Ο Ραντ κάλπαζε κατά μήκος της πλατιάς πέτρινης γέφυρας, που έβλεπε βορεινά της Πύλης του Κάεμλυν, χωρίς να ρίξει ματιά πίσω του. Ο ήλιος δεν ήταν παρά μια ωχρή χρυσή σφαίρα, που μόλις είχε ξεπροβάλει από τον ορίζοντα σε έναν ασυννέφιαστο ουρανό, αλλά ο αέρας ήταν αρκετά κρύος ώστε να θολώνει την ανάσα του, ενώ οι άνεμοι της λίμνης έκαναν τον μανδύα του να ανεμίζει. Ωστόσο, δεν ένιωθε διόλου την παγωνιά, παρά μόνο ως κάτι μακρινό, που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του. Αισθανόταν πιο παγερός από τον ίδιο τον χειμώνα. Οι φρουροί, που είχαν έρθει να τον βγάλουν από το κελί το προηγούμενο βράδυ, εξεπλάγησαν όταν τον βρήκαν να κρυφογελάει. Εξακολουθούσε να χαμογελάει αχνά, λες και μια αχνή καμπύλη είχε χαραχθεί μόνιμα στο στόμα του. Η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει τις πληγές του χρησιμοποιώντας τα τελευταία απομεινάρια του σαϊντάρ της ζώνης της, ωστόσο ο κρανοφόρος αξιωματικός που βγήκε στον δρόμο, στη βάση της γέφυρας, ένας ρωμαλέος άντρας με αμβλυμένα χαρακτηριστικά, ξαφνιάστηκε μόλις τον είδε, λες και το πρόσωπο του Ραντ εξακολουθούσε να είναι πρησμένο και μπλάβο.
Η Κάντσουεϊν έγειρε πάνω στη σέλα της, για να ψιθυρίσει χαμηλόφωνα στον αξιωματικό λίγα λόγια και να του δώσει ένα διπλωμένο χαρτί. Ο άντρας την κοίταξε συνοφρυωμένος κι άρχισε να διαβάζει, αλλά αμέσως μετά τίναξε το κεφάλι του και κοίταξε εμβρόντητος τους έφιππους άντρες και γυναίκες που περίμεναν υπομονετικά πίσω της. Το βλέμμα του έπεσε ξανά στην κορυφή της σελίδας και τα χείλη του άρχισαν να κινούνται σιωπηλά, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί για κάθε λέξη που διάβαζε, πράγμα διόλου παράξενο. Υπογεγραμμένη και σφραγισμένη και από τις δεκατρείς Συμβούλους, η διαταγή έλεγε ότι δεν έπρεπε να γίνει κανένας έλεγχος για ειρηνοδεσμούς, ούτε να ψάξουν τα υποζύγια. Τα ονόματα της συγκεκριμένης ομάδας έπρεπε να παραγραφούν και να μην καταχωριστούν στα αρχεία, η δε διαταγή να καεί. Δεν είχαν έρθει ποτέ στο Φαρ Μάντινγκ, ούτε οι Άες Σεντάι, ούτε οι Άθα’αν Μιέρε, ούτε κανείς.
«Τελείωσε, Ραντ», είπε απαλά η Μιν, τσιγκλώντας τη σκληροτράχηλη καφετιά φοράδα της προς το μέρος του γκρίζου μουνουχιομένου αλόγου του, μολονότι βρισκόταν μονίμως πλάι του, όπως η Νυνάβε πλάι στον Λαν, του οποίου οι μώλωπες και το σπασμένο χέρι είχαν ήδη Θεραπευτεί, πριν ακόμα στρέψει τις φροντίδες της στον Ραντ. Το πρόσωπο της Μιν αντανακλούσε τις ανησυχίες που έρρεαν στον δεσμό. Αφήνοντας τον μανδύα της να παρασύρεται από τον άνεμο, του χτύπησε στοργικά το χέρι. «Μπορείς να πάψεις να το σκέφτεσαι πλέον».
