23 Η Απώλεια του Ήλιου

Πασχίζοντας να κρατήσει σφιχτά γύρω της με το ένα χέρι τον ασυνήθιστο μάλλινο μανδύα, και προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην πέσει από την ακόμα πιο ασυνήθιστη σέλα, η Σάλον σπιρούνισε αδέξια το άλογό της, για να ακολουθήσει τη Χαρίνε και τον Κύριο των Σπαθιών Μόαντ μέσα από την τρύπα που είχε σχηματιστεί στον αέρα κι οδηγούσε από την αυλή των στάβλων στο Παλάτι του Ήλιου, στο... Δεν ήταν σίγουρη πού, παρά μόνο πως επρόκειτο για μια μεγάλη, ανοικτή περιοχή —μάλλον ξέφωτο το έλεγαν— ένα ξέφωτο μεγαλύτερο από κατάστρωμα καταδρομικού, ανάμεσα σε μικροσκοπικά δέντρα, διάσπαρτα στους γύρω λόφους. Τα πεύκα, τα μόνα δέντρα που αναγνώριζε, ήταν πολύ μικρά και ροζιασμένα, κι η μοναδική τους χρησιμότητα ήταν να παράγουν πίσσα και ρετσίνι. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα είχαν γυμνά, γκρίζα κλαριά, που της θύμιζαν κόκαλα. Ο πρωινός ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει πίσω από τις δεντροκορφές κι, αν μη τι άλλο, το κρύο ήταν πιο τσουχτερό εδώ, παρά στην πόλη που είχε αφήσει πίσω της. Ήλπιζε πως το άλογο δεν θα παραπατούσε, ρίχνοντάς την ανάμεσα στα βράχια που εξείχαν στα σημεία όπου το χιόνι δεν κάλυπτε τα σάπια φύλλα, που ήταν σκορπισμένα στη γη. Δεν εμπιστευόταν και πολύ τα άλογα. Αντίθετα από τα πλοία, τα ζώα είχαν μυαλό, άρα ήταν δόλια κι επικίνδυνα να τα καβαλάει κανείς. Άσε που τα άλογα είχαν και δόντια. Όποτε το άλογό της έδειχνε τα δόντια του, τόσο κοντά στα πόδια της, η γυναίκα μόρφαζε και προσπαθούσε να το ηρεμήσει με ελαφρά χτυπηματάκια στον λαιμό και με καταπραϋντικά λόγια. Τουλάχιστον, ήλπιζε πως είχαν καθησυχαστική επίδραση στο ζώο.

Η Κάντσουεϊν, ντυμένη με ένα βαθυπράσινο ρούχο, καθόταν άνετα στη ράχη ενός ψηλού αλόγου με μαύρη χαίτη κι ουρά, συγκρατώντας την ύφανση με την οποία είχε κατασκευαστεί η πύλη. Δεν την απασχολούσαν τα άλογα. Δεν την απασχολούσε τίποτα. Μια ξαφνική ριπή ανέμου ανάδευσε τον γκρίζο μανδύα, που ήταν περασμένος στη μία άκρη της ράχης του αλόγου, αλλά η ίδια δεν έδειχνε να ενοχλείται ιδιαίτερα από το κρύο. Τα χρυσά στολίδια που κρέμονταν στα μαλλιά της, γύρω από τον σκούρο γκρίζο κότσο, αναδεύτηκαν καθώς γύρισε το κεφάλι της να κοιτάξει τη Σάλον και τους συντρόφους της. Ήταν ευπαρουσίαστη γυναίκα, μολονότι δεν θα της έριχνες δεύτερη ματιά ανάμεσα στο πλήθος, αν και το ήρεμο πρόσωπό της δεν ανταγωνιζόταν τα μαλλιά της. Μόλις τη γνώριζες για τα καλά, ήταν πολύ αργά πια.

Η Σάλον θα έδινε πολλά να μάθει τον τρόπο κατασκευής μιας τέτοιας ύφανσης, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να βρίσκεται δίπλα στην Κάντσουεϊν, αλλά δεν της είχαν επιτρέψει να πλησιάσει την αυλή των στάβλων μέχρι να ολοκληρωθεί η πύλη. Άλλωστε, το να βλέπεις ένα ιστίο απλωμένο στο ακροκέραιο δεν σήμαινε ότι ήξερες κιόλας πώς να το στήσεις, πόσω μάλλον να το φτιάξεις. Το μόνο που γνώριζε ήταν το όνομα. Την προσπέρασε, αποφεύγοντας να κοιτάξει το βλέμμα της Άες Σεντάι, αν και το αισθάνθηκε έντονο επάνω της. Η ματιά της γυναίκας έκανε τα δάχτυλα των ποδιών της να συστραφούν, αναζητώντας ένα στήριγμα που δεν πρόσφερε ο αναβολέας. Δεν έβλεπε τρόπο διαφυγής, αλλά ήλπιζε να τον ανακαλύψει μέσω της μελέτης των Άες Σεντάι. Δεν δίσταζε να παραδεχτεί ότι γνώριζε ελάχιστα για τις Άες Σεντάι —δεν είχε συναντήσει καμία πριν σαλπάρει για την Καιρχίν, κι η μόνη περίπτωση να τις σκεφτεί ήταν για να δοξάσει το Φως που δεν είχε επιλεγεί κι η ίδια να γίνει μία από δαύτες— αλλά υπήρχαν διάφορα υπόγεια ρεύματα μεταξύ των συντρόφων της Κάντσουεϊν. Βαθιά, δυνατά ρεύματα, που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν οτιδήποτε φάνταζε σίγουρο επιφανειακά.

Οι τέσσερις Άες Σεντάι που είχαν ακολουθήσει την Κάντσουεϊν περίμεναν πάνω στα άλογά τους, στη μια μεριά του... ξέφωτου... μαζί με τρεις Προμάχους. Η Σάλον, τουλάχιστον, ήταν σίγουρη πως ο Ίχβον ήταν ο ορμητικός Πρόμαχος της Αλάνα, ενώ ο Τόμας ανήκε στη ρωμαλέα αλλά μικροκαμωμένη Βέριν, παρ’ όλο που ήταν σίγουρη πως είχε δει κάπου και τον νεαρό που βρισκόταν στο πλευρό της πλαδαρής Ντάιγκιαν, ντυμένος με το μαύρο πανωφόρι των Άσα’μαν. Το πιθανότερο, όμως, ήταν πως δεν ανήκε στους Προμάχους. Ο Έμπεν ήταν ακόμα πιτσιρίκος. Ωστόσο, όταν η γυναίκα έστρεφε το βλέμμα της επάνω του, η συνήθης υπερβολική έπαρσή της έμοιαζε να φουντώνει ακόμα περισσότερο. Η Κουμίρα, μια εμφανίσιμη γυναίκα, που τα γαλάζια της μάτια μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν διαπεραστικά σαν μαχαίρια όταν την ενδιέφερε κάτι, ήταν καθισμένη κάπως πλάγια στη σέλα της, κοιτώντας τον νεαρό Έμπεν τόσο έντονα, που ήταν να απορεί κανείς πώς δεν τον είχε γδάρει με το βλέμμα της.

«Δεν θα το ανεχτώ άλλο αυτό», γρύλισε η Χαρίνε, τσιγκλώντας με τις γυμνές της φτέρνες τη φοράδα της, για να συνεχίσει το βάδισμα. Τα χρυσοΰφαντα κίτρινα μετάξια της δεν τη βοηθούσαν να κάθεται αναπαυτικά στη σέλα, κάτι που συνέβαινε και με τα γαλάζια ρούχα της Σάλον. Συνεχώς κουνιόταν και γλιστρούσε με κάθε κίνηση του ζώου, μέχρι που κινδύνευε να πέσει σε κάθε του βήμα. Οι ριπές της αύρας έκαναν τις αιωρούμενες άκρες της εσάρπας της να ανεμίζουν και τον μανδύα της να κυματίζει, αλλά η ίδια δεν καταδεχόταν να ασχοληθεί με την ενδυμασία της. Οι μανδύες δεν χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα πάνω στα πλοία. Ήταν εμπόδιο, και θα μπορούσαν κάλλιστα να μπλεχτούν στα πόδια σου όταν τα χρειαζόσουν για να επιβιώσεις, Ο Μόαντ είχε αρνηθεί να φορέσει μανδύα, εμπιστευόμενος περισσότερο το καπιτονέ μπλε πανωφόρι, που φορούσε ακόμα και στις πιο παγωμένες θάλασσες. Η Νεσούνε Μπιχάρα, τυλιγμένη με ένα καφεκίτρινο μάλλινο ρούχο, πέρασε μέσα από την πύλη κοιτώντας τριγύρω, λες κι ήθελε να τα συμπεριλάβει όλα με μια ματιά, κι ακολούθησε η Έλζα Πένφελ, η οποία, για κάποιο λόγο, είχε μια βαρύθυμη έκφραση, κρατώντας σφιχτά επάνω της τον φοδραρισμένο με γούνα πράσινο μανδύα της. Καμιά από τις υπόλοιπες Άες Σεντάι δεν φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο να προστατευθεί από την παγωνιά.

