Ημέρα ξημέρωσε κρύα, με γκρίζα σύννεφα που επισκίαζαν τον ανατέλλοντα ήλιο κι ανέμους από τη Θάλασσα των Καταιγίδων που λυσσομανούσαν κι έκαναν τα ξεχαρβαλωμένα τζάμια στα πλαίσια των παραθύρων να τρίζουν. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, ο καιρός αυτός δεν προσφερόταν για παλικαριές κι αποδράσεις. Ήταν μέρα κατάλληλη για φόνους. Όχι ιδιαίτερα ευχάριστη σκέψη, όταν ήλπιζες να αντικρίσεις άλλη μια αυγή. Ωστόσο, το σχέδιο ήταν όντως απλό. Ο Ματ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να πείσει τον εαυτό του πως τώρα, που είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένα μέλος της Γενιάς των Σωντσάν, τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει λάθος.
Ο Λόπιν τού έφερε το πρωινό, ψωμί, ζαμπόν και κάποιο είδος σκληρού κίτρινου τυριού, ενόσω ο Ματ ντυνόταν. Ο Νέριμ δίπλωνε μερικά τελευταία ρούχα που θα πήγαιναν στο πανδοχείο, συμπεριλαμβανομένων κάποιων από τις πουκαμίσες που είχε βάλει η Τάυλιν να του φτιάξουν. Σε τελική ανάλυση, ήταν καλοραμμένα ρούχα, κι ο Νέριμ τού είπε πως θα έκανε κάτι και για εκείνες τις δαντέλες, αν κι, ως συνήθως, το έκανε να ακούγεται λες και προσφερόταν να ράψει σάβανο. Ο βαρύθυμος και γκριζομάλλης μικροκαμωμένος τύπος ήταν πολύ επιδέξιος με τη βελόνα, όπως πολύ καλά ήξερε ο Ματ, καθότι είχε ράψει κάμποσες από τις πληγές του.
«Ο Νέριμ κι εγώ θα βγάλουμε τον Όλβερ από την έξοδο απορριμμάτων, στο πίσω τμήμα του Παλατιού», ανήγγειλε ο Λόπιν με υπερβάλλουσα υπομονή και με τα χέρια τοποθετημένα στη μέση. Οι υπηρέτες ενός παλατιού σπανίως παρέλειπαν γεύματα, και το σκούρο πανωφόρι του, χαρακτηριστικό των Δακρυνών, έσφιγγε περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη στρογγυλή κοιλιά του. Επιπλέον, το κάτω μέρος του πανωφοριού δεν φάνταζε τόσο φαρδύ όσο άλλοτε. «Μέχρι να φύγει το απόγευμα το κάρο με τα απορρίμματα, δεν υπάρχει κανείς εκεί εκτός από τους φρουρούς, κι αυτοί είναι συνηθισμένοι να μας βλέπουν να βγάζουμε έξω τα πράγματα του Άρχοντά μου, οπότε δεν θα μας πουν τίποτα. Στην Περιπλανώμενη Γυναίκα θα ασφαλίσουμε το χρυσάφι του Άρχοντα και τις υπόλοιπες φορεσιές του. Ο Μέτγουιν, ο Φέργκιν κι ο Γκόρντεραν θα μας συναντήσουν με τα άλογα. Μαζί με τους Κοκκινόχερους θα πάρουμε τον νεαρό Όλβερ και θα τον βγάλουμε από την Πύλη Νταλ Έιρα, γύρω στο απόγευμα. Έχω στην τσέπη μου τα κουπόνια της λοταρίας για τα άλογα, συμπεριλαμβανομένων των υποζυγίων, Άρχοντά μου. Υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένος στάβλος στον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, περίπου ένα μίλι βόρεια της Τροχιάς του Ουρανού, όπου θα περιμένουμε μέχρι να έρθει ο Άρχοντάς μου. Να υποθέσω πως κατάλαβα σωστά τις οδηγίες του Άρχοντά μου;»
Ο Ματ κατάπιε το τελευταίο κομμάτι τυριού και σκούπισε τα χέρια του. «Έχεις την εντύπωση πως θα σε αναγκάζω να το επαναλαμβάνεις συχνά αυτό;» είπε, φορώντας το πανωφόρι του. Ήταν απλό και βαθυπράσινο, ό,τι έπρεπε για τις δουλειές μιας μέρας σαν κι αυτή. «Ήθελα να βεβαιωθώ πως τις εμπέδωσες. Να θυμάσαι, αν δεν συναντηθούμε αύριο πριν από την ανατολή, συνέχισε την πορεία σου μέχρι να βρεις τον Ταλμέηνς και την Ομάδα». Ο συναγερμός θα δινόταν με την πρωινή επιθεώρηση των τρωγλών, κι αν δεν είχε καταφέρει να βγει εκτός πόλεως μέχρι τότε, θα μάθαινε από πρώτο χέρι κατά πόσον η τύχη του ήταν αρκετή για να σταματήσει το τσεκούρι του δήμιου. Του είχαν πει ότι το πεπρωμένο του ήταν να πεθάνει και να ζήσει ξανά —κάτι σαν προφητεία— αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος πως αυτό είχε ήδη συμβεί.
