Με πλοία και με άλογα, οι ιστορίες εξαπλώθηκαν, με άμαξες εμπόρων και με πεζούς, ειπώθηκαν και ξαναειπώθηκαν, αλλάζοντας, αλλά κατά βάθος πάντα όμοιες, ως το Άραντ Ντόμαν και το Τάραμπον και ακόμα παραπέρα, ιστορίες για σημάδια και οιωνούς στον ουρανό πάνω από το Φάλμε. Και κάποιοι διακήρυξαν ότι ήταν στο πλευρό του Δράκοντα, και κάποιοι άλλοι τους χτύπησαν και δέχτηκαν χτυπήματα με τη σειρά τους.
Κι άλλες ιστορίες διαδόθηκαν, για μια φάλαγγα, που είχε ξεκινήσει από τον δύοντα ήλιο και διέσχιζε την Πεδιάδα Άλμοθ. Εκατό Μεθορίτες, έλεγαν. Όχι, χίλιοι. Όχι, χίλιοι ήρωες, που γύρισαν από τον τάφο για να απαντήσουν στο κάλεσμα του Κέρατος του Βαλίρ. Δέκα χιλιάδες. Είχαν κατατροπώσει μια ολόκληρη λεγεώνα των Τέκνων του Φωτός. Είχαν ξαναρίξει στη θάλασσα τις στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου που είχαν επιστρέψει. Ήταν οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου που είχαν επιστρέψει. Κάλπαζαν προς τα βουνά, προς την αυγή.
Όμως ένα πράγμα ήταν ίδιο σε κάθε ιστορία. Επικεφαλής τους ήταν ένας άνδρας που το πρόσωπο του είχε φανεί στον ουρανό πάνω από το Φάλμε, και κάλπαζαν κάτω από το λάβαρο του Ξαναγεννημένου Δράκοντα.