Αναζητώντας μέσα στη χιονόπτωση τον Ντάνιλ, ο Πέριν τον βρήκε σε μια από τις πυρές, στριμωγμένο ανάμεσα στα άλογα. Οι υπόλοιποι άντρες σηκώθηκαν και πισωπάτησαν, για να του κάνουν χώρο. Μη ξέροντας κατά πόσον έπρεπε να εκφράσουν συμπόνια, μετά βίας τον κοίταζαν, αποστρέφοντας τη ματιά τους και κρύβοντας τα πρόσωπά τους μέσα στις κουκούλες τους. «Ξέρετε πού βρίσκονται οι άντρες του Μασέμα;» τους ρώτησε, κρύβοντας ένα χασμουρητό πίσω από την παλάμη του. Το σώμα του του έστελνε μηνύματα ότι έπρεπε να κοιμηθεί, αλλά δεν υπήρχε χρόνος.
«Περίπου τρία μίλια νοτιοδυτικά», αποκρίθηκε ο Ντάνιλ με ξινισμένη φωνή, τραβώντας οξύθυμα το μουστάκι του. Ώστε οι δυο ηλίθιες είχαν δίκιο. «Συγκεντρώνονται σαν πάπιες στο Νερόδασος το φθινόπωρο, κι οι περισσότεροι από δαύτους δίνουν την εντύπωση πως θα έγδερναν τις ίδιες τους τις μάνες». Ο αλογομούρης Λεμ αλ’Ντάι έφτυσε αηδιασμένος μέσα από το κενό στα μπροστινά του δόντια, το οποίο είχε αποκτήσει έπειτα από μια συμπλοκή με τον φρουρό ενός εμπόρου μάλλινων ρούχων, πολύ καιρό πριν. Στον Λεμ άρεσε να παλεύει με τις γροθιές του, κι έμοιαζε ανυπόμονος να τα βάλει με κάμποσους ακολούθους του Μασέμα.
«Θα το έκαναν, αν τους πρόσταζε ο Μασέμα», είπε ήσυχα ο Πέριν. «Βεβαιωθείτε πως όλοι το έχουν υπ’ όψιν τους. Ακούσατε πώς πέθαναν οι άντρες της Μπερελαίν;» Ο Ντάνιλ ένευσε κοφτά και κάποιοι από τους υπόλοιπους μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους και μουρμούρισαν οργισμένοι κάτι μέσα από τα δόντια τους. «Είναι μια υπόθεση. Δεν έχει αποδειχθεί τίποτε ακόμα». Ο Λεμ ρουθούνισε κι οι άλλοι φάνηκαν εξίσου μελαγχολικοί με τον Ντάνιλ. Είχαν δει τα πτώματα που άφησαν πίσω τους οι ακόλουθοι του Μασέμα.
Το χιόνι δυνάμωνε κι οι χοντρές νιφάδες σκορπίζονταν πάνω στους χιτώνες των αντρών. Τα άλογα είχαν μαζέψει τις ουρές τους ανάμεσα στα σκέλια τους, για να προφυλαχθούν από το κρύο. Σε λίγες ώρες, αν όχι νωρίτερα, η χιονοθύελλα θα επανερχόταν δριμύτερη. Ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για να αφήνει κανείς τη ζέστη της φωτιάς, ούτε για να παίρνει τους δρόμους.
«Πείτε σε όλους να κατέβουν από τους λόφους και ξεκινήστε για το σημείο που είχαν στήσει την ενέδρα», τους διέταξε. Ήταν μία από τις αποφάσεις που είχε πάρει καθώς γύριζε πίσω. Είχε ήδη καθυστερήσει πολύ, άσχετα ποιος ή τι υπήρχε εκεί έξω. Οι αποστάτες Αελίτες προηγούνταν κατά πολύ, και σε όποια κατεύθυνση κι αν πήγαιναν, εκτός από νότια ή ανατολικά, όλο και κάποιος θα τους το σφύριζε. Άσε που ήδη θα περίμεναν να τους ακολουθεί. «Θα κινηθούμε έφιπποι μέχρι να σχηματίσω πλήρη εικόνα προς τα πού κατευθυνόμαστε, και κατόπιν ο Γκρέηντυ ή ο Νιλντ θα μας μεταφέρουν εκεί μέσω πύλης. Στείλτε άντρες στην Μπερελαίν και στον Αργκάντα. Θέλω να ξεκινήσουν μαζί μας κι οι Μαγιενοί με τους Γκεαλντανούς. Τοποθετήστε ανιχνευτές και πλαγιοφύλακες, και πείτε τους να μην ψάχνουν Αελίτες τόσο εντατικά, με κίνδυνο να ξεχάσουν ότι υπάρχουν κι άλλοι που θέλουν να μας σκοτώσουν. Δεν θέλω να πέσω πάνω σε κάτι πριν πληροφορηθώ την ύπαρξή του. Επίσης, πείτε στις Σοφές να μην απομακρυνθούν από κοντά μας». Δεν θεωρούσε απίθανο ο Αργκάντα να άρχιζε τις ανακρίσεις, παρά τις διαταγές του. Αν οι Σοφές σκότωσαν μερικούς Γκεαλντανούς σε άμυνα, ο τύπος ίσως εξαπέλυε επίθεση μόνος του, ασχέτως αφοσίωσης. Είχε ένα προαίσθημα πως θα χρειαζόταν κάθε διαθέσιμο μάχιμο άντρα. «Να είστε όσο το δυνατόν ακλόνητοι».
Ο Ντάνιλ δέχτηκε με ηρεμία αυτόν τον καταιγισμό των διαταγών, αλλά τελικά το στόμα του συστράφηκε σε μια αρρωστημένη γκριμάτσα. Ήταν σαν να του έλεγε κάποιος να παραμείνει ακλόνητος έχοντας απέναντί του τον Κύκλο των Γυναικών. «Όπως επιθυμείς, Άρχοντα Πέριν», είπε ξερά, αγγίζοντας με την ανάποδη της παλάμης του το μέτωπό του κι ανεβαίνοντας στη σέλα με την ψηλή ράχη, φωνάζοντας διαταγές τριγύρω.
Κυκλωμένος από άντρες έτοιμους να καβαλικέψουν, ο Πέριν έπιασε από το μανίκι τον Κένλι Μάεριν, ενώ ο νεαρός βρισκόταν ήδη με το ένα πόδι στον αναβολέα, και του ζήτησε να σελώσει τον Γοργοπόδη και να του τον φέρει. Με ένα πλατύ χαμόγελο, ο Κένλι ακούμπησε κι αυτός το μέτωπό του με την ανάποδη της παλάμης του. «Όπως προστάζεις, Άρχοντα Πέριν. Αμέσως».
Ο Πέριν γρύλισε από μέσα του καθώς ο Κένλι κίνησε βαριά προς τα παραταγμένα άλογά, σέρνοντας το καφετί μουνούχι του. Το παλιόπαιδο, δεν θα έβγαζε ποτέ του γένια, έτσι που ξυνόταν όλη την ώρα. Ούτως ή άλλως, τα λίγα χνούδια του ήταν ανακατεμένα.
Περιμένοντας το άλογό του, ο Πέριν πλησίασε στην πυρά. Η Φάιλε τού είχε πει ότι ήταν αναγκασμένος να ζει με όλες αυτές τις τυπικότητες, κάτι που τις περισσότερες φορές κατάφερνε να αγνοεί, με εξαίρεση τη σημερινή πικρή μέρα. Ένιωθε πως το χάσμα ανάμεσα σε εκείνον και στους υπόλοιπους άντρες από την πατρίδα γινόταν ολοένα μεγαλύτερο, και φαινόταν να είναι ο μόνος που επιθυμούσε να το γεφυρώσει. Ο Γκιλ τον βρήκε να μουρμουρίζει μόνος του καθώς είχε απλωμένα τα χέρια του προς τις φλόγες.
«Συγχώρα με για την ενόχληση, Άρχοντά μου», είπε ο Γκιλ, κάνοντας μια υπόκλιση και βγάζοντας με μια γοργή κίνηση το μπόσικο καπέλο του, για να αποκαλύψει μια φαλάκρα με αραιά αχυρένια μαλλιά. Το καπέλο ξαναγύρισε γρήγορα στο κεφάλι του, για να το προστατεύσει από το χιόνι. Γέννημα-θρέμμα της πόλης καθώς ήταν, ένιωθε το κρύο στο πετσί του. Ο ρωμαλέος άντρας δεν ήταν διόλου δουλοπρεπής —ελάχιστοι από τους πανδοχείς του Κάεμλυν ήταν, άλλωστε— αλλά έμοιαζε να απολαμβάνει τις τυπικότητες έως έναν βαθμό. Είχε προσαρμοστεί πολύ καλά στα νέα του καθήκοντα, προς ικανοποίηση της Φάιλε. «Πρόκειται για τον νεαρό Τάλανβορ. Με το πρώτο φως της αυγής, σέλωσε το άλογό του κι έφυγε. Είπε πως είχε πάρει την άδειά σου, αν... αν μέχρι τότε δεν είχαν επιστρέψει οι ομάδες έρευνας, αλλά παραξενεύτηκα, μια και ξέρω πως δεν θα άφηνες να απομακρυνθεί κανείς άλλος».
