7 Οι Δρόμοι του Κάεμλυν

Η ακολουθία της Ηλαίην τράβηξε αρκετά την προσοχή καθώς περιδιάβαινε στο Κάεμλυν, σουλατσάροντας σε δρόμους που ανηφόριζαν και κατηφόριζαν, ανάλογα με τη διάταξη των λόφων της πόλης. Ο Χρυσός Κρίνος στην μπροστινή πλευρά του πορφυρού μανδύα της που ήταν επενδυμένος με γούνα, ήταν αρκετός για να κάνει τους πολίτες της πρωτεύουσας να την αναγνωρίσουν, αλλά είχε σηκώσει την κουκούλα της έτσι που να πλαισιώνει το πρόσωπό της, για να φαίνεται ξεκάθαρα το μοναδικό χρυσό ρόδο πάνω στο διάδημα της Κόρης-Διαδόχου. Δεν ήταν απλώς η Υψηλή Έδρα του Οίκου Τράκαντ αλλά η Κόρη-Διάδοχος. Προς γνώση και συμμόρφωση όλων.

Οι θόλοι της Νέας Πόλης λαμπύριζαν λευκοί και χρυσαφιοί στο απαλό πρωινό φως κι οι παγοκρύσταλλοι στραφτάλιζαν στα γυμνά κλωνάρια των δέντρων, που ορθώνονταν στα κεντρικά σημεία των κεντρικών οδών. Μολονότι ο ήλιος προσέγγιζε το ζενίθ του, δεν εξέπεμπε θερμότητα, παρά έναν μακάρια ασυννέφιαστο ουρανό. Ευτυχώς, σήμερα δεν φυσούσε. Ωστόσο, η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά κρύα για να της παγώνει την ανάσα, μια κι είχαν καθαρίσει το λιθόστρωτο από το χιόνι ακόμα και στα πιο στενά και στριφογυριστά σημεία, η πόλη ήταν και πάλι ζωντανή κι οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο και κίνηση. Αμαξηλάτες και καροτσέρηδες, εξίσου προσκολλημένοι στη δουλειά τους όσο τα άλογα στους άξονες των οχημάτων, έσφιγγαν καρτερικά τους μανδύες πάνω στα κορμιά τους καθώς προχωρούσαν αργά ανάμεσα στο πλήθος. Μια μεγάλη άμαξα που μετέφερε νερό προσπέρασε κάνοντας σαματά, άδεια, κρίνοντας από τον θόρυβο που παρήγε, με σκοπό να ξαναγεμίσει, για να αντιμετωπίσει τους συχνούς εμπρησμούς. Κάποιοι πλανόδιοι πωλητές και γυρολόγοι αψηφούσαν την παγωνιά, για να διαλαλήσουν την πραμάτεια τους, αλλά οι περισσότεροι πήγαιναν βιαστικοί στις δουλειές τους, ανυπομονώντας να βρεθούν το συντομότερο δυνατό στη ζεστασιά των σπιτιών τους. Όχι, βέβαια, πως η βιασύνη τους σήμαινε ότι κινούνταν πολύ γρήγορα. Η πόλη είχε διογκωθεί, ο πληθυσμός είχε αυξηθεί περισσότερο κι από αυτόν της Ταρ Βάλον. Τα στίφη ήταν τόσο πολλά, ώστε ακόμα κι οι λίγοι έφιπποι αδυνατούσαν να κινηθούν γρηγορότερα από τους πεζούς. Όλο το πρωινό, η Ηλαίην δεν είχε δει περισσότερες από δύο ή τρεις άμαξες, που διέσχιζαν με κόπο τους δρόμους. Αν οι επιβάτες τους δεν ήταν ανάπηροι ή δεν έπρεπε να διανύσουν μεγάλη απόσταση, τότε σίγουρα ήταν τρελοί.

Όσοι πρόσεχαν εκείνη και την ομάδα της σταματούσαν, έστω και για λίγο, ενώ μερικοί την έδειχναν στους υπόλοιπους ή σήκωναν ψηλά τα παιδιά τους, για να έχουν καλύτερη θέα, ώστε να μπορούν να πουν κάποια μέρα στα δικά τους παιδιά ότι είχαν δει την Ηλαίην. Το θέμα ήταν αν θα έλεγαν ότι είχαν δει τη μελλοντική Βασίλισσα ή απλώς μια γυναίκα που διοικούσε την πόλη για ένα διάστημα. Οι περισσότεροι απλά ατένιζαν, μα πού και πού κάποιες φωνές κραύγαζαν «Τράκαντ! Τράκαντ!» ή «Ηλαίην και Άντορ!» στο πέρασμά της. Θα ήταν καλύτερο αν υπήρχαν πιο πολλές επευφημίες, προφανώς όμως η σιωπή ήταν προτιμότερη από τους εμπαιγμούς. Οι Αντορινοί ήταν ντόμπροι άνθρωποι, αν κι όχι περισσότερο από τους Καεμλυνούς. Επαναστάσεις είχαν ξεσπάσει και βασίλισσες είχαν χάσει τους θρόνους τους, μόνο και μόνο επειδή οι Καεμλυνοί βγήκαν στους δρόμους να βροντοφωνάξουν την αντίθεση τους.

Μια παγερή σκέψη έκανε την Ηλαίην να ανατριχιάσει. Όποιος κατέχει το Κάεμλυν, κατέχει το Άντορ, έλεγε η παλιά ρήση· αυτό δεν ήταν απολύτως αλήθεια, όπως είχε αποδείξει ο Ραντ, ωστόσο το Κάεμλυν ήταν η καρδιά του Άντορ. Διεκδικούσε την πόλη —το Λάβαρο του Λιονταριού και το Ασημένιο Κλειδί των Τράκαντ μοιράζονταν τη δόξα του τόπου πάνω στα προπύργια των εξωτερικών τειχών— αλλά δεν είχε κατακτήσει ακόμα την καρδιά του Κάεμλυν, κάτι πολύ πιο σημαντικό από το να έχει κατακτήσει τις πέτρες και τα κονιάματα.

Όλοι τους θα με επευφημούν κάποια μέρα, υποσχέθηκε στον εαυτό της. Θα κερδίσω την επιδοκιμασία τους. Σήμερα, εντούτοις, οι πολυπληθείς δρόμοι φάνταζαν μοναχικοί ανάμεσα σε αυτές τις ελάχιστες φωνές που υψώνονταν στον αέρα. Ευχήθηκε να είχε μαζί της την Αβιέντα, έτσι για παρέα, αλλά η Αβιέντα δεν έβλεπε κανέναν λόγο να ανέβει σε άλογο μόνο και μόνο για να βολτάρει στην πόλη. Εν πάση περιπτώσει, η Ηλαίην την ένιωθε. Ήταν διαφορετικό από τον δεσμό με την Μπιργκίτε, αλλά μπορούσε να νιώσει την παρουσία της αδελφής της στην πόλη, όπως όταν διαισθάνεσαι ότι σε ένα δωμάτιο υπάρχει κάποιος που δεν βλέπεις, κι αυτό ήταν ιδιαίτερα ανακουφιστικό.

