25 Καιρχίν

Η πόλη της Καιρχίν απλωνόταν πάνω σε λόφους πλάι στον Ποταμό Αλγκουένυα, και ο Ραντ την πρωταντίκρισε από τους βόρειους λόφους με το φως του μεσημεριάτικου ήλιου. Ο Έλρικαιν Ταβόλιν και οι πενήντα Καιρχινοί στρατιώτες ακόμα του έμοιαζαν με φύλακες —ακόμα πιο πολύ, από τη στιγμή που είχαν διασχίσει τη γέφυρα στο Γκάελιν· γίνονταν πιο τυπικοί όσο πιο νότια προχωρούσαν — αλλά ο Λόιαλ και ο Χούριν δεν έδειχναν να ενοχλούνται, κι έτσι προσπάθησε να τους μιμηθεί. Περιεργάστηκε την πόλη, που ήταν από τις μεγαλύτερες που είχε δει. Ο ποταμός ήταν γεμάτος πλοία με χοντρό σκαρί και πλατιές φορτηγίδες, και στην απέναντι όχθη υπήρχαν παντού σιταποθήκες, αλλά η Καιρχίν έμοιαζε να είναι φτιαγμένη με αυστηρό γεωμετρικό σχέδιο πίσω από τα ψηλά, γκρίζα τείχη της. Αυτά τα τείχη, μερικές φορές, σχημάτιζαν ένα τέλειο τετράγωνο, με μια πλευρά που έφτανε ακριβώς στο ποτάμι. Με σχήμα εξίσου ακριβές, πύργοι ορθώνονταν εντός των τειχών, είκοσι φορές ψηλότεροι από τα τείχη, αλλά ο Ραντ, ακόμα και από τόση απόσταση, έβλεπε ότι όλοι τους κατέληγαν σε σπασμένη κορυφή.

Έξω από τα τείχη της πόλης, περικυκλώνοντάς τα από τη μια όχθη ως την άλλη, βρίσκονταν δαιδαλώδη δρομάκια, που διασταυρώνονταν άτακτα και έβριθαν από ανθρώπους. Ο Ραντ είχε ακούσει από τον Χούριν ότι λεγόντουσαν «τα Προπύλαια»· κάποτε, σε κάθε πύλη της πόλης, υπήρχε εμπορική συνοικία, αλλά με τα χρόνια είχαν ενωθεί, με έναν κυκεώνα από δρομάκια και στενάκια, τα οποία απλώνονταν παντού.

Καθώς ο Ραντ και οι υπόλοιποι έμπαιναν σε κείνους τους χωματόδρομους, ο Ταβόλιν έβαλε μερικούς στρατιώτες να ανοίξουν δρόμο στον όχλο, κι αυτοί το έκαναν, φωνάζοντας και σπιρουνίζοντας τα άλογά τους, σαν να ’ταν έτοιμοι να τσαλαπατήσουν όποιον δεν έκανε αμέσως χώρο. Οι άνθρωποι παραμέριζαν, ρίχνοντας το πολύ μια ματιά, σαν να ’ταν καθημερινό φαινόμενο. Ο Ραντ όμως, άθελά του, χαμογέλασε.

Οι Προπυλιανοί συνήθως φορούσαν παλιά, τριμμένα ρούχα, αλλά τις περισσότερες ήταν πολύχρωμα και το μέρος είχε ζωντάνια κι ενεργητικότητα. Οι πλανόδιοι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και οι μαγαζάτορες φώναζαν τους περαστικούς να δουν τα εμπορεύματα, που επιδείκνυαν σε πάγκους μπροστά στα μαγαζιά τους. Μπαρμπέρηδες, μανάβηδες, ακονιστές σπαθιών, τόσοι άνδρες και γυναίκες, που πρόσφεραν προς πώληση δεκάδες υπηρεσίες κι εκατοντάδες πράγματα, καθώς περιπλανιόνταν μέσα στα πλήθη. Μέσα στην οχλοβοή ακουγόταν μουσική, που ερχόταν από διάφορα κτίσματα· στην αρχή ο Ραντ είχε νομίσει πως ήταν πανδοχεία, αλλά οι πινακίδες μπροστά έδειχναν όλες άνδρες να παίζουν φλάουτα ή άρπες, που έκαναν τούμπες ή ταχυδακτυλουργικά και, παρ’ όλο που ήταν μεγάλα, δεν είχαν παράθυρα. Τα πιο πολλά κτίρια των Προπυλαίων έμοιαζαν να είναι από ξύλο, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, και αρκετά έδειχναν καινούργια, αν και προχειροφτιαγμένα. Ο Ραντ κοίταξε χάσκοντας κάποια που είχαν επτά ορόφους, ή και περισσότερους, και λικνίζονταν, παρ’ όλο που ο κόσμος, που πηγαινοερχόταν με φούρια, δεν έδινε σημασία.

«Χωριάτες», μουρμούρισε ο Ταβόλιν, κοιτώντας ευθεία μπροστά του αηδιασμένος. «Κοίταξέ τους, πώς τους διέφθειραν οι ιδέες των ξένων. Κακώς βρίσκονται εδώ».

«Πού έπρεπε να είναι;» ρώτησε ο Ραντ. Ο Καιρχινός αξιωματικός τον αγριοκοίταξε και σπιρούνισε το άλογό του, μαστιγώνοντας το πλήθος με το καμτσίκι.