Ο ανόητος. Όλα όσα αφορούσαν στον Τάλανβορ μαρτυρούσαν πως επρόκειτο για πεπειραμένο στρατιώτη, μολονότι ποτέ δεν είχε γίνει ιδιαίτερα σαφής ως προς το παρελθόν του, αλλά μόνος του ενάντια στους Αελίτες, θα έμοιαζε με λαγό που κυνηγά νυφίτσες. Μα το Φως, πόσο θα ήθελα να πάω μαζί του! Δεν έπρεπε να ακούσω την Μπερελαίν που μίλησε για ενέδρες. Ωστόσο, υπήρχε άλλη μία ενέδρα. Οι ανιχνευτές του Αργκάντα μπορεί να έβρισκαν παρόμοιο τέλος. Ο Πέριν, όμως, έπρεπε να κάνει την κίνησή του. Έπρεπε.
«Ναι», είπε δυνατά. «Του είπα πως μπορεί να φύγει». Αν είχε πει άλλα, θα κράταγε σημείωση αργότερα. Οι άρχοντες το έκαναν συχνά αυτό. Αν, δηλαδή, ξανάβλεπε τον άνδρα ζωντανό. «Μιλάς σαν να θέλεις να πας κι εσύ για κυνήγι».
«Είμαι... πολύ αφοσιωμένος στη Μάιντιν, Άρχοντα μου», αποκρίθηκε ο Γκιλ. Ήρεμη αξιοπρέπεια χρωμάτιζε τη φωνή του, μαζί με έναν τόνο σκληρότητας, λες κι ο Πέριν τού είχε πει πως ήταν πολύ γέρος και χοντρός για κάτι τέτοια. Μύριζε εκνευρισμό κι οξυθυμία, μάλιστα αρκετά έντονα, παρ’ όλο που το ροδαλό από το κρύο πρόσωπό του ήταν ήρεμο. «Όχι όπως ο Τάλανβορ, φυσικά —καμία σχέση— μα πολύ αφοσιωμένος. Το ίδιο ισχύει και για την Αρχόντισσα Φάιλε, βέβαια», πρόσθεσε βιαστικά. «Απλώς, μου φαίνεται πως τη Μάιντιν την ξέρω μια ζωή ολόκληρη. Αξίζει κάτι καλύτερο».
Η ανάσα του Πέριν σχημάτισε αχνό μπροστά στο στόμα του. «Καταλαβαίνω, Αφέντη Γκιλ». Πράγματι, καταλάβαινε. Κι ο ίδιος ήθελε πολύ να τις σώσει όλες, μα ήξερε καλά πως, αν έπρεπε να επιλέξει, θα έπαιρνε τη Φάιλε και θα άφηνε τις υπόλοιπες. Θα έκανε τα πάντα για να τη σώσει. Η οσμή των αλόγων βάραινε τον αέρα, αλλά ο Πέριν μύρισε και κάποιον άλλον, που έμοιαζε οργισμένος, και κοίταξε πάνω από τον ώμο του.
Η Λίνι τον αγριοκοίταζε μέσα από την πολυκοσμία, κάνοντας πότε-πότε στην άκρη, για να μην τη ρίξουν κάτω κατά λάθος όλοι αυτοί οι άντρες, που σπρώχνονταν, για να σχηματίσουν ακανόνιστες σειρές. Ένα κοκαλιάρικο χέρι άδραχνε την άκρη του μανδύα της, ενώ το άλλο κρατούσε ένα ρόπαλο με μπρούντζινη λαβή, μακρύ σχεδόν όσο το μπράτσο της. Ήταν να απορεί κανείς που δεν είχε συνοδεύσει τον Τάλανβορ.
«Μόλις έχω νέα, θα σε ενημερώσω», της υποσχέθηκε. Ένα γουργουρητό στο στομάχι του, του υπενθύμισε με αρκετά δηκτικό τρόπο εκείνο το αρνάκι που είχε περιφρονήσει. Μπορούσε σχεδόν να γευθεί το κρέας και τις φακές. Άλλο ένα χασμουρητό κόντεψε να του σκίσει τα σαγόνια. «Συγχώρα με, Λίνι», είπε μόλις κατάφερε να μιλήσει. «Δεν κοιμήθηκα πολύ χθες βράδυ. Ούτε μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα μου. Υπάρχει τίποτα; Λίγο ψωμί, κάτι τέλος πάντων;»
«Έχουμε φάει όλοι κάμποση ώρα πριν», του είπε απότομα η γυναίκα. «Ούτε ψίχουλο δεν έχει μείνει, τα δε καζάνια καθαρίστηκαν κι αποθηκεύτηκαν. Αν επιχειρήσεις να φας τα αποφάγια από ξένα πιάτα, θα πάθεις τρομερό στομαχόπονο. Ειδικά όταν αυτά τα αποφάγια δεν είναι δικά σου». Η φωνή της έσβησε σιγά-σιγά σε ένα μουρμουρητό γεμάτο απογοήτευση. Τον κοίταξε συνοφρυωμένη για ένα ακόμα λεπτό κι έπειτα απομακρύνθηκε, ρίχνοντας άγριες ματιές γύρω της.
«Ξένα πιάτα;» μουρμούρισε ο Πέριν. «Μα, εγώ ούτε δικό μου δεν έχω. Αυτό είναι το πρόβλημα μου, όχι ο στομαχόπονος». Η Λίνι διέσχιζε τον καταυλισμό, προχωρώντας ανάμεσα σε άλογα κι άμαξες. Τρεις ή τέσσερις άντρες τής είπαν κάτι καθώς περνούσε, κι εκείνη τους απάντησε γαβγίζοντας, κραδαίνοντας το ρόπαλο της σε περίπτωση που δεν είχαν πιάσει το υπονοούμενο. Η γυναίκα πρέπει να είχε χάσει το μυαλό της με τη Μάιντιν. «Ή, μήπως, αυτό ήταν ένα από τα ρητά της; Συνήθως, από αυτά βγαίνει περισσότερο νόημα».
«Λοιπόν... όσον αφορά στα διαδικαστικά...» Ο Γκιλ έβγαλε ξανά το καπέλο του κι έριξε μια ματιά στο εσωτερικό, κατόπιν το φόρεσε και πάλι. «Εεε... πρέπει να φροντίσω τις άμαξες, Άρχοντά μου. Να βεβαιωθώ πως όλα είναι έτοιμα».
«Κι ένας τυφλός θα έβλεπε πως όλα είναι έτοιμα», του απάντησε ο Πέριν. «Τι συμβαίνει;»
Το κεφάλι του Γκιλ τινάχτηκε κάπως απότομα, καθώς ο άντρας έψαχνε μια άλλη δικαιολογία. Δεν βρήκε καμιά και χαμήλωσε το βλέμμα του. «Νομίζω πως... πως θα το μάθεις αργά ή γρήγορα», ψέλλισε. «Βλέπεις, Άρχοντα μου, η Λίνι...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πήγε μέχρι το στρατόπεδο των Μαγιενών το πρωί, πριν ξημερώσει, για να δει πώς είσαι και... γιατί δεν είχες επιστρέψει. Η σκηνή της Πρώτης ήταν σκοτεινή, αλλά μια από τις υπηρέτριες της ήταν ξύπνια κι είπε στη Λίνι... Δηλαδή, υπαινίχθηκε... Εννοώ πως... Μη με κοιτάς έτσι, Άρχοντά μου».
Ο Πέριν κατέπνιξε ένα γρύλισμα και πάσχισε να φανεί ήρεμος. Όσο μπορούσε, δηλαδή. Ωστόσο, κάτι από εκείνο το γρύλισμα φανερώθηκε στον τόνο της φωνής του. «Που να καώ, σ’ εκείνη την σκηνή κοιμήθηκα, άνθρωπέ μου. Μόνο αυτό έκανα! Να της το πεις!»
Ένας βίαιος παροξυσμός βήχα ταρακούνησε συθέμελα τον ρωμαλέο άντρα. «Εγώ;» Ο Γκιλ ξεφύσηξε μόλις κατάφερε να ξαναμιλήσει. «Θέλεις να της το πω εγώ; Θα μου σπάσει το κεφάλι και μόνο που θα της το αναφέρω! Έχω την εντύπωση πως αυτή η γυναίκα γεννήθηκε στο Φαρ Μάντινγκ, καταμεσής μιας θύελλας. Το πιθανότερο είναι ότι, μόλις γεννήθηκε, θα έβαλε τις φωνές στον κεραυνό να πάψει να κάνει τόση φασαρία. Μάλλον αυτό θα έγινε».
«Είσαι σαμπαγιάν», αποκρίθηκε ο Πέριν. «Η δουλειά σου δεν είναι μονάχα να φορτώνεις καρότσες στο χιόνι». Επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να δαγκώσει κάποιον!
Ο Γκιλ το διαισθάνθηκε. Μουρμούρισε κάτι με αβροφροσύνη, έκανε μια σπασμωδική υπόκλιση κι απομακρύνθηκε βιαστικά, τραβώντας τον μανδύα πάνω στο κορμί του. Όχι για να βρει τη Λίνι, ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ο Γκιλ μπορεί να είχε το γενικό πρόσταγμα του σπιτικού αλλά καμία εξουσία πάνω σε αυτή τη γυναίκα. Κανείς δεν διέταζε τη Λίνι να κάνει κάτι, εκτός από τη Φάιλε.
