Η Σωντσάν αριστοκράτισσα εξέφρασε την έκπληξή της, ίσως και τον θυμό της, όταν ο Ματ τη συνόδευσε προς τις τρώγλες. Η Σέτα κι η Ρέννα, φυσικά, γνώριζαν τον δρόμο κι υποτίθεται πως ο ίδιος έπρεπε να πάρει τον μανδύα κι οτιδήποτε άλλο από τα υπάρχοντά του σκόπευε να κουβαλήσει μαζί του. Οι δύο σουλ’ντάμ τους ακολουθούσαν μέσα από τους αχνά φωτισμένους διαδρόμους, με τους μανδύες κρεμασμένους προς τα πίσω και τα κεφάλια σκυφτά. Ο Ντόμον ερχόταν ξοπίσω τους, μοιάζοντας περισσότερο με βοσκό που καθοδηγούσε τις δύο γυναίκες. Η πλεξούδα που κρεμόταν από την άκρη του κεφαλιού του κουνιόταν πέρα-δώθε, καθώς το βλέμμα του πεταγόταν κάθε λίγο και λιγάκι στις διασταυρώσεις των διαδρόμων, ενώ μερικές φορές ψηλάφιζε τη μέση του, λες και περίμενε να βρει εκεί ένα ξίφος ή κάποιο ρόπαλο. Εκτός από τους ίδιους, οι στολισμένοι με κρεμαστά χαλιά διάδρομοι ήταν σιωπηλοί και γαλήνιοι.
«Έχω μια μικρή αγγαρεία εκεί πάνω», είπε στην Εγκήνιν ο Ματ όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, και της χαμογέλασε. «Μην ενοχλείσαι. Δεν θα μου πάρει ούτε ένα λεπτό». Ακόμα και το καλύτερό του χαμόγελο δεν φαινόταν να την εντυπωσιάζει όσο το χθεσινό στο δωμάτιό της, στο πανδοχείο.
«Αν διανοηθείς να με καταστρέψεις...» γρύλισε απειλητικά.
«Θυμήσου ποιος τα σχεδίασε όλα αυτά», μουρμούρισε ο Ματ, κι η γυναίκα μούγκρισε. Μα το Φως, οι γυναίκες όλο νομίζουν ότι μπορούν να πάρουν τον έλεγχο με μια απλή κίνηση, και μάλιστα να τα καταφέρουν καλύτερα από τον άντρα που έχει αναλάβει τη δουλειά!
Αν μη τι άλλο, η Εγκήνιν σταμάτησε να διαμαρτύρεται. Ανέβηκαν γρήγορα στον ψηλότερο όροφο του Παλατιού, κι από εκεί στα σκοτεινά, στενά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στην ακατάστατη σοφίτα. Ελάχιστοι φανοί ήταν αναμμένοι, λιγότεροι από όσους υπήρχαν στους κάτω διαδρόμους, κι ο λαβύρινθος των στενών διαδρόμων ανάμεσα στα μικροσκοπικά ξύλινα δωμάτια ήταν μια μάζα ωχρών σκιών. Τίποτα δεν κινούνταν, κι ο Ματ ανάσανε κάπως πιο εύκολα. Θα ανάσαινε ακόμα ευκολότερα, αν η Ρέννα δεν αναστέναζε με προφανή ανακούφιση.
Εκείνη κι η Σέτα γνώριζαν καλά πού ακριβώς κρατούνταν οι διάφορες νταμέην και, παρ’ όλο που δεν βιάζονταν ακριβώς, φρόντιζαν να μην καθυστερούν, προχωρώντας όλο και πιο βαθιά στη σοφίτα, ίσως επειδή ο Ντόμον βρισκόταν ακόμα ξοπίσω τους, μια φιγούρα που σίγουρα δεν ενέπνεε απόλυτη εμπιστοσύνη. Εν πάση περιπτώσει, αν οι ευχές ήταν άλογα, οι ζητιάνοι θα ήταν αναβάτες. Ο άνθρωπος τα έβγαζε πέρα όπως μπορούσε, ειδικά όταν δεν είχε άλλη επιλογή.
Η Εγκήνιν τού έριξε άλλη μια σκληρή ματιά και γρύλισε ξανά, χωρίς να πει λέξη αυτή τη φορά. Κατόπιν, ακολούθησε τους υπόλοιπους, με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω της. Ο Ματ, αντικρίζοντας την πλάτη της, μόρφασε. Έτσι όπως περπατούσε η γυναίκα, θα μπορούσε κανείς να την περάσει για άντρα αν δεν φορούσε φόρεμα.
Πράγματι είχε να κάνει μια αγγαρεία, ίσως όχι και τόσο μικρή. Όχι ότι ήθελε να την κάνει. Μα το Φως, είχε προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του να μην την κάνει! Έπρεπε, ωστόσο, είτε το ήθελε είτε όχι. Μόλις η Εγκήνιν χάθηκε πίσω από τη γωνία, ακολουθώντας τον Ντόμον και τις άλλες, ο Ματ όρμησε στο κοντινότερο δωμάτιο που θυμόταν ότι έμενε μια Θαλασσινή.
Άνοιξε αθόρυβα την απέριττη, ξύλινη πόρτα και γλίστρησε στη μαυρίλα του εσωτερικού. Η κοιμισμένη γυναίκα ροχάλιζε με έναν εκνευριστικό ήχο. Με αργές κινήσεις άρχισε να προχωράει, μέχρι που το γόνατό του σκουντούψλησε πάνω στο κρεβάτι. Ψηλάφισε γοργά το βουναλάκι κάτω από τα σκεπάσματα, μέχρι που βρήκε το κεφάλι της. Μόλις που πρόλαβε να καλύψει με την παλάμη του το στόμα της καθώς η γυναίκα ξυπνούσε απότομα.
«Θέλω να μου απαντήσεις σε μία ερώτηση», της ψιθύρισε. Αίμα και στάχτες, κι αν είχε μπει σε λάθος δωμάτιο; Τι θα γινόταν αν ετούτη εδώ δεν ήταν Ανεμοσκόπος αλλά κάποια καταραμένη Σωντσάν; «Τι θα έκανες αν αφαιρούσα το κολάρο από τον λαιμό σου;» Τράβηξε το χέρι του και κράτησε την ανάσα του.
