλύπτοντας όση επιφάνεια θα έπιανε κι ένα φρούριο, με τείχη και βοηθητικά κτίσματα. Όμως δεν ήταν φρούριο, μιας και είχε ψηλά παράθυρα παντού, και φώτα, και από μέσα ακούγονταν μουσικές και γέλια, αλλά ο Ραντ έβλεπε φρουρούς να περπατούν στις κορυφές των πύργων και στους διαδρόμους στις στέγες, και από τα τόσα παράθυρα κανένα δεν ήταν κοντά στο έδαφος. Κατέβηκε από την πλάτη του Κοκκινοτρίχη, έσιαξε το πανωφόρι του, έστρωσε το ζωνάρι του σπαθιού του. Οι άλλοι ξεπέζεψαν γύρω του, εκεί που άρχιζαν τα φαρδιά σκαλιά από άσπρη πέτρα, που κατέληγαν στις πλατιές πολυσμιλεμένες πόρτες του μεγάρου.
Τη συνοδεία του αποτελούσαν δέκα Σιναρανοί υπό τον Ούνο. Ο μονόφθαλμος αντάλλαζε μερικά νεύματα με τον Ίνγκταρ, πριν πάρει τους άνδρες του για να πάνε εκεί που ήταν και οι άλλοι ακόλουθοι, στους οποίους προσφερόταν άφθονη μπύρα, ενώ ένα ολόκληρο βόδι ψηνόταν σε μια σούβλα πάνω σε δυνατή φωτιά.
Οι υπόλοιποι δέκα Σιναρανοί είχαν μείνει πίσω, μαζί με τον Πέριν. Η Βέριν είχε πει ότι όσοι πήγαιναν εκεί έπρεπε να εξυπηρετούν έναν ορισμένο σκοπό, και ο Πέριν αυτή τη νύχτα δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να κάνει. Για τα μάτια των Καιρχινών, η ακολουθία ήταν απαραίτητη, αλλά, αν ξεπερνούσε τους δέκα άνδρες, θα φαινόταν ύποπτο. Ο Ραντ ήταν εκεί επειδή είχε λάβει την πρόσκληση. Ο Ίνγκταρ είχε έρθει για να προσφέρει το κύρος του τίτλου του, ενώ ο Λόιαλ ήταν εκεί επειδή οι Ογκιρανοί ήταν περιζήτητοι στα ανώτερα στρώματα των ευγενών της Καιρχίν. Ο Χούριν προσποιόταν ότι ήταν ο βαλές του Ίνγκταρ. Ο πραγματικός στόχος του ήταν να μυρίσει αν υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι και Τρόλοκ, αν μπορούσε· το Κέρας του Βαλίρ δεν θα ήταν μακριά τους. Ο Ματ, που ακόμα γκρίνιαζε γι’ αυτό, προσποιόταν ότι ήταν ο υπηρέτης του Ραντ, εφόσον μπορούσε να νιώσει το εγχειρίδιο όταν ήταν κοντά του. Αν ο Χούριν αποτύγχανε, ίσως μπορούσε αυτός να βρει τους Σκοτεινόφιλους.
Όταν ο Ραντ είχε ρωτήσει τη Βέριν γιατί θα ερχόταν κι αυτή, απλώς του είχε χαμογελάσει και είχε πει, «Για να σας προσέχω».
Καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά, ο Ματ μουρμούρισε, «Ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί να κάνω τον υπηρέτη». Μαζί με τον Χούριν, ακολουθούσαν πίσω από τους άλλους. «Που να καώ, αν μπορεί ο Ραντ να γίνει άρχοντας, γιατί να μη βάλω κι εγώ ένα φανταχτερό πανωφόρι».
«Ο υπηρέτης», είπε η Βέριν, χωρίς να γυρίσει για να τον κοιτάξει, «μπορεί να πάει σε πολλά μέρη που δεν μπορεί να πάει άλλος, και πολλοί ευγενείς δεν θα τον δουν καν. Εσύ και ο Χούριν έχετε πάρει οδηγίες».
«Σώπασε, Ματ», πρόσθεσε ο Ίνγκταρ, «εκτός αν θέλεις να τα βγάλεις όλα στη φόρα». Πλησίαζαν τις πόρτες, όπου στέκονταν πεντ’ έξι φρουροί με το σήμα του Δένδρου και του Στέμματος του Οίκου Ντέημοντρεντ στο στήθος και άλλοι τόσοι με σκουροπράσινες λιβρέες και το Δένδρο και το Στέμμα στο μανίκι.
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε την πρόσκληση. «Είμαι ο Άρχοντας Ραντ του Οίκου αλ’Θορ», είπε βιαστικά, για να τα πει και να ξεμπερδεύει. «Κι αυτοί είναι οι καλεσμένοι μου. Η Βέριν Άες Σεντάι του Καφέ Άτζα. Ο Άρχοντας Ίνγκταρ του Οίκου Σινόβα από το Σίναρ. Ο Λόιαλ, ο γιος του Άρεντ, του γιου του Χάλαν, από το Στέντιγκ Σανγκτάι». Ο Λόιαλ είχε ζητήσει να μην πουν για στέντιγκ, αλλά η Βέριν επέμεινε ότι χρειάζονταν άκρα επισημότητα.