Ο Πέριν παρακολουθούσε μελαγχολικός τους ανιχνευτές να ξεμακραίνουν μέσα στη χιονόπτωση, δέκα άντρες που έριχναν προσεκτικές ματιές στα δέντρα γύρω τους, πριν χαθούν πέρα από τις άμαξες. Μα το Φως, οι γυναίκες ήταν ικανές να πιστέψουν οτιδήποτε σχετικά με έναν άντρα, αρκεί να ήταν κάτι αρνητικό. Κι όσο πιο αρνητικό ήταν, τόσο περισσότερο το συζητούσαν. Νόμιζε πως η Ροζέν κι η Νάνα ήταν οι μόνες για τις οποίες έπρεπε να ανησυχεί. Το πιθανότερο ήταν πως η Λίνι, επιστρέφοντας, είχε μιλήσει στην Μπριάνε, την άλλη υπηρέτρια της Φάιλε, και μέχρι αυτή τη στιγμή η Μπριάνε θα είχε διαδώσει το νέο σε κάθε γυναίκα του καταυλισμού. Υπήρχαν κάμποσες ανάμεσα στους εκπαιδευτές αλόγων και στους οδηγούς αμαξών και, καθότι Καιρχινές, πιθανότατα δεν θα καθυστέρησαν διόλου να το ψιθυρίσουν και στους άντρες, κάτι που δεν ήταν ιδιαίτερα αποδεκτό στους Δύο Ποταμούς. Από τη στιγμή που σου κολλούσε η ρετσινιά, δεν ήταν εύκολο να τη βγάλεις από πάνω σου. Ξαφνικά, οι άντρες που του έκαναν χώρο για να περάσει, τον έβλεπαν υπό διαφορετική οπτική γωνία, τον ατένιζαν με κάποια αβεβαιότητα, ακόμα κι ο Λεμ που έφτυνε. Μέσα στ μυαλό του, το πλατύ χαμόγελο του Κένλι απέκτησε μια χροιά κακεντρέχειας. Το μόνο καλό ήταν ότι η Φάιλε δεν θα το πίστευε. Σίγουρα δεν θα το πίστευε.
Ο Κένλι επέστρεψε τρικλίζοντας μέσα στο χιόνι, σέρνοντας πίσω του τον Γοργοπόδη και το ψηλόλιγνο ευνουχισμένο του ζώο. Και τα δυο άλογα ήταν ταλαιπωρημένα από το κρύο, με τα αυτιά και τις ουρές τους διπλωμένες, ο δε σταχτοκαστανός επιβήτορας δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να δαγκώσει το υποζύγιο του Κένλι, κάτι που συνήθιζε.
«Μη δείχνεις τα δόντια σου όλη την ώρα», είπε κοφτά ο Πέριν, αρπάζοντας τα χαλινάρια του Γοργοπόδη. Το αγόρι τον κοίταξε γεμάτο αμφιβολία κι έπειτα μαζεύτηκε, ρίχνοντας ματιές πάνω από τον ώμο του.
Γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Πέριν ήλεγξε το στήριγμα της σέλας. Είχε έρθει η ώρα να βρει τον Μασέμα, αλλά δεν καβαλίκευσε. Έπεισε τον εαυτό του πως έφταιγε το ότι ήταν κουρασμένος και πεινασμένος, κι ότι ήθελε λίγη ξεκούραση και κάτι να βάλει στο στομάχι του, αν δηλαδή έβρισκε τίποτα. Όσο όμως κι αν ήταν εκεί ο νους του, δεν έπαψε να βλέπει μπροστά του καμένες αγροικίες και πτώματα κρεμασμένα στην άκρη του δρόμου, άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά. Ακόμα κι αν ο Ραντ εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Αλτάρα, ο δρόμος ήταν μακρύς. Ωστόσο, δεν είχε άλλη επιλογή, ούτε και θα μπορούσε ποτέ να πείσει τον εαυτό του για μια εναλλακτική λύση.
Στεκόταν με το μέτωπο ακουμπισμένο πάνω στη σέλα του Γοργοπόδη, όταν τον αναζήτησε μια αντιπροσωπεία από αυτούς τους νεαρούς ανόητους, που είχαν προσκολληθεί στη Φάιλε, σχεδόν μια ντουζίνα από δαύτους. Ίσιωσε κουρασμένα το κορμί του, ευχόμενος να τους έθαβε όλους το χιόνι.
Η Σελάντε, μια κοντή, λυγερή γυναίκα, με πράσινα γάντια και τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς της, πήγε και κάθισε δίπλα στα πίσω πόδια του Γοργοπόδη, ενώ ένας οργισμένος μορφασμός ρυτίδωνε το μέτωπό της. Κατάφερνε να μένει κορδωμένη κι ακίνητη. Παρά τη χιονόπτωση, η μια πλευρά του χιτώνα της ήταν τραβηγμένη, έτσι ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση στο ξίφος της, αποκαλύπτοντας έξι λαμπερές χαρακιές κατά μήκος τους μπροστινού μέρους του σκούρου μπλε πανωφοριού της. Όλες οι γυναίκες φορούσαν ρούχα και ξίφη αντρικά, και συνήθως ήταν πιο αποφασισμένες να τα χρησιμοποιήσουν, πράγμα που έλεγε πολλά. Άντρες και γυναίκες, ήταν εξαιρετικά ευερέθιστοι απέναντι σε οποιονδήποτε, και δεν το είχαν σε τίποτα να μονομαχούν όλη μέρα, αν η Φάιλε δεν έβαζε τέρμα σε τέτοια συμπεριφορά. Άντρες και γυναίκες, όλη η παρέα της Σελάντε, μύριζαν οργή, μελαγχολία, μιζέρια και νευρικότητα, ανέδιδαν μια οσμή που του γαργαλούσε δυσάρεστα τα ρουθούνια.
«Σε βλέπω, Άρχοντα Πέριν», είπε με επισημότητα η Σελάντε, με τη ζωηρή προφορά της Καιρχίν. «Οι ετοιμασίες ολοκληρώθηκαν, αλλά εξακολουθούν να αρνούνται να μας δώσουν τα άλογά μας. Θα επιληφθείς του θέματος;» Το έκανε να ακούγεται σαν απαίτηση.
Εκείνη τον έβλεπε, αλλά ο ίδιος ευχήθηκε να μην μπορούσε να τη δει. «Οι Αελίτες περπατούν», γρύλισε, καταπνίγοντας ένα χασμουρητό, χωρίς να νοιάζεται καν για τα οργισμένα βλέμματα που τράβηξε επάνω του. Προσπάθησε να μη σκέφτεται τον ύπνο. «Αν δεν περπατάτε, ανεβείτε στις καρότσες».
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» ανήγγειλε αγέρωχα μια Δακρυνή, με το ένα χέρι να κρατάει σφιχτά την άκρη του μανδύα της και με το άλλο να είναι ακουμπισμένο στη λαβή του ξίφους της. Η Μέντορε ήταν ψηλή, με λαμπερά γαλανά μάτια σε σκοτεινό πρόσωπο, όχι ιδιαίτερα όμορφη αλλά ούτε κι άσχημη. Τα χοντρά, κόκκινα, ριγωτά μανίκια του πανωφοριού της φάνταζαν κάπως παράξενα συγκριτικά με το πληθωρικό της στήθος. «Η Κοκκινόφτερη είναι το αγαπημένο μου άλογο! Δεν θ’ ανεχτώ να μου την αρνηθούν!»
«Τρίτη φορά», είπε κάπως ακατανόητα η Σελάντε. «Μόλις σταματήσουμε απόψε, θα κουβεντιάσουμε σχετικά με το τοχ σου, Μέντορε Νταμάρα».
Ο πατέρας της Μέντορε, ο Άστοριλ, υποτίθεται πως ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας που είχε αποσυρθεί στα κτήματά του στην επαρχία χρόνια πριν, μα εξακολουθούσε να είναι Υψηλός Άρχοντας. Λαμβάνοντας αυτά υπ’ όψιν, η θυγατέρα του κατείχε υψηλότερη θέση από αυτή της Σελάντε, που δεν ήταν παρά μια επουσιώδης ευγενής της Καιρχίν. Ωστόσο, η Μέντορε ξεροκατάπιε και γούρλωσε τα μάτια της, λες και περίμενε να τη γδάρουν ζωντανή.
Ξαφνικά, ο Πέριν ένιωθε να μπουχτίζει με όλους αυτούς τους ηλίθιους και με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των Αελιτών, καθώς και με όλες αυτές τις σαχλαμάρες περί αγνής κι υψηλής καταγωγής. «Πότε αρχίσατε να κατασκοπεύετε με εντολή της συζύγου μου;» απαίτησε να μάθει. Οι γυναίκες έμειναν ακίνητες, λες και πάγωσαν οι ραχοκοκαλιές τους.
«Διεκπεραιώνουμε δευτερεύουσες εργασίες και θελήματα, όπως απαιτεί από εμάς κατά καιρούς η Αρχόντισσα Φάιλε», είπε η Σελάντε ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή, κι ο τόνος της φωνής της ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός. Η επιφυλακτικότητα ήταν πολύ έντονη στην οσμή της. Όλο αυτό το τσούρμο μύριζε σαν αλεπούδες που αναρωτιόνταν μήπως κάποιο κουνάβι είχε καταλάβει τα λημέρια τους.
