Ο άνθρωπος που αυτοαποκαλείτο Μπορς, τουλάχιστον σ’ αυτό το μέρος, άκουγε με περιφρόνηση τα αδύναμα μουρμουρητά, που φούσκωναν κι υποχωρούσαν στη θολωτή αίθουσα, σαν χαμηλόφωνα κακαρίσματα από χήνες. Η γκριμάτσα του όμως ήταν κρυμμένη πίσω από τη μαύρη μεταξωτή μάσκα που σκέπαζε το πρόσωπό του, όμοια με τις μάσκες που σκέπαζαν τα άλλα εκατό πρόσωπα της αίθουσας. Εκατό μαύρες μάσκες κι εκατό ζευγάρια μάτια, που προσπαθούσαν να δουν τι υπήρχε πίσω από τις μάσκες.
Αν δεν κοίταζες και τόσο προσεκτικά, το πελώριο δωμάτιο δα σου φαινόταν να ανήκει σε παλάτι, με τα ψηλά μαρμαρένια τζάκια του και τους χρυσούς πολυελαίους που κρέμονταν από το Θολωτό ταβάνι, με τις πολύχρωμες ταπετσαρίες και τα περίκομψα σχήματα του μωσαϊκού στο πάτωμα. Αν δεν κοίταζες και τόσο προσεκτικά. Κατ’ αρχάς, τα τζάκια δεν ήταν αναμμένα. Φλόγες χόρευαν σε κούτσουρα χοντρά σαν πόδι αντρικό, αλλά δεν ζέσταιναν. Οι τοίχοι πίσω από τις ταπετσαρίες και η οροφή πάνω από τους πολυελαίους ήταν από γυμνή πέτρα, μαύρη σχεδόν. Δεν υπήρχαν παράθυρα και οι πόρτες ήταν μόνο δύο, σε αντίθετες πλευρές του δωματίου. Ήταν σαν κάποιος να ήθελε να δώσει την εντύπωση αίθουσας υποδοχής παλατιού, αλλά είχε φροντίσει να δώσει μόνο το περίγραμμα και μια-δυο πινελιές για λεπτομέρειες.
Ο άνθρωπος που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν ήξερε πού ήταν η αίθουσα, και κατά τη γνώμη του ούτε κι οι άλλοι ήξεραν. Δεν ήθελε να σκεφτεί πού θα μπορούσε να είναι. Αρκούσε που είχε κληθεί να παραστεί. Ούτε κι αυτό ήθελε να το σκέφτεται, αλλά γι’ αυτή την πρόσκληση, ακόμα κι αυτός είχε έρθει.
Τακτοποίησε το μανδύα του· ευτυχώς που οι φωτιές ήταν σβησμένες, αλλιώς θα έκανε υπερβολική ζέστη για το μαύρο μάλλινο ένδυμα, που τον τύλιγε κι έπεφτε ως το πάτωμα. Όλα τα ρούχα του ήταν μαύρα. Οι χοντρές δίπλες του μανδύα έκρυβαν το ότι καμπούριαζε, επίτηδες, για να κρύψει το ύψος του, ενώ προκαλούσαν αμφιβολία σ’ όποιον τον κοίταζε για να δει αν ήταν παχύς ή λεπτός. Λεν ήταν ο μόνος σ’ αυτή την αίθουσα που ήταν κουκουλωμένος σ’ ατέλειωτες πήχες υφάσματος.
Περιεργάστηκε σιωπηλά τους συντρόφους του. Μ υπομονή χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της ζωής του. Πάντοτε, αν περίμενε και παρακολουθούσε αρκετά, ο άλλος θα έκανε κάποιο λάθος. Οι πιο πολλοί από τους άνδρες και τις γυναίκες που παρευρίσκονταν εδώ ίσως είχαν την ίδια φιλοσοφία· παρακολουθούσαν και άκουγαν σιωπηλά εκείνους που ήθελαν να μιλήσουν. Κάποιοι δεν άντεχαν την υπομονή ή τη σιωπή, κι έτσι φανέρωναν περισσότερα απ’ όσα νόμιζαν.
Υπηρέτες και υπηρέτριες τριγυρνούσαν ανάμεσα στους προσκεκλημένους, λιγνά και χρυσομάλλικα νεαρά παιδιά πρόσφεραν κρασί και υποκλίνονταν με σιωπηλά χαμόγελα. Και τα αγόρια και τα κορίτσια φορούσαν στενά λευκά παντελόνια και φαρδιά λευκά πουκάμισα. Και τα δύο φύλλα κινούνταν με χάρη, η οποίο προκαλούσε ενόχληση. Οι μεν ήταν πιστό είδωλο των δε, τα αγόρια ήταν χαριτωμένα και τα κορίτσια πανέμορφα. Ο Μπορς αμφέβαλλε, αν Σα μπορούσε να τα ξεχωρίσει μεταξύ τους, παρ’ όλο που τα μάτια του έκοβαν και η μνήμη του θυμόταν πρόσωπα.
Μια χαμογελαστή, λευκοντυμένη κοπέλα του έτεινε ένα δίσκο με κρυστάλλινα κύπελλα. Πήρε ένα δίχως σκοπό να πιει’ ίσως να έδειχνε δυσπιστία —ή κάτι χειρότερο, κι εδώ πέρα αμφότερα μπορούσαν να αποδειχθούν θανατηφόρα— αν αρνείτο να πάρει οτιδήποτε, όμως δεν ήξερες τι μπορούσε να βάλει κανείς στο ποτό σου. Σίγουρα κάποιοι μεταξύ των συντρόφων του δεν θα έφερναν την παραμικρή αντίρρηση, αν μειωνόταν ο αριθμός των ανταγωνιστών τους για την εξουσία, όποιοι κι αν συνέβαινε να είναι οι άτυχοι.
Αναρωτήθηκε αδιάφορα αν κάποιος έπρεπε να κανονίσει τους υπηρέτες μετά από αυτή τη συνάντηση. Οι υπηρέτες ακούνε τα πάντα. Καθώς η κοπέλα όρθωνε το κορμί της, ο Μπορς έπιασε το βλέμμα της πάνω από εκείνο το γλυκό χαμόγελο. Μάτια ανέκφραστα. Μάπα άδεια. Τα μάπα μιας κούκλας. Μάτια πιο νεκρά κι από το θάνατο.
