Παγεροί άνεμοι λυσσομανούσαν στην Πλατεία Μολ Χάρα, κάνοντας τον χιτώνα του Ματ να ανεμίζει κι απειλώντας να παγώσουν τη λάσπη που είχε σχηματίσει κρούστα πάνω στα ρούχα του, καθώς αυτός κι ο Νόαλ τάχυναν το βήμα τους για να βγουν από το σοκάκι. Ο ήλιος ακουμπούσε στις οροφές, μισοκρυμμένος, κι οι σκιές μάκραιναν. Με το ένα χέρι κρατούσε τη μαγκούρα του και με το άλλο είχε αδράξει σφιχτά το σπασμένο κορδόνι με το μενταγιόν, χωμένο βαθιά σε μια τσέπη του πανωφοριού του, απ’ όπου μπορούσε εύκολα να το τραβήξει αν παρίστατο ανάγκη, κι έτσι άφηνε τον μανδύα του να ανεμίζει ελεύθερα. Πονούσε από την κορυφή έως τα νύχια, και τα ζάρια κροτάλιζαν προειδοποιητικά μέσα στο κεφάλι του, αλλά ο Ματ δεν έμοιαζε να προσέχει τίποτε από τα δύο. Ήταν απασχολημένος να κοιτάει προς κάθε κατεύθυνση ταυτοχρόνως και να αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν να περάσει αυτό το πράγμα μέσα από μια τόσο μικρή τρύπα. Αντιλήφθηκε πως έριχνε ανήσυχες ματιές στις ρωγμές, ανάμεσα στις τετράγωνες πλάκες του λιθόστρωτου, μολονότι δεν ήταν πολύ πιθανό να του επιτιθόταν το πλάσμα στα φανερά.
Από τους γύρω δρόμους ακουγόταν ένα βουητό, αλλά εδώ το μόνο πράγμα που κινούνταν ήταν ένα κοκαλιάρικο σκυλί, το οποίο έτρεχε πέρα από το σιντριβάνι και την προτομή της νεκρής από καιρό Βασίλισσας Ναριέν. Άλλοι έλεγαν πως το ανασηκωμένο χέρι της έδειχνε προς τη μεριά του ωκεανού, που με τα δώρα του πλούτισε το Έμπου Νταρ, κι άλλοι ότι τους προειδοποιούσε για κάποιον επερχόμενο κίνδυνο. Υπήρχαν και κάποιοι που ισχυρίζονταν ότι ο διάδοχός της ήθελε να τραβήξει την προσοχή στο γεγονός πως μόνο το ένα στήθος του αγάλματος ήταν ακάλυπτο, διακηρύσσοντας έτσι πως η τιμιότητα της Ναριέν ήταν αμφισβητούμενη.
Σε άλλες εποχές, η Πλατεία Μολ Χάρα θα ήταν γεμάτη με ζευγαράκια που βόλταραν, χασομέρηδες, μικροπωλητές κι επίδοξους ζητιάνους, ακόμα και τη χειμερινή περίοδο, αλλά μόλις ήρθαν οι Σωντσάν, πήραν τους ζητιάνους από τους δρόμους και τους έβαλαν να δουλέψουν, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος απέφευγε τον χώρο ακόμα και την ημέρα. Ο λόγος για όλα αυτά ήταν το Παλάτι Τάρασιν, αυτός ο τεράστιος σωρός από λευκούς θόλους, μαρμάρινες κολόνες και μπαλκόνια από σφυρήλατο σίδερο, η κατοικία της Τάυλιν Κουιντάρα Μίτσομπαρ, ελέω Φωτός Βασίλισσας της Αλτάρα —ή, τουλάχιστον, των περιοχών της Αλτάρα που απλώνονταν σε απόσταση λίγων ημερών από το Έμπου Νταρ— Κυράς των Τεσσάρων Ανέμων και Φρουρού της Θάλασσας των Καταιγίδων. Και, το σημαντικότερο ίσως, κατοικία της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ Σάμπελε Μέλνταραθ, που διοικούσε τους Προδρόμους εκ μέρους της Αυτοκράτειρας των Σωντσάν, είθε να ζούσε για πάντα. Η θέση που κατείχε ήταν, προς το παρόν, υψηλής περιωπής στο Έμπου Νταρ. Οι φρουροί της Τάυλιν με τις πράσινες μπότες στέκονταν σε κάθε είσοδο, φορώντας τα φουσκωτά, άσπρα παντελόνια τους και τις επίχρυσες πανοπλίες πάνω από τους πράσινους επενδύτες, όπως επίσης κι οι άντρες κι οι γυναίκες με τις περικεφαλαίες που έμοιαζαν με κεφάλια εντόμων, και με τις ριγέ θωρακίσεις με τους διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων, μπλε με κίτρινο ή πράσινο με άσπρο. Η Βασίλισσα της Αλτάρα απαιτούσε ασφάλεια κι ησυχία για να ξεκουραστεί, αν κι η αλήθεια ήταν πως αυτό αποτελούσε επιθυμία της Σούροθ, συνεπώς και της ίδιας της Τάυλιν.
Αφού το καλοσκέφτηκε για λίγο, ο Ματ οδήγησε τον Νόαλ σε μία είσοδο των στάβλων. Είχε περισσότερες πιθανότητες να περάσει έναν ξένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρά αν χρησιμοποιούσε τη μεγαλόπρεπη, μαρμάρινη σκάλα που κατέληγε στην πλατεία. Άσε που θα είχε την ευκαιρία να καθαρίσει από πάνω του τη λάσπη πριν έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την Τάυλιν. Η γυναίκα είχε δείξει με πολύ έκδηλο τρόπο τη δυσαρέσκειά της την τελευταία φορά που ο Ματ γύρισε αναμαλλιασμένος, έπειτα από καβγά σε μια ταβέρνα.
Μια χούφτα Εμπουνταρινοί φρουροί στέκονταν στη μια πλευρά των ανοικτών πυλών, κραδαίνοντας αλαβάρδες, ενώ στην άλλη υπήρχαν ισάριθμοι Σωντσάν με θυσανωτά ακόντια, όλοι τους μαρμαρωμένοι σαν το άγαλμα της Ναριέν.
«Την ευλογία του Φωτός να έχετε», μουρμούρισε ο Ματ ευγενικά στους Εμπουνταρινούς φρουρούς. Καλύτερα να είσαι ευγενικός με τους Εμπουνταρινούς, μέχρι να βεβαιωθείς για το ποιόν τους, αν κι ο κανόνας αυτός ίσχυε γενικώς. Ωστόσο, ήταν κάπως πιο... ευπροσάρμοστοι... από τους Σωντσάν.
«Κι εσύ, Άρχοντά μου», αποκρίθηκε ο γεροδεμένος αξιωματικός τους, βαδίζοντας ανάλαφρα προς το μέρος του. Ο Ματ τον αναγνώρισε. Ήταν ο Σάρλιβαν Σάρατ, ένας πολύ εντάξει τύπος, πάντα ετοιμόλογος κι ειδικός όσον αφορά στα άλογα. Κουνώντας το κεφάλι του, ο Σάρλιβαν άγγιξε ανάλαφρα τη μία πλευρά της μυτερής περικεφαλαίας του με τη λεπτή, επιχρυσωμένη ράβδο του αξιώματός του. «Πάλι συμμετείχες σε καβγά, Άρχοντά μου; Θα γίνει έξαλλη μόλις σε δει».
Ανασηκώνοντας τους ώμους και πασχίζοντας να μη γέρνει τόσο πολύ πάνω στη μαγκούρα του, ο Ματ φάνηκε να αγριεύει. Αν το καλοσκεφτόσουν, ο ηλιοκαμένος άντρας δεν ήταν μονάχα ετοιμόλογος, αλλά είχε μια γλώσσα που τσάκιζε κόκαλα. Επιπλέον, ίσως τελικά να μην ήταν τόσο ειδικός στα άλογα. «Υπάρχει καμιά αντίρρηση αν ο φίλος μου από δω κοιμηθεί στο ίδιο μέρος με τους άντρες μου;» ρώτησε τραχιά ο Ματ. «Μάλλον όχι. Υπάρχει χώρος για άλλο ένα άτομο». Η αλήθεια ήταν πως υπήρχε χώρος και για περισσότερους. Μέχρι στιγμής, οκτώ άντρες είχαν σκοτωθεί, επειδή τον ακολούθησαν στο Έμπου Νταρ.