Ο υπηρέτης, που είχε απλώσει το χέρι του στην πρόσκληση με μια βαριεστημένη υπόκλιση, ανοιγόκλεινε τα μάτια με κάθε πρόσθετο τίτλο που άκουγε· κοίταξε γουρλωμένος τη Βέριν. Με πνιγμένη φωνή, είπε, «Καλωσορίσατε στον Οίκο Ντέημοντρεντ, άρχοντές μου. Καλωσόρισες, Άες Σεντάι. Καλωσόρισες, φίλε Ογκιρανέ». Έκανε νόημα στους άλλους υπηρέτες να ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες και υποκλίθηκε, συνοδεύοντας τον Ραντ και τους άλλους μέσα· εκεί έδωσε βιαστικά την πρόσκληση σε έναν άλλο άνδρα με λιβρέα και του ψιθύρισε στο αυτί.
Ο άλλος είχε ένα μεγάλο Δένδρο και Στέμμα στο στήθος του πράσινου πανωφοριού του. «Άες Σεντάι», είπε, χρησιμοποιώντας το μακρύ ραβδί του για να υποκλιθεί στον καθένα τους με τη σειρά, κατεβάζοντας κάθε φορά το κεφάλι σχεδόν ως τα γόνατα. «Άρχοντές μου. Φίλε Ογκιρανέ. Λέγομαι Άσιν. Παρακαλώ, ακολουθήστε με».
Το εξωτερικό δωμάτιο είχε μόνο υπηρέτες, αλλά ο Άσιν τους οδήγησε σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη ευγενείς, στη μια πλευρά της οποίας έδινε παράσταση ένας ταχυδακτυλουργός και στην άλλη ακροβάτες. Οι φωνές και η μουσική που έρχονταν από αλλού έλεγαν ότι αυτή δεν ήταν η μόνη αίθουσα, ούτε και η μόνη ψυχαγωγία. Οι ευγενείς στέκονταν σε ομάδες των δύο, των τριών και των τεσσάρων ατόμων, μερικές φορές άνδρες και γυναίκες μαζί, μερικές φορές όχι, πάντα προσέχοντας να αφήνουν χώρο για να μην μπορεί να ακούσει απαρατήρητος κανείς τι έλεγαν. Οι καλεσμένοι φορούσαν τα σκούρα χρώματα των Καιρχινών· όλοι είχαν λαμπερές ρίγες στο στήθος, που σε μερικούς έφταναν ως τη μέση. Οι γυναίκες είχαν τα μαλλιά χτενισμένα ψηλά, με μπούκλες που σχημάτιζαν περίπλοκους πύργους, καθεμιά διαφορετικό, και τα σκούρα φορέματά τους ήταν τόσο φαρδιά, που έπρεπε να γυρίσουν στο πλάι για να περάσουν από πόρτα στενότερη από την είσοδο του μεγάρου. Κανένας από τους άνδρες δεν είχε το κεφάλι ξυρισμένο όπως οι στρατιώτες —όλοι είχαν μακριά μαλλιά και σκούρα καπέλα, άλλα με σχήμα καμπάνας, άλλα επίπεδα— ενώ, όπως οι γυναίκες, φορούσαν πολύπτυχες δαντελωτές μανσέτες, σαν από σκούρο φίλντισι, που σχεδόν τους έκρυβαν τα χέρια.
Ο Άσιν χτύπησε κάτω το ραβδί του και τους ανήγγειλε με δυνατή φωνή, ξεκινώντας από τη Βέριν.
Τράβηξε όλα τα βλέμματα πάνω της. Η Βέριν φορούσε το σάλι της με τα καφέ κρόσσια, που είχε κεντημένες κληματαριές· η αναγγελία μιας Άες Σεντάι έστειλε ένα μουρμουρητό να διατρέξει τους άρχοντες και τις αρχόντισσες, κι έκανε τον ταχυδακτυλουργό να ρίξει ένα από τα στεφάνια του, αν και κανείς δεν τον κοίταζε πια. Κι ο Λόιαλ τράβηξε σχεδόν εξίσου πολλά βλέμματα, πριν ακόμα ο Άσιν πει το όνομά του. Παρά τα ασημένια κεντήματα στο κολάρο και τα μανίκια, το κατά τα άλλα κατάμαυρο πανωφόρι του Ραντ τον έκανε να δείχνει επιβλητικός πλάι στους Καιρχινούς, και τα σπαθιά που φορούσαν αυτός και ο Ίνγκταρ τράβηξαν πολλά βλέμματα. Κανείς από τους άρχοντες δεν φαινόταν οπλισμένος. Ο Ραντ άκουσε, κι όχι μόνο μια φορά, να λένε για τη «λεπίδα με το σήμα του ερωδιού». Μερικοί τον κοίταζαν σχεδόν συνοφρυωμένοι· υποψιάστηκε πως ήταν εκείνοι τους οποίους είχε προσβάλει καίγοντας τις προσκλήσεις τους.