«Πήγε πράγματι για κυνήγι η γυναίκα μου, Σελάντε;» γρύλισε με έξαψη ο Πέριν. «Ποτέ δεν είχε θελήσει κάτι τέτοιο στο παρελθόν». Η οργή φούντωνε μέσα του, φλόγες αναδεύονταν από τα γεγονότα της ημέρας. Με το ένα του χέρι παραμέρισε τον Γοργοπόδη και πλησίασε τη γυναίκα, δεσπόζοντας από πάνω της. Ο επιβήτορας τίναξε το κεφάλι του, διαισθανόμενος το χιούμορ του Πέριν. Το γαντοφορεμένο του χέρι πονούσε από το σφιχτό κράτημα των ηνίων. «Ή μήπως σκόπευε να συναντήσει κάποιους από εσάς, φρέσκους από τα Άμπιλα; Μπας και την απήγαγαν εξαιτίας της καταραμένης της κατασκοπίας σας;»
Τα λόγια του δεν έβγαζαν νόημα, και το ήξερε πολύ καλά. Η Φάιλε θα μπορούσε κάλλιστα να μιλήσει μαζί τους οπουδήποτε. Άσε που ποτέ δεν θα κανόνιζε να συναντήσει τους κατασκόπους της —τους πληροφοριοδότες της, αν είναι δυνατόν— παρουσία της Μπερελαίν. Μεγάλο λάθος να μιλάει κανείς δίχως να σκέφτεται. Ο Πέριν γνώριζε σχετικά με τον Μασέμα και τους Σωντσάν εξαιτίας της κατασκοπίας τους. Ωστόσο, ήθελε να ξεσπάσει κάπου, έπρεπε να ξεσπάσει, κι αυτοί που επιθυμούσε να εξοντώσει βρίσκονταν μίλια μακριά. Μαζί με τη Φάιλε.
Η Σελάντε αντιμετώπισε την οργή του. Τα μάτια της στένεψαν κι έγιναν χαρακιές. Τα δάχτυλά της ανοιγόκλειναν στη λαβή του σπαθιού της, και δεν ήταν μόνη της. «Θα δίναμε τις ζωές μας για την Αρχόντισσα Φάιλε!» είπε, σαν να έφτυνε τα λόγια. «Δεν κάναμε το παραμικρό που θα την έθετε σε κίνδυνο! Ορκιστήκαμε σ’ αυτήν με τον υδάτινο όρκο!» Στη Φάιλε, όχι σ’ αυτόν, πρόσθετε χωρίς λόγια ο τόνος της φωνής της.
Λογικά, θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη, και το ήξερε καλά. Αντί γι’ αυτό όμως, είπε: «θα πάρετε πίσω τα άλογά σας, αν μου δώσετε τον λόγο σας ότι θα κάνετε αυτό που θα σας πω κι ότι θα αποφύγετε τις βεβιασμένες κινήσεις». Η λέξη «βεβιασμένες» δεν ήταν ταιριαστή γι’ αυτό εδώ το τσούρμο. Οι Τσα Φάιλε ήταν ικανοί να ενεργήσουν αυτοβούλως μόλις μάθαιναν πού βρισκόταν η αρχηγός τους, που σημαίνει πως δεν το είχαν σε τίποτα να τη θέσουν σε θανάσιμο κίνδυνο. «Όταν τη βρούμε, εγώ θα αποφασίσω τον τρόπο που θα τη σώσουμε. Αν ο υδάτινος όρκος σας λέει κάτι άλλο, κάντε έναν κόμπο, για να μη σας δέσω εγώ κόμπο».
Το σαγόνι της γυναίκας σφίχτηκε και το σκυθρώπιασμά της βάθυνε, αλλά τελικά είπε: «Σύμφωνοι!» Τα λόγια έμοιαζαν βγαλμένα με το τσιγκέλι από μέσα της. Ένας μακρομύτης Δακρυνός, ονόματι Κάρλον, μούγκρισε μια διαμαρτυρία, αλλά η Σελάντε ανασήκωσε ένα δάχτυλο κι ο άντρας έκλεισε το στόμα του. Με τόσο στενό πηγούνι, μάλλον λυπόταν να ξυρίσει τη γενειάδα του. Η μικροκαμωμένη γυναίκα τούς είχε όλους στο χέρι, αν κι αυτό δεν την έκανε να φαντάζει λιγότερο ανόητη. Υδάτινος όρκος και τρίχες! Δεν απέστρεψε στιγμή το βλέμμα της από τον Πέριν. «Θα υπακούμε σε σένα μέχρι να επιστρέψει η Αρχόντισσα Φάιλε. Κατόπιν, θα ανήκουμε μονάχα σε αυτήν. Αυτή θα αποφασίσει για το τοχ μας». Η τελευταία της πρόταση έμοιαζε να απευθύνεται πιότερο στους υπόλοιπους παρά στον Πέριν.
«Πολύ καλά», της είπε. Πάσχισε να μετριάσει τον τόνο της φωνής του, αλλά εξακολουθούσε να ακούγεται τραχύς. «Γνωρίζω πως όλοι σας της είστε πιστοί και το εκτιμώ». Ήταν και το μόνο που εκτιμούσε επάνω τους. Ως απολογία δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, και κάπως έτσι το εξέλαβαν όλοι. Ένα μούγκρισμα από τη μεριά της Σελάντε ήταν η μόνη απάντηση που πήρε, καθώς και τα αγριοκοιτάγματα των υπολοίπων καθώς απομακρύνονταν. Ας είναι. Αρκεί να κρατούσαν τον λόγο τους. Όλος αυτός ο συρφετός δεν είχε δουλέψει τίμια ούτε μία μέρα.
Ο καταυλισμός άδειαζε πλέον. Οι άμαξες κίνησαν νότια, γλιστρώντας πάνω στα έλκηθρα, πίσω από τα άλογα που τις έσερναν. Τα άλογα άφηναν βαθιά ίχνη, αλλά τα έλκηθρα δεν έφτιαχναν παρά ρηχά αυλάκια, που το αδιάκοπο χιόνι κάλυπτε αμέσως. Οι τελευταίοι άντρες του λόφου σκαρφάλωναν στις σέλες τους κι ενώνονταν με τους άλλους που ήδη προχωρούσαν ιππαστί με τις άμαξες. Λίγο πιο μακριά, από τη μια πλευρά, άρχισαν να περνούν οι Σοφές· ακόμα κι οι γκαϊ’σάιν που οδηγούσαν τα υποζύγια ήταν έφιπποι. Όσο ακλόνητος κι αν είχε τολμήσει να είναι ο Ντάνιλ, αν και συνήθως δεν ήταν, προφανώς αρκούσε. Οι Σοφές φάνταζαν εξαιρετικά αδέξιες καβάλα στα άλογα, σε σύγκριση με τη χάρη της Σέονιντ και της Μασούρι, αν κι οι γκαϊ’σάιν ήταν χειρότεροι. Οι άντρες κι οι γυναίκες με τα λευκά χιτώνια προχωρούσαν έφιπποι από την τρίτη κιόλας μέρα του χιονιού, ωστόσο ήταν σκυμμένοι πάνω στα ψηλά μπροστάρια των σελών τους κι άδραχναν τον λαιμό ή τη χαίτη των ζώων, σαν να περίμεναν πως με το επόμενο βήμα του θα έπεφταν κάτω. Για να καβαλικέψουν εξ αρχής είχαν απαιτηθεί οι άμεσες προσταγές των Σοφών, παρ’ όλο που μερικοί θα προτιμούσαν να κατέβουν και να βαδίσουν, αν δεν παρακολουθούνταν.
Ο Πέριν ανέβηκε στη ράχη του Γοργοπόδη. Δεν ήταν καν σίγουρος ότι δεν θα έπεφτε κι ο ίδιος. Όμως, είχε έρθει η ώρα να βαδίσει έναν δρόμο που δεν ήθελε. Θα σκότωνε για ένα κομμάτι ψωμί. Ή για λίγο τυρί. Ή για ένα καλοψημένο κουνέλι.
«Έρχονται Αελίτες!» φώναξε κάποιος από την κορυφή της φάλαγγας, κι όλοι σταμάτησαν επί τόπου. Ακούστηκαν κι άλλες φωνές, μεταδίδοντας το μήνυμα, λες κι οι άλλοι δεν είχαν ακούσει τίποτα, κι οι άντρες ετοιμάστηκαν για δράση, λύνοντας τα τόξα από τη ράχη τους. Οι οδηγοί των αμαξών στάθηκαν όρθιοι στα καθίσματά τους ατενίζοντας μπροστά ή πηδούσαν κάτω, για να ζαρώσουν δίπλα στα οχήματα. Γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Πέριν σπιρούνισε τον Γοργοπόδη στα πλευρά.
Στο μέτωπο της φάλαγγας, ο Ντάνιλ εξακολουθούσε να είναι καρφωμένος πάνω στη σέλα του, όπως κι οι δύο άντρες που κουβαλούσαν εκείνα τα καταραμένα λάβαρα, αλλά καμιά τριανταριά άλλοι είχαν ήδη ξεπεζέψει, με τα καλύμματα βγαλμένα από τις χορδές των τόξων τους και με τα βέλη τοποθετημένα στις εγκοπές. Οι άντρες που κρατούσαν τα άλογα για λογαριασμό εκείνων που είχαν ξεπεζέψει σπρώχνονταν, δείχνοντας προς ένα σημείο και πασχίζοντας να έχουν απρόσκοπτη θέα. Εκεί βρίσκονταν κι ο Γκρέηντυ με τον Νιλντ, κοιτώντας μπροστά με διαπεραστικά βλέμματα, καθισμένοι ωστόσο ήρεμα πάνω στα άλογά τους. Όλοι οι άλλοι ανέδιδαν μια δυσάρεστη μυρωδιά έξαψης. Μόνο οι Άσα’μαν μύριζαν... ετοιμότητα.