«Χρωστώ ευγνωμοσύνη στο Φαρ Μάντινγκ, Μιν». Η φωνή του ήταν άχρωμη, μακρινή, όπως τότε που είχε αδράξει για πρώτη φορά το σαϊντίν. Θα μπορούσε βέβαια να την κάνει πιο θερμή για χάρη της, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. «Πράγματι, εδώ βρήκα αυτό που ήθελα». Αν ένα ξίφος είχε μνήμη, θα ευγνωμονούσε τη φωτιά που το σφυρηλάτησε, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσε να νιώσει στοργή απέναντί της. Όταν τους άφησαν να περάσουν, σπιρούνισε το γκρίζο του άτι κι αυτό άρχισε να καλπάζει τριποδίζοντας στο σκληρό, πατημένο και βρώμικο μονοπάτι που οδηγούσε στους λόφους. Ο Ραντ ούτε καν γύρισε να κοιτάξει, μέχρι που τα δέντρα έκρυψαν εντελώς την πόλη.
Ο δρόμος ανηφόριζε και φιδογύριζε μέσα από τους δασωμένους χειμωνιάτικους λόφους, όπου μόνο τα πεύκα κι οι χαμοδάφνες έδιναν μια νότα πράσινου, ενώ τα περισσότερα κλαριά ήταν εντελώς γυμνά και γκρίζα. Αίφνης, η Πηγή ήταν ξανά παρούσα, φαινομενικά λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού του. Παλλόταν και του ένευε, γεμίζοντάς τον με μια πείνα που δεν διέφερε πολύ από λιμό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, απλώθηκε και γέμισε με σαϊντίν το κενό που ένιωθε μέσα του, μια πύρινη χιονοστιβάδα, μια θύελλα από πάγο, εμβαπτισμένο στο βρωμερό μίασμα που έκανε την αθεράπευτη πληγή στα πλευρά του να πάλλεται. Στριφογύρισε πάνω στη σέλα του, καθώς το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει και το στομάχι του να σφίγγεται, ενόσω πάλευε να τιθασεύσει τη χιονοστιβάδα που προσπαθούσε να τσουρουφλίσει το μυαλό του, να καβαλήσει τη θύελλα που πάσχιζε να ξεπαστρέψει την ψυχή του. Δεν υπήρχε συγχώρεση, ούτε οίκτος, στην αρσενική πλευρά της Δύναμης. Ο άντρας έπρεπε να παλέψει μαζί της ή να πεθάνει. Ένιωθε τους τρεις Άσα’μαν, πίσω του, να γεμίζουν κι οι ίδιοι από ενέργεια, να πίνουν το σαϊντίν σαν κάποιοι που μόλις είχαν διασχίσει την Ερημιά κι είχαν βρει νερό. Μες στο μυαλό του, ο Λουζ Θέριν, στέναξε με ανακούφιση.
Η Μιν σπιρούνισε το άλογό της κι ήρθε τόσο κοντά του, που τα πόδια τους ακούμπησαν μεταξύ τους. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχη. «Φαίνεσαι αδιάθετος».
«Είμαι μια χαρά, σαν νεράκι της βροχής», της αποκρίθηκε, και δεν έλεγε ακριβώς ψέματα. Ένιωθε ατσαλένιος και, προς μεγάλη του έκπληξη, όχι και τόσο σκληρός. Σκόπευε να τη στείλει στο Κάεμλυν μαζί με την Αλίβια, για να την προστατεύει. Αν η χρυσομάλλα γυναίκα επρόκειτο να τον βοηθήσει να πεθάνει, άξιζε την εμπιστοσύνη του. Είχε ήδη σκεφτεί τι θα έλεγε, αλλά κοιτώντας τα σκούρα μάτια της Μιν, ένιωθε ανίκανος να σχηματίσει τις κατάλληλες λέξεις. Οδηγώντας το φαιόχρωμο ζωντανό ανάμεσα στα δέντρα με τα γυμνά κλαριά, απευθύνθηκε στην Κάντσουεϊν, μιλώντας πάνω από τον ώμο του. «Αυτό είναι το μέρος».