Ένας άνδρας λεπτός κι εμφανίσιμος τους πλησίασε. Είχε μακριά μαλλιά που γκρίζαραν, και πολύχρωμες ρίγες διέσχιζαν το μπροστινό μέρος του σκουρόγκριζου πανωφοριού του, από το λαιμό σχεδόν ως εκεί που τελείωνε, λίγο πάνω από τα γόνατα. Ήταν πανύψηλος για Καιρχινός, μόνο μισό κεφάλι κοντύτερος του Ραντ, και ο τρόπος που στεκόταν τον έκανε να μοιάζει ακόμα ψηλότερος, με το σαγόνι υψωμένο, σαν να κοιτούσε όλους τους άλλους αφ’ υψηλού. Τα μάτια του ήταν μαύρα βράχια. Μα κοίταξε επιφυλακτικά τη Βέριν.
«Η Χάρη με τιμά με την παρουσία σου, Άες Σεντάι». Η φωνή του Μπαρτέηνς Ντέημοντρεντ ήταν βαθιά, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Το βλέμμα του άγγιξε τους άλλους. «Δεν περίμενα τόσο διακεκριμένη συντροφιά, Άρχοντα Ίνγκταρ. Φίλε Ογκιρανέ». Η υπόκλιση του προς τον καθένα τους ήταν ελάχιστα βαθύτερη από ένα νεύμα της κεφαλής· ο Μπαρτέηνς ήξερε ακριβώς πόση εξουσία είχε. «Κι εσύ, νεαρέ Άρχοντα Ραντ. Προκάλεσες τόσα σχόλια στην πόλη και στους Οίκους. Ίσως βρεθεί απόψε ευκαιρία να μιλήσουμε». Ο τόνος του έλεγε ότι δεν θα ένιωθε την παραμικρή λύπη έτσι και δεν βρισκόταν ευκαιρία, και πως ο ίδιος δεν είχε σχολιάσει τίποτα, αλλά το βλέμμα του γλίστρησε για μια στιγμή στον Ίνγκταρ και τον Λόιαλ, και τη Βέριν, πριν το προλάβει. «Καλωσόρισες». Άφησε να τον πάρει αλλού μια εμφανίσιμη γυναίκα, που ακούμπησε στο μπράτσο του το γαντοφορεμένο χέρι της, που ήταν πνιγμένο στις δαντέλες, αλλά το βλέμμα του στράφηκε πάλι στον Ραντ καθώς προχωρούσε.
Τα μουρμουρητά των συζητήσεων ξανάρχισαν πάλι και ο ταχυδακτυλουργός άρχισε πάλι να πετά τα στεφάνια του, σε κύκλο που έφτανε σχεδόν ως το ταβάνι με τα γύψινα διακοσμητικά, τέσσερις απλωσιές ψηλά. Οι ακροβάτες δεν είχαν σταματήσει καθόλου· μια γυναίκα πήδηξε στον αέρα από τα ενωμένα χέρια ενός συναδέλφου της —το αλειμμένο με λάδι κορμί της, καθώς στριφογυρνούσε, άστραψε στο φως που έριχναν εκατό λάμπες— και έπεσε όρθια στα χέρια ενός άλλου, που ήδη στεκόταν στους ώμους του τέταρτου. Αυτός την ύψωσε, σηκώνοντάς την στα χέρια του, όπως ακριβώς έκανε και ο άλλος από κάτω του, κι εκείνη άπλωσε τα χέρια, σαν να περίμενε χειροκρότημα. Κανένας δεν φάνηκε να το προσέχει.
Η Βέριν και ο Ίνγκταρ χώθηκαν στο πλήθος. Ο Σιναρανός δέχθηκε μερικές επιφυλακτικές ματιές· κάποιοι κοίταζαν την Άες Σεντάι με γουρλωμένα μάτια, άλλοι σμίγοντας ανήσυχα τα φρύδια, σαν να έβρισκαν λυσσασμένο λύκο μπροστά στα πόδια τους. Αυτό το βλέμμα ερχόταν πιο συχνά από άνδρες παρά από γυναίκες, και μάλιστα μερικές γυναίκες της μίλησαν.
Ο Ραντ αντελήφθηκε ότι ο Ματ και ο Χούριν είχαν ήδη χαθεί στις κουζίνες, όπου θα συγκεντρώνονταν όλοι οι υπηρέτες που είχαν έρθει με τους καλεσμένους μέχρι να τους φωνάξουν. Ήλπισε να μην δυσκολεύονταν να ξεγλιστρήσουν από κει.
Ο Λόιαλ έσκυψε για να του πει κάτι στο αυτί. «Ραντ, υπάρχει Πύλη κοντά. Μπορώ να τη νιώσω».
«Εννοείς ότι αυτό κάποτε ήταν Ογκιρανό άλσος;» είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ, και ο Λόιαλ ένευσε.
«Το Στέντιγκ Τσόφου δεν είχε ξαναβρεθεί όταν το φύτεψαν, διαφορετικά ο Ογκιρανός που είχε βοηθήσει να χτιστεί η Αλ’καϊρ’ραχιενάλεν δεν θα χρειαζόταν άλσος για να τους θυμίζει το στέντιγκ. Την άλλη φορά που πέρασα από την Καιρχίν, όλα αυτά ήταν δάσος, που ανήκε στον Βασιλιά».