Η παρέα της τραβούσε κι αυτή την προσοχή. Ύστερα από τρία σχεδόν χρόνια ως Άες Σεντάι, το σκοτεινό, τετραγωνισμένο πρόσωπο της Σάριθα δεν είχε αποκτήσει ακόμα το απροσδιόριστο της ηλικίας, κι η ίδια έμοιαζε με πλούσια εμπόρισσα, έτσι όπως ήταν ντυμένη με το καφεκίτρινο μάλλινο και με την τεράστια πόρπη από ασήμι και ζαφείρια, που συγκρατούσε τον μανδύα της. Ο Πρόμαχός της, Νεντ Γιάρμαν, την ακολουθούσε κατά πόδας και σίγουρα τραβούσε τα βλέμματα. Ψηλός, πλατύστερνος νεαρός, με λαμπερά, γαλανά μάτια και με μαλλιά κίτρινα σαν το στάχυ, που σχημάτιζαν μπούκλες στους ώμους του· φορούσε έναν απαστράπτοντα μανδύα Προμάχου, ο οποίος τον έκανε να φαίνεται σαν ένα ασώματο κεφάλι αιωρούμενο πάνω από ένα ψηλό, γκρίζο ευνουχισμένο ζώο, που κι αυτό έμοιαζε να χάνεται στα σημεία όπου ο μανδύας κάλυπτε τους γοφούς του. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι ήταν, ή για το ότι η παρουσία του ανακοίνωνε την ύπαρξη μια Άες Σεντάι. Πάντως, κι οι υπόλοιπες της συντροφιάς τραβούσαν εξίσου τα βλέμματα, έτσι όπως σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από την Ηλαίην και πάσχιζαν να βαδίσουν ανάμεσα στον όχλο. Οκτώ γυναίκες με τα κόκκινα πανωφόρια, τις στιλβωμένες περικεφαλαίες και τους θώρακες της Βασιλικής Φρουράς δεν ήταν κάτι που έβλεπες καθημερινά. Πόσω μάλλον στο παρελθόν. Τις είχε επιλέξει η ίδια από τις νεοφερμένες που είχαν στρατολογηθεί προσφάτως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Η υπολοχαγός τους, η Κάσεϊλ Ρασκόβνι, λυγερόκορμη και σκληροτράχηλη όπως κάθε Αελίτισσα Κόρη, αποτελούσε μια σπάνια εξαίρεση, μια κι ήταν φρουρός μιας εμπόρισσας που είχε είκοσι χρόνια στην πιάτσα, όπως έλεγε κι η ίδια. Τα ασημένια κουδουνάκια πάνω στη χαίτη του ρωμαλέου και παρδαλού ευνουχισμένου της ζώου μαρτυρούσαν ότι ήταν Αραφελινή, παρ’ όλο που το παρελθόν της ήταν πολύ ομιχλώδες. Η μόνη Αντορινή ανάμεσα στις οκτώ ήταν μία γκριζομάλλα με γαλήνιο πρόσωπο και φαρδιούς ώμους, η Ντένι Κόλφορντ, η οποία μέχρι πρότινος ήταν υπεύθυνη για την τάξη σε μια ταβέρνα αμαξηλατών στο Κάτω Κάεμλυν, εκτός των τειχών· άλλη μία σκληρή και σπάνια δουλειά για γυναίκα. Η Ντένι δεν ήξερε ακόμη πώς να χρησιμοποιεί το ξίφος που είχε περασμένο στον γοφό της, αλλά η Μπιργκίτε έλεγε πως είχε πολύ γρήγορα χέρια κι ακόμη γρηγορότερα μάτια, ενώ ήταν ειδήμων στη χρήση του στενόμακρου ροπάλου, το οποίο κρεμόταν από την άλλη μεριά του ξίφους. Οι υπόλοιπες ήταν Κυνηγοί του Κέρατος, γυναίκες ανόμοιες, ψηλές και κοντές, λυγερόκορμες και παχουλές, με υγρά μάτια, γκρίζα μαλλιά και με ποικίλο παρελθόν, μολονότι μερικές ήταν εξίσου διακριτικές με την Κάσεϊλ, ενώ άλλες σίγουρα υπερέβαλλαν όσον αφορά στην πρωτύτερη ζωή τους. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν θεωρούνταν ασυνήθιστο ανάμεσα στους Κυνηγούς. Είχαν αδράξει την ευκαιρία να καταχωριστούν στη λίστα της Φρουράς, ωστόσο. Και, το σημαντικότερο, είχαν υποβληθεί επιτυχώς στην εξονυχιστική επιθεώρηση της Μπιργκίτε.

«Οι δρόμοι αυτοί δεν είναι ασφαλείς για σένα», είπε ξαφνικά η Σάριθα, σπιρουνίζοντας το καστανό άλογό της, για να έρθει πλάι στο μαύρο μουνούχι της Ηλαίην. Ο Πυρόκαρδος κατάφερε σχεδόν να δαγκάσει ελαφρά την κομψή φοράδα, πριν η Ηλαίην αποτραβήξει το κεφάλι του. Το δρομάκι ήταν στενό στο συγκεκριμένο σημείο, πιέζοντας τα πλήθη κι αναγκάζοντας τις Φρουρούς να μαζευτούν πιο κοντά. Το πρόσωπο της Καφετιάς αδελφής αντικατόπτριζε την αυτοπειθαρχία μιας Άες Σεντάι, μα η ολοφάνερη ανησυχία προσέδιδε έναν κοφτό τόνο στη φωνή της. «Με τόσο στρίμωγμα, θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε. Θυμήσου ποιος μένει στον Ασημένιο Κύκνο, λιγότερο από δύο μίλια μακριά από δω. Δέκα αδελφές σε ένα πανδοχείο μάλλον δεν ψάχνουν τις όμοιες τους για παρέα. Μπορεί κάλλιστα να τις έχει στείλει η Ελάιντα».

«Μπορεί και όχι», αποκρίθηκε ήρεμα η Ηλαίην, πολύ πιο ήρεμα απ’ όσο πραγματικά αισθανόταν. Πάρα πολλές αδελφές περίμεναν την έκβαση της μάχης ανάμεσα στην Ελάιντα και στην Εγκουέν. Δύο εξ αυτών είχαν αποχωρήσει από τον Ασημένιο Κύκνο κι άλλες τρεις είχαν έρθει με την άφιξή της στο Κάεμλυν. Δεν έδιναν την εντύπωση ότι εκτελούσαν κάποια αποστολή. Επιπλέον, καμία δεν ανήκε στο Κόκκινο Άτζα· η Ελάιντα σίγουρα θα συμπεριλάμβανε Κόκκινες. Κι όμως, δεν ήταν διόλου παράλογο να τις παρακολουθούν, αν και δεν είχε κάνει την παραμικρή νύξη στη Σάριθα. Η Ελάιντα την ήθελε όσο τίποτε άλλο, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε μια αδέσποτη Αποδεχθείσα ή κάποια σχετική με την Εγκουέν και από αυτές που η Ελάιντα αποκαλούσε επαναστάτριες. Για ποιο λόγο, δεν μπορούσε να καταλάβει. Μια βασίλισσα που ήταν ταυτοχρόνως Άες Σεντάι θα ήταν σίγουρα μεγάλο έπαθλο για τον Λευκό Πύργο, αλλά δεν θα γινόταν βασίλισσα αν την άρπαζαν και την πήγαιναν πίσω, στην Ταρ Βάλον. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Ελάιντα είχε δώσει διαταγή να τη φέρουν πίσω με οποιονδήποτε δυνατό τρόπο, πριν παρουσιαστεί ευκαιρία να ανέβει στον θρόνο για πολλά χρόνια. Ήταν ένας γρίφος, που την είχε απασχολήσει περισσότερες από μία φορές, από τότε που η Ρόντε Μακούρα τής έδωσε εκείνο το βρωμερό ποτό, το οποίο άμβλυνε την ικανότητα μιας γυναίκας να διαβιβάσει. Ένας πολύ ανησυχητικός γρίφος, ειδικά τώρα που ανήγγειλε την παρουσία της στον κόσμο.

Το βλέμμα της καρφώθηκε για λίγη ώρα πάνω σε μια μαυρομάλλα γυναίκα με μπλε χιτώνα και τραβηγμένη προς τα πίσω κουκούλα. Η γυναίκα ίσα-ίσα που της έριξε μια ματιά, πριν αποτραβηχτεί στο εσωτερικό ενός κηροποιείου. Ένας βαρύς υφασμάτινος σάκος κρεμόταν από τον ώμο της. Δεν είναι Άες Σεντάι, αποφάνθηκε η Ηλαίην. Απλώς άλλη μια γυναίκα με πολύ καλή όψη για την ηλικία της, όπως η Ζάιντα. «Όπως και να έχει», συνέχισε με σταθερή φωνή, «δεν πρόκειται να αφήσω τον φόβο της Ελάιντα να με κατατρώει». Μα, τι σκάρωναν εκείνες οι αδελφές στον Ασημένιο Κύκνο;

Η Σάριθα ρουθούνισε, κι όχι πολύ ευγενικά· ήταν έτοιμη να κάνει κάποια κίνηση απόγνωσης, αλλά το σκέφτηκε καλύτερα. Πού και πού, η Ηλαίην έπιανε περίεργες ματιές εκ μέρους κάποιας από τις υπόλοιπες αδελφές του Παλατιού, η οποία αναμφίβολα αναλογιζόταν πώς είχε ανατραφεί, ωστόσο, επιφανειακά τουλάχιστον, την αποδέχονταν ως Άες Σεντάι κι αναγνώριζαν ότι ήταν ανώτερη όλων, εκτός της Νυνάβε. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν αρκετό για να τις κάνει να μην εκφράζονται, και μάλιστα συχνά με πολύ πιο ωμό τρόπο απ’ ό,τι απέναντι σε μια αδελφή ίδιας βαθμίδας, η οποία είχε αποκτήσει το επώμιο με πολύ πιο συνηθισμένο τρόπο. «Εντάξει, λοιπόν, ξέχνα την Ελάιντα», είπε η Σάριθα, «και θυμήσου ποιος άλλος θα ήθελε να σε βάλει στο χέρι. Μια εύστοχη βολή με πέτρα, και γίνεσαι ένας αναίσθητος σωρός, που εύκολα μπορούν να τσουβαλιάσουν και να χαθούν μέσα στο πανδαιμόνιο».

Γιατί έπρεπε, σώνει και καλά, η Σάριθα να της πει το αυτονόητο; Σε τελική ανάλυση, η απαγωγή άλλων διεκδικητών του θρόνου κόντευε να γίνει έθιμο. Θα στοιχημάτιζε τα πάντα πως κάθε ενάντιός της Οίκος διέθετε υποστηρικτές στο Κάεμλυν, οι οποίοι περίμεναν μια απλή ευκαιρία. Όχι ότι αναγκαστικά θα πετύχαιναν, όσο είχε τη δυνατότητα της διαβίβασης τουλάχιστον, αλλά με την πρώτη ευκαιρία σίγουρα θα δοκίμαζαν. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό της πως το να φτάσει στο Κάεμλυν συνεπαγόταν την ασφάλειά της.