«Αν ήταν θέλημα Φωτός, θα ελευθέρωνα τις αδελφές μου». Η χαρακτηριστική προφορά της Ανεμοσκόπου, μέσα στο σκοτάδι, τον έκανε να ξεφυσήσει ανακουφισμένος. «Φωτός θέλοντος, θα βρίσκαμε τρόπο να διασχίσουμε το λιμάνι, να φτάσουμε στο σημείο όπου κρατούν τους ανθρώπους μας και να ελευθερώσουμε όσο περισσότερους γίνεται». Η αθέατη γυναίκα εξακολουθούσε να μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά λέξη με τη λέξη η φωνή της γινόταν όλο και πιο άγρια. «Φωτός θέλοντος, θα ανακαταλάβουμε τα πλοία και θα βγούμε ξανά στη θάλασσα. Λοιπόν! Αν πρόκειται για κανένα κόλπο, τιμώρησε με και τελείωνε, ή σκότωσε με. Έτοιμη ήμουν να παραδοθώ, να τα παρατήσω όλα, και να ζήσω για πάντα ντροπιασμένη, αλλά εσύ μου υπενθύμισες ποια είμαι και τώρα δεν πρόκειται να παραδοθώ με τίποτα. Με ακούς; Με τίποτα!»
«Κι αν σου ζητούσα να περιμένεις για τρεις ώρες;» τη ρώτησε, εξακολουθώντας να σκύβει από πάνω της. «Θυμάμαι ότι, για τους Άθα’αν Μιέρε, μία ώρα διαρκεί μόνο λίγα λεπτά». Η συγκεκριμένη ανάμνηση δεν του ανήκε, μα τώρα πια ήταν δική του. Το πέρασμα από το Αλόραλεν στην Μπαράστα με ένα πλεούμενο των Άθα’αν Μιέρε, και μια Θαλασσινή με λαμπερά μάτια, που έκλαιγε, αρνούμενη να τον ακολουθήσει στη στεριά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε η γυναίκα ψιθυριστά.
«Λέγομαι Ματ Κώθον, αν αυτό έχει καμιά σημασία».
«Εγώ είμαι η Νεστέλε ντιν Σάκουρα Νότιο Άστρο, Ματ Κώθον». Την άκουσε να φτύνει, και κατάλαβε τι έκανε. Έφτυσε κι αυτός στην παλάμη του και τα δυο τους χέρια ενώθηκαν στο σκοτάδι. Η παλάμη της είχε κάλους, όπως κι η δικιά του, κι η λαβή της ήταν δυνατή. «Θα περιμένω», του είπε. «Θα σε θυμάμαι. Είσαι σπουδαίος και μεγαλόψυχος άνθρωπος».
«Δεν είμαι παρά ένας τζογαδόρος», της απάντησε. Το χέρι της οδήγησε το δικό του στο τμηματικό κολάρο γύρω από τον λαιμό της, κι αυτό άνοιξε με έναν μεταλλικό ήχο. Η γυναίκα ανάσανε βαθιά.
Το μόνο που είχε να κάνει ο Ματ ήταν να βάλει τα δάχτυλά της στα κατάλληλα σημεία και να της δείξει το κόλπο. Μια φορά ήταν αρκετή για να το καταλάβει, αλλά την ανάγκασε να το ανοιγοκλείσει τρεις φορές για σιγουριά. Αν ήταν να το κάνει ο ίδιος, έπρεπε να βεβαιωθεί ότι θα γινόταν σωστά. «Υπολόγισε τρεις ώρες περίπου», της υπενθύμισε.
«Περίπου», του ψιθύρισε.
Μπορεί η γυναίκα να κατέστρεφε τα πάντα, αλλά αν δεν έπαιρνε αυτός το ρίσκο, ποιος θα το έκανε; Σε τελική ανάλυση, σε αυτόν χαμογελούσε η τύχη. Μπορεί τελευταία να μην ήταν όλα τόσο ξεκάθαρα, αλλά, από την άλλη, η Εγκήνιν είχε παρουσιαστεί τη στιγμή που την είχε ανάγκη, πράγμα που σήμαινε ότι η τύχη εξακολουθούσε να ευνοεί τον Ματ Κώθον.
Γλιστρώντας εκτός δωματίου, τόσο ήσυχα όσο είχε μπει, ο Ματ έκλεισε την πόρτα και κόντεψε να του έρθει συγκοπή. Κοιτούσε την πλάτη μιας εύσωμης γκριζομάλλας, που φορούσε ένα φόρεμα με κόκκινα ορθογώνια κομμάτια υφάσματος. Λίγο πιο πέρα, στητή, στεκόταν η Εγκήνιν, όπως κι η Τέσλυν, η οποία συνδεόταν με τη Ρέννα μέσω του ασημιού α’ντάμ. Ο Ντόμον, η Σέτα κι η Εντεσίνα, την οποία δεν είχε δει ποτέ, ήταν άφαντοι. Η Εγκήνιν φάνταζε μανιασμένη, σαν λέαινα πάνω από το θύμα της, αλλά η Τέσλυν είχε γουρλώσει τα μάτια κι έτρεμε, τρομαγμένη πέρα για πέρα, ενώ το στόμα της Ρέννα συσπώνταν, λες κι από στιγμή σε στιγμή θα ξερνούσε.
Χωρίς να τολμά καν να ανασάνει, ο Ματ έκανε ένα επιφυλακτικό βήμα προς το μέρος της γκριζομάλλας, απλώνοντας τα χέρια του. Αν κατόρθωνε να την κατατροπώθει πριν ουρλιάξει, θα την έκρυβαν, αλλά... Πού; Η Σέτα κι η Ρέννα σίγουρα θα ήθελαν να τη σκοτώσουν. Άσχετα από την επιρροή που ασκούσε πάνω τους η Εγκήνιν, η γυναίκα θα τις κατονόμαζε.
Τα αυστηρά, γαλάζια μάτια της Εγκήνιν έπεσαν στιγμιαία στα δικά του, πάνω από τον ώμο της γκριζομάλλας σουλ’ντάμ, πριν καρφωθούν στο πρόσωπο της άλλης γυναίκας. «Όχι!» είπε κοφτά. «Δεν έχουμε χρόνο για αλλαγές σχεδίων τώρα. Η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ λέει πως μπορώ να χρησιμοποιήσω όποια νταμέην επιθυμώ, Ντερ’σουλ’ντάμ».
«Σαφώς, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε η γκριζομάλλα, κι ακουγόταν κάπως μπερδεμένη. «Απλώς, επεσήμανα το γεγονός πως η Τέσι δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένη. Στην πραγματικότητα, ήρθα για να τη φροντίσω. Όντως τα πάει πολύ καλά, Αρχόντισσά μου, αλλά...»