Ο Πέριν διέκρινε αυτό που ατένιζαν μέσα από τα δέντρα πολύ πιο καθαρά απ’ ό,τι εκείνοι. Δέκα πεπλοφόροι Αελίτες προχωρούσαν τροχάζοντας προς το μέρος τους μες στη χιονόπτωση, με τον επικεφαλής να οδηγεί ένα ψηλό άσπρο άτι. Λίγο πιο πίσω, κάλπαζαν τρεις άντρες, καλυμμένοι με κουκούλες και χιτώνες. Υπήρχε κάτι παράξενο στον τρόπο με τον οποίο κινούνταν οι Αελίτες. Επίσης, υπήρχε ένα δέμα δεμένο στη σέλα του άσπρου αλόγου. Ο Πέριν ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να περιέχει κάποιο πτώμα.
«Κατεβάστε τα τόξα σας», είπε. «Είναι το άλογο της Αλιάντρε. Μάλλον είναι δικοί μας. Δεν βλέπετε πως οι Αελίτες είναι Κόρες;» Καμία από τις μορφές δεν ήταν αρκετά ψηλή για αρσενικό εκπρόσωπο του Άελ.
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι είναι Αελίτες», μουρμούρισε ο Ντάνιλ, κοιτώντας τον λοξά. Όλοι θεωρούσαν δεδομένη την οξύτητα της όρασης του, μάλιστα καμάρωναν γι’ αυτό, αλλά ο ίδιος προσπαθούσε να μην τους φανερώσει πόσο καλά έβλεπε στην πραγματικότητα. Εκείνη τη στιγμή, πάντως, ούτε που τον ένοιαζε.
«Δικοί μας είναι», είπε ο Πέριν στον Ντάνιλ. «Μείνετε όλοι εδώ».
Αργά-αργά, κίνησε να συναντήσει την ομάδα που επέστρεφε. Οι Κόρες άρχισαν να αποκαλύπτονται καθώς τις προσέγγιζε. Μέσα από τη βαθιά κουκούλα κάποιου έφιππου άντρα, ο Πέριν διέκρινε το σκοτεινό πρόσωπο του Φούρεν Αλχάρα. Οι τρεις Πρόμαχοι, λοιπόν. Έπρεπε να επιστρέψουν όλοι μαζί. Τα άλογά τους έμοιαζαν εξίσου κουρασμένα με τον ίδιο, εξουθενωμένα σχεδόν. Ήθελε να αναγκάσει τον Γοργοπόδη να τρέξει κοντά τους, για να ακούσει τι είχαν να αναφέρουν. Φοβόταν τι θα άκουγε. Πτώματα, που τώρα θα κατασπαράζονταν από κοράκια, αλεπούδες, κουνάβια και το Φως μόνο ήξερε τι άλλο. Ίσως η ομάδα να τον λυπήθηκε και δεν έφερε πίσω όσα είχε βρει. Όχι! Η Φάιλε έπρεπε να είναι ζωντανή. Πάσχισε να καρφώσει αυτή τη σκέψη μέσα στο κεφάλι του, αλλά τον πόνεσε σαν να άρπαξε μια κοφτερή λάμα με γυμνή παλάμη.
Ξεπέζεψε μπροστά τους αλλά σκόνταψε και χρειάστηκε να κρατηθεί από τη σέλα, για να μην πέσει. Αισθάνθηκε να μουδιάζει από τον έντονο πόνο του να κρατηθεί σε αυτή τη συγκεκριμένη σκέψη. Έπρεπε να είναι ζωντανή. Για κάποιο λόγο, οι μικρολεπτομέρειες μεγεθύνονταν και γίνονταν σημαντικές. Δεν ήταν ένα το δέμα που είχαν δέσει στην περίτεχνα φτιαγμένη σέλα, μα αρκετά μικρά δεματάκια, που έμοιαζαν με κουρέλια μαζεμένα από δω κι από κει. Οι Κόρες φορούσαν χιονοπέδιλα, φτιαγμένα πρόχειρα από αμπελόκλημα κι ευλύγιστα κλαριά πεύκου, με τις βελόνες αφημένες ακόμα επάνω τους. Να γιατί έμοιαζαν να περπατούν παράξενα. Ο Τζόνταϊν θα πρέπει να τους είχε δείξει πώς να τα φτιάξουν. Πάσχισε να συγκεντρωθεί. Νόμιζε πως η καρδιά του ήταν έτοιμη να πεταχτεί από το στήθος του.
Αδράχνοντας το κοντάρι και την ασπίδα με το αριστερό της χέρι, η Σούλιν πήρε ένα από τα μικρά υφασμάτινα δεματάκια από τη σέλα και τον πλησίασε. Το ροδαλό σημάδι που διέτρεχε το σκληρό της μάγουλο συσπάστηκε καθώς χαμογέλασε. «Χαρμόσυνα νέα, Πέριν Αϋμπάρα», είπε μαλακά, παραδίδοντάς του το σκούρο μπλε ύφασμα. «Η γυναίκα σου είναι ζωντανή». Ο Αλχάρα αντάλλαξε ματιές με τον άλλο Πρόμαχο της Σέονιντ, τον Τέρυλ Γουάιντερ, και συνοφρυώθηκε. Ο άντρας της Μασούρι, ο Ροβέρ Κίρκλιν, κοιτούσε ακριβώς μπροστά του με πέτρινο βλέμμα. Έβγαζε μάτι, όσο και τα γυριστά μουστάκια του Γουάιντερ, πως δεν ήταν σίγουροι αν τα νέα ήταν καλά. «Οι υπόλοιποι πασχίζουν να δουν τι άλλο μπορεί να βρεθεί», συνέχισε η γυναίκα. «Παρ’ όλο που ήδη έχουμε ανακαλύψει αρκετές παραδοξότητες».
Ο Πέριν άφησε το δέμα να ξεδιπλωθεί στα χέρια του. Ήταν το φόρεμα της Φάιλε, σκισμένο στο μπροστινό μέρος και κατά μήκος των μανικιών. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ρουφώντας μέσα του το άρωμα της Φάιλε, μια αχνή μυρωδιά λουλουδάτου σαπουνιού, ένα ανάλαφρο ίχνος του ευωδιαστού αρώματός της αλλά, πάνω απ’ όλα, η προσωπική της οσμή. Δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία αίματος. Οι υπόλοιπες Κόρες μαζεύτηκαν γύρω του, ηλικιωμένες γυναίκες οι πιο πολλές, με πρόσωπα σκληρά, αν κι όχι τόσο όσο της Σούλιν. Οι Πρόμαχοι ξεπέζεψαν, χωρίς τίποτα επάνω τους να μαρτυρεί πως ίππευαν όλη νύχτα, αλλά έμειναν λίγο πιο πίσω από τις Κόρες.
«Όλοι οι άντρες σκοτώθηκαν», είπε η νευρώδης γυναίκα, «αλλά, κρίνοντας από τα ρούχα που βρήκαμε, η Αλιάντρε Κιγκάριν, η Μάιντιν Ντορλαίν, η Λασίλ Άλντοργουιν κι η Αρρέλα Σιέγκο, καθώς και δύο άλλες ακόμα, έγιναν γκαϊ’σάιν». Οι άλλες δύο θα πρέπει να ήταν η Μπάιν κι η Τσιάντ· αν τις κατονόμαζε, σε συνδυασμό με την απαγωγή τους, θα τις ντρόπιαζε. Κάτι είχε μάθει κι αυτός για τις Αελίτισσες. «Είναι ενάντια στο έθιμο, αλλά τις προστατεύει». Ο Γουάιντερ συνοφρυώθηκε γεμάτος αμφιβολία και πάσχισε να το κρύψει τακτοποιώντας την κουκούλα του.
Οι προσεκτικές τομές έμοιαζαν με αυτές που κάνει κάποιος σε ένα ζώο όταν πρόκειται να το γδάρει. Η εικόνα χτύπησε τον Πέριν απότομα. Κάποιος είχε σκίσει τα ρούχα της Φάιλε! Η φωνή του έγινε τρέμουλο. «Μόνο γυναίκες πήραν;»
Μια στρογγυλοπρόσωπη νεαρή Κόρη, ονόματι Μπριέιν, κούνησε το κεφάλι της. «Νομίζω πως υπήρχαν και τρεις άντρες, που προορίζονταν για γκαϊ’σάιν, αλλά έδωσαν σκληρή μάχη και σκοτώθηκαν με μαχαίρι ή δόρυ. Όλοι οι υπόλοιποι πέθαναν από βέλη».
«Δεν είναι έτσι, Πέριν Αϋμπάρα», είπε η Ελιέντα βιαστικά, κι ακουγόταν σοκαρισμένη. Ήταν ψηλή γυναίκα, με πλατιούς ώμους, και κατάφερνε να φαίνεται σχεδόν μητρική, παρ’ όλο που ο Πέριν την είχε δει κάποτε να ρίχνει κάτω έναν άντρα με τη γροθιά της. «Το να κάνεις κακό σε γκαϊ’σάιν είναι σαν να κάνεις κακό σε παιδί ή σε σιδερά. Ήταν λάθος τους που απήγαγαν υδρόβιες, αλλά δεν πιστεύω ότι θα καταπατήσουν σε τέτοια έκταση το έθιμο. Είμαι σίγουρη πως δεν θα τιμωρηθούν καν, αν καταφέρουν να είναι πειθήνιες μέχρι να ανανήψουν. Υπάρχουν κι άλλες γι’ αυτή τη δουλειά». Άλλες; Μάλλον εννοούσε την Μπάιν με την Τσιάντ.