«Βεβαίως, Άρχοντά μου», είπε ευγενικά ο Λόπιν. «Θα γίνει όπως επιθυμείς».
«Ασφαλώς, Άρχοντά μου», μουρμούρισε κι ο Νέριμ, με τόνο νεκρικό όπως πάντα. «Ο Άρχοντας προστάζει κι εμείς υπακούμε».
Ο Ματ είχε την εντύπωση ότι του έλεγαν ψέματα, αλλά δυο-τρεις μέρες αναμονής δεν θα τους έκαναν κακό, και μέχρι τότε θα έπρεπε να φροντίσουν να μην επιστρέψει. Εν ανάγκη, θα τους έπειθαν ο Μέτγουιν κι οι άλλοι δύο στρατιώτες. Οι τρεις τους μπορεί να ακολουθούσαν τον Ματ Κώθον, αλλά δεν ήταν αρκετά τρελοί για να ριψοκινδυνέψουν το κεφάλι τους αν το δικό του είχε ήδη κοπεί. Για κάποιο λόγο, δεν είχε την ίδια σιγουριά για τον Λόπιν και τον Νέριμ.
Ο Όλβερ δεν ήταν και τόσο αναστατωμένος όσο φοβόταν ο Ματ στην προοπτική να αφήσει τη Ρισέλ. Ανακίνησε το θέμα την ώρα που βοηθούσε το αγόρι να αμπαλάρει τα υπάρχοντά του, για να τα πάει στο πανδοχείο. Όλα του τα πράγματα ήταν απλωμένα και συγυρισμένα πάνω στο στενό κρεβάτι του μελαγχολικού δωματίου, ένα μικρό καθιστικό που κάποτε ανήκε στον Ματ.
«Θα παντρευτεί, Ματ», είπε υπομονετικά ο Όλβερ, λες κι απευθυνόταν σε κάποιον που δεν έβλεπε το προφανές. Άνοιξε ένα μικρό, στενό σκαλιστό κουτί, που του είχε δωρίσει η Ρισέλ, ίσα-ίσα για να βεβαιωθεί πως το φτερό του κόκκινου γερακιού που περιείχε ήταν ασφαλές, κι έπειτα το έκλεισε με μια απότομη κίνηση και το τακτοποίησε στο πέτσινο δισάκι που κουβαλούσε στους ώμους του. Το φτερό το είχε σαν τα μάτια του, όπως και το πουγκί με τα είκοσι χρυσά νομίσματα και τον ασημί σβώλο. «Δεν νομίζω πως θα άρεσε στον άντρα της αν εκείνη συνέχιζε να μου κάνει μαθήματα ανάγνωσης. Αν ήμουν εγώ ο σύζυγός της, σίγουρα δεν θα μου άρεσε».
«Ω», είπε ο Ματ. Από τη στιγμή που η Ρισέλ έπαιρνε τις αποφάσεις της, ενεργούσε γρήγορα. Ο γάμος της με τον Λαβαροφόρο Στρατηγό Γιαμάντα είχε ανακοινωθεί χθες δημοσίως και θα λάμβανε χώρα αύριο, αν και, σύμφωνα με το έθιμο, μεσολαβούσε συνήθως μια αναμονή λίγων μηνών. Ο Γιαμάντα μπορεί να ήταν καλός στρατηγός —ο Ματ δεν ήταν σίγουρος— αλλά δεν είχε καμία τύχη απέναντι στη Ρισέλ και σε αυτό το μεγαλειώδες στήθος. Σήμερα, είχαν πάει να δουν έναν αμπελώνα στους Λόφους του Ρίανον, που της είχε αγοράσει ο γαμπρός ως γαμήλιο δώρο. «Απλώς, σκέφτηκα μήπως... να... μήπως ήθελες να την πάρουμε μαζί μας».
«Δεν είμαι παιδί, Ματ», είπε ξερά ο Όλβερ. Δίπλωσε το λινό ύφασμα γύρω από τη ραβδωτή του μπλούζα, που έμοιαζε με καβούκι χελώνας, και το τοποθέτησε στο δισάκι. «Θα παίξεις μαζί μου Φίδια κι Αλεπούδες, έτσι; Στη Ρισέλ άρεσε πολύ να παίζει, κι εσύ δεν είχες χρόνο πια». Παρά τα ρούχα που στοίβαζε ο Ματ σε έναν μανδύα, ο οποίος προοριζόταν για το καλάθι των άπλυτων, το αγόρι είχε ένα εφεδρικό παντελόνι, όπως επίσης και μερικές καθαρές πουκαμίσες και κάλτσες στο δισάκι. Και, φυσικά, το παιχνίδι Φίδια κι Αλεπούδες, που είχε επινοήσει για χάρη του ο νεκρός πατέρας του. Ήταν λιγότερο πιθανό να χάσεις όσα κουβαλούσες επάνω σου, κι ο Όλβερ είχε ήδη χάσει περισσότερα μέσα σε δέκα χρόνια απ’ ό,τι οι πιο πολλοί άνθρωποι μέσα σε μια ολόκληρη ζωή. Όμως, εξακολουθούσε να πιστεύει πως μπορούσες να κερδίσεις στο Φίδια κι Αλεπούδες χωρίς να παραβείς τους κανόνες.
