21 Ζήτημα Ιδιοκτησίας

Η Εγκήνιν ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι της, με τα χέρια υψωμένα, τις παλάμες να κοιτούν το ταβάνι, και τα δάχτυλα τεντωμένα. Η γαλαζωπή φούστα της σχημάτιζε κάτι σαν βεντάλια, έτσι όπως ήταν απλωμένη στα πόδια της, και πάσχιζε να μείνει ακίνητη για να μην τσαλακώσει τις στενές πτυχές. Ο τρόπος που τα φορέματα περιόριζαν τις κινήσεις μάλλον αποτελούσε εύρημα του Σκοτεινού. Έτσι ξαπλωμένη, περιεργαζόταν τα νύχια της που παραήταν μακριά για να τραβήξει σχοινιά χωρίς να σπάσει τουλάχιστον τα μισά. Όχι ότι χειριζόταν προσωπικά τα σχοινιά των πανιών στα πλοία τα τελευταία χρόνια, αλλά ήταν έτοιμη ανά πάσα στιγμή αν χρειαζόταν.

«...σκέτη κουταμάρα!» γρύλισε ο Μπέυλ, σπρώχνοντας τα πυρωμένα κούτσουρα στο πλινθόκτιστο τζάκι. «Μα τη Μοίρα, το Γεράκι της Θάλασσας θα μπορούσε να πλεύσει κοντύτερα στον άνεμο και πιο γρήγορα από οποιοδήποτε πλοίο των Σωντσάν. Μπορεί να έπεφτε πάνω σε κανένα μπουρίνι και...» Τον άκουγε αδιάφορα και το μόνο που συμπέρανε ήταν πως είχε σταματήσει να γκρινιάζει για το δωμάτιο κι είχε καταπιαστεί πάλι με την παλιά τους διαφωνία. Το δωμάτιο με το σκούρο φάτνωμα σίγουρα δεν ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να τους προσφέρει η Περιπλανώμενη Γυναίκα, αλλά ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του, εξαιρουμένης της θέας. Τα δύο παράθυρα έβλεπαν στην αυλή των στάβλων. Μια Κυβερνήτρια του Πρασίνου ήταν ισότιμη με Λαβαροφόρο Στρατηγό, αλλά σε τούτο εδώ το μέρος οι μόνοι που ξεπερνούσε σε ιεραρχία ήταν κάποιοι υπασπιστές ή γραμματείς κατώτερων αξιωματικών του Στρατού της Αιώνιας Νίκης. Στον στρατό, όπως και στο ναυτικό, το να ανήκεις στη Γενιά δεν σήμαινε σπουδαία πράγματα, εκτός αν ανήκες στην Υψηλή Γενιά.

Το γαλαζοπράσινο βερνίκι πάνω στα νύχια των μικροσκοπικών της δαχτύλων άστραφτε. Ανέκαθεν έτρεφε ελπίδες να ανέβει στην ιεραρχία, να γίνει ακόμα και Κυβερνήτρια του Χρυσού και να έχει υπό τις διαταγές της ολόκληρο στόλο, όπως ακριβώς η μητέρα της. Ως κορίτσι, είχε ονειρευθεί ακόμη και να αναγορευθεί Χέρι της Αυτοκράτειρας στη Θάλασσα, όπως είχε συμβεί και με τη μητέρα της, να σταθεί στα αριστερά του Κρυστάλλινου Θρόνου, να γίνει σο’τζίν της ίδιας της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει αιώνια, και να της επιτρέπεται να της μιλάει απ’ ευθείας. Οι νεαρές γυναίκες ανέκαθεν έκαναν ανόητα όνειρα. Επιπλέον, έπρεπε να παραδεχθεί πως, από τη στιγμή που είχε επιλεγεί για Πρόδρομος, έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά την πιθανότητα ενός καινούργιου ονόματος. Σίγουρα δεν το ήλπιζε κι ιδιαίτερα —κάτι τέτοιο θα ήταν πάνω από τις δυνάμεις της— αλλά ο καθένας είχε υπ’ όψιν του πως η ανάκτηση κλεμμένης γης σήμαινε νέες προσθήκες στη Γενιά. Τώρα, ήταν Κυβερνήτρια του Πρασίνου, δέκα χρόνια νωρίτερα από το κανονικό, και στεκόταν στις πλαγιές αυτού του απόκρημνου βουνού, η κορυφή του οποίου υψωνόταν πάνω από τα σύννεφα, στον μεγαλόπρεπο κολοφώνα της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα.

Ωστόσο, αμφέβαλλε κατά πόσον θα της έδιναν την αρχηγία κάποιου μεγάλου πλοίου, πόσω μάλλον μίας ολόκληρης μοίρας. Η Σούροθ ισχυριζόταν πως πίστευε την ιστορία της, αλλά αν ίσχυε κάτι τέτοιο, γιατί έμεινε στο Κάντοριν; Γιατί οι διαταγές έπρεπε να παραδοθούν εδώ κι όχι σε κάποιο πλοίο; Φυσικά, ακόμα και για μια Κυβερνήτρια του Πρασίνου, αυτές ήταν οι προσταγές και τίποτα παραπάνω. Θα μπορούσε να είχε επιλεγεί για μια θέση κοντά στη Σούροθ, αν κι οι διαταγές έλεγαν πως έπρεπε να ταξιδέψει στο Έμπου Νταρ με το πρώτο διαθέσιμο μέσο και να περιμένει περαιτέρω οδηγίες. Ίσως να ήταν έτσι. Η Υψηλή Γενιά έπρεπε να μιλάει στη χαμηλότερη χωρίς τη διαμεσολάβηση της Φωνής, αλλά της ίδιας της φαινόταν πως η Σούροθ την είχε ξεχάσει με το που την απέπεμψε, αφού πρώτα έλαβε την ανταμοιβή της. Κάτι που ίσως σήμαινε πως κι η Σούροθ ήταν καχύποπτη. Ατέρμονες διαφωνίες. Όπως και να έχει, ας έπαυε ο Αναζητητής να έχει υποψίες, κι αυτή θα ζούσε με θαλασσινό νερό. Όχι ότι την υποπτευόταν και γι’ άλλα, ειδάλλως θα βρισκόταν ήδη σε κανένα κελί, ουρλιάζοντας, ωστόσο αν βρισκόταν κι εκείνος στην πόλη, θα μπορούσε κάλλιστα να την παρακολουθεί, περιμένοντας μία λάθος κίνηση. Βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να τη βλάψει σωματικά ούτε στο ελάχιστο, αλλά οι Αναζητητές θεωρούνταν έμπειροι στο να τα βγάζουν πέρα με τέτοιου είδους ασήμαντες δυσκολίες. Όσον αφορούσε στην παρακολούθηση, πάντως, ας είχε τα μάτια του καρφωμένα επάνω της όσο ήθελε. Αυτή πατούσε πλέον σε στέρεο κατάστρωμα, απ’ όπου μπορούσε να ελέγχει καλύτερα τις κινήσεις της. Ίσως ήταν ανέφικτο πλέον να γίνει Κυβερνήτρια του Χρυσού, αλλά και το να αποσυρθεί ως Κυβερνήτρια του Πρασίνου αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή.