«Μάλλον ο Μπαρτέηνς το πήρε με κάποια μηχανορραφία». Ο Ραντ κοίταζε νευρικά την αίθουσα τριγύρω του. Όλοι μιλούσαν ακόμα, αλλά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που παρακολουθούσαν τον ίδιο και τον Λόιαλ. Δεν έβλεπε πουθενά τον Ίνγκταρ. Η Βέριν στεκόταν στο κέντρο ενός πλήθους γυναικών. «Μακάρι να μπορούσαμε να μείνουμε μαζί».
«Η Βέριν είπε όχι, Ραντ. Είπε ότι οι άλλοι θα θύμωναν και θα μας κοίταζαν με καχυποψία, πιστεύοντας πως ήμασταν απόμακροι. Πρέπει να διασκεδάσουμε τις υποψίες τους, μέχρι να βρουν ο Ματ και ο Χούριν ό,τι είναι να βρουν».
«Άκουσα μια χαρά τι είπε, Λόιαλ. Αλλά και πάλι νομίζω ότι, αν ο Μπαρτέηνς είναι Σκοτεινόφιλος, τότε θα ξέρει το λόγο που είμαστε εδώ. Αν χωριστούμε, είναι σαν να προσκαλούμε επίθεση».
«Η Βέριν λέει ότι δεν θα κάνει τίποτα, αν δεν βρει πρώτα πως μπορεί να μας χρησιμοποιήσει. Απλώς κάνε ό,τι μας είπε η Βέριν, Ραντ. Οι Άες Σεντάι ξέρουν τι κάνουν». Ο Λόιαλ χώθηκε στο πλήθος, και, πριν προχωρήσει δέκα βήματα, είχε μαζέψει γύρω του καμιά δεκαριά άρχοντες κι αρχόντισσες.
Άλλοι έκαναν να πλησιάσουν τον Ραντ, τώρα που ήταν μόνος, αλλά αυτός στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση και έφυγε βιαστικά. Ίσως οι Άες Σεντάι να ξέρουν τι κάνουν, αλλά μακάρι να ήξερα κι εγώ. Δεν μου αρέσει αυτό. Φως μου, μακάρι να ήξερα αν έλεγε αλήθεια. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν λένε ψέματα, όμως η αλήθεια που ακούς ίσως να μην είναι η αλήθεια που νομίζεις ότι είναι.
Συνέχισε να προχωρά για να αποφύγει να συζητήσει με τους ευγενείς. Υπήρχαν πολλές ακόμα αίθουσες, γεμάτες άρχοντες κι αρχόντισσες, πάντα με διασκεδαστές· τρεις διαφορετικοί βάρδοι με τους μανδύες τους, κι άλλοι ταχυδακτυλουργοί και ακροβάτες, και μουσικοί που έπαιζαν φλάουτα, μπίτερν, ντούλτσιμερ και λαγούτα, βιολιά σε πέντε διαφορετικά μεγέθη, κέρατα έξι ειδών, ίσια ή κυρτά ή στριφογυριστά, και τύμπανα δέκα μεγεθών, από το ταμπούρλο ως τη γκρανκάσα. Μερικούς μουσικούς τους κοίταξε και δεύτερη φορά, εκείνους που έπαιζαν στριφογυριστό κέρας, αλλά τα όργανα ήταν από απλό χαλκό.
Δεν θα είχαν το Κέρας του Βαλίρ εδώ, βλάχα, σκέφτηκε. Εκτός αν ο Μπαρτέηνς θέλει να καλέσει τους νεκρούς ήρωες ως άλλο ένα μέσο ψυχαγωγίας.
Υπήρχε ακόμα κι ένας τραγουδιστής με ασημοστόλιστες Δακρινές μπότες και κίτρινο πανωφόρι, που τριγυρνούσε στις αίθουσες παίζοντας την άρπα του και σταματούσε εδώ κι εκεί για να απαγγείλει κάτι σε Υψηλό Ρυθμό. Αγριοκοίταζε με περιφρόνηση τους βάρδους και δεν καθόταν καθόλου στην ίδια αίθουσα μαζί τους, αλλά ο Ραντ δεν έβλεπε μεγάλη διαφορά ανάμεσα τους παρά μόνο στα ρούχα.
Ξαφνικά ο Μπαρτέηνς βρέθηκε να προχωρά στο πλευρό του Ραντ. Ένας υπηρέτης με λιβρέα αμέσως του πρόσφερε έναν ασημένιο δίσκο κάνοντας μια υπόκλιση. Ο Μπαρτέηνς πήρε ένα ποτήρι με κρασί, φτιαγμένο από καφέ γυαλί. Ο υπηρέτης περπάτησε ανάποδα μπροστά τους, υποκλινόμενος ακόμα, και πρόσφερε το δίσκο στον Ραντ, αλλά ο Ραντ κούνησε το κεφάλι και ο υπηρέτης χάθηκε στο πλήθος.
«Δείχνεις ανήσυχος», είπε ο Μπαρτέηνς, πίνοντας το κρασί του.