Ανατρίχιασε, καθώς η κοπέλα απομακρυνόταν με κομψές κινήσεις και έφερε το κύπελλο στα χείλη του, πριν προλάβει να κρατηθεί. Η ανατριχίλα που ένιωθε δεν οφειλόταν σ’ αυτό που είχαν κάνει στην κοπέλα. Αντίθετα, κάθε φορά που του φαινόταν πως είχε εντοπίσει κάποια αδυναμία σ’ αυτούς που τώρα υπηρετούσε, έβρισκε ότι τον είχαν προλάβει, και η υποτιθέμενη αδυναμία είχε διευθετηθεί με αδυσώπητη ακρίβεια, που του προκαλούσε κατάπληξη. Και ανησυχία. Ο πρώτος κανόνας της ζωής του ήταν να ψάχνει για αδυναμίες, διότι κάθε αδυναμία ήταν μια χαραμάδα, την οποία μπορούσε να σκάψει και να ανοίξει και να εκμεταλλευτεί. Αν οι τωρινοί του αφέντες, οι προσωρινοί του αφέντες, δεν είχαν καμία αδυναμία...
Συνοφρυώθηκε πίσω από τη μάσκα, καθώς περιεργαζόταν τους συντρόφους του. Τουλάχιστον αυτοί είχαν περίσσιες αδυναμίες. Τους πρόδιδε η νευρικότητά τους, ακόμα κι εκείνους που είχαν αρκετή σύνεση για να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Αυτός εδώ έστεκε με άκαμπτο κορμί, η άλλη εκεί έστρωνε το φόρεμά της με σπασμωδικές κινήσεις.
Κατά την εκτίμηση του, ο ένας στους τέσσερις από τους ανθρώπους εδώ δεν είχαν κάνει τον κόπο να χρησιμοποιήσουν άλλο τρόπο μεταμφίεσης πέρα από τις μαύρες μάσκες. Τα ρούχα τους έλεγαν πολλά. Μια γυναίκα στεκόταν μπροστά σε μια χρυσοπόρφυρη ταπισερί, μιλώντας χαμηλόφωνα με μια μορφή —του ήταν αδύνατο να πει αν ήταν άνδρας ή γυναίκα— που φορούσε φαιό μανδύα και κουκούλα. Προφανώς είχε διαλέξει το σημείο, επειδή τα χρώματα της ταπισερί αναδείκνυαν τα ενδύματά της. Ήταν ακόμα πιο ανόητη που τραβούσε την προσοχή πάνω της, διότι το πορφυρό φόρεμά της —με χαμηλό ντεκολτέ στο μπούστο για να επιδεικνύει άφθονη σάρκα και ψηλό ποδόγυρο για να δείχνει χρυσά σανδάλια— μαρτυρούσε πως ήταν από το Ίλιαν, και μάλιστα γυναίκα πλούσια, ίσως ακόμα κι ευγενικής καταγωγής.
Λίγο πιο πέρα από την Ιλιανή στεκόταν μια άλλη γυναίκα, μονάχη και αξιοθαύμαστα σιωπηλή. Είχε λαιμό σαν κύκνου και στιλπνά μελαχρινά μαλλιά, τα οποία έπεφταν κυματιστά κάτω από τη μέση της. Στεκόταν με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο και παρατηρούσε τα πάντα. Δεν έδειχνε ταραχή, μόνο γαλήνια αυτοπεποίθηση. Αξιοθαύμαστο αυτό, όμως η μπρουτζόχρωμη επιδερμίδα της και ο κρεμ μανδύας με τον ψηλό γιακά —που δεν άφηνε τίποτα ακάλυπτο παρά μόνο τα χέρια της, αλλά κολλούσε στο σώμα και ήταν ελάχιστα αδιαφανής, έτσι που υπαινισσόταν τα πάντα χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα— μαρτυρούσε πάλι με σιγουριά πως η γυναίκα ήταν από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες του Άραντ Ντόμαν. Κι επίσης, εκτός αν ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έπεφτε έξω, το πλατύ χρυσό βραχιόλι στον αριστερό καρπό της είχε τα σύμβολα του Οίκου της. Θα πρέπει να ήταν του δικού της Οίκου· καμιά Ντομανή αριστοκράτισσα δεν θα έριχνε την περηφάνια της φορώντας σύμβολα άλλου Οίκου. Αυτό ξεπερνούσε τα όρια της ανοησίας.
Ένας άνδρας με ουρανί Σιναρανό παλτό με ψηλό γιακά πέρασε από μπροστά και κοίταξε τον Μπορς μ’ ένα επιφυλακτικό βλέμμα πίσω από τα ανοίγματα της μάσκας του, μετρώντας τον από την κορφή ως τα νύχια. Η στάση του άνδρα φώναζε πως ήταν στρατιώτης· η στάση των ώμων του, ο τρόπος που το βλέμμα του δεν σταματούσε στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα και ο τρόπος που το χέρι του έμοιαζε έτοιμο να αρπάξει το σπαθί, που τώρα έλειπε, όλα το διακήρυσσαν. Ο Σιναρανός δεν καταδέχθηκε να ασχοληθεί με τον άνδρα που αυτοαποκαλείτο Μπορς· οι καμπουριαστοί ώμοι και η λυγισμένη πλάτη έλεγαν πως δεν υπήρχε κίνδυνος.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξεφύσηξε, όταν ο Σιναρανός τράβηξε το δρόμο του με το δεξί του χέρι να ανοιγοκλείνει και το βλέμμα να ψάχνει ήδη αλλού για κίνδυνο. Του ήταν όλοι ανοιχτό βιβλίο, η τάξη τους και η χώρα τους. Έμποροι και πολεμιστές, απλοί θνητοί και γαλαζοαίματοι. Από το Κάντορ και την Καιρχίεν, τη Σαλδαία και τη Γκεάλνταν. Από όλα τα έθνη και σχεδόν απ’ όλους τους λαούς. Η μύτη του σούφρωσε με ξαφνική αηδία. Ακόμα κι ένας Μάστορας, με φανταχτερό πράσινο παντελόνι και χτυπητό κίτρινο παλτό. Αυτούς, όταν έρθει η Μέρα, θα τους ξεφορτωθούμε.
Πολλοί από τους μεταμφιεσμένους, έστω μανδυοφορεμένοι και κουκουλωμένοι, δεν ήταν καλύτεροι. Κάτω από την άκρη μιας σκούρας ρόμπας το βλέμμα του είδε φευγαλέα τις ασημοστόλιστες μπότες ενός Υψηλού Άρχοντα του Δακρίου, και κάτω από μια άλλη τα χρυσαφένια σπιρούνια με τη λιονταρίσια κεφαλή, που φορούσαν μόνο οι ανώτατοι αξιωματούχοι των Φρουρών της Βασίλισσας του Άντορ. Ένας λιγνός τύπος —που φαινόταν λιγνός, παρ’ ότι φορούσε μια μαύρη ρόμπα και έναν κοινό γκρίζο μανδύα, τον οποίο συγκρατούσε μια απλή ασημένια καρφίτσα— παρακολουθούσε από τις σκιές της βαθιάς καλύπτρας του. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε, από οπουδήποτε... αν εξαιρούσες το εξάκτινο αστέρι που είχε με τατουάζ στη σάρκα, ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού χεριού του. Ήταν Θαλασσινός, λοιπόν, και με μια ματιά στο αριστερό του χέρι θα έβλεπες τα σημάδια της φατρίας και της πατριός του. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν έκανε καν τον κόπο να κοιτάξει.