Εξακολουθώντας να κρατάει την αναπνοή του, ο Ματ οπισθοχώρησε στις μύτες των ποδιών του. Κατέβηκε τα σκοτεινά, στενά σκαλοπάτια χρησιμοποιώντας τα χέρια του πάνω στα τοιχώματα για να στηρίξει, όσο ήταν δυνατόν, το βάρος του. Δεν θυμόταν να υπάρχουν σκαλοπάτια που έτριζαν, αλλά δεν ήταν κι απίθανο. Ο άνθρωπος αναλάμβανε την ευθύνη των πράξεών του χωρίς να προκαλεί την τύχη του. Μόνο έτσι αποκτούσες μακροβιότητα, κάτι που ο ίδιος επιθυμούσε πολύ.
Στο κεφαλόσκαλο, έκανε μια στάση, για να ρουφήξει αέρα, μέχρι η καρδιά του να σταματήσει να βροντοκοπάει και να χαλαρώσει κάπως, αν και το πιθανότερο ήταν να είχε ταχυπαλμία έως αύριο. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε πάρει ανάσα απ’ όταν είδε την γκριζομάλλα γυναίκα. Μα το Φως! Αν η Εγκήνιν πίστευε πως ήλεγχε τα πράγματα, θα την άφηνε να το πιστεύει! Φαίνεται πως είχε περάσει θηλιές γύρω από τους λαιμούς των δύο σουλ’ντάμ! Άκου, λέει, το σχέδιό της! Πάντως, είχε δίκιο ως προς το ότι δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Άρχισε να τρέχει.
Έτρεχε, μέχρι που αισθάνθηκε ένα απότομο τράβηγμα στο ισχίο του, και σκόνταψε σε ένα τραπέζι διακοσμημένο με τουρκουάζ. Αρπάχτηκε από μια καλοκαιρινή ταπετσαρία για να μην πέσει, και το μετάξι με τα λαμπερά λουλούδια σκίστηκε σχεδόν στα μισά από το κίτρινο μαρμάρινο γείσο. Το ψηλό άσπρο πορσελάνινο βάζο, που ήταν τοποθετημένο στην κορυφή του τραπεζιού, αναποδογύρισε και θρυμματίστηκε στο κυανέρυθρο κεραμικό με έναν κρότο που αντήχησε σε όλη την έκταση του διαδρόμου. Κατόπιν τούτου και παρ’ όλο που κούτσαινε, ο Ματ άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αν ερχόταν κάποιος, για να εντοπίσει από πού είχε προέλθει αυτός ο κρότος, δεν θα έβρισκε ούτε τον Ματ Κώθον να στέκεται πάνω από τα θρύψαλα, ούτε κανέναν άλλον σε απόσταση δύο διαδρόμων.
Κουτσαίνοντας στο υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι τα διαμερίσματα της Τάυλιν, ο Ματ διέσχισε το καθιστικό και βρέθηκε στο υπνοδωμάτιο πριν αντιληφθεί ότι όλοι οι φανοί ήταν αναμμένοι. Η πυρά στο τζάκι της κρεβατοκάμαρας είχε φουντώσει ξανά με σχίζες κούτσουρου από το επιχρυσωμένο ξύλινο καλάθι. Η Τάυλιν, με τα χέρια διπλωμένα πίσω από τη μέση της, για να κουμπώσει το φόρεμά της, τον κοίταξε που έμπαινε, και συνοφρυώθηκε. Το βαθυπράσινο φόρεμα ιππασίας ήταν τσαλακωμένο. Η φωτιά σπινθήρισε κι έφτυσε έναν χείμαρρο από σπίθες ψηλά, στην καμινάδα.
«Δεν σε περίμενα από τώρα», της είπε ο Ματ, προσπαθώντας να σκεφτεί. Όλα ήταν πιθανά απόψε, αλλά δεν του είχε περάσει από το μυαλό πως η Τάυλιν ίσως επέστρεφε γρηγορότερα. Ο νους του είχε παγώσει.
«Η Σούροθ έμαθε πως ένας ολόκληρος στρατός εξαφανίστηκε στο Μουράντυ», αποκρίθηκε αργά η Τάυλιν και τεντώθηκε. Μιλούσε λες κι ο νους της ταξίδευε αλλού, κι η προσοχή της ήταν πιότερο στραμμένη στο να κοιτάει εξεταστικά τον Ματ Κώθον καρά σε όσα έλεγε. «Δεν έχω ιδέα ούτε ποιος ήταν αυτός ο στρατός, ούτε πώς είναι δυνατόν να εξαφανιστεί, αλλά η Σούροθ έκρινε πως ήταν επιτακτική ανάγκη να επιστρέψει. Τους αφήσαμε όλους πίσω κι ήρθαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσε το θηρίο να μεταφέρει τρεις γυναίκες, εμάς τις δύο κι αυτήν που το οδηγούσε, επιτάσσοντας αργότερα δύο άλογα, για να μας μεταφέρουν από την αποβάθρα. Η ίδια, αντί να έρθει εδώ, πήγε σε εκείνο το πανδοχείο, στην πλατεία, που μαζεύει όλους τους αξιωματικούς. Δεν νομίζω πως σκοπεύει να κοιμηθεί απόψε ή να αφήσει οποιονδήποτε άλλον...»
Η Τάυλιν δεν ολοκλήρωσε την πρότασή της. Γλίστρησε προς το μέρος του, αλαφροπατώντας πάνω στο χαλί, και ψηλάφισε το απλό πράσινο πανωφόρι του. «Το πρόβλημα του να έχεις στην κατοχή σου μια αλεπουδίτσα», μουρμούρισε, «είναι ότι, αργά ή γρήγορα, θυμάται ότι είναι αλεπού». Αυτά τα μεγάλα μαύρα μάτια έμοιαζαν να τον διαπερνούν. Ξαφνικά, άδραξε με το χέρι της δύο τσουλούφια από τα μαλλιά του, τράβηξε προς τα κάτω το κεφάλι του και του έδωσε ένα φιλί, που κόντεψε να τον ρίξει στο έδαφος. «Αυτό», του είπε σχεδόν απνευστί, μόλις τον άφησε, «είναι για να καταλάβεις πόσο πολύ θα μου λείψεις». Χωρίς να αλλάξει στο ελάχιστο την έκφρασή της, τον χαστούκισε τόσο δυνατά, που ο Ματ είδε αστράκια. «Κι αυτό είναι επειδή προσπάθησες να το σκάσεις όσο έλειπα». Του γύρισε την πλάτη κι έριξε τη χαίτη των κορακίσιων μαλλιών της πάνω από τον ένα της ώμο. «Μου ξεκουμπώνεις τα κουμπιά, χαριτωμένη μου αλεπουδίτσα; Φτάσαμε τόσο αργά, που αποφάσισα να μην ξυπνήσω τις υπηρέτριες, αλλά με αυτά τα νύχια είναι αδύνατον να ξεκουμπωθώ. Μια τελευταία νύχτα μαζί, κι αύριο σε ξαποστέλνω».