«Από εμένα δεν υπάρχει πρόβλημα, Άρχοντά μου», είπε ο Σάρλιβαν, παρ’ όλο που έριξε μια ματιά στον λιπόσαρκο άντρα, δίπλα στον Ματ, σουφρώνοντας διακριτικά τα χείλη του. Το πανωφόρι του Νόαλ φαινόταν καλής ποιότητας, τουλάχιστον στο ημίφως, κι είχε και δαντέλες, που βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από εκείνες του Ματ. Αυτό ίσως εξισορροπούσε τα πράγματα. «Άλλωστε, η Βασίλισσα δεν χρειάζεται να γνωρίζει τα πάντα».
Ο Ματ κατσούφιασε, αλλά πριν ξεστομίσει λέξεις που θα έδειχναν έλλειψη εγκράτειας και θα δημιουργούσαν προβλήματα στον ίδιο και στον Νόαλ, τρεις οπλισμένες Σωντσάν ήρθαν καλπάζοντας προς την είσοδο κι ο Σάρλιβαν στράφηκε προς το μέρος τους.
«Μένεις με την κυρά σου στο Παλάτι της Βασίλισσας;» ρώτησε να μάθει ο Νόαλ, κινώντας προς την πύλη.
Ο Ματ τον τράβηξε πίσω. «Περίμενε», του είπε, κάνοντας νόημα προς το μέρος των Σωντσάν. Με την κυρά του; Καταραμένες γυναίκες! Καταραμένα ζάρια που κουδούνιζαν μέσα στο καταραμένο κεφάλι του!
«Έχω μηνύματα για την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ», ανακοίνωσε μία από τους Σωντσάν, χτυπώντας με το χέρι της ένα δερμάτινο σακίδιο που κρεμόταν από έναν θωρακισμένο ώμο. Η περικεφαλαία της έφερε ένα και μόνο, λεπτό λοφίο, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν χαμηλόβαθμη αξιωματικός, το άλογό της ωστόσο ήταν ένα ψηλό, καστανοκόκκινο κι ευνουχισμένο ζώο με χαρακτηριστικά αλόγου αγώνων. Τα άλλα δύο ζώα φάνταζαν γεροδεμένα, αλλά τίποτα παραπάνω.
«Περάστε, με τις ευλογίες του Φωτός», είπε ο Σάρλιβαν, κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση.
Το τόξο που η γυναίκα είχε κρεμασμένο στη σέλα της ήταν ολόιδιο με το δικό του. «Το Φως να ευλογεί κι εσένα», αποκρίθηκε με τη μακρόσυρτη προφορά της, κι οι τρεις τους μπήκαν στην αυλή των στάβλων, με τις οπλές των αλόγων τους να κροταλίζουν στο δάπεδο.
«Πολύ παράξενο», συλλογίστηκε ο Σάρλιβαν, παρατηρώντας τες να ξεμακραίνουν. «Πάντα ζητούν τη δική μας άδεια, όχι τη δική τους». Έδειξε με το ραβδί του τους φρουρούς Σωντσάν, στην απέναντι μεριά της πύλης. Απ’ όσο πρόσεξε ο Ματ, δεν είχαν κουνηθεί καθόλου από την άκαμπτη θέση τους, ούτε καν είχαν κοιτάξει τις νεοαφιχθείσες.
«Και τι θα γινόταν αν τους έλεγες πως δεν μπορούν να περάσουν;» ρώτησε σιγανά ο Νόαλ, βολεύοντας καλύτερα τον μπόγο στην πλάτη του.
Ο Σάρλιβαν γύρισε απότομα. «Μου αρκεί ότι έχω δώσει όρκο στη Βασίλισσά μου», είπε με ανέκφραστη φωνή, «κι ότι εκείνη έχει δώσει όρκο... όπου τον έχει δώσει. Δώσε ένα κρεβάτι στον φίλο σου, Άρχοντά μου, και προειδοποίησέ τον πως στο Έμπου Νταρ είναι καλύτερα να μη λέγονται κάποια πράγματα και να μην εκφράζονται κάποιες απορίες».
Ο Νόαλ φάνηκε να τα χάνει, κι άρχισε να διαμαρτύρεται πως ρώτησε από απλή περιέργεια, αλλά ο Ματ αντάλλαξε κι άλλες ευχές κι υποκλίσεις με τον Αλταρανό αξιωματικό —όσο πιο γρήγορα μπορούσε, δηλαδή— κι έσπρωξε την καινούργια γνωριμία του μέσα από την πύλη, εξηγώντας του χαμηλόφωνα περί Αφουγκραστών. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να τον είχε σώσει από το γκόλαμ, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως θα τον άφηνε να τον παραδώσει στους Σωντσάν. Είχαν κι αυτοί τους ανθρώπους τους, που αποκαλούνταν Αναζητητές, κι από τα λίγα που είχε μάθει —μια και κάποιοι, που δεν δίσταζαν να μιλήσουν ανοιχτά για τους Φρουρούς του Θανάτου, έκλειναν ερμητικά το στόμα τους μόλις η κουβέντα πήγαινε στους Αναζητητές— αυτοί οι Αναζητητές έκαναν τους Λευκομανδίτες Εξεταστές να μοιάζουν με πιτσιρικάδες που βασανίζουν μύγες, πράγμα που μπορεί από μόνο του να ήταν βδελυρό, αλλά δεν απασχολούσε τους περισσότερους ανθρώπους.
«Κατάλαβα», είπε αργά ο γέρος. «Δεν το ήξερα». Έμοιαζε κάπως εκνευρισμένος με τον ίδιο του τον εαυτό. «Θα πρέπει να περνάς πολύ καιρό με τους Σωντσάν. Γνωρίζεις εξίσου καλά και την Αρχόντισσα Σούροθ, λοιπόν; Δεν είχα ιδέα ότι διέθετες τόσο υψηλά ιστάμενες διασυνδέσεις».
«Περνάω τον καιρό μου με τους στρατιώτες στα καπηλειά, όταν μπορώ, δηλαδή», αποκρίθηκε κάπως ξινά ο Ματ. Κι όταν τον άφηνε η Τάυλιν. Μα το Φως, λες κι ήταν παντρεμένοι! «Η Σούροθ δεν ξέρει πως είμαι ζωντανός». Κι ήλπιζε εκ βάθους καρδίας να μην το μάθει.
Οι τρεις Σωντσάν είχαν χαθεί, και τα άλογά τους είχαν οδηγηθεί στους στάβλους, αλλά υπήρχαν μερικές δεκάδες σουλ’ντάμ που είχαν βγάλει τις νταμέην τους για την απογευματινή εξάσκηση, βάζοντάς τες να περπατούν διαγράφοντας κύκλους στην πλακόστρωτη αυλή. Σχεδόν οι μισές από τις γκριζοντυμένες νταμέην ήταν σκουρόχρωμες και δεν έφεραν τα κοσμήματα που φορούσαν ως Ανεμοσκόποι. Υπήρχαν κι άλλες στο Παλάτι, μα κι αλλού· οι Σωντσάν είχαν πλούσια συγκομιδή από τα σκάφη των Θαλασσινών που δεν κατάφεραν να αποδράσουν. Τα πέτρινα πρόσωπα των περισσοτέρων έδιναν την εντύπωση μιας μοιρολατρικής καρτερίας, αλλά εφτά ή οκτώ από δαύτες ατένιζαν μπροστά, χαμένες, μπερδεμένες και δύσπιστες. Καθεμία είχε δίπλα της μια Σωντσάν νταμέην και της κρατούσε το χέρι ή είχε το μπράτσο περασμένο γύρω από τη μέση της, χαμογελώντας και ψιθυρίζοντάς της κάτω από το επιδοκιμαστικό βλέμμα των γυναικών με τα βραχιόλια περασμένα στα ασημένια κολάρα τους. Μερικές από αυτές τις ζαλισμένες γυναίκες είχαν αδράξει τις νταμέην που βάδιζαν μαζί τους λες και κρατούσαν διασωστικό σχοινί. Η θέα από μόνη της θα έκανε τον Ματ να ανατριχιάσει, αν τα μουσκεμένα ρούχα του δεν είχαν ήδη προνοήσει για κάτι τέτοιο.