Ξαφνικά τα μάτια του στένεψαν και καρφώθηκαν σε μια γυναίκα, βυθισμένη στο μαύρο, έτσι ώστε μόνο τα δάχτυλά της φαίνονταν. Στο δεξί της χέρι υπήρχε ένα χρυσό δαχτυλίδι με μορφή ερπετού που έτρωγε την ουρά του. Άες Σεντάι, ή τουλάχιστον κάποια που είχε εκπαιδευθεί από ας Άες Σεντάι στην Ταρ Βάλον. Καμιά άλλη δεν θα φορούσε τέτοιο δαχτυλίδι. Γι’ αυτόν δεν άλλαζε τίποτα. Τράβηξε το βλέμμα του για να μην τον δει που την κοίταζε, και σχεδόν αμέσως βρήκε άλλη μια γυναίκα, κουκουλωμένη και αυτή από την κορφή ως τα νύχια στα μαύρα, η οποία φορούσε άλλο ένα δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Οι δύο μάγισσες δεν έδειχναν να γνωρίζονται. Κάθονταν στο Λευκό Πύργο, σαν αράχνες στη μέση ενός ιστού και τραβούσαν τα νήματα που έκαναν βασιλιάδες και βασίλισσες να χορεύουν, κι έχωναν τη μύτη τους παντού. Καταραμένες να είναι στον αιώνιο θάνατο! Συνειδητοποίησε ότι έτριζε τα δόντια του. Αν το πλήθος αυτό λιγόστευε —κι έτσι έπρεπε να γίνει, πριν τη Μέρα— κάποιες απουσίες θα ήταν πιο ευπρόσδεκτες κι από των Μαστόρων.
Ένα καμπανάκι κουδούνισε, με μια τρεμουλιαστή νότα που ήχησε ταυτοχρόνως από παντού και έκοψε όλους τους ήχους σαν μαχαίρι.
Οι ψηλές πόρτες στην άλλη άκρη του θαλάμου άνοιξαν απαλά και δύο Τρόλοκ μπήκαν μέσα, φορώντας μαύρη πλεχτή πανοπλία, στολισμένη με καρφιά. Όλοι έκαναν πίσω. Ακόμα και ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς.
Ήταν δυο κεφάλια ψηλότεροι από τον πιο ψηλό άνθρωπο εκεί πέρα, ένα αναγουλιαστικό μίγμα ανθρώπου και ζώου, με ανθρώπινα πρόσωπα στρεβλωμένα και παραλλαγμένα. Ο ένας είχε βαρύ, μυτερό ράμφος στο σημείο που έπρεπε να είναι το στόμα και η μύτη του, και πούπουλα κάλυπταν το κεφάλι του αντί για μαλλιά. Ο άλλος περπατούσε με οπλές, το πρόσωπό του προεξείχε σχηματίζοντας τριχωτή μουσούδα, και πάνω από τα αυτιά του ξεπρόβαλλαν κέρατα.
Οι Τρόλοκ, αγνοώντας τους ανθρώπους, στράφηκαν προς την πόρτα και υποκλίθηκαν, δουλοπρεπείς και φοβισμένοι. Τα πούπουλα του ενός υψώθηκαν σαν λειρί.
Ένας Μυρντράαλ βγήκε ανάμεσα από τους δυο τους κι αυτοί έπεσαν στα γόνατα. Ήταν ντυμένος με μαύρα ενδύματα, το οποία έκαναν τις πανοπλίες των Τρόλοκ και τις μάσκες των ανθρώπων να φαντάζουν συγκριτικά λαμπερές, ενδύματα που κρέμονταν ασάλευτα, δίχως το παραμικρό κυμάτισμα, καθώς προχωρούσε με χάρη οχιάς.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε τα χείλη του να τραβιούνται προς τα πίσω δείχνοντας τα δόντια, εν μέρει με άηχο γρύλισμα και εν μέρει, αν και ντρεπόταν να το παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό του, με φόβο. Ο Μυρντράαλ είχε το πρόσωπο ακάλυπτο. Το κάτωχρο, αρρωστιάρικο πρόσωπό του, πρόσωπο άνδρα, μα δίχως μάτια, σαν αυγό, σαν σκουλήκι σε τάφο.
Το λείο, λευκό πρόσωπο έστριψε, κοιτάζοντάς τους όλους έναν-έναν, έτσι έμοιαζε. Ήταν ολοφάνερη η ανατριχίλα που τους διέτρεξε όλους κάτω από εκείνη την ανόφθαλμη ματιά. Τα λεπτά, δίχως καθόλου αίμα χείλη συσπάστηκαν με κάτι που, σχεδόν, θα μπορούσε να είναι χαμόγελο, καθώς ένας-ένας οι μασκοφόροι προσπάθησαν να χωθούν στο πλήθος, κολλώντας στον διπλανό τους για να αποφύγουν εκείνο το βλέμμα. Η όψη του Μυρντράαλ τους έκανε να σταθούν σε ημικύκλιο μπροστά στην πόρτα.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξεροκατάπιε. Θα ’ρθει μια μέρα, Ημιάνθρωπε. Όταν ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους ξανάρθει, δα διαλέξει τους Νέους Άρχοντες του Δέους του, κι εσύ θα γονατίσεις τρέμοντας μπροστά τους. Θα γονατίσεις τρέμοντας μπροστά σε ανθρώπους. Μπροστά μου! Γιατί δεν μιλά; Σταμάτα να με κοιτάζεις και μίλα!
«Ο Αφέντης σας έρχεται.» Η φωνή του Μυρντράαλ ακούστηκε γδαρτή, σαν ξερό δέρμα φιδιού που τσακιζόταν. «Στις κοιλιές σας, σκουλήκια! Ικετέψτε, για να μην σας τυφλώσει και σας κάψει η λαμπρότητά του!»
Οργή πλημμύρισε τον άνδρα που αυτοαποκαλεί το Μπορς, τόσο για το ύφος, όσο και για τα λόγια του, αλλά μετά ο αέρας πάνω από τον Ημιάνθρωπο τρεμόπαιξε και τότε ένιωσε τη σημασία αυτών που είχε ακούσει. Δεν μπορεί! Δεν...! Οι Τρόλοκ είχαν κιόλας πέσει στην κοιλιά τους, σπαρταρώντας, σαν να ήθελαν να χωθούν στο πάτωμα.