«Μου αρέσει να περπατώ». Ο Ραντ αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να ακολουθήσει τη συμβουλή της Βέριν και, όταν θυμήθηκε τι του είχε πει για την επίσκεψή του στην Άμερλιν, πήρε τη στάση της Γάτας που Διασχίζει την Αυλή. Δεν ήξερε πιο αγέρωχο βάδισμα. Το στόμα του Μπαρτέηνς σφίχτηκε και ο Ραντ σκέφτηκε πως ίσως ο άρχοντας το έβρισκε υπερβολικά αλαζονικό, αλλά δεν είχε να πιαστεί από αλλού παρά μόνο από τη συμβουλή της Βέριν, κι έτσι δεν σταμάτησε. «Θαυμάσια δεξίωση. Έχεις πολλούς φίλους, και ποτέ δεν είδα τόσους διασκεδαστές».
«Πολλούς φίλους», συμφώνησε ο Μπαρτέηνς. «Πες στον Γκάλντριαν πόσους και ποιους. Μερικά ονόματα ίσως τον ξαφνιάσουν».
«Ποτέ δεν συνάντησα τον Βασιλιά, Άρχοντα Μπαρτέηνς, και δεν φαντάζομαι να τον συναντήσω ποτέ».
«Φυσικά, Απλώς έτυχε να είσαι σε κείνο το χωριουδάκι. Δεν επέβλεπες την πρόοδο της ανασκαφής εκείνου του αγάλματος. Ένα σπουδαίο εγχείρημα».
«Ναι». Είχε αρχίσει να σκέφτεται πάλι τη Βέριν, και ευχήθηκε να του είχε δώσει μερικές συμβουλές για το πώς να μιλά μ’ έναν άνθρωπο που υπέθετε ότι έλεγε ψέματα. Πρόσθεσε, χωρίς να το καλοσκεφτεί, «Είναι επικίνδυνο να ασχολείσαι με πράγματα από την Εποχή των Θρύλων, αν δεν ξέρεις τι κάνεις».
Ο Μπαρτέηνς κατέβασε το βλέμμα στο ποτήρι του, συλλογισμένος, σαν να είχε πει ο Ραντ κάτι βαθυστόχαστο. «Λες ότι σ’ αυτό το θέμα δεν υποστηρίζεις τον Γκάλντριαν;» είπε τελικά.
«Σου είπα, ποτέ δεν συνάντησα τον Βασιλιά».
«Ναι, φυσικά. Δεν ήξερα ότι οι Αντορίτες παίζουν το Μεγάλο Παιχνίδι τόσο καλά. Δεν βλέπουμε πολλούς εδώ στην Καιρχίν».
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα για να μην πει στον άλλον όχι δεν έπαιζε το Παιχνίδι τους. «Στο ποτάμι υπάρχουν πολλά πλοία με σιτηρά που έρχονται από το Άντορ».
«Έμποροι και πραματευτές. Ποιος τους δίνει σημασία; Σαν να προσέχεις τα σκαθάρια στα φύλλα». Η φωνή του Μπαρτέηνς έδειχνε περιφρόνηση και για τα σκαθάρια και για τους εμπόρους, όμως έσμιξε πάλι τα φρύδια, σαν να είχε υπαινιχθεί κάτι ο Ραντ. «Δεν είναι πολλοί εκείνοι που ταξιδεύουν συντροφιά με μια Άες Σεντάι. Δείχνεις πολύ νέος για να ’σαι Πρόμαχος. Υποθέτω ότι ο Άρχοντας Ίνγκταρ είναι ο Πρόμαχος της Άες Σεντάι;»
«Είμαστε αυτό που είπαμε ότι είμαστε», είπε ο Ραντ, και έκανε μια γκριμάτσα. Εκτός από μένα.
Ο Μπαρτέηνς εξέταζε απροκάλυπτα το πρόσωπο του Ραντ. «Νέος. Είσαι πολύ νέος για να φέρεις λεπίδα με το σήμα του ερωδιού».
«Η ηλικία μου είναι μικρότερη του έτους», είπε αυτόματα ο Ραντ, και αμέσως ευχήθηκε να μην είχε ανοίξει το στόμα του. Του ακουγόταν ανόητο, αλλά η Βέριν του είχε πει να φερθεί όπως είχε κάνει μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν, κι αυτή ήταν η απάντηση που του είχε δώσει ο Λαν. Οι Μεθορίτες θεωρούσαν ότι η μέρα του ονοματίσματός του ήταν η μέρα που του είχε δοθεί το σπαθί.
«Έτσι λοιπόν, Αντορίτης, αλλά όμως εκπαιδευμένος στις Μεθόριες. Ή εκπαιδευμένος από Πρόμαχο;» Τα μάτια του Μπαρτέηνς στένεψαν, καθώς μελετούσε τον Ραντ. «Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, η Μοργκέις έχει ένα μοναχογιό. Άκουσα ότι τον λένε Γκάγουιν. Πρέπει να είσαι συνομήλικός του».
«Τον συνάντησα», είπε επιφυλακτικά ο Ραντ.
«Αυτά τα μάτια. Αυτά τα μαλλιά. Άκουσα ότι οι Αντορανή βασιλική γενιά έχει σχεδόν τα χρώματα των Αελιτών στα μαλλιά και τα μάτια».
Ο Ραντ σκόνταψε, αν και το πάτωμα ήταν από λείο μάρμαρο. «Δεν είμαι Αελίτης, Άρχοντα Μπαρτέηνς, και, επίσης, δεν είμαι της βασιλικής γενιάς».