Ο Χούριν άγγιξε το μπράτσο του Ραντ. «Ήταν ο Πόλεμος των Αελιτών, Άρχοντα Ραντ». Κοίταξε γύρω, να βεβαιωθεί ότι οι στρατιώτες ήταν μακριά και δεν τον άκουγαν. «Πολλοί αγρότες φοβούνταν να ξαναγυρίσουν στα μέρη τους κοντά στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, και ήρθαν όλοι εδώ σχεδόν. Γι’ αυτό ο Γκάλντριαν γέμισε το ποτάμι πλοία, που κουβαλούν σιτηρά από το Άντορ και το Δάκρυ. Δεν έρχονται πια γεννήματα από τα αγροκτήματα στ’ ανατολικά, επειδή δεν υπάρχουν πια αγροκτήματα εκεί. Καλύτερα όμως να μην μιλάς γι’ αυτά στους Καιρχινούς, Άρχοντά μου. Κάνουν ότι δεν έγινε πόλεμος, ή τουλάχιστον ότι τον κέρδισαν».

Παρά το καμτσίκι του Ταβόλιν, αναγκάστηκαν να σταματήσουν, όταν μια παράξενη πομπή διασταυρώθηκε μαζί τους. Πεντ’ έξι άνδρες, που βαρούσαν ταμπούρλα και χόρευαν, άνοιγαν το δρόμο για να περάσει μια σειρά από πελώριες μαριονέτες, οι οποίες είχαν μιάμιση φορά το ύψος των ανδρών που τις κινούσαν με μακριά κοντάρια. Γιγάντιες εστεμμένες μορφές ανδρών και γυναικών, με μακριές, στολισμένες ρόμπες υποκλίνονταν στο πλήθος, ανάμεσα σε ευφάνταστες μορφές θηρίων. Ένα λιοντάρι με φτερά. Ένας τράγος, που περπατούσε στα πίσω πόδια του, με δύο κεφάλια που υποτίθεται πως έβγαζαν φωτιά, σύμφωνα με τις πορφυρές κορδέλες που κρέμονταν από τα στόματα. Κάτι που έμοιαζε να είναι μισή γάτα και μισός αετός και ένα άλλο με κεφάλι αρκούδας σε ανδρικό σώμα, το οποίο ο Ραντ θεώρησε πως ήταν Τρόλοκ. Το πλήθος ζητωκραύγαζε και γελούσε, καθώς περνούσε η πομπή.

«Ο άνθρωπος που το ’κανε δεν είχε δει Τρόλοκ», μούγκρισε ο Χούριν. «Το κεφάλι παραείναι πολύ μεγάλο, το κορμί πετσί και κόκαλο. Μάλλον δεν πίστευε καν ότι υπάρχουν, Άρχοντά μου, όπως δεν θα πίστευε και στα άλλα που πέρασαν. Τα μόνα τέρατα που πιστεύουν εδώ στα Προπύλαια είναι οι Αελίτες».

«Έχουν πανηγύρι;» ρώτησε ο Ραντ. Δεν είχε δει κάτι άλλο εκτός από την πομπή, αλλά του φαινόταν πως ίσως υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Ο Ταβόλιν πρόσταξε πάλι τους στρατιώτες του να συνεχίσουν.

«Αυτό είναι καθημερινό, Ραντ», είπε ο Λόιαλ. Ο Ογκιρανός, περπατώντας πλάι στο άλογό του, με το κιβώτιο τυλιγμένο στην κουβέρτα και ακουμπισμένο πάλι στη σέλα, ανταγωνιζόταν τις μαριονέτες για τα βλέμματα του κόσμου. «Φοβάμαι πως ο Γκάλντριαν κατευνάζει το λαό του, διασκεδάζοντάς τον. Προσφέρει στους βάρδους και τους μουσικούς το Δώρο του Βασιλιά, αμοιβή σε ασήμι, για να παίζουν εδώ στα Προπύλαια, και δίνει χορηγίες για να γίνονται ιππικοί αγώνες στο ποτάμι κάθε μέρα. Πολλές νύχτες επίσης ρίχνουν βεγγαλικά». Φαινόταν αηδιασμένος. «Ο Πρεσβύτερος Χάμαν λέει ότι ο Γκάλντριαν είναι ελεεινός». Ανοιγόκλεισε τα μάτια, συνειδητοποιώντας τι είχε πει, και κοίταζε βιαστικά τριγύρω για να δει αν τον είχαν ακούσει οι στρατιώτες. Φαινόταν πως όχι.

«Βεγγαλικά», είπε ο Χούριν, νεύοντας. «Άκουσα ότι οι Φωτοδότες εγκατέστησαν αντιπροσωπεία εδώ, όπως και στο Τάντσικο. Μου άρεσαν τα βεγγαλικά, την άλλη φορά που ήρθα εδώ».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Ποτέ δεν είχε δει πυροτεχνήματα τόσο περίπλοκα που να χρειάζονται έστω κι έναν Φωτοδότη. Είχε ακούσει ότι οι Φωτοδότες έφευγαν από το Τάντσικο μόνο για να κάνουν επίδειξη μπροστά σε βασιλιάδες και κυβερνήτες. Σε παράξενο μέρος πήγαινε.

Στην ψηλή, τετραγωνισμένη αψίδα της πύλης, ο Ταβόλιν διέταξε να σταματήσουν και ξεπέζεψε μπροστά σε ένα κοντόχοντρο, πέτρινο κτίριο λίγο πιο μέσα από τα τείχη. Το κτίριο είχε βελοθυρίδες αντί για παράθυρα, και βαριά πόρτα με σιδερένια ενίσχυση.

«Μια στιγμή, Άρχοντά μου Ραντ», είπε ο αξιωματικός. Έδωσε τα χαλινάρια σ’ έναν στρατιώτη και χώθηκε μέσα.

Ο Ραντ έριξε μια επιφυλακτική ματιά στους στρατιώτες —κάθονταν άκαμπτοι στα άλογά τους, σχηματίζοντας δύο ζυγούς· αναρωτήθηκε τι θα έκαναν, αν δοκίμαζε να φύγει με τον Λόιαλ και τον Χούριν— και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να περιεργαστεί την πόλη που απλωνόταν μπροστά του.

