33 Οδός Γαλάζιου Κυπρίνου

Η Μιν καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι, αν και το φόρεμα ιππασίας δεν τη βόλευε όσο το απλό παντελόνι για μια τέτοια στάση, στριφογυρίζοντας με τα δάχτυλά της· κάποιο από τα μαχαίρια της. Ήταν μια εντελώς άχρηστη ικανότητα, έτσι της είχε πει ο Θομ, αλλά υπήρχαν φορές που τραβούσε τα βλέμματα των ανθρώπων και τους έκανε να την προσέξουν δίχως να χρειαστεί να κάνει η ίδια κάτι παραπάνω. Στο μέσον του δωματίου, ο Ραντ κρατούσε ψηλά το θηκαρωμένο ξίφος του, μελετώντας τις τομές που είχε κάνει στον ειρηνοδεσμό, χωρίς να της δίνει την παραμικρή σημασία. Οι κεφαλές του Δράκοντα στο πάνω μέρος των μπράτσων του λαμπύριζαν σε χρώμα μεταλλικό κόκκινο και χρυσαφί.

«Πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι παγίδα», του είπε γρυλίζοντας. «Ο Λαν ιό παραδέχεται. Ακόμα και μια μισότυφλη κατσίκα στο Σελέισιν έχει περισσότερο μυαλό να καταλάβει πως πρόκειται για παγίδα! "Μόνο οι ανόητοι φιλάνε τις σφήκες ή δαγκώνουν τις φλόγες!"» παρέθεσε.

«Μια παγίδα παύει να είναι παγίδα όταν την αντιλαμβάνεσαι», της αποκρίθηκε αφηρημένα, λυγίζοντας λιγάκι την άκρη ενός κομμένου σύρματος, για να το εξισορροπήσει καλύτερα με το ταίρι του. «Όταν ξέρεις ότι υπάρχει, μπορείς να βρεις τρόπο να την εξουδετερώσεις».

Η Μιν έριξε το μαχαίρι όσο πιο δυνατά μπορούσε κι αυτό καρφώθηκε τρεμάμενο στο πλαίσιο της πόρτας, ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του. Η γυναίκα αναπήδησε τρομαγμένη μόλις ανακάλεσε από τη μνήμη της την τελευταία φορά που είχε συμβεί αυτό. Τώρα, ωστόσο, δεν τον είχε καβαλήσει, ούτε υπήρχε περίπτωση να μπει μέσα απότομα η Κάντσουεϊν, κάτι πολύ χειρότερο. Που να τον πάρει και να τον σηκώσει, αυτός ο παγωμένος όζος συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι της δεν είχε αναταραχθεί στο ελάχιστο. Δεν υπήρχε ένδειξη ούτε καν μιας φευγαλέας έκπληξης! «Ακόμα κι αν ξετρυπώσεις τον Γκέντγουιν και τον Τόρβαλ, ξέρεις πολύ καλά πως οι άλλοι θα κρύβονται κάπου τριγύρω. Μα το Φως, ίσως να έχουν προσλάβει καμιά πενηνταριά μισθοφόρους και να σε περιμένουν!»

«Πού, στο Φαρ Μάντινγκ;» Έπαψε να κοιτάει το μαχαίρι που είχε καρφωθεί στην πόρτα. Κούνησε το κεφάλι του κι έστρεψε ξανά την προσοχή του στον ειρηνικό δεσμό. «Αμφιβάλλω αν έχουν μείνει έστω και δύο μισθοφόροι σε όλη την πόλη, Μιν. Δεν σκοπεύω να σκοτωθώ, πίστεψέ με. Εκτός κι αν βρω τρόπο να ξεπεράσω την παγίδα χωρίς προβλήματα, δεν έχω καμιά διάθεση να πέσω μέσα». Ακόμη και μια πέτρα θα φοβόταν περισσότερο από εκείνον! Και θα σκεφτόταν πιο λογικά! Δεν σχεδίαζε να σκοτωθεί, λέει, λες κι υπήρχε άνθρωπος που επιδίωκε κάτι τέτοιο!

Η Μιν σηκώθηκε κι άνοιξε το μπροστινό μέρος του μικρού κομοδίνου, για να βγάλει τη λουρίδα που η Κυρά Κην φρόντιζε να βρίσκεται σε κάθε δωμάτιο, ακόμα κι αν ήταν νοικιασμένο σε ξενομερίτες. Το αντικείμενο ήταν μακρύ όσο το χέρι της και φαρδύ όσο η παλάμη της. Η μια του άκρη είχε μια ξύλινη λαβή κι η άλλη διακλαδιζόταν σε τρεις απολήξεις. «Ίσως αν το χρησιμοποιήσω επάνω σου, να μπορέσεις να δεις αυτό που βρίσκεται μπροστά στη μύτη σου!» του φώναξε.

Εκείνη τη στιγμή, η Νυνάβε, ο Λαν κι η Αλίβια μπήκαν μέσα. Η Νυνάβε με τον Λαν φορούσαν τους μανδύες τους, ενώ ο Πρόμαχος είχε περασμένο το ξίφος στον γοφό του. Η Νυνάβε είχε αφαιρέσει όλα της τα κοσμήματα, εκτός από ένα βραχιόλι με πετράδια και την ποικιλμένη ζώνη, το Πηγάδι. Ο Λαν έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Η Νυνάβε με την Αλίβια απέμειναν να κοιτάνε τη Μιν, με τη λουρίδα ανασηκωμένη πάνω από το κεφάλι της.

Με μια βιαστική κίνηση, η Μιν έριξε το αντικείμενο στο λουλουδάτο χαλί και το έσπρωξε με το πόδι της κάτω από το κρεβάτι. «Δεν καταλαβαίνω γιατί άφησες τον Λαν να κάνει κάτι τέτοιο, Νυνάβε», είπε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε. Όχι και τόσο σταθερή, είναι αλήθεια. Γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να ξεφυτρώνουν πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή;

«Μια αδελφή πρέπει πού και πού να εμπιστεύεται τη κρίση του Προμάχου της», αποκρίθηκε ψυχρά η Νυνάβε, φορώντας τα γάντια της. Η συναισθηματική της κατάσταση έδινε στο πρόσωπό της μια έκφραση που κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει σε πορσελάνινη κούκλα. Μα την αλήθεια, ήταν Άες Σεντάι από την κορυφή έως τα νύχια.