Ο Ματ έτριψε το μάγουλό του. Αυτή η γυναίκα θα έδινε τα πάντα για χάρη του! Αν μη τι άλλο, είχε κάνει τις σκέψεις του να ξεχύνονται ασταμάτητα μέσα στο μυαλό του. Ευτυχώς που η Σούροθ ήταν στην Περιπλανώμενη Γυναίκα κι όχι στο Παλάτι Τάρασιν, οπότε δεν θα έβλεπε πράγματα που δεν έπρεπε. Η τύχη εξακολουθούσε να τον ευνοεί. Μονάχα για τη γυναίκα που είχε μπροστά του έπρεπε να ανησυχεί. Τώρα, δεν έπρεπε να κάνει πίσω.
«Φεύγω απόψε», της είπε, βάζοντας τα χέρια του πάνω στους ώμους της. «Και παίρνω μαζί μου και δύο Άες Σεντάι από τη σοφίτα. Έλα κι εσύ μαζί μου. Θα στείλω τον Θομ και τον Τζούιλιν να βρουν τον Μπέσλαν, και...»
«Να έρθω μαζί σου;» είπε η γυναίκα δύσπιστα. Απομακρύνθηκε από κοντά του και στράφηκε να τον κοιτάξει. Το περήφανο πρόσωπό της ήταν γεμάτο καταφρόνια. «Περιστεράκι μου, δεν σκοπεύω να γίνω ούτε το παιχνιδάκι σου, ούτε καμιά πρόσφυγας. Επίσης, δεν έχω καμιά διάθεση να αφήσω την Αλτάρα σε όποιον αποφασίσουν οι Σωντσάν να με αντικαταστήσει. Δόξα στο Φως, είμαι η Βασίλισσα της Αλτάρα, και δεν εγκαταλείπω τη χώρα μου. Πράγματι σκοπεύεις να προσπαθήσεις να απελευθερώσεις τις Άες Σεντάι; Αν είναι όντως αναγκαίο, σου εύχομαι καλή επιτυχία —το ίδιο εύχομαι και για τις αδελφές— αλλά είναι εξίσου πιθανό να δούμε το κεφάλι σου παλουκωμένο σε πάσσαλο, γλύκα. Κι είναι πολύ όμορφο κεφάλι για να κοπεί και να καλυφθεί με κατράμι».
Ο Ματ προσπάθησε να την πιάσει και πάλι από τους ώμους, αλλά η γυναίκα έκανε πίσω και το διαπεραστικό της βλέμμα τον ανάγκασε να σταματήσει την προσπάθεια. Έκανε τη φωνή του να ακούγεται απεγνωσμένη. «Τάυλιν, φρόντισα να μάθουν όλοι ότι φεύγω, και μάλιστα βιαζόμουν να φύγω πριν επιστρέψεις, για να μη δώσω στους Σωντσάν την εντύπωση πως ήσουν κι εσύ ανακατεμένη, τώρα όμως...»
«Επέστρεψα και σε αιφνιδίασα», τον διέκοψε μανιασμένη, «κι εσύ με έδεσες και με εγκατέλειψες κάτω από το κρεβάτι. Όταν με βρουν το πρωί, θα είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου. Έξαλλη!» Χαμογέλασε, αλλά τα μάτια της έλαμπαν, παρότι ο θυμός ήταν έκδηλος, άσχετα με όσα είχε αναφέρει περί αλεπούδων και με το ότι θα τον ξαπόστελνε. «Θα σε επικηρύξω και θα πω στην Τουόν ότι μπορεί να σε αγοράσει όταν σε πιάσουν, αν εξακολουθεί να σε θέλει, φυσικά. Θα είμαι η προσωποποίηση της οργής κάποιας που ανήκει στην Υψηλή Γενιά. Θα με πιστέψουν, παπάκι μου. Ήδη έχω πει στη Σούροθ ότι σκοπεύω να ξυρίσω το κεφάλι μου».
Ο Ματ χαμογέλασε αδύναμα. Σίγουρα την πίστευε. Όντως, αν τον έπιαναν, θα τον πουλούσε. «Οι γυναίκες είναι ένας λαβύρινθος από ρείκια καταμεσής της νύχτας», έτσι έλεγε μια παλιά παροιμία, αλλά ακόμα κι αυτοί που την έβγαλαν, δεν ήξεραν τον τρόπο να βγουν από τον λαβύρινθο.
Η Τάυλιν επέμενε να επιβλέψει το δέσιμό της. Έμοιαζε, μάλιστα, κάπως περήφανη γι’ αυτό. Έπρεπε να δεθεί με λωρίδες σκισμένες από τη φούστα της, δίνοντας την εντύπωση πως τον είχε πιάσει εξαπίνης, αλλά αυτός τελικά τη δάμασε. Οι κόμποι έπρεπε να είναι σφικτοί, καθιστώντας αδύνατη τη δραπέτευση της όσο και να πάλευε, και πράγματι πάλεψε να τους λύσει μόλις δέθηκε, κάνοντας απότομες κινήσεις σαν να προσπαθούσε στ’ αλήθεια να λυθεί. Ίσως και να προσπαθούσε, μια και το στόμα της συσπάστηκε κι άφησε ένα γρύλισμα όταν απέτυχε. Οι αστράγαλοι κι οι καρποί της χρειάστηκε να δεθούν σφικτά, στο κάτω μέρος της πλάτης της, ενώ ένα λουρί συνέδεε τον λαιμό της με το ένα πόδι του κρεβατιού, ώστε να μην μπορεί να συρθεί στο πάτωμα και να βγει στον διάδρομο. Επιπλέον, ήταν αδύνατον να φωνάξει για βοήθεια. Όταν ο Ματ έσπρωξε μαλακά ένα από τα μεταξένια μαντίλια στο στόμα της και την έδεσε με ένα άλλο, εκείνη του χαμογέλασε, αν και το βλέμμα της πετούσε φλόγες. Πράγματι, ένας λαβύρινθος από ρείκια καταμεσής της νύχτας.
«Θα μου λείψεις», της είπε ήσυχα, καθώς την έσπρωχνε κάτω από το κρεβάτι. Προς μεγάλη του έκπληξη, συνειδητοποίησε πως πράγματι θα του έλειπε. Μα το Φως! Βιαστικά, μάζεψε τον μανδύα, τα γάντια και το δόρυ του κι, όπως έφευγε, έσβησε τους φανούς. Οι γυναίκες μπορούσαν με άνεση να μπλέξουν έναν άντρα σ’ αυτόν τον λαβύρινθο πριν αυτός πάρει χαμπάρι το παραμικρό.