«Ίσως καταφέρω να δω τον Κοραμούρ, λέει», μουρμούριζε η Χαρίνε, τραβώντας τα γκέμια της φοράδας της, αναγκάζοντάς τη να στραφεί προς τη μεριά του ξέφωτου, μακριά από το σημείο συγκέντρωσης των Άες Σεντάι. «Ίσως! Και παρουσιάζει αυτή την ευκαιρία λες και πρόκειται για ιδιαίτερο προνόμιο». Δεν ήταν ανάγκη να ονοματίσει ποια εννοούσε. Όταν αναφερόταν δηκτικά σε γυναίκα, μόνο μία μπορεί να εννοούσε. «Έχω κάθε δικαίωμα, ύστερα από διαπραγμάτευση και συμφωνία! Αρνείται να μου παράσχει τη συμφωνημένη ακολουθία! Πρέπει να αφήσω πίσω την Κυρά των Πανιών μου και τους ακολούθους μου!» Η Έριαν Μπορόλεος εμφανίστηκε μέσα από το άνοιγμα γεμάτη ένταση, λες και περίμενε να αντικρίσει κάποια μάχη σε εξέλιξη, ακολουθούμενη από την Μπελντάινε Νάιραμ, η οποία δεν έμοιαζε καν με Άες Σεντάι. Κι οι δυο τους ήταν ντυμένες στα πράσινα, η Έριαν από πάνω μέχρι κάτω, ενώ η Μπελντάινε είχε πράσινες ρίγες στα μανίκια και στη φούστα της. Άραγε, σήμαινε κάτι αυτό; Μάλλον όχι. «Μήπως πρόκειται να προσεγγίσω τον Κοραμούρ σαν κανένα κοριτσάκι του καταστρώματος που είναι κολλημένο με μια Κυρά των Πανιών;» Όταν κάμποσες Άες Σεντάι βρίσκονταν μαζί, μπορούσες να δεις ξεκάθαρα την ηρεμία στα αγέραστα πρόσωπά τους, όντας αδύνατον να πεις αν κάποια από αυτές ήταν είκοσι ή εξήντα χρόνων, ακόμα κι αν είχε άσπρα μαλλιά, κι η Μπελντάινε πράγματι δεν φαινόταν πάνω από είκοσι, κάτι που το παρατηρούσες και μόνο από τη φούστα της. «Μήπως θα έπρεπε να αερίσω το στρώμα μου και να πλύνω τα σεντόνια; Αδιαφορεί εντελώς για το πρωτόκολλο! Δεν θα το επιτρέψω! Φτάνει πια!» Η συνηθισμένη γκρίνια που είχε ακουστεί μια ντουζίνα φορές από χθες το βράδυ, όταν η Κάντσουεϊν τούς έθεσε τους όρους της, αν επιθυμούσαν να τη συνοδεύσουν. Κι ήταν αρκετά αυστηροί αυτοί οι όροι, αλλά η Χαρίνε δεν είχε άλλη επιλογή από το να συναινέσει, κάτι που επέτεινε την πικρία της.

Η Σάλον μισοάκουγε, νεύοντας και μουρμουρίζοντας όπως άρμοζε. Συμφωνούσε, φυσικά, αυτό περίμενε η αδελφή της. Η περισσότερη από την προσοχή της ήταν στραμμένη στην Άες Σεντάι. Κρυφάκουγε. Ο Μοάντ δεν υποκρινόταν ότι άκουγε, αλλά, εξάλλου, ήταν ο Κύριος των Σπαθιών της Χαρίνε. Η Χαρίνε μπορεί να ήταν σφιγμένη σαν βρεγμένος κόμπος απέναντι σε οποιοδήποτε, ωστόσο έδειχνε τέτοια ανοχή στον Μόαντ, που θα πίστευε κανείς πως ο γκριζομάλλης με το σκληρό βλέμμα ήταν εραστής της, ειδικά επειδή κι οι δύο είχαν χηρέψει. Έτσι, τουλάχιστον, θα πίστευε κάποιος που δεν ήξερε καλά τη Χαρίνε, η οποία δεν θα επέλεγε ποτέ κάποιον κατώτερο για εραστή της, κάτι που σήμαινε ότι, στην παρούσα περίπτωση, δεν θα επέλεγε κανέναν. Όπως κι αν έχει, μόλις σταμάτησαν τα άλογά τους κοντά στα δέντρα, ο Μόαντ ακούμπησε τον αγκώνα του στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του, άπλωσε το χέρι του στη μακρόστενη, σκαλιστή φιλντισένια λαβή του ξίφους του, που ήταν περασμένο πίσω από τον πράσινο τελαμώνα του, και περιεργάστηκε απροκάλυπτα τις Άες Σεντάι και τους άντρες που τις συνόδευαν. Πού είχε μάθει να ιππεύει; Φαινόταν να νιώθει... άνετα. Οποιοσδήποτε μπορούσε να διακρίνει με την πρώτη ματιά τον βαθμό του, από τα οκτώ βαριά σκουλαρίκια και τα σιρίτια στον τελαμώνα του, ακόμα κι αν δεν είχε ζωσμένο το ξίφος και το αντίστοιχο εγχειρίδιο. Δεν μπορούσαν, άραγε, κι οι Άες Σεντάι να κάνουν το ίδιο; Άραγε, τόσο ανοργάνωτες ήταν; Ίσως ο Λευκός Πύργος να ήταν κάτι σαν μηχανική επινόηση που έστηνε θρόνους και τους διαμόρφωνε κατά το δοκούν. Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός έμοιαζε πια ξεχαρβαλωμένος.

«Ρώτησα πού μας έφερε, Σάλον».

Η φωνή της Χαρίνε, όμοια με παγερό ξυράφι, έκανε τη Σάλον να χλωμιάσει. Ανέκαθεν ήταν δύσκολο να υπηρετεί υπό τις διαταγές μιας αμφιθαλούς νεότερης αδελφής, κι η Χαρίνε δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Κατ’ ιδίαν δεν ήταν διόλου ψυχρή, αλλά δημοσίως ήταν ικανή να κρεμάσει ανάποδα μια Κυρά των Πανιών, άσε πια τι μπορούσε να κάνει σε μια Ανεμοσκόπο. Κι από τότε που αυτή η νεαρή στεριανή, η Μιν, της είχε πει πως κάποια μέρα θα γινόταν Κυρά των Πλοίων είχε γίνει ακόμα αυστηρότερη. Αγριοκοιτάζοντας τη Σάλον, ανασήκωσε το χρυσό αρωματικό κουτάκι, λες κι ήθελε να καλύψει μια δυσάρεστη μυρωδιά, παρ’ όλο που το κρύο εμπόδιζε το άρωμα να αναδοθεί.

Η Σάλον έριξε μια βιαστική ματιά στον ουρανό, πασχίζοντας να προσδιορίσει τη θέση του ήλιου. Ευχήθηκε να μην ήταν κλειδωμένος ο εξάντας της στον Λευκό Αφρό —δεν επιτρεπόταν στους στεριανούς να δουν εξάντα, πόσω μάλλον κατά τη διάρκεια λειτουργίας του— αλλά δεν ήταν σίγουρη πως θα της χρησίμευε και πολύ. Μπορεί αυτά εδώ τα δέντρα να ήταν κοντά, αλλά εξακολουθούσε να μη διακρίνει τον ορίζοντα. Προς Βορρά, οι λόφοι μετατρέπονταν σε βουνά, τα οποία λόξευαν από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Αδυνατούσε να υπολογίσει σε τι υψόμετρο βρίσκονταν. Το ηπειρωτικό ανάγλυφο είχε πολλές διακυμάνσεις, κι αυτό την εμπόδιζε. Βέβαια, οποιαδήποτε Ανεμοσκόπος ήξερε να υπολογίζει κατά προσέγγιση. Κι όταν η Χαρίνε απαιτούσε πληροφορίες, εννοείται ότι θα τις λάμβανε.

«Μόνο να υποθέσω μπορώ, Κυρά των Κυμάτων», είπε. Το σαγόνι της Χαρίνε σφίχτηκε, αλλά καμία Ανεμοσκόπος δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει μια απλή υπόθεση ως πάγια άποψη. «Πιστεύω ότι βρισκόμαστε τριακόσιες-τετρακόσιες λεύγες νότια της Καιρχίν. Αδυνατώ να πω κάτι περισσότερο». Αυτό θα μπορούσε να το έχει πει οποιαδήποτε πρωτάρα μαθητευομένη χρησιμοποιώντας ένα αλφάδι τέτοιας ανακρίβειας, ώστε ακόμα κι ένας μούτσος θα μπορούσε να υπολογίσει καλύτερα, αλλά τα λόγια πάγωσαν τη γλώσσα της Σάλον μόλις τα άκουσε να βγαίνουν από το στόμα της. Εκατό λεύγες σε μια μέρα δεν ήταν διόλου άσχημα για καταδρομικό. Ο Μόαντ σούφρωσε σκεπτικός τα χείλη του.