Προσπάθησε να αναγκάσει τον Νόαλ να κινηθεί πιο γρήγορα, αλλά μια νταμέην, που δεν ήταν ούτε Σωντσάν ούτε Άθα’αν Μιέρε, βγήκε από τον κύκλο κι ήρθε δίπλα του, προσδεμένη σε μια πλαδαρή, γκριζομάλλα σουλ’ντάμ, μια γυναίκα με ελαιώδη επιδερμίδα, που σίγουρα θα περνούσε για Αλταρανή και μητέρα κάποιου. Από τον τρόπο που κοιτούσε το φορτίο της, θα έλεγε κανείς πως επρόκειτο για αυστηρή μάνα με μάλλον δύστροπο παιδί. Η Τέσλυν Μπάραντον είχε παχύνει έπειτα από ενάμιση μήνα αιχμαλωσίας στους Σωντσάν, ωστόσο το αγέραστο πρόσωπό της έμοιαζε λες κι έτρωγε ρείκια τρεις φορές τη μέρα. Από την άλλη, περπατούσε γαλήνια, δεμένη στην άκρη του λουριού, κι υπάκουε χωρίς δισταγμό στις προσταγές που μουρμούριζε η σουλ’ντάμ, σταματώντας για να υποκλιθεί βαθιά στον ίδιον και στον Νόαλ. Πάντως, ένα στιγμιαίο μίσος εναντίον του φάνηκε στα σκοτεινά της μάτια, προτού η ίδια κι η σουλ’ντάμ συνεχίσουν την κυκλική τους πορεία στην αυλή των στάβλων, γαλήνια κι υπάκουα. Ο Ματ είχε δει κατά το παρελθόν, στην ίδια αυλή, διάφορες νταμέην, που τις έστηναν όρθιες και τις μαστίγωναν μέχρι να ουρλιάξουν, επειδή είχαν κάνει φασαρία. Ανάμεσα σε αυτές, συμπεριλαμβανόταν η Τέσλυν. Οι σχέσεις μαζί της δεν ήταν καλές, ίσως μάλιστα να ήταν κακές, αλλά σίγουρα δεν θα ευχόταν να της συμβεί κάτι τέτοιο.
«Καλύτερα έτσι, παρά νεκρή, υποθέτω», μουρμούρισε ο άντρας, συνεχίζοντας την πορεία του, Η Τέσλυν ήταν σκληρή γυναίκα και δεν περνούσε στιγμή δίχως να καταστρώνει σχέδια απόδρασης, αλλά μερικές φορές η σκληρότητα δεν αρκούσε. Η Κυρά των Πλοίων κι ο Κύριος των Λεπίδων είχαν πεθάνει στον πάσσαλο χωρίς να βγάλουν άχνα, αλλά αυτό δεν τους είχε σώσει.
«Το πιστεύεις αυτό;» ρώτησε ο Νόαλ αφηρημένα, ψαχουλεύοντας αδέξια για άλλη μια φορά τον μπόγο του. Τα σπασμένα του χέρια είχαν χειριστεί εκείνο το μαχαίρι με εξαιρετική επιδεξιότητα, αλλά έμοιαζαν άτσαλα για οτιδήποτε άλλο.
Ο Ματ τον κοίταξε ουνοφρυωμένος. Όχι, δεν ήταν σίγουρος ότι το πίστευε. Αυτά τα ασημένια α’ντάμ έμοιαζαν αρκετά με το αόρατο κολάρο που είχε περάσει στον λαιμό του η Τάυλιν. Από την άλλη, όμως, αν ήταν να αποφύγει τον πάσσαλο, δεν είχε πρόβλημα να αφήσει τη γυναίκα να του χαϊδεύει το πηγούνι μια ζωή ολόκληρη. Μα το Φως, μακάρι να σταματούσαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό του αυτά τα καταραμένα ζάρια και να τελείωνε μαζί τους! Όχι, ψέματα έλεγε. Από τότε που αντιλήφθηκε α σήμαιναν, δεν ήθελε να πάψουν στιγμή.
Το δωμάτιο που μοιράζονταν ο Τσελ Βάνιν κι οι επιζώντες Κοκκινόχεροι δεν ήταν πολύ μακριά από τους στάβλους, μια μακρόστενη, χαμηλοτάβανη αίθουσα από λευκό ασβεστοκονίαμα και πολλά κρεβάτια για όσους είχαν παραμείνει ζωντανοί. Ο Βάνιν, μια φαλακρή μάζα όλο ξίγκια, κειτόταν σε ένα κρεβάτι χωρίς την πουκαμίσα του και μ’ ένα ανοικτό βιβλίο ακουμπισμένο στο στήθος του. Ο Ματ απορούσε που αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να διαβάζει. Φτύνοντας μέσα από ένα κενό στα δόντια του, ο Βάνιν έριξε μια ματιά στα λασπωμένα ρούχα του Ματ. «Πάλι τσακωνόσουν;» τον ρώτησε. «Κάτι μου λέει πως δεν θα της αρέσει καθόλου αυτό». Δεν σηκώθηκε καν από το κρεβάτι. Πλην ελάχιστων εντυπωσιακών εξαιρέσεων, ο Βάνιν θεωρούσε εαυτόν ισάξιο οποιουδήποτε άλλου άρχοντα ή αρχόντισσας.
«Προβλήματα, Άρχοντα Ματ;» γρύλισε ο Χάρναν πηδώντας όρθιος. Τόσο από άποψη φυσικής κατασκευής, όσο κι ιδιοσυγκρασίας, ήταν ένας μονοκόμματος άντρας, αλλά το βαρύ του σαγόνι ήταν σφικτό, παραμορφώνοντας το τατουάζ με το γεράκι, που τόσο κακόγουστα ήταν χαραγμένο στο μάγουλό του. «Να με συγχωράς, δηλαδή, αλλά δεν νομίζω πως είσαι για τέτοια τώρα. Πες μας πώς μοιάζει ο τύπος και τον αναλαμβάνουμε εμείς».
Οι τρεις τελευταίοι μαζεύτηκαν πίσω του με την ανυπομονησία έντονη στα χαρακτηριστικά τους, και δύο από δαύτους άδραξαν τα πανωφόρια τους, σιάχνοντας ακόμα τα πουκάμισά τους. Ο Μέτγουιν, ένας Καιρχινός με παιδική φυσιογνωμία, δέκα χρόνια μεγαλύτερος του Ματ, άδραξε το σπαθί του από τα πόδια του κρεβατιού που το είχε αφημένο και τράβηξε λίγο τη λεπίδα έξω από το θηκάρι, για να δει αν ήταν κοφτερή. Ήταν ο καλύτερος τους στο ξίφος, αν κι ο Γκόρντεραν τον συναγωνιζόταν, παρ’ όλο που έμοιαζε με σιδερά. Ο Γκόρντεραν δεν ήταν ούτε κατά διάνοια βραδυκίνητος, παρά τους βαριούς του ώμους που έδειχναν το αντίθετο. Μια ντουζίνα Κοκκινόχεροι είχαν ακολουθήσει τον Ματ Κώθον στο Έμπου Νταρ, οκτώ εκ των οποίων ήταν ήδη νεκροί κι οι υπόλοιποι αποκλεισμένοι εδώ, στο Παλάτι, όπου απαγορευόταν να βάλουν χέρι στις υπηρέτριες, να καβγαδίσουν σε ένα παιχνίδι ζάρια και να πιουν μέχρι να γίνουν φέσι, όπως θα έκαναν αν παρέμεναν σε ένα πανδοχείο, όπου θα ήξεραν τον πανδοχέα κι ο οποίος θα φρόντιζε να μεταφερθούν στα κρεβάτια τους, πιθανόν με αλαφρωμένα τα πουγκιά τους.
«Ο Νόαλ, από δω, θα σας περιγράψει καλύτερα από εμένα τι συνέβη», αποκρίθηκε ο Ματ, ισιώνοντας το καπέλο στο κεφάλι του. «Θα κοιμηθεί μαζί σας. Απόψε, μου έσωσε τη ζωή».
Τα λόγια του ακολούθησαν ξεφωνητά έκπληξης και κραυγές επιδοκιμασίας για τον Νόαλ, όπως επίσης και φιλικά χτυπηματάκια στην πλάτη, που κόντευαν να ρίξουν κάτω τον ηλικιωμένο άντρα. Ο Βάνιν, μάλιστα, σημάδεψε με το χοντρό του δάχτυλο το σημείο του βιβλίου όπου βρισκόταν, κι ανακάθισε στην άκρη του λεπτού στρώματος.