Η κανονική Καιρχίν ήταν το άκρως αντίθετο των πολύβουων Προπυλαίων. Πλατιοί, πλακοστρωμένοι δρόμοι, τόσο πλατιοί που έκαναν τους πεζούς να δείχνουν λιγότεροι, διασταυρώνονταν υπό ορθές γωνίες. Όπως και στο Τρεμόνσιεν, οι λόφοι είχαν σκαφτεί και σχημάτιζαν ίσιες αναβαθμίδες. Κλειστές σέντιες διέσχιζαν βιαστικά τους δρόμους, μερικές με φιλάνδρες που έδειχναν το σήμα κάποιου Οίκου, ενώ οι άμαξες προχωρούσαν αργά. Οι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλοί, φορώντας σκούρα ρούχα, δίχως φωτεινά χρώματα, με εξαίρεση εδώ κι εκεί μια πινελιά στο στήθος κάποιου φορέματος ή πανωφοριού. Όσο περισσότερες οι πινελιές, τόσο πιο καμαρωτός περπατούσε αυτός που τις έφερε, αλλά κανένας δεν γελούσε, κανένας δεν χαμογελούσε καν. Όλα τα κτίρια στις αναβαθμίδες τους ήταν από πείρα και τα διακοσμητικά στοιχεία ήταν γεμάτα ευθείες γραμμές και οξείες γωνίες. Στους δρόμους δεν υπήρχαν γυρολόγοι ή πραματευτάδες και ακόμα και τα μαγαζιά έμοιαζαν μαζεμένα, με μικρές πινακίδες, δίχως να επιδεικνύουν τα εμπορεύματα.

Ο Ραντ τώρα μπορούσε να διακρίνει καλύτερα τους λαμπρούς πύργους. Τους περικύκλωναν σκαλωσιές από δεμένα κοντάρια, και πάνω εκεί μια μυρμηγκιά εργάτες έβαζαν καινούργιες πέτρες για να σηκώσουν ακόμα πιο ψηλά τους πύργους.

«Οι Ακέφαλοι Πύργοι της Καιρχίν», μουρμούρισε λυπημένα ο Λόιαλ. «Κάποτε ήταν τόσο ψηλοί που τιμούσαν το όνομα. Όταν οι Αελίτες πήραν την Καιρχίν, τον καιρό περίπου που γεννιόσουν, οι πύργοι κάηκαν, και ράγισαν, και έπεσαν. Δεν βλέπω Ογκιρανούς ανάμεσα στους λιθοξόους. Σε κανέναν Ογκιρανό δεν θα άρεσε να δουλέψει εδώ —οι Καιρχινοί θέλουν αυτό που θέλουν, χωρίς στολίδια — όμως την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ, υπήρχαν Ογκιρανοί».

Ο Ταβόλιν βγήκε έξω, σέρνοντας πίσω του άλλον έναν αξιωματικό και δύο υπαλλήλους, που ο ένας κουβαλούσε ένα μεγάλο βιβλίο με ξύλινη επένδυση και ο άλλος ένα δίσκο με σύνεργα γραφής. Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του αξιωματικού ήταν ξυρισμένο, σαν του Ταβόλιν, αν και έμοιαζε περισσότερο να είναι έργο της φαλάκρας παρά του ξυραφιού. Τα βλέμματα και των δύο αξιωματικών ταξίδεψαν από τον Ραντ στο κιβώτιο, που το έκρυβε η ριγέ κουβέρτα του Λόιαλ και ξαναγύρισαν πάνω του. Κανένας τους δεν ρώτησε τι υπήρχε κάτω από την κουβέρτα. Ο Ταβόλιν το κοίταζε συχνά, καθώς έρχονταν από το Τρεμόνσιεν, αλλά δεν είχε ρωτήσει ποτέ. Ο άλλος κοίταξε επίσης το σπαθί του Ραντ, και για μια στιγμή σούφρωσε τα χείλη του.

Ο Ταβόλιν είπε ότι το όνομα του άλλου αξιωματικού ήταν Ασάν Σανταίρ, και ανακοίνωσε με δυνατή φωνή, «Ο Άρχοντας Ραντ του Οίκου αλ’Θορ, του Άντορ, και ο βοηθός του, ονόματι Χούριν, μαζί με τον Λόιαλ, έναν Ογκιρανό του Στέντιγκ Σανγκτάι». Ο υπάλληλος με το βαρύ βιβλίο το άνοιξε, ακουμπώντας το στα χέρια του, και ο Σανταίρ έγραψε τα ονόματα με στρογγυλεμένα γράμματα.

«Πρέπει να επιστρέψετε σ’ αυτό το φυλάκιο ως την ίδια ώρα αύριο, Άρχοντά μου», είπε ο Σανταίρ, αφήνοντας τον άλλο υπάλληλο να ρίξει άμμο στο υγρό μελάνι, «και να πείτε το όνομα του πανδοχείου στο οποίο μένετε».

Ο Ραντ κοίταζε τους νωθρούς δρόμους της Καιρχίν και τη ζωντάνια των Προπυλαίων. «Μπορείτε να μου πείτε κάποιο καλό ξενοδοχείο εκεί έξω;» Έδειξε τα Προπύλαια με μια κίνηση του κεφαλιού.

Ο Χούριν έκανε ένα βιαστικό χσστ και έσκυψε κοντά του. «Δεν θα ήταν πρέπον, Άρχοντα Ραντ», ψιθύρισε. «Αν μείνεις στα Προπύλαια, όντας άρχοντας και τα λοιπά, θα πουν ότι κάτι μαγειρεύεις».