Οι διάδρομοι παρέμεναν άδειοι και σιωπηλοί, εκτός από τον ήχο που έκαναν οι μπότες του καθώς κούτσαινε, αλλά η όποια ανακούφιση ένιωθε εξαφανίστηκε μόλις έφθασε στον προθάλαμο της αυλής των στάβλων.
Ο μοναδικός αναμμένος φανός εξακολουθούσε να ρίχνει ένα τρεμουλιαστό φως πάνω σ’ αυτές τις φανταχτερές ταπετσαρίες με τα λουλούδια, αλλά ο Τζούιλιν κι η γυναίκα του δεν ήταν εκεί, ούτε η Εγκήνιν με τους υπόλοιπους. Κανονικά, θα έπρεπε να τον περιμένουν, μια και δεν είχε καθυστερήσει ιδιαίτερα με την Τάυλιν. Πέρα από τους κολονάτους διαδρόμους, η βροχή έπεφτε τόσο καταρρακτώδης, που έμοιαζε με μαύρη κουρτίνα που έκρυβε τα πάντα. Μήπως είχαν πάει στους στάβλους; Αυτή η Εγκήνιν άλλαζε τα σχέδιά της όποτε τη βόλευε.
Μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του, έριξε επάνω του τον μανδύα κι ετοιμάστηκε να πάει προς τη μεριά των στάβλων, μέσα στη νεροποντή. Είχε απαυδήσει απόψε με τις γυναίκες.
«Ώστε, πράγματι σκοπεύεις να φύγεις. Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό, Παιχνιδάκι».
Αφήνοντας μια βλαστήμια, ο Ματ έκανε μια απότομη στροφή και βρέθηκε αντιμέτωπος με την Τουόν, το σκοτεινό πρόσωπο της οποίας ήταν αυστηρό πίσω από το μακρύ διάφανο πέπλο. Ο στενός κυκλίσκος που συγκρατούσε το βέλο πάνω στο ξυρισμένο της κεφάλι ήταν μια μάζα από φλογοσταγόνες και μαργαριτάρια, ωστόσο ο πλούτος ήταν έκδηλος στη φαρδιά και γεμάτη κοσμήματα ζώνη, που έσφιγγε τη μέση της, και στο μακρύ περιδέραιο γύρω από τον λαιμό της. Ώρα που βρήκε κι αυτός να παρατηρεί τα χρυσαφικά, όσο πλούσια κι αν ήταν. Μα, τι στο Φως έκανε ξύπνια τέτοια ώρα; Αίμα και στάχτες, αν άρχιζε να φωνάζει τους φρουρούς για να τον σταματήσουν...!
Με μια απεγνωσμένη κίνηση, ο Ματ άπλωσε τα χέρια του να πιάσει το λεπτοκαμωμένο κορίτσι, αλλά αυτή ξεγλίστρησε από τη λαβή του κι έστειλε το ασανταρέι στην άλλη άκρη με ένα απότομο τίναγμα, που του μούδιασε σχεδόν τον καρπό. Ο Ματ περίμενε πως το κορίτσι θα το έβαζε στα πόδια, αλλά αυτή άρχισε να τον βαράει, χτυπώντας τον με τις γροθιές της και χρησιμοποιώντας τις παλάμες της σαν να ήταν λάμες τσεκουριών. Οι κινήσεις του άντρα ήταν γρήγορες, σύμφωνα με τον γέρο αοιδό Θομ ταχύτερες από οποιουδήποτε άλλου, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αμύνεται κι όχι να πασχίζει να την αρπάξει. Αν δεν προσπαθούσε τόσο σκληρά να την εμποδίσει να του σπάσει τη μύτη —ή οτιδήποτε άλλο, μια κι η δύναμή της ήταν δυσανάλογη με τη μικροκαμωμένη φτιαξιά της— θα έβρισκε την όλη κατάσταση διασκεδαστική. Ο Ματ ήταν σαφώς ψηλότερός της, παρότι δεν ξεπερνούσε τον μέσο όρο σε ύψος, ωστόσο η κοπέλα τού επιτιθόταν με τόσο επικεντρωμένη μανία, που θα έλεγες πως εκείνη ήταν η ψηλότερη και δυνατότερη από τους δύο, κι ότι περίμενε από στιγμή σε στιγμή να τον καταβάλει. Για κάποιο λόγο, λίγα λεπτά μετά, τα σαρκώδη της χείλη λύγισαν σε ένα χαμόγελο κι, αν ο Ματ δεν υποψιαζόταν κάτι άλλο, θα έπαιρνε όρκο πως μέσα σε αυτά τα μεγάλα, υγρά μάτια παρατήρησε μια λάμψη ηδονής. Που να τον πάρει και να τον σηκώσει, το να σκέφτεται μια τέτοια ώρα πόσο χαριτωμένη ήταν αυτή η γυναίκα ισοδυναμούσε με το να προσπαθεί να κοστολογήσει τα κοσμήματά της!
Ξαφνικά, η κοπέλα έκανε πίσω, χρησιμοποιώντας και τα δυο της χέρια για να τακτοποιήσει τον κυκλίσκο με τα κοσμήματα που συγκρατούσε το βέλο της. Τώρα όμως, τίποτα στην έκφρασή δεν έδειχνε ευχαρίστηση. Έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένη. Απλώνοντας τα πόδια της με προσεκτικές κινήσεις, και χωρίς να αποτραβήξει τη ματιά της από το πρόσωπό του, άρχισε να μαζεύει αργά την πλισαρισμένη λευκή φούστα τραβώντας την προς τα επάνω και διπλώνοντάς την πάνω από τα γόνατα.
Ο Ματ αδυνατούσε να καταλάβει για ποιο λόγο η κοπέλα δεν είχε φωνάξει ήδη για βοήθεια, αλλά ήξερε ότι είχε σκοπό να τον χτυπήσει. Δεν του έκανε εντύπωση! Πήδηξε προς τη μεριά της κι όλα έγιναν ταυτόχρονα. Μια σουβλιά πόνου στον γοφό του τον ανάγκασε να πέσει στο ένα γόνατο. Η Τουόν ανασήκωσε τη φούστα της μέχρι τον δικό της γοφό σχεδόν, και το λεπτεπίλεπτο πόδι της με τις άσπρες κάλτσες άστραψε προς το μέρος του σε ένα χτύπημα που πέρασε ξώφαλτσα από το κεφάλι του, καθώς η ίδια πηδούσε απότομα στον αέρα.