Χωρίς να περιμένει για να δει αν θα σάλευε άλλος, ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έπεσε μπρούμυτα, γρυλίζοντας, καθώς χτυπούσε με δύναμη το πέτρινο πάτωμα. Από τα χείλη του ξεχύθηκαν λέξεις, σαν ξόρκι ενάντια σε κίνδυνο —ήταν ξόρκι, αλλά αδύναμο, σε σύγκριση με το αντικείμενο του φόβου του— και στ’ αυτιά του έφτασαν άλλες εκατό φωνές, βραχνές από το φόβο, που μιλούσαν κι αυτές από το πάτωμα.
«Ο Μέγας Άρχων του Σκότους είναι ο Αφέντης μου και μ’ όλη μου την καρδιά τον υπηρετώ, ως το τελευταίο ξόδι της ψυχής μου.» Στο βάθος του μυαλού του μια φωνή ψέλλιζε με φόβο. Ο Σκοτεινός κι όλοι οι Αποδιωγμένοι είναι δεσμευμένοι. ...Τρέμοντας, την έπνιξε. Είχε εγκαταλείψει αυτή τη φωνή πριν από πολύ καιρό. «Ιδού, ο Αφέντης μου είναι Αφέντης του θανάτου. Χωρίς να ρωτώ τίποτα, τον υπηρετώ για τη Μέρα του ερχομού του, όμως υπηρετώ με τη βέβαιη και σίγουρη ελπίδα της αιώνιας ζωής» ...δεσμευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ, τους δέσμευσε ο Δημιουργός τη στιγμή της δημιουργίας. Όχι, τώρα υπηρετώ άλλον αφέντη, «Σίγουρα οι πιστοί θα τιμηθούν σ’ όλη τη γη, θα τιμηθούν πάνω από τους άπιστους, θα τιμηθούν πάνω από θρόνους, όμως ταπεινά υπηρετώ για τη Μέρα της Επιστροφής του.» Το χέρι του Δημιουργού μας σκεπάζει όλους και το Φως μας προστατεύει από τη Σκιά. Όχι, όχι! Άλλον αφέντη. «Γοργά ας έρθει η Μέρα της Επιστροφής. Γοργά ας έρθει ο Μέγας Άρχων του Σκότους, για να μας οδηγεί και να κυβερνά τον κόσμο εις τους αιώνας των αιώνων.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τελείωσε τον ψαλμό λαχανιασμένος, σαν να είχε τρέξει δέκα χιλιόμετρα. Οι τραχιές ανάσες τριγύρω του του είπαν ότι δεν ήταν ο μόνος.
«Σηκωθείτε. Όλοι σας, σηκωθείτε.»
Η μελίρρυτη φωνή τον ξάφνιασε. Σίγουρα δεν είχε μιλήσει κανένας από τους συντρόφους του, οι οποίοι κείτονταν με την κοιλιά, ζουλώντας το μασκοφορεμένο πρόσωπό τους στο πάτωμα, αλλά δεν ήταν η φωνή που περίμενε από... Ύψωσε επιφυλακτικά το κεφάλι, όσο για να δει με ένα μάτι.
Η μορφή ενός άνδρα ατωρείτο στον αέρα πάνω από τον Μυρντράαλ, με το τελείωμα της κόκκινης σαν αίμα ρόμπας του να κρέμεται μια απλωσιά πάνω από το κεφάλι του Ημιανθρώπου. Και η μάσκα του ήταν κατακόκκινη, σαν αίμα. Άραγε ο Μέγας Άρχων του Σκότους θα εμφανιζόταν ενώπιόν τους σαν άνδρας; Και μάλιστα μασκοφορεμένος; Όμως ο Μυρντράαλ, με τον φόβο να ποτίζει το βλέμμα του, έτρεμε και σχεδόν καμπούριαζε εκεί που στεκόταν στη σκιά της μορφής. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έψαξε να βρει απάντηση που να χωρά στο μυαλό του δίχως να το σχίσει στα δύο. Ένας από τους Αποδιωγμένους, ίσως.
Αυτή η σκέψη ήταν κάπως λιγότερο οδυνηρή, αλλά όχι πολύ. Έστω κι έτσι, σήμαινε πως πλησίαζε η Μέρα που θα ξαναγυρνούσε ο Σκοτεινός, αν είχε ελευθερωθεί κάποιος από τους Αποδιωγμένους. Οι Αποδιωγμένοι, οι δεκατρείς ισχυρότεροι χειριστές της Μίας Δύναμης, σε μια Εποχή που ήταν γεμάτη ισχυρούς χειριστές, είχαν παγιδευθεί στο Σάγιολ Γκουλ μαζί με τον Σκοτεινό, τους είχαν αποκόψει από τον κόσμο των ανθρώπων ο Δράκοντας και οι Εκατό Σύντροφοι. Και η αντενέργεια της παγίδευσης είχε μιάνει το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής· και όλοι οι άνδρες Άες Σεντάι, εκείνοι οι καταραμένοι χειριστές της Δύναμης, τρελάθηκαν και τσάκισαν τον κόσμο, τον κομμάτιασαν, σαν αγγείο που το πετάς στα βράχια, δίνοντας τέλος στην Εποχή των Θρύλων, πριν πεθάνουν κι αυτοί, σαπίζοντας από μέσα τους ενώ ακόμα ζούσαν. Κατά τη γνώμη του, ήταν ταιριαστός θάνατος για Άες Σεντάι. Και λίγο τους έπεφτε. Λυπόταν μόνο που είχαν γλιτώσει οι γυναίκες.
Αργά, με πόνο, έσπρωξε τον πανικό στο βάθος του μυαλού του, τον περιόρισε και τον κράτησε σφιχτά, παρ’ όλο που απειλούσε να ξεφύγει. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει. Απ’ όσους ήταν πεσμένοι με την κοιλιά, δεν είχε σηκωθεί κανείς, και λίγοι μόνο είχαν τολμήσει να σηκώσουν το βλέμμα.
«Σηκωθείτε.» Η μασκοφορεμένη μορφή αυτή τη φορά είχε μια σκληράδα στη φωνή της. Έκανε νόημα και με τα δύο χέρια. «Όρθιοι!»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς σηκώθηκε με αδέξιες κινήσεις, αλλά, πριν σταθεί όρθιος, δίστασε. Τα χέρια που έκαναν νόημα είχαν φρικτά εγκαύματα, ήταν γεμάτα διασταυρωμένες μαύρες χαρακιές, και η σάρκα που φανέρωναν ανάμεσά τους ήταν κόκκινη, σαν τη ρόμπα της μορφής. Θα εμφανιζόταν άραγε έτσι ο Σκοτεινός; Ή έστω ένας από τους Αποδιωγμένους; Τα ανοίγματα των ματιών σε κείνη την κόκκινη σαν αίμα μάσκα στράφηκαν αργά προς το μέρος του κι αυτός ίσιωσε βιαστικά το σώμα του. Του φάνηκε πως σε κείνο το βλέμμα είχε νιώσει τη λαύρα ενός καμινιού.