«Αν δεν τολμώ να βγω από το Παλάτι, Σάριθα, δεν θα κερδίσω ποτέ την εμπιστοσύνη του κόσμου», είπε ήρεμα. «Πρέπει να με βλέπουν γύρω τους, ήρεμη κι άφοβη». Να γιατί είχε πάρει μονάχα οκτώ Φρουρούς από τους πενήντα που ήθελε η Μπιργκίτε. Αυτή η γυναίκα αρνούνταν να δει ξεκάθαρα τις αλήθειες της πολιτικής. «Άσε που, μ’ εσένα παρούσα, θα χρειάζονταν δύο εύστοχες βολές».

Η Σάριθα ρουθούνισε ξανά, αλλά η Ηλαίην κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αγνοήσει την ξεροκεφαλιά της γυναίκας. Ευχήθηκε να μπορούσε να αγνοήσει και την ίδια της την παρουσία, πράγμα αδύνατον όμως. Είχε περισσότερους λόγους για αυτή τη βόλτα από το να τη δει απλώς ο κόσμος. Ο Χάλγουιν Νόρυ τής είχε παραδώσει εγγράφως πρόσωπα και γεγονότα, αν κι η νωθρή φωνή του Αρχιγραμματέα τής προκαλούσε νύστα, ωστόσο ήθελε να τα διαπιστώσει αυτοπροσώπως. Ο Νόρυ είχε την ικανότητα να κάνει μια εξέγερση να ακούγεται τόσο αδιάφορη όσο μια αναφορά για την κατάσταση των δεξαμενών της πόλης ή για τα έξοδα καθαρισμού των υπονόμων.

Τα πλήθη πλημμύριζαν από ξενομερίτες, Καντορινούς με διχαλωτές γενειάδες, Ιλιανούς με μούσια που άφηναν γυμνό το πάνω μέρος τους χείλους, Αραφελινούς με ασημιές καμπανούλες στις πλεξούδες τους, Ντομανούς με χαλκόχρωμο δέρμα, Αλταρανούς με ελαιόχρωμη επιδερμίδα, σκουρόχρωμους Δακρυνούς και Καιρχινούς που ξεχώριζαν για το κοντό τους ανάστημα και για το ωχρό τους δέρμα. Κάποιοι εξ αυτών ήταν έμποροι, που αιφνιδιάστηκαν από τη σφοδρή έλευση του χειμώνα ή ήλπιζαν να νικήσουν τον ανταγωνισμό, άνθρωποι με γαλήνια και φουσκωμένα πρόσωπα, οι οποίοι γνώριζαν καλά πως το εμπόριο ήταν η ζωογόνος δύναμη των εθνών, και καθένας τους ισχυριζόταν πως ήταν σημαντικός παράγοντας αυτού του εμπορίου, ακόμα κι όταν τον πρόδιδε κάποιο ξεβαμμένο πανωφόρι ή κάποια πόρπη από μπρούντζο και γυαλί. Πολλοί από τους πεζούς φορούσαν φθαρμένα κι ατημέλητα πανωφόρια, παντελόνια που τους έφταναν έως τα γόνατα, ρούχα με κουρελιασμένα στριφώματα και τριμμένους μανδύες, όσοι από δαύτους είχαν στην κατοχή τους μανδύες. Ήταν πρόσφυγες, που είτε διώχτηκαν από τα σπίτια τους εξαιτίας κάποιου πολέμου, είτε πήραν τους δρόμους, οδηγημένοι από την πίστη ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε σπάσει κάθε δεσμό που τους έδενε με το παρελθόν. Προσπαθούσαν να προστατευτούν από το κρύο, αποκαμωμένοι και καταβεβλημένοι, κι άφηναν τον εαυτό τους να παρασύρεται και να σπρώχνεται από την ακατάπαυτη ροή του πλήθους, γύρω τους.

Παρακολουθώντας μια γυναίκα με κενό βλέμμα να πασχίζει να προχωρήσει μέσα από το πλήθος κρατώντας σφιχτά ένα μικρό παιδί στον ώμο της, η Ηλαίην ψαχούλεψε μέσα στο πουγκί της, έβγαλε ένα νόμισμα και το έδωσε σε μια Φρουρό, μια γυναίκα με μάγουλα σαν μήλα και ψυχρά μάτια. Η Τζίγκαν ισχυριζόταν ότι ήταν Γκεαλντανή, θυγατέρα ενός ελάσσονος αριστοκράτη· αν μη τι άλλο, ίσως ήταν Γκεαλντανή, τελικά. Όταν η Φρουρός έγειρε μπροστά, για να δώσει το νόμισμα στη γυναίκα, εκείνη συνέχισε να προχωράει τρικλίζοντας, χωρίς να προσέχει γύρω της, χωρίς να βλέπει τίποτα. Υπήρχαν πολλοί σαν αυτή στην πόλη. Το Παλάτι τάιζε χιλιάδες από δαύτους κάθε μέρα, στήνοντας πρόχειρες κουζίνες σε όλη την πόλη, αλλά δεν ήταν λίγοι αυτοί που δεν έβρισκαν καν τη δύναμη να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί ή λίγη σούπα. Η Ηλαίην έκανε μια ευχή για τη μητέρα και το παιδί καθώς ξανάβαζε το νόμισμα στο πουγκί της.

«Δεν είναι δυνατόν να τους θρέψεις όλους», είπε σιγανά η Σάριθα.

«Τα παιδιά δεν επιτρέπεται να λιμοκτονούν στο Άντορ», αποκρίθηκε η Ηλαίην, λες κι ανακοίνωνε κάποιο διάταγμα. Όμως, δεν είχε ιδέα πώς να βάλει τέλος σε αυτή την κατάσταση. Το φαγητό ήταν άφθονο στην πόλη, αλλά κανείς δεν μπορούσε να διατάξει τον κόσμο να φάει.

Κατά τον ίδιο τρόπο, είχαν έρθει στο Κάεμλυν και μερικοί από τους υπόλοιπους ξένους, άντρες και γυναίκες που δεν φορούσαν πια κουρέλια και δεν είχαν στοιχειωμένα πρόσωπα. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους είχε αναγκάσει να φύγουν από τα σπίτια τους, είχαν αρχίσει ήδη να σκέφτονται πως αρκετά ταξίδεψαν, κι αναλογίζονταν τις δουλειές και τα υπάρχοντα που άφησαν πίσω. Στο Κάεμλυν, ωστόσο, όποιος ήξερε σχετικά καλά κάποια τέχνη κι είχε το ανάλογο κίνητρο, δεν θα δυσκολευόταν να βρει εργοδότη. Ετούτες τις μέρες άνοιγαν καινούργιες δουλειές στην πόλη. Η Ηλαίην, μόνο στη διάρκεια του πρωινού, είχε ήδη εντοπίσει τρία ωρολογοποιεία! Εντός του οπτικού της πεδίου υπήρχαν δύο μαγαζιά που πουλούσαν φυσητό γυαλί, ενώ σχεδόν τριάντα βιοτεχνίες είχαν ξεπεταχτεί στα βόρεια της πόλης. Από δω και πέρα, το Κάεμλυν θα εξήγε γυαλί και κρυστάλλους, και δεν θα ήταν αναγκασμένο να τα εισάγει. Η πόλη διέθετε πλέον και κατασκευαστές δαντελών, εξίσου περίτεχνων με του Λάγκαρντ, πράγμα λογικό, μια και σχεδόν όλοι είχαν έρθει από εκεί.

Όλα αυτά τής έφτιαξαν λίγο τη διάθεση —και μόνο οι φόροι, που θα πλήρωναν αυτοί οι τεχνίτες, θα βοηθούσαν, μολονότι θα περνούσε καιρός μέχρι να υπάρξει αποτέλεσμα— αλλά υπήρχαν και κάποιοι άλλοι ανάμεσα στο πλήθος, που τραβούσαν πιότερο την προσοχή της. Ξένοι ή Αντορινοί, οι μισθοφόροι ξεχώριζαν εύκολα, καθότι άντρες με σκληροτράχηλα πρόσωπα και ξίφη ζωσμένα στα πλευρά τους, που περπατούσαν κορδωμένοι, ακόμα κι όταν αναγκάζονταν να σέρνονται εξαιτίας της πολυκοσμίας. Εξίσου οπλισμένοι ήταν κι οι φρουροί των εμπόρων, τραχείς τύποι που παραμέριζαν άγρια τους περισσότερους από αυτούς που έμπαιναν στον δρόμο τους, παρ’ όλο που, συγκριτικά με τους μισθοφόρους, έδιναν την εντύπωση ότι ήταν υποταγμένοι και νηφάλιοι. Και, σε τελική ανάλυση, είχαν λιγότερα σημάδια επάνω τους. Οι έμποροι ήταν σκόρπιοι ανάμεσα στο πλήθος σαν σταφίδες σε κέικ. Έχοντας έναν τόσο μεγάλο συνεταιρισμό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την έλλειψη χειμερινών υπαλλήλων, η Ηλαίην δεν πίστευε πως θα τα έβγαζαν εύκολα πέρα. Εκτός, όπως φοβόταν η Ντυέλιν, αν κοστολογούσαν το Άντορ. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να βρει αρκετούς άντρες, ώστε οι ξένοι να μην αποτελούν την πλειονότητα στη Φρουρά. Και τα χρήματα για να τους πληρώσει.