«Λοιπόν;» ρώτησε απαιτητικά ο Μπέυλ. «Τι λες γι’ αυτό;» Πλατύστερνος, στιβαρός και δυνατός, το είδος του άντρα που ανέκαθεν προτιμούσε, στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι χωρίς το πανωφόρι του, κοιτώντας τη βλοσυρά, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς του. Η στάση του δεν είχε καμιά σχέση με τη στάση που παίρνει ένας σο’τζίν απέναντι στην κυρά του. Αναστενάζοντας, η γυναίκα άφησε τα χέρια της να πέσουν πάνω στην κοιλιά της. Ο Μπέυλ δεν θα μάθαινε ποτέ πώς υποτίθεται ότι έπρεπε να συμπεριφέρεται ένας σο’τζίν. Νόμιζε πως όλα ήταν ένα αστείο, κι έπαιζε λες και τίποτα δεν ήταν αληθινό. Μερικές φορές, της έλεγε πως θα ήθελε να είναι η Φωνή της, όσο συχνά κι αν του εξηγούσε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, αφού η ίδια δεν ανήκε στην Υψηλή Γενιά. Κάποτε, μάλιστα, τον έδειρε κι εκείνος αρνήθηκε να κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι μαζί της μέχρι να του ζητήσει συγγνώμη. Άκου να του ζητήσει συγγνώμη!

Επανέφερε βεβιασμένα στο νου της όσα είχε μισσακούσει να λέει ο άντρας μέσα από τα μουγκρητά του. Ναι, έπειτα από τόσον καιρό επαναλάμβανε διαρκώς τις ίδιες διαφωνίες. Τίποτα καινούργιο. Έφερε τα πόδια της στην άκρη του κρεβατιού, σηκώθηκε κι άρχισε να ελέγχει σχολαστικά τα δάχτυλά της. Το έκανε τόσο συχνά, που της είχε γίνει συνήθειο. «Αν προσπαθούσες να ξεφύγεις, η νταμέην του άλλου πλοίου θα σου έσπαγε τα κατάρτια σαν να ήταν σπιρτόξυλα. Δεν ήταν τυχαία στάση, Μπέυλ, και το ξέρεις. Ήδη, ο πρώτος χαιρετισμός τους ήταν μια απαίτηση να μάθουν αν ήσουν από το Γεράκι της Θάλασσας. Με το που σε παρουσίασα κι ανέφερα ότι πλέαμε προς το Κάντοριν με ένα δώρο για την Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει αιώνια, μαλάκωσα κάπως τις υποψίες τους. Ό,τι άλλο κι αν τους έλεγα —κυριολεκτικά!— θα καταλήγαμε αλυσοδεμένοι στο αμπάρι, έτοιμοι για πούλημα μόλις φτάναμε στο Κάντοριν. Αμφιβάλλω αν θα είχαμε καν την τύχη να αντικρίσουμε τον δήμιο μας». Σήκωσε ψηλά τον αντίχειρά της. «Και κάτι τελευταίο. Αν διατηρούσες την ψυχραιμία σου, όπως σε είχα συμβουλεύσει, δεν θα κατέληγες στην εξέδρα. Μου κόστισες πάρα πολλά!» Προφανώς, κι άλλες γυναίκες στο Κάντοριν είχαν τα ίδια γούστα αναφορικά με τους άντρες, και σίγουρα η προοφορά τους στη δημοπρασία θα ήταν υπερβολική.

Πεισματάρης καθώς ήταν, ο Μπέυλ την κοίταξε κατσούφικα κι έξυσε θυμωμένα την κοντή του γενειάδα. «Εξακολουθώ να πιστεύω πως θα έπρεπε να πάψουμε να ασχολούμαστε», μουρμούρισε. «Εκείνος ο Αναζητητής δεν είχε καμιά απόδειξη ότι έκρυβα κάτι στο πλοίο».

«Οι Αναζητητές δεν χρειάζονται αποδείξεις», είπε η γυναίκα, κοροϊδεύοντας την προφορά του. «Οι Αναζητητές βρίσκουν αποδείξεις, κι η διαδικασία ανεύρεσής τους μπορεί να είναι επώδυνη». Αν αναγκαζόταν να βγάλει στην επιφάνεια αυτό που είχε παραδεχτεί κι ο ίδιος καιρό πριν, ίσως η αναζήτησή της να έφτανε στο τέλος. «Όπως και να έχει, Μπέυλ, παραδέχτηκες ήδη πως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν η Σούροθ έχει στην κατοχή της εκείνο το περιλαίμιο και τα βραχιόλια. Είναι αδύνατον να τα φορέσουν σε εκείνον, εκτός κι αν κάποιος προσεγγίσει πολύ, πράγμα που, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει γίνει ποτέ». Απόφυγε να προσθέσει πως, ακόμα κι αν είχε συμβεί, ελάχιστη σημασία είχε. Ο Μπέυλ δεν ήταν εξοικειωμένος με τις εκδοχές των Προφητειών που υπήρχαν σε αυτή τη μεριά της Θάλασσας του Κόσμου, αλλά ήταν ανένδοτος στο ότι καμία από αυτές τις εκδοχές δεν ανέφερε πως ήταν απαραίτητο για τον Αναγεννημένο Δράκοντα να γονυπετήσει μπροστά στον Κρυστάλλινο Θρόνο. Μπορεί, βέβαια, να αποδεικνυόταν αναγκαίο για τον ίδιο να συνηθίσει αυτό το αρσενικό α’ντάμ, πράγμα που ο Μπέυλ δεν το έβλεπε. «Ό,τι έγινε, έγινε, Μπέυλ. Αν το Φως λάμψει επάνω μας, θα ζήσουμε αρκετά για να υπηρετήσουμε την Αυτοκρατορία. Λοιπόν, απ’ όσο λες, γνωρίζεις αυτή την πόλη. Υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον να δει ή να κάνει κανείς;»