Οι άλλοι υπάκουσαν στη διαταγή, χωρίς να δείξουν περισσότερη χάρη ή λιγότερο φόβο καθώς σηκώνονταν. Όταν ήταν όλοι όρθιοι, η αιωρούμενη μορφή μίλησε.
«Είμαι γνωστός με πολλά ονόματα, μα αυτό με το οποίο θα με ξέρετε είναι Μπα’άλζαμον.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έσφιξε τα δόντια για να μην αρχίσουν να χτυπούν μεταξύ τους. Μπα’άλζαμον. Στη γλώσσα των Τρόλοκ σήμαινε Καρδιά του Σκότους, και ακόμα και οι άπιστοι γνώριζαν ότι ήταν το τρολοκικό όνομα του Μέγα Άρχοντα του Σκότους. Εκείνος του Οποίου το Όνομα δεν Πρέπει να Ειπωθεί. Δεν ήταν το Αληθινό Όνομα, Σαϊ’τάν, αλλά πάλι ήταν απαγορευμένο. Μεταξύ αυτών που είχαν συγκεντρωθεί εδώ, και των άλλων του είδους τους, ήταν βλασφημία να μολύνει κανείς το ένα όνομα ή το άλλο με ανθρώπινη γλώσσα. Η ανάσα του βγήκε σφυριχτή από τη μύτη του και ολόγυρά του άκουσε άλλους να λαχανιάζουν πίσω από τις μάσκες τους. Οι υπηρέτες είχαν χαθεί, το ίδιο και οι Τρόλοκ, αν και δεν τους είχε δει να φεύγουν.
«Το μέρος που είστε βρίσκεται στη σκιά του Σάγιολ Γκουλ.» Κάποιες φωνές βόγκηξαν σε απάντηση ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν μπορούσε να πει αν ήταν και η δική του ανάμεσα σ’ αυτές. Η φωνή του Μπα’άλζαμον πήρε μια χροιά η οποία θα μπορούσε σχεδόν να ονομαστεί ειρωνική, καθώς άπλωνε τα χέρια του. «Μην φοβάστε, γιατί έρχεται η Μέρα που ο Αφέντης σας θα ξαναβγεί στον κόσμο. Η Μέρα της Επιστροφής κοντεύει. Αυτό δεν σας λέει η παρουσία μου εδώ, το ότι με βλέπετε, εσείς οι λίγοι ευνοούμενοι μεταξύ των αδελφών σας; Σύντομα ο Τροχός του Χρόνου θα σπάσει. Σύντομα το Μέγα Ερπετό θα πεθάνει, και, με τη δύναμη ποιου του θα νάτου, το θάνατο του ίδιου του Χρόνου, ο Αφέντης σας θα ξαναφτιάξει τον κόσμο κατ’ εικόνα του γι’ αυτή την Εποχή και για όλες τις Εποχές που θα έρθουν. Κι αυτοί που με υπηρέτησαν πιστά και αταλάντευτα, θα κάθονται στα πόδια μου πάνω από τα άστρα του ουρανού και θα κυβερνούν παντοτινά τον κόσμο των ανθρώπων. Αυτό υποσχέθηκα κι έτσι θα γίνει, εις τους αιώνας. Θα ζήσετε και θα κυβερνάτε παντοτινά.»
Ένα μουρμουρητό προσμονής διέτρεξε τους πιστούς και μερικοί μάλιστα έκαναν ένα βήμα μπροστά, προς την αιωρούμενη, πορφυρή μορφή, με βλέμμα σηκωμένο ψηλά, εκστατικό. Ακόμα και ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωθε την έλξη αυτής της πρόσκλησης, της υπόσχεσης, για την οποία είχε πετάξει την ψυχή του εκατό φορές.
«Η Μέρα της Επιστροφής πλησιάζει», είπε ο Μπα’άλζαμον. «Αλλά μένουν ακόμα πολλά να γίνουν. Πολλά να γίνουν.»
Ο αέρας στα αριστερά του Μπα’άλζαμον τρεμούλιασε και πήχτωσε, και η μορφή ενός νεαρού κρεμάστηκε εκεί, κάπως χαμηλότερα από τον Μπα’άλζαμον. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν μπορούσε να πει αν ήταν ζωντανό πλάσμα ή όχι. Ένα χωριατόπαιδο, όπως έδειχναν τα ρούχα του, με ξαβολιάρικη φλόγα στα καστανά του μάτια και μια υποψία χαμόγελου στα χείλη, σαν να θυμόταν ή να πρόσμενε μια φάρσα. Η σάρκα έμοιαζε ζεστή, μα το στήθος δεν ανεβοκατέβαινε ανασαίνοντας, τα μάτια δεν ανοιγόκλειναν.
Ο αέρας στα δεξιά του Μπα’άλζαμον τρεμούλιασε σαν από ζέστη και άλλη μια μορφή με χωριάτικα ρούχα κρεμάστηκε λίγο χαμηλότερα από τον Μπα’άλζαμον. Ένας σγουρομάλλης νεαρός, με μύες φουσκωμένους σαν σιδερά. Και μια ιδιομορφία: ένας πέλεκυς κρεμόταν στο πλευρό του, ένα μεγάλο, ατσάλινο μισοφέγγαρο με ένα χοντρό καρφί για ισορροπία. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξαφνικά έγειρε μπροστά, προσέχοντας κάτι ακόμα πιο παράξενο. Ένας νεαρός με χρυσαφένια μάτια.
Για τρίτη φορά ο αέρας στερεοποιήθηκε, παίρνοντας και πάλι μορφή νεαρού, αυτή τη φορά ακριβώς κάτω από τα μάτια του Μπα’άλζαμον, σχεδόν στα πόδια του. Ένα ψηλό παλικάρι, με μάπα πότε γαλανά και πότε γκρίζα, ανάλογα με το πώς έπεφτε το φως, και σκουροκόκκινα μαλλιά. Άλλοι ένας αγρότης. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Κάτι ακόμα που ήταν ασυνήθιστο, αν και αναρωτήθηκε γιατί περίμενε να υπάρχει τίποτα το συνηθισμένο εδώ. Ένα σπαθί κρεμόταν από τη ζώνη της μορφής, ένα σπαθί με μπρούτζινο ερωδιό στη θήκη και άλλον έναν ανάγλυφο στη μακριά, διπλή λαβή. Ένα χωριατόπαιδο και λεπίδα με το σήμα του ερωδιού; Αδύνατον! Τι άραγε σημαίνει; Και ένα αγόρι με κίτρινα μάπα. Πρόσεξε ότι ο Μυρντράαλ κοίταζε τις μορφές τρέμοντας· και, αν δεν λάθευε, το τρέμουλο δεν ήταν πια από φόβο, αλλά από μίσος.