Δεν είναι Πρόμαχός σου, άντρας σου είναι, ήθελε να της πει η Μιν, κι αν μη τι άλλο, έχεις κάθε δικαίωμα να τον προσέχεις. Προσωπικά, δεν έχω ιδέα αν ο δικός μου Πρόμαχος πρόκειται να με παντρευτεί, άσε που απείλησε να με δέσει, αν κάνω ότι τον ακολουθώ! Όχι ότι είχε εκφράσει τόσο έντονα τις αντιρρήσεις της στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αν δεν έπαυε να φέρεται ηλίθια, υπήρχαν και καλύτεροι τρόποι να τον σώσει από το να προσπαθήσει να καρφώσει κάποιον με ένα εγχειρίδιο.

«Αν πρόκειται να το κάνουμε, βοσκέ», είπε ο Λαν κατσούφικα, «καλύτερα να γίνει όσο υπάρχει φως και βλέπουμε». Τα γαλανά του μάτια φάνταζαν παγερότερα από ποτέ, σκληρά σαν λιανισμένες πέτρες. Η Νυνάβε τού έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία, κι η Μιν σχεδόν τη λυπήθηκε. Σχεδόν.

Ο Ραντ ζώστηκε το ξίφος πάνω από το πανωφόρι του, έριξε την κουκούλα προς τα πίσω, και στράφηκε προς το μέρος της. Το πρόσωπό του ήταν εξίσου σκληρό με του Λαν, τα γκριζογάλανα μάτια του εξίσου σχεδόν παγερά, αλλά μέσα στο μυαλό της Μιν αυτή η παγωμένη πέτρα λαμπάδιαζε με φλέβες πύρινου χρυσαφιού. Ήθελε να χώσει τα χέρια της στα βαμμένα μαύρα μαλλιά του, που άγγιζαν σχεδόν τους ώμους του, και να τον φιλήσει, ασχέτως παρισταμένων. Αντί γι’ αυτό όμως, σταύρωσε τα χέρια της στα στήθη της κι ανασήκωσε το πηγούνι της, φανερώνοντας έτσι την έκταση της διαφωνίας της. Φυσικά, δεν σκόπευε να τον αφήσει να πεθάνει εδώ, και δεν ήθελε με τίποτα να είναι η ίδια η αιτία τού να αρχίσει να σκέφτεται ο Ραντ ότι τελικά η Μιν θα υποχωρούσε επειδή αυτός ήταν εξαιρετικά πεισματάρης.

Ο Ραντ δεν προσπάθησε καν να την πάρει αγκαλιά. Ένευσε, σαν να καταλάβαινε, και πήρε τα γάντια του από το τραπεζάκι, δίπλα στην πόρτα. «Θα επιστρέψω το γρηγορότερο, Μιν. Κατόπιν, θα πάμε στην Κάντσουεϊν». Αυτές οι χρυσαφιές φλέβες συνέχισαν να λάμπουν ακόμα κι όταν βγήκε από το δωμάτιο, ακολουθούμενος από τον Λαν.

Η Νυνάβε σταμάτησε, κρατώντας την πόρτα ανοικτή. «Θα τους προσέχω και τους δύο, Μιν. Αλίβια, μείνε, σε παρακαλώ, κοντά της και φρόντισε να μην κάνει καμιά βλακεία». Η έκφραση της ήταν ψυχρή, γεμάτη από την αξιοπρέπεια και την αυτοπειθαρχία μιας Άες Σεντάι. Μέχρι που το βλέμμα της έπεσε στον διάδρομο. «Που να πάρει και να σηκώσει!» έκρωξε. «Φεύγουν!» Άρχισε να τρέχει, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη.

Η Αλίβια την έκλεισε. «Θες να παίξουμε κανένα παιχνίδι να περάσει η ώρα, Μιν;» Διέσχισε το κιλίμι, κάθισε σε ένα σκαμνάκι μπροστά στο τζάκι κι έβγαλε ένα κομμάτι σχοινί από το δισάκι που είχε περασμένο στη ζώνη της. «Παιχνίδι με σπάγκο;»

«Όχι, ευχαριστώ, Αλίβια», είπε η Μιν, κουνώντας σχεδόν το κεφάλι της με τον ενθουσιασμό που διέκρινε στη φωνή της γυναίκας. Μπορεί ο Ραντ να ήταν ικανοποιημένος με όσα έκανε η Αλίβια, αλλά η Μιν ήταν αποφασισμένη να τη γνωρίσει καλύτερα, κι όσα είχε ανακαλύψει ήταν απίστευτα. Επιφανειακά, η πρώην νταμέην ήταν μια ώριμη, μεσήλικη γυναίκα, αυστηρή, άγρια, ακόμα και πειθαναγκαστική. Αν μη τι άλλο, είχε κατορθώσει να τρομοκρατήσει τη Νυνάβε, η οποία σπανίως έλεγε «παρακαλώ» σε οποιονδήποτε πλην της Αλίβια. Ωστόσο, είχε γίνει νταμέην στα δεκατέσσερά της, κι η αγάπη της για τα παιχνίδια δεν ήταν η μόνη παραξενιά επάνω της.

Η Μιν ευχήθηκε να υπήρχε ρολόι στο δωμάτιο, αν και το μόνο πανδοχείο στο οποίο μπορούσε να φανταστεί ρολόι σε κάθε δωμάτιο, θα ανήκε σίγουρα σε βασίλισσες και βασιλιάδες. Βαδίζοντας πέρα-δώθε υπό το άγρυπνο βλέμμα της Αλίβια, μετρούσε τα δευτερόλεπτα μέσα στο μυαλό της, προσπαθώντας να υπολογίσει πόσο θα έπαιρνε στον Ραντ και στους άλλους να βγουν εκτός οπτικής εμβέλειας του πανδοχείου. Όταν αποφάσισε πως είχε περάσει αρκετή ώρα, πήρε τον μανδύα της από την ντουλάπα.