Ο Ραντ είδε ότι ο μυριστής είχε δίκιο. Ο Σανταίρ είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, τα φρύδια του Ταβόλιν ήταν υψωμένα, και τον κοίταζαν και οι δύο με προσοχή. Θέλησε να τους πει ότι δεν έπαιζε το Μεγάλο Παιχνίδι τους, αλλά αντίθετα είπε, «Θα πάρουμε δωμάτια στην πόλη. Μπορούμε να φύγουμε τώρα;»

«Φυσικά, Άρχοντά μου Ραντ». Ο Σανταίρ υποκλίθηκε. «Αλλά... το πανδοχείο;»

«Θα σου πω όταν βρούμε». Ο Ραντ έστριψε τον Κοκκινοτρίχη, και μετά κοντοστάθηκε. Το σημείωμα της Σελήνης έτριζε στην τσέπη του. «Πρέπει να βρω μια νεαρή γυναίκα από την Καιρχίν. Την Αρχόντισσα Σελήνη. Είναι στην ηλικία μου, όμορφη. Δεν ξέρω τον Οίκο της».

Ο Σανταίρ και ο Ταβόλιν κοιτάχτηκαν, και μετά ο Σανταίρ είπε, «Θα το ερευνήσω, Άρχοντά μου. Ίσως μπορέσω να σου πω κάτι, όταν έρθεις αύριο».

Ο Ραντ ένευσε και οδήγησε τον Λόιαλ και τον Χούριν στην πόλη. Λεν τράβηξαν πολλή προσοχή, αν και ήταν λίγοι οι καβαλάρηδες. Ακόμα κι ο Λόιαλ δεν τράβηξε σχεδόν καθόλου βλέμματα. Οι άνθρωποι έμοιαζαν σχεδόν να επιδεικνύουν το ότι κοιτούσαν τις δουλειές τους.

«Μήπως το πάρουν στραβά», ρώτησε ο Ραντ τον Χούριν, «που ρωτώ για τη Σελήνη;»

«Με τους Καιρχινούς, ποιος ξέρει, Άρχοντα Ραντ; Φαίνεται να πιστεύουν πως τα πάντα έχουν σχέση με το Ντάες Νταε’μαρ».

Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους. Ένιωθε ότι οι άνθρωποι τον κοίταζαν. Ανυπομονούσε να βρει ένα καλό, απλό πανωφόρι, να πάψει να προσποιείται ότι ήταν κάτι που δεν ήταν.

Ο Χούριν ήξερε αρκετά πανδοχεία στην πόλη, αν και όταν ήταν στην Καιρχίν είχε περάσει τον περισσότερο χρόνο του στα Προπύλαια. Τους οδήγησε σε ένα που λεγόταν Ο Υπερασπιστής του Δρακότειχους, που η πινακίδα του έδειχνε έναν εστεμμένο άνδρα με το πόδι του στο στήθος ενός άλλου, που ήταν πεσμένος κάτω, ενώ το σπαθί του ήταν στο λαιμό του άλλου. Ο πεσμένος ήταν κοκκινομάλλης.

Ένας σταβλίτης ήρθε να πάρει τα άλογά τους, ρίχνοντας γοργές ματιές στον Ραντ και τον Λόιαλ, όταν νόμιζε ότι δεν τον έβλεπαν. Ο Ραντ σκέφτηκε ότι η φαντασία του οργίαζε· δεν μπορεί να έπαιζαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης αυτό το Παιχνίδι τους. Κι αν ήταν έτσι, αυτός δεν συμμετείχε.

Η κοινή αίθουσα ήταν περιποιημένη, με τα τραπέζια στημένα με ακρίβεια, όπως όλη η πόλη, και λίγοι μόνο κάθονταν εκεί. Σήκωσαν το βλέμμα, κοίταξαν τους νεοφερμένους, και μετά ξανάσκυψαν αμέσως στο κρασί τους. Ο Ραντ όμως είχε την αίσθηση ότι ακόμα παρακολουθούσαν και έστηναν αυτί. Μια αδύναμη φωτιά έκαιγε στο μεγάλο τζάκι, αν και η μέρα ήταν ζεστή.

Ο πανδοχέας ήταν ένας παχουλός άντρας με λιπαρό δέρμα, με μια μόνο πράσινη πινελιά στο σκουρόγκριζο πανωφόρι του. Τινάχτηκε όταν τους πρωτοείδε, και ο Ραντ δεν ένιωσε έκπληξη μ’ αυτό. Ο Λόιαλ, που κρατούσε το κιβώτιο στα χέρια, ακόμα τυλιγμένο στην κουβέρτα, αναγκάστηκε να σκύψει για να περάσει από την εξώπορτα, ο Χούριν ήταν φορτωμένος τα σακίδια και τα μπαγκάζια τους, και το κόκκινο πανωφόρι του Ραντ έκανε έντονη αντίθεση με τα μελαγχολικά χρώματα που φορούσαν οι πελάτες.

Ο πανδοχέας είδε το πανωφόρι και το σπαθί του Ραντ και το γλοιώδες χαμόγελό του ξαναφάνηκε. Υποκλίθηκε, τρίβοντας τα απαλά χέρια του. «Συνχώρεσέ με, Άρχοντά μου. Για μια στιγμή σε πέρασα για — Συγχώρεσέ με. Το μυαλό μου νερούλιασε. Θέλεις δωμάτια, Άρχοντά μου;» Πρόσθεσε άλλη μια, μικρότερη υπόκλιση για τον Λόιαλ. «Με λένε Κουάλε, Άρχοντά μου».

Νόμιζε ότι είμαι Αελίτης, σκέφτηκε ξινά ο Ραντ. Ήθελε να φύγει από την Καιρχίν. Αλλά ήταν το μόνο μέρος που ίσως τους έβρισκε ο Ίνγκταρ. Και η Σελήνη είχε πει ότι θα τον περίμενε στην Καιρχίν.