«Είχε πέσει νεκρική σιωπή κι ο Μπα’άλζαμον την άφησε να δεσπόσει πριν μιλήσει. Υπάρχει τώρα κάποιος που βαδίζει στον κόσμο, κάποιος που ήταν και θα είναι, μα δεν είναι ακόμα, ο Δράκοντας.»
Ένα μουρμουρητό έκπληξης διέτρεξε τους πιστούς.
«Ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας! Θα τον σκοτώσουμε, Μέγα Άρχοντα;» Ήταν ο Σιναρανός, που το χέρι του είχε πλησιάσει με προσμονή το σημείο στο πλάι όπου κανονικά θα κρεμόταν το σπαθί του.
«Ίσως» , είπε απλά ο Μπα’άλζαμον. «Και ίσως όχι. Ίσως μεταπειστεί και τον χρησιμοποιήσω. Κάποια στιγμή αυτό θα γίνει, αυτή την Εποχή, ή κάποια άλλη.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ανοιγόκλεισε τα μάτια. Αυτή την Εποχή ή κάποια άλλη; Νόμιζα ότι πλησιάζει η Μέρα της Επιστροφής. Τι με νοιάζει τι θα γίνει κάποια άλλη Εποχή, αν σ’ αυτήν γεράσω και πεθάνω περιμένοντας; Αλλά ο Μπα’άλζαμον είχε ξαναρχίσει να μιλά.
«Ήδη σχηματίζεται μία καμπή στο Σχέδιο, ένα από τα πολλά σημεία όπου αυτός ο οποίος θα γίνει ο Δράκοντας μπορεί να πειστεί να με υπηρετήσει. Πρέπει να πειστεί! Καλύτερα να με υπηρετήσει ζωντανός παρά νεκρός, όμως είτε ζωντανός, είτε νεκρός, πρέπει και θα με υπηρετήσει! Αυτούς τους τρεις πρέπει να τους ξέρετε, επειδή ο καθένας τους είναι ένα νήμα στο σχέδιο που σκοπεύω να υφάνω εγώ, και έγκειται σε σας να φροντίσετε ότι δα πάνε εκεί που διατάζω. Μελετήστε τους, για να τους ξέρετε.»
Ξαφνικά όλοι οι ήχοι χάθηκαν. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς σάλεψε ανήσυχος, και είδε κι άλλους να κάνουν το ίδιο. Όλοι εκτός από την Ιλιανή, όπως κατάλαβε αμέσως. Τα χέρια της ήταν απλωμένα στον κόρφο της, σαν να ήθελε να κρύψει τη στρογγυλάδα της σάρκας που αποκάλυπτε, τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά, φοβισμένα κι εκστατικά· ένευε ζωηρά, σαν να μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον. Μερικές φορές έμοιαζε να απαντά, αλλά ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν άκουγε ούτε λέξη. Ξαφνικά κύρτωσε το σώμα της προς τα πίσω, τρέμοντας, στηριγμένη στις μύτες των ποδιών της. Θα έπρεπε να είχε πέσει, εκτός αν την κρατούσε κάτι αόρατο. Έπειτα, πάλι ξαφνικά, ξαναστάθηκε στα πόδια της και ένευσε πάλι, ενώ υποκλινόταν τρέμοντας. Τη στιγμή ακόμα που ίσιωνε το σώμα της, μια από τις γυναίκες που φορούσαν δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό τινάχτηκε και άρχισε να νεύει.
Άρα ο καθένας μας θα ακούσει τις δικές του οδηγίες και κανένας κάποιου άλλου. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς μουρμούρισε απογοητευμένος. Αν ήξερε τι είχε διαταχθεί να κάνει έστω κι ένας από τους άλλους, ίσως μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη γνώση προς όφελός του, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο... Περίμενε ανυπόμονα της σειρά του, ξεχνώντας κάποιες στιγμές να κρατά το σώμα του καμπουριασμένο.
Οι συναθροισμένοι δέχονταν ένας-ένας τις εντολές τους, περιτειχισμένοι όλοι στη σιωπή, όμως ταυτόχρονα φανέρωναν ερεθιστικά στοιχεία, αρκεί να μπορούσε να τα διαβάσει. Εκείνος από τους Άθα’αν Μιέρε, ο Θαλασσινός, πάγωσε, δείχνοντας απροθυμία καθώς ένευε. Ο Σιναρανός έδειξε με τη στάση του σαστισμάρα την ίδια στιγμή που συμφωνούσε. Η δεύτερη γυναίκα από την Ταρ Βάλον τινάχτηκε, σαν να είχε πάθει αποπληξία, και η γκριζοντυμένη μορφή, η οποία δεν έδειχνε το φύλο της, στην αρχή κούνησε το κεφάλι αρνητικά και έπειτα έπεσε στα γόνατα και ένευσε ζωηρά. Κάποιοι συσπάστηκαν σαν την Ιλιανή, σαν να τους είχε κεντρίσει τόσος πόνος, ώστε να σηκωθούν στ’ ακροδάχτυλα τους.
«Μπορς.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τινάχτηκε, καθώς μια κόκκινη μάσκα γέμιζε τα μάτια του. Ακόμα έβλεπε την αίθουσα, ακόμα έβλεπε την αιωρούμενη μορφή του Μπα’άλζαμον και τις τρεις φιγούρες μπροστά του, αλλά, ταυτοχρόνως, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το πρόσωπο με την κόκκινη μάσκα. Ζαλίστηκε, ένιωσε ότι το κρανίο του θα άνοιγε στα δύο και τα μάτια του θα έβγαιναν από το κεφάλι του. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι έβλεπε φλόγες μέσα από τα ανοίγματα που είχε η μάσκα για τα μάτια.
«Είσαι πιστός... Μπορς;»
Η χλευαστική χροιά στο όνομά του έστειλε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. «Είμαι πιστός, Μέγα Άρχοντα. Δεν μπορώ να κρυφτώ από σένα». Είμαι πιστός! Το ορκίζομαι!
«Όχι, δεν μπορείς.»
Η βεβαιότητα στη φωνή του Μπα’άλζαμον έκανε το στόμα του να ξεραθεί, αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να μιλήσει. «Διέταξε με, Μέγα Άρχοντα, και θα υπακούσω.»