Η γυναίκα τον ακολούθησε, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι. Η Χαρίνε μόλις που είχε καταφέρει να τον αφήσει λιγάκι από την επίβλεψή της το προηγούμενο βράδυ και να κοιμηθεί μερικές ώρες. Θα την άφηνε πίσω, αλλά σε αυτό το θέμα η Κάντσουεϊν τού είχε δώσει την πρώτη της συμβουλή. Έκανες μία συμφωνία μαζί τους, αγόρι μου, κάτι σαν συνθήκη, σαν να έδωσες τον λόγο σου. Κράτα τον ή πες τους ότι δεν ισχύει. Ειδάλλως, δεν είσαι παρά ένας κοινός κλέφτης. Του είχε μιλήσει σταράτα κι άμεσα, κι ο τόνος της φωνής της δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με την άποψή της για τους κλέφτες. Ο Ραντ δεν είχε δώσει καμία υπόσχεση ότι θα ακολουθήσει τις συμβουλές της, αλλά κι εκείνη παραήταν διστακτική για σύμβουλός του, οπότε δεν ρίσκαρε να την απομακρύνει τόσο σύντομα. Η Κυρά των Κυμάτων κι οι άλλες δύο Θαλασσινές προχωρούσαν μαζί με την Αλίβια, μπροστά από τη Βέριν και τις υπόλοιπες Άες Σεντάι που είχαν ορκιστεί στο όνομά του, όπως επίσης και τις τέσσερις συντρόφισσες της Κάντσουεϊν, η οποία, ο Ραντ ήταν σίγουρος, δεν το είχε σε τίποτα να τους εγκαταλείψει όλους, ίσως και συντομότερα από το αναμενόμενο.
Στα μάτια κάποιου ουδέτερου παρατηρητή, το συγκεκριμένο μέρος —όπου ο Ραντ είχε σκάψει, πριν πάει στο Φαρ Μάντινγκ— δεν είχε κάποιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό. Στα μάτια του Ραντ όμως, μια λεπτή αχτίδα που λαμπύριζε σαν φανός υψωνόταν μέσα από τα υγρά, σάπια φυλλώματα του δασώδους εδάφους. Ακόμα κι ένας άλλος άντρας με την ικανότητα της διαβίβασης θα μπορούσε να προσπεράσει την αχτίδα χωρίς να πάρει είδηση τίποτα. Ο Ραντ δεν μπήκε στον κόπο να ξεπεζέψει. Χρησιμοποιώντας ροές Αέρα, διέλυσε το παχύ στρώμα των σάπιων φύλλων και των κλωναριών και φτυάρισε τη νοτερή γη, μέχρι που αποκάλυψε έναν μακρόστενο μπόγο, δεμένο με ένα πέτσινο κορδόνι. Σβώλοι βρωμιάς ήταν κολλημένοι στο ύφασμα που τον τύλιγε, καθώς ο Ραντ άδραξε το Καλαντόρ. Δεν είχε τολμήσει να το πάρει μαζί του στο Φαρ Μάντινγκ. Χωρίς θηκάρι, θα ήταν αναγκασμένος να το αφήσει στο οχυρό της γέφυρας, κι αυτό δεν θα διέφερε από σημαία που περίμενε να αναγγείλει την παρουσία του. Ήταν απίθανο να υπάρχει σε όλο τον κόσμο άλλο ξίφος φτιαγμένο από κρύσταλλο, και δεν ήταν λίγοι όσοι γνώριζαν πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε ένα στην κατοχή του. Αφήνοντας το εδώ, ο ίδιος είχε καταλήξει σε ένα σκοτεινό και στενάχωρο πέτρινο κουτί, υπό την εξουσία... Όχι. Ό,τι έγινε, έγινε. Τέλος. Ο Λουζ Θέριν αγκομάχησε στις σκιές του μυαλού του.