Χρειάστηκε λίγη ώρα για να ετοιμαστούν τα δωμάτιά τους· ο Κουάλε εξήγησε με άφθονα χαμόγελα και υποκλίσεις ότι έπρεπε να μετακινήσει ένα κρεβάτι για τον Λόιαλ. Ο Ραντ θέλησε πάλι να μοιραστούν ένα δωμάτιο, αλλά ο πανδοχέας τον κοίταζε σκανδαλισμένος και ο Χούριν επέμεινε —«Πρέπει να δείξουμε στους Καιρχινούς ότι ξέρουμε σαν κι αυτούς τι είναι σωστό, Άρχοντα Ραντ»— κι έτσι κατέληξαν να μείνουν σε δύο δωμάτια, το ένα μόνο γι’ αυτόν, που τα ένωνε μια πόρτα.

Τα δωμάτια ήταν σχεδόν τα ίδια, μόνο που στο ένα υπήρχαν δύο κρεβάτια, το ένα αρκετά μεγάλο για Ογκιρανό, ενώ το δικό του δωμάτιο είχε ένα κρεβάτι, το οποίο όμως ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλο με τα άλλα δύο μαζί, με πελώριες κολώνες, που έφταναν σχεδόν ως το ταβάνι. Η ψηλή πολυθρόνα με την επένδυση ήταν κι αυτή ογκώδης και τετραγωνισμένη. Η ντουλάπα που ακουμπούσε στον τοίχο ήταν σμιλεμένη μ’ ένα βαρύ, άχαρο στυλ, που έκανε το έπιπλο να μοιάζει έτοιμο να πέσει πάνω του. Δύο παράθυρα, δεξιά κι αριστερά από το κρεβάτι του, έβλεπαν στο δρόμο από το ύψος του πρώτου ορόφου.

Μόλις έφυγε ο πανδοχέας, ο Ραντ άνοιξε την πόρτα και έβαλε τον Λόιαλ και τον Χούριν στο δωμάτιό του. «Αυτό το μέρος μου φέρνει ανατριχίλα», τους είπε. «Όλοι σε κοιτάνε σαν να νομίζουν ότι κάτι κάνεις. Θα γυρίσω στα Προπύλαια, έστω για μια ωρίτσα. Τουλάχιστον εκεί ο κόσμος γελά. Ποιος είναι πρόθυμος να πάρει την πρώτη σκοπιά για το Κέρας;»

«Θα μείνω», είπε βιαστικά ο Λόιαλ. «Θέλω λίγη ευκαιρία να διαβάσω. Το ότι δεν είδα Ογκιρανούς δεν σημαίνει ότι δεν ήρθαν λιθοξόοι από το Στέντιγκ Τσόφου. Δεν είναι μακριά από την πόλη».

«Νόμιζα ότι θα ήθελες να τους συναντήσεις».

«Α... όχι, Ραντ. Την άλλη φορά έκαναν πολλές ερωτήσεις για το λόγο που ήμουν έξω μόνος μου. Αν έμαθαν τα νέα από το Στέντιγκ Σανγκτάι... Ε, λέω να ξεκουραστώ και να διαβάσω εδώ».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Συχνά ξεχνούσε ότι ο Λόιαλ ουσιαστικά το είχε σκάσει από το σπίτι του για να δει τον κόσμο. «Εσύ τι λες, Χούριν; Στα Προπύλαια έχει μουσική κι ανθρώπους που γελούν. Πάω στοίχημα ότι εκεί κανένας δεν παίζει Ντάες Νταε’μαρ».

«Εγώ προσωπικά δεν Θα ήμουν τόσο σίγουρος γι’ αυτό, Άρχοντα Ραντ. Όπως και να ’ναι, σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά δεν νομίζω. Γίνονται τόσοι καυγάδες —και σκοτωμοί— στα Προπύλαια, είναι χάλια κατάσταση, αν μ’ εννοείς. Όχι ότι θα ενοχλούσαν έναν άρχοντα, φυσικά· τότε οι στρατιώτες θα τους έδειχναν. Αλλά, αν έχεις την καλοσύνη, Θα πιω κάτι στην κοινή αίθουσα».

«Χούριν, δεν χρειάζεσαι την άδειά μου για τίποτα. Το ξέρεις».

«Ό,τι πεις, Άρχοντά μου». Ο μυριστής έκανε μια κίνηση, σαν να ήθελε να υποκλιθεί.

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Αν δεν έφευγαν σύντομα από την Καιρχίν, ο Χούριν θα κατάληγε να υποκλίνεται και να σκύβει το κεφάλι. Κι αν το έβλεπαν ο Ματ και ο Πέριν, ποιος τους άκουγε. «Ελπίζω ο Ίνγκταρ να μην βρει εμπόδιο στο δρόμο του. Αν δεν έρθει γρήγορα, Θα πρέπει να επιστρέψουμε μόνοι μας το Κέρας στο Φαλ Ντάρα». Άγγιξε το πανωφόρι του, πάνω από το σημείωμα της Σελήνης. «Θα είναι ανάγκη. Λόιαλ, θα ξανάρθω για να δεις λίγο την πόλη».

«Προτιμώ να μην το ρισκάρω», είπε ο Λόιαλ.

Ο Χούριν συνόδευσε τον Ραντ κατεβαίνοντας. Μόλις έφτασαν στην κοινή αίθουσα, ο Κουάλε βρέθηκε μπροστά στον Ραντ, υποκλίθηκε και του έδωσε ένα δίσκο. Εκεί υπήρχαν τρεις διπλωμένες και σφραγισμένες περγαμηνές. Ο Ραντ τις πήρε, αφού αυτό φαινόταν να Θέλει ο πανδοχέας. Ήταν περγαμηνές άριστης ποιότητας, μαλακές και απαλές. Ακριβές.

«Τι είναι αυτά;» ρώτησε.

Ο Κουάλε υποκλίθηκε πάλι. «Προσκλήσεις, φυσικά, Άρχοντά μου. Από τρεις αριστοκρατικούς Οίκους». Έφυγε μ’ άλλη μια υπόκλιση.