«Πρώτον, θα επιστρέψεις στο Τάραμπον και θα εξακολουθήσεις τα καλά σου έργα. Και μάλιστα σε διατάζω να διπλασιάσεις τις προσπάθειες σου.»
Αυτός κοίταξε τον Μπα’άλζαμον μπερδεμένος, αλλά ύστερα οι φλόγες ξανάναψαν πίσω από τη μάσκα και υποκλίθηκε, σαν πρόφαση για να κοιτάξει αλλού. «Όπως διατάζεις Μέγα Άρχοντα, έτσι θα γίνει.»
«Δεύτερον, έχε τα μάτια σου ανοιχτά για τους τρεις νεαρούς και πες στους ακόλουθους σου να προσέχουν. Σε προειδοποιώ: είναι επικίνδυνοι.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς κοίταξε τις μορφές που έπλεαν μπροστά από τον Μπα’άλζαμον. Πώς να το κάνω αυτό; Τους βλέπω, μα δεν μπορώ να δω τίποτα εκτός από το πρόσωπό του. Ένιωθε το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει. Ο ιδρώτας σκέπαζε τα χέρια του κάτω από τα λεπτά γάντια και το πουκάμισο κολλούσε στην πλάτη του. «Επικίνδυνοι, Μέγα Άρχοντα; Τα αγροτόπαιδα; Μήπως είναι ένας απ’ αυτούς ο—»
«Το σπαθί είναι επικίνδυνο γι’ αυτόν που βρίσκεται στη μύτη του, αλλά όχι γι’ αυτόν που βρίσκεται στη λαβή του. Εκτός αν αυτός που κρατά τη λαβή είναι ανόητος, ή απρόσεκτος, ή αδίδακτος, και σ’ αυτή την περίπτωση είναι δυο φορές πιο επικίνδυνο για τον ίδιο. Αρκεί που σου είπα να τους ξέρεις. Αρκεί να με υπακούσεις.»
«Όπως διατάζεις, Μέγα Άρχοντα, έτσι θα γίνει.»
«Τρίτον, σχετικά μ’ αυτούς που άραξαν στο Τόμαν Χεντ, και τους Ντομανούς. Γι’ αυτό το ζήτημα δεν θα μιλήσεις σε κανέναν. Όταν επιστρέψεις στο Τάραμπον...»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς κατάλαβε, καθώς άκουγε, ότι το στόμα του είχε μισανοίξει χάσκοντας. Οι οδηγίες του δεν είχαν νόημα. Αν ήξερα τι είπε στους άλλους, ίσως έβγαζα κάποια άκρη.
Ξαφνικά ένιωσε κάτι να σφίγγει το κεφάλι του, σαν ένα γιγάντιο χέρι να έλιωνε τους κροτάφους του, ένιωσε κάτι να τον σηκώνει και ο κόσμος διαλύθηκε με χιλιάδες αστραπές· κάθε λάμψη έγινε μια εικόνα που διέτρεξε το νου του ή στριφογύρισε και χάθηκε στο βάθος, πριν προλάβει να την καλοδεί. Ένας απίστευτος ουρανός με σύννεφα σε ραβδώσεις, κόκκινα και κίτρινα και μαύρα, που έτρεχαν, σαν να τα έσπρωχνε ο πιο δυνατός άνεμος που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Μια γυναίκα —μια κοπέλα;— ντυμένη στα λευκά εμφανίστηκε και την ίδια στιγμή απομακρύνθηκε στο σκοτάδι καν χάθηκε. Ένα κοράκι τον κοίταξε κατάματα, γνωρίζοντάς τον, και εξαφανίστηκε. Ένας πάνοπλος άνδρας με βαρβαρικό κράνος, βαμμένο και στολισμένο, και πλασμένο έτσι ώστε να μοιάζει με πελώριο και φαρμακερό έντομο, ύψωσε το σπαθί του και όρμηξε από δίπλα του, προσπερνώντας τον. Ένα κέρας, στρογγυλό και χρυσό, ήρθε στριφογυρνώντας από τον ορίζοντα. Άφηνε μια διαπεραστική νότα, καθώς χιμούσε προς το μέρος του, τραβώντας την ψυχή του. Την τελευταία στιγμή άστραψε και έγινε ένα εκτυφλωτικό, χρυσό δαχτυλίδι φωτός, που πέρασε από μέσα του και τον πάγωσε, σαν κάτι πέρα από θάνατο. Ένας λύκος πετάχτηκε από τις σκιές της σβησμένης ματιάς του και ξέσκισε το λαρύγγι του. Δεν μπορούσε να ουρλιάξει. Ο καταιγισμός συνεχίστηκε, πνίγοντάς τον, θάβοντάς τον. Μόλις που θυμόταν ποιος ήταν, τι ήταν. Οι ουρανοί έβρεξαν φωτιά, το φεγγάρι και τα άστρα έπεσαν· οι ποταμοί γέμισαν αίμα και οι νεκροί περπάτησαν· η γη σχίστηκε στα δύο και ανέβλυσε λιωμένη πέτρα...
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε ότι ήταν μισοσκυμμένος στην αίθουσα μαζί με τους άλλους, που οι περισσότεροι τον παρακολουθούσαν, χωρίς κανείς να μιλά. Όπου κι αν κοίταζε, πάνω ή κάτω, ή προς κάθε κατεύθυνση, το μασκοφορεμένο πρόσωπο του Μπα’άλζαμον κατέκλυζε το βλέμμα του. Οι εικόνες που είχαν πλημμυρίσει το μυαλό του ξεθώριαζαν· ήταν σίγουρος ότι πολλές είχαν ήδη χαθεί από τη μνήμη του. Ορθώθηκε διστακτικά, με τον Μπα’άλζαμον συνεχώς μπροστά του.
«Μέγα Άρχοντα, τι–;»
«Μερικές διαταγές είναι τόσο σημαντικές, ώστε δεν πρέπει να τις ξέρει ούτε κι αυτός που θα τις εκτελέσει.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς υποκλίθηκε σχεδόν ως το πάτωμα. «Όπως προστάζεις, Μέγα Άρχοντα», ψιθύρισε βραχνά, «έτσι θα γίνει.»