Η Χαρίνε ένευσε αργά, κοιτώντας τη Σάλον με τόσο διαπεραστικό βλέμμα, λες κι έβλεπε καταδρομικά να αρμενίζουν μέσα από κάποιες τρύπες που είχαν υφανθεί στον αέρα με τη χρήση της Δύναμης. Ναι, σε αυτή την περίπτωση, σίγουρα θα κυρίευαν τις θάλασσες. Κούνησε το κεφάλι της κι έγειρε προς το μέρος της Σάλον, με το βλέμμα της να την αιχμαλωτίζει σαν να ήταν αγκίστρι. «Πρέπει να το μάθεις αυτό, άσχετα με το τίμημα. Πες της πως, αν σου το μάθει, θα με κατασκοπεύεις. Αν την πείσεις, μπορεί και να το κάνει, Φωτός θέλοντος. Σε τελική ανάλυση, ίσως μπορέσεις να προσεγγίσεις κάποια από τις άλλες».

Η Σάλον έγλειψε τα χείλη της. Ήλπιζε πως η Χαρίνε δεν είχε προσέξει το αθέλητο σπασμωδικό τίναγμά της. «Παλαιότερα, είχα αρνηθεί, Κυρά των Κυμάτων». Χρειαζόταν να δώσει μια εξήγηση για ποιο λόγο η Άες Σεντάι την είχε κρατήσει επί μία εβδομάδα, και το καλύτερο θα ήταν να παρουσιάσει μια εκδοχή της αλήθειας. Η Χαρίνε γνώριζε τα πάντα, εκτός από το μυστικό που είχε εκμαιεύσει η Βέριν, κι εκτός από το ότι η Σάλον είχε συναινέσει στις απαιτήσεις της Κάντσουεϊν, με αποκλειστικό σκοπό να κρύψει αυτό το μυστικό. Μα τη Χάρη του Φωτός, θλιβόταν για την Άιλιλ, αλλά ήταν τόσο μόνη, που σάλπαρε πολύ μακριά πριν καλά-καλά το καταλάβει. Η Χαρίνε δεν προσφερόταν για απογευματινές συζητήσεις συνοδεία μελωμένου κρασιού, για να απαλύνει τον πολύμηνο χωρισμό της από τον άντρα της, τον Μίσαελ. Θα περνούσαν άλλοι τόσοι, και περισσότεροι, μήνες πριν ξαναβρεθεί στην αγκαλιά του, στην καλύτερη περίπτωση. «Με όλο τον σεβασμό, για ποιο λόγο να με πιστέψει τώρα;»

«Επειδή θες να διδαχτείς». Η Χαρίνε έκανε μια κοφτή κίνηση με το χέρι της. «Οι στεριανοί ανέκαθεν πίστευαν στην πλεονεξία. Φυσικά, θα χρειαστεί να πεις κάποια πράγματα για να την πείσεις. Θα παίρνω τις αποφάσεις μου μέρα τη μέρα. Ίσως να καταφέρω να τη στρέψω εκεί που επιθυμώ».

Σκληρά δάχτυλα έμοιαζαν να σκάβουν μέσα στο κρανίο της Σάλον. Σκόπευε να αναφέρει στην Κάντσουεϊν όσο το δυνατόν λιγότερα και περιστασιακά, μέχρι να βρει έναν τρόπο να απαλλαχτεί από αυτήν. Ωστόσο, ακόμα κι αν μιλούσε κάθε μέρα με την Άες Σεντάι κι, ακόμα χειρότερα, αν ψευδόταν ασύστολα, η γυναίκα δεν θα δίσταζε να ανασκαλέψει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε η Σάλον, πιθανότατα κι η Χαρίνε. Πολύ περισσότερα. Ήταν τόσο σίγουρο όσο ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί. «Συγχώρα με, Κυρά των Κυμάτων», είπε με τον δέοντα σεβασμό, «αλλά, αν μου επιτρέπεται να μιλήσω...»

Η φράση της κόπηκε στη μέση καθώς φάνηκε η Σαρίνε Νέμνταλ και σταμάτησε μπροστά τους. Αφού πέρασαν η τελευταία Άες Σεντάι κι ο τελευταίος Πρόμαχος, η Κάντσουεϊν εξαφάνισε την πύλη. Η Κόρελε, μια λεπτοκαμωμένη αλλά χαριτωμένη γυναίκα, γελούσε τινάζοντας τη χαίτη των μαύρων μαλλιών της καθώς μιλούσε στην Κουμίρα. Η Μερίς, μια ψηλή γυναίκα με μάτια ακόμα πιο γαλάζια από της Κουμίρα και πρόσωπο όμορφο αλλά αυστηρό, τόσο που να κόβει τη φόρα ακόμα και στη Χαρίνε, καθοδηγούσε με κοφτές κινήσεις τους τέσσερις άντρες που ήταν υπεύθυνοι για τα υποζύγια. Οι υπόλοιποι συγκεντρώνονταν σιγά-σιγά και φαίνονταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν το ξέφωτο.

Η Σαρίνε ήταν πανέμορφη, μολονότι η απουσία κοσμημάτων και το απλό, λευκό φόρεμά της ταπείνωναν κάπως το παρουσιαστικό της. Η στεριανή δεν έμοιαζε να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με τα χρώματα. Ακόμα κι ο μαύρος μανδύας της ήταν επενδυμένος με λευκή γούνα. «Η Κάντσουεϊν ζήτησε... διέταξε, μάλλον... να γίνω η συνοδός σου, Κυρά των Κυμάτων», είπε, γέρνοντας σεβάσμια το κεφάλι της. «Θα απαντήσω σε όσες από τις ερωτήσεις σου μπορώ, και θα σε βοηθήσω κατά το δυνατόν με τα έθιμα. Καταλαβαίνω ότι ίσως νιώθεις λίγο άβολα μαζί μου, αλλά αφού το διέταξε η Κάντσουεϊν, πρέπει να υπακούσουμε».

Η Σάλον χαμογέλασε. Αμφέβαλλε κατά πόσον η Άες Σεντάι γνώριζε ότι, στα καράβια, μια συνοδός αντιστοιχούσε σε αυτό που, στη στεριά, θα αποκαλούνταν υπηρέτρια. Η Χαρίνε θα γελούσε, απαιτώντας να μάθει αν η Άες Σεντάι μπορούσε να κάνει καλή μπουγάδα. Καλό θα ήταν να την κρατά ευδιάθετη.

Αντί όμως να γελάσει, η Χαρίνε παρέμεινε άκαμπτη πάνω στη σέλα, λες κι η σπονδυλική της στήλη είχε μεταβληθεί σε κατάρτι, και τα μάτια της κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους. «Δεν νιώθω διόλου άβολα!» είπε κοφτά. «Απλώς, προτιμώ να... να ρωτήσω κάποιον άλλον... την ίδια την Κάντσουεϊν. Ναι, την ίδια την Κάντσουεϊν. Και να είσαι σίγουρη πως δεν χρειάζεται να υπακούω, ούτε αυτήν ούτε κανέναν άλλον! Κανέναν, εκτός από την Κυρά των Πλοίων!» Η Σάλον συνοφρυώθηκε. Η αδελφή της δεν συνήθιζε να ακούγεται ελαφρόμυαλη. Η Χαρίνε πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε σε πιο αυστηρό, αν κι εξίσου αλλόκοτο, τόνο. «Ομιλώ εκ μέρους της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε κι απαιτώ τον δέοντα σεβασμό! Τον απαιτώ, ακούς;»

«Μπορώ να της ζητήσω να ονοματίσει κάποια άλλη», είπε γεμάτη αμφιβολίες η Σαρίνε, σαν να ήταν σίγουρη πως, ακόμα κι αν το έκανε, δεν θα άλλαζε τίποτα. «Πρέπει να καταλάβεις πως, εκείνη τη μέρα, μου έδωσε συγκεκριμένες εντολές. Πάντως, δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου. Λάθος μου. Η οξυθυμία καταστρέφει τη λογική».

«Καταλαβαίνω ότι πρέπει να υπακούσεις σε κάποιες διαταγές», γρύλισε η Χαρίνε, σκύβοντας πάνω στη σέλα της. Έμοιαζε έτοιμη να χιμήξει στον λαιμό της Σαρίνε. «Και το επιδοκιμάζω!» γρύλισε και πάλι. «Όμως, οι διαταγές που έχουν εκτελεστεί μπορούν κάλλιστα να ξεχαστούν. Δεν είναι ανάγκη να αναφέρονται καν. Κατάλαβες;» Η Σάλον τη λοξοκοίταξε. Μα, για τι πράγμα μιλούσε; Ποιες ήταν οι διαταγές που είχε εκτελέσει η Σαρίνε, και για ποιο λόγο ήθελε η Χαρίνε να ξεχαστούν; Ο Μόαντ δεν μπήκε στον κόπο να προσποιηθεί πως είχε παραξενευτεί, κι ανασήκωσε τα φρύδια του. Η Χαρίνε αντιλήφθηκε πως της έκανε εξονυχιστικό έλεγχο, και το πρόσωπό της συννέφιασε.