Ακουμπώντας τον μπόγο του σε ένα άδειο κρεβάτι, ο Νόαλ τούς αφηγήθηκε τα γεγονότα με εξεζητημένες χειρονομίες, υποβαθμίζοντας μάλιστα τον δικό του ρόλο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν κάποιον βλάκα που γλιστρούσε στη λάσπη και κοιτούσε το γκόλαμ χάσκοντας, ενώ ο Ματ πολεμούσε σαν ήρωας. Ήταν γεννημένος αφηγητής, ταλαντούχος όσο ένας βάρδος, κι οι περιγραφές του ιδιαιτέρως γλαφυρές. Ο Χάρναν κι οι Κοκκινόχεροι γέλασαν με την καρδιά τους, αναγνωρίζοντας ότι ο Νόαλ δεν ήθελε να υποτιμήσει μπροστά τους τη γενναιότητα του αρχηγού τους, κάτι που εκτίμησαν πάρα πολύ, αλλά το γέλιο τους κόπηκε όταν άρχισε να τους περιγράφει πως το πλάσμα που επιτέθηκε στον Ματ γλίστρησε μέσα στον τοίχο από μια μικροσκοπική τρύπα. Η περιγραφή του ήταν απίστευτα παραστατική, σαν να έβλεπες μπροστά σου την εικόνα. Ο Βάνιν άφησε κάτω το βιβλίο και ξαναέφτυσε μέσα από τα δόντια του. Το γκόλαμ είχε αφήσει τον Βάνιν και τον Χάρναν μισοπεθαμένους στο Ράχαντ, κι αυτό επειδή κυνηγούσε άλλο θήραμα.
«Φαίνεται πως αυτό το πράγμα με θέλει για κάποιο λόγο», είπε ανάλαφρα ο Ματ, μόλις ο γέρος άντρας αποτελείωσε την αφήγηση του και βυθίστηκε στο κρεβάτι μαζί με τα υπάρχοντά του, φαινομενικά εξουθενωμένος. «Μάλλον θα έπαιξε ζάρια μαζί μου κάποτε, αν και δεν το θυμάμαι. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε, αρκεί να μην μπείτε ανάμεσα σε μένα και σε αυτό». Μειδίασε, πασχίζοντας να κάνει τα λόγια του να φανούν αστεία, αλλά κανείς δεν γέλασε. «Όπως και να έχει, το πρωί θα πακετάρω το χρυσάφι σας. Θα εξασφαλίσετε είσοδο στο πρώτο πλοίο που φεύγει για το Ίλιαν, και πάρτε τον Όλβερ μαζί σας, όπως επίσης τον Θομ και τον Τζούιλιν, αν θέλουν να φύγουν». Φαντάστηκε πως ο ληστοκυνηγός μάλλον αυτό σκόπευε να κάνει. «Και τον Νέριμ και τον Λόπιν, βέβαια». Είχε συνηθίσει να έχει έναν-δυο άντρες στην υπηρεσία του για να τον προσέχουν, αλλά εδώ δεν τους χρειαζόταν. «Ο Ταλμέηνς θα πρέπει ήδη να πλησιάζει στο Κάεμλυν. Δεν νομίζω να έχετε πρόβλημα να τον βρείτε». Μόλις έφευγαν, θα έμενε μόνος με την Τάυλιν. Μα το Φως, καλύτερα να αντιμετώπιζε ξανά το γκόλαμ!
Ο Χάρναν αντάλλαξε ματιές με τους άλλους τρεις Κοκκινόχερους, κι ο Φέργκιν τέντωσε το κεφάλι του σαν να μην καταλάβαινε, πράγμα που ίσως ίσχυε. Ο κοκαλιάρης άντρας ήταν καλός στρατιώτης —όχι ο καλύτερος, βέβαια, μα αρκετά καλός— όμως σε άλλα θέματα δεν έπαιρνε γρήγορες στροφές.
«Αυτό δεν είναι σωστό», είπε τελικά ο Χάρναν. «Κατ’ αρχάς, ο Άρχοντας Ταλμέηνς θα μας γδάρει, αν επιστρέψουμε χωρίς εσένα». Οι άλλοι τρεις ένευσαν συγκαταβατικά. Ακόμα κι ο Φέργκιν το καταλάβαινε αυτό.
«Κι εσύ, Βάνιν;» ρώτησε ο Ματ.
Ο χοντρός άντρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν κάνω πως παίρνω αυτό το αγόρι μακριά από τη Ρισέλ, θα με ξεκοιλιάσει σαν σολομό μόλις πέσω για ύπνο. Ίσως κι εγώ να έκανα το ίδιο, στη θέση του. Όπως και να έχει, εδώ έχω άφθονο χρόνιο για διάβασμα, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δούλευα ως πεταλωτής». Αυτό ήταν ένα από τα επαγγέλματα που ισχυριζόταν ότι ασκούσε όντας περιπλανώμενος ταξιδιώτης. Το άλλο ήταν σταβλίτης. Στην πραγματικότητα, ήταν αλογοκλέφτης και λαθροκυνηγός, ο καλύτερος σε δύο χώρες, ίσως και σε περισσότερες.
«Είστε όλοι σας τρελοί», είπε ο Ματ συνοφρυωμένος. «Το ότι θέλει εμένα δεν σημαίνει πως δεν θα σκοτώσει κι εσάς, αν τυχόν το εμποδίσετε. Η προσφορά, πάντως, ισχύει. Όποιος είναι στα συγκαλά του, μπορεί να φύγει».
«Έχω ξαναδεί ανθρώπους σαν εσένα», είπε ξαφνικά ο Νόαλ. Ο σκυφτός ηλικιωμένος άντρας ήταν η προσωποποίηση των γηρατειών και της εξάντλησης, αλλά το βλέμμα του ήταν λαμπερό και κοφτερό καθώς περιεργαζόταν τον Ματ. «Μερικοί άντρες έχουν μια αύρα επάνω τους, που κάνει τους υπόλοιπους να τους ακολουθούν. Άλλοι τούς οδηγούν στην πανωλεθρία κι άλλοι στη δόξα. Κάτι μου λέει πως το όνομά σου θα γραφτεί στην Ιστορία».
Ο Χάρναν έμοιαζε εξίσου μπερδεμένος με τον Φέργκιν, ενώ ο Βάνιν έφτυσε κι έγειρε πίσω, ανοίγοντας το βιβλίο του.
«Μπορεί, αν με εγκαταλείψει η τύχη μου», μουρμούρισε ο Ματ. Ήξερε πολύ καλά τι χρειαζόταν για να γραφτεί κάποιος στην Ιστορία. Ένας άντρας μπορούσε να σκοτωθεί στην προσπάθεια.
«Ίσως είναι καλύτερα να κάνεις ένα μπάνιο προτού σε δει», πετάχτηκε ξαφνικά ο Φέργκιν. «Με όλη αυτή τη λασπουριά, θα χάσει κάθε όρεξη».
Ο Ματ άρπαξε θυμωμένος το καπέλο του και βγήκε έξω χωρίς να πει λέξη. Προχωρούσε με όσο πιο αγέρωχο βήμα μπορούσε, κουτσαίνοντας και στηριζόμενος που και πού στη μαγκούρα του. Πριν κλείσει καλά-καλά η πόρτα πίσω του, άκουσε τον Νόαλ να διηγείται μια ακόμα ιστορία, τότε που ταξίδεψε πάνω σε ένα πλοιάριο των Θαλασσινών κι έμαθε να πλένεται με κρύο αλμυρό νερό. Έτσι, τουλάχιστον, ξεκινούσε η αφήγηση του.
Πράγματι, σκόπευε να κάνει ένα μπάνιο πριν τον δει η Τάυλιν, αλλά καθώς προχωρούσε κουτσαίνοντας στους διαδρόμους απ’ όπου κρέμονταν λουλουδάτες ταπετσαρίες, που οι Εμπουνταρινοί αποκαλούσαν καλοκαιρινές κουρτίνες, μια και θύμιζαν τη σχετική εποχή, τέσσερις υπηρέτες, ντυμένοι με τις λευκοπράσινες λιβρέες του Παλατιού, κι όχι λιγότερες από εφτά υπηρέτριες του πρότειναν να πλυθεί και να αλλάξει ρούχα πριν τον αντικρίσει η Βασίλισσα, και προσφέρθηκαν να του κάνουν μπάνιο και να του φέρουν καινούργια ενδυμασία δίχως εκείνη να μάθει το παραμικρό. Δόξα στο Φως, δεν γνώριζαν τίποτα για τη σχέση του με την Τάυλιν —άλλωστε, μόνο ο ίδιος κι η Τάυλιν ήξεραν τα χειρότερα— αλλά και πάλι είχαν υπ’ όψιν τους αρκετά πράγματα. Και το χειρότερο ήταν πως κάθε καταραμένος υπηρέτης κι υπηρέτρια του Παλατιού Τάρασιν τα επιδοκίμαζε κιόλας. Βέβαια, για τα δικά τους δεδομένα, η Τάυλιν ήταν Βασίλισσα και μπορούσε να κάνει ό,τι την ευχαριστούσε. Από την άλλη όμως, είχε γίνει πολύ οξύθυμη από τότε που οι Σωντσάν κατέλαβαν την πόλη, κι αν ένας πεντακάθαρος και ντυμένος με δαντέλες Ματ Κώθον ήταν αρκετός, ώστε να την κάνει να μην ασχολείται μαζί τους, τόσο το καλύτερο. Θα έκαναν τα πάντα για να τον κάνουν να λάμπει από πάστρα, και θα τον τύλιγαν στις δαντέλες σαν Κυριακάτικο δώρο!