«Θα παίξω», υποσχέθηκε ο Ματ. Και θα το έκανε, αν κατάφερνε να βγει εκτός πόλεως. Είχε ήδη παραβεί αρκετούς κανόνες για να του αξίζει να κερδίσει. «Εσύ φρόντισε τον Άνεμο μέχρι να φτάσω εκεί». Ο Όλβερ χαμογέλασε πλατιά, πολύ πλατιά για τα δεδομένα του. Το αγόρι συμπαθούσε το μακροπόδαρο γκρίζο ευνουχισμένο ζώο, σχεδόν όσο συμπαθούσε και το παιχνίδι.
Δυστυχώς, άλλος ένας που πίστευε ότι μπορούσες να κερδίσεις στο Φίδια κι Αλεπούδες ήταν ο Μπέσλαν.
«Απόψε», γρύλισε περπατώντας καμαρωτός πάνω-κάτω μπροστά από το τζάκι, στο καθιστικό της Τάυλιν. Το βλέμμα του λυγερόκορμου άντρα ήταν αρκετά ψυχρό για να μειώνει τη θερμότητα της φλόγας, και τα χέρια του ήταν σφιγμένα πίσω από την πλάτη του, σαν να ήθελε να τα κρατήσει μακριά από τη λαβή του σπαθιού του με τη στενή λεπίδα. Το ποικιλμένο κυλινδρικό ρολόι στο μαρμάρινο πρέκι με τους σκαλιστούς κυματισμούς ήχησε αρμονικά τέσσερις φορές για τη δεύτερη ώρα του πρωινού. «Αν είχα ειδοποιηθεί λίγες μέρες πριν, θα μπορούσα να παρουσιάσω κάτι υπέροχο!»
«Δεν θέλω να παρουσιάσεις τίποτα υπέροχο», του είπε ο Ματ. Δεν ήθελε τίποτα εκ μέρους του αλλά, εντελώς τυχαία, ο Μπέσλαν είχε δει τον Θομ να γλιστράει λίγο νωρίτερα στην αυλή των στάβλων της Περιπλανώμενης Γυναίκας. Ο Θομ είχε πάει να διασκεδάσει την Τζολίνε μέχρι η Εγκήνιν να φέρει τη σουλ’ντάμ το ίδιο απόγευμα, να την κατευνάσει και να της επαναφέρει το κέφι και τους ευγενικούς τρόπους, αν κι υπήρχαν κι άλλοι λόγοι για να επισκεφθεί το πανδοχείο. Όχι πολλοί βέβαια, με τόσους Σωντσάν τριγύρω, αλλά κάμποσοι. Μόνο που ο Μπέσλαν τούς είχε γίνει στενός κορσές κι αρνούνταν να μείνει εκτός παιχνιδιού. «Αν μερικοί φίλοι σου έβαζαν φωτιά στα αποθέματα των Σωντσάν, στον Δρόμο του Κόλπου, θα ήταν αρκετό. Υπ’ όψιν ότι πρέπει να το κάνουν μετά τα μεσάνυχτα. Καλύτερα μία ώρα μετά παρά πριν». Με λίγη τύχη, θα βρισκόταν εκτός πόλεως πριν από τα μεσάνυχτα. «Έτσι, η προσοχή τους θα στρεφόταν νότια κι, όπως ξέρεις πολύ καλά, θεωρούν μεγάλη ζημιά την απώλεια αποθεμάτων».
«Είπα ότι θα το κάνω», είπε ο Μπέσλαν με ξινισμένη μούρη, «αλλά δεν μπορείς να πεις ότι ο εμπρησμός είναι κανένα αξιέπαινο κατόρθωμα».
Ο Ματ ξανακάθισε, ακούμπησε τα χέρια του στα σκαλισμένα σαν μπαμπού μπράτσα του καθίσματος, και συνοφρυώθηκε. Ούτως ή άλλως, ήθελε να ξεκουράσει τα χέρια του, αλλά το δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο έκανε έναν μεταλλικό ήχο πάνω στο επιχρυσωμένο ξύλο καθώς χτύπησε ανάλαφρα τα δάχτυλά του. «Μπέσλαν, θα σε δουν σε κάποιο πανδοχείο με το που θα ξεκινήσουν οι εμπρησμοί, έτσι δεν είναι;» Ο άντρας έκανε μια γκριμάτσα. «Μπέσλαν;»
Ο Μπέσλαν τίναξε τα χέρια του ψηλά. «Ξέρω, ξέρω. Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θέσω σε κίνδυνο τη μητέρα. Θα με δουν. Γύρω στα μεσάνυχτα, θα είμαι μεθυσμένος πιότερο κι από τον άντρα της ιδιοκτήτριας! Να είσαι σίγουρος ότι θα με δουν! Μόνο που δεν είναι και τόσο ηρωικό, Ματ. Προσωπικά, κι άσχετα με το τι κάνει η Μητέρα μου, πολεμώ τους Σωντσάν».