Η Σαρίνε φάνηκε να μην το προσέχει. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κάποιος να ξεχάσει επί τούτου», είπε αργά, κι ένα αμυδρό συνοφρύωμα χάραξε μια ρυτίδα στο μέτωπό της, «αλλά υποθέτω πως εννοείς ότι πρέπει να προσποιηθούμε πως τις ξεχάσαμε, έτσι δεν είναι;» Οι χάντρινες πλεξούδες που κρέμονταν από την κουκούλα της άφησαν έναν κροταλιστό ήχο καθώς κούνησε το κεφάλι της ακούγοντας αυτή την ανοησία. «Πολύ καλά. Θα απαντήσω στις ερωτήσεις σου όσο καλύτερα μπορώ. Τι επιθυμείς να μάθεις;» Η Χαρίνε αναστέναξε με θόρυβο. Η Σάλον μπορεί να το εξέλαβε ως ανυπομονησία, αλλά η ίδια νόμισε πως ήταν ανακούφιση. Ανακούφιση!

Ανακουφισμένη ή όχι, η Χαρίνε έγινε ξανά ο κανονικός της εαυτός, συγκροτημένη κι αυταρχική, κοιτώντας κατάματα την Άες Σεντάι, σαν να ήθελε να την αναγκάσει να χαμηλώσει το βλέμμα. «Μπορείς να μου αναφέρεις πού βρισκόμαστε και πού πηγαίνουμε», είπε απαιτητικά.

«Βρισκόμαστε στους Λόφους της Κιντάρα», ακούστηκε η φωνή της Κάντσουεϊν, η οποία εμφανίστηκε απρόσμενα μπροστά τους, με το άτι της να σηκώνεται στα δυο του πόδια, τινάζοντας τις οπλές του και πετώντας τριγύρω χιόνι, «και κατευθυνόμαστε στο Φαρ Μάντινγκ». Η γυναίκα όχι μόνο παρέμεινε πάνω στη σέλα, αλλά ούτε καν επηρεάστηκε από την κίνηση του ζώου!

«Είναι κι ο Κοραμούρ σ’ αυτό το Φαρ Μάντινγκ;»

«Μου έχουν πει ότι η υπομονή είναι αρετή, Κυρά των Κυμάτων». Παρότι η Κάντσουεϊν προσφώνησε τη Χαρίνε με τον τιμητικό τίτλο της, δεν υπήρχε ίχνος σεβασμού στη συμπεριφορά της. Τουναντίον, μάλιστα. «Θα ιππεύσεις μαζί μου. Κρατήσου και προσπάθησε να μην πέσεις. Δεν θα είναι και πολύ ευχάριστο να σε κουβαλάω σαν σακί με σιτάρι. Μόλις φτάσουμε στην πόλη, δεν θα πεις κουβέντα, μέχρι να σου επιτρέψω να μιλήσεις. Δεν διακινδυνεύω να δημιουργήσεις πρόβλημα εξαιτίας της άγνοιάς σου. Θα σε οδηγήσει η Σαρίνε. Έχει λάβει τις ανάλογες εντολές».

Η Σάλον περίμενε ένα ξέσπασμα οργής, αλλά η Χαρίνε συγκρατήθηκε, αν κι η προσπάθεια που κατέβαλλε ήταν εμφανής. Μόλις απομακρύνθηκε η Κάντσουεϊν, η Χαρίνε μουρμούρισε κάτι θυμωμένα μέσα από τα δόντια της, αλλά έκλεισε ερμητικά το στόμα της μόλις είδε το άλογο της Σαρίνε να κινείται προς το μέρος της. Ήταν ολοφάνερο πως δεν ήθελε να ακουστούν οι μουρμούρες της από Άες Σεντάι.

Αποδείχτηκε πως το να ιππεύσει με την Κάντσουεϊν σήμαινε να ιππεύει πίσω της, προς τα νότια ανάμεσα στα δέντρα. Η Αλάνα κι η Βέριν ίππευαν πλάι στη γυναίκα, αλλά μια ματιά εκ μέρους της μόλις η Χαρίνε έκανε να πάει μαζί τους ήταν αρκετή για να της δώσει να καταλάβει πως κανείς άλλος δεν ήταν καλοδεχούμενος. Η αναμενόμενη έκρηξη δεν ήρθε για άλλη μία φορά. Αντιθέτως, για κάποιο λόγο, η Χαρίνε έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα προς τη μεριά της Σαρίνε και τσίγκλησε το άλογό της να κινηθεί ανάμεσα στη Σάλον και στον Μόαντ. Δεν μπήκε στον κόπο να κάνει άλλες ερωτήσεις σχετικά με τη Σαρίνε, κι απέμεινε να αγριοκοιτάζει τις πλάτες των προπορευμένων γυναικών. Αν η Σάλον δεν ήξερε κάπως καλύτερα τον χαρακτήρα της Χαρίνε, θα υπέθετε πως σε αυτό το αγριοκοίταγμα υπήρχε περισσότερη μελαγχολία παρά θυμός.

Από τη μεριά της, η Σάλον ήταν ευχαριστημένη που ίππευε σιωπηλά. Η ιππασία ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολη, πόσω μάλλον αν έπρεπε να μιλάς συγχρόνως. Επιπλέον, ξαφνικά συνειδητοποίησε γιατί συμπεριφερόταν έτσι παράξενα η Χαρίνε. Μάλλον προσπαθούσε να τα έχει καλά με τις Άες Σεντάι. Υπέθεσε πως αυτό ήταν. Η Χαρίνε ποτέ δεν επέβαλλε αυτοέλεγχο αν δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Η προσπάθεια που κατέβαλλε τώρα θα πρέπει να της έκαιγε τα σωθικά. Αν δε οι προσπάθειες της δεν έφερναν το επιθυμητό αποτέλεσμα, θα ξεσπούσε επάνω της. Και μόνο η σκέψη προκαλούσε πονοκέφαλο στη Σάλον. Ας τη βοηθούσε το Φως, δείχνοντάς της έναν τρόπο να αποφύγει την κατασκοπία στην αδελφή της χωρίς να χρειαστεί να της αφαιρέσουν την αλυσίδα στο μάγουλό της, ατιμάζοντάς την, και χωρίς να βρεθεί πάνω σε καμιά μαούνα υπό τις διαταγές μιας Κυράς των Πανιών, που όλη την ώρα θα αναλογιζόταν για ποιο λόγο δεν ανέβηκε στην ιεραρχία, έτοιμη να ξεσπάσει την οργή της στον πρώτο τυχόντα. Ακόμα χειρότερα, ο Μίσαελ θα μπορούσε να παραβιάσει τον όρκο του γάμου τους. Δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπήρχε.

Μερικές φορές, στριφογύριζε πάνω στη σέλα της, για να κοιτάξει τις Άες Σεντάι που την ακολουθούσαν. Ήταν σίγουρο πως δεν θα μάθαινε τίποτε από τις γυναίκες που προπορεύονταν. Κάθε λίγο και λιγάκι, η Κάντσουεϊν κι η Βέριν αντάλλασσαν κάποια λόγια, γέρνοντας δίπλα-δίπλα η μία στην άλλη και μιλώντας σιγανά, για να μην κρυφακούσει κανείς. Η Αλάνα ήταν συγκεντρωμένη στην πορεία τους, με το βλέμμα στραμμένο πάντα προς τον Νότο. Σπιρούνισε το άλογό της δυο-τρεις φορές να κάνει λίγα βήματα εμπρός, αλλά η Κάντσουεϊν την επανάφερε στη θέση της με μια χαμηλόφωνη διαταγή, την οποία η Αλάνα υπάκουσε απρόθυμα, με θυμωμένο βλέμμα και δύστροπο μορφασμό. Η Κάντσουεϊν κι η Βέριν έμοιαζαν να νοιάζονται ιδιαίτερα γι’ αυτή τη γυναίκα— η Κάντσουεϊν τής χάιδευε μαλακά το χέρι, όπως σχεδόν η Σάλον χάιδευε ανάλαφρα τον λαιμό του αλόγου της, κι η Βέριν την κοιτούσε γεμάτη χαρά, λες κι η Αλάνα είχε μόλις αναρρώσει από κάποια ασθένεια. Όλα αυτά δεν έλεγαν τίποτα στη Σάλον, οπότε βάλθηκε να σκέφτεται άλλα θέματα.