«Όπως θέλεις. Μου έδωσες πολλά να σκεφτώ. Πιστεύω ότι ίσως βρούμε κοινά σημεία, όταν ξανανταμώσουμε». Ο Μπαρτέηνς ένευσε και σήκωσε ελαφρά το ποτήρι του σε χαιρετισμό, κι έπειτα στράφηκε να μιλήσει σ’ έναν γκριζομάλλη με πολλές πολύχρωμες ρίγες στο πανωφόρι του.
Ο Ραντ τίναζε το κεφάλι του και προχώρησε, μακριά από τις συζητήσεις. Ήταν δύσκολη η κουβέντα με έναν Καιρχινό άρχοντα· δεν ρίσκαρε να μιλήσει με δύο μαζί. Ο Μπαρτέηνς έμοιαζε να βρίσκει βαθιά νοήματα στα πιο ασήμαντα σχόλια. Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι είχε μάθει αρκετά για το Ντάες Νταε’μαρ ώστε να ξέρει ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς παιζόταν. Ματ, Χούριν, βρείτε κάτι γρήγορα, οτιδήποτε, για να φύγουμε από δω. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί.
Και ύστερα μπήκε σε μια άλλη αίθουσα, και ο βάρδος στην άλλη μεριά της που έπαιζε άρπα και απήγγειλε μια ιστορία από το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος ήταν ο Θομ Μέριλιν. Ο Ραντ μαρμάρωσε. Ο Θομ δεν έδειξε να τον βλέπει, αν και το βλέμμα του πέρασε δυο φορές από πάνω του. Φαινόταν ότι ο Θομ εννοούσε αυτό που είχε πει, να χωριστούν μια και καλή.
Ο Ραντ γύρισε να φύγει, αλλά μια γυναίκα γλίστρησε με σίγουρες κινήσεις μπροστά του και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του, ενώ η δαντέλα έπεφτε για να αποκαλύψει ένα απαλό χεράκι. Το κεφάλι της μόλις που έφτανε ως τον ώμο του, αλλά ο πύργος των μαλλιών της έφτανε τα μάτια του. Το ψηλό κολάρο του φορέματος της άπλωνε πολύπτυχες δαντέλες κάτω από το πηγούνι της, και ρίγες κάλυπταν το μπροστινό μέρος της σκουρογάλανης φορεσιάς κάτω από το στήθος της. «Εγώ είμαι η Αλαίην Σούλιαντρεντ, κι εσύ ο διάσημος Ραντ αλ’Θορ. Φαντάζομαι πως ο Μπαρτέηνς έχει δικαίωμα να σου μιλήσει πρώτος μέσα στο μέγαρό του, αλλά είμαστε όλοι μαγεμένοι απ’ αυτά που ακούμε για σένα. Άκουσα μάλιστα ότι παίζεις φλάουτο. Μπορεί να είναι αλήθεια;»
«Παίζω φλάουτο». Πώς άραγε...; Ο Κάλντεβουιν. Φως μου, στην Καιρχίν οι πάντες ακούνε τα πάντα. «Με συγχωρείς τώρα...»
«Άκουσα ότι μερικοί άρχοντες σε ξένες χώρες παίζουν μουσική, αλλά ποτέ δεν το πίστευα. Θα ’θελα πολύ να σε ακούσω να παίζεις. Ίσως θέλεις να μου μιλήσεις, για τούτο ή για κείνο. Ο Μπαρτέηνς φάνηκε να βρίσκει συναρπαστική τη συζήτηση μαζί σου. Ο σύζυγός μου περνά τον καιρό του δοκιμάζοντας το κρασί από τους αμπελώνες του και με αφήνει ολομόναχη. Ποτέ δεν έρχεται να μου μιλήσει».
«Θα πρέπει να σου λείπει», είπε ο Ραντ, προσπαθώντας να περάσει γύρω από την Αλαίην και τις φαρδιές φούστες της. Εκείνη άφησε ένα καμπανιστό γέλιο, σαν να της είχε πει το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο.
Μια άλλη γυναίκα κατέπλευσε δίπλα στην πρώτη, κι αυτή ακούμπησε το στήθος του. Είχε όσες ρίγες είχε και η Αλαίην, και ήταν συνομήλικες, δέκα χρόνια τουλάχιστον μεγαλύτερες από τον Ραντ. «Θέλεις να τον κρατήσεις αποκλειστικά για σένα, Αλαίην;» Οι δυο γυναίκες χαμογέλασαν η μια στην άλλη, ενώ τα μάτια τους πετούσαν φλόγες. Η δεύτερη έστρεψε το χαμόγελό της στον Ραντ. «Είμαι η Μπελεβήρ Οσίλιν. Όλοι οι Αντορίτες είναι τόσο ψηλοί; Και τόσο ωραίοι;»
Εκείνος ξερόβηξε. «Α... μερικοί είναι τόσο ψηλοί, αλλά, αν με...»
«Σε είδα να μιλάς με τον Μπαρτέηνς. Λένε ότι γνωρίζεις επίσης και τον Γκάλντριαν. Πρέπει να έρθεις να με δεις, και να μιλήσουμε. Ο σύζυγός μου πήγε να επισκεφθεί τα κτήματά μας στο νότο».