Ο Ματ πάσχισε να κρατηθεί, για να μην αναστενάξει απεγνωσμένα. Σχεδόν τα κατάφερε.
Φυσικά, δεν υπήρχε τρόπος να κρύψουν τους τρεις Κοκκινόχερους που θα μετακινούσαν τα άλογα από τους στάβλους. Δύο φορές κιόλας το ίδιο πρωί είχε παρατηρήσει υπηρέτριες να δίνουν κέρματα σε άλλους, και τις δύο φορές η γυναίκα που έδινε τα νομίσματα τον αγριοκοίταξε. Έστω κι αν ο Βάνιν με τον Χάρναν βρίσκονταν σε ασφαλείς θέσεις στα μακρόστενα δωμάτια των στρατώνων, κοντά στους στάβλους, ολόκληρο το Παλάτι γνώριζε πως ο Ματ Κώθον θα έφευγε σύντομα, και τα στοιχήματα είχαν ήδη αρχίσει να καταβάλλονται. Έπρεπε, όμως, να φροντίσει να μη μάθουν πόσο σύντομα πριν να είναι πολύ αργά.
Ο άνεμος επανήλθε δριμύτερος καθώς προχωρούσε το πρωινό, αλλά ο Ματ είχε ήδη σελώσει τον Πιπς κι είχε αρχίσει τους ατελείωτους κύκλους στην αυλή των στάβλων του Παλατιού, κάπως ζαρωμένος πάνω στη σέλα και τραβώντας τον μανδύα γερά πάνω στο κορμί του. Ίππευε λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο, έτσι που οι ατσαλένιες οπλές του Πιπς παρήγαγαν έναν μακρόσυρτο, βαρύ ήχο πάνω στο λιθόστρωτο. Πού και πού, έκανε μια γκριμάτσα προς το μέρος της σκοτεινής συννεφιάς, που πλάκωνε τον ουρανό, και κουνούσε το κεφάλι του. Όχι, στον Ματ Κώθον δεν άρεσε διόλου να είναι έξω με τέτοιον καιρό. Ο Ματ Κώθον έπρεπε να βρίσκεται σε μέρος ζεστό και στεγνό μέχρι να καθαρίσει ο ουρανός, ναι, αυτό έπρεπε να κάνει.
Η σουλ’ντάμ που βόλταρε μαζί με την νταμέην, διαγράφοντας επίσης κύκλους στην αυλή των στάβλων, γνώριζε ότι θα έφευγε σύντομα. Μπορεί οι υπηρέτριες να μη μιλούσαν απ’ ευθείας στις Σωντσάν, αλλά αυτό που γνώριζε μία γυναίκα ήταν ήδη γνωστό σε οποιαδήποτε άλλη σε απόσταση ενός μιλίου. Ούτε η πυρκαγιά δεν εξαπλώνεται τόσο γοργά στο ξερό δάσος όσο το γυναικείο κουτσομπολιό. Μια ψηλή χρυσομαλλούσα σουλ’ντάμ έριξε μια ματιά προς το μέρος του και κούνησε το κεφάλι της. Μια άλλη σουλ’ντάμ, κοντόχοντρη αλλά γεροδεμένη, γέλασε δυνατά, και τα χείλη της έμοιαζαν σαν να χωρίζουν ένα πρόσωπο εξίσου μελαψό με οποιασδήποτε Θαλασσινής. Ο Ματ δεν ήταν παρά το Παιχνιδάκι της Τάυλιν.
Μπορεί να μην τον ενδιέφεραν οι σουλ’ντάμ, τον ενδιέφερε όμως η Τέσλυν. Επί κάμποσες μέρες, μέχρι σήμερα το πρωί, δεν την είχε δει ανάμεσα στις εκπαιδευόμενες νταμέην. Σήμερα, οι σουλ’ντάμ άφηναν τους μανδύες τους να ανεμίζουν στην πνοή του αγέρα, αλλά οι νταμέην κρατούσαν τους δικούς τους σφικτά πάνω στα κορμιά τους, εκτός από τον γκρίζο μανδύα της Τέσλυν που πλατάγιζε από δω κι από κει, ξεχασμένος, ενώ η ίδια σκόνταφτε λιγάκι στα σημεία που το λιθόστρωτο γινόταν κάπως ακανόνιστο. Τα μάτια της, πάνω σε αυτό το χαρακτηριστικό πρόσωπο της Άες Σεντάι, ήταν γουρλωμένα κι ανήσυχα. Περιστασιακά, έριχνε μια ματιά στην αφράτη μαυρομάλλα σουλ’ντάμ, που κρατούσε την άλλη άκρη του ασημένιου λουριού της, κι έγλειφε τα χείλη της γεμάτη αβεβαιότητα.