Έμεινε έκπληκτος, αντικρίζοντας τον Νόαλ να έχει τυλίξει τα χέρια του γύρω από τη μέση του κοριτσιού, και το ίδιο έκπληκτη θα πρέπει να ένιωθε κι η Τουόν, αλλά ο Ματ αντέδρασε γρηγορότερα από εκείνη. Καθώς η κοπέλα άνοιξε το στόμα της να φωνάξει, ο Ματ σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να της χώνει το πέπλο ανάμεσα στα δόντια, πετώντας τον διακοσμημένο κυκλίσκο στο πάτωμα με μια απότομη κίνηση του χεριού του. Φυσικά, η Τουόν δεν ήταν εξίσου συνεργάσιμη με την Τάυλιν. Μια πανίσχυρη λαβή στο σαγόνι της την εμπόδισε από το να βυθίσει τα δόντια της στα δάχτυλά του. Οργισμένες κραυγές αναδύονταν από τον λαιμό της, και στα μάτια της ήταν έκδηλη μια μανία που δεν είχε δείξει ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της επίθεσής της. Σφάδαζε κάτω από την αρπάγη του Νόαλ και τίναζε τα πόδια της, αλλά ο ταλαιπωρημένος γέρος κατάφερνε να μετακινεί το βάρος της, όπως και το δικό του, και να αποφεύγει τα χτυπήματα των τακουνιών της. Ταλαιπωρημένος ή όχι, δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να είναι γραπωμένος επάνω της.
«Έχεις συχνά τέτοιου είδους μπελάδες με τις γυναίκες;» ρώτησε τον Ματ με ήπιο τόνο, και το χαμόγελό του αποκάλυψε τα κενά ανάμεσα στα δόντια του. Φορούσε τον χιτώνα του, κι ο μπόγος με τα υπάρχοντά του ήταν δεμένος στην πλάτη του.
«Πάντα», αποκρίθηκε ξινά ο Ματ, γρυλίζοντας καθώς το ένα γόνατο της γυναίκας του χτύπησε τον πονεμένο γοφό. Καταφέρνοντας να λύσει με το ένα χέρι το μαντίλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του, το χρησιμοποίησε για να σφίξει κι άλλο το στουμπωμένο πέπλο στο στόμα της Τουόν, ριψοκινδυνεύοντας να βρεθεί με κομμένο αντίχειρα. Μα το Φως, τι θα έκανε με αυτή τη γυναίκα;
«Δεν ήξερα ότι τα είχες σχεδιάσει έτσι τα πράγματα», είπε ο Νόαλ, διόλου λαχανιασμένος, παρά τα τινάγματα της γυναίκας στην αρπάγη του, «αλλά, όπως βλέπεις, φεύγω κι εγώ απόψε. Σκέφτηκα πως, μια-δυο μέρες μετά, το μέρος δεν θα ήταν πια του γούστου μου».
«Σοφή απόφαση», μουρμούρισε ο Ματ. Μα το Φως, έπρεπε να έχει προειδοποιήσει τον Νόαλ.
Γονατίζοντας, απόφυγε μια κλωτσιά της Τουόν —όχι μόνο μία, δηλαδή— και κατάφερε να την πιάσει από τα πόδια. Ένα μαχαίρι που εμφανίστηκε μέσα από την πουκαμίσα του έκανε μια τομή στο στρίφωμα του φορέματός της, κι ο Ματ έκοψε μια μεγάλη λωρίδα για να της δέσει τους αστραγάλους. Τον βοήθησε πολύ η εξάσκηση με την Τάυλιν, νωρίτερα. Δεν είχε συνηθίσει να δένει γυναίκες. Σκίζοντας μια δεύτερη λωρίδα φορέματος από τον ποδόγυρο της φούστας της, πήρε από το πάτωμα τον κυκλίσκο και σηκώθηκε, μουγκρίζοντας αφ’ ενός από την προσπάθεια που κατέβαλε κι αφ’ ετέρου από τη νέα κλωτσιά που δέχτηκε η οποία έβαλε φωτιά στο ισχίο του. Μόλις τοποθέτησε και πάλι τον κυκλίσκο στο κεφάλι της, η Τουόν τον κοίταξε κατάματα. Είχε πάψει να χτυπιέται άδικα και δεν έμοιαζε διόλου φοβισμένη. Μα το Φως, στη θέση της θα είχε γίνει ένα με το χώμα.
Τελικά, κατέφθασε κι ο Τζούιλιν, πλήρως εξοπλισμένος και φορώντας τον μανδύα του, με το κοντόσπαθο και τη χαρακωμένη ασπίδα για τα σπαθιά περασμένη στη ζώνη του και κρατώντας στο ένα χέρι τη λεπτή μαγκούρα του από μπαμπού. Μια λεπτοκαμοψένη μαυρομάλλα γυναίκα, που φορούσε χοντρό λευκό χιτώνιο, όπως οι ντα’κοβάλε που βρίσκονταν έξω, ήταν πιασμένη σφιχτά στο δεξί του μπράτσο. Παρότι είχε στραβομουτσουνιάσει, ήταν αρκετά χαριτωμένη, με ένα στόμα σαν μπουμπούκι και πέντε ή έξι χρόνια μεγαλύτερη απ’ ό,τι περίμενε ο Ματ. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της ήταν άτολμα και πετάγονταν τριγύρω. Μόλις πρόσεξε την Τουόν, άφησε μια τσιρίδα κι αποτραβήχτηκε από τον Τζούιλιν, λες κι ο τελευταίος ήταν καυτός φούρνος. Έπεσε στο πάτωμα, δίπλα στην πόρτα, κι έμεινε διπλωμένη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα.
«Χρειάστηκε να βάλω τα δυνατά μου για να πείσω τη Θίρα να σηκωθεί να φύγει», είπε αναστενάζοντας ο ληστοκυνηγός, κοιτώντας τη με ένα βλέμμα γεμάτο έγνοια. Αυτή ήταν κι η μόνη εξήγηση που έδωσε για την αργοπορία του, πριν στρέψει την προσοχή του στο φορτίο του Νόαλ. Αφαιρώντας τον γελοίο κωνικό κόκκινο σκούφο, έξυσε το κεφάλι του. «Τι θα κάνουμε με τούτη εδώ;» ρώτησε εντελώς απλοϊκά.