«Είσαι διακριτική σαν σερβιτόρα ταβερνείου», της είπε με σφυριχτή φωνή η Αλαίην, και αμέσως γύρισε να χαμογελάσει στον Ραντ. «Της λείπει η φινέτσα. Κανένας άνδρας δεν θα συμπαθούσε μια γυναίκα με τόσο άξεστους τρόπους. Φέρε το φλάουτό σου στο μέγαρο μου και θα μιλήσουμε. Ίσως με μάθεις να παίζω».
«Αυτό που η Αλαίην θεωρεί διακριτικότητα», είπε μελιστάλαχτα τη Μπελεβήρ, «δεν είναι παρά έλλειψη θάρρους. Ο άνδρας που φορά σπαθί με το σήμα του ερωδιού πρέπει να είναι γενναίος. Είναι στ’ αληθινά λεπίδα με ερωδιό, ε;»
Ο Ραντ προσπάθησε να οπισθοχωρήσει. «Συγχωρέστε με, πρέπει—» Τον ακολούθησαν βήμα-βήμα, ώσπου η πλάτη του κόλλησε στον τοίχο· το φάρδος που είχαν τα φουστάνια τους σχημάτιζε άλλον ένα τοίχο μπροστά του.
Ο Ραντ τινάχτηκε, όταν μια τρίτη γυναίκα στριμώχτηκε πλάι στις άλλες δύο και η φούστα της ενώθηκε με τον τοίχο που σχημάτιζαν οι δικές τους. Ήταν μεγαλύτερή τους, αλλά εξίσου όμορφη, με ένα χαμόγελο ευαρέσκειας που δεν απάλυνε το κοφτερό βλέμμα της. Είχε περισσότερες ρίγες απ’ όσες η Αλαίην και η Μπελεβήρ· εκείνες έκαναν ελαφρές υποκλίσεις και την αγριοκοίταξαν μουτρωμένες.
«Αυτές οι αράχνες προσπαθούν να σε παρασύρουν στους ιστούς τους;» Η τρίτη γυναίκα γέλασε. «Συνήθως μπλέκονται οι ίδιες χειρότερα από τους άλλους. Έλα μαζί μου, ωραίε νεαρέ Αντορίτη μου, και θα σου πω σε τι μπελάδες θα σε έμπλεκαν. Κατ’ αρχάς, εγώ δεν έχω σύζυγο να ανησυχώ γι’ αυτόν. Οι σύζυγοι είναι μπελάς».
Ο Ραντ είδε πάνω από το κεφάλι της Αλαίην τον Θομ να υποκλίνεται, δίχως χειροκροτήματα ή προσοχή από κανέναν. Ο βάρδος έκανε μια γκριμάτσα και άρπαζε ένα κύπελλο από το δίσκο ενός υπηρέτη που ξαφνιάστηκε.
«Βλέπω κάποιον που πρέπει να του μιλήσω», είπε ο Ραντ στις γυναίκες, και στριμώχτηκε για να βγει από το κουτί που τον είχαν κλείσει, ενώ η τελευταία γυναίκα άπλωνε το χέρι για να τον πιάσει. Στάθηκαν και οι τρεις κοιτάζοντάς τον, καθώς πλησίαζε βιαστικά τον βάρδο.
Ο Θομ τον κοίταξε πάνω από το χείλος του κυπέλλου και ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί.
«Θομ, ξέρω ότι είπες να χωριστούμε μια και καλή, αλλά έπρεπε να το σκάσω απ’ αυτές τις γυναίκες. Το μόνο που ήθελαν να λένε ήταν για τους άνδρες τους που λείπουν, αλλά άφηναν να εννοηθούν κι άλλα πράγματα». Ο Θομ στραβοκατάπιε και ο Ραντ τον χτύπησε στην πλάτη. «Άμα πίνεις γρήγορα, αυτά παθαίνεις. Θομ, νομίζουν ό,τι συνωμοτώ με τον Μπαρτέηνς, ή με τον Γκάλντριαν, και νομίζω ότι δεν με πιστεύουν όταν το αρνούμαι. Απλώς ήθελα μια πρόφαση για να τις αφήσω».
Ο Θομ χάιδεψε τα μακριά μουστάκια του με την άρθρωση του δαχτύλου του και κοίταζε τις τρεις γυναίκες στην άλλη πλευρά της αίθουσας. Ακόμα στέκονταν μαζί, παρακολουθώντας τους. «Τις ξέρω αυτές τις τρεις, μικρέ. «Η Μπρεάν Τάμποργουιν θα μπορούσε και μόνη της να σου προσφέρει εκπαίδευση, τέτοια που κάθε άνδρας θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, αν αντέξει. Ανησυχούν για τους άνδρες τους. Μ’ άρεσε αυτό, μικρέ». Ξαφνικά το βλέμμα του σκλήρυνε. «Μου είπες ότι είχες ξεκόψει από τις Άες Σεντάι. Οι μισές συζητήσεις που κάνουν απόψε είναι για τον Αντορίτη άρχοντα που εμφανίστηκε απροειδοποίητα, με Άες Σεντάι στο πλευρό του. Για τον Μπαρτέηνς και τον Γκάλντριαν. Αυτή τη φορά άφησες το Λευκό Πύργο να σε ρίξει σ’ ένα καζάνι που βράζει».