Ο Ματ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Τι είχε απογίνει όλη εκείνη η αποφασιστικότητα; Αν ήταν έτοιμη να υποκύψει...
«Όλα εντάξει;» είπε ο Βάνιν, μόλις ξεπέζεψε ο Ματ, δίνοντάς του τα γκέμια του Πιπς. Είχαν αρχίσει να πέφτουν βαριές, παγερές βροχοσταγόνες, κι οι σουλ’ντάμ έσπευδαν να μπουν μέσα μαζί με τις υποτακτικές τους, γελώντας και τρέχοντας για να μη βραχούν. Κάποιες από τις νταμέην γελούσαν επίσης, κι ο ήχος του γέλιου τους πάγωνε το αίμα του Ματ. Ο Βάνιν δεν ρίσκαρε να τους δει κανείς και να αναρωτηθεί γιατί στέκονταν μέσα στη βροχή και μιλούσαν. Ο εύσαρκος άντρας έσκυψε για να ανασηκώσει το αριστερό μπροστινό πόδι του Πιπς και να εξετάσει την οπλή του. «Φαίνεσαι λίγο πιο ταλαιπωρημένος απ’ ό,τι συνήθως».
«Μια χαρά είμαι», του αποκρίθηκε ο Ματ. Ο πόνος στο πόδι του και στον γοφό έμοιαζε να τον δαγκώνει, αλλά δεν έδινε πολλή σημασία, ούτε σε αυτόν ούτε στην ολοένα αυξανόμενη βροχή. Μα το Φως, αν η Τέσλυν έσπαγε τώρα... «Θυμήσου. Αν εσύ κι ο Χάρναν ακούσετε απόψε φασαρία στο εσωτερικό του Παλατιού ή οτιδήποτε ακούγεται σαν καβγάς, μην περιμένετε. Φύγετε και ψάξτε να βρείτε τον Όλβερ. Θα είναι...»
«Ξέρω πού θα είναι το παλιόπαιδο». Ο Βάνιν άφησε το πόδι του Πιπς, τεντώθηκε κι έφτυσε μέσα από ένα κενό στα δόντια του. Βροχοσταγόνες κύλησαν στο πρόσωπό του. «Ο Χάρμαν δεν είναι τόσο ηλίθιος για να ριψοκινδυνεύσει μοναχός του, κι εγώ ξέρω καλά τι πρέπει να κάνω. Εσύ απλώς φρόντισε τον εαυτό σου και βεβαιώσου πως η τύχη σου εξακολουθεί να δουλεύει. Έλα, αγόρι μου», πρόσθεσε με ζέση, απευθυνόμενος στον Πιπς. «Σου έχω να φας νόστιμη βρώμη. Εγώ θα προτιμήσω τη λιχουδιά ενός βραστού ψαριού».
Ο Ματ ήξερε ότι έπρεπε να φάει κι αυτός, αλλά αισθανόταν λες κι είχε καταπιεί πέτρα, κάτι που δεν άφηνε χώρο για φαγητό στο στομάχι του. Προχωρώντας κούτσα-κούτσα προς τα διαμερίσματα της Τάυλιν, πέταξε τον μουσκεμένο μανδύα του πάνω σε μια καρέκλα κι απέμεινε να κοιτάζει για λίγο στη γωνία, εκεί όπου το ακόντιο με τη σκούρα λαβή έγερνε πλάι στο άχορδο τόξο του. Σχεδίαζε να επιστρέψει για το ασανταρέι την τελευταία στιγμή. Τα μέλη της Γενιάς, όπως κι οι υπηρέτες, θα είχαν πέσει στα κρεβάτια τους όταν θα έκανε την κίνηση του, και μόνο οι εξωτερικοί φρουροί θα ήταν ξύπνιοι, αλλά δεν ρίσκαρε να τον δουν να το κουβαλάει πριν από την ώρα του. Ακόμα κι οι Σωντσάν που τον αποκαλούσαν Παιχνιδάκι θα τον πρόσεχαν αν κουβαλούσε ένα όπλο στους διαδρόμους νυχτιάτικα. Σκόπευε να πάρει μαζί του και το τόξο. Ήταν σχεδόν αδύνατον να βρει μαύρα έλατα καλής ποιότητας εκτός των Δύο Ποταμών, άσε που τα πιο πολλά τα έκοβαν όταν ήταν ακόμα μικρά. Ένα άχορδο τόξο ήταν περίπου δύο παλάμες ψηλότερο από τον άντρα που το κουβαλούσε. Ίσως, τελικά, έπρεπε να το αφήσει πίσω. Θα χρειαζόταν και τα δυο του χέρια για να χειριστεί το ασανταρέι, αν έφταναν έως εκεί τα πράγματα, κι η στιγμή που θα έριχνε το τόξο, ίσως να ήταν κι η στιγμή του θανάτου του.
«Όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο», είπε δυνατά. Αίμα και στάχτες, ακουγόταν εξίσου ξεροκέφαλος με τον Μπέσλαν! «Δεν πρόκειται να δώσω μάχη για να βγω από το καταραμένο Παλάτι!» Ναι, σχεδόν τον συναγωνιζόταν σε ηλιθιότητα. Η τύχη ήταν κάτι πολύτιμο για να το παίζεις στα ζάρια. Υπήρχαν μέρη όπου η εξάρτησή σου από την τύχη μπορούσε να σε σκοτώσει.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι με το ένα παπουτσωμένο του πόδι πάνω στο άλλο κι απέμεινε να περιεργάζεται το τόξο και το δόρυ. Μια κι η πόρτα του καθιστικού ήταν ανοικτή, άκουγε τον μαλακό χτύπο του κυλινδρικού ρολογιού που σήμαινε κάθε ώρα. Μα το Φως, απόψε είχε μεγάλη ανάγκη την τύχη του.
Το φως από το παράθυρο χανόταν με τόσο αργό ρυθμό, που ο Ματ έκανε να σηκωθεί, για να δει αν ο ήλιος είχε ακινητοποιηθεί, αλλά σταδιακά η γκριζάδα έδωσε τη θέση της στο πορφυρό λυκόφως, κι αυτό με τη σειρά του στο απόλυτο σκοτάδι. Το ρολόι χτύπησε μελωδικά δύο φορές, κι οι μόνοι ήχοι που απέμειναν να ακούγονται ήταν ο ρυθμικός χτύπος της βροχής κι ο ορμητικός αέρας. Οι εργάτες, που με τόση γενναιότητα αντιμετώπιζαν τον καιρό, άφηναν κάτω τα εργαλεία τους κι έπαιρναν τον δρόμο για το σπίτι. Κανείς δεν φάνηκε για να ανάψει τους φανούς ή να φροντίσει τις πυρές. Κανείς δεν περίμενε από τον Ματ να βρίσκεται εκεί, μια και την προηγούμενη νύχτα είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι. Οι φλόγες στο τζάκι της κρεβατοκάμαρας τρεμοέσβησαν και χάθηκαν. Όλα άρχισαν να κινούνται τώρα. Ο Όλβερ ήταν βολεμένος σ’ εκείνον τον παλιό στάβλο, ο οποίος διατηρούοε ακόμα το μεγαλύτερο μέρος της οροφής του. Το ρολόι ήχησε την πρώτη νυχτερινή ώρα και τέσσερις φορές για τη δεύτερη, κάτι που είχε να συμβεί πάνω από μία βδομάδα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, προχώρησε ψηλαφητά στο απόλυτο σκοτάδι του καθιστικού κι άνοιξε τους μεντεσέδες στο πλαίσιο ενός ψηλού παραθύρου. Ο δυνατός άνεμος έστειλε σταγόνες βροχής μέσα από το περίτεχνο παραβάν από λευκό, σφυρήλατο σίδερο, μουσκεύοντας αμέσως το πανωφόρι του. Η σελήνη ήταν κρυμμένη πίσω από τα σύννεφα, κι η πόλη έμοιαζε με σκοτεινή μάζα από γκρίζα συννεφιά, την οποία δεν χάραζε ούτε μια αστραπή. Όλοι οι φανοί του δρόμου είχαν σβήσει, εξαιτίας της βροχής και του ανέμου προφανώς, και το σκοτάδι της νύχτας ήταν αρκετό για να τους κρύψει όταν θα άφηναν το Παλάτι. Ο καιρός αυτός θα εμπόδιζε τον εντοπισμό τους από οποιαδήποτε περίπολο. Αναρριγώντας, καθώς ο άνεμος διαπερνούσε τον μουσκεμένο του μανδύα, ο Ματ έκλεισε τα παραθυρόφυλλα.
Κάθισε στην άκρη ενός καθίσματος από σκαλιστό μπαμπού, ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα κι απέμεινε να παρακολουθεί το ρολόι, πάνω από το νεκρό τζάκι. Δεν μπορούσε να το διακρίνει στο σκοτάδι, αλλά από αυτή τη θέση άκουγε ξεκάθαρα τον ρυθμικό του χτύπο. Έμεινε ακίνητος, αν κι ο αρμονικός ήχος άλλης μίας ώρας τον έκανε να ανασκιρτήσει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, παρά μόνο να περιμένει. Σε λίγο, η Εγκήνιν θα σύστηνε την Τζολίνε στη σουλ’ντάμ της. Αν, δηλαδή, ήταν όντως ικανή να βρει άλλες τρεις κατάλληλες, όπως ισχυριζόταν, κι αν η Τζολίνε δεν πανικοβαλλόταν όταν θα τοποθετούσαν επάνω της το α’ντάμ. Ο Θομ, η Τζολίνε κι οι υπόλοιποι του πανδοχείου θα τον συναντούσαν λίγο πριν φτάσει στην Νταλ Έιρα. Αλλά, ακόμη κι αν δεν έφτανε, ο Θομ είχε φανεί προνοητικός. Ήταν σίγουρος πως μπορούσε να τους περάσει από τις πύλες χρησιμοποιώντας την πλαστογραφημένη διαταγή. Αν μη τι άλλο, σε περίπτωση που όλο το σχέδιο κατέρρεε, είχαν μια καλή ευκαιρία. Ωστόσο, ήταν πια πολύ αργά για να κάθεται να σκέφτεται όλα αυτά τα «αν» κι «εφ’ όσον».