Στα πλοία, δεν ανέβαινες στην ιεραρχία λόγω της ικανότητάς σου να Υφαίνεις τους Ανέμους ή να προβλέπεις τον καιρό ή να διορθώνεις την πορεία του σκάφους. Χρειαζόταν να αναγνωρίζεις την πρόθεση που κρύβεται ανάμεσα στα λόγια μιας προσταγής, να ερμηνεύεις ασήμαντες χειρονομίες κι εκφράσεις του προσώπου. Έπρεπε να παρατηρείς ποιος πειθαρχεί απέναντι σε ποιον, έστω και διακριτικά, γιατί μόνο το θάρρος κι η επιδεξιότητα μπορούσαν να σε ανεβάσουν ψηλά.

Τέσσερις από δαύτες, η Νεσούνε, η Έριαν, η Μπελντάινε κι η Έλζα, προχωρούσαν μαζί, όχι πολύ πιο πίσω της, αν και στην πραγματικότητα δεν αποτελούσαν παρέα, απλώς καταλάμβαναν τον ίδιο χώρο. Ούτε συζητούσαν μεταξύ τους, ούτε κοιτούσαν η μία την άλλη. Έτσι κι αλλιώς, δεν αλληλοσυμπαθούνταν ιδιαίτερα. Στο μυαλό της, η Σάλον τις είχε τοποθετήσει στην ίδια κατηγορία με τη Σαρίνε. Οι Άες Σεντάι προσποιούνταν πως ήταν υπό τις διαταγές της Κάντσουεϊν, αλλά αυτό μόνο αλήθεια δεν ήταν. Η Μερίς, η Κόρελε, η Κουμίρα κι η Ντάιγκιαν αποτελούσαν ξεχωριστή ομάδα, που απλώς τη διοικούσε η Κάντσουεϊν. Η Αλάνα πότε ανήκε στη μία ομάδα και πότε στην άλλη, ενώ η Βέριν, παρ’ όλο που έδινε την εντύπωση ότι τασσόταν με το μέρος της Κάντσουεϊν, φαίνεται πως λειτουργούσε κι ανεξάρτητα. Μπορεί, απλώς, να συμβάδιζε. Και σαν αυτό να μην ήταν περίεργο από μόνο του, υπήρχε και το θέμα του σεβασμού.

Παραδόξως, οι Άες Σεντάι φαίνονταν να εκτιμούν την ισχύ ως προς τη Δύναμη περισσότερο από την εμπειρία ή την ικανότητα. Η ιεραρχία τους οριζόταν βάσει της ισχύος, σαν τους ναύτες που καβγάδιζαν στα στεριανά καπηλειά. Εννοείται πως όλες έτρεφαν σεβασμό στο πρόσωπο της Κάντσουεϊν, αλλά μεταξύ των υπολοίπων υπήρχαν κάποιες παραξενιές. Σύμφωνα με τη δική τους ιεραρχία, κάποιες που προσέγγιζαν περισσότερο τη Νεσούνε ήταν σε θέση να απαιτούν σέβας από κάποιες άλλες που ήταν με το μέρος της Κάντσουεϊν, αλλά παρ’ όλο που οι τελευταίες έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό, το έκαναν σαν να είχαν απέναντι τους έναν ανώτερο που είχε διαπράξει ένα τρομερό έγκλημα, γνωστό σε όλους. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παρούσα ιεραρχία, η Νεσούνε ήταν ανώτερη από οποιαδήποτε, εκτός της Κάντσουεϊν και της Μερίς, λογοδοτούσε ωστόσο στην Ντάιγκιαν, η οποία βρισκόταν στον πάτο της ιεραρχίας, λες κι είχε διαπράξει απροκάλυπτα αυτό το έγκλημα, όπως κι όλες οι άλλες που ήταν με το μέρος της. Όλα γίνονταν διακριτικά, μια ματιά αφ’υψηλού, ένα ελαφρύ ανασήκωμα των φρυδιών, ένα σούφρωμα των χειλιών, αλλά το μάτι που ήταν εξασκημένο στη ζωή των πλοίων τα έβλεπε ξεκάθαρα. Ίσως εδώ να μην υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να τη βοηθήσει, αλλά αν ήταν να μπει στον χορό, ας χόρευε κιόλας.

Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει· οι ριπές του ανάγκαζαν τον μανδύα να κολλάει πάνω στην πλάτη της και να πλαταγίζει στα πλευρά της. Όμως, ούτε που του έδινε σημασία.

Οι Πρόμαχοι ήταν ένα άλλο ζήτημα. Όλοι ήταν μαζεμένοι στα μετόπισθεν, κρυμμένοι πίσω από τις Άες Σεντάι που ίππευαν πίσω από τη Νεσούνε και τις άλλες τρεις. Η αλήθεια ήταν πως η Σάλον περίμενε πως, μεταξύ των δώδεκα Άες Σεντάι, θα υπήρχαν πάνω από εφτά Πρόμαχοι. Υποτίθεται πως η κάθε Άες Σεντάι είχε κι από έναν, ίσως και παραπάνω. Κούνησε το κεφάλι της θυμωμένα. Εκτός από το Κόκκινο Άτζα, φυσικά. Δεν ήταν κι εντελώς άσχετη σχετικά με τις Άες Σεντάι.

Εν πάση περιπτώσει, το ερώτημα δεν ήταν ο αριθμός των Προμάχων, αλλά κατά πόσον ήταν όλοι Πρόμαχοι. Ήταν σίγουρη πως είχε δει τον ψαρομάλλη γερο-Ντάμερ και τον ομορφούλη Τζαχάρ με τα μαύρα πανωφόρια, πριν ανακατευτούν ανάμεσα στις Άες Σεντάι. Τότε, δεν είχε και πολλή όρεξη να βλέπει τους μαυροφορεμένους, κι η αλήθεια ήταν πως, καλά-καλά, δεν κοιτούσε καν τη λεπτεπίλεπτη Άιλιλ, ωστόσο ήταν όντως σίγουρη. Επιπλέον, ασχέτως του Έμπεν, ήταν σχεδόν σίγουρη πως οι άλλοι δύο ήταν επίσης Πρόμαχοι. Σχεδόν. Ο Τζαχάρ αναπηδούσε σαν τον Νίθαν και τον Μπασέιν αμέσως μόλις η Μερίς έδειχνε κάπου, κι από τον τρόπο που η Κόρελε χαμογελούσε προς το μέρος του Ντάμερ συμπέρανε πως ο άντρας ήταν ή Πρόμαχός της ή της... ζέσταινε το κρεβάτι, μολονότι η Σάλον αδυνατούσε να φανταστεί μια γυναίκα σαν την Κόρελε να προτιμά για εραστή έναν καραφλό και κουτσό. Μπορεί να μη γνώριζε και πολλά για τις Άες Σεντάι, αλλά ήταν σίγουρη πως οι δεσμευμένοι άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης δεν ήταν αποδεκτή πρακτική. Ωστόσο, αν έβρισκε αποδείξεις, ίσως να της χρησίμευαν για να αποκοπεί οριστικά κι αμετάκλητα από την Κάντσουεϊν.

«Οι άντρες δεν μπορούν πια να διαβιβάσουν», μουρμούρισε η Σαρίνε.

Η Σάλον ίσιωσε το κορμί της πάνω στη σέλα με τέτοια ταχύτητα, που χρειάστηκε να αδράξει τη χαίτη του αλόγου της και με τα δυο χέρια για να μην πέσει κάτω. Ο αέρας έριξε τον μανδύα πάνω από το κεφάλι της, κι αναγκάστηκε να τον τραβήξει πίσω πριν κατορθώσει να ανασηκωθεί. Έβγαιναν από το ξέφωτο, πάνω από έναν φαρδύ δρόμο που έστριβε νότια, εκτός λόφων, σε μια λίμνη κάπου ένα χιλιόμετρο πιο μακριά, στην άκρη μιας επίπεδης έκτασης καλυμμένης με καφετί γρασίδι, μια καφετιά θάλασσα που απλωνόταν έως τον ορίζοντα. Η λίμνη, πλαισιωμένη δυτικά από μια στενή σειρά καλαμιών, δεν ήταν παρά ένας μικρός όγκος νερού που δεν δικαιολογούσε το όνομά της, όχι μεγαλύτερη από δέκα μίλια μήκος κι ακόμα λιγότερα πλάτος. Ένα νησί μετρίου μεγέθους ξεπηδούσε καταμεσής της. Απ’ όσο μπορούσε να δει η Σάλον, περικυκλωνόταν από ψηλά, πυργωτά τείχη, που κάλυπταν μια πόλη. Όλα αυτά τα παρατήρησε με μια ματιά, κι έπειτα το βλέμμα της στάθηκε στη Σαρίνε, λες κι η γυναίκα διάβασε τη σκέψη της. «Γιατί δεν μπορούν να διαβιβάσουν;» ρώτησε. «Μήπως... Μήπως... τους ειρήνευσες;» Πίστευε ότι αυτή ήταν η σωστή λέξη, αλλά υποτίθεται πως κάτι τέτοιο θα σκότωνε έναν άντρα. Ανέκαθεν είχε την εντύπωση πως, για κάποιο λόγο, χρησιμοποιούσαν αυτόν τον αλλόκοτο τρόπο για να απαλύνουν μια εκτέλεση.