«Όλο και κάποια πανηγύρια διοργανώνονται», αποκρίθηκε ο άντρας αργά και κάπως απρόθυμα. Δεν του άρεσε καθόλου να εγκαταλείπει τα επιχειρήματά του, άσχετα από το πόσο ανώφελα ήταν. «Μερικά από δαύτα μπορεί να σου αρέσουν, άλλα πάλι σίγουρα όχι. Βλέπεις, είσαι κάπως... ιδιότροπη». Τι εννοούσε, άραγε, με αυτό; Ξαφνικά, της χαμογέλασε. «Θα μπορούσαμε να βρούμε μια Σοφή Γυναίκα. Εδώ, ακούνε τους γαμήλιους όρκους». Διέτρεξε με τα δάχτυλά του την ξυρισμένη πλευρά του κρανίου του και γύρισε το βλέμμα του προς τα επάνω, λες και προσπαθούσε να τη δει. «Βέβαια, αν λάβω υπ’ όψιν μου τη διάλεξη που μου έκανες σχετικά με τα "δικαιώματα και τα προνόμια" της θέσης μου, πως δηλαδή ένας σο’τζίν μπορεί να παντρευτεί μόνο με μια σο’τζίν, θα χρειαστεί, κατά πρώτον, να με ελευθερώσεις. Και, μα την τύχη μου, από όλα αυτά τα κτήματα που σου έχουν υποσχεθεί, δεν έχεις ακόμα ούτε ένα μέτρο. Μπορώ να ασχοληθώ ξανά με το παλιό καλό εμπόριο και να σου προφέρω σύντομα ένα κτήμα».

Η γυναίκα έμεινε με το στόμα ανοικτό. Εδώ δεν επρόκειτο για κάτι παλιό, αντιθέτως ήταν κάτι ολοκαίνουργιο. Ανέκαθεν υπερηφανευόταν πως ήταν ακριβοδίκαιη. Είχε ανέλθει στην ιεραρχία μέσω των ικανοτήτων και της τόλμης της, καθότι ήταν πια μια βετεράνος των ναυμαχιών, των καταιγίδων και των ναυαγίων. Αυτή τη στιγμή όμως ένιωθε σαν πρωτάρα που, πανικόβλητη και ζαλισμένη, κοιτάει προς τα κάτω από το μεσαίο κατάρτι, ενώ ο κόσμος ολόκληρος στριφογυρίζει γύρω της και στα μάτια της βλέπεις τη βεβαιότητα πως την επόμενη στιγμή είναι αναπόφευκτο να βρεθεί στη θάλασσα.

«Δεν είναι τόσο απλό», είπε, καθώς ανασηκωνόταν απότομα, έτσι που ο άντρας αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω. Η αλήθεια είναι πως σιχαινόταν να δίνει την εντύπωση πως της είχε κοπεί η ανάσα! «Η χειραφέτηση απαιτεί να σου προμηθεύω εγώ τα προς το ζην όταν σε ελευθερώσω, για να βεβαιωθώ πως έχεις την ικανότητα να τα βγάζεις πέρα μόνος σου». Μα το Φως! Τα λόγια που ξεχύνονται ασύστολα από το στόμα δεν διαφέρουν και πολύ από το να δείχνεις ξέπνοη. Φαντάστηκε τον εαυτό της πάνω σε κατάστρωμα, κι αυτό τη βοήθησε κάπως. «Στην περίπτωσή σου, υποθέτω πως εννοείς να αγοράσω ένα πλοίο», του είπε, κι ακουγόταν το λιγότερο ατάραχη. «Όπως, δε, μου υπενθύμισες μόλις πριν από λίγο, δεν έχω ακόμα καμία περιουσία. Επιπροσθέτως, θα μου ήταν εντελώς αδύνατον να σου επιτρέψω να επιστρέψεις στο λαθρεμπόριο, και το ξέρεις». Μέχρι εδώ, ό,τι έλεγε ήταν αλήθεια, τα δε υπόλοιπα απλά δεν ήταν ψέματα. Τα χρόνια που είχε περάσει στη θάλασσα ήταν επικερδή και, μολονότι το χρυσάφι που διέθετε δεν ήταν τίποτα σπουδαίο για κάποιον της Γενιάς, θα μπορούσε να αγοράσει ένα πλοίο, αρκεί ο άντρας να μην επιθυμούσε κάποιο μεγάλου εκτοπίσματος, αν και δεν είχε αρνηθεί ακριβώς ότι μπορούσε να του παράσχει αυτό που ήθελε.

Ο άντρας άπλωσε τα χέρια του, άλλο ένα πράγμα που υποτίθεται πως δεν έπρεπε να κάνει, και μια στιγμή μετά η γυναίκα ακούμπησε το μάγουλό της πάνω στον φαρδύ του ώμο κι αφέθηκε να την αγκαλιάσει. «Όλα θα πάνε καλά, κοπελιά μου», της μουρμούρισε μαλακά. «Με κάποιον τρόπο, όλα θα πάνε καλά».