Ντινγκ. Ο κουδουνιστός ήχος του ρολογιού ακούστηκε σαν κρύσταλλο που το χτυπάς με κουτάλι. Ντινγκ. Εκείνη περίπου τη στιγμή, ο Τζούιλιν θα προσπαθούσε να φτάσει στην πολυαγαπημένη του Θίρα και, με λίγη τύχη, ο Μπέσλαν θα ξεκινούσε το πιοτό σε κάποιο πανδοχείο. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, έμεινε μέσα στη μαυρίλα, ελέγχοντας με την αφή τα μαχαίρια που είχε κρυμμένα στα μανίκια του, στο εσωτερικό του πανωφοριού του και τοποθετημένα στην αναποδογυρισμένη φόδρα από τις μπότες του, ενώ ένα από δαύτα κρεμόταν προς τα κάτω, στο εσωτερικό του πίσω μέρους του κολάρου του. Αφού ήλεγξε τα πάντα, έφυγε από τα διαμερίσματα. Είχε φτάσει η ώρα της δράσης. Ήταν πια αργά για οτιδήποτε άλλο.
Προχωρούσε κατά μήκος άδειων κι αμυδρά φωτισμένων διαδρόμων. Ένας στους τρεις ή τέσσερις όρθιους φανούς αντανακλούσε τις φλόγες του μπροστά στους καθρέφτες, μικρές λίμνες φωτός με αχνές σκιές στο ενδιάμεσο, που ελάχιστα άγγιζαν το σκοτάδι. Ο ήχος από τις μπότες του ήταν έντονος πάνω στο κεραμικό του δαπέδου και στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Δεν ήταν πολύ πιθανό να είναι κανείς ξύπνιος τόσο αργά, αλλά, σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτός, δεν έπρεπε να δώσει την εντύπωση ότι το έσκαγε. Έβαλε τους αντίχειρες του πίσω από τη ζώνη του και προσποιήθηκε ότι απλώς έκανε βόλτα. Δεν ήταν χειρότερο από το να βουτήξεις μια πίτα από το περβάζι της κουζίνας. Αν και, τώρα που το σκεφτόταν, οι σκόρπιες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας τον πληροφορούσαν ότι, μια-δυο φορές που είχε συμβεί κάτι τέτοιο, κόντεψαν να τον γδάρουν ζωντανό.
Βγαίνοντας στον πεζόδρομο με τους κίονες που περιστοίχιζε την αυλή των στάβλων, ανασήκωσε τον γιακά του για να προφυλαχτεί από τις σταγόνες της βροχής που έφερνε μαζί του ο δυνατός αέρας που φυσούσε ανάμεσα στις ραβδωτές, άσπρες κολόνες. Καταραμένη βροχή! Μπορούσε να πνίξει άντρα χωρίς να τον αναγκάσει καν να βγει έξω. Οι επίτοιχοι φανοί είχαν σβήσει εντελώς, εκτός από τους δύο που ήταν τοποθετημένοι πλευρικά της ανοικτής πύλης κι αποτελούσαν τα μοναδικά λαμπερά σημεία στην καταρρακτώδη βροχή. Δεν διέκρινε τους φρουρούς έξω από την πύλη. Ο ουλαμός των Σωντσάν μπορούσε να στέκεται ακίνητος, λες και ραχάτευε κατά τη διάρκεια ενός ευχάριστου απογεύματος. Το πιθανότερο ήταν να έκαναν το ίδιο κι οι Εμπουνταρινοί. Δεν τους άρεσε να φανερώνονται με οποιονδήποτε τρόπο. Μια στιγμή αργότερα, χώθηκε στον προθάλαμο για να μη μουσκέψει εντελώς. Τίποτα δεν κινούνταν στην αυλή των στάβλων. Μα πού ήταν; Αίμα και στάχτες, πού...;
Καβαλάρηδες φάνηκαν στις πύλες, ενώ προπορεύονταν δύο πεζοί άντρες, που κουβαλούσαν φανούς πάνω σε πασσάλους. Αδυνατούσε να τους μετρήσει μέσα σε αυτή τη βροχή, αλλά θα πρέπει να ήταν πολλοί. Άραγε, οι αγγελιαφόροι Σωντσάν είχαν μαζί τους βαστάζους για τους φανούς; Με αυτόν τον καιρό, μπορεί. Έκανε μια γκριμάτσα κι απομακρύνθηκε άλλο ένα βήμα, στο εσωτερικό του προθαλάμου. Ο αχνός φωτισμός από έναν όρθιο φανό πίσω του ήταν αρκετός για να μετατρέψει τη νύχτα σε μαύρη κουβέρτα, αλλά ο Ματ προσπάθησε να διακρίνει κάτι. Μέσα σε λίγα λεπτά, φάνηκαν τέσσερις φιγούρες με βαριούς μανδύες, που έσπευσαν βιαστικά προς την είσοδο. Αν επρόκειτο για αγγελιαφόρους, θα τον προσπερνούσαν χωρίς να του ρίξουν δεύτερη ματιά.