Ξαφνικά, αντιλήφθηκε την Μπιργκίτε. Η γυναίκα ήταν θυμωμένη —όπως τόσο συχνά τελευταία— κι ερχόταν προς το μέρος της. Φαινόταν οργισμένη και την πλησίαζε γοργά. Ο συνδυασμός αυτός ήταν θανατηφόρος, κι η Ηλαίην ένιωσε καμπανάκια να χτυπούν μέσα στο κεφάλι της.

Διέταξε αμέσως επιστροφή στο Παλάτι από τον πιο σύντομο δρόμο —από εκεί ερχόταν η Μπιργκίτε. Ο δεσμός θα την οδηγούσε κατευθείαν στην Ηλαίην— κι έστριψαν νότια στην επόμενη στροφή, στην Οδό Βελόνας. Η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για έναν αρκετά φαρδύ δρόμο, παρ’ όλο που ελισσόταν σαν ποτάμι, πότε ανεβαίνοντας και πότε κατεβαίνοντας τους λόφους, αλλά πριν από αρκετές γενεές ήταν γεμάτος με κατασκευαστές βελονών. Τώρα, λίγα μικρά πανδοχεία και ταβέρνες στριμώχνονταν ανάμεσα στους μαχαιροπώλες και στους ράφτες, κι υπήρχε κάθε είδους μαγαζί εκτός από βελονοπωλεία.

Πριν ακόμα φτάσουν στην Έσω Πόλη, η Μπιργκίτε τις βρήκε να ανεβαίνουν την Πάροδο του Αχλαδέμπορα, όπου μια χούφτα οπωροπώλες διατηρούσαν τα μαγαζιά που τους είχαν μεταβιβαστεί από την εποχή της Ισάρα, αν κι οι βιτρίνες τους δεν είχαν πολλά αγαθά αυτή την εποχή του χρόνου. Παρά τα πλήθη, η Μπιργκίτε προχωρούσε με τριποδισμό, με τον κόκκινο χιτώνα να ανεμίζει πίσω της, κάνοντας στην μπάντα τον κόσμο δεξιά κι αριστερά κι επιβραδύνοντας το ψηλόλιγνο, γκρίζο άτι της μόλις τους πρόσεξε μπροστά της.

Σαν να ήθελε να επανορθώσει για τη βιασύνη της, έμεινε ένα λεπτό ακίνητη, για να κοιτάξει εξεταστικά τις γυναίκες Φρουρούς και να ανταποδώσει τον χαιρετισμό της Κάσεϊλ πριν στρέψει το άλογό της προς τη μεριά της Ηλαίην. Αντίθετα με τις άλλες γυναίκες, δεν είχε ούτε ξίφος ούτε θώρακα. Οι μνήμες των παρελθουσών ζωών της χάνονταν —έλεγε πως αδυνατούσε να θυμηθεί ξεκάθαρα οτιδήποτε πριν από την ίδρυση του Λευκού Πύργου, αν κι υπήρχαν κάποια σκόρπια κομμάτια που αναδύονταν πού και πού— ωστόσο ισχυριζόταν πως μόνο ένα πράγμα μπορούσε να ανακαλέσει εύκολα. Κάθε φορά που έκανε να χρησιμοποιήσει σπαθί, κόντευε να σκοτωθεί, κι αυτό είχε συμβεί περισσότερες από μία φορές. Το χορδισμένο της τόξο, πάντως, βρισκόταν μέσα σε μια δερμάτινη θήκη της σέλας, ενώ από την άλλη μεριά εξείχε η φαρέτρα με τα φτερωτά βέλη. Η οργή έβραζε μέσα της κι η κατσουφιασμένη της έκφραση βάθαινε καθώς μιλούσε.

«Ένα μισοπαγωμένο περιστέρι έφτασε στον περιστερώνα του Παλατιού πριν από λίγο με νέα από το Αρινγκίλ. Οι άντρες που συνόδευαν τη Νάεαν και την Ελένια έπεσαν σε ενέδρα και σκοτώθηκαν όλοι, ούτε πέντε μίλια μακριά από την πόλη. Ευτυχώς, ένα άλογο κατάφερε να επιστρέψει έχοντας αίμα πάνω στη σέλα του, ειδάλλως δεν θα μαθαίναμε τίποτα για βδομάδες. Αμφιβάλλω αν η μέχρι τώρα τύχη μας μπορεί να συμπεριλάβει τις δύο γυναίκες, που κράτησαν για λύτρα οι ληστοσυμμορίτες».

Ο Πυρόκαρδος χοροπήδησε για λίγο κι η Ηλαίην τού τράβηξε απότομα τα ηνία. Κάποιος ανάμεσα στο πλήθος φώναξε κάτι, το οποίο θα μπορούσε να είναι κραυγή θριάμβου για τους Τράκαντ. Ίσως κι όχι. Οι καταστηματάρχες, που πάσχιζαν να προσελκύσουν πελατεία, έκαναν αρκετή φασαρία, για να καταπνίξουν τα λόγια. «Ώστε έχουμε έναν σπιούνο στο Παλάτι», είπε, και την επόμενη στιγμή σφράγισε τα χείλη της, ευχόμενη να μην ξεστόμιζε τέτοια λόγια μπροστά στη Σάριθα.

Η Μπιργκίτε δεν φάνηκε να νοιάζεται στο ελάχιστο. «Εκτός κι αν υπάρχει κάποιος τα’βίρεν, που τριγυρίζει εδώ γύρω και για τον οποίον δεν ξέρουμε τίποτα», αποκρίθηκε ξερά. «Ίσως τώρα μου επιτρέψεις να κανονίσω εκείνο το θέμα με τον σωματοφύλακα. Μερικοί εκλεκτοί Φρουροί και...»

«Όχι!» Το Παλάτι ήταν το σπίτι της. Δεν θα ανεχόταν να τη φρουρούν κι εκεί. Έριξε μια ματιά στην Καφετιά αδελφή κι αναστέναξε. Η Σάριθα την άκουγε πολύ προσεκτικά. Δεν υπήρχε λόγος να κρατάει κάτι κρυφό. Όχι αυτό, τουλάχιστον. «Θα το πεις στην Αρχιυπηρέτρια;»

Η Μπιργκίτε τής έριξε μια λοξή ματιά που, συνδυασμένη με την έκρηξη της ήπιας οργής μέσω του κοινού τους δεσμού, υπονοούσε πως καλά θα έκανε να πάει στη γιαγιά της και να τη μάθει να πλέκει. «Σκοπεύει να ανακρίνει κάθε υπηρέτη που δεν βρίσκεται στην υπηρεσία της μητέρας σου τα τελευταία πέντε χρόνια τουλάχιστον. Δεν είμαι διόλου σίγουρη ότι δεν σκοπεύει να το κάνει. Έπρεπε να δεις το πρόσωπό της όταν της το είπα. Πολύ χάρηκα που έφυγα από το γραφείο της σώα κι αβλαβής. Προσωπικά, έχω υπ’ όψιν μου κάποιους άλλους». Εννοούσε τους Φρουρούς, αλλά δεν μπορούσε να το πει μπροστά στην Κάσεϊλ και στις υπόλοιπες. Η Ηλαίην δεν το θεωρούσε καλή λύση. Η στρατολόγηση έδινε στον καθένα μια τέλεια ευκαιρία να γίνει επίσης μέλος των κατασκόπων, χωρίς ωστόσο καμιά διαβεβαίωση ότι θα βρεθεί ποτέ στην κατάλληλη θέση για να μάθει κάτι χρήσιμο.

«Αν όντως υπάρχουν σπιούνοι στο Παλάτι», είπε ήρεμα η Σάριθα, «ίσως υπάρχει και κάτι ακόμα χειρότερο. Μάλλον θα πρέπει να αποδεχτείς την πρόταση της Αρχόντισσας Μπιργκίτε για σωματοφύλακα. Υπάρχει προηγούμενο». Η Μπιργκίτε έδειξε στην Καφετιά αδελφή τα δόντια της. Ως χαμόγελο, ήταν ολότελα αποτυχημένο. Παρ’ όλο που δεν της άρεσε να την αποκαλούν με τον τίτλο της, έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα στην Ηλαίην.