«Δεν πρέπει να με αποκαλείς "κοπελιά", Μπέυλ», τον μάλωσε, κοιτώντας πέρα από τον ώμο του, προς τη μεριά του τζακιού, που φάνταζε κάπως θολό. Πριν φύγει από το Τάντσικο, είχε πάρει την απόφαση να τον παντρευτεί, μία από αυτές τις αστραπιαίες αποφάσεις που συνεισέφεραν στην υπόληψή της. Μπορεί να ήταν λαθρέμπορος, αλλά δεν είχε πρόβλημα να του το ξεκόψει. Άλλωστε, ήταν ένας άντρας ακλόνητος, δυνατός κι ευφυής, σωστός θαλασσοπόρος. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, το θεωρούσε απαραίτητο. Μόνο που δεν γνώριζε τα χούγια του. Σε κάποια μέρη της Αυτοκρατορίας οι άντρες ήταν εκείνοι που πρότειναν γάμο, και μάλιστα προσβάλλονταν αν το πρότεινε πρώτα η γυναίκα. Άλλωστε, η ίδια δεν είχε ιδέα από ξελογιάσματα. Οι ελάχιστοι εραστές της ήταν περίπου ισόβαθμοι, άντρες που προσέγγιζε απροκάλυπτα και παρατούσε αν κάποιος από δαύτους έπαιρνε διαταγή να υπηρετήσει σε άλλο πλοιάριο ή προαγόταν. Τώρα όμως, αυτός ο άντρας ήταν σο’τζίν. Δεν υπήρχε τίποτα κακό στο να πλαγιάζεις με τον σο’τζίν σου, φυσικά, αρκεί να μην καμάρωνες για το κατόρθωμά σου. Ο Μπέυλ θα μπορούσε κάλλιστα να φτιάξει ένα αχυρόστρωμα στα πόδια του κρεβατιού, ως συνήθως, ασχέτως αν δεν κοιμόταν ποτέ εκεί. Το να ελευθερώσεις όμως έναν σο’τζίν, να του αφαιρέσεις όλα αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια που χλεύαζε ο Μπέυλ, ήταν το αποκορύφωμα της ωμότητας. Όχι, έλεγε ψέματα ότι ήθελε να το αποφύγει, και το χειρότερο ήταν ότι ψευδόταν στον ίδιο της τον εαυτό. Επιθυμούσε με όλη της την καρδιά να παντρευτεί αυτόν τον άντρα, τον Μπέυλ Ντόμον, και δεν ήταν διόλου σίγουρη αν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να παντρευτεί απελευθερωμένη ιδιοκτησία.

«Θα γίνει όπως προστάζει η Αρχόντισσά μου», είπε ο Μπέυλ σε μια φαιδρή μίμηση τυπικότητας.

Η γυναίκα τον χτύπησε στα πλευρά, όχι με δύναμη, ίσα-ίσα να τον κάνει να γογγύξει. Έπρεπε να πάρει το μάθημά του! Δεν ήθελε να ξαναδεί το Έμπου Νταρ. Το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει εκεί, τυλιγμένη στην αγκαλιά του Μπέυλ, χωρίς να χρειάζεται να πάρει αποφάσεις, να μείνει μαζί του ακίνητη για πάντα, σε εκείνο το σημείο.

Ένας κοφτός ήχος ακούστηκε από την πόρτα κι η γυναίκα τον απώθησε. Αν μη τι άλλο, ο Μπέυλ είχε αρκετή αντίληψη, ώστε να μη διαμαρτύρεται γι’ αυτό. Ενόσω φορούσε το πανωφόρι του, αυτή τίναξε τις πιέτες του φορέματός της και πάσχισε να ισιώσει τις ζάρες στο στρώμα του κρεβατιού, οι οποίες δεν ήταν και λίγες, παρότι είχε μείνει σχεδόν ακίνητη τόση ώρα. Το χτύπημα στην πόρτα μπορεί να σήμαινε κάποιο κάλεσμα εκ μέρους της Σούροθ ή να ήταν κάποια υπηρέτρια, που θα ήθελε να τη ρωτήσει αν χρειαζόταν τίποτα, αλλά όποιος κι αν ήταν, δεν σκόπευε να του δώσει την εντύπωση ότι είχε κυλιστεί στο κατάστρωμα.

Αφήνοντας κατά μέρος την ανώφελη προσπάθειά της, περίμενε μέχρι να κουμπωθεί ο Μπέυλ και να πάρει τη στάση που θεωρούνταν αρμόζουσα για έναν σο’τζίν —Σαν καπετάνιος στο κατάστρωμα, έτοιμος να εκφωνήσει διαταγές, σκέφτηκε αναστενάζοντας— κι ύστερα γάβγισε: «Εμπρός!» Περίμενε να αντικρίσει οποιονδήποτε, αλλά όχι τη γυναίκα που άνοιξε την πόρτα.

Η Μπέθαμιν την κοίταξε κάπως διστακτικά, γλίστρησε στο εσωτερικό κι έκλεισε την πόρτα μαλακά πίσω της. Η σουλ’ντάμ πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα γονάτισε, κρατώντας ίσιο το κορμί της. Το σκούρο μπλε φόρεμά της με το κόκκινο φάτνωμα που απεικόνιζε την αστραπή έμοιαζε πεντακάθαρο και σιδερωμένο. Η έντονη αντίθεση με τη δική της ατημελησία έκανε την Εγκήνιν να θυμώσει. «Αρχόντισσά μου», άρχισε να λέει η Μπέθαμιν κάπως αβέβαια, και ξεροκατάπιε. «Αρχόντισσά μου, θα ήθελα να σου πω δυο λόγια». Έριξε μια ματιά στον Μπέυλ κι έγλειψε τα χείλη της. «Ιδιαιτέρως, αν είναι δυνατόν, Αρχόντισσά μου».

Την τελευταία φορά που η Εγκήνιν είχε δει αυτή τη γυναίκα ήταν σε ένα υπόγειο, στο Τάντσικο, όταν έβγαλε ένα α’ντάμ από την Μπέθαμιν και της είπε να φύγει, κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως εκβιασμός αν ανήκε στην Υψηλή Γενιά! Αναμφίβολα, η κατηγορία θα ήταν ισοδύναμη της απελευθέρωσης νταμέην. Προδοσία. Μόνο που η Μπέθαμιν δεν θα αποκάλυπτε τίποτα χωρίς να καταδικάσει τον ίδιο της τον εαυτό.