«Μόλις χτες ήρθε αυτή, Θομ. Και με το που θα σώσουμε το Κέρας, θα είμαι πάλι ελεύθερος. Αυτό Θέλω».
«Μιλάς σαν να κινδυνεύει», είπε αργά ο Θομ. «Δεν μιλούσες έτσι την άλλη φορά».
«Το έκλεψαν Σκοτεινόφιλοι, Θομ. Το έφεραν εδώ. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μπαρτέηνς».
Ο Θομ φάνηκε να μελετά το κρασί του, αλλά το βλέμμα του κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν τους άκουγε κανείς. Ήταν κι άλλοι, εκτός από τις τρεις γυναίκες, που τους παρακολουθούσαν με λοξές ματιές, ενώ προσποιούνταν ότι μιλούσαν μεταξύ τους, μα κάθε παρέα κρατούσε απόσταση από τις άλλες. Πάντως ο Θομ μίλησε χαμηλόφωνα. «Επικίνδυνο να λες τέτοια πράγματα, αν δεν είναι αλήθεια, και ακόμα πιο επικίνδυνο αν είναι. Μια τέτοια κατηγορία, σε βάρος του πιο ισχυρού στο βασίλειο... Λες ότι έχει το Κέρας; Φαντάζομαι πως θέλεις πάλι τη βοήθειά μου, τώρα που έμπλεξες πάλι με το Λευκό Πύργο».
«Όχι». Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Θομ είχε δίκιο, έστω κι αν ο βάρδος δεν ήξερε γιατί. Δεν μπορούσε να ανακατέψει κανέναν άλλο στα δικά του προβλήματα. «Απλώς ήθελα να το σκάσω απ’ αυτές τις γυναίκες».
Ο βάρδος φύσηξε τα μουστάκια του, σαστισμένος. «Μάλιστα. Ναι. Πολύ καλά. Την τελευταία φορά που σε βοήθησα, η ανταμοιβή μου ήταν που κουτσάθηκα, κι εσύ φαίνεται ότι ξανάπεσες στα βρόχια της Ταρ Βάλον. Πρέπει να γλιτώσεις μόνος σου αυτή τη φορά». Φαινόταν σαν να προσπαθούσε να πειστεί κι ο ίδιος.
«Αυτό θα κάνω, Θομ. Αυτό θα κάνω». Όταν το Κέρας είναι πάλι σώο και ασφαλές και ο Ματ ξαναβρεί το παλιομάχαιρό του. Ματ, Χούριν, πού είστε;
Σαν να τους είχε καλέσει με τη σκέψη του, στην αίθουσα εμφανίστηκε ο Χούριν, ψάχνοντας με το βλέμμα ανάμεσα στους άρχοντες και τις αρχόντισσες. Τα δικά τους βλέμματα περνούσαν από μέσα του· οι υπηρέτες δεν υπήρχαν παρά μόνο όταν τους χρειάζονταν. Όταν ο Χούριν βρήκε τον Ραντ και τον Θομ, τους πλησίασε περνώντας ανάμεσα από τις μικρές ομάδες των ευγενών και υποκλίθηκε στον Ραντ. «Άρχοντά μου, με έστειλαν να σου το πω. Ο υπηρέτης σου έπεσε και στραμπούλιξε το γόνατό του. Δεν ξέρω σε τι κατάσταση είναι, Άρχοντά μου».
Ο Ραντ για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντάς τον, και ύστερα κατάλαβε. Νιώθοντας όλα τα βλέμματα πάνω του, μίλησε δυνατά για να τον ακούσουν οι ευγενείς που ήταν πιο κοντά. «Ο ανόητος, ο αδέξιος. Τι να τον κάνω, αν δεν μπορεί να περπατήσει; Μάλλον θα πρέπει να πάω να δω πόσο άσχημα χτύπησε».
Έμοιαζε να ήταν η κατάλληλη απόκριση. Ο Χούριν φάνηκε ανακουφισμένος, υποκλίθηκε ξανά και του είπε, «Όπως επιθυμεί ο Άρχοντάς μου. Αν θα μπορούσε να με ακολουθήσει ο Άρχοντάς μου;»
«Μια χαρά κάνεις τον άρχοντα», είπε χαμηλόφωνα το Θομ. «Αλλά ένα πράγμα να θυμάσαι. Μπορεί οι Καιρχινοί να παίζουν το Ντάες Νταε’μαρ, αλλά ο Λευκός Πύργος το δημιούργησε. Τα μάτια σου τέσσερα, μικρέ». Έριζε μια άγρια ματιά στους ευγενείς, άφησε το άδειο κύπελλό του στο δίσκο ενός σερβιτόρου που περνούσε, και έφυγε, παίζοντας την άρπα του. Άρχισε να απαγγέλει το Η Μίλι η Νοικοκυρά και ο Έμπορος Μεταξιού.
«Προχώρα, άνθρωπέ μου», είπε ο Ραντ στον Χούριν, νιώθοντας γελοίος. Καθώς ακολουθούσε τον μυριστή κι έβγαιναν από την αίθουσα, ένιωθε τα βλέμματα να τον ακολουθούν.