Η Αλίβια έκανε να την εμποδίσει, με τις γροθιές της ακουμπισμένες στους γοφούς, κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε τίποτα παιδιάστικο στην έκφρασή της. «Δεν πρόκειται να τους ακολουθήσεις», είπε με σταθερή, μακρόσυρτη φωνή. «Θα δημιουργηθεί πρόβλημα, και δεν μπορώ να επιτρέψω κάτι τέτοιο». Τα γαλάζια της μάτια και τα χρυσαφιά μαλλιά φάνταζαν κάπως παράταιρα, αλλά θύμιζε στη Μιν τη Θεία Ράνα, η οποία πάντα ήξερε πότε είχες κάνει λάθος κινήσεις, και φρόντιζε να μην τις επαναλάβεις.

«Θυμάσαι τις συζητήσεις που κάναμε σχετικά με τους άντρες, Αλίβια;» Η γυναίκα αναψοκοκκίνισε κι η Μιν πρόσθεσε βιαστικά: «Εννοώ τότε, που συμφωνήσαμε ότι δεν βάζουν πάντα το μυαλό τους να δουλέψει». Συχνά άκουγε γυναίκες να σαρκάζουν κάποια άλλη, επειδή δεν ήξερε τίποτα για τους άντρες, αλλά προσωπικά δεν είχε συναντήσει καμία, εκτός από την Αλίβια. Πράγματι, αυτή η γυναίκα δεν γνώριζε το παραμικρό! «Ο Ραντ θα αντιμετωπίσει μεγαλύτερο πρόβλημα δίχως εμένα. Προτίθεμαι να βρω την Κάντσουεϊν, κι αν προσπαθήσεις να με σταματήσεις...» Ύψωσε τη σφιγμένη γροθιά της.

Για λίγη ώρα, η Αλίβια την κοιτούσε συνοφρυωμένη. Τελικά, είπε: «Περίμενε να πάρω τον μανδύα μου κι έρχομαι μαζί σου».


Στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου δεν υπήρχαν πουθενά ούτε ατομικά φορεία ούτε υπηρέτες με λιβρέες, οι δε άμαξες έτσι κι αλλιώς δεν χωρούσαν στο στενό και φιδογυριστό μονοπάτι. Πέτρινα μαγαζάκια με πλακόστρωτες οροφές και σπίτια, διώροφα τα περισσότερα, ήταν αραδιασμένα στο δρομάκι, κάποια κολλητά το ένα με το άλλο και κάποια άλλα χωρισμένα από ένα μικρό σοκάκι. Το λιθόστρωτο εξακολουθούσε να είναι γλιστερό από τη βροχή κι ο κρύος αέρας πάσχιζε να παρασύρει τον μανδύα του Ραντ, ο κόσμος ωστόσο είχε ξαναβγεί με ζωηράδα στους δρόμους. Τρεις Φρουροί του Δρόμου, εκ των οποίων ο ένας στήριζε στον ώμο του ένα ρόπαλο, σταμάτησαν για να ρίξουν μια ματιά στο ξίφος του Ραντ και μετά συνέχισαν την πορεία τους. Όχι πολύ μακρύτερα, στην απέναντι μεριά του δρόμου, το κτήριο που στέγαζε το υποδηματοποιείο του Ζέραμ υψωνόταν σε τρεις ορόφους, χωρίς να υπολογίσουμε τη σοφίτα κάτω από τη μυτερή στέγη.

Ένας κοκαλιάρης τύπος με πολύ μικρό σαγόνι έριξε στο πουγκί του το νόμισμα που του πρόσφερε ο Ραντ και χρησιμοποίησε μια λεπτή λωρίδα από ξύλο για να ανασηκώσει ένα κομμάτι κρεατόπιτας με καφετιά κρούστα από την καρβουνιασμένη σχάρα που είχε πάνω στη χειράμαξά του. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες, το μαύρο του πανωφόρι κουρελιασμένο, και τα μακριά γκρίζα μαλλιά του δεμένα με μια πέτσινη λωρίδα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο ξίφος του Ραντ κι αμέσως κοίταξε αλλού. «Τι σε νοιάζει ο υποδηματοποιός; Εδώ έχω το καλύτερο αρνάκι». Ένα μειδίαμα που αποκάλυψε όλα του τα δόντια έκανε το σαγόνι του σχεδόν ανύπαρκτο, και το βλέμμα του άρχισε ξαφνικά να πετάγεται τριγύρω. «Ούτε η ίδια η Πρώτη Σύμβουλος δεν τρώει τέτοιο κρέας».

Όταν ήμουν πιτσιρίκος, υπήρχαν ρολά κρέατος που τα έλεγαν κρεατόπιτες, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Θα μπορούσαμε να αγοράσουμε στην επαρχία, και...

Πετώντας την πίτα από το ένα χέρι στο άλλο, και με τη θερμότητα να απορροφάται από τα γάντια του, ο Ραντ κατέπνιξε τη φωνή. «Θα ήθελα να μάθω τι άνθρωπος είναι αυτός που έφτιαξε τις μπότες μου. Για παράδειγμα, είναι καχύποπτος με τους ξένους; Κάποιος που είναι καχύποπτος απέναντι σου, δεν κάνει και την καλύτερη δουλειά».

«Μάλιστα, Κυρά», είπε ο άντρας χωρίς σαγόνι, σκύβοντας το κεφάλι του σε μια παχύσαρκη κι αλλήθωρη, γκριζομάλλα γυναίκα. Τύλιξε τέσσερις κρεατόπιτες σε ένα συνηθισμένο κομμάτι χαρτί και της το έδωσε πριν πάρει τα νομίσματα που του πρόσφερε. «Ευχαρίστησή μου, Κυρά. Το Φως να σε έχει καλά». Η γυναίκα απομακρύνθηκε χωρίς να πει λέξη, κρατώντας σφιχτά τις τυλιγμένες πίτες κάτω από τον μανδύα της, κι ο άντρας έκανε μια ξινή γκριμάτσα μόλις ξεμάκρυνε. Κατόπιν, έστρεψε και πάλι την προσοχή του στον Ραντ. «Ο Ζέραμ δεν ήταν ποτέ καχύποπτος, αλλά κι αν κάποτε ήταν, θα του το είχε κόψει προ πολλού η Μίλσα. Η γυναίκα του, δηλαδή. Από τότε που παντρεύτηκε και το τελευταίο τους παιδί, η Μίλσα νοικιάζει τον τελευταίο όροφο. Όποτε, δηλαδή, βρίσκει ενοικιαστή που να μην τον νοιάζει αν κλειδώνουν τη νύχτα». Γέλασε. «Η Μίλσα έχει βάλει σκαλοπάτια που οδηγούν στον τρίτο όροφο, έτσι που να είναι κάπως ιδιωτικός, αλλά δεν θέλησε να πληρώσει για να βάλει και μια καινούργια πόρτα, οπότε η κάτω μεριά της σκάλας καταλήγει στο μαγαζί, το οποίο κλειδώνει τη νύχτα επειδή δεν έχει σε κανέναν εμπιστοσύνη. Θα τη φας αυτή την πίτα ή θα την κοιτάς;»