«Λασπουριά;» είπε ο Ματ σε μια χαριτωμένη υπηρέτρια που χαμογελούσε κι είχε απλώσει τη φούστα της, υποκλινόμενη. Στα σκούρα της μάτια υπήρχε μια σπιρτάδα και το βαθύ ντεκολτέ του μπούστου της αποκάλυπτε ένα στήθος που συναγωνιζόταν σχεδόν αυτό της Ρισέλ. Υπό άλλες συνθήκες, θα φρόντιζε να βρει λίγο χρόνο για να απολαύσει το θέαμα. «Ποια λασπουριά; Δεν βλέπω τίποτα!» Η γυναίκα έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ξέχασε να σηκωθεί κι απέμεινε να τον κοιτάει γονατιστή καθώς ο Ματ απομακρυνόταν κουτσαίνοντας.
Ο Τζούιλιν Σάνταρ, που έστριβε γοργά εκείνη τη στιγμή από μια γωνία, έπεσε σχεδόν επάνω του. Ο Δακρυνός ληστοκυνηγός αναπήδησε προς τα πίσω με μια πνιχτή βρισιά και το μελαψό του πρόσωπο έγινε σταχτί μέχρι να αντιληφθεί πάνω σε ποιον έπεσε. Κατόπιν, μουρμούρισε μια συγγνώμη κι έσπευσε να φύγει βιαστικός.
«Μήπως σε παρέσυρε ο Θομ με τις τρέλες του, Τζούιλιν;» είπε ο Ματ. Ο Τζούιλιν μοιραζόταν με τον Θομ ένα δωμάτιο στα υπηρετικά καταλύματα, και δεν είχε καμιά δικαιολογία να βρίσκεται εδώ πάνω. Με αυτό το σκούρο πανωφόρι των Δακρυνών, που ανέμιζε πάνω από τις μπότες του, ο Τζούιλιν θα ξεχώριζε ανάμεσα στους υπηρέτες σαν πάπια σε κοτέτσι. Η Σούροθ ήταν πολύ αυστηρή σε ό,τι αφορούσε τέτοια θέματα, πολύ αυστηρότερη από την Τάυλιν. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ματ, η μόνη αιτία της παρουσίας του Θομ εδώ ήταν κάποια βρωμοδουλειά με τον Μπέσλαν. «Όχι, μην μπεις στον κόπο να μου απαντήσεις. Έκανα μια πρόταση στον Χάρναν και στους υπόλοιπους, κι ισχύει και για σένα. Αν θέλεις να φύγεις, ευχαρίστως να σου δώσω τα λεφτά σου».
Ήταν αλήθεια πως ο Τζούιλιν δεν σκόπευε να του απαντήσει τίποτα. Ο ληστοκυνηγός δίπλωσε τους αντίχειρες του πίσω από το ζωνάρι του και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. «Και τι είπαν ο Χάρναν κι οι άλλοι; Τι έκανε ο Θομ και τον αποκαλείς τρελό; Αυτές τις ταράτσες τις ξέρει καλύτερα απ’ ό,τι εσύ ή εγώ».
«Το γκόλαμ βρίσκεται ακόμη στο Έμπου Νταρ, Τζούιλιν». Το μόνο που γνώριζε καλά ο Θομ ήταν το Παιχνίδι των Οίκων, και λάτρευε να χώνει τη μύτη του στην πολιτική. «Προσπάθησε να με σκοτώσει, νωρίτερα απόψε».
Ο Τζούιλιν γρύλισε λες κι είχε φάει γροθιά στο στομάχι, και πέρασε το χέρι του μέσα από τα αραιά, μαύρα μαλλιά του.
«Όπως και να έχει, όλο και κάποιος λόγος υπάρχει για να μείνω λίγο παραπάνω», είπε. Ο τόνος της φωνής του άλλαξε απότομα κι έγινε κάπως πιο πεισματικός κι αμυντικός, με μια χροιά ενοχής. Ο Ματ δεν τον είχε θεωρήσει ποτέ γυναικά, αλλά όταν ένας άντρας μιλούσε έτσι, μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει.
«Πάρ’ τη μαζί σου», είπε ο Ματ. «Κι αν δεν θέλει να φύγει, να είσαι σίγουρος πως, μέσα σε μία ώρα από τη στιγμή που θα φτάσεις στο Δάκρυ, θα βρεθείς με μία γυναίκα σε κάθε γόνατο. Έτσι είναι με τις γυναίκες, Τζούιλιν. Αν η μία λέει όχι, πάντα θα υπάρχει μια άλλη που θα λέει ναι».
Ένας υπηρέτης που τους προσπέρασε γοργά κρατώντας μια αρμαθιά λινές πετσέτες κοίταξε έκπληκτος τη βρωμιά που κάλυπτε τον Ματ, αλλά ο Τζούιλιν νόμισε ότι κοιτούσε εκείνον, οπότε τράβηξε τους αντίχειρες του από το ζωνάρι και πάσχισε να υιοθετήσει μια πιο ταπεινή στάση, χωρίς επιτυχία όμως. Μπορεί ο Θομ να κοιμόταν μαζί με τους υπηρέτες, αλλά είχε ξεκαθαρίσει εξ αρχής πως η επιλογή ήταν δική του, εξαιτίας κάποιας εκκεντρικότητας ίσως, και κανείς δεν θεωρούσε παράλογο να τον δει εδώ, να γλιστράει ακόμα και στα διαμερίσματα της Ρισέλ, που κάποτε ανήκαν στον Ματ. Ο Τζούιλιν, από την άλλη, δεν έχανε ευκαιρία να δείξει σε όλους ότι ήταν ληστοκυνηγός —κι όχι κλεφτοκυνηγός- κι έτσι όπως κοίταζε κατάματα τους σπαστικούς κι ασήμαντους ψωροευγενείς και τους αυτάρεσκους εμπόρους, για να αποδείξει ότι ήταν εξίσου καλός με εκείνους, όλοι στο Παλάτι ήξεραν πλέον ποιος και τι ήταν, όπως επίσης και ποια θέση τού ανήκε, δηλαδή κάτω από τις σκάλες.
«Ο Άρχοντάς μου είναι σοφός», είπε φωναχτά, κάνοντας μια κοφτή και νευρική υπόκλιση. «Ο Άρχοντάς μου γνωρίζει τα πάντα για τις γυναίκες. Ας συγχωρήσει ο Άρχοντάς μου έναν ταπεινό άνθρωπο σαν και του λόγου μου, αλλά πρέπει να επιστρέψω στη θέση μου». Γύρισε να φύγει, αλλά ξαναμίλησε πάνω από τον ώμο του, κι ο τόνος της φωνής του εξακολουθούσε να είναι υψηλός. «Άκουσα σήμερα πως, αν ο Άρχοντάς μου παρουσιαστεί ξανά τόσο βρώμικος, σαν να τον έσυραν στον δρόμο, η Βασίλισσα σκοπεύει να τον μαστιγώσει».
Κι αυτό ήταν αρκετό για να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Ανοίγοντας απότομα τις πόρτες του δωματίου της Τάυλιν, ο Ματ δρασκέλισε το κατώφλι, πετώντας το καπέλο του κατά μήκος του δωματίου... και σταμάτησε μαρμαρωμένος κι εμβρόντητος, με το στόμα του να χάσκει ορθάνοιχτο και τα λόγια που σκόπευε να πει να παγώνουν στα χείλη του. Το καπέλο του προσγειώθηκε στα κιλίμια και κύλησε μακριά, ούτε καν πρόσεξε που. Μια πνοή ανέμου κροτάλισε στα ψηλά παράθυρα με την τριπλή αψίδα, που έβλεπαν σε ένα μακρόστενο μπαλκόνι με κιγκλίδωμα, το οποίο δέσποζε πάνω από την πλατεία Μολ Χάρα.