Όταν σηκώθηκε, ήταν άλλη μια φορά μόνος στη σιγή. Ένας άλλος, Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου αυτός, ένευσε και υποκλίθηκε σε κάποιον, τον οποίον δεν έβλεπε κανείς άλλος. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έφερε το τρεμάμενο χέρι του στο μέτωπο, προσπαθώντας να συγκρατήσει κάτι απ’ αυτά που είχαν ξεσπάσει στο νου του, αν και δεν ήταν σίγουρος αν όντως ήθελε να τα θυμηθεί. Το τελευταίο απομεινάρι τους έσβησε και αυτός ξαφνικά αναρωτήθηκε τι προσπαθούσε να ξαναφέρει στη μνήμη. Ξέρω ότι κάτι υπήρχε, μα τι; Υπήρχε κάτι! Δεν υπήρχε; Έτριψε τα χέρια του, έκανε ένα μορφασμό, νιώθοντας τον ιδρώτα κάτω από τα γάντια του, και έστρεψε την προσοχή του στις τρεις μορφές, που κρέμονταν ακίνητες μπροστά στην αιωρούμενη μορφή του Μπα’άλζαμον.
Ο μυώδης, σγουρομάλλης νεαρός, ο αγρότης με το σπαθί, το παλικάρι με τη ξαβολιάρικη έκφραση. Ήδη με το νου του ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς τους είχε ονομάσει Σιδερά, Ξιφομάχο και Κατεργάρη. Τι ρόλο παίζουν σ’ αυτό το γρίφο; Πρέπει να ήταν σημαντικοί, αλλιώς ο Μπα’άλζαμον δεν θα τους έκανε επίκεντρο αυτής της συγκέντρωσης. Και μόνο από τις διαταγές που είχε λάβει, θα μπορούσαν όλοι να πεθάνουν ανά πάσα στιγμή, και έπρεπε να υπολογίζει πως σίγουρα και κάποιοι από τους άλλους είχαν λάβει εντολές εξίσου θανάσιμες για τους τρεις. Πόσο σημαντικοί είναι; Τα γαλάζια μάτια ίσως σήμαιναν την αριστοκρατία του Άντορ —αυτό ήταν απίθανο, σύμφωνα με τα ρούχα— και υπήρχαν Μεθορίτες με ανοιχτόχρωμα μάτια, όπως επίσης και μερικοί Δακρινοί, για να μην αναφέρει κάποιους της Γκεάλνταν, και, φυσικά... Όχι, δεν έβγαινε τίποτα έτσι. Μα, κίτρινα μάτια; Ποιοι είναι; Τι είναι;
Τινάχτηκε όταν κάτι άγγιξε το μπράτσο του, και κοιτάζοντας γύρω είδε έναν από τους ασπροντυμένους υπηρέτες, έναν νεαρό, να στέκεται στο πλευρό του. Είχαν επιστρέψει και οι άλλοι, επίσης, κι ήταν περισσότεροι απ’ όσοι πριν, ένας για κάθε μασκοφορεμένο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Μπα’άλζαμον είχε φύγει. Και ο Μυρντράαλ επίσης είχε φύγει, και τραχιά πέτρα υπήρχε στη θέση της πόρτας απ’ όπου είχε μπει. Οι τρεις μορφές όμως ακόμη κρέμονταν εκεί. Ένιωσε σαν να τον κοίταζαν.
«Αν έχεις την ευχαρίστηση, Άρχοντα Μπορς, θα σου δείξω το δωμάτιό σου.»
Εκείνος απέφυγε να κοιτάζει τα πεθαμένα μάτια, έριξε άλλη μια ματιά στις τρεις μορφές, και ύστερα ακολούθησε τον υπηρέτη. Πού ήξερε ο νεαρός ποιο όνομα έπρεπε να πει, αναρωτήθηκε ανήσυχα. Όταν οι παράξενες σκαλισμένες πόρτες έκλεισαν πίσω του και οι δυο τους είχαν προχωρήσει καμιά δεκαριά Ρήματα, μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος στο διάδρομο με τον υπηρέτη. Έσμιξε τα φρύδια καχύποπτα πίσω από τη μάσκα του, αλλά, πριν ανοίξει το στόμα, ο υπηρέτης μίλησε.
«Και οι άλλοι επίσης πηγαίνουν στα δωμάτιά τους, Άρχοντά μου. Αν έχεις την ευχαρίστηση, Άρχοντά μου; Λεν υπάρχει πολύς χρόνος και ο Αφέντης μας είναι ανυπόμονος.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έτριξε τα δόντια, τόσο για την έλλειψη πληροφοριών, όσο και για τον υπαινιγμό ότι ήταν όμοιοι οι δυο τους, αλλά ακολούθησε τον άλλο σιωπηλά. Μόνο οι ανόητοι οργίζονται με τους υπηρέτες, και, το χειρότερο, όταν θυμήθηκε τα μάτια του νεαρού, δεν ήταν βέβαιος πως έτσι θα έβγαζε κάτι. Και πώς ήξερε τι θα ρωτούσα; Ο υπηρέτης χαμογέλασε.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε άνετα μόνο όταν ξαναβρέθηκε στο δωμάτιο όπου περίμενε όταν είχε πρωτοέρθει, αλλά όχι και τόσο άνετα. Το ότι οι σφραγίδες στα σακίδια της σέλας του είχαν μείνει απείραχτες ήταν μικρή παρηγοριά.
Ο υπηρέτης στάθηκε στο χωλ, χωρίς να μπει μέσα. «Μπορείς να φορέσεις τα δικά σου ρούχα, αν θέλεις, Άρχοντά μου. Κανένας δεν θα σε δει να αναχωρείς από δω, ούτε και να φτάνεις στον προορισμό σου, αλλά ίσως θα ήταν καλύτερο να φτάσεις εκεί με την κατάλληλη ενδυμασία. Κάποιος Θα έρθει να σου δείξει το δρόμο.»
Η πόρτα έκλεισε, χωρίς να έχει φανεί χέρι που να την κλείνει.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ανατρίχιασε άθελά του. Άνοιξε βιαστικά τις σφραγίδες και τις πόρπες των σακιδίων του και έβγαλε το συνηθισμένο μανδύα του. Στο βάθος του μυαλού του μια φωνούλα αναρωτιόταν, αν η υπόσχεση της δύναμης, ακόμα και της αθανασίας, άξιζε άλλη μια τέτοια συνάντηση, αμέσως όμως γέλασε, πνίγοντάς την. Για τόση δύναμη, θα εξυμνούσα τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους κάτω από το Θόλο της Αλήθειας. Θυμήθηκε τις διαταγές που του είχε δώσει ο Μπα’άλζαμον, άγγιζε με το δάχτυλο τον πλατύ, χρυσαφένιο ήλιο, ο οποίος ήταν σκαλισμένος στο στέρνο του λευκού μανδύα του, και την κόκκινη ποιμενική ράβδο πίσω από τον ήλιο, το σύμβολο του αξιώματός του στον κόσμο των ανθρώπων, και παραλίγο θα έβαζε τα γέλια. Είχε δουλειά, σπουδαία δουλειά να κάνει στο Τάραμπον, και στην Πεδιάδα Άλμοθ.