Θηκαρώνοντας το Καλαντόρ στη ζώνη στήριξης της σέλας του, σπιρούνισε το φαιόχρωμο άλογό του, για να στραφεί προς το μέρος των υπολοίπων. Τα άλογα έσφιγγαν τις ουρές τους για να μην τις παρασέρνει ο άνεμος, αλλά πού και πού όλο και κάποιο από δαύτα χτυπούσε δυνατά με τις οπλές του το έδαφος ή τίναζε το κεφάλι του, ανυπόμονο να ξεκινήσει ξανά, έπειτα από τη μακρόχρονη παραμονή του στον στάβλο. Το πέτσινο δισάκι που κρεμόταν από τον ώμο της Νυνάβε φάνταζε αταίριαστο με όλα αυτά τα τερ’ανγκριάλ που φορούσε, γεμάτα με πολύτιμους λίθους. Τώρα, που πλησίαζε πια η ώρα, η γυναίκα χάιδευε το εξογκωμένο δισάκι, προφανώς χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει. Πάσχιζε να κρύψει τον φόβο της, αλλά το πηγούνι της έτρεμε. Η Κάντσουεϊν τον κοιτούσε κάπως αδιάφορα. Η κουκούλα της είχε πέσει προς τα πίσω, ενώ πού και πού μια ριπή ανέμου δυνατότερη από τις άλλες κουνούσε πέρα-δώθε τα χρυσά ψάρια και πουλιά, τα άστρα και τα φεγγάρια, που κρέμονταν από τον κότσο της.
«Θα αφαιρέσω το μίασμα από την αρσενική πλευρά της Δύναμης», ανακοίνωσε ο Ραντ.
Οι τρεις Άσα’μαν, ντυμένοι πλέον με απέριττα σκουρόχρωμα πανωφόρια και μανδύες, όπως οι Πρόμαχοι, αντάλλαξαν αναστατωμένες ματιές, κι ένα ρίγος διαπέρασε τις Άες Σεντάι. Η Νεσούνε άφησε μια κραυγή έκπληξης, κάτι εντελώς παράταιρο για τη λυγερή αδελφή με τη γαμψή μύτη.
Η έκφραση της Κάντσουεϊν δεν άλλαξε στο ελάχιστο. «Με αυτό;» είπε, ανασηκώνοντας γεμάτη αμφιβολία το φρύδι της και κοιτώντας τον μπόγο κάτω από τα πόδια του.
«Με τα Τσόενταν Καλ», αποκρίθηκε ο Ραντ. Η ονομασία αυτή ήταν ένα ακόμη δώρο του Λουζ Θέριν, σαν να υπήρχε ανέκαθεν μέσα στο κεφάλι του Ραντ. «Τα γνωρίζετε ως τεράστιους ανδριάντες, ως σα’ανγκριάλ, το ένα θαμμένο στην Καιρχίν και το άλλο στο Τρεμάλκινγκ». Το κεφάλι της Χαρίνε τινάχτηκε απότομα στην αναφορά του νησιού των Θαλασσινών, κάνοντας τα χρυσά μενταγιόν στην αλυσίδα της μύτης της να κουδουνίσουν. «Είναι πάρα πολύ μεγάλα για να μετακινηθούν με ευκολία, αλλά έχω στην κατοχή μου ένα ζευγάρι τερ’ανγκριάλ που λέγονται κλειδιά πρόσβασης. Χρησιμοποιώντας τα, τα Τσόενταν Καλ μπορούν να ανοίξουν από οποιαδήποτε σημείο του κόσμου».
Επικίνδυνο, μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Τρέλα. Ο Ραντ τον αγνόησε. Προς το παρόν, το μόνο άτομο που είχε σημασία ήταν η Κάντσουεϊν.