«Είπα όχι, και το εννοώ!» απάντησε κοφτά η Ηλαίην. Ένας ζητιάνος, που κρατούσε ένα σκούφο στα χέρια του και πλησίαζε τον αργοκίνητο κύκλο που σχημάτιζαν τα άλογα, με ένα πλατύ χαμόγελο, που άφηνε να φανούν τα κενά ανάμεσα στα δόντια του, μόρφασε και χάθηκε γρήγορα ανάμεσα στα πλήθη, πριν καν σκεφτεί να απλώσει χέρι στο πουγκί της. Η Ηλαίην δεν είχε ιδέα πόση οργή ήταν δική της και πόση της Μπιργκίτε, αλλά φαινόταν να είναι αρκετή.

«Έπρεπε να έχω πάει να τους μαζέψω εγώ η ίδια», γρύλισε με πίκρα. Αντ’ αυτού όμως, είχε υφάνει μια πύλη για τον αγγελιαφόρο κι είχε περάσει το υπόλοιπο της ημέρας σε συναντήσεις με εμπόρους και τραπεζίτες. «Σε τελική ανάλυση, θα μπορούσα να πάρω τη φρουρά του Αρινγκίλ και να τη χρησιμοποιήσω για συνοδεία μου. Δέκα άντρες έπεσαν νεκροί εξαιτίας του ατοπήματός μου! Και το χειρότερο είναι —μα το Φως, πράγματι είναι χειρότερο!— ότι, και πάλι, εξαιτίας αυτού του ατοπήματος, έχασα τη Νάεαν και την Ελένια!»

Η χοντρή, χρυσαφένια πλεξούδα της Μπιργκίτε, που κρεμόταν έξω από τον μανδύα της, μετακινήθηκε, καθώς η γυναίκα κούνησε με έμφαση το κεφάλι της. «Κατ’ αρχάς, οι βασίλισσες δεν τρέχουν από δω κι από κει, για να τα κάνουν όλα μόνες τους. Βασίλισσες είναι, που να πάρει!» Ο θυμός της κόπαζε κάπως, αλλά διαφαινόταν ακόμα ένας ελαφρύς εκνευρισμός, ενώ ο τόνος της φωνής της καθρέφτιζε και τα δύο. Επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να έχει η Ηλαίην έναν σωματοφύλακα, ακόμα και μέσα στο μπάνιο της εν ανάγκη. «Οι μέρες της περιπέτειας είναι παρελθόν για σένα. Το μόνο που μένει είναι να το σκάσεις κρυφά από το Παλάτι μεταμφιεσμένη, να αρχίσεις να περιπλανιέσαι μέσα στη νύχτα και να σε βρουν αργότερα με το κεφάλι ανοιγμένο από την επίθεση κάποιου παλικαρά που ούτε καν πήρες είδηση».

Η Ηλαίην ίσιωσε το κορμί της πάνω στη σέλα. Η Μπιργκίτε γνώριζε, φυσικά —δεν ήξερε κανέναν τρόπο για να αποφύγει τον δεσμό, παρ’ όλο που ήταν σίγουρη πως υπήρχε— αλλά δεν είχε κανένα δικαίωμα να ανακινήσει αυτό το θέμα τη συγκεκριμένη στιγμή. Αν η Μπιργκίτε άφηνε να υπονοηθούν πολλά, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να την ακολουθήσουν κι άλλες αδελφές μαζί με τους Προμάχους τους καθώς και μερικοί ουλαμοί Φρουρών. Ήθελαν όλοι τόσο πολύ την ασφάλειά της, ώστε καταντούσε γελοίο. Λες και δεν είχε πάει ποτέ στο Έμπου Νταρ, πόσω μάλλον στο Τάντσικο ή στο Φάλμε. Επιπλέον, το είχε κάνει ήδη μια φορά. Προς το παρόν. Έχοντας μαζί την Αβιέντα.

«Οι κρύοι, σκοτεινοί δρόμοι δεν συγκρίνονται με μια ζεστή φωτιά κι ένα ενδιαφέρον βιβλίο», είπε κάπως επιπόλαια η Σάριθα, σαν να μονολογούσε. Κοιτούσε εξεταστικά τα καταστήματα, από τα οποία περνούσαν, κι έμοιαζε επικεντρωμένη σε αυτά. «Προσωπικά, δεν μου αρέσει καθόλου να περπατάω σε ένα παγωμένο πεζοδρόμιο, ειδικά όταν είναι σκοτάδι, χωρίς να έχω μαζί μου ούτε ένα κερί. Οι νεαρές και χαριτωμένες γυναίκες πιστεύουν μερικές φορές πως ένα απλό ρούχο κι ένα βρώμικο πρόσωπο τις κάνει αόρατες». Η αλλαγή θέματος ήταν τόσο ξαφνική, και μάλιστα δίχως να αλλάξει στο ελάχιστο ο τόνος της φωνής, ώστε αρχικά η Ηλαίην δεν αντιλήφθηκε τι ακριβώς άκουγε. «Το να σε χτυπήσει κάποιος μεθυσμένος νταής και να σε σύρει σε κανένα σοκάκι είναι ο δύσκολος τρόπος για να μάθεις να σκέφτεσαι διαφορετικά. Βέβαια, αν είσαι αρκετά τυχερή να έχεις δίπλα σου μια φίλη, που να μπορεί να διαβιβάζει και που να μην τη χτύπησε κι αυτή ο παλικαράς... Αλλά δεν γίνεται να είσαι πάντα τυχερή. Δεν συμφωνείς, Αρχόντισσα Μπιργκίτε;»

Η Ηλαίην έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Η Αβιέντα είχε πει πως κάποιος τις ακολουθούσε, αλλά ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για απλό κλέφτη. Όπως και να έχει, δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Το άγριο βλέμμα της Μπιργκίτε υποσχόταν πως θα ακολουθούσε κάποια συζήτηση αργότερα. Αρνούνταν να καταλάβει πως ένας Πρόμαχος δεν είχε κατσαδιάσει την Άες Σεντάι της.

«Κατά δεύτερον», συνέχισε σκυθρωπά η Μπιργκίτε, «είτε μιλάμε για δέκα είτε για τριάκοσιους άντρες, το δυσάρεστο αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Που να καώ, το σχέδιο ήταν καλό. Δεν θα χρειάζονταν πολλοί άντρες για να φέρουν τη Νάεαν και την Ελένια στο Κάεμλυν χωρίς να το προσέξει κανείς. Αδειάζοντας τη φρουρά, τραβάς την προσοχή του κάθε περίεργου ανατολικά του Άντορ, κι όποιος την πάρει με το μέρος του δεν θα δίσταζε να φέρει μαζί του αρκετούς οπλισμένους άντρες για σιγουριά. Και πάνω απ’ όλα, το πιθανότερο είναι πως θα κρατούσαν το Αρινγκίλ. Μπορεί να μην έχει μεγάλη φρουρά, αλλά το Αρινγκίλ κρατάει μακριά κι αποδιοργανώνει όποιον επιθυμεί να κινηθεί εναντίον σου από τα ανατολικά, κι όσο περισσότεροι Φρουροί έρχονται από την Καιρχίν, τόσο καλύτερα, μια και σχεδόν όλοι σού είναι πιστοί». Για απλή τοξότης, όπως ισχυριζόταν, είχε καλή επίγνωση της κατάστασης. Το μόνο πράγμα στο οποίο δεν είχε αναφερθεί ήταν η απώλεια των τελωνειακών δασμών από το πλωτό εμπόριο.

«Και ποιος τους πήρε, Αρχόντισσα Μπιργκίτε;» ρώτησε η Σάριθα, σκύβοντας για να κοιτάξει πίσω από την Ηλαίην. «Να μία πολύ σοβαρή ερώτηση». Η Μπιργκίτε αναστέναξε ηχηρά, κλαψουρίζοντας σχεδόν.

«Φοβάμαι πως θα το μάθουμε σύντομα», αποκρίθηκε η Ηλαίην. Η Καφετιά αδελφή ανασήκωσε το φρύδι της γεμάτη αμφιβολία και πάσχισε να μη δείξει ότι τα δόντια της έτριζαν. Φαινόταν να το κάνει συχνά αυτό από τότε που είχε επιστρέψει.

Μια Ταραμπονέζα με πράσινο μεταξωτό χιτώνα έκανε στην άκρη καθώς περνούσαν τα άλογα κι, ενώ υποκλινόταν, οι λεπτές, στολισμένες με χάντρες πλεξούδες της πετάχτηκαν έξω από το κεφαλομάντιλό της. Η υπηρέτρια της, μια μικροκαμωμένη γυναίκα με τα χέρια γεμάτα με μικρά πακέτα, μιμήθηκε αδέξια την κυρά της. Οι δύο ευρύστερνοι άντρες που ακολουθούσαν, φρουροί που κουβαλούσαν ραβδιά με χάλκινους κρίκους, παρέμειναν στητοί και πανέτοιμοι. Τα μακριά και βαριά δερμάτινα πανωφόρια τους μπορούσαν να αποκρούσουν τα πάντα, πλην μιας αποφασιστικής μαχαιριάς.