Η Σαρίνε βλεφάρισε, κι η Σάλον αντιλήφθηκε πως η Άες Σεντάι μονολογούσε. Για μια στιγμή, κοίταξε εξεταστικά τη Σάλον καθώς κατηφόριζαν την πλαγιά μαζί με την Κάντσουεϊν, και κατόπιν γύρισε το βλέμμα της στην πόλη του νησιού. «Είσαι παρατηρητική, Σάλον. Θα ήταν καλύτερα να κρατήσεις για τον εαυτό σου όσα πρόσεξες στους άντρες».

«Όπως, ας πούμε, το ότι είναι Πρόμαχοι;» είπε ήρεμα η Σάλον. «Γι’ αυτό τους δέσμευσες; Επειδή τους ειρήνευσες;» Ήλπιζε να εκμαιεύσει κάποια ομολογία, αλλά η Άες Σεντάι απλώς της έριξε μια ματιά. Δεν ξαναμίλησαν μέχρι που έφτασαν στους πρόποδες του λόφου και βγήκαν ξανά στον δρόμο, πίσω από την Κάντσουεϊν. Ο δρόμος ήταν φαρδύς και το χώμα πατημένο από την πολλή κυκλοφορία, όμως κατά τ’ άλλα ήταν όλος δικός τους.

«Δεν πρόκειται ακριβώς για μυστικό», είπε τελικά η Σαρίνε, όχι πολύ πρόθυμα για κάτι που δεν ήταν πράγματι μυστικό, «αλλά δεν το ξέρουν κι όλοι. Δεν μιλάμε συχνά για το Φαρ Μάντινγκ, εκτός από κάποιες αδελφές που γεννήθηκαν εκεί, αλλά ακόμα κι αυτές σπάνια το επισκέπτονται. Ωστόσο, θα πρέπει να ξέρεις κάποια πράγματα πριν μπεις. Η πόλη έχει στην κατοχή της ένα τερ’ανγκριάλ. Ίσως και τρία, ποιος ξέρει; Πάντως, είτε ένα είτε τρία, δεν μπορείς ούτε να τα μελετήσεις, ούτε, φυσικά, να τα πάρεις. Φτιάχτηκαν μάλλον την εποχή του Τσακίσματος, όταν ο φόβος για παρανοϊκούς άντρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν μέσω της Δύναμης ήταν καθημερινότητα. Μεγάλο τίμημα για να το διατηρούν ασφαλές». Οι χάντρινες πλεξούδες που κρέμονταν στο στήθος της κροτάλισαν καθώς η γυναίκα κούνησε δύσπιστα το κεφάλι της. «Αυτά τα τερ’ανγκριάλ είναι πιοτά αντίγραφα ενός στέντιγκ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, φοβάμαι, αν κι υποθέτω πως ένας Ογκιρανός θα είχε διαφορετική γνώμη». Άφησε να της ξεφύγει ένας θλιβερός αναστεναγμός.

Η Σάλον την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, ανταλλάσσοντας σαστισμένες ματιές με τη Χαρίνε και τον Μόαντ. Γιατί, άραγε, μια Άες Σεντάι φοβόταν τους μύθους; Η Χαρίνε κάτι πήγε να πει, αλλά έκανε νόημα στη Σάλον να ρωτήσει το προφανές. Μήπως σκόπευε να πιάσει φιλίες με τη Σαρίνε για να απαλύνει κάπως την πορεία της; Το κεφάλι της Σάλον πονούσε, αλλά δεν έπαυε να είναι περίεργη.

«Και πώς είναι αυτοί;» ρώτησε προσεκτικά. Πίστευε πράγματι αυτή η γυναίκα σε ανθρώπους με ύψος πέντε απλωσιές, οι οποίοι τραγουδούσαν στα δέντρα; Είχαν και κάτι τσεκούρια, επίσης. Να το Άελφιν που θα σου κλέψει το ψωμί· να κι ο Ογκιρανός που θα σου πάρει το κεφάλι. Μα το Φως, αυτά είχε να τα ακούσει από τότε που η Χαρίνε ήταν στα σπάργανα. Με τη μητέρα τους να προάγεται στα ναυτικά αξιώματα, της είχαν αναθέσει να αναθρέψει τη Χαρίνε παράλληλα με το πρώτο της παιδί.

Τα μάτια της Σαρίνε γούρλωσαν από έκπληξη. «Στ’ αλήθεια δεν ξέρεις;» Το βλέμμα της στράφηκε ξανά στην πόλη του νησιού. Από την έκφρασή της, θα έλεγες πως ήταν έτοιμη να αγγίξει ύφαλα. «Είναι αδύνατον να διαβιβάσεις μέσα στο στέντιγκ. Δεν μπορείς καν να νιώσεις την Αληθινή Πηγή. Καμία εξωτερική ύφανση δεν μπορεί να επηρεάσει όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό, όχι ότι έχει σημασία. Για να πω την αλήθεια, υπάρχουν δύο στέντιγκ, το ένα μέσα στο άλλο. Το μεγαλύτερο επηρεάζει τους ανθρώπους, αλλά εμείς θα μπούμε στο μικρότερο πριν φτάσουμε στη γέφυρα».

«Δεν μπορείς να διαβιβάσεις εκεί μέσα;» ρώτησε η Χαρίνε. Όταν η Άες Σεντάι ένευσε χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα της από την πόλη, ένα λεπτό, παγερό χαμόγελο άγγιξε τα χείλη της Χαρίνε. «Αφού βρούμε καταλύματα, ίσως εγώ κι εσύ μπορέσουμε να συζητήσουμε περί μόρφωσης».

«Διαβάζεις φιλοσοφία;» Η Σαρίνε έμοιαζε εμβρόντητη. «Η Θεωρία της Μόρφωσης δεν είναι ιδιαίτερα αποδεκτή στις μέρες μας, αλλά ανέκαθεν πίστευα πως μπορείς να διδαχτείς πολλά πράγματα από αυτήν. Θα μου άρεσε πολύ να συζητήσουμε, έτσι για να απασχολήσω το μυαλό μου με κάτι άλλο. Αν, βέβαια, μας επιτρέψει η Κάντσουεϊν να βρούμε χρόνο».

Η Χαρίνε έμεινε με το στόμα ανοικτό. Έτσι όπως κοιτούσε σαν χαζή την Άες Σεντάι, ξέχασε να κρατηθεί από τη σέλα και ευτυχώς που τη συγκράτησε ο Μόαντ, πιάνοντάς την από το μπράτσο, για να μην πέσει κάτω.

Η Σάλον δεν είχε ακούσει ποτέ της τη Χαρίνε να αναφέρει το θέμα της φιλοσοφίας, αλλά δεν νοιαζόταν και πολύ για όσα έλεγε η αδελφή της. Κοίταξε προς την κατεύθυνση του Φαρ Μάντινγκ και ξεροκατάπιε. Φυσικά, είχε μάθει πώς να προστατεύει κάποιον από τη χρήση της Δύναμης, μέρος μάλιστα της εκπαίδευσης της ήταν να προστατεύει και τον εαυτό της, αλλά ακόμα κι έτσι μπορούσες να αισθανθείς την Πηγή. Πως θα ήταν, άραγε, να μην μπορούσε να τη διαισθανθεί, σαν να βλέπεις τον ήλιο να χάνεται με την άκρη του ματιού σου; Πώς θα ένιωθε με την απώλεια του ήλιου;

Καθώς προχωρούσαν όλο και κοντύτερα στη λίμνη, αισθανόταν όλο και πιο έντονα την Πηγή, βίωνε ξανά εκείνη την πρώτη της χαρά όταν την άγγιξε για πρώτη φορά. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να μην πιει από αυτήν, αλλά η Άες Σεντάι είχε δει το φως και τώρα γνώριζε. Το πιθανότερο, μάλιστα, ήταν ότι γνώριζε και τον λόγο. Από αυτή την άποψη, δεν ντρεπόταν ούτε για τον εαυτό της ούτε για τη Χαρίνε. Μικρά πλοιάρια φτιαγμένα από μακρόστενα δοκάρια ήταν σκόρπια πάνω στο νερό. Κανένα τους δεν ξεπερνούσε τις έξι ή εφτά πιθαμές σε μήκος. Κάποια τραβούσαν τα δίχτυα τους ενώ σε άλλα τα κουπιά διέγραφαν καμπυλωτές τροχιές. Κρίνοντας από τα φουσκωτά κύματα που δημιουργούσε ο άνεμος πάνω στην επιφάνεια του νερού, που μερικές φορές έσπαγαν το ένα πάνω στο άλλο σχηματίζοντας πίδακες αφρού, η πλεύση δεν θα πρέπει να ήταν και τόσο εύκολη. Ωστόσο, οι βάρκες φάνταζαν οικείες, αν και δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα κομψά σκαριά που κουβαλούσαν τα πλοία σε ομάδες των τεσσάρων, των οκτώ ή των δώδεκα. Μια μικρή ανακούφιση μέσα σε όλη αυτή την παραδοξότητα.