«Μπορεί να ακούσει ό,τι έχεις να πεις, Μπέθαμιν», είπε ήρεμα η γυναίκα. Εδώ χρειαζόταν ψυχραιμία, για να μην πέσει σε σκόπελο. «Τι θέλεις;»

Η Μπέθαμιν μετακινήθηκε πάνω στα γόνατά της κι έγλειψε για άλλη μία φορά τα χείλη της. Ξαφνικά, τα λόγια ξεχύθηκαν βιαστικά από το στόμα της. «Με προσέγγισε ένας Αναζητητής και με διέταξε να... επανασυνδεθούμε και να του αναφέρω οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή μου σχετικά με εσένα». Λες κι ήθελε να σταματήσει από μόνη της τη φλυαρία, δάγκωσε το κάτω χείλος της και κοίταξε την Εγκήνιν. Τα σκούρα της μάτια ήταν απεγνωσμένα κι ικετευτικά, όπως σε εκείνο το υπόγειο του Τάντσικο.

Η Εγκήνιν ανταπέδωσε το βλέμμα της ψυχρά. Σκόπελοι και μια απρόσμενη θύελλα. Οι περίεργες εντολές που έλαβε στο Έμπου Νταρ έβρισκαν τώρα την εξήγησή τους. Δεν είχε ανάγκη καμιά περιγραφή του για να καταλάβει ότι επρόκειτο για τον ίδιο άνθρωπο. Ούτε χρειαζόταν να ρωτήσει γιατί η Μπέθαμιν διέπραττε προδοσία προδίδοντας τον Αναζητητή. Αν ο άντρας αποφάσιζε πως οι υποψίες του ήταν αρκετά ισχυρές για να την ανακρίνει, η Εγκήνιν θα υπέκυπτε και θα του έλεγε όσα γνώριζε, συμπεριλαμβανομένου του υπογείου, κι η Μπέθαμιν σύντομα θα ξαναφορούσε το α’ντάμ. Η μόνη ελπίδα της γυναίκας ήταν να βοηθήσει την Εγκήνιν να τον αποφύγει.

«Σήκω», της είπε. «Κάθισε». Ευτυχώς, υπήρχαν δύο καθίσματα, μολονότι κανένα δεν έμοιαζε αναπαυτικό. «Μπέυλ, νομίζω πως σε εκείνο το φλασκί, πάνω στο ντουλαπάκι, υπάρχει λίγο μπράντυ».

Η Μπέθαμιν έτρεμε τόσο πολύ, που η Εγκήνιν αναγκάστηκε να τη βοηθήσει να σηκωθεί και να την οδηγήσει σε ένα κάθισμα. Ο Μπέυλ έφερε δύο σκαλιστές ασημένιες κούπες με λίγο μπράντυ και θυμήθηκε να υποκλιθεί προτού δώσει την πρώτη στην Εγκήνιν, αλλά όταν πήγε πίσω, στο ντουλαπάκι, η γυναίκα πρόσεξε πως είχε σερβίρει και τον εαυτό του. Ο άντρας στάθηκε εκεί, κρατώντας την κούπα, παρακολουθώντας τες σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Η Μπέθαμιν τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα.

«Πιστεύεις πως είσαι ένα βήμα πριν από τον ανασκολοπισμό», είπε η Εγκήνιν, κι η σουλ’ντάμ μόρφασε, στρέφοντας το φοβισμένο της βλέμμα ξανά στο πρόσωπο της άλλης γυναίκας. «Κάνεις λάθος, Μπέθαμιν. Το μόνο αληθινό έγκλημα που διέπραξα ήταν ότι σε απελευθέρωσα». Δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, αλλά, σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν που παρέδωσε στη Σούροθ το αρσενικό α’ντάμ. Άσε που το να μιλάς με μία Άες Σεντάι δεν θεωρούνταν έγκλημα. Ο Αναζητητής μπορεί να υποπτευόταν κάποια πράγματα —άλλωστε, είχε προσπαθήσει να κρυφακούσει πίσω από μια πόρτα, στο Τάντσικο— αλλά η ίδια δεν ήταν μια σουλ’ντάμ κατηγορούμενη ότι συλλάμβανε μαράθ’νταμέην. Στη χειρότερη περίπτωση, ίσως να της γινόταν κάποια επίπληξη. «Όσο δεν μαθαίνει τίποτα γι’ αυτό το ζήτημα, δεν έχει κανέναν λόγο να με συλλάβει. Ωστόσο, αν θέλει να μάθει τι είπα ή τι έκανα, πες του. Απλώς να θυμάσαι πως, σε περίπτωση που αποφασίσει να με συλλάβει, θα του αναφέρω το όνομά σου». Η υπενθύμιση χρησίμευε στο να αποτρέψει την Μπέθαμιν να θεωρήσει πως η ίδια ήταν ασφαλής, αφήνοντάς την πίσω. «Δεν θα χρειαστεί να με αναγκάσει να ουρλιάξω ούτε μία φορά».

Προς μεγάλη της έκπληξη, η σουλ’ντάμ άρχισε να γελάει υστερικά, μέχρι που η Εγκήνιν έγειρε προς το μέρος της και τη χαστούκισε.

Τρίβοντας το μάγουλό της σκυθρωπά, η Μπέθαμιν είπε: «Γνωρίζει σχεδόν τα πάντα, εκτός από το υπόγειο, Αρχόντισσά μου». Κι άρχισε να της περιγράφει ένα απίστευτο δίκτυο προδοσίας που ένωνε την Εγκήνιν, τον Μπέυλ και τη Σούροθ, ίσως ακόμα και την ίδια την Τουόν, με τις Άες Σεντάι, τις μαράθ’νταμέην και τις νταμέην που υπήρξαν Άες Σεντάι.

Πανικός άρχισε να διαφαίνεται στη φωνή της Μπέθαμιν καθώς πηδούσε από τη μία τρομερή κατηγορία στην άλλη και, πριν περάσει πολλή ώρα, η Εγκήνιν άρχισε να ρουφάει γουλιά-γουλιά το μπράντυ της. Ένιωθε ήρεμη και σίγουρη για τον εαυτό της.