Το άλογό της τίναξε ένα μαύρο αυτί, λες κι ένιωθε πιότερο ενθουσιασμό από την αναβάτη του. «Ένα από αυτά τα σα’ανγκριάλ είναι φτιαγμένο για γυναίκα», είπε η Κάντσουεϊν ψυχρά. «Ποια θα πρότεινες να το χρησιμοποιήσει; Ή, μήπως, αυτά τα κλειδιά σού επιτρέπουν να αντλήσεις εσύ κι από τα δύο;»
«Η Νυνάβε θα συνδεθεί μαζί μου». Η Νυνάβε ήταν το μόνο άτομο στο οποίο είχε εμπιστοσύνη για να δημιουργήθουν σύνδεσμο. Ήταν Άες Σεντάι, μα είχε διατελέσει και Σοφία στο Πεδίο του Έμοντ· έπρεπε να την εμπιστευθεί. Η Νυνάβε τού χαμογέλασε κι ένευσε αποφασιστικά, ενώ το πηγούνι της είχε πάψει να τρέμει. «Μην προσπαθήσεις να με σταματήσεις, Κάντσουεϊν». Η γυναίκα δεν απάντησε, παρά μόνο απέμεινε να τον κοιτάει εξεταστικά, ζυγίζοντάς τον με τα σκούρα, βαριά της μάτια.
«Συγχώρα με, Κάντσουεϊν», έσπασε τη σιωπή η Κουμίρα, γέρνοντας το φακιδιάρικο πρόσωπό της προς το μέρος του. «Νεαρέ, σκέφτηκες καθόλου τις πιθανότητες μιας αποτυχίας; Σκέφτηκες τις συνέπειες μιας αποτυχίας;»
«Ετοιμαζόμουν να κάνω την ίδια ερώτηση», είπε κοφτά κι η Νεσούνε. Καθόταν στητή πάνω στη σέλα της, και τα σκούρα της μάτια συνάντησαν επί ίσοις όροις το βλέμμα του Ραντ. «Απ’ όσο έχω διαβάσει, η απόπειρα χρήσης αυτών των σα’ανγκριάλ μπορεί να καταλήξει σε συμφορά. Και τα δύο μαζί, ίσως αποκτήσουν αρκετή ισχύ για να τσακίσουν ολόκληρο τον κόσμο σαν αβγό».
Σαν αβγό! συμφώνησε κι ο Λουζ Θέριν. Κανείς δεν τα δοκίμασε ποτέ. Είναι καθαρή παράνοια! στρίγκλισε. Είσαι τρελός! Παράφρονας!
«Απ’ ό,τι άκουσα την τελευταία φορά», είπε ο Ραντ στις αδελφές, «ένας στους πενήντα Άσα’μαν τρελαίνεται και πρέπει να τον αντιμετωπίσουν σαν λυσσασμένο σκυλί. Ίσως τώρα η αναλογία να είναι μεγαλύτερη. Σίγουρα το εγχείρημα ενέχει κάποιον κίνδυνο, αλλά όλα είναι υποθετικά. Αν δεν δοκιμάσω, το σίγουρο είναι πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα τρελαίνονται, χιλιάδες ίσως, μπορεί κι όλοι μας. Αργά ή γρήγορα, θα είναι πάρα πολλοί για να σκοτωθούν εύκολα. Δεν νομίζω πως θα σας ήταν πολύ ευχάριστο να βρεθείτε εν αναμονή της Τελευταίας Μάχης με καμιά εκατοστή λυσσασμένους Άσα’μαν να περιπλανιόνται τριγύρω, πόσω μάλλον με διακόσιους ή πεντακόσιους. Ίσως, δε, να βρίσκομαι κι εγώ ανάμεσά τους. Πόσον καιρό θα αντέξει ο κόσμος μια τέτοια κατάσταση;» Μιλούσε στις δύο Καφετιές, αλλά κοιτούσε την Κάντσουεϊν. Τα σχεδόν μαύρα μάτια της δεν τον είχαν αφήσει ούτε στιγμή. Τη χρειαζόταν κοντά του, αλλά αν προσπαθούσε να τον μεταπείσει, θα απέρριπτε τις συμβουλές της ασχέτως συνεπειών. Κι αν προσπαθούσε να τον σταματήσει...; Το σαϊντίν ανάβλυσε μέσα του.