«Ποιος να μου ’στειλε πρόσκληση;» Ο Ραντ τους γύρισε από την άλλη. Κανένας από τους πελάτες δεν σήκωσε το βλέμμα, αλλά είχε την αίσθηση ότι κι έτσι ακόμα τον παρακολουθούσαν. Δεν αναγνώριζε τις σφραγίδες. Καμία δεν είχε την ημισέληνο και τα άστρα που είχε χρησιμοποιήσει η Σελήνη. «Ποιος να ξέρει ότι είμαι εδώ;»

«Τώρα πια, όλοι, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν χαμηλόφωνα. Κι αυτός επίσης φαινόταν να νιώθει βλέμματα. «Οι σκοποί στην πύλη δεν θα κρατούσαν το στόμα κλειστό για έναν ξενομερίτη άρχοντα που ήρθε στην Καιρχίν. Ο σταβλίτης, ο πανδοχέας... όλοι λένε ό,τι ξέρουν εκεί που νομίζουν ότι θα τους ωφελήσει, Άρχοντά μου».

Ο Ραντ μόρφασε, έκανε δυο βήματα και πέταξε τις προσκλήσεις στη φωτιά. Αυτές άρπαζαν αμέσως φλόγες. «Δεν παίζω το Ντάες Νταε’μαρ», είπε, αρκετά δυνατά, ώστε να το ακούσουν όλοι. Ούτε ακόμα κι ο Κουάλε δεν τον κοίταξε. «Δεν έχω καμία σχέση με το Μεγάλο Παιχνίδι σας. Απλώς ήρθα εδώ για να περιμένω κάτι φίλους».

Ο Χούριν τον έπιασε από το μπράτσο. «Σε παρακαλώ, Άρχοντα Ραντ». Μίλησε ψιθυριστά, με ταραχή. «Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό άλλη φορά».

«Άλλη φορά; Λες να λάβω κι άλλες;»

«Είμαι σίγουρος. Μα το Φως, μου θύμισες τη φορά που ο Τέβα Θύμωσε τόσο πολύ με μια σφήκα που βούιζε κοντά στ’ αυτιά του, που κλώτσησε τη σφηκοφωλιά. Το πιθανότερο είναι ότι έπεισες όλους αυτούς που σε βλέπουν εδώ ότι παίζεις το Παιχνίδι στα πολύ βαθιά. Πρέπει να είσαι πολύ βαθιά, αφού αρνείσαι ότι παίζεις καν, έτσι θα το δουν. Όλοι οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της Καιρχίν παίζουν». Ο μυριστής κοίταξε τις προσκλήσεις, που κύρτωναν και μαύριζαν στη φωτιά, και έκανε μια γκριμάτσα. «Και σίγουρα έκανες εχθρούς σε τρεις Οίκους. Δεν είναι μεγάλοι Οίκοι, αλλιώς δεν θα είχαν τρέξει αμέσως, αλλά πάντως σίγουρα αριστοκρατικοί. Πρέπει να απαντήσεις στις επόμενες προσκλήσεις που θα λάβεις, Άρχοντά μου. Αρνήσου, αν θέλεις — αν και θα δώσουν ερμηνείες, ανάλογα με το ποιες προσκλήσεις θα αρνηθείς. Και ποιες θα δεχθείς. Φυσικά, αν τις αρνηθείς όλες, ή τις δεχθείς όλες—»

«Δεν ανακατεύομαι σ’ αυτά», είπε ήρεμα ο Ραντ. «Θα φύγουμε από την Καιρχίν το νωρίτερο δυνατόν». Έχωσε τις γροθιές του στις τσέπες του πανωφοριού του και ένιωσε το σημείωμα της Σελήνης να τσαλακώνεται. «Πιες, όπως ήθελες, Χούριν».

Βγήκε έξω θυμωμένος, χωρίς να ξέρει αν ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του, ή με την Καιρχίν και το Μεγάλο Παιχνίδι, ή με τη Σελήνη που είχε εξαφανιστεί, ή με τη Μουαραίν. Εκείνη τα είχε αρχίσει όλα, κλέβοντας τα πανωφόρια του και δίνοντάς του στη θέση τους ρούχα αρχοντικά. Ακόμα και τώρα, που έλεγε ότι ήταν ελεύθερος απ’ αυτές, μια Άες Σεντάι είχε κατορθώσει να αναμιχθεί στη ζωή του, χωρίς καν να είναι εκεί.

Βγήκε από την ίδια πύλη που είχε μπει στην πόλη, εφόσον αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που ήξερε. Κάποιος που στεκόταν μπροστά στο φυλάκιο τον πρόσεξε —το πολύχρωμο πανωφόρι του τον έκανε να ξεχωρίζει, όπως επίσης και το ύψος του ανάμεσα στους Καιρχινούς — και μπήκε μέσα βιαστικά, όμως ο Ραντ δεν τον κατάλαβε. Τα γέλια και οι μουσικές των Προπυλαίων τον τραβούσαν πιο πέρα.

Αν το κόκκινο χρυσοκέντητο πανωφόρι του τον έκανε να ξεχωρίζει εντός των τειχών, εδώ στα Προπύλαια ταίριαζε μια χαρά. Πολλοί από τους άνδρες που πηγαινοέρχονταν στα στριμωγμένα δρομάκια ήταν ντυμένοι με σκούρα χρώματα σαν εκείνους της πόλης, όμως ήταν άλλοι τόσοι εκείνοι που φορούσαν κόκκινα, ή γαλάζια, ή πράσινα πανωφόρια, ή χρυσά —μερικά τόσο αστραφτερά, που έκαναν ακόμα και για Μάστορες— και ήταν ακόμα περισσότερες οι γυναίκες που είχαν κεντητό φόρεμα με πολύχρωμη σάρπα ή σάλι. Οι πιο πολλές απ’ αυτές τις πλουμιστές ενδυμασίες ήταν φθαρμένες και πολύ μεγάλες, ή πολύ μικρές, σαν να ήταν φτιαγμένες αρχικά για άλλον, αλλά αυτοί που τις φορούσαν δεν έδιναν σημασία στο καλοφτιαγμένο πανωφόρι του, έστω κι αν το πρόσεχαν.

Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να σταματήσει μπροστά σε άλλη μια πομπή από γιγάντιες μαριονέτες. Ενώ οι τυμπανιστές χτυπούσαν τα ταμπούρλα και χοροπηδούσαν, ένας Τρόλοκ με γουρουνίσια μουσούδα πολεμούσε μ’ έναν άνδρα που φορούσε στέμμα. Μετά από μερικά ξεκάρφωτα χτυπήματα, ο Τρόλοκ σωριάστηκε κάτω, μέσα στα γέλια και τα ξεφωνητά των θεατών.

Ο Ραντ γρύλισε. Δεν πεθαίνουν τόσο εύκολα.

Έριζε μια ματιά σε ένα από τα μεγάλα κτίρια που δεν είχαν παράθυρα και σταμάτησε να κοιτάξει από τήν πόρτα. Προς έκπληξή του, φαινόταν να είναι μια μεγάλη αίθουσα, που στην μέση ήταν ανοιχτή στον ουρανό, με εσωτερικά θεωρεία ως ψηλά, ενώ στην άκρη υπήρχε μια μεγάλη εξέδρα. Ούτε είχε δει, ούτε είχε ακούσει ποτέ για κάτι τέτοιο. Υπήρχε κόσμος στριμωγμένος στα θεωρεία και στο πάτωμα, παρακολουθώντας κάποιους που έδιναν παράσταση στην εξέδρα. Τους κοίταξε καθώς περνούσε, και είδε ταχυδακτυλουργούς, και μουσικούς, αρκετούς ακροβάτες, ακόμα και έναν βάρδο, με τον μανδύα του γεμάτο μπαλώματα, που απήγγειλε μια ιστορία από Το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος με μελωδική φωνή στον Υψηλό Ρυθμό.

Αυτό τον έκανε να σκεφτεί τον Θομ Μέριλιν και συνέχισε βιαστικά. Πάντα θλιβόταν όταν θυμόταν τον Θομ. Ο Θομ ήταν φίλος. Ένας φίλος που είχε πεθάνει γι’ αυτόν. Ενώ εγώ το έβαλα στα πόδια και τον άφησα να πεθάνει.

Σε μια άλλη μεγάλη κατασκευή, μια γυναίκα με φαρδιές λευκές ρόμπες έμοιαζε να εξαφανίζει πράγματα από ένα καλάθι και να τα επανεμφανίζει σε ένα άλλο, και μετά τα εξαφάνιζε από τα χέρια της με μεγάλα σύννεφα καπνού. Το πλήθος που παρακολουθούσε έκανε δυνατά ααα και ωωω.

«Δύο χάλκινα, καλέ μου Άρχοντα», είπε από την είσοδο ένας ανθρωπάκος που θύμιζε ποντίκι. «Δύο χάλκινα για να δεις την Άες Σεντάι».

«Δεν νομίζω». Ο Ραντ έριξε μια ματιά στη γυναίκα. Ένα λευκό περιστέρι είχε εμφανιστεί στα χέρια της. Άες Σεντάι; «Όχι». Έκανε μια μικρή υπόκλιση στον ανθρωπάκο και έφυγε.

Προχωρούσε μέσα στο πλήθος κι αναρωτιόταν τι θα έβλεπε μετά, όταν μια βαθιά φωνή, συνοδευόμενη από ήχους άρπας, ακούστηκε από μια είσοδο, που στην πινακίδα της έδειχνε έναν ταχυδακτυλουργό.

«...παγωμένος φυσά ο αέρας στο Πέρασμα του Σάρα· παγωμένος είναι ο τάφος δίχως όνομα. Όμως κάθε χρόνο, την Ημέρα του Ήλιου, πάνω σε κείνο το σωρό από πέτρες εμφανίζεται ένα τριαντάφυλλο, μ’ ένα κρυστάλλινο δάκρυ σαν δροσοσταλίδα στα πέταλά του, που το αφήνει το χαριτωμένο χεράκι της Ντουνσίνιν, γιατί κρατά τη συμφωνία που έκανε με τον Ρογκός τον Γερακομάτη».

Η φωνή τράβηξε τον Ραντ σαν σχοινί. Πέρασε την πόρτα τη στιγμή που μέσα ξεσπούσαν επευφημίες.

«Δύο χάλκινα, καλέ μου Άρχοντα», είπε ένας ποντικομούρης, που ’μοιαζε δίδυμος με τον προηγούμενο. «Δύο χάλκινα για να δεις—»

Ο Ραντ έβγαλε μερικά νομίσματα και τα πέταξε στον άλλο. Προχώρησε ζαλισμένος, ατενίζοντας τον άνδρα, που από την εξέδρα υποκλινόταν μπροστά στα χειροκροτήματα του κοινού, αγκαλιάζοντας την άρπα με το ένα χέρι, απλώνοντας το χιλιομπαλωμένο μανδύα με το άλλο, σαν να ήθελε να αιχμαλωτίσει ας ζητωκραυγές τους. Ήταν ψηλός, λιγνός, όχι νέος, με μακριά μουστάκια, λευκά σαν τα μαλλιά της κεφαλής του. Κι όταν ορθώθηκε και είδε τον Ραντ, τα μάτια που άνοιξαν διάπλατα ήταν γαλανά και κάρφωναν.

«Θομ». Ο ψίθυρος του Ραντ χάθηκε στη φασαρία του πλήθους.

Κοιτάζοντας τον Ραντ κατάματα, ο Θομ Μέριλιν έκανε ένα μικρό νεύμα προς μια πορτίτσα δίπλα στην εξέδρα. Κι έπειτα υποκλίθηκε ξανά, χαμογελώντας, απολαμβάνοντας τα χειροκροτήματα.