Ο δρόμος έβγαινε σε μια αμμώδη γλώσσα γης που προεκτεινόταν για πάνω από μισό μίλι μέσα στη λίμνη, και ξαφνικά η Πηγή χάθηκε. Η Σαρίνε αναστέναξε, αλλά δεν έδειξε πως κατάλαβε κάτι. Η Σάλον έγλειψε τα χείλη της. Δεν ήταν και τόσο άσχημα όσο φοβόταν. Ένιωθε κάπως... άδεια... αλλά το άντεχε, αρκεί να ήταν βραχυπρόθεσμο. Ο άνεμος που λυσσομανούσε και πάσχιζε να αρπάξει τους μανδύες έγινε ξαφνικά ψυχρότερος.

Στην άκρη της αμμώδους γλώσσας υπήρχε ένα χωριό από γκρίζα, πέτρινα σπίτια με σκούρες, σχιστολιθικές οροφές, ανάμεσα στον δρόμο και στην έκταση του νερού από τη μια πλευρά. Οι γυναίκες του χωριού που πήγαιναν πάνω κάτω κουβαλώντας τεράστια καλάθια σταμάτησαν μόλις παρατήρησαν την έφιππη ομάδα. Πάνω από μία ψηλάφισε τη μύτη της καθώς κοιτούσε. Η Σάλον είχε σχεδόν συνηθίσει αυτά τα βλέμματα στην Καιρχίν. Πάντως, η οχύρωση απέναντι από το χωριό της τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένας λοφίσκος από πέτρες βαλμένες κολλητά η μία με την άλλη, κάπου πέντε απλωσιές ύψος, με στρατιώτες που παρακολουθούσαν μέσα από τις ραβδωτές προσωπίδες της περικεφαλαίας τους, καθισμένοι στην κορυφή των πυργίσκων που ξεπηδούσαν από τις γωνίες. Πρόσεξε πως κάποιοι από δαύτους είχαν οπλισμένες βαλλίστρες. Από μια μεγάλη πόρτα με σιδερένια θωράκιση, στο κοντινότερο σημείο της γέφυρας, φάνηκαν κι άλλοι κρανοφόροι στρατιώτες που ξεχύθηκαν στον δρόμο, άντρες με τετράγωνη, φολιδωτή θωράκιση και χρυσαφιά ξίφη περασμένα στον αριστερό ώμο. Μερικοί έφεραν σπαθιά περασμένα στη ζώνη τους, ενώ άλλοι κουβαλούσαν μακρόστενες λόγχες ή βαλλίστρες. Η Σάλον αναρωτήθηκε αν περίμεναν πως οι Άες Σεντάι θα έδιναν μάχη. Ένας αξιωματικός με κίτρινο φτερό στο κράνος έκανε νόημα στην Κάντσουεϊν να σταματήσει. Την πλησίασε κι έβγαλε την περικεφαλαία του, ελευθερώνοντας τα ψαρά του μαλλιά, που χύθηκαν στην πλάτη του κι απλώθηκαν μέχρι τη μέση του. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό και κατσούφικο.

Η Κάντσουεϊν έγειρε χαμηλά στη σέλα της για να ανταλλάξει λίγα σιγανά λόγια με τον άντρα, κι έπειτα έβγαλε ένα χοντρό πουγκί κάτω από το δισάκι της. Ο άντρας το πήρε, έκανε πίσω κι ένευσε σε έναν από τους στρατιώτες να έρθει μπροστά, έναν ψηλό, κοκαλιάρη άντρα δίχως κράνος. Κουβαλούσε ένα πινάκιο, και τα μαλλιά του, πιασμένα πίσω από το κεφάλι του όπως του αξιωματικού, κρέμονταν επίσης μέχρι τη μέση του. Έσκυψε με σέβας το κεφάλι του πριν ρωτήσει να μάθει το όνομα της Αλάνα, το οποίο κατέγραψε πολύ προσεκτικά, τοποθετώντας τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια του και βουτώντας συχνά τη γραφίδα στο μελάνι. Με την περικεφαλαία κρεμασμένη στους γοφούς του, ο δυσαρεστημένος αξιωματικός στεκόταν ακίνητος, κοιτώντας εξεταστικά και με ανέκφραστο πρόσωπο όσους βρίσκονταν πίσω από την Κάντσουεϊν. Το πουγκί κρεμόταν από το χέρι του, λες και το είχε ξεχάσει. Δεν έμοιαζε να λαμβάνει υπ’ όψιν του ότι μιλούσε με μία Άες Σεντάι. Ίσως να μην τον ένοιαζε. Εδώ, μια Άες Σεντάι δεν διέφερε από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Η Σάλον αναρρίγησε στη σκέψη πως δεν είχε καμιά διαφορά από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, και μάλιστα από τη στιγμή που της είχαν αφαιρεθεί τα χαρίσματα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής της.

«Καταγράφουν τα ονόματα των ξένων», είπε η Σαρίνε. «Οι Σύμβουλοι αρέσκονται να ξέρουν ποιος είναι στην πόλη».

«Ίσως να δέχονταν μια Κυρά των Κυμάτων χωρίς λαδώματα», είπε ξερά η Χαρίνε. Ο κοκαλιάρης στρατιώτης απομακρύνθηκε από την Αλάνα, δείχνοντας τη χαρακτηριστική, στεριανή έκπληξη με το που αντίκρισε τα κοσμήματα της Σάλον και της Χαρίνε, πριν κινήσει προς το μέρος τους.

«Θα ευαρεστηθείτε να μου δώσετε το όνομά σας, Αρχόντισσα;» είπε ευγενικά στη Σάλον, σκύβοντας ξανά το κεφάλι. Η γυναίκα του το έδωσε, χωρίς να αναφέρει ότι ήταν Άες Σεντάι, και το ίδιο έκανε κι η Σάλον, ενώ η Χαρίνε τού έδωσε ολόκληρο τον τίτλο, Χαρίνε ντιν Τογκάρα Δυο Άνεμοι, Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σοντάιν, Έκτακτη Πρέσβειρα της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε. Ο τύπος βλεψάρισε, δάγκωσε τη γλώσσα του κι έσκυψε το κεφάλι πάνω από το πινάκιο. Η Χαρίνε κατσούφιασε. Όταν ήθελε να εντυπωσιάσει κάποιον, περίμενε κι από αυτόν να εντυπωσιαστεί.

Καθώς ο κοκαλιάρης άντρας έγραφε, ένας ρωμαλέος στρατιώτης με κράνος και με ένα πέτσινο δισάκι που κρεμόταν από τον ώμο του πήγε να περάσει ανάμεσα από το άλογο της Χαρίνε και του Μόαντ. Πίσω από την καγκελωτή προσωπίδα φαινόταν ένα ρυτιδωμένο σημάδι που διέσχιζε το πρόσωπό του, τραβώντας την άκρη του στόματός του σε έναν μόνιμο καγχασμό. Ωστόσο, έκανε μια υπόκλιση γεμάτη σεβασμό προς το μέρος της Χαρίνε. Κατόπιν, προσπάθησε να πάρει το ξίφος του Μόαντ.

«Πρέπει να του το επιτρέψεις, ειδάλλως θα αφήσεις εδώ τη λεπίδα σου μέχρι την αναχώρησή σου», είπε ήρεμα η Σαρίνε όταν ο Κύριος των Σπαθιών τράβηξε απότομα το θηκάρι από τα χέρια του στιβαρού άντρα. «Αυτή την υπηρεσία πληρώνει η Κάντσουεϊν, Κυρά των Κυμάτων. Στο Φαρ Μάντινγκ, κανείς άντρας δεν επιτρέπεται να κουβαλάει κάτι παραπάνω από το μαχαίρι της ζώνης του, εκτός κι αν είναι ειρηνικά δεσμευμένο και δεν μπορεί να τραβηχτεί. Ακόμα κι οι Φρουροί των Τειχών, όπως αυτοί εδώ οι άντρες, δεν μπορούν να τραβήξουν ξίφος όταν είναι μακριά από τον τόπο του καθήκοντός τους. Έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον λιπόσαρκο στρατιώτη, κι αυτός απάντησε ότι έτσι ήταν κι αυτό ήταν και το σωστό.

Ανασηκώνοντας τους ώμους του, ο Μόαντ τράβηξε το ξίφος από τη φαρδιά ζώνη κι, όταν ο τύπος με το μόνιμο χαμόγελο απαίτησε το εγχειρίδιο με τη φιλντισένια λαβή, του το έδωσε κι αυτό. Τοποθετώντας το μακρόστενο εγχειρίδιο πίσω από τη ζώνη του, ο άντρας έβγαλε ένα μασούρι από εκλεπτυσμένο σύρμα από το δισάκι του κι άρχισε με επιδέξιες κινήσεις να τυλίγει το ξίφος σε ένα λεπτεπίλεπτο δίχτυ. Κάθε τόσο σταματούσε, για να αποσπάσει από τη ζώνη του μια πρέσα σφραγίδων και να τυλίξει γύρω από το σύρμα έναν μικρό μολυβένιο δίσκο, κατά τ’ άλλα όμως τα χέρια του κινούνταν γοργά και με επιδεξιότητα.