...Βρισκόταν πέρα από σκοπέλους. Έφτανε σε ανεμοδαρμένες ακτές, ενώ ο ίδιος ο Τυφλωτής των Ψυχών ίππευε πάνω στη θύελλα, ερχόμενος να της κλέψει τα μάτια. Αφού άκουσε για λίγη ώρα, με τα δικά του μάτια να γουρλώνουν όλο και πιο πολύ, ο Μπέυλ ήπιε μονορούφι μια κούπα από το σκουρόχρωμο, δυνατό ποτό, γεμάτη μέχρι το χείλος. Αισθάνθηκε ανακούφιση βλέποντάς τον σοκαρισμένο, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε ένοχη επειδή αισθανόταν έτσι. Δεν πίστευε με τίποτα πως επρόκειτο για φονιά. Επιπλέον, ήταν πολύ καλός στη χρήση των χεριών του αλλά μέτριος στη χρήση του ξίφους. Είτε με όπλα είτε με γυμνά χέρια, ο Υψηλός Άρχοντας Τούρακ θα ξεκοίλιαζε τον Μπέυλ σαν κυπρίνο. Η μόνη της δικαιολογία που το σκέφτηκε καν, ήταν ότι ο άντρας είχε παρευρεθεί με δύο Άες Σεντάι στο Τάντσικο. Όλο το ζήτημα αποτελούσε μια τεράστια ανοησία. Μάλλον! Εκείνες οι δύο Άες Σεντάι δεν αποτελούσαν μέρος κάποιας συνωμοσίας, απλώς βρέθηκαν τυχαία στον δρόμο του. Για να πούμε την αλήθεια του Φωτός, δεν ήταν παρά μικρά κορίτσια, αθώες σχεδόν, ιδιαίτερα συμπονετικές για να αποδεχτούν την πρότασή της να κόψουν τον λαιμό του Αναζητητή στην πρώτη ευκαιρία. Κρίμα. Της είχαν παραδώσει το αρσενικό α’ντάμ. Αισθάνθηκε ρίγη στη ραχοκοκαλιά της. Αν ο Αναζητητής μάθαινε πως σκόπευε να ξεφορτωθεί το α’ντάμ με τον τρόπο που πρότειναν οι Άες Σεντάι, αν το μάθαινε οποιοσδήποτε, θα την έκριναν ένοχη προδοσίας, σαν να το είχε βυθίσει στα νερά του ωκεανού. Και μήπως δεν το έκανες; ρώτησε απαιτητικά τον εαυτό της. Ο Σκοτεινός ερχόταν να της κλέψει τα μάτια.

Με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της, η Μπέθαμιν έσφιξε την κούπα στο στήθος της, σαν να αγκάλιαζε τον εαυτό της. Προσπάθησε να μη δείξει ότι έτρεμε, αλλά απέτυχε οικτρά. Τρέμοντας, ατένισε την Εγκήνιν, ίσως και κάτι πέρα από αυτήν. Κάτι τρομακτικό. Οι φλόγες δεν είχαν ζεστάνει πολύ το δωμάτιο, αλλά ο ιδρώτας σχημάτιζε χάντρες στο πρόσωπο της Μπέθαμιν. «...κι αν μάθει κάτι για τη Ρέννα και τη Σέτα», ψέλλισε, «θα βεβαιωθεί απόλυτα! Θα κυνηγήσει κι εμένα και τις υπόλοιπες σουλ’ντάμ! Πρέπει να τον σταματήσεις! Αν με συλλάβει, θα του δώσω το όνομά σου! Θα το κάνω!» Ξαφνικά, σήκωσε την κούπα στο στόμα της με ένα τρέμουλο κι ήπιε μονορούφι το περιεχόμενο. Πνίγηκε κι άρχισε να βήχει, αλλά πρότεινε το ποτήρι προς το μέρος του Μπέυλ, για να της το ξαναγεμίσει. Εκείνος παρέμεινε ακίνητος. Φάνταζε εντελώς μπερδεμένος.

«Ποιες είναι η Ρέννα κι η Σέτα;» ρώτησε η Εγκήνιν. Ήταν εξίσου φοβισμένη με τη σουλ’ντάμ αλλά, όπως πάντα, συγκρατούσε τον φόβο της. «Και τι μπορεί να μάθει ο Αναζητητής σχετικά με δαύτες;» Η Μπέθαμιν αποτράβηξε τη ματιά της, αρνούμενη να την κοιτάξει κατάματα, και ξαφνικά κατάλαβε. «Πρόκειται για σουλ’ντάμ, έτσι δεν είναι, Μπέθαμιν; Και φορούσαν κι αυτές περιλαίμιο, όπως εσύ».

«Βρίσκονται στην υπηρεσία της Σούροθ», κλαψούρισε η γυναίκα. «Ωστόσο, δεν τους επετράπη να ολοκληρωθούν ποτέ. Η Σούροθ ξέρει».

Η Εγκήνιν έτριψε τα μάτια της κουρασμένα. Ίσως, τελικά, να υπήρχε κάποιου είδους συνωμοσία. Ίσως, πάλι, η Σούροθ να έκρυβε τις κινήσεις των δύο, για να προστατευτεί η Αυτοκρατορία, η οποία εξαρτιόταν από τις σουλ’ντάμ. Η ίδια η δύναμή της είχε στηριχθεί επάνω τους. Η είδηση ότι οι σουλ’ντάμ ήταν γυναίκες που μπορούσαν να μάθουν να διαβιβάζουν, ίσως διέλυε την Αυτοκρατορία εκ βάθρων. Σίγουρα την είχε ταρακουνήσει, και μαζί της μπορεί να διέλυε και την ίδια. Δεν είχε απελευθερώσει την Μπέθαμιν από καθήκον. Είχαν αλλάξει τόσο πολλά στο Τάντσικο. Δεν πίστευε πια πως οποιαδήποτε γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης ήταν άξια να φοράει περιλαίμιο, κάτι που σίγουρα άξιζε σε εγκληματίες και σε όσους αρνούνταν τους όρκους στον Κρυστάλλινο Θρόνο, όπως επίσης και... Δεν ήξερε. Κάποτε, η ζωή της στηριζόταν σε στέρεες βεβαιότητες, σαν την ατέρμονη περιστροφή των άστρων. Ήθελε πίσω την παλιά της ζωή. Επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να ζει βασιζόμενη στη σιγουριά.

«Νόμιζα πως...» ξεκίνησε να λέει η Μπέθαμιν. Δεν θα της έμεναν χείλη αν εξακολουθούσε να τα γλείφει. «Αρχόντισσά μου, αν ο Αναζητητής... πάθει κάποιο ατύχημα... ίσως, μαζί με αυτόν, περάσει κι ο κίνδυνος». Μα το Φως, αυτή η γυναίκα όντως πίστευε σε αυτή την ίντριγκα εναντίον του Κρυστάλλινου Θρόνου, κι ήταν έτοιμη να κάνει τα στραβά μάτια για να σώσει το τομάρι της!