«Θα την παρατήσουμε στους στάβλους», αποκρίθηκε ο Ματ. Θα μπορούσαν να το κάνουν, αν ο Βάνιν έπειθε τους ιπποκόμους να αφήσουν στον ίδιον και στον Χάρναν τη φροντίδα των αλόγων οποιουδήποτε αγγελιαφόρου. Μέχρι στιγμής, κάτι τέτοιο φάνταζε σαν πρόσθετη προφύλαξη, ίσως όχι απαραίτητη. Μέχρι στιγμής. «Στη σοφίτα με τον σανό. Δεν πρόκειται να τη βρουν έως το πρωί, όταν θα αρχίσουν να φτυαρίζουν τον σανό με τα δίκρανα».
«Κι εγώ που νόμιζα ότι θα την απήγαγες», είπε αναστενάζοντας ο Νόαλ, αφήνοντας τα δεμένα πόδια της Τουόν να ακουμπήσουν και πάλι στο δάπεδο, και μετακινώντας το βάρος του, έτσι ώστε να την αδράξει από τις μασχάλες. Με το κεφάλι ανασηκωμένο, η μικροκαμωμένη γυναίκα παραιτήθηκε από την πάλη. Ακόμα και με το φίμωτρο στο στόμα, η καταφρόνια ήταν ξεκάθαρη στο πρόσωπό της. Αρνήθηκε να δώσει μάχη, όχι επειδή δεν είχε νόημα, αλλά επειδή δεν ήθελε η ίδια.
Βήματα, που γίνονταν ολοένα και πιο έντονα, αντήχησαν στον διάδρομο που οδηγούσε στον προθάλαμο. Επιτέλους, μάλλον θα ερχόταν η Εγκήνιν. Βέβαια, όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, θα μπορούσαν να είναι οι Φρουροί του Θανάτου, και μάλιστα οι Ογκιρανοί.
Ο Ματ ένευσε βιαστικά στους άλλους να καταλάβουν τις γωνίες, έτσι ώστε να βρίσκονται εκτός οπτικού πεδίου όποιου έμπαινε από την πόρτα, κι ο ίδιος έκανε μερικά βήματα κουτσαίνοντας, για να πιάσει το μαύρο δόρυ του. Ο Τζούιλιν ανασήκωσε τη Θίρα και την τράβηξε αριστερά του, όπου η γυναίκα έσκυψε δουλικά στη γωνία κι εκείνος στάθηκε μπροστά της, κρατώντας τη μαγκούρα και με τα δυο του χέρια. Ως όπλο φάνταζε μάλλον εύθραυστο, αλλά ο ληστοκυνηγός μπορούσε να το χρησιμοποιήσει με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Νόαλ τράβηξε την Τουόν στην απέναντι γωνία του δωματίου κι απελευθέρωσε το ένα της χέρι, για να απλώσει το δικό του στο εσωτερικό του πανωφοριού του, όπου φύλαγε τα μακρουλά μαχαίρια του. Ο Ματ στάθηκε στη μέση του δωματίου, με την πλάτη στη νοτισμένη νυχτιά και με το ασανταρέι όρθιο μπροστά του. Άσχετα από το ποιος θα έμπαινε στο δωμάτιο, σίγουρα δεν ήταν ικανός να χορέψει, με τον γοφό του μουδιασμένο σχεδόν από τα χτυπήματα της Τουόν, αλλά στη χειρότερη περίπτωση θα άφηνε μερικά σημάδια στους εισερχόμενους.
Όταν η Εγκήνιν πέρασε από την είσοδο, ο Ματ έγειρε πάνω στο δόρυ του, ανακουφισμένος. Την ακολουθούσαν δύο σουλ’ντάμ και, λίγο πιο πίσω, ο Ντόμον. Ο Ματ πρόσεξε για πρώτη φορά την Εντεσίνα, αν και την ανακάλεσε στη μνήμη του από εκείνη τη μέρα που είδε την νταμέην να εξασκείται, μια λυγερόκορμη κι ευπαρουσίαστη γυναίκα ντυμένη με ένα απλό γκρίζο φόρεμα, με μαύρα μαλλιά να ξεχύνονται μέχρι τη μέση της. Παρά το α’ντάμ που τη συνέδεε με τον καρπό της Σέτα, η Εντεσίνα κοιτούσε γύρω της ήρεμα. Ήταν μια χαλιναγωγημένη Άες Σεντάι, που ωστόσο ήταν βέβαιη πως σύντομα θα απαλλασσόταν από το λουρί της. Από την άλλη, η Τέσλιν έτρεμε από ανυπομονησία, γλείφοντας τα χείλη της κι ατενίζοντας την πόρτα που οδηγούσε στην αυλή των στάβλων. Η Ρέννα κι η Σέτα έσερναν τις δύο Άες Σεντάι πίσω από την Εγκήνιν, χωρίς να παίρνουν στιγμή το βλέμμα τους από την είσοδο της αυλής των στάβλων.
«Χρειάστηκε να κατευνάσω την ντερ’σουλ’ντάμ», είπε η Εγκήνιν μόλις μπήκε μέσα. «Είναι πολύ προστατευτικές απέναντι στις κηδεμονευόμενές τους». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Τζούιλιν και στη Θίρα και κατσούφιασε. Δεν υπήρχε λόγος να της μιλήσει για τη Θίρα, ειδικά από τη στιγμή που προσφερόταν να βοηθήσει την νταμέην, αλλά ήταν προφανές πως δεν της άρεσε αυτή η έκπληξη με το μάλλινο χιτώνιο. «Βέβαια, μια και πρόσεξε τη Σέτα και τη Ρέννα, πρέπει να αλλάξουν μερικά πράγματα», συνέχισε, «αλλά...» Τα λόγια της κόπηκαν μαχαίρι καθώς η ματιά της έπεσε πάνω στην Τουόν. Η Εγκήνιν ήταν χλωμή γυναίκα, αλλά τώρα είχε γίνει χλωμότερη. Το βλέμμα της Τουόν ήταν άγριο πάνω από το φίμωτρο, κι η γυναίκα απέπνεε την ανηλεή θηριωδία ενός αποκεφαλιστή. «Ω, Φως μου!» είπε βραχνά η Εγκήνιν, κι έπεσε στα γόνατα. «Τρελέ! Θα πεθάνεις αργά-αργά και με βασανιστήρια, και μόνο που άγγιξες την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών!» Οι δύο σουλ’ντάμ ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα και γονάτισαν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όχι μόνο τραβώντας μαζί τους και τις δύο Άες Σεντάι, αλλά αρπάζοντας σφιχτά και τα α’ντάμ από τα κολάρα τους, για να τις αναγκάσουν να προσκυνήσουν.