«Προς τα πού πήγαν;» ρώτησε. Η Φάιλε πειθήνια; Αδύνατον να το φανταστεί. Τουλάχιστον, άσ’ τη να προσπαθήσει μέχρι να τη βρει.
«Περίπου νότια», αποκρίθηκε η Σούλιν. «Περισσότερο νότια παρά ανατολικά. Αφού το χιόνι κάλυψε τα ίχνη τους, ο Τζόνταϊν Μπάραν είδε κι άλλα ίχνη. Αυτά που ακολουθούσαν οι άλλοι. Τον πιστεύω. Βλέπει εξίσου καλά με τον Ιλάυας Ματσίρα, κι είναι πολλά αυτά που έχει να δει». Χώνοντας τα δόρατά της πίσω από τη φαρέτρα στην πλάτη της, κρέμασε την ασπίδα από τη λαβή του βαριού μαχαιριού της ζώνης της. Τα δάχτυλά της ξέσπασαν σε χειρομιλία κι η Ελιέντα έλυσε ένα δεύτερο, μεγαλύτερο δέμα και της το έδωσε. «Πολύς κόσμος κινείται εκεί έξω, Πέριν Αϋμπάρα, και πολλά παράξενα συμβαίνουν. Νομίζω πως πρώτα πρέπει να δεις αυτό». Η Σούλιν ξεδίπλωσε ένα ακόμα κομμένο ρούχο, πράσινο αυτή τη φορά. Του φάνηκε πως το θυμόταν φορεμένο από την Αλιάντρε. «Αυτά τα βρήκαμε στο σημείο που πήραν τη γυναίκα σου». Στο εσωτερικό, σαράντα ή πενήντα Αελίτικα βέλη μετακινήθηκαν, σχηματίζοντας σωρό. Πάνω στα φτερά τους υπήρχαν σκούρες κηλίδες, ενώ η οσμή του ξεραμένου αίματος τον χτύπησε στα ρουθούνια.
«Τάαρνταντ», είπε η Σούλιν, τραβώντας ένα βέλος και ρίχνοντάς το στο έδαφος με μια απότομη κίνηση. «Μιαγκόμα». Πήρε άλλα δύο και τα πέταξε κι αυτά. «Γκόσιεν». Τα δύο τελευταία την ανάγκασαν να κάνει μια γκριμάτσα· ανήκε κι η ίδια στο Γκόσιεν. Φατρία τη φατρία, τα ονομάτισε όλα εκτός από των Σάιντο, ρίχνοντας κάτω τα βέλη μέχρι που τα μισά κείτονταν σκόρπια τριγύρω της. Σήκωσε το κομμένο φόρεμα, κρατώντας ό,τι είχε απομείνει και με τα δυο χέρια, κι έπειτα σκόρπισε και τα υπόλοιπα. «Σάιντο», είπε με νόημα.
Σφίγγοντας το φόρεμα της Φάιλε πάνω στο στήθος του —η οσμή της ανακούφιζε τον πόνο που ένιωθε στην καρδιά, αλλά ταυτόχρονα τον επιδείνωνε— ο Πέριν κοίταξε συνοφρυωμένος τα βέλη που κείτονταν σωρηδόν στο χιόνι. Κάποια από αυτά είχαν ήδη θαφτεί κάτω από το φρέσκο στρώμα. «Πάρα πολλοί Σάιντο», είπε τελικά. Θα έπρεπε να τους είχαν αναχαιτίσει όλους στο Μαχαίρι του Σφαγέα, πεντακόσιες λεύγες μακριά. Αν, όμως, κάποιες από τις Σοφές τους μάθαιναν να Ταξιδεύουν... Ή ακόμα και κάποιος από τους Αποδιωγμένους... Μα το Φως, παραληρούσε σαν τρελαμένος —τι σχέση είχαν οι Αποδιωγμένοι με όλα αυτά;— παραληρούσε, ενώ έπρεπε να σκεφτεί λογικά. Ένιωθε το μυαλό του εξίσου κουρασμένο με το υπόλοιπο κορμί του. «Όσο για τους υπόλοιπους, είναι άνθρωποι που δεν θα αποδέχονταν ποτέ τον Ραντ ως Καρ’α’κάρν». Αυτά τα καταραμένα χρώματα άστραψαν ξαφνικά στο κεφάλι του. Δεν είχε χρόνο για τίποτε άλλο, παρά μόνο για να βρει τη Φάιλε. «Ενώθηκαν με τους Σάιντο». Κάποιες από τις Κόρες απέστρεψαν τις ματιές τους, ενώ η Ελιέντα τον αγριοκοίταξε. Γνώριζαν πολύ καλά ότι μερικοί όντως το είχαν κάνει, αλλά ήταν από αυτά τα πράγματα που δεν τους άρεσε να ακούνε φωναχτά. «Πόσους υπολογίζεις συνολικά; Δεν φαντάζομαι να αναφέρεσαι σε ολόκληρη τη φατρία». Αν οι Σάιντο βρίσκονταν εκεί εν σώματι, δεν θα ακούγονταν μόνον απλές φήμες για μακρινές ληστρικές επιδρομές. Θα το γνώριζε όλη η Αμαδισία, παρά τα προβλήματά της.
«Όχι, αλλά περίπου. Έτσι νομίζω, δηλαδή», μουρμούρισε ο Γουάιντερ μέσα από τα δόντια του. Η δήλωσή του δεν προοριζόταν για τα αυτιά του Πέριν.
Απλώνοντας το χέρι της ανάμεσα στα δέματα που ήταν δεμένα πάνω στην περίτεχνη σέλα, η Σούλιν τράβηξε μια πάνινη κούκλα ντυμένη με καντιν’σόρ. «Τη βρήκε ο Ιλάυας Ματσίρα λίγο πριν επιστρέψουμε, κάπου σαράντα μίλια από δω». Κούνησε το κεφάλι της και, για μια στιγμή, η φωνή κι η οσμή της υποδήλωναν πως ένιωθε... ξαφνιασμένη. «Είπε ότι τη μύρισε κάτω από το χιόνι. Αυτός κι ο Τζόνταϊν Μπάραν ανακάλυψαν γδαρσίματα στα δέντρα που, όπως είπαν, προκλήθηκαν από άμαξες. Από πάρα πολλές άμαξες. Αν υπάρχουν και παιδιά... Μου φαίνεται πως πρόκειται για ολόκληρη σέπτα, Πέριν Αϋμπάρα. Ίσως και για περισσότερες από μία. Ακόμα και μία μόνο σέπτα διαθέτει τουλάχιστον χίλια δόρατα, και περισσότερα αν χρειαστεί. Κάθε άντρας, εκτός από τους σιδεράδες, μπορεί στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει δόρυ. Βρίσκονται σε απόσταση αρκετών ημερών νότια από εμάς, ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι μπορώ να υπολογίσω με αυτό το χιόνι. Πιστεύω, όμως, πως αυτοί που απήγαγαν τη γυναίκα σου θα τους ανταμώσουν».
«Ο συγκεκριμένος σιδεράς, πάντως, χρησιμοποίησε δόρυ», μουρμούρισε ο Πέριν. Χίλια δόρατα, μπορεί και παραπάνω. Ο ίδιος διέθετε πάνω από δύο χιλιάδες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους Φτερωτούς Φρουρούς και τους άντρες του Αργκάντα. Ωστόσο, ενάντια στους Αελίτες, η πλάστιγγα έγερνε υπέρ των Σάιντο, Ψηλάφισε την κούκλα στο νευρώδες χέρι της Σούλιν. Άραγε, κάποια μικρούλα Σάιντο θρηνούσε την απώλεια της κούκλας της; «Θα κατευθυνθούμε νότια».
Γύριζε, για να καβαλήσει τον Γοργοπόδη, όταν η Σούλιν άγγιξε το μπράτσο του, για να τον σταματήσει. «Σου είπα ότι παρατηρήσαμε κι άλλα πράγματα. Δύο φορές, ο Ιλάυας Ματσίρα ανακάλυψε κοπριά αλόγων κι υπολείμματα φωτιάς από καταυλισμό, κάτω από το χιόνι. Κι ήταν πολλά, και τα άλογα και οι φωτιές».
«Χιλιάδες», παρενέβη ο Αλχάρα. Τα μαύρα του μάτια κοίταξαν ευθέως τον Πέριν κι ο τόνος της φωνής του δεν σήκωνε αντίρρηση. Απλά ανέφερε όσα είδε. «Πέντε χιλιάδες, ίσως και δέκα. Δύσκολο να υπολογίσουμε. Πάντως, ήταν στρατιωτικοί καταυλισμοί. Επρόκειτο για τους ίδιους άντρες και στα δύο μέρη, νομίζω. Ο Ματσίρα κι ο Μπάραν συμφωνούν. Όποιοι κι αν είναι, κατευθύνονται επίσης νότια. Μπορεί να μην έχουν σχέση με τους Αελίτες, αλλά μπορεί να τους ακολουθούν».