Η Τάυλιν στριφογύρισε πάνω στο κάθισμά της, σκαλισμένο ώστε να μοιάζει με επιχρυσωμένο μπαμπού, και τον κοίταξε πάνω από το χρυσό κρασοπότηρό της. Κύματα από στιλπνά, μαύρα μαλλιά με ελαφρές, γκρίζες αποχρώσεις στους κροτάφους πλαισίωναν ένα όμορφο πρόσωπο με μάτια αρπακτικού πουλιού, μάτια που δεν φαίνονταν διόλου ευχαριστημένα τη συγκεκριμένη στιγμή. Διάφορα άσχετα πράγματα ξεπήδησαν ξαφνικά στο μυαλό του Ματ. Η γυναίκα ξεσταύρωσε τα πόδια της τινάζοντας ελαφρώς το ένα, κάνοντας τις στρώσεις από άσπρα και πράσινα μισοφόρια να κυματίσουν. Απαλή πράσινη δαντέλα στόλιζε το οβάλ άνοιγμα της εσθήτας, που άφηνε να φανεί κατά το ήμιου το αποκαλυπτικό και μεστό της στήθος, όπου ταλαντευόταν η διακοσμημένη με πετράδια λαβή του γαμήλιου μαχαιριού της. Δεν ήταν μόνη. Απέναντί της καθόταν η Σούροθ, βλοσυρή πάνω από το δικό της κρασοπότηρο, χτυπώντας ρυθμικά τα μακριά της νύχια στο μπράτσο του καθίσματος, μια αρκετά όμορφη γυναίκα, παρά το ξυρισμένο της κρανίο με το μακρόστενο λοφίο στην κορυφή, κάτι που έκανε την Τάυλιν να μοιάζει συγκριτικά με κουνέλι. Δύο από αυτά τα νύχια σε κάθε χέρι είχαν μπλε βερνίκι. Καθισμένο πλάι της ήταν —αν είναι δυνατόν— ένα μικρό κορίτσι, ντυμένο κι αυτό με έναν εξεζητημένο και διακοσμημένο με λουλουδάτα σχέδια χιτώνα πάνω από την πλισαρισμένη, άσπρη φούστα της, έχοντας ολόκληρο το κεφάλι της καλυμμένο με ένα διάφανο πέπλο —μάλλον ήταν κι αυτή ολότελα ξυρισμένη!— και φορώντας μια ολόκληρη περιουσία από ρουμπίνια και πολύτιμους λίθους. Παρότι σοκαρισμένος, ο Ματ πρόσεξε τα ρουμπίνια και το χρυσάφι. Μια λυγερόκορμη γυναίκα, με επιδερμίδα σχεδόν εξίσου σκούρα με την ολόμαυρη εσθήτα της, ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, στεκόταν πίσω από το κάθισμα της κοπέλας με τα χέρια διπλωμένα και με ανυπομονησία που δύσκολα κρυβόταν. Τα κυματιστά, μαύρα μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα αλλά σε καμιά περίπτωση ξυρισμένα, πράγμα που σήμαινε πως δεν ανήκε ούτε στη Γενιά, ούτε ήταν σο’τζίν. Αυτοκρατορικά όμορφη, επισκίαζε ακόμα και τη Σούροθ και την Τάυλιν. Ο Ματ μπορούσε να προσέξει τις όμορφες γυναίκες, ακόμα κι αν τον είχαν χτυπήσει με σφυρί στο κεφάλι.
Ωστόσο, δεν ήταν η παρουσία της Σούροθ ή καν ξένων γυναικών που τον έκαναν να μείνει αποσβολωμένος. Τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του είχαν σταματήσει απότομα, παράγοντας έναν ήχο σαν κεραυνό, που έκανε το κρανίο του να κουδουνίζει. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Στεκόταν ακίνητος, περιμένοντας κάποιον Αποδιωγμένο να ξεπηδήσει από τις φλόγες του μαρμάρινου τζακιού ή να ανοίξει η γη κάτω από τα πόδια του και να καταπιεί το ίδιο το Παλάτι.
«Δεν με ακούς, πιτσουνάκι», γουργούρισε η Τάυλιν, κι ο τόνος της φωνής της ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος. «Είπα να πας κάτω, στην κουζίνα, και να φας ένα γλυκό μέχρι να σε φωνάξω. Στο μεταξύ, κάνε κι ένα μπάνιο». Τα σκοτεινά της μάτια έλαμψαν. «Τα περί λάσπης θα τα συζητήσουμε αργότερα».
Ζαλισμένος, προσπάθησε να συνοψίσει τα γεγονότα των τελευταίων λεπτών. Είχε μπει μέσα στο δωμάτιο, τα ζάρια είχαν πάψει να στριφογυρίζουν και... δεν είχε συμβεί τίποτα. Τίποτα!
«Αυτός ο άνθρωπος δέχτηκε βάναυση επίθεση», είπε η μικροκαμωμένη, πεπλοφόρα φιγούρα κι ανασηκώθηκε. Ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός όσο κι ο άνεμος έξω. «Είπες ότι οι δρόμοι είναι ασφαλείς, Σούροθ! Νιώθω απογοητευμένη».
Κάτι έπρεπε να συμβεί! Έπρεπε να έχει συμβεί ήδη! Πάντα συνέβαινε κάτι όταν σταματούσαν τα ζάρια.
«Σε διαβεβαιώ, Τουόν, οι δρόμοι του Έμπου Νταρ είναι εξίσου ασφαλείς με τους δρόμους του Σωντάρ», αποκρίθηκε η Σούροθ, κι αυτό ήταν αρκετό για να βγάλει τον Ματ από τη νάρκη του. Η γυναίκα ακουγόταν... ανήσυχη. Συνήθως, η Σούροθ έκανε τους άλλους να ανησυχούν.
Ένας λυγερός κι όλο χάρη νεαρός, ντυμένος με τον ημιδιαφανή χιτώνα των ντα’κοβάλε, εμφανίστηκε πλάι της κρατώντας μια ψηλή κανάτα από γαλάζια πορσελάνη. Έσκυψε το κεφάλι και σιωπηλά ξαναγέμισε το ποτήρι της με κρασί. Ο Ματ ξαφνιάστηκε για άλλη μια φορά. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως υπήρχε κι άλλος στο δωμάτιο. Και πάλι, ο χρυσομάλλης άντρας με το άσεμνο ρούχο δεν ήταν ο μόνος παρών. Μια λυγερόκορμη και χαριτωμένα στρουμπουλή κοκκινομάλλα, που φορούσε έναν παρόμοιο διάφανο χιτώνα ήταν γονατισμένη δίπλα σε ένα τραπεζάκι, στην επιφάνεια του οποίου υπήρχαν αρωματικά μπουκαλάκια και μερικές ακόμα όμορφες, πορσελάνινες κανάτες των Θαλασσινών, καθώς επίσης ένα μικρό επιχρυσωμένο ορειχάλκινο μαγκάλι με τις απαραίτητες τσιμπίδες για το ζέσταμα του κρασιού, ενώ μια γκριζομάλλα σερβιτόρα με ανήσυχη ματιά, που φορούσε τη χαρακτηριστική λευκοπράσινη λιβρέα του Οίκου των Μίτσομπαρ, στεκόταν στην άλλη άκρη. Σε μια γωνιά δε, τόσο ακίνητη, που σχεδόν δεν την πρόσεξε, υπήρχε άλλη μία Σωντσάν, μια κοντή γυναίκα με το μισό από το χρυσαφί κεφάλι της ξυρισμένο και με στήθος που μπορεί και να ξεπερνούσε αυτό της Ρισέλ, αν το κιτρινοκόκκινο βολάν που φορούσε δεν κάλυπτε το κορμί της έως τον λαιμό. Όχι ότι ο Ματ είχε καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να το ανακαλύψει. Οι Σωντσάν ήταν μυγιάγγιχτοι όσον αφορά στις σο’τζίν, ενώ η Τάυλιν ήταν μυγιάγγιχτη για οποιαδήποτε γυναίκα. Από τότε που ο Ματ μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι μετά τον τραυματισμό του, είχε παρατηρήσει πως στα διαμερίσματά της δεν υπήρχε καμία υπηρέτρια νεότερη από τη γιαγιά του.
Η Σούροθ κοίταξε τον χαριτωμένο άντρα σαν να αναρωτιόταν τι ήταν, έπειτα κούνησε το κεφάλι της χωρίς να μιλήσει κι έστρεψε την προσοχή της στο παιδί, την Τουόν, η οποία έκανε νόημα στον νεαρό να φύγει. Η υπηρέτρια με τη λιβρέα έσπευσε να πάρει την κανάτα από τα χέρια του και να ξαναγεμίσει το ποτήρι της Τάυλιν, αλλά η Βασίλισσα με μια χειρονομία την έστειλε πάλι στον τοίχο. Η Τάυλιν καθόταν εντελώς ακίνητη. Δεν ήταν να απορεί κανείς που δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή, δεδομένου ότι αυτή η Τουόν τρόμαζε ακόμα και τη Σούροθ, κάτι εξαιρετικά εμφανές.