Ο Ραντ δάγκωσε γρήγορα, σκούπισε το καυτό ζουμί από το πηγούνι του και πήγε κάτω από το γείσο ενός μικρού μαχαιροπωλείου. Σε όλο το μήκος του δρόμου, ο κόσμος όλο και κάτι τσιμπούσε από τους μικροπωλητές με τα φαγάδικα, κρεατόπιτες, ψητό ψάρι ή στριφογυριστούς χάρτινους κώνους παραγεμισμένους με ψημένα μπιζέλια. Τρεις-τέοσερις άντρες, ψηλοί όσο κι ο ίδιος, και δύο ή τρεις γυναίκες ψηλές όσο κι οι περισσότεροι άντρες του δρόμου, θα πρέπει να ήταν Αελίτες κι Αελίτισσες. Μπορεί ο τύπος με το ανύπαρκτο σαγόνι να μην ήταν τόσο πανούργος όσο φαινόταν, ή μπορεί να έφταιγε το ότι ο Ραντ δεν είχε φάει τίποτα από το πρωί. Ο Ραντ ήθελε να καταβροχθίσει μετά βουλιμίας ολόκληρη την πίτα και να αγοράσει άλλη μία, αντί γι’ αυτό όμως, ανάγκασε τον εαυτό του να φάει αργά. Ο Ζέραμ φαινόταν να κάνει καλή δουλειά. Μια σταθερή και συνεχόμενη ροή κόσμου έμπαινε στο μαγαζί του, κι οι πιο πολλοί κουβαλούσαν μπότες για μαντάρισμα. Ακόμα κι αν άφηνε τους επισκέπτες να ανεβαίνουν χωρίς να ειδοποιήσει, θα τους αναγνώριζε εύκολα αργότερα, κάτι που θα έκαναν και δυο-τρεις άλλοι ακόμα.

Αν οι αποστάτες είχαν νοικιάσει τον τελευταίο όροφο από τη γυναίκα του υποδηματοποιού, δεν θα είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα αν τους κλείδωναν τη νύχτα. Στα νότια, μια αλέα με απότομη κατωφέρεια χώριζε τον υποδηματοποιό από μια μονώροφη κατοικία, αλλά από την άλλη μεριά ένα διώροφο κτήριο με μια ράφτρα στο ισόγειο ακουμπούσε τοίχο με τοίχο στο κτήριο του υποδηματοποιού. Το κτήριο του Ζέραμ δεν είχε παράθυρα, παρά μόνο στην πρόσοψη —ο Ραντ είχε ελέγξει την πίσω μεριά κι είδε πως υπήρχε ένα άλλο σοκάκι για τα σκουπίδια— αλλά θα έπρεπε να υπάρχει και πρόσβαση στη στέγη, σε περίπτωση που ο σχιστόλιθος χρειαζόταν επιδιόρθωση. Από εκεί, μπορούσε κανείς να φτάσει με σχετική ευκολία στη στέγη του διπλανού διώροφου, να διασχίσει τρεις ακόμα οροφές προτού φτάσει σε ένα χαμηλό κτήριο, ένα κηροποιείο, και να πηδήξει εύκολα στον δρόμο ή στο σοκάκι πίσω από τα κτήρια. Ο κίνδυνος δεν ήταν μεγάλος τη νύχτα, αλλά ακόμα και τη μέρα, αν απέφευγες τον δρόμο και πρόσεχες να μην πέσεις πάνω στις περιπόλους των Φρουρών. Έτσι όπως έστριβε η Οδός του Γαλάζιου Κυπρίνου, τα πλησιέστερα παρατηρητήρια βρίσκονταν εκτός οπτικού πεδίου.

Δύο άντρες, που πλησίασαν το μαγαζί του υποδηματοποιού, τον ανάγκασαν να στρέψει αλλού το βλέμμα του, προσποιούμενος ότι κοιτάει μέσα από τα φουσκωτά τζάμια του μικρού μαχαιροπωλείου μια σειρά ψαλιδιών και μαχαιριών, τα οποία ήταν δεμένα πάνω σε μια σανίδα. Ο ένας από τους άντρες ήταν ψηλός, αν κι όχι ψηλότερος από τους Αελίτες. Οι βαθιές κουκούλες έκρυβαν τα πρόσωπά τους, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος κουβαλούσαν μαζί τους μπότες, και παρ’ όλο που κρατούσαν σφιχτά τους μανδύες και με τα δύο χέρια, ο αέρας έκανε τις άκρες τους να ανεμίζουν, φανερώνοντας το κάτω μέρος θηκαρωμένων σπαθιών. Μια ριπή ανέμου ανασήκωσε την κουκούλα από το πρόσωπο του κοντύτερου άντρα κι αυτός την ξανατράβηξε πίσω, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Ο Τσαρλ Γκέντγουιν συνήθιζε να έχει τα μαλλιά του μαζεμένα στον σβέρκο του με μια ασημένια πιάστρα, η οποία επάνω της είχε μια τεράστια πορφυρή πέτρα, αλλά εξακολουθούσε να δείχνει σκληροτράχηλος και να αποπνέει προκλητικότητα. Η παρουσία του Γκέντγουιν υποδήλωνε πως ο άλλος ήταν ο Τόρβαλ. Ο Ραντ μπορούσε να πάρει όρκο. Κανείς από τους υπόλοιπους δεν ήταν τόσο ψηλός.