Η Εγκήνιν σηκώθηκε, κι η σουλ’ντάμ δεν είχε άλλη επιλογή από το να την ακολουθήσει. «Θα το σκεφτώ, Μπέθαμιν. Θα έρχεσαι να με βλέπεις κάθε μέρα που θα είσαι ελεύθερη. Ο Αναζητητής θα περιμένει κάτι τέτοιο. Μέχρι να αποφασίσω, δεν θα κάνεις τίποτα. Έγινα κατανοητή; Τίποτα, εκτός από τα καθήκοντά σου κι όσα σου λέω». Η Μπέθαμιν κατάλαβε. Αισθάνθηκε τόσο ανακουφισμένη επειδή θα ασχολούνταν κάποιος άλλος με τον κίνδυνο, που γονάτισε και φίλησε το χέρι της Εγκήνιν.

Η Εγκήνιν μόνο που δεν την τσουβάλιασε για να τη βγάλει από το δωμάτιο. Κατόπιν, έκλεισε την πόρτα και πέταξε την κούπα στο τζάκι. Αυτή, χτύπησε πάνω στους πλίνθους κι αναπήδησε, κατρακυλώντας στο μικρό κιλίμι, πάνω στο πάτωμα. Είχε κάνει ένα μικρό βαθούλωμα. Ο πατέρας της της είχε χαρίσει αυτό το σετ κούπες όταν κέρδισε τον πρώτο της βαθμό στην ιεραρχία. Έμοιαζε αποστραγγισμένη από δυνάμεις. Ο Αναζητητής είχε κάνει μάγια και θα της τα έδενε γύρω από τον λαιμό, αν πρώτα δεν ονοματιζόταν όπως άρμοζε. Η πιθανότητα της έφερε ανατριχίλα. Ό,τι κι αν έκανε, ο Αναζητητής την είχε στο χέρι.

«Μπορώ να τον σκοτώσω». Ο Μπέυλ τέντωσε τα χέρια του, φαρδιά όσο και το υπόλοιπο κορμί του. «Απ’ όσο θυμάμαι, είναι κοκαλιάρης κι έχει συνηθίσει να τον υπακούν. Δεν θα περιμένει κάποιον να του σπάσει τον σβέρκο».

«Δεν θα τον βρεις ποτέ για να τον σκοτώσεις, Μπέυλ. Δεν πρόκειται να τη συναντήσει δύο φορές στο ίδιο μέρος, αλλά ακόμα κι αν την ακολουθείς νύχτα-μέρα, αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να μεταμφιεστεί. Δεν γίνεται να σκοτώνεις όποιον μιλάει μαζί της».

Τεντώνοντας τη ραχοκοκαλιά της, πήγε προς το τραπέζι που χρησιμοποιούσε για να γράφει, κι άνοιξε το σκέπασμα. Το σκαλιστό γραφείο με τα κυματοειδή μοτίβα, με το γυάλινο αργυροποίκιλτο μελανοδοχείο και το ασημένιο μπολ άμμου, ήταν δώρο της μητέρας της όταν είχε κερδίσει εκείνον τον πρώτο βαθμό στην ιεραρχία. Οι τακτοποιημένες και πακεταρισμένες στοίβες φίνου χαρτιού έφεραν την καινούργια σφραγίδα που της είχαν χορηγήσει, ένα σπαθί και μια άγκυρα μπλεγμένη σε σχοινί. «Θα υπογράψω τη χειραφέτηση σου», είπε, βυθίζοντας στο μελάνι την άκρη της ασημένιας γραφίδας, «και θα σου δώσω κάμποσα χρήματα, για να εξαγοράσεις την έξοδό σου». Η πένα γλίστρησε κατά μήκος της σελίδας. Ανέκαθεν ήταν καλλιγράφος. Άλλωστε, οι μεγάλες καταχωρήσεις έπρεπε να είναι ευανάγνωστες. «Φοβάμαι πως δεν είναι αρκετά για να αγοράσεις πλοίο, αλλά σου φτάνουν. Θα αναχωρήσεις με το πρώτο διαθέσιμο πλοιάριο. Ξύρισε και το υπόλοιπο κεφάλι σου, και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα. Εξακολουθεί να με σοκάρει που οι καραφλοί άντρες δεν φορούν περούκα, αλλά μέχρι στιγμής κανείς δεν...» Άφησε μια άναρθρη κραυγή, καθώς ο Μπέυλ τράβηξε απότομα τη σελίδα ενώ η γραφίδα ήταν ακόμα επάνω της.

«Αν με ελευθερώσεις, δεν μπορείς πια να με διατάζεις», της είπε. «Επιπλέον, πρέπει να βεβαιωθείς πως, σε περίπτωση που με ελευθερώσεις, μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου». Έριξε τη σελίδα στη φωτιά κι αφέθηκε να την παρακολουθεί, ενώ εκείνη μαύριζε και κατσάρωνε. «Κάτι είπες για ένα πλοίο, και θα επιμείνω σε αυτό».

«Άκου καλά», του απάντησε, κάνοντας τη φωνή της να ηχεί σαν να ήταν αξιωματικός καταστρώματος, αν κι ο άντρας δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα. Το καταραμένο το φόρεμα θα έφταιγε.

«Θα χρειαστείς πλήρωμα», είπε ο Μπέυλ, προλαβαίνοντας τα λόγια της. «Μπορώ να σου βρω, ακόμα κι εδώ που είμαστε».

«Και τι να το κάνω; Δεν διαθέτω πλοίο. Αλλά και να διέθετα, που θα μπορούσα να πάω για να μη με βρει ο Αναζητητής;»

Ο Μπέυλ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, λες κι αυτό δεν τον αφορούσε. «Κατά πρώτον, χρειάζεσαι πλήρωμα. Αναγνώρισα αυτόν τον νεαρό στην κουζίνα, εκείνον που είχε την κοπελιά στα γόνατα του. Σταμάτα να κάνεις γκριμάτσες. Λίγα φιλάκια δεν κάνουν κακό».