«Αυτός ο άνθρωπός σου, ο Βάνιν, είναι άξεστος», σχολίασε η Εγκήνιν, ρίχνοντας πίσω την κουκούλα της με το που βρέθηκε πέρα από τις ριγωτές κολόνες. Στο σκοτάδι, το πρόσωπό της δεν ήταν παρά μια απλή σκιά, αλλά η ψυχρότητα της φωνής της αρκούσε για να τον κάνει να καταλάβει τι θα έβλεπε πριν ακόμα η γυναίκα μπει στον προθάλαμο, αναγκάζοντάς τον να κάνει ένα βήμα πίσω. Τα φρύδια της ήταν έντονα τραβηγμένα προς τα κάτω, και τα θαλασσιά της μάτια φάνταζαν σαν παγερά τρυπάνια. Την ακολουθούσε ο Ντόμον, βλοσυρός, τινάζοντας τις σταγόνες της βροχής από τον μανδύα του, και κατόπιν ένα ζευγάρι σουλ’ντάμ, η μία χλωμή και ξανθομάλλα, η άλλη με μακριά καστανά μαλλιά. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα περισσότερο, μια κι όλοι τους στέκονταν με τα κεφάλια κατεβασμένα, σαν να μελετούσαν το λιθόστρωτο μπροστά στα πόδια τους. «Δεν μου είπες πως είχε μαζί της δύο άντρες», συνέχισε η Εγκήνιν, βγάζοντας τα γάντια της. Ήταν περίεργο πως κατάφερνε να κάνει αυτή τη μακρόσυρτη ομιλία να ηχεί κοφτή. Δεν έδινε καμιά ευκαιρία στους άντρες να αρπαχτούν από οποιαδήποτε λέξη της. «Ούτε ότι θα ερχόταν κι η Κυρά Ανάν. Ευτυχώς που είμαι ευπροσάρμοστη. Τα πλάνα, από τη στιγμή που θα τεθούν, χρειάζονται διαρκώς προσαρμογή. Μια και μιλάμε γι’ αυτό, μήπως έτρεχες έξω; Ελπίζω να μη σε πρόσεξε κανείς».
«Τι εννοείς "χρειάζονται προσαρμογή";», ρώτησε απαιτητικά ο Ματ, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Μα το Φως, πράγματι ήταν μουσκεμένα! «Τα σχεδίασα όλα στην εντέλεια!» Γιατί αυτές οι σουλ’ντάμ στέκονταν τόσο ακίνητες; Ήταν η προσωποποίηση των αγαλμάτων της απροθυμίας. «Ποιοι είναι όλοι αυτοί εκεί έξω;»
«Οι άνθρωποι του πανδοχείου», είπε ανυπόμονα η Εγκήνιν. «Κατά πρώτον, χρειάζομαι την κατάλληλη ακολουθία, για να κοιτάει για περιπόλους του δρόμου. Εκείνοι οι δύο —Πρόμαχοι είναι;— φαίνονται μυώδεις τύποι, κατάλληλοι για κουβαλητές φανών. Επιπλέον, δεν θα ήθελα να τους χάσω με αυτήν την κοσμοχαλασιά. Καλύτερα να είμαστε όλοι εξ αρχής μαζί». Έστρεψε το κεφάλι της, ακολουθώντας το βλέμμα του Ματ προς τη μεριά των σουλ’ντάμ. «Από δω, η Σέτα Ζάρμπεϋ κι η Ρέννα Εμαίν. Υποψιάζομαι ότι ελπίζουν να ξεχάσεις τα ονόματά τους έπειτα από την αποψινή νύχτα».
Η πελιδνή γυναίκα μόρφασε με το που ακούστηκε το όνομα Σέτα, πράγμα που σήμαινε ότι η άλλη ήταν η Ρέννα. Καμία από τις δύο δεν ανασήκωσε το κεφάλι της. Τι είδους εξουσία, άραγε, είχε η Εγκήνιν επάνω τους; Όχι ότι είχε και πολλή σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως βρίσκονταν εδώ κι ήταν έτοιμες να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες.
«Δεν έχει νόημα να στεκόμαστε εδώ», είπε ο Ματ. «Ας τελειώνουμε». Άφησε ασχολίαστες τις αλλαγές των σχεδίων. Σε τελική ανάλυση, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, στα διαμερίσματα της Τάυλιν, είχε αποφασίσει να ρισκάρει κι ο ίδιος μια-δυο αλλαγές.