Περιμένοντας μέχρι οι δυο τους να μπουν στο μαγαζί του Ζέραμ, ο Ραντ έγλειψε μερικά λιγδιασμένα ψίχουλα από τα γάντια του και βάλθηκε να ψάχνει τη Νυνάβε και τον Λαν. Τους βρήκε πριν απομακρυνθεί αρκετά στην κούρβα του δρόμου και βγει εκτός οπτικού πεδίου του υποδηματοποιείου. Το κηροποιείο που είχε σημαδέψει για την περίπτωση που θα κατέβαινε από τις στέγες βρισκόταν λίγο πίσω του, έχοντας στη μια πλευρά το σοκάκι. Μπροστά, το στενό δρομάκι φιδογύριζε από την αντίθετη μεριά. Λιγότερο από πενήντα βήματα πιο κάτω, υπήρχε ένα παρατηρητήριο με έναν Φρουρό του Δρόμου στην κορυφή, όμως ένα άλλο τριώροφο κτήριο, ένα επιπλοποιείο που μοιραζόταν το σοκάκι με το κηροποιείο, παρεμβαλλόταν μπροστά από τις παρακείμενες οροφές.

«Μισή ντουζίνα άνθρωποι αναγνώρισαν τον Τόρβαλ και τον Γκέντγουιν», είπε ο Λαν, «αλλά κανέναν από τους υπόλοιπους». Μιλούσε χαμηλόφωνα, μολονότι οι διαβάτες τους πρόσεχαν ελάχιστα. Η εικόνα δύο αντρών με ξίφη κάτω από τους μανδύες τους ήταν αρκετή για να τους κάνει να απομακρυνθούν το συντομότερο.

«Ένας χασάπης, λίγο πιο κάτω στον δρόμο, λέει πως αυτοί οι δύο αγοράζουν από το μαγαζί του», είπε η Νυνάβε, «αλλά δεν παίρνουν ποτέ μεγάλες ποσότητες». Λοξοκοίταξε τον Λαν, λες κι η πραγματική απόδειξη ήταν στα δικά της λόγια κι όχι στα δικά του.

«Τους είδα», είπε ο Ραντ. «Έχουν μπει στου Ζέραμ. Νυνάβε, μπορείς να ανασηκώσεις εμένα και τον Λαν σε εκείνη τη στέγη από το σοκάκι, πίσω από το κτήριο;»

Η Νυνάβε έριξε μια βλοσυρή ματιά προς τη μεριά του κτηρίου του Ζέραμ κι έτριψε με το ένα της χέρι τη ζώνη που είχε περασμένη στη μέση της. «Έναν-έναν», είπε τελικά. «Όμως, θα σπαταλήσω πάνω από τη μισή ενέργεια του Πηγαδιού. Συνεπώς, δεν θα μπορέσω να σας κατεβάσω».

«Αρκεί να μας ανεβάσεις», της αποκρίθηκε ο Ραντ. «Θα περάσουμε πάνω από τις στέγες και θα κατεβούμε ακριβώς πίσω από το κηροποιείο».

Όπως ήταν αναμενόμενο, η Νυνάβε άρχισε να διαμαρτύρεται καθώς κατηφόριζαν το δρομάκι προς το μαγαζί του υποδηματοποιού. Η Νυνάβε πάντα πήγαινε κόντρα σε οτιδήποτε δεν τύχαινε να σκεφτεί η ίδια. «Δηλαδή, θα σας βάλω στη στέγη και θα περιμένω;» ρώτησε μουρμουριστά, στραβοκοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά τόσο έντονα, που ο κόσμος έκανε στην άκρη σαν να τη θεωρούσε πιο επικίνδυνη κι από τους δύο σπαθοφόρους που τη συνόδευαν. Έβγαλε το χέρι της από τον μανδύα για να δείξει το βραχιόλι με τις ωχρές κόκκινες πέτρες. «Αυτό εδώ μου παρέχει περισσότερη προστασία από το ατσάλι. Ακόμα κι αν με χτυπήσουν με ξίφος, ούτε που θα αισθανθώ κάτι. Σκέφτηκα μήπως ερχόμουν μέσα μαζί σας».

«Και να κάνεις τι;» τη ρώτησε μαλακά ο Ραντ. «Να τους ακινητοποιήσεις μέσω της Δύναμης κι εμείς να τους σκοτώσουμε, ή να τους ξεκάνεις η ίδια;» Η Νυνάβε κοίταξε συνοφρυωμένη το λιθόστρωτο, μπροστά στα πόδια της.

Προχωρώντας λίγο πιο πέρα από το μαγαζί του Ζέραμ, ο Ραντ σταμάτησε μπροστά στη χαμηλή πόρτα και κοίταξε τριγύρω όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Δεν φαίνονταν πουθενά Φρουροί του Δρόμου, αλλά όταν τσίγκλησε τη Νυνάβε να μπει στο στενό σοκάκι, κινήθηκε ταχύτατα, μια κι ούτε όταν ακολούθησε τον Ρόσεντ είχε δει Φρουρούς πουθενά.

«Είσαι εξαιρετικά αθόρυβη», είπε ο Λαν, ακολουθώντας ξοπίσω του.

Η Νυνάβε έκανε τρία ακόμα γοργά βήματα πριν του απαντήσει, χωρίς να επιβραδύνει καθόλου ούτε να κοιτάει πίσω. «Δεν το είχα σκεφτεί», είπε ήρεμα. «Το σκεφτόμουν ως απλή περιπέτεια, όπου θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με Σκοτεινόφιλους κι αποστάτες Άσα’μαν, αλλά εσείς πάτε εκεί πάνω για να τους σκοτώσετε. Και, ει δυνατόν, θα τους ξεκάνετε πριν το καταλάβουν καλά-καλά, έτσι;»

Ο Ραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του, προς το μέρος του Λαν, αλλά ο μεγαλύτερος άντρας απλώς κούνησε το κεφάλι του, μάλλον μπερδεμένος. Φυσικά και θα τους σκότωναν χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, αν μπορούσαν. Δεν επρόκειτο για απλή μονομαχία, αλλά για κανονική εκτέλεση. Έτσι, τουλάχιστον, ήλπιζε ο Ραντ.