Η Ηλαίην έγειρε ελαφρά το κεφάλι της καθώς περνούσαν, ως ανταπόκριση στην υπόκλιση της Ταραμπονέζας. Μέχρι στιγμής, κανείς από τους Αντορινούς περαστικούς δεν είχε υποκλιθεί. Το όμορφο πρόσωπο πίσω από το λεπτό βέλο της γυναίκας μαρτυρούσε ότι ήταν κάποιας ηλικίας για να είναι Άες Σεντάι. Μα το Φως, είχε τόσα στο κεφάλι της, για να ανησυχεί για την Ελάιντα τώρα!

«Είναι πολύ απλό, Σάριθα», είπε με προσεκτικά ελεγχόμενη φωνή. «Αν τις πήρε ο Τζάριντ Σάραντ, η Ελένια θα δώσει μια ευκαιρία στη Νάεαν. Να συντάξει τον οίκο Άρων με την Ελένια, δωροδοκώντας με κάποια κτήματα για τη Νάεαν σε αντάλλαγμα, αλλιώς βάζει να της κόψουν τον λαιμό μέσα σε ένα ήσυχο κελί και να θάψουν το κουφάρι της πίσω από έναν αχυρώνα. Η Νάεαν δεν θα υποχωρήσει εύκολα, αλλά στον Οίκο της σκοτώνονται για το ποιος διοικεί μέχρι να επιστρέψει, οπότε θα τρομοκρατηθούν. Η Ελένια θα απειλήσει με βασανιστήρια, τα οποία ίσως εφαρμόσει, και τελικά ο Άρων θα συνταχθεί με τον Σάραντ υπέρ της Ελένια. Σύντομα, θα ακολουθήσουν ο Άνσαρ κι ο Μπάρυν· αυτοί πάνε όπου φυσάει ο άνεμος. Αν, πάλι, τις κρατούν οι άνθρωποι της Νάεαν, εκείνη θα προσφέρει την ίδια ευκαιρία στην Ελένια, αλλά ο Τζάριντ θα ασκήσει βία εναντίον των Άρων, εκτός αν η Ελένια τού πει να μην το κάνει, κάτι που δεν θα γίνει, αν νομίζει πως υπάρχουν ελπίδες διάσωσής της. Έτσι, μέσα στις επόμενες λίγες βδομάδες ελπίζουμε να ακούσουμε πως τα κτήματα των Άρων κάηκαν». Αν όχι, σκέφτηκε, έχω να αντιμετωπίσω τέσσερις ενωμένους οίκους, ενώ ακόμη αγνοώ αν έχω καν δύο με το μέρος μου!

«Το έθεσες πολύ λογικά και... δομημένα», είπε η Σάριθα, κι ακούστηκε ελαφρά ξαφνιασμένη.

«Κι εσύ θα το έκανες, συν τω χρόνω», είπε γλυκά η Ηλαίην, κι αισθάνθηκε μια ηδονική ευχαρίστηση όταν η αδελφή βλεφάρισε. Μα το Φως, η μητέρα της περίμενε από την Ηλαίην να τα βιώσει αυτά από την ηλικία των δέκα ετών!

Η υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το Παλάτι πέρασε μες στη σιωπή, κι η Ηλαίην μετά βίας πρόσεξε τους λαμπερούς ψηφιδωτούς πύργους και τη μεγαλοπρεπή θέα της Έσω Πόλης. Αντί γι’ αυτό, σκεφτόταν συνεχώς τις Άες Σεντάι στο Κάεμλυν και τους κατασκόπους στο Βασιλικό Παλάτι, ποιος είχε απαγάγει την Ελένια και τη Νάεαν, αν η Μπιργκίτε μπορούσε να επισπεύσει τη στρατολόγηση κι αν είχε έρθει η ώρα να πουλήσει την παλατιανή θωράκιση και τα υπόλοιπα κοσμήματά της. Μία δυσάρεστη λίστα προς σκέψιν, αλλά το πρόσωπό της παρέμενε γαλήνιο κι αποδεχόταν ήρεμα τις αραιές επευφημίες που την ακολουθούσαν. Μια βασίλισσα δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να φαίνεται φοβισμένη, ειδικά όταν ήταν.

Το Βασιλικό Παλάτι ήταν ένα πάλλευκο αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, με περίπλοκα δουλεμένους εξώστες και κολονάτους διαδρόμους, στην κορυφή του ψηλότερου λόφου της Έσω Πόλης, του ψηλότερου σε ολόκληρο το Κάεμλυν. Οι λυγεροί οβελίσκοι κι οι επιχρυσωμένοι θόλοι δέσποζαν με φόντο τον μεσημεριανό ουρανό, ορατοί από μίλια μακριά, διακηρύσσοντας την ισχύ του Άντορ. Μεγαλοπρεπείς είσοδοι κι έξοδοι ήταν φτιαγμένες στην μπροστινή μεριά, στη Βασιλική Πλατεία, όπου στο παρελθόν είχαν συρρεύσει πλήθη, για να ακούσουν τις αναγγελίες των βασιλισσών και να βροντοφωνάξουν την επιδοκιμασία τους για τους άρχοντες του Άντορ. Η Ηλαίην μπήκε από το πίσω μέρος του Παλατιού, ενώ οι ατσαλωμένες οπλές του Πυρόκαρδου ηχούσαν πάνω στο λιθόστρωτο καθώς τρόχαζε προς την κεντρική αυλή των στάβλων. Ήταν μια φαρδιά έκταση, πλαισιωμένη εκατέρωθεν με τις σειρές από τις ψηλές αψιδωτές πόρτες των στάβλων, ενώ από πάνω δέσποζε ένα μακρόστενο λευκό πέτρινο μπαλκόνι, απλό και γεροφτιαγμένο. Κάμποσοι από τους ψηλούς, κολονάτους διαδρόμους προσέφεραν μερική θέα από ψηλά, αλλά ο συγκεκριμένος χώρος ήταν εργασίας. Μπροστά από την απλή κιονοστοιχία, η οποία χρησίμευε ως είσοδος στο ίδιο το Παλάτι, μια ντουζίνα Φρουροί, που ετοιμάζονταν να αντικαταστήσουν όσους είχαν υπηρεσία στην Πλατεία, στέκονταν στητοί πλάι στα άλογά τους, καθώς περνούσαν από την επιθεώρηση του υπολοχαγού τους, ενός ψαρομάλλη, ο οποίος κούτσαινε κι είχε υπηρετήσει ως σημαιοφόρος υπό τις διαταγές του Γκάρεθ Μπράυν. Κατά μήκος του εξωτερικού τοίχου υπήρχαν άλλοι τριάντα έφιπποι, έτοιμοι να αρχίσουν περιπολίες στην Έσω Πόλη ανά ζεύγη. Σε κανονικές συνθήκες, θα υπήρχαν Φρουροί που κύριο καθήκον τους ήταν να αστυνομεύουν τους δρόμους, αλλά, ελλείψει προσωπικού, όσοι προστάτευαν το Παλάτι, είχαν αναλάβει κι αυτή τη δουλειά. Η Κάρεαν Φράνσι ήταν επίσης παρούσα, μια εύσωμη γυναίκα με κομψό ένδυμα ιππασίας με πράσινες ρίγες κι έναν γαλαζοπράσινο μανδύα, καθισμένη πάνω στο γκρίζο άτι της, ενώ ένας από τους Προμάχους της, ο Βενρ Κοσάαν, καβαλίκευε το καστανοκόκκινο άλογό του. Σκουρόχρωμος και με ίχνη γκριζάδας στα πυκνά, κατσαρά μαλλιά και στη γενειάδα του, ο λεπτός σαν λάμα σπαθιού άντρας φορούσε έναν απλό καφετί χιτώνα. Προφανώς, δεν ήθελαν να διαφημίσουν ποιοι ήταν.