Η γυναίκα ορθώθηκε, έτοιμη να τον βάλει στη θέση του. Τον κοίταζε συνοφρυωμένη, χωρίς να κάνει την παραμικρή γκριμάτσα. Εκείνο το ζευγάρι χαϊδευόταν δημοσίως, σαν τα ζώα, κι ο Μπέυλ αποτελούσε ιδιοκτησία της! Ήταν ανεπίτρεπτο να της μιλάει έτσι!

«Ονομάζεται Ματ Κώθον», συνέχισε ο Μπέυλ, μόλις η γυναίκα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. «Κρίνοντας από τα ρούχα του, είναι κοσμογυρισμένος. Την πρώτη φορά που τον είδα, φορούσε το πανωφόρι ενός αγρότη και το έσκαγε από τους Τρόλοκ σε ένα μέρος που ακόμα κι οι ίδιοι οι Τρόλοκ φοβούνται. Την τελευταία φορά δε, η μισή πόλη της Ασπρογέφυρας σχεδόν καιγόταν, κι ένας Μυρντράαλ προσπαθούσε να σκοτώσει αυτόν και τους φίλους του. Δεν το είδα με το μάτια μου βέβαια, αλλά αποκλείεται να συνέβη κάτι άλλο. Οποιοσδήποτε επιβιώνει των Τρόλοκ και των Μυρντράαλ είναι πολύ χρήσιμος. Ειδικά τώρα, νομίζω».

«Κάποια μέρα», γρύλισε η γυναίκα, «θα πρέπει να συναντήσω κάποιον από αυτούς τους Τρόλοκ ή τους Μυρντράαλ, για τους οποίους μιλάς». Σίγουρα, δεν θα ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο φοβεροί όσο τους περιέγραφε.

Ο άντρας μειδίασε και κούνησε το κεφάλι του. Ήξερε πολύ καλά την άποψη της Εγκήνιν για τα περιβόητα Σκιογεννήματα. «Και το καλύτερο, ο νεαρός Άρχοντας Κώθον είχε συντρόφους στο πλοίο μου, κατάλληλοι κι αυτοί για την περίσταση. Τον έναν τον γνωρίζεις. Είναι ο Θομ Μέριλιν».

Η Εγκήνιν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ο Μέριλιν ήταν ένας γερο-πανούργος, αλλά κι επικίνδυνος. Επιπλέον, ήταν μαζί με εκείνες τις δύο Άες Σεντάι όταν η ίδια συνάντησε τον Μπέυλ. «Υπάρχει συνωμοσία, Μπέυλ; Πες μου, σε παρακαλώ». Κανένας δεν παρακαλούσε μια ιδιοκτησία, ακόμα κι αν ήταν σο’τζίν. Εκτός κι αν ήθελε απεγνωσμένα κι όσο τίποτα άλλο να πληροφορηθεί κάτι.

Κουνώντας ξανά το κεφάλι του, ο άντρας άπλωσε το χέρι του στο πέτρινο τζάκι και κοίταξε βλοσυρά τις φλόγες. «Για τις Άες Σεντάι, οι συνωμοσίες είναι κάτι τόσο φυσικό όσο το κολύμπι για τα ψάρια. Θα μπορούσαν να στήσουν κάποια πλεκτάνη με τη Σούροθ, αλλά το ζήτημα είναι αν θα το δεχόταν η ίδια. Πρόσεξα πώς κοίταξε τις νταμέην, λες κι ήταν ψωραλέα σκυλιά, γεμάτα ψύλλους και κολλητικές αρρώστιες. Άραγε, θα καταδεχόταν να μιλήσει σε Άες Σεντάι;» Την κοίταξε, και τα μάτια του ήταν καθαρά κι ορθάνοιχτα, χωρίς να κρύβουν το παραμικρό. «Θα είμαι ειλικρινής. Ορκίζομαι στον τάφο της γιαγιάς μου ότι δεν έχω ιδέα περί σκευωρίας. Αλλά ακόμα κι αν είχα υπ’ όψιν μου δέκα σκευωρίες, δεν θα άφηνα ποτέ αυτόν τον Αναζητητή να σου κάνει κακό, όποιο κι αν ήταν το τίμημα». Τα λόγια αυτά θα έβγαιναν από το στόμα οποιουδήποτε πιστού σο’τζίν. Όπως και να έχει, δεν είχε ακούσει ποτέ της κανέναν σο’τζίν τόσο ευθύ, αλλά τα συναισθήματα παρέμεναν τα ίδια. Μόνο που ήξερε ότι δεν εννοούσε ακριβώς αυτό που είπε, δεν θα μπορούσε να το εννοεί.

«Σ’ ευχαριστώ, Μπέυλ». Η σταθερή φωνή ήταν απαραίτητη για κάποιον που προστάζει, αλλά η γυναίκα ένιωσε υπερηφάνεια που κατάφερε τη συγκεκριμένη στιγμή να διατηρήσει σταθερή τη δική της. «Βρες, αν γίνεται, αυτόν τον Άρχοντα Κώθον και τον Θομ Μέριλιν. Ίσως μπορεί να γίνει κάτι».

Ο Μπέυλ δεν υποκλίθηκε πριν φύγει, αλλά η Εγκήνιν ούτε καν σκέφτηκε να τον κατσαδιάσει. Δεν είχε κανέναν σκοπό να αφήσει τον Αναζητητή να τη συλλάβει. Θα έκανε τα πάντα για να τον σταματήσει, κι αυτή ήταν μια απόφαση που είχε πάρει προτού ακόμα ελευθερώσει την Μπέθαμιν. Γέμισε την κούπα μέχρι το χείλος με μπράντυ, σκοπεύοντας να μεθύσει τόσο, ώστε να μην μπορεί ούτε να σκεφτεί, αλλά αντί γι’ αυτό απέμεινε να ατενίζει το σκουρόχρωμο υγρό χωρίς να πίνει γουλιά. Ήταν αποφασισμένη να κάνει ό,τι χρειαζόταν. Μα το Φως, δεν ήταν καλύτερη από την Μπέθαμιν! Και που το ήξερε, όμως, δεν άλλαζε τίποτα. Ό,τι χρειαζόταν.

Загрузка...