«Είμαι εξαιρετικά δυσαρεστημένη, Σούροθ», είπε ξανά το κορίτσι, κοιτώντας με αυστηρό και βλοσυρό βλέμμα την άλλη γυναίκα. Μολονότι όρθια, δεν είχε αυτό το απόμακρο βλέμμα όταν ατένιζε την καθιστή Υψηλή Αρχόντισσα. Ο Ματ υπέθεσε πως ήταν κι η ίδια Υψηλή Αρχόντισσα, αν κι Υψηλότερη από τη Σούροθ. «Ανένηψες αρκετά, κι αυτό σίγουρα θα ευχαριστήσει την Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα, αλλά η κακομελετημένη επίθεσή σου στα ανατολικά κατέληξε σε πανωλεθρία, και καλό θα ήταν να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο. Επιπλέον, αν οι δρόμοι αυτής της πόλης είναι ασφαλείς, πώς έγινε και του επιτέθηκαν;»
Οι αρθρώσεις της Σούροθ είχαν ασπρίσει, έτσι σφιχτά που κρατούσε το μπράτσο του καθίσματός της και το κρασοπότηρό της. Αγριοκοίταξε την Τάυλιν, λες και το κήρυγμα ήταν δικό της σφάλμα, κι εκείνη της χαμογέλασε απολογητικά κι έσκυψε το κεφάλι της. Αίμα και στάχτες, να δεις που θα την πλήρωνε αυτός!
«Σκόνταψα κι έπεσα, αυτό είναι όλο». Μίλησε τόσο έντονα κι απότομα, ώστε όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του. Η Σούροθ κι η Τουόν έμοιαζαν σοκαρισμένες που τον άκουσαν να μιλάει, η δε Τάυλιν φάνταζε με αετό που ήθελε το κουνέλι του ψημένο. «Κυρίες μου», πρόσθεσε, αν κι αυτό δεν φάνηκε να βελτιώνει την κατάσταση.
Η ψηλή γυναίκα άπλωσε ξαφνικά το χέρι της, άρπαξε το κρασοπότηρο από το χέρι της Τουόν και το πέταξε στο τζάκι, κάνοντας τις σπίθες να υψωθούν μέχρι στην καμινάδα. Η υπηρέτρια έσπευσε να διασώσει το ποτήρι πριν γίνει μεγαλύτερη ζημιά, αλλά έκανε πίσω μόλις την άγγιξε η σο’τζίν.
«Είσαι ανόητη, Τουόν», είπε η ψηλή γυναίκα, κι η φωνή της έκανε την αγριάδα του κοριτσιού να μοιάζει γελοία. Η γνωστή βραδυγλωσσία των Σωντσάν ήταν τώρα σχεδόν ανύπαρκτη. «Η Σούροθ έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Αυτό που συνέβη στην Ανατολή μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε μάχη. Πάψε να χάνεις τον χρόνο σου με σαχλαμάρες».
Η Σούροθ την κοίταξε εμβρόντητη για μια στιγμή, κι ύστερα η παγερή μάσκα επανήλθε στο πρόσωπό της. Ο Ματ απέμεινε να κοιτάει κι αυτός με ανοικτό το στόμα. Μίλα έτσι σε κάποιον που ανήκει στη Γενιά, και θα είσαι τυχερός αν τη γλιτώσεις με απλό μαστίγωμα!
Παραδόξως, η Τουόν έσκυψε ελαφρά το κεφάλι της. «Ίσως να έχεις δίκιο, Άναθ», είπε ήρεμα, κι η φωνή της είχε μια χροιά σεβασμού. «Ο χρόνος κι οι οιωνοί θα δείξουν. Ωστόσο, ο νεαρός άντρας ψεύδεται. Μπορεί να φοβάται την οργή της Τάυλιν, αλλά οι πληγές του δεν δικαιολογούνται από μια απλή πτώση, εκτός κι αν μέσα στην πόλη υπάρχουν γκρεμοί και δεν τους πρόσεξα».
Ώστε, λοιπόν, φοβόταν την οργή της Τάυλιν, ε; Ναι, λιγάκι τη φοβόταν, αλλά λιγάκι μόνο. Ωστόσο, δεν του άρεσε να του το υπενθυμίζουν. Έγειρε στη μαγκούρα που έφτανε μέχρι τον ώμο του και προσπάθησε να βολευτεί. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσαν να του πουν να κάτσει. «Τραυματίστηκα τη μέρα που τα παλικάρια σου κατέλαβαν την πόλη», είπε, με ένα μειδίαμα που έφτανε από το ένα αυτί στο άλλο. «Οι υπόλοιποι πετούσατε τριγύρω αστραπές και μπάλες φωτιάς, κάτι ιδιαίτερα βάναυσο. Πάντως, τώρα είμαι καλά, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». Η Τάυλιν βύθισε το πρόσωπό της στο κρασοπότηρο, αλλά, κοιτώντας τον πάνω από το χείλος, κατάφερε να εκτοξεύσει προς το μέρος του ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις για κατοπινή τιμωρία.
Η φούστα της Τουόν θρόισε καθώς η γυναίκα διέσχισε το χαλί για να πάει προς το μέρος του. Το σκούρο πρόσωπο πίσω από το διάφανο βέλο θα μπορούσε να είναι χαριτωμένο, αν δεν είχε αυτή την έκφραση δικαστή που ανακοινώνει τη θανατική ποινή. Κι αν το κεφάλι ήταν στολισμένο με καθώς πρέπει μαλλιά, αντί για μια φαλακρή κούτρα. Τα μάτια της ήταν μεγάλα κι υγρά, αλλά εντελώς απρόσωπα. Ο Ματ παρατήρησε πως όλα της τα νύχια ήταν βαμμένα με λαμπερό, κόκκινο βερνίκι κι αναρωτήθηκε αν αυτό σήμαινε κάτι. Μα το Φως, θα μπορούσε κάποιος να ζει επί χρόνια μέσα στη χλιδή με τόσα ρουμπίνια.
Άπλωσε το χέρι της, ακούμπησε τα ακροδάχτυλά της στο πηγούνι του κι ο Ματ έκανε να τιναχτεί προς τα πίσω, μέχρι που πρόσεξε την Τάυλιν να τον αγριοκοιτάζει πιάνω από το κεφάλι της Τουόν, με ένα βλέμμα που υποσχόταν άμεση τιμωρία αν τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Στραβοκοιτάζοντας την κοπέλα, την άφησε να μετακινήσει το κεφάλι του, λες και τον εξέταζε.
«Μας πολέμησες;» τον ρώτησε απαιτητικά. «Πήρες τους όρκους;»
«Τους πήρα», μουρμούρισε. «Όσον αφορά στην άλλη ερώτηση, δεν είχα εναλλακτική λύση».
«Ώστε έτσι, λοιπόν», μουρμούρισε η κοπέλα. Διαγράφοντας έναν αργό κύκλο γύρω του, συνέχισε να τον εξετάζει, ψηλαφώντας τη δαντέλα στους καρπούς του, αγγίζοντας το μαύρο μεταξωτό μαντίλι που ήταν περασμένο στον λαιμό του κι ανασηκώνοντας την άκρη του μανδύα του, για να εξετάσει το κέντημα. Ο Ματ τα υπέμενε όλα χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση, και το άγριο του βλέμμα συναγωνιζόταν αυτό της Τάυλιν. Μα το Φως, ούτε τα άλογα που αγόραζε δεν εξέταζε τόσο διεξοδικά! Σε λίγο, αυτή η γυναίκα θα ήθελε να τον κοιτάξει στα δόντια!
«Το αγόρι σου είπε με ποιον τρόπο τραυματίστηκε», είπε η Άναθ, κι ο τόνος της φωνής της ήταν προστακτικός και παγερός. «Αν τον θες, αγόρασέ τον και τελείωνε. Η μέρα ήταν δύσκολη και θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου τώρα».
Η Τουόν σταμάτησε και βάλθηκε να εξετάζει το μακρόστενο δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο που είχε περασμένο στο δάχτυλό του. Ήταν σκαλισμένο κάπως πρόχειρα, απλώς για να δείξει τις ικανότητες του χαράκτη, κι απεικόνιζε μια αλεπού και δύο κοράκια που έτρεχαν ξέφρενα, ενώ τριγύρω τους υπήρχαν ημισέληνοι. Ο Ματ το είχε αγοράσει κατά τύχη, αλλά όσο περνούσε ο καιρός, του άρεσε όλο και πιο πολύ. Αναρωτήθηκε αν η κοπέλα το ήθελε. Ίσιωσε το κορμί της και τον κοίταξε κατά πρόσωπο. «Καλή η συμβουλή σου, Άναθ», είπε. «Πόσο τον πουλάς, Τάυλιν; Αν είναι ο αγαπημένος σου, πες μου μια τιμή κι εγώ θα σου δώσω τα διπλάσια».