Η άφιξη της Ηλαίην δημιούργησε μια έκρηξη έκπληξης στην αυλή των στάβλων. Όχι, φυσικά, στην Κάρεαν ή στον Κοσάαν. Η Πράσινη αδελφή ίσα που της έριξε μια ματιά, σκεπτική μέσα στο καταφύγιο της κουκούλας του μανδύα της, κι ο Κοσάαν ούτε καν αυτό. Απλά, ένευσε στην Μπιργκίτε και στον Γιάρμαν, ως Πρόμαχος σε Προμάχους. Χωρίς δεύτερη ματιά, προχώρησαν μόλις οι τελευταίες γυναίκες από τη συνοδεία της Ηλαίην έφυγαν από τις σιδηρόφρακτες πύλες. Ωστόσο, μερικοί από τους έφιππους κατά μήκος του τοίχου σταμάτησαν με το ένα πόδι στον αναβολέα, ατενίζοντας μπροστά, με τα κεφάλια στραμμένα προς τις νέες αφίξεις ανάμεσα στους άντρες που στέκονταν για επιθεώρηση. Δεν την περίμεναν να γυρίσει, τουλάχιστον για μία ώρα ακόμα, κι εκτός από ελάχιστους που πρώτα έπρατταν και μετά σκέφτονταν, όλοι στο Παλάτι γνώριζαν πως η κατάσταση ήταν ασταθής. Οι φήμες εξαπλώνονταν ανάμεσα στους στρατιώτες πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι στους υπόλοιπους άντρες, και το Φως μόνο ήξερε πόσα κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν μεταξύ των αντρών. Κι έπρεπε να γνωρίζουν ότι η Μπιργκίτε είχε φύγει βιαστικά και τώρα επέστρεφε μαζί με την Ηλαίην πριν από την ώρα της. Μήπως κάποιος από τους άλλους Οίκους προήλαυνε εναντίον του Κάεμλυν; Μήπως ήταν έτοιμοι για επίθεση; Άραγε, θα τους διέταζαν να καλύψουν τα κενά στα τείχη, μια και δεν υπήρχαν τόσοι άντρες, ακόμα κι αν η Ντυέλιν διέθετε κάμποσους στην πόλη; Αφού πέρασαν οι λίγες στιγμές έκπληξης κι ανησυχίας, ο σκληροτράχηλος υπολοχαγός γάβγισε μια διαταγή και τα βλέμματα όλων στράφηκαν μπροστά, ενώ τα χέρια ακούμπησαν τα στήθη σε χαιρετισμό. Μονάχα τρεις, εκτός του πρώην σημαιοφόρου, είχαν καταταγεί τις τελευταίες λίγες μέρες, αλλά όσοι είχαν στρατολογηθεί εδώ, δεν ήταν απροετοίμαστοι.

Ιπποκόμοι με πορφυρά πανωφόρια και με το Άσπρο Λιοντάρι κεντητό στον ένα ώμο ξεχύθηκαν βιαστικά από τον στάβλο, αν κι η αλήθεια ήταν πως δεν είχαν πολλά να κάνουν. Οι γυναίκες της Φρουράς ξεπέζεψαν ήσυχα με διαταγή της Μπιργκίτε κι οδήγησαν τα άλογά τους μέσα από τις ψηλές θύρες. Η ίδια πήδησε από τη σέλα της και πέταξε τα χαλινάρια σε έναν ιπποκόμο, αλλά δεν ήταν πιο γρήγορη από τον Γιάρμαν, ο οποίος έσπευσε να κρατήσει τα γκέμια του αλόγου της Σάριθα ενόσω η γυναίκα ξεπέζευε. Ήταν αυτό που μερικές αδελφές αποκαλούσαν «φρεσκοαρπαγμένος», δεσμευμένος δηλαδή λιγότερο από χρόνο —ο όρος χρονολογούνταν από την εποχή που δεν ήταν απαραίτητο να ρωτήσεις τους Προμάχους αν επιθυμούσαν τον δεσμό ή όχι— στα δε καθήκοντά του ήταν ιδιαίτερα επιμελής. Η Μπιργκίτε εξακολουθούσε να είναι κατηφής, με τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς, παρακολουθώντας προφανώς τους άντρες, που θα έκαναν παρέλαση στην Έσω Πόλη για τις επόμενες τέσσερις ώρες, να ιππεύουν σε σχηματισμό φάλαγγας ανά ζεύγη. Η Ηλαίην, ωστόσο, θα ξαφνιαζόταν, αν μάθαινε πως οι άντρες αυτοί απασχολούσαν κάπως παραπάνω την Μπιργκίτε.

Σε κάθε περίπτωση, είχε τα δικά της προβλήματα. Πασχίζοντας να μην το δείξει, κοιτούσε εξεταστικά τη νευρώδη γυναίκα, που κρατούσε τα γκέμια του Πυρόκαρδου, καθώς και τον κοντόχοντρο τύπο που ακούμπησε κάτω ένα σκαμνί καλυμμένο με δέρμα και κράτησε τον αναβολέα της καθώς αυτή ξεπέζευε. Ο τύπος δεν χαμογελούσε κι έδινε μια εντύπωση αποφασιστικότητας κι απάθειας, ενώ η γυναίκα ήταν απασχολημένη με το να χαϊδεύει τη μουσούδα του αλόγου της και να του ψιθυρίζει. Κανείς δεν έδωσε σημασία στην Ηλαίην, πέρα από ένα γέρσιμο του κεφαλιού γεμάτο σεβασμό· οι ιπποτισμοί είχαν δευτερεύουσα σημασία, μέχρις ότου βεβαιώνονταν πως η κοπέλα δεν είχε πέσει από τη σέλα εξαιτίας ενός αλόγου πολύ ευαίσθητου στην πολυκοσμία. Άσχετα αν η ίδια δεν είχε ανάγκη τη βοήθεια τους. Δεν βρισκόταν πια στην επαρχία, κι υπήρχαν κάποια τυπικά που έπρεπε να τηρηθούν. Ωστόσο, προσπάθησε να μη συνοφρυωθεί από δυσαρέσκεια. Τους άφησε να απομακρύνουν τον Πυρόκαρδο και δεν κοίταξε καν πίσω, αν κι ήθελε.

Ο διάδρομος της εισόδου πέρα από την κιονοστοιχία δεν είχε παράθυρα και φάνταζε σκοτεινός, παρ’ όλο που κάποιοι από τους κατοπτρικούς, στητούς φανούς ήταν αναμμένοι. Ήταν απλοί φανοί, με το δουλεμένο σίδερο να σχηματίζει κυλίνδρους. Καθετί ήταν χρηστικό, οι επικαλυμμένες με κονίαμα κορνίζες αστόλιστες κι οι λευκοί πέτρινοι τοίχοι γυμνοί κι απαλοί. Η είδηση της άφιξής τους είχαν διαδοθεί και, πριν καλά-καλά μπουν, εμφανίστηκαν μισή ντουζίνα άντρες και γυναίκες, που άρχισαν να υποκλίνονται και να γονυπετούν, παίρνοντας τις μπέρτες και τα γάντια τους. Οι λιβρέες τους διέφεραν από αυτές των υπηρετών των στάβλων, μια κι ετούτοι εδώ είχαν άσπρα κολάρα, μανικέτια και το Λιοντάρι του Άντορ στο αριστερό στήθος αντί στον ώμο. Η Ηλαίην δεν αναγνώρισε κανέναν γνωστό που να είχε υπηρεσία εκείνη την ώρα. Οι πιο πολλοί υπηρέτες του Παλατιού ήταν καινούργιοι, κι υπήρχαν κι άλλοι που, παρότι συνταξιούχοι, είχαν επιστρατευτεί για να αντικαταστήσουν όσους είχαν φύγει τρομαγμένοι, όταν ο Ραντ κατέλαβε την πόλη. Ένας καραφλός τύπος με πλατύ πρόσωπο δεν την κοίταξε καν κατάματα. Ίσως φοβήθηκε ότι θα ήταν πολύ προκλητικό. Μια λυγερόκορμη νεαρή γυναίκα, που αλληθώριζε, υποκλίθηκε ένθερμα και χαμογέλασε πλατιά, μα ίσως ήθελε απλά να δείξει προθυμία. Η Ηλαίην απομακρύνθηκε, συνοδεία της Μπιργκίτε, πριν αρχίσει να τους αγριοκοιτάζει. Η δυσπιστία άφηνε μια δυσάρεστη γεύση.

Η Σάριθα κι ο Πρόμαχός της τους άφησαν έπειτα από λίγα βήματα. Η Καφετιά αδελφή μουρμούρισε μια δικαιολογία σχετικά με κάτι βιβλία που ήθελε να κοιτάξει στη βιβλιοθήκη. Η συλλογή δεν ήταν μικρή, αλλά δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις μεγάλες βιβλιοθήκες, κι η γυναίκα περνούσε εκεί κάμποσες ώρες κάθε μέρα, τραβώντας συχνά τόμους φθαρμένους από την πολυκαιρία, ισχυριζόμενη πως ήταν εξαιρετικά σπάνιοι. Ο Γιάρμαν την ακολουθούσε κατά πόδας καθώς η γυναίκα προχωρούσε αγέρωχα στον προθάλαμο μιας διασταύρωσης, σαν σκούρος στιβαρός κύκνος που ακολουθεί έναν παράδοξα χαριτωμένο λέλεκα. Εξακολουθούσε να κουβαλάει τον ενοχλητικό μανδύα, διπλωμένο προσεκτικά στο ένα μπράτσο. Οι Πρόμαχοι σπάνια άφηναν για πολλή ώρα τους μανδύες τους. Το πιθανότερο ήταν πως του Κοσάαν ήταν αφημένος στο δισάκι της σέλας του.