Το σοκάκι που διέτρεχε το πίσω μέρος του κτηρίου ήταν κάπως πιο πλατύ από το άλλο που έβγαινε στον δρόμο, και το βραχώδες έδαφος ήταν αυλακωμένο από τα χνάρια των σκουπιδιάρικων, που κάθε πρωί περνούσαν από εκεί. Μισοτελειωμένοι πέτρινοι τοίχοι υψώνονταν γύρω τους. Ποιος ήθελε παράθυρα για να βλέπει τα σκουπιδιάρικα;

Η Νυνάβε κοίταζε ερευνητικά το πίσω μέρος του κτηρίου ιού Ζέραμ, και ξαφνικά αναστέναξε. «Σκοτώστε τους ενώ κοιμούνται, αν μπορείτε», είπε, κι ο τόνος της φωνής της ήταν πολύ χαμηλός για τόσο δυναμικά λόγια.

Κάτι αόρατο τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το στήθος του Ραντ, κάτω από τα μπράτσα του, κι άρχισε να τον σηκώνει αργά στον αέρα. Υψωνόταν όλο και περισσότερο, μέχρι που αιωρήθηκε πάνω από την άκρη του προεξέχοντος γείσου. Ο αόρατος ιμάντας εξαφανίστηκε κι οι μπότες του ακούμπησαν στην κυρτή σκεπή, γλιστρώντας κάπως στον νοτισμένο γκρίζο σχιστόλιθο. Κάθισε ανακούρκουδα κι έπειτα οπισθοχώρησε λίγο, πεσμένος στα τέσσερα. Λίγες στιγμές αργότερα, ο Λαν φάνηκε να αιωρείται πάνω από τη στέγη. Ο Πρόμαχος κάθισε κι αυτός ανακούρκουδα και κοίταξε το σοκάκι από κάτω.

«Έφυγε», είπε ο Λαν τελικά. Στράφηκε να κοιτάξει τον Ραντ κι έδειξε προς ένα σημείο. «Από εκεί θα μπούμε».

Ήταν μια καταπακτή ανάμεσα στους σχιστόλιθους, ψηλά στην οροφή, ενώ ένα μεταλλικό μονωτικό υλικό κρατούσε το νερό εκτός της σοφίτας που αποκαλυπτόταν όταν το σήκωνες. Ο Ραντ κατέβηκε σε μια κατασκονισμένη έκταση, αμυδρά φωτισμένη από το φως που ξεχυνόταν από την καταπακτή. Για μια στιγμή κρεμάστηκε από τα χέρια του και, λίγα πόδια πριν ακουμπήσει στην επιφάνεια, πήδησε. Εκτός από μια τρίποδη καρέκλα κι ένα ανοικτό σεντούκι, το μακρόστενο δωμάτιο ήταν εξίσου άδειο όσο και το ίδιο το σεντούκι. Προφανώς, ο Ζέραμ είχε πάψει να χρησιμοποιεί τη σοφίτα για αποθήκη από τότε που η γυναίκα του άρχισε να τη νοικιάζει.

Αλαφροπερπατώντας, οι δύο άντρες άρχισαν να ψάχνουν τις σανίδες του δαπέδου, μέχρι που βρήκαν μια άλλη, μεγαλύτερη καταπακτή, επίπεδη με το πάτωμα. Ο Λαν ψηλάφισε τους ορειχάλκινους αρμούς και ψιθύρισε πως ήταν στεγνοί και διόλου σκουριασμένοι. Ο Ραντ τράβηξε το ξίφος του κι ένευσε, κι ο Λαν άδραξε την καταπακτή και την άνοιξε.

Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος τι θα έβρισκε μόλις πήδηξε από το άνοιγμα, πιάνοντας με το ένα του χέρι το κάλυμμα για να ελέγξει την πτώση του. Προσγειώθηκε ανάλαφρα στα πέλματά του, σε ένα δωμάτιο που φαίνεται ότι έπαιζε ρόλο σοφίτας, κρίνοντας από τις ντουλάπες και τα ερμάρια που ήταν στοιβαγμένα στους τοίχους, τα ξύλινα σεντούκια το ένα πάνω στο άλλο και τα τραπέζια και τις καρέκλες που στηρίζονταν πάνω τους. Ωστόσο, το τελευταίο πράγμα που περίμενε να δει ήταν δύο νεκρούς άντρες, ξαπλωμένους φαρδιούς-πλατιούς στο πάτωμα, λες και τους έσυραν στην αποθήκη και τους πέταξαν εκεί. Οι μαύρες, πρησμένες φάτσες δεν ήταν σχεδόν καθόλου αναγνωρίσιμες, αλλά ο κοντύτερος εκ των δύο φορούσε μια ασημένια πιάστρα με μια μεγάλη κόκκινη πέτρα.

Ο Λαν προσγειώθηκε αθόρυβα από τη σοφίτα, έριξε μια ματιά στα πτώματα κι ανασήκωσε το φρύδι του απορημένος. Αυτή ήταν όλη κι όλη η αντίδρασή του. Τίποτα δεν του έκανε εντύπωση πια.

«Ο Φάιν είναι εδώ», ψιθύρισε ο Ραντ. Λες και το όνομα λειτούργησε σαν μηχανισμός ενεργοποίησης, οι δίδυμες πληγές στο πλευρό του άρχισαν να πάλλονται, η πιο παλιά σαν παγωμένος δίσκος, η νεότερη σαν ράβδος φωτιάς. «Αυτός έστειλε εκείνο το γράμμα».

Ο Λαν έδειξε την καταπακτή με το ξίφος του, αλλά ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Ήθελε να σκοτώσει τους αποστάτες με τα ίδια του τα χέρια, αλλά τώρα που ο Τόρβαλ κι ο Γκέντγουιν ήταν νεκροί —μάλλον κι ο Κίσμαν, μια κι οι έμποροι στον Χρυσό Τροχό είχαν αναφερθεί σε εκείνο το πρησμένο πτώμα— συνειδητοποίησε πως δεν τον ένοιαζε και πολύ ποιος είχε κάνει το φονικό. Αν ένας ξένος σκότωνε τον Ντασίβα δεν θα είχε καμιά σημασία. Ο Φάιν ήταν ξεχωριστό ζήτημα. Είχε σβαρνίσει τους Δύο Ποταμούς με τους Τρόλοκ κι είχε χαρίσει στον Ραντ μια αγιάτρευτη πληγή. Αν ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, ο Ραντ δεν θα του επέτρεπε να ξεφύγει. Ένευσε στον Λαν να κάνουν ό,τι ακριβώς έκαναν και στη σοφίτα, κι ο ίδιος στάθηκε μπροστά στην πόρτα, κρατώντας το ξίφος του και με τα δύο χέρια. Μόλις ο άλλος άντρας άνοιξε απότομα την πόρτα, ο Ραντ όρμησε σε ένα τεράστιο φωταγωγημένο δωμάτιο, με ένα κολονάτο κρεβάτι βαλμένο στον αντικριστό τοίχο και μια φωτιά να τσιτσιρίζει σε μια μικρή εστία.