Ο Ραντ έφτασε στην πόρτα και μπήκε μέσα. Ήταν ένας μικρός διάδρομος, με τρία σκαλοπάτια που έβγαζαν στην εξέδρα. Στην αντίθετη κατεύθυνση από την εξέδρα, ο Ραντ είδε έναν ταχυδακτυλουργό που έκανε εξάσκηση με χρωματιστές μπάλες, κι έξι ακροβάτες που έκαναν προθέρμανση.

Ο Θομ εμφανίστηκε στα σκαλιά, κουτσαίνοντας, σαν να μην λύγιζε το πόδι του καλά όσο πριν. Κοίταξε τον ταχυδακτυλουργό και τους ακροβάτες, φύσηξε τα μουστάκια του ακατάδεχτα και στράφηκε στον Ραντ. «Το μόνο που θέλουν να ακούν είναι Το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος. Με τα νέα που έρχονται από το Χάντον Μιρκ και τη Σαλδαία, θα ’λεγες ότι θα ζητούσαν τον Κύκλο της Κάρεδον. Εντάξει, ίσως όχι αυτό, αλλά θα πλήρωνα τον εαυτό μου να παίξει κάτι άλλο». Κοίταξε τον Ραντ από πάνω ως κάτω. «Απ’ ό,τι φαίνεται, είσαι καλά, μικρέ». Έπιασε το κολάρο του Ραντ και σούφρωσε τα χείλη. «Πολύ καλά».

Ο Ραντ δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. «Έφυγα από την Ασπρογέφυρα σίγουρος πως ήσουν πεθαμένος. Η Μουαραίν είπε ό,τι ζούσες, αλλά εγώ... Μα το Φως, Θομ, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Έπρεπε να γυρίσω τότε να σε βοηθήσω».

«Θα έδειχνες ότι είσαι ακόμα πιο βλάκας, αν το έκανες, μικρέ. Εκείνος ο Ξέθωρος» —κοίταξε ολόγυρα· δεν υπήρχε κανείς τόσο κοντά που να τους ακούει, αλλά ο Θομ χαμήλωσε ούτως ή άλλως τη φωνή του— «δεν ήθελε εμένα. Μου άφησε για δώρο αυτό το αλύγιστο ποδάρι και έτρεξε να βρει εσένα και τον Ματ. Μονάχα θα σκοτωνόσουν και τίποτα παραπάνω». Κοντοστάθηκε, δείχνοντας σκεφτικός. «Η Μουαραίν είπε ότι ήμουν ακόμα ζωντανός, ε; Είναι μαζί σου λοιπόν;»

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Προς έκπληξή του, ο Θομ φάνηκε απογοητευμένος.

«Κρίμα, θα ’λεγα. Ήταν μια χαρά γυναίκα, παρ’ όλο που είναι...» Το άφησε έτσι. «Αρα κυνηγούσε τον Ματ ή τον Πέριν. Δεν θα ρωτήσω ποιον. Ήταν καλά παιδιά και δεν θέλω να ξέρω». Ο Ραντ σάλεψε τα πόδια ανήσυχος, και τινάχτηκε, όταν ο Θομ έστρεψε το κοκαλιάρικο δάχτυλό του πάνω του. «Αυτό που θέλω να μάθω είναι αν έχεις ακόμα την άρπα και το φλάουτό μου. Τα θέλω πίσω, μικρέ. Αυτά που έχω τώρα δεν κάνουν ούτε για να τα παίξει γουρούνι».

«Τα έχω μαζί μου, Θομ. Θα σου τα φέρω, το υπόσχομαι. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι ζωντανός. Και δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν είσαι στο Ίλιαν. Το Μεγάλο Κυνήγι ξεκινά. Το βραβείο για την καλύτερη απαγγελία του Μεγάλου Κυνηγιού του Κέρατος. Κάποτε δεν έβλεπες την ώρα να πας».

Ο Θομ ξεφύσηξε. «Μετά την Ασπρογέφυρα; Το πιθανότερο είναι ότι θα σκοτωνόμουν πριν φτάσω. Ακόμα κι αν πρόφταινα το καράβι πριν σαλπάρει, ο Ντόμον και οι ναύτες του θα διέδιδαν σ’ όλο το Ίλιαν την ιστορία για τους Τρόλοκ που με κυνηγούσαν. Κι αν είδαν τον Ξέθωρο, ή άκουσαν γι’ αυτόν, πριν ο Ντόμον κόψει τα σκοινιά... Οι πιο πολλοί Ιλιανοί νομίζουν ότι οι Τρόλοκ και οι Ξέθωροι είναι πλάσματα του μύθου — όμως υπάρχουν αρκετοί άλλοι, που ίσως θα ’θελαν να μάθουν γιατί αυτά τα πλάσματα κυνηγούσαν κάποιον, και το Ίλιαν θα έχανε τη γοητεία του».

«Θομ, έχω τόσα να σου πω».

Ο βάρδος τον διέκοψε. «Αργότερα, μικρέ». Αντάλλασσε άγριες ματιές με τον στενομούρη στην πόρτα, στην άλλη άκρη του διαδρόμου. «Αν δεν ξαναγυρίσω να πω άλλη μια ιστορία, αυτός θα βγάλει τον ταχυδακτυλουργό και το πλήθος θα τα κάνει όλα ρημαδιό. Έλα στο Τσαμπί Σταφύλι, λίγο πέρα από την Πύλη Τζανγκάι. Εκεί έχω δωμάτιο. Όλοι ξέρουν πού είναι. Θα είμαι εκεί σε καμιά ώρα. Μια ιστορία ακόμα ελπίζω να τους φτάσει». Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά, λέγοντας πάνω από τον ώμο του, «Και φέρε την άρπα και το φλάουτό μου!»

Загрузка...