«Η λίστα με τα ονόματα θα διανεμηθεί στις άλλες δύο γέφυρες», συνέχισε η Σαρίνε, «κι οι άντρες πρέπει να παραδώσουν τα σύρματα στην εντέλεια, αλλιώς θα τους κρατήσουν μέχρι που κάποιος δικαστής αποφασίσει πως δεν έχει διαπραχθεί άλλο έγκλημα. Αλλά ακόμα κι αν δεν έχει διαπραχτεί, η τιμωρία είναι βαρύ πρόστιμο και μαστίγωμα. Οι περισσότεροι ξένοι αφήνουν τα όπλα τους πριν εισέλθουν, για να αποφύγουν τα μπλεξίματα, αλλά αυτό σημαίνει πως πρέπει να φύγουμε από αυτή τη γέφυρα. Και μόνο το Φως ξέρει προς ποια κατεύθυνση πρέπει να πάμε αν φύγουμε από δω». Κοιτώντας προς τη μεριά της Κάντσουεϊν, η οποία έμοιαζε να προσπαθεί να συγκρατήσει την Αλάνα από το να διασχίσει τη μακρόστενη γέφυρα μοναχή της, η Σαρίνε πρόσθεσε, σχεδόν μέσα από τα δόντια της: «Αν μη τι άλλο, ελπίζω πως σκέφτεται λογικά».

Η Χαρίνε ρουθούνισε. «Είναι γελοίο. Πώς θα υπερασπίσει τον εαυτό του;»

«Στο Φαρ Μάντινγκ, κανείς άντρας δεν χρειάζεται να υπερασπίσει τον εαυτό του, Κυρά». Η φωνή του γεροδεμένου άντρα ακουγόταν τραχιά, αλλά όχι ειρωνική. Απλώς, υποδήλωνε το προφανές. «Το έχουν αναλάβει οι Φρουροί του Δρόμου. Ας τολμήσει κάποιος να έχει ξίφος επάνω του και θα διαπιστώσει πόσο κακοί μπορούμε να γίνουμε. Έχω ακούσει διάφορες ιστορίες για το τι κάνουνε, Κυρά, κι εδώ δεν θέλουμε τέτοια πράγματα». Έκανε μια υπόκλιση στη Χαρίνε και πήγε προς το μέρος της φάλαγγας, ακολουθούμενος από τον άντρα με το πινάκιο.

Ο Μόαντ εξέτασε στα γρήγορα το σπαθί και το στιλέτο του, τυλιγμένα κομψά και τα δύο στη λαβή και στο θηκάρι, κι έπειτα τα άφησε, προσέχοντας να μη σκαλώσει η εσάρπα του πάνω στις σφραγίδες. «Τα ξίφη είναι χρήσιμα εκεί που αποτυγχάνει η νόηση», είπε, κι η Χαρίνε ρουθούνισε ξανά. Η Σάλον αναρωτήθηκε πως είχε αποκτήσει το σημάδι του εκείνος ο τύπος, αφού το Φαρ Μάντινγκ ήταν τόσο ασφαλές.

Διαμαρτυρίες ακούστηκαν από το βάθος, εκεί που βρίσκονταν οι υπόλοιποι άντρες, αλλά γρήγορα έπεσε σιωπή, κι η Σάλον θα έβαζε στοίχημα πως η αιτία γι’ αυτό ήταν η Μερίς. Υπήρχαν φορές που αυτή η γυναίκα έκανε την Κάντσουεϊν να μοιάζει επιεικέστατη. Οι Πρόμαχοί της ήταν σαν τα εκπαιδευμένα σκυλιά που χρησιμοποιούσαν οι Αμαγιάρ, έτοιμα να ορμήσουν με ένα σφύριγμα, και δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να καλέσει σε βοήθεια και τους Προμάχους των άλλων Άες Σεντάι. Πολύ σύντομα, όλα τα ξίφη είχαν δεσμούς ειρήνης, και τα υποζύγια είχαν ψαχτεί για τίποτα κρυφά όπλα. Κατόπιν, κίνησαν για τη γέφυρα, με τις οπλές των αλόγων να ηχούν έντονα πάνω στην πέτρα. Η Σάλον προσπάθησε να συμπεριλάβει ταυτόχρονα τα πάντα, όχι από ενδιαφέρον αλλά για να μην απασχολεί το μυαλό της με όσα έλειπαν.

Η γέφυρα ήταν επίπεδη και φαρδιά όσο κι ο δρόμος που άφησαν πίσω, με πέτρινες μαρκίζες στα πλευρά ικανές να εμποδίσουν μια άμαξα από το να γκρεμιστεί, χωρίς όμως να προσφέρουν καταφύγιο σε επιτιθέμενους. Επιπλέον, ήταν μακρόστενη, κάπου τρία τέταρτα του μιλίου, κι ίσια σαν βέλος. Πού και πού, όλο και κάποια βάρκα περνούσε από κάτω, κάτι που θα ήταν αδύνατον αν διέθετε κατάρτια. Ψηλοί πύργοι υψώνονταν πλευρικά από τις σιδερόπλεχτες πύλες της πόλης —η Σαρίνε είχε δώσει την ονομασία Πύλη του Κάεμλυν— όπου οι φρουροί με τα χρυσαφιά ξίφη περασμένα στους ώμους τους υποκλίνονταν στις γυναίκες κι έριχναν καχύποπτες· ματιές στους άντρες. Ο δρόμος που ανοιγόταν πιο πέρα...

Δεν είχε νόημα να προσπαθεί να είναι παρατηρητική. Ο δρόμος ήταν φαρδύς κι ίσιος, γεμάτος κόσμο κι άμαξες, πλαισιωμένος από πέτρινα, διώροφα ή τριώροφα κτήρια, αλλά όλα έμοιαζαν να γίνονται μια θολούρα. Η Πηγή είχε εξαφανιστεί! Ήξερε πως θα ξαναεμφανιζόταν μόλις έφευγε από αυτό το μέρος και, μα το Φως, ήθελε να φύγει αμέσως. Πόσος καιρός θα περνούσε όμως πριν τα καταφέρει; Ο Κοραμούρ μπορεί να βρισκόταν ήδη στην πόλη, κι η Χαρίνε σκόπευε να πάει αμέσως κοντά του, ίσως λόγω της φήμης του, ίσως επειδή νόμιζε πως θα τη βοηθούσε να γίνει Κυρά των Πλοίων. Μέχρι να φύγει η Χαρίνε και μέχρι να τις ελευθέρωνε η Κάντσουεϊν από τη συμφωνία που είχαν συνάψει, η Σάλον ήταν καταδικασμένη να μείνει εδώ, όπου δεν υπήρχε η Αληθινή Πηγή.

Η Σαρίνε μιλούσε ασταμάτητα, αλλά η Σάλον μόλις και την άκουγε. Διέσχισαν μια μεγάλη πλατεία με ένα τεράστιο, γυναικείο άγαλμα στο κέντρο της, κι η Σάλον διέκρινε μόνο το όνομά της, Έινιον Άβχαριν, παρ’ όλο που συνειδητοποιούσε πως η Σαρίνε τής εξηγούσε για ποιο λόγο αυτή η γυναίκα ήταν φημισμένη στο Φαρ Μάντινγκ και για ποιο λόγο έδειχνε προς τη μεριά της Πύλης του Κάεμλυν. Μια σειρά άφυλλα δέντρα χώριζαν τον δρόμο πέρα από την πλατεία. Ατομικά φορεία, καρότσες κι άντρες με τετράγωνη, λεπιδωτή θωράκιση περιδιάβαιναν ανάμεσα στο πλήθος, αλλά η Σάλον τους έριχνε μόνο αφηρημένες ματιές. Έτρεμε και μαζεύτηκε. Η πόλη εξαφανίστηκε. Ο ίδιος ο χρόνος εξαφανίστηκε. Όλα χάθηκαν, εκτός μονάχα από τον φόβο της ότι δεν θα ένιωθε ποτέ ξανά την Πηγή. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συνειδητοποιήσει πόση γαλήνη της έδινε η αόρατη παρουσία της. Ήταν πάντα εκεί, υποσχόμενη χαρές πέρα από κάθε κατανόηση, μια ζωή τόσο πλούσια που τα χρώματα έσβηναν μόλις χανόταν από μέσα της η Δύναμη. Και τώρα, η ίδια η Πηγή ήταν χαμένη. Χαμένη. Ήταν το μόνο που μπορούσε να αντιληφθεί. Η Πηγή είχε χαθεί.

Загрузка...