Ήταν η ταχύτητα της κίνησής του που τον έσωσε. Με την άκρη του ματιού του πρόσεξε φευγαλέα μια κίνηση, κάτι τράβηξε άγρια τον μανδύα που ανέμιζε πίσω του κι ο ίδιος στριφογύρισε αδέξια για να αποκρούσει τα χτυπήματα μιας γυριστής λάμας. Κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για κάθε του κίνηση. Οι πληγές στο πλευρό του δεν πάλλονταν απλώς, έμοιαζαν σαν να τον γρατζουνάνε με γαμψώνυχα, λες κι ο λιωμένος σίδηρος κι η ίδια η ψυχή του πάγου πάλευαν ποιος θα τον ξεσκίσει πρώτος. Ο Λουζ Θέριν αλυχτούσε. Μέσα σε όλη αυτή την αγωνία, ο Ραντ πάσχιζε να σκεφτεί.

«Σου είπα ότι είναι δικός μου!» τσίριξε ο κοκαλιάρης άντρας, αποφεύγοντας το χτύπημα του Ραντ με μια χορευτική κίνηση. Με το πρόσωπό του στρεβλό από τη μανία, τη μεγάλη του μύτη και τα αυτιά που εξείχαν, έδινε πιότερο την εντύπωση μπαμπούλα που τρομάζει τα μικρά παιδιά, αλλά η ματιά του ακτινοβολούσε φόνο. Γρυλίζοντας και με τα δόντια γυμνωμένα, έμοιαζε με δολοφονική και λυσσασμένη νυφίτσα, έτοιμη να βάλει κάτω ακόμα και λεοπάρδαλη. Άλλωστε, με αυτή τη λάμα που κρατούσε, θα μπορούσε κάλλιστα να σκοτώσει πολλές λεοπαρδάλεις. «Δικός μου!» ούρλιαξε ο Πάνταν Φάιν, οπισθοχωρώντας ένα ακόμα βήμα, καθώς ο Λαν έμπαινε ορμητικά στο δωμάτιο. «Σκότωσέ τον, τον κακομούτσουνο!»

Μόνο όταν ο Λαν στράφηκε μακριά από τον Φάιν, συνειδητοποίησε ο Ραντ ότι υπήρχε κι άλλο άτομο στο δωμάτιο, ένας ψηλός και χλωμός άντρας, που ορμούσε ενάντια στον Λαν με έκδηλη σχεδόν ανυπομονησία. Το πρόσωπο του Τόραμ Ριάτιν ήταν καταβεβλημένο, αλλά άρχισε να χορεύει με τα ξίφη με τη χάρη ενός πραγματικού ξιφομάχου. Ο Λαν τον απέκρουσε με παρόμοια χάρη, κι έτσι στήθηκε ένας χορός ατσαλιού και θανάτου.

Όσο κι αν ξαφνιάστηκε, αντικρίζοντας τον άνθρωπο που είχε αξιώσεις στον θρόνο της Καιρχίν ντυμένο με ένα τριμμένο πανωφόρι στο Φαρ Μάντινγκ, ο Ραντ κάρφωσε το βλέμμα του στον Φάιν, και το σπαθί του στράφηκε στον πάλαι ποτέ γυρολόγο. Χειρότερος από Σκοτεινόφιλο, έτσι είχε πει γι’ αυτόν κάποτε η Μουαραίν. Ο πόνος στο πλευρό του τον τύφλωνε κι ο Ραντ παραπάτησε καθώς έκανε να ορμήσει στον Φάιν, αγνοώντας τα ποδοκροτήματα από τις βαριές μπότες και την κλαγγή του ατσαλιού, πίσω του, όπως επίσης και τα μουγκρητά του Λουζ Θέριν μέσα στο μυαλό του. Ο Φάιν χόρεψε κι επιτέθηκε, πασχίζοντας να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο, έτσι ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τη λάμα που ήταν υπεύθυνη για την αγιάτρευτη πληγή στο πλευρό του Ραντ. Γρύλιζε και βλαστημούσε χαμηλόφωνα, καθώς η λεπίδα του Ραντ τον ανάγκαζε να οπισθοχωρήσει. Ξαφνικά, έκανε στροφή κι άρχισε να τρέχει προς το πίσω μέρος του κτηρίου.

Ο βασανιστικός πόνος που ξέσκιζε τον Ραντ έσβησε κι έγινε παλμικός καθώς ο Φάιν εξαφανιζόταν από το δωμάτιο. Τον ακολούθησε επιφυλακτικά. Μόλις όμως έφτασε στην είσοδο, είδε ότι ο Φάιν δεν προσπαθούσε να κρυφτεί, αλλά στεκόταν στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε κάτω, κρατώντας στο ένα του χέρι την καμπυλωτή λάμα. Το πελώριο ρουμπίνι που κάλυπτε τη λαβή λαμπύριζε, αντανακλώντας το φως των φανών που ήταν τοποθετημένοι στα τραπέζια, στον δίχως παράθυρα χώρο. Με το που μπήκε ο Ραντ στο δωμάτιο, φωτιά και πάγος ξεχύθηκαν στο πλευρό του, και νόμιζε πως η καρδιά του θα σπάσει. Απαιτούνταν μεγάλη προσπάθεια και σιδερένια πειθαρχία για να σταθεί όρθιος. Το να κάνει ένα βήμα μπροστά ήταν σχεδόν αδύνατον, κι όμως έκανε ένα κι έπειτα άλλο ένα.

«Θέλω να ξέρει ποιος τον σκοτώνει», κλαψούρισε νευρικά ο Φάιν. Αγριοκοίταζε τον Ραντ αλλά έμοιαζε να μιλάει μόνος του. «Θέλω να το ξέρει! Όταν πεθάνει, θα πάψει να στοιχειώνει τα όνειρά μου. Ναι. Θα πάψει». Χαμογελώντας, ανασήκωσε το ελεύθερο χέρι του.