Η Τάυλιν πνίγηκε με το κρασί της κι άρχισε να βήχει, ο δε Ματ κόντεψε να πέσει κάτω μαζί με τη μαγκούρα του. Αυτό το κορίτσι ήθελε να τον αγοράσει! Από την έκφραση στο πρόσωπό της, θα έλεγες πως τόση ώρα εξέταζε άλογο.
«Είναι ελεύθερος άνθρωπος, Υψηλή Αρχόντισσα», είπε η Τάυλιν με κάποια αστάθεια στη φωνή της, μόλις κατάφερε τελικά να μιλήσει. «Δεν... δεν μπορώ να τον πουλήσω». Ο Ματ θα ξεσπούσε σε γέλια, βλέποντας την Τάυλιν να προσπαθεί να κρατηθεί για να μην αρχίσουν να τρίζουν τα δόντια της, αν αυτή η καταραμένη η Τουόν δεν είχε ζητήσει να μάθει την τιμή του. Ελεύθερος άνθρωπος! Χα!
Η κοπέλα απομακρύνθηκε, λες κι ο Ματ έπαψε να την απασχολεί ξαφνικά. «Φοβάσαι, Τάυλιν κι, υπό το Φως, δεν θα έπρεπε». Γλίστρησε προς το κάθισμα της Τάυλιν, ανασήκωσε το πέπλο και με τα δυο της χέρια, αποκαλύπτοντας το κάτω μέρος του προσώπου της, κι έσκυψε να φιλήσει ανάλαφρα την Τάυλιν, από μία φορά σε κάθε μάτι και μία φορά στα χείλη. Η Τάυλιν έμοιαζε εμβρόντητη. «Είσαι αδελφή μου κι αδελφή της Σούροθ», είπε η Τουόν, με φωνή που ηχούσε παράδοξα ευγενική, «Εγώ η ίδια θα προσθέσω το όνομά σου σε αυτούς που ανήκουν στη Γενιά. Θα γίνεις η Υψηλή Αρχόντισσα Τάυλιν, Βασίλισσα της Αλτάρα κι ακόμα περισσότερα, όπως ακριβώς σου έχω υποσχεθεί».
Η Άναθ ρουθούνισε ηχηρά.
«Ναι, Άναθ, ξέρω», αναστέναξε το κορίτσι, ισιώνοντας το κορμί της και χαμηλώνοντας το πέπλο της. «Η μέρα ήταν δύσκολη και κοπιαστική, κι είμαι πολύ κουρασμένη. Θα δείξω όμως στην Τάυλιν ποιες περιοχές πρόκειται να της παραχωρηθούν, έτσι ώστε να τις ξέρει κι η ίδια και να ησυχάσει. Στα διαμερίσματά μου έχω διάφορους χάρτες, Τάυλιν. Θα μου κάνεις την τιμή να με συνοδεύσεις μέχρι εκεί; Έχω, επίσης, εξαιρετικές μασέζ».
«Η τιμή είναι δική μου», είπε η Τάυλιν, αν κι η φωνή της ακουγόταν λιγότερο σταθερή από πριν.
Η σο’τζίν έκανε νόημα, κι ο χρυσομάλλης άντρας έτρεξε να ανοίξει την πόρτα και να γονατίσει, κρατώντας την ανοιχτή, αν κι οι γυναίκες δεν παρέλειψαν να προβούν σε όλες αυτές τις τελετουργικές διαδικασίες, όπως να ισιώσουν και να τακτοποιήσουν τις φούστες τους, που συνήθιζαν να κάνουν πριν αποχωρήσουν, άσχετα αν ήταν Σωντσάν, Αλταρανές ή οτιδήποτε άλλο. Η κοκκινομάλλα ντα’κοβάλε, πάντως, εκτέλεσε όλο το τελετουργικό για την Τουόν και τη Σούροθ, κι ο Ματ βρήκε την ευκαιρία να τραβήξει λίγο παράμερα την Τάυλιν, αρκετά για να μην κρυφακούσει κανείς. Συνειδητοποίησε πως τα γαλανά μάτια της σο’τζίν εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα επάνω του, αλλά τουλάχιστον η Τουόν, που δεχόταν τις περιποιήσεις της λυγερόκορμης ντα’κοβάλε, έμοιαζε να τον έχει ξεχάσει.
«Δεν έπεσα ακριβώς», είπε μαλακά στην Τάυλιν. «Το γκόλαμ προσπάθησε να με βγάλει από τη μέση, ούτε μία ώρα πριν. Ίσως είναι καλύτερα να φύγω. Αυτό το πράγμα θέλει εμένα, κι είναι σίγουρο πως θα σκοτώσει οποιονδήποτε βρίσκεται κοντά μου». Το σχέδιο μόλις που είχε ξεπηδήσει στο μυαλό του, αλλά σκέφτηκε πως οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν μεγάλες.
Η Τάυλιν ρουθούνισε. «Αυτό το πλάσμα —ό,τι κι αν είναι— δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα, γουρουνάκι». Η ματιά που έριξε προς το μέρος της Τουόν ήταν τέτοια που, αν την πρόσεχε το κορίτσι, θα ξεχνούσε πως η Τάυλιν ήταν αδελφή της. «Ούτε αυτή μπορεί να σε πειράξει». Αν μη τι άλλο, ήταν αρκετά λογική για να ψιθυρίζει.
«Ποια είναι;» τη ρώτησε ο Ματ. Όπως και να έχει, έπρεπε να το διακινδυνεύσει.
«Είναι η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν, κι όσα ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ», αποκρίθηκε με εξίσου σιγανή φωνή η Τάυλιν. «Η Σούροθ στέκεται προσοχή όταν μιλάει, και το ίδιο κάνει όταν μιλάει κι η Άναθ, αν και θα ορκιζόμουν πως η τελευταία είναι κάποιο είδος υπηρέτριας. Παράξενοι άνθρωποι, γλύκα». Ξαφνικά, ακούμπησε το δάχτυλό της στο μάγουλό του και σκούπισε λίγη λάσπη. Ο Ματ δεν είχε αντιληφθεί πως είχε λάσπες ακόμα και στο πρόσωπό του. Το βλέμμα του αετού ξεπήδησε έντονο στα μάτια της. «Θυμάσαι τις ροζ κορδέλες, γλυκούλη; Μόλις επιστρέψω, θα δούμε αν σου πηγαίνουν τα ροζ».
Βγήκε από το δωμάτιο με μια ανάλαφρη κίνηση μαζί με την Τουόν και τη Σούροθ, ενώ η Άναθ, η σο’τζίν κι η ντα’κοβάλε ακολουθούσαν κατά πόδας, αφήνοντας τον Ματ με την υπηρέτρια που έμοιαζε με γιαγιά, η οποία άρχισε να καθαρίζει το τραπεζάκι με τα κρασοπότηρα. Βυθίστηκε σε μια σκαλιστή καρέκλα από μπαμπού κι έγειρε το κεφάλι πάνω στα χέρια του.
Υπό άλλες συνθήκες, αυτές οι ροζ κορδέλες θα του προκαλούσαν άναρθρες κραυγές. Η προσπάθειά του να της πάει κόντρα ήταν λανθασμένη. Ακόμα κι η σκέψη του γκόλαμ δεν απασχολούσε πια το μυαλό του. Τα ζάρια είχαν σταματήσει και... Τι; Είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο, ή πολύ κοντά τέλος πάντων, με τρεις άγνωστους ανθρώπους, αλλά μάλλον δεν ήταν αυτό που τον απασχολούσε. Ίσως είχε να κάνει με την Τάυλιν, που σύντομα θα ανήκε στη Γενιά. Ωστόσο, κι αυτό συνέβαινε πάντα λίγο πριν σταματήσουν τα ζάρια, κάτι του συνέβαινε σε προσωπικό επίπεδο.
Κάθισε εκεί, συλλογισμένος, ενώ η υπηρέτρια φώναζε σε μερικούς άλλους να τη βοηθήσουν. Έμεινε εκεί μέχρι που επέστρεψε η Τάυλιν. Δεν είχε ξεχάσει τις ροζ κορδέλες, κάτι που ήταν αρκετό από μόνο του για να ξεχάσει ο Ματ οτιδήποτε άλλο.