«Θα το επιχειρήσεις εδώ;» τον ρώτησε.
«Στη Σαντάρ Λογκόθ», της αποκρίθηκε, κι εκείνη συγκατένευσε.
«Είναι το κατάλληλο μέρος», είπε, «αν πρόκειται να διακινδυνεύσουμε τον αφανισμό του κόσμου».
Ο Λουζ Θέριν ούρλιαξε, ένα μαραζωμένο αλύχτισμα που αντήχησε στο εσωτερικό του κρανίου του Ραντ, καθώς η φωνή χανόταν στα σκοτεινά βάθη. Πάντως, δεν υπήρχε χώρος για να κρυφτεί. Κανένα μέρος δεν ήταν ασφαλές.
Η πύλη που ύφανε δεν άνοιξε στην ίδια την ερημωμένη πόλη της Σαντάρ Λογκόθ αλλά σε μια ελαφρά δασωμένη κι ακανόνιστη λοφοκορυφή λίγα μίλια βόρεια, όπου οι οπλές των αλόγων ηχούσαν έντονα πάνω στο αραιό πετρώδες χώμα που αναχαίτιζε την ανάπτυξη των άφυλλων δέντρων, ενώ τραχιές μπαλωματιές χιονιού κάλυπταν το έδαφος. Καθώς ο Ραντ ξεπέζευε, η ματιά του έπεσε φευγαλέα στο μακρινό μέρος που κάποτε αποκαλούνταν Αριντόλ και που φαινόταν πάνω από τις δεντροκορυφές, πύργοι που κατέληγαν απρόσμενα σε ακανόνιστη πέτρα, και λευκοί θόλοι σε σχήμα κρεμμυδιού, που θα μπορούσαν κάλλιστα να χωρέσουν ένα ολόκληρο χωριό αν ήταν ακέραιοι. Δεν έψαξε πολύ. Παρά τον πεντακάθαρο πρωινό ουρανό, εκείνοι οι ωχροί θόλοι δεν αντανακλούσαν το φως όπως έπρεπε, λες κι υπήρχε κάτι που έριχνε σκιά στα απλωμένα ερείπια. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση, η δεύτερη αγιάτρευτη πληγή στο πλευρό του άρχισε να πάλλεται ελαφρά. Η χαρακιά από το εγχειρίδιο του Πάνταν Φάιν, το οποίο είχε κατασκευαστεί στη Σαντάρ Λογκόθ, δεν παλλόταν συγχρόνως με τη μεγαλύτερη πληγή, αλλά έμοιαζε περισσότερο να τη συμπληρώνει, λες κι οι δύο πληγές εναλλάσσονταν παλμικά.
Η Κάντσουεϊν μπήκε επικεφαλής κι άρχισε να δίνει ζωηρές διαταγές, όπως ήταν αναμενόμενο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι Άες Σεντάι άδραχναν πάντα την ευκαιρία να επιδειχθούν, κι ο Ραντ δεν μπήκε στον κόπο να τη σταματήσει. Ο Λαν, ο Νίθαν κι ο Μπασέιν ξεχύθηκαν προς τη μεριά του δάσους, για να ανιχνεύσουν τον χώρο, ενώ οι υπόλοιποι Πρόμαχοι έσπευσαν να δέσουν τα άλογά τους σε χαμηλά κλαδιά, λίγο πιο πέρα. Η Μιν στηρίχθηκε στον αναβολέα και τράβηξε κοντά της το κεφάλι του Ραντ, για να του φιλήσει τα μάτια. Χωρίς να πει λέξη, κίνησε να ενωθεί με τους υπόλοιπους. Ο δεσμός φούσκωσε από την αγάπη που έτρεφε για το άτομό του, όπως επίσης και από μια τόσο ολοκληρωμένη αυτοπεποίθηση κι εμπιστοσύνη, που ο Ραντ έμεινε να την κοιτάει σαν μαρμαρωμένος.