Η Σούλιν κοίταξε με βλοσυρή ανυπομονησία τον Πρόμαχο και συνέχισε, χωρίς να κάνει καν παύση για την παρέμβασή του. «Τρεις φορές είδαμε ιπτάμενα πλάσματα, σαν κι αυτά που λες ότι χρησιμοποιούν οι Σωντσάν, τεράστια όντα με ραβδωτά φτερά κι ανθρώπους καβάλα. Δύο φορές ακόμα είδαμε ίχνη σαν κι αυτό». Σκύβοντας, πήρε από κάτω ένα βέλος και χάραξε ένα κυκλικό σχήμα, κάτι σαν πατημασιά μεγάλης αρκούδας πάνω στο χιόνι, αλλά με έξι δάχτυλα μακρύτερα από ενός άντρα. «Μερικές φορές μοιάζουν πιότερο με γαμψώνυχα», είπε, και σχεδίασε νύχια μεγαλύτερα από αυτά των πελώριων αρκούδων των Ορέων της Ομίχλης. «Βαδίζει με δρασκελιές και νομίζω πως τρέχει πολύ γρήγορα. Ξέρεις τι είναι;»
Δεν είχε ιδέα —δεν είχε ακούσει ποτέ να μιλούν για κάποιο πλάσμα με έξι δάχτυλα, εκτός από τις γάτες των Δύο Ποταμών· είχε εκπλαγεί, διαπιστώνοντας ότι οπουδήποτε αλλού οι γάτες είχαν πέντε δάχτυλα— ωστόσο μπορούσε να κάνει μια ασφαλή υπόθεση. «Άλλο ένα από τα ζώα των Σωντσάν». Ώστε, λοιπόν, υπήρχαν και Σωντσάν στον Νότο, εκτός από Σάιντο, και —τι άλλο;— Λευκομανδίτες ή ένας ολόκληρος στρατός Σωντσάν; Δεν μπορεί να ήταν κανείς άλλος. Εμπιστευόταν πλήρως τις πληροφορίες του Μπάλγουερ. «Όπως και να ’χει, εμείς θα κατευθυνθούμε νότια». Οι Κόρες τον κοίταξαν σαν να τους είχε πει ότι χιόνιζε.
Ανέβηκε στη σέλα του Γοργοπόδη και κίνησε προς τη φάλαγγα. Οι Πρόμαχοι αρκέστηκαν να περπατήσουν, οδηγώντας τα κουρασμένα τους άλογα. Οι Κόρες πήραν μαζί τους το ζώο της Αλιάντρε, βαδίζοντας προς το μέρος των Σοφών. Η Μασούρι με τη Σέονιντ κίνησαν να συναντήσουν τους Προμάχους τους. Ο Πέριν αναρωτήθηκε για ποιο λόγο, άραγε, δεν έχωναν όλοι τις μύτες τους σ’ αυτό το θέμα; Ίσως η απάντηση ήταν απλή. Μπορεί να ήθελαν να τον αφήσουν μόνο στη θλίψη του, σε περίπτωση που τα νέα αποδεικνύονταν άσχημα. Ίσως. Πάσχισε να τα συνδέσει όλα μέσα στο κεφάλι του. Τους Σάιντο, όσοι κι αν ήταν. Τους Σωντσάν. Τον έφιππο στρατό, άσχετα αν ήταν Λευκομανδίτες ή Σωντσάν. Ήταν σαν κι εκείνα τα παζλ που τον είχε μάθει να φτιάχνει ο Αφέντης Λούχαν, περίτεχνες σπείρες από μέταλλο που, αν γνώριζες το κόλπο, χωρίζονταν κι ενώνονταν ξανά, σαν σε όνειρο. Μόνο που ένιωθε το μυαλό του θολό, κι έψαχνε να πιαστεί από λεπτομέρειες που δεν κολλούσαν πουθενά.
Οι άντρες των Δυο Ποταμών είχαν ήδη καβαλικέψει στα άλογά τους μόλις έφθασε κοντά τους. Όσοι ήταν πεζοί και με τα τόξα τους σε ετοιμότητα, έμοιαζαν κάπως πτοημένοι. Άπαντες τον κοιτούσαν ανήσυχα, γεμάτοι ένταση.
«Είναι ζωντανή», τους είπε, κι ήταν λες κι όλοι τους ανάσαναν ξανά. Τα υπόλοιπα νέα τα δέχτηκαν με μια παράξενη απάθεια, και μερικοί κούνησαν τα κεφάλια τους σαν να μην περίμεναν κάτι λιγότερο.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι απέναντι στο οποίο μειονεκτούμε», είπε ο Ντάνιλ. «Τι κάνουμε, Άρχοντά μου;»
Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα. Αυτός ο άντρας εξακολουθούσε να είναι ακλόνητος σαν βελανιδιά. «Για αρχή, Ταξιδεύουμε σαράντα μίλια προς Νότο. Μετά, θα δω τι θα κάνουμε. Νιλντ, προχώρα μπροστά και βρες τον Ιλάυας και τους υπόλοιπους. Πες τους τι σκοπεύω να κάνω. Τέτοια ώρα, θα προπορεύονται αρκετά. Προσοχή. Δεν μπορείς να τα βάλεις με μια ντουζίνα Σοφές». Μια ολόκληρη σέπτα θα είχε τουλάχιστον αρκετές ικανές να διαβιβάσουν. Κι αν ήταν πάνω από μία; Επρόκειτο για ένα τέλμα, που έπρεπε να το περάσει, όταν θα ερχόταν η ώρα.
Ο Νιλντ ένευσε καταφατικά κι έστρεψε το ευνουχισμένο του ζώο προς τη μεριά του καταυλισμού, όπου είχε ήδη απομνημονεύσει την περιοχή. Ελάχιστες διαταγές έπρεπε να δώσει ακόμα. Έπρεπε επειγόντως να σταλούν καβαλάρηδες, για να βρουν τους Μαγιενούς και τους Γκεαλντανούς, οι οποίοι θα κινούνταν ξέχωρα, αφού είχαν στρατοπεδεύσει αναλόγως. Ο Γκρέηντυ πίστευε πως θα μπορούσε να απομνημονεύσει την περιοχή πριν συναντηθούν, ώστε να μην είναι ανάγκη να γυρίσει και να ακολουθήσει τον Νιλντ. Οπότε, μόνο ένα πράγμα απέμενε.
«Πρέπει να βρω τον Μασέμα, Ντάνιλ», είπε ο Πέριν. «Κάποιον που να έχει τη δυνατότητα να του μεταβιβάσει ένα μήνυμα, τέλος πάντων. Με λίγη τύχη, δεν θα καθυστερήσω».
«Πας μονάχος σου ανάμεσα σε όλα αυτά τα αποβράσματα, Άρχοντά μου, και θα χρειαστείς αρκετή τύχη», αποκρίθηκε ο Ντάνιλ. «Άκουσα μερικούς από δαύτους να μιλούν για σένα. Έλεγαν πως είσαι Σκιογέννητος, εξαιτίας των ματιών σου». Το βλέμμα του έπεσε πάνω στα χρυσαφιά μάτια του Πέριν και γλίστρησε λοξά. «Λένε πως, ναι μεν ο Αναγεννημένος Δράκοντας σε έχει δαμάσει, αλλά εξακολουθείς να είσαι Σκιογέννητος. Θα χρειαστείς καμιά ντουζίνα άντρες να φυλάνε τα νώτα σου».
Ο Πέριν δίστασε και χτύπησε μαλακά τον λαιμό του Γοργοπόδη. Λίγες ντουζίνες άντρες δεν ήταν αρκετοί, σε περίπτωση που οι άνθρωποι του Μασέμα πίστευαν ότι ήταν πράγματι Σκιογέννητος κι αποφάσιζαν να πάρουν το θέμα στα χέρια τους. Όλοι οι Διποταμίτες μαζί ίσως να μην αρκούσαν για να τους αντιμετωπίσουν. Ίσως δεν ήταν ανάγκη να μιλήσει στον Μασέμα, θα τον άφηνε να το μάθει μόνος του.
Τα αυτιά του έπιασαν το κελάηδισμα ενός πουλιού από την κατεύθυνση των δέντρων προς τα δυτικά και, δευτερόλεπτα μετά, ακολούθησε άλλο ένα, που το άκουσαν όλοι, κι η απόφαση πάρθηκε ανεξάρτητα από τον ίδιο. Ήταν σίγουρος πλέον κι αναρωτήθηκε αν αυτό είχε κάποια σχέση με την ιδιότητα του τα’βίρεν. Τράβηξε τα γκέμια του Γοργοπόδη, ο οποίος έκανε μια γύρα, και περίμενε.
Οι άντρες των Δύο Ποταμών γνώριζαν πολύ καλά τι σήμαινε, αφού το συγκεκριμένο πουλί το άκουγαν και στην πατρίδα τους. Έρχονταν άντρες, πολύ περισσότεροι από μια χούφτα κι όχι αναγκαστικά με ειρηνικές διαθέσεις. Αν το κελάηδημα ανήκε σε κλεφτοπούλι σήμαινε ότι επρόκειτο για φίλους, αν όμως ακουγόταν η ανήσυχη λαλιά ενός κράχτη ήταν ξεκάθαρο πως οι νεοφερμένοι δεν είχαν φιλικές διαθέσεις. Αυτή τη φορά, πάντως, συμπεριφέρονταν καλύτερα. Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της φάλαγγας, μέχρι εκεί όπου μπορούσε να διακρίνει ο Πέριν μέσα στο χιόνι, κάθε δεύτερος άντρας ξεπέζεψε κι έδωσε τα χαλινάρια στον διπλανό του, ενώ ο ίδιος ετοίμαζε το τόξο του.