Ο Ματ μούγκρισε λες κι η Τουόν τον είχε κλωτσήσει στην κοιλιά. Κι όντως, έτσι αισθάνθηκε. Η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών. Το Άελφιν του είχε πει την αλήθεια, όσο κι αν ο ίδιος δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Θα πέθαινε και θα ζούσε ξανά, αν αυτό δεν είχε ήδη συμβεί. Θα θυσίαζε το φως του μισού κόσμου για να τον σώσει, παρ’ όλο που δεν ήθελε καν να σκεφτεί τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Θα παντρευόταν... «Είναι η σύζυγός μου», είπε μαλακά. Κάποιος άφησε έναν πνιχτό ήχο, κι είχε την εντύπωση πως ήταν ο Ντόμον.
«Τι πράγμα;» τσίριξε η Εγκήνιν, και το κεφάλι της στράφηκε τόσο βίαια προς το μέρος του, που η αλογοουρά της στριφογύρισε απότομα και τη χαστούκισε στο πρόσωπο. Ο Ματ δεν πίστευε ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε ποτέ να τσιρίξει. «Δεν μπορείς να λες κάτι τέτοιο! Δεν πρέπει να μιλάς έτσι!»
«Γιατί όχι;» της ανταπάντησε απαιτητικά. Το Άελφιν έδινε πάντοτε σωστές απαντήσεις. Πάντα. «Είναι η σύζυγος μου. Η καταραμένη σας Κόρη των Εννέα Φεγγαριών είναι η σύζυγός μου!»
Όλοι έμειναν να τον κοιτάνε σαν χαζοί, εκτός από τον Τζούιλιν, ο οποίος έβγαλε τον σκούφο του και τον περιεργάστηκε. Ο Ντόμον κούνησε το κεφάλι του κι ο Νόαλ γέλασε ανάλαφρα. Η Εγκήνιν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Οι δύο σουλ’ντάμ είχαν μείνει εμβρόντητες, λες και κοιτούσαν κάποιον παρανοϊκό που κυκλοφορούσε ελεύθερος και παραληρούσε. Η Τουόν κοιτούσε κι εκείνη σαν χαμένη, αλλά η έκφραση του προσώπου της ήταν εντελώς αδιευκρίνιστη, κρύβοντας κάθε είδους σκέψη πίσω από αυτά τα σκούρα μάτια. Μα το Φως, τι θα έκανε τώρα; Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να κινηθεί πριν...
Η Σελούσια μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο κι ο Ματ μούγκρισε. Μα όλο το Παλάτι θα έμπαινε εκεί μέσα, που να πάρει; Ο Ντόμον έκανε να την αρπάξει, αλλά αυτή του ξέφυγε, κάνοντας στην άκρη. Η στρουμπουλή χρυσομάλλα σο’τζίν δεν ήταν αρχοντική όπως συνήθως, έτσι όπως συστρέφονταν τα χέρια της και με τη ματιά της να πετάγεται τριγύρω, σαν κυνηγημένη. «Συγγνώμη που παρεμβαίνω», είπε με φωνή γεμάτη φόβο, «αλλά αυτό που κάνεις είναι εντελώς τρελό». Αφήνοντας ένα βογκητό, κάθισε ανακούρκουδα, ανάμεσα στις γονατιστές σουλ’ντάμ, τοποθετώντας τα χέρια της στους ώμους τους, σαν να αναζητούσε την προστασία τους. Τα γαλάζια της μάτια δεν έπαψαν στιγμή να πετάγονται τριγύρω στο δωμάτιο. «Όποιοι κι αν είναι οι οιωνοί, μπορείς να επανορθώσεις αν συναινέσεις να αποσύρεις τον ισχυρισμό σου».
«Ηρέμησε, Σελούσια», είπε ο Ματ προσπαθώντας να την καταπραΰνει. Η γυναίκα δεν τον κοιτούσε, αλλά εκείνος εξακολούθησε να κάνει κατευναστικές κινήσεις. Δεν υπήρχε καμία μνήμη που να του λέει τι κάνεις όταν έχεις να αντιμετωπίσεις μια υστερική γυναίκα, εκτός από το να κρυφτείς. «Κανείς δεν θα πάθει κακό. Κανείς! Σ’ το υπόσχομαι. Μπορείς να ηρεμήσεις τώρα».
Για κάποιο λόγο, η γυναίκα φάνηκε να σαστίζει, αλλά αμέσως μετά γονάτισε και δίπλωσε τα χέρια της πάνω στα γόνατα της. Άξαφνα, όλος αυτός ο φόβος φάνηκε να την εγκαταλείπει, κι ήταν και πάλι μεγαλοπρεπής όπως πριν. «Θα σε υπακούω, αρκεί να μην κάνεις κακό στην αρχόντισσά μου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα σε σκοτώσω».
Αν άκουγε κάτι τέτοιο από την Εγκήνιν, θα του κοβόταν η φόρα, αλλά ακούγοντάς το από τα χείλη αυτής της πλαδαρής γυναίκας με τα ωχρά μάγουλα, κοντή παρότι κάπως ψηλότερη από την αφέντρα της, δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Το Φως μόνο ήξερε πόσο επικίνδυνες μπορούσαν να γίνουν οι γυναίκες, αλλά είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει πως μπορούσε να τα βγάλει πέρα με μια απλή υπηρέτρια. Τουλάχιστον, είχε πάψει πια να είναι υστερική. Πόσο κυκλοθυμικές είναι οι γυναίκες.
«Να υποθέσω πως σκοπεύεις να τις αφήσεις και τις δυο στη σοφίτα με τον σανό;» ρώτησε ο Νόαλ.
«Όχι», αποκρίθηκε ο Ματ, κοιτώντας την Τουόν. Εκείνη του ανταπέδωσε τη ματιά, αν κι η έκφραση της εξακολουθούσε να είναι αδιευκρίνιστη. Ήταν μια γυναίκα λεπτοκαμωμένη σαν αγοράκι, ενώ του ίδιου άρεσαν οι γυναίκες με πιασίματα. Διάδοχος του θρόνου των Σωντσάν, τη στιγμή που οι γυναίκες ευγενούς καταγωγής τού προκαλούσαν ρίγη. Μια γυναίκα που επιθυμούσε να τον αγοράσει, ενώ τώρα το μόνο που έμοιαζε να θέλει ήταν να τον καρφώσει στα πλευρά με ένα μαχαίρι. Και θα γινόταν γυναίκα του. Το Άελφιν έδινε πάντα σωστές απαντήσεις. «Θα τις πάρουμε μαζί μας», είπε.
Επιτέλους, η Τουόν εκφράστηκε. Χαμογέλασε, λες και ξαφνικά της αποκαλύφθηκε ένα μυστικό. Εκείνη χαμογέλασε κι εκείνος αναρρίγησε. Μα το Φως, πόσο αναρρίγησε.