«Θα ήθελες έναν μανδύα Προμάχου, Μπιργκίτε;» ρώτησε η Ηλαίην καθώς προχωρούσε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ζήλευε τα ογκώδη παντελόνια της Μπιργκίτε. Ακόμα και με τις σκιστές φούστες, χρειαζόταν προσπάθεια για κάτι περισσότερο από νωχελικό βηματισμό. Τουλάχιστον, φορούσε μπότες ιππασίας αντί για μαλακά γοβάκια, αλλιώς σίγουρα θα ένιωθε την παγωνιά των γυμνών ερυθρόλευκων πλακών του δαπέδου. Δεν υπήρχαν αρκετά χαλιά για να καλύψουν τους διαδρόμους και τα δωμάτια. Αλλά, και να υπήρχαν, θα είχαν φθαρεί σε χρόνο μηδέν από την αδιάκοπη κινητικότητα των υπηρετών που συντηρούσαν το Παλάτι. «Μόλις η Εγκουέν καταλάβει τον Πύργο, θα βάλω να σου φτιάξουν έναν. Είναι κάτι που πρέπει να έχεις».

«Δεν με ενδιαφέρουν οι φανταχτεροί μανδύες», αποκρίθηκε κατσούφικα η Μπιργκίτε. Ένα δυσοίωνο σκυθρώπιασμα έσφιξε τα χείλη της σε μια ευθεία γραμμή. «Έγινε τόσο γρήγορα, που νόμισα πως σκόνταψες και χτύπησες την κεφάλα σου! Αίμα και στάχτες! Να σε ρίξουν κάτω πλανόδιοι παλικαράδες! Το Φως μόνο ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί!»

«Δεν είναι ανάγκη να ζητάς συγγνώμη, Μπιργκίτε». Η οργή κι η αγανάκτηση θέριεψαν μέσα από τον δεσμό, αλλά σκόπευε να αδράξει την ευκαιρία. Οι επιπλήξεις της Μπιργκίτε δεν ήταν τόσο ευχάριστες όταν γίνονταν κατ’ ιδίαν. Δεν είχε σκοπό να το ανεχτεί εδώ, στους διαδρόμους του Παλατιού, με τους υπηρέτες να τριγυρνούν από δω κι από κει, να κάνουν θελήματα, να γυαλίζουν τους σκαλιστούς πίνακες στους τοίχους και να φροντίζουν τους όρθιους επιχρυσωμένους φανούς. Μόλις που έκαναν κάποια παύση για να υποκλιθούν σιωπηλά στην Μπιργκίτε και στην ίδια, μα σίγουρα όλοι αναρωτιόνταν για ποιο λόγο η Στρατηγός έβγαζε καπνούς κι είχαν τα αυτιά τους ανοικτά για να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν. «Δεν βρισκόσουν εκεί, επειδή δεν το ήθελα εγώ. Θα στοιχημάτιζα πως ούτε η Σάριθα είχε τον Νεντ μαζί της». Έμοιαζε αδύνατον, αλλά το πρόσωπο της Μπιργκίτε σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. Ίσως ήταν λάθος που ανέφερε τη Σάριθα. Η Ηλαίην άλλαξε θέμα. «Κάτι πρέπει να κάνεις σχετικά με τη γλώσσα που χρησιμοποιείς. Ούτε ο χειρότερος αλήτης δεν μιλάει έτσι».

«Σχετικά με τη... γλώσσα που χρησιμοποιώ», μουρμούρισε η Μπιργκίτε, και κάτι επικίνδυνο υπήρχε στον τόνο της φωνής της. Ακόμα κι ο βηματισμός της άλλαξε σε κάτι που έμοιαζε με λεοπάρδαλη εν κινήσει. «Μιλάς εσύ για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ εγώ; Τουλάχιστον, εγώ πάντα ξέρω το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιώ. Και ξέρω πολύ καλά σε ποιες περιστάσεις ταιριάζει να πω κάτι και σε ποιες όχι». Η Ηλαίην αναψοκοκκίνιοε κι ο λαιμός της δέθηκε κόμπο. Όντως ήξερε! Τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον, δηλαδή σχετικά συχνά. «Όσο για τον Γιάρμαν», συνέχισε η Μπιργκίτε, με φωνή που εξακολουθούσε να είναι απαλή κι επικίνδυνη, «είναι καλός άνθρωπος, αλλά δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την έκπληξη του που έγινε Πρόμαχος. Το πιθανότερο είναι ότι αναπηδά μόλις η Σάριθα κροταλίσει τα δάχτυλά της. Εγώ, ποτέ δεν εντυπωσιάστηκα και δεν αναπηδάω. Μήπως γι’ αυτό μού φόρτωσες σαν σαμάρι έναν τίτλο; Μήπως νόμισες ότι έτσι θα μου έβαζες χαλινάρι; Ε, δεν είναι η πρώτη ανόητη σκέψη που περνάει από το κεφάλι σου. Για κάποια που σκέφτεται με τέτοια διαύγεια τις περισσότερες φορές... Τέλος πάντων. Έχω ένα γραφείο θαμμένο κάτω από αναφορές, που πρέπει να φτυαρίσω, για να δω αν πρόκειται να πάρεις έστω και τους μισούς Φρουρούς απ’ όσους θέλεις, αλλά απόψε θα κάνουμε μια καλή και μακροσκελή κουβέντα. Αρχόντισσά μου», πρόσθεσε με φωνή σταθερή υπέρ το δέον. Η υπόκλισή της ήταν τυπική μεν, κοροϊδευτική δε. Απομακρύνθηκε καμαρωτή, κι οι τρίχες στη μακριά χρυσαφένια της πλεξούδα είχαν ανασηκωθεί σαν ουρά θυμωμένης γάτας.

Η Ηλαίην ποδοκρότησε αγανακτισμένη. Ο τίτλος της Μπιργκίτε ήταν ένα βραβείο που είχε κερδίσει με την αξία της, και το άξιζε δέκα φορές παραπάνω από τότε που δεσμεύτηκε με αυτή τη γυναίκα κι άλλες δέκα χιλιάδες φορές πριν από τον δεσμό! Όπως και να έχει, είχε σκεφτεί κάποια πράγματα, αλλά κατόπιν εορτής. Ωστόσο, είχε κάνει αρκετό καλό. Άσχετα αν προέρχονταν από ακόλουθη ή από Άες Σεντάι, η Μπιργκίτε είχε διαλέξει σε ποιες διαταγές θα υπάκουε. Όχι όταν επρόκειτο για κάτι σημαντικό —ή όταν πίστευε η ίδια ότι ήταν κάτι σοβαρό— αλλά σχετικά με οτιδήποτε άλλο, ειδικά σε θέματα που αποκαλούσε μη αναγκαία ρίσκα ή ανάρμοστη συμπεριφορά. Λες κι η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο θα μιλούσε σε κάποιον για ρίσκα! Όσον αφορά δε την αρμόζουσα συμπεριφορά, η Μπιργκίτε ξεφάντωνε στις ταβέρνες! Έπινε, χαρτόπαιζε κι έκανε τα γλυκά μάτια στους μορφονιούς! Απολάμβανε να τους κοιτάει, ακόμα κι αν προτιμούσε κάποιους που έμοιαζαν να έχουν φάει πολύ ξύλο. Η Ηλαίην δεν επιθυμούσε να την αλλάξει —τη θαύμαζε, τη συμπαθούσε πολύ και τη θεωρούσε φίλη— αλλά ήθελε η σχέση τους να είναι κάτι πιο κοντινό στη σχέση Προμάχου με Άες Σεντάι. Και κάτι πολύ πιο μακρινό από τη σχέση της γνωστικής μεγαλύτερης αδελφής με την κατεργάρα μικρότερη.

Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως στεκόταν εκεί, στραβοκοιτάζοντας στο πουθενά. Οι υπηρέτες περνούσαν διστακτικοί και χαμήλωναν τα κεφάλια τους, λες και φοβούνταν πως αγριοκοίταζε εκείνους. Χαλαρώνοντας την έκφραση στο πρόσωπό της, έκανε νόημα σε έναν άχαρο σπυριάρη νεαρό, ο οποίος κατέβαινε τον διάδρομο. Το αγόρι υποκλίθηκε τόσο αδέξια και τόσο βαθιά, ώστε σκόνταψε και παραλίγο να πέσει χάμω.

«Βρες την Κυρά Χάρφορ και πες της να έρθει αμέσως στα διαμερίσματά μου», του είπε, προσθέτοντας κατόπιν με φωνή διόλου αγενή: «Και να θυμάσαι πως οι ανώτεροι σου δεν θα ευχαριστηθούν καθόλου, αν σε πιάσουν να σουλατσάρεις στο Παλάτι αντί να δουλεύεις». Ο νεαρός έμεινε με το στόμα ανοιχτό, λες κι η γυναίκα είχε διαβάσει τη σκέψη του. Ίσως και να το πίστευε. Τα γουρλωμένα μάτια του έπεσαν πάνω στο δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, άφησε μια κραυγή κι έκανε μια βαθύτερη υπόκλιση πριν το βάλει στα πόδια.

Η Ηλαίην χαμογέλασε, αν και δεν το ήθελε. Τον είχε πληγώσει, αλλά ήταν πολύ νέος για κατάσκοπος και πολύ νευρικός για να μην κάνει κάποια βρωμοδουλειά. Από την άλλη... Το χαμόγελό της έσβησε. Από την άλλη, δεν ήταν πολύ νεότερος από την ίδια.

Загрузка...