Οι ξένοι ξεπρόβαλαν μέσα από τα σκόρπια δέντρα κι απλώθηκαν, λες κι ήθελαν να εντυπωσιάσουν με τους αριθμούς τους. Μπορεί να ήταν καμιά εκατοστή, με δύο εξ αυτών να προπορεύονται, αλλά ο αργός βηματισμός τους φάνταζε πράγματι απειλητικός. Οι μισοί κουβαλούσαν λόγχες, όχι όρθιες αλλά κρατημένες σαν έτοιμες να τις τείνουν μπροστά. Προχωρούσαν με σταθερό βήμα. Κάποιοι φορούσαν θώρακα, άλλοι περικεφαλαία, αλλά σπανίως και τα δύο μαζί. Σε γενικές γραμμές, πάντως, ήταν καλύτερα οπλισμένοι από το τσούρμο των ακολούθων του Μασέμα. Ο ένας από τους δύο που προπορεύονταν ήταν ο ίδιος ο Μασέμα, με το χαρακτηριστικό πρόσωπο του ζηλωτή να κοιτάει μέσα από την κουκούλα του μανδύα του σαν λυσσασμένη βουνίσια γάτα που ατενίζει μέσα από μια σπηλιά. Πόσες από αυτές τις λόγχες, άραγε, είχαν κόκκινα σημαιάκια χθες το πρωί;
Ο Μασέμα ανασήκωσε το χέρι του, μόλις πλησίασε σε απόσταση λίγων βημάτων από τον Πέριν, κι οι άντρες του σταμάτησαν. Τράβηξε πίσω την κουκούλα του και διέτρεξε με το βλέμμα του όλο το μήκος των αντρών με τα τόξα, που είχαν ξεπεζέψει. Έδειχνε να αγνοεί το χιόνι που έπεφτε στο γυμνό του κρανίο. Ο σύντροφός του, ένας πιο μεγαλόσωμος άντρας με ένα σπαθί στην πλάτη κι άλλο ένα στο μπροστάρι της σέλας του, δεν έβγαλε την κουκούλα του, αλλά ο Πέριν είχε την εντύπωση πως κι αυτού το κεφάλι ήταν ξυρισμένο. Ο άντρας κατάφερνε να κοιτάει εξεταστικά και με την ίδια ένταση τόσο τον Μασέμα, όσο και τη φάλαγγα. Τα σκοτεινά του μάτια έκαιγαν εξίσου σχεδόν όπως του Μασέμα. Ο Πέριν σκέφτηκε να τους πει πως, από αυτή την απόσταση μια βαλλίστρα από τους Δύο Ποταμούς ήταν ικανή να εκτοξεύσει ένα βέλος με τέτοια δύναμη, ώστε να διαπεράσει την πανοπλία ενός άντρα και να βγει από την άλλη μεριά. Σκέφτηκε να αναφέρει το θέμα των Σωντσάν. Διακριτικότητα, έτσι τον είχε συμβουλέψει η Μπερελαίν. Ίσως να μην είχε άδικο, δεδομένων των συνθηκών.
«Ερχόσουν να με συναντήσεις;» ρώτησε ξαφνικά ο Μασέμα. Ακόμα κι η φωνή του κόχλαζε από ένταση κι ο τόνος του δεν ήταν διόλου ανέμελος. Ό,τι κι αν έλεγε, ήταν σημαντικό. Το αχνό, τριγωνικό σημάδι πάνω στο μάγουλό του έκανε το ξαφνικό του χαμόγελο να μοιάζει στραβό. Ένα χαμόγελο χωρίς την παραμικρή ζεστασιά. «Τέλος πάντων, να ’μαι λοιπόν. Όπως αναμφίβολα γνωρίζεις πια, όσοι ακολουθούν τον Άρχοντα Αναγεννημένο Δράκοντα —το Φως να φωτίζει το όνομά του!— αρνούνται να μείνουν πίσω. Δεν γίνεται να τους αναγκάσω να το κάνουν. Τον υπηρετούν εξίσου καλά με μένα».
Ο Πέριν είδε μια φλογισμένη παλίρροια να ξετυλίγεται σε όλη την έκταση της Αμαδισία μέχρι την Αλτάρα, ίσως και πιο πέρα, αφήνοντας πίσω της θάνατο κι ερήμωση. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ρουφώντας τον παγωμένο αέρα μέσα στα πνευμόνια του. Η Φάιλε ήταν πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο. Από οτιδήποτε! Αν ήταν να καταστραφεί γι’ αυτήν, ας καταστρεφόταν! «Πάρε τους άντρες σου ανατολικά». Του έκανε εντύπωση πόσο σταθερή ήταν η φωνή του. «Μόλις μπορέσω, θα σας προφτάσω. Η γυναίκα μου απήχθη από Αελίτες και κατευθύνομαι νότια, για να τη φέρω πίσω». Για πρώτη φορά, είδε τον Μασέμα να μένει έκπληκτος.
«Αελίτες; Συνεπώς, δεν είναι όλα φήμες, ε;» Κοίταξε συνοφρυωμένος τις Σοφές, στην αντικριστή μεριά της φάλαγγας. «Νότια είπες;» Σταύρωσε τα γαντοφορεμένα του χέρια πάνω στο μπροστάρι της σέλας του και στράφηκε να κοιτάξει εξεταστικά τον Πέριν. Η οσμή του άντρα ήταν σκέτη παράνοια. Ο Πέριν δεν διέκρινε τίποτα άλλο εκτός από αλλοφροσύνη σε αυτή την οσμή. «Θα έρθω μαζί σου», είπε τελικά ο Μασέμα, σαν να πήρε μια ξαφνική απόφαση. Παράξενο που ανυπομονούσε τόσο πολύ να βρει τον Ραντ, και μάλιστα χωρίς καθυστέρηση. Αν μη τι άλλο, δεν ήταν ανάγκη να τον αγγίξει η Δύναμη για να κάνει κάτι τέτοιο. «Όλοι όσοι ακολουθούν τον Άρχοντα Αναγεννημένο Δράκοντα —το Φως να φωτίζει το όνομά του!— θα έρθουν κι αυτοί. Είναι θέλημα Φωτός να σκοτώνεις βάρβαρους Αελίτες». Η ματιά του τρεμόπαιξε προς τη μεριά των Σοφών και το χαμόγελό του έγινε πιο παγερό από πριν.
«Θα εκτιμούσα τη βοήθεια σου», είπε ψέματα ο Πέριν. Αυτός ο συρφετός θα ήταν εντελώς άχρηστος απέναντι σε Αελίτες. Ωστόσο, μετρούσαν αρκετές χιλιάδες και στο παρελθόν είχαν αναχαιτίσει στρατούς ολόκληρους, αν όχι κι Αελίτικο στρατό. Ένιωσε στο μυαλό του να μετακινείται ένα κομμάτι του παζλ. Κόντευε να σωριαστεί κάτω από την κούραση. Δεν ήξερε πως, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα του συνέβαινε, αν και τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. «Ωστόσο, προηγούνται κατά πολύ. Σκοπεύω να Ταξιδέψω, να κάνω χρήση της Μίας Δύναμης, για να τους προλάβω. Ξέρω πολύ καλά πώς νιώθεις για όλα αυτά».
Ανήσυχα μουρμουρητά διέτρεξαν τον όγκο των αντρών που είχαν μαζευτεί πίσω από τον Μασέμα. Αντάλλασσαν ματιές και μετατόπιζαν τα όπλα τους. Τα αυτιά του Πέριν έπιασαν κάποια μουρμουρητά και κατάρες, καθώς και φράσεις όπως «κίτρινα μάτια» και «Σκιογέννητος». Ο δεύτερος άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι αγριοκοίταξε τον Πέριν λες κι ο τελευταίος είχε πει καμιά βλασφημία, αλλά ο Μασέμα απλώς τον κοιτούσε, σαν να πάσχιζε να κάνει μια τρύπα στο κεφάλι του Πέριν και να δει τι υπήρχε στο εσωτερικό.
«Θα στενοχωρηθεί πραγματικά αν πάθει κάτι η γυναίκα σου», είπε τελικά ο τρελός. Η έμφαση στην πρότασή του αφορούσε ξεκάθαρα στον Ραντ, ένα όνομα που η παρουσία του Μασέμα δεν επέτρεπε να προφερθεί. «Μόνο γι’ αυτή την περίσταση θα υπάρξει... άφεση. Αποκλειστικά και μόνο για να βρεις τη γυναίκα σου, μια κι είστε φίλοι. Μόνο γι’ αυτό». Μιλούσε ήρεμα —για τα δικά του δεδομένα, δηλαδή— αλλά τα βαθουλωτά και σκοτεινά του μάτια έβγαζαν μαύρες φωτιές και το πρόσωπό του είχε διαστρεβλωθεί από μια ακατανόητη οργή.
Ο Πέριν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά το ξαναέκλεισε δίχως να πει τίποτα. Αφού ο Μασέμα είχε πει τέτοια λόγια, θα μπορούσε κάλλιστα κι ο ήλιος να ανατείλει από τη δύση. Ξαφνικά, σκέφτηκε πως η Φάιλε ίσως ήταν ασφαλέστερη με τους Σάιντο, παρά εδώ και τώρα.