Ο Τόρβαλ κι ο Γκέντγουιν ανέβηκαν τις σκάλες με τους μανδύες διπλωμένους στα μπράτσα τους.

«Λέω να μην τον πλησιάσουμε μέχρι να μάθουμε που είναι οι άλλοι», γρύλισε ο Γκέντγουιν. «Ο Μ’Χαήλ θα μας σκοτώσει, αν...»

Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Ραντ έστρεψε τον καρπό του, εφαρμόζοντας την κίνηση Κόψιμο του Ανέμου κι αμέσως μετά το Ξεδίπλωμα της Βεντάλιας.

Η ψευδαίσθηση νεκρών που επανήλθαν στη ζωή χάθηκε, κι ο Φάιν πήδησε προς τα πίσω ουρλιάζοντας, ενώ αίμα ξεπηδούσε στη μια πλευρά του προσώπου του. Ξαφνικά, έγειρε το κεφάλι του σαν να άκουγε κάτι, και μια στιγμή αργότερα, απευθύνοντας στον Ραντ μια μανιασμένη κραυγή, έτρεξε πανικόβλητος στις σκάλες.

Παραξενεμένος, ο Ραντ άρχισε να ακολουθεί τον γδούπο από τις μπότες του Φάιν που κατέβαινε τη σκάλα, αλλά ο Λαν τον έπιασε από το χέρι.

«Το μπροστινό μέρος του δρόμου είναι γεμάτο Φρουρούς, βοσκέ». Μια σκούρα υγρασία κηλίδωνε το αριστερό πλευρό του πανωφοριού του Λαν, αλλά το σπαθί του ήταν θηκαρωμένο, αποδεικνύοντας ποιος από τους δύο χορευτές είχε χορέψει καλύτερα πάνω. «Αν θέλουμε να φύγουμε, είναι ώρα να ανέβουμε στην οροφή».

«Σ’ αυτήν την πόλη, ούτε σε σοκάκι δεν μπορείς να βαδίσεις έχοντας ξίφος πάνω σου», μουρμούρισε ο Ραντ, τοποθετώντας στο θηκάρι τη λάμα του. Ο Λαν δεν γέλασε, αλλά έτσι κι αλλιώς σπάνια γελούσε απουσία της Νυνάβε. Φωνές κι ουρλιαχτά υψώθηκαν από τη σκάλα. Ίσως οι Φρουροί του Δρόμου να συλλαμβάνανε τον Φάιν και να τον κρεμούσαν, κρίνοντάς τον ένοχο για τα πτώματα που βρίσκονταν εδώ πάνω. Δεν ήταν αρκετό, αλλά κάτι ήταν κι αυτό. Ο Ραντ είχε κουραστεί με όσα είχε να κάνει.

Στη σοφίτα, ο Λαν πήδηξε για να πιάσει το κάλυμμα της καταπακτής στο ταβάνι, τραβήχτηκε επάνω και βγήκε έξω. Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ικανός να κάνει το ίδιο. Η οδύνη είχε εξαφανιστεί μαζί με τον Φάιν, αλλά ένιωθε σαν να του είχαν κοπανήσει τα πλευρά με λαβές τσεκουριών. Καθώς ήταν έτοιμος να προσπαθήσει, ο Λαν έχωσε το κεφάλι του στην καταπακτή και του άπλωσε το χέρι.

«Μπορεί να μην ανέβουν αμέσως, βοσκέ, αλλά υπάρχει λόγος να περιμένεις για να το διαπιστώσεις;»

Ο Ραντ έπιασε το χέρι του Λαν κι αφέθηκε να τον τραβήξει στο σημείο όπου μπορούσε να πιάσει την καταπακτή και να βγει στη στέγη. Σκύβοντας, οι δύο άντρες κινήθηκαν κατά μήκος της υγρής σχιστολιθικής σκεπής και βγήκαν στο πίσω μέρος του κτηρίου. Κατόπιν, άρχισαν την αργή αναρρίχηση προς την κορυφή. Ίσως να υπήρχαν Φρουροί στον δρόμο, αλλά εκείνοι είχαν ακόμα την ευκαιρία να περάσουν απαρατήρητοι, ειδικά αν έκαναν σινιάλο στη Νυνάβε να αποσπάσει την προσοχή των άλλων.

Ο Ραντ άπλωσε το χέρι του να πιάσει την κορυφή της στέγης, ενώ πίσω του η μπότα του Λαν γλίστρησε με έναν ανατριχιαστικό ήχο στις σχιστολιθικές πλάκες. Στριφογυρίζοντας το κορμί του, ο Ραντ άδραξε τον καρπό του Λαν, αλλά το βάρος του άντρα τον τράβηξε στη γλιστερή, κατηφορική, γκρίζα επιφάνεια. Έκαναν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πιαστούν με τα ελεύθερα χέρια τους από κάποιο στήριγμα, την άκρη της σχιστολιθικής επιφάνειας ή οτιδήποτε άλλο. Κανείς δεν μιλούσε. Τα πόδια του Λαν άρχισαν να εξέχουν από την άκρη, κατόπιν και το υπόλοιπο κορμί του. Τα γαντοφορεμένα δάχτυλα του Ραντ πιάστηκαν κάπου. Δεν ήξερε πού κι ούτε τον ένοιαζε. Το κεφάλι του κι ο ένας του ώμος εξείχαν από την άκρη κι ο Λαν αιωρούνταν κρατημένος από τη λαβή του σε ένα ύψος δέκα ποδών από το σοκάκι, πλάι στο χαμηλότερο σπίτι.

«Άφησέ με», είπε ήρεμα ο Λαν. Κοίταξε επάνω, προς το μέρος του Ραντ, με βλέμμα ψυχρό και σκληρό και πρόσωπο ανέκφραστο. «Άφησέ με».

«Μόνο όταν γίνει πράσινος ο ήλιος», του αποκρίθηκε ο Ραντ. Μακάρι να μπορούσε να τον τραβήξει λίγο προς τα επάνω, ίσα-ίσα για να πιαστεί από το γείσο...

Ό,τι κι αν ήταν αυτό στο οποίο είχαν πιαστεί τα δάχτυλά του, έσπασε με έναν κοφτό ήχο και το σοκάκι φάνηκε να έρχεται να τον συναντήσει.

Загрузка...