Ο Έμπεν ήρθε να πάρει το υποζύγιο του Ραντ, χαμογελώντας από το ένα αυτί έως το άλλο. Μαζί με τη μύτη του, αυτά τα αυτιά έμοιαζαν να καλύπτουν το μισό του πρόσωπο, αλλά τώρα πια είχε γίνει ένας λιγνός νεαρός που δεν είχε καμιά σχέση με το πρωτύτερο, ασουλούπωτο παρουσιαστικό του. «Θα είναι θαυμάσιο να διαβιβάζεις δίχως το μίασμα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ενθουσιασμένος. Ο Ραντ τον έκανε περίπου δεκαεφτά χρονών, αλλά από τον ήχο της φωνής του θα έλεγες πως ήταν νεότερος. «Όποτε το σκέφτομαι, μου έρχεται να αδειάσω το στομάχι μου». Απομακρύνθηκε σέρνοντας μαζί του το φαιόχρωμο ζώο, με το χαμόγελο μονίμως χαραγμένο στο πρόσωπό του.
Η Δύναμη βρυχήθηκε μέσα στον Ραντ, κι η λέρα αμαύρωσε την αγνή ζωή του σαϊντίν που τον είχε διαπεράσει, σκάβοντας ρυάκια που έφερναν την τρέλα και τον θάνατο.
Η Κάντσουεϊν μάζεψε τις Άες Σεντάι γύρω της, όπως επίσης την Αλίβια και τη Θαλασσινή Ανεμοσκόπο. Η Χαρίνε διαμαρτυρήθηκε έντονα που την απέκλεισαν, μέχρι που το τεντωμένο δάχτυλο της Κάντσουεϊν την ξαπόστειλε για ανίχνευση κατά μήκος της λοφοκορυφής. Ο Μόαντ, με το παράξενο μπλε καπιτονέ πανωφόρι του, άφησε τη Χαρίνε σε μια προεξοχή, μιλώντας της κατευναστικά, μολονότι πού και πού η ματιά του πεταγόταν στα γύρω δέντρα. Κατόπιν, το χέρι του γλίστρησε κατά μήκος της μακρόστενης φιλντισένιας λαβής του ξίφους του. Ο Τζαχάρ εμφανίστηκε από την κατεύθυνση των αλόγων, αφαιρώντας το υφασμάτινο περιτύλιγμα του Καλαντόρ. Το κρυστάλλινο σπαθί, με τη μακρόστενη καθάρια λαβή και την ελαφρώς κυρτή λεπίδα, στραφτάλισε στο χλωμό φως του ήλιου. Μια αυτοκρατορική κίνηση εκ μέρους της Μερίς ήταν αρκετή για να τον κάνει να επιταχύνει το βήμα του και να έρθει κοντά της. Μαζί τους ήταν κι ο Ντάμερ, όπως κι ο Έμπεν. Η Κάντσουεϊν δεν είχε ζητήσει να χρησιμοποιήσει το Καλαντόρ. Ας πήγαινε στο καλό κι αυτό. Προς το παρόν, τουλάχιστον.
«Ετούτη η γυναίκα σκάει γάιδαρο!» μουρμούρισε η Νυνάβε, πηγαίνοντας προς το μέρος του Ραντ. Με το ένα χέρι κρατούσε σταθερά τον ιμάντα από το δισάκι πάνω στον ώμο της, ενώ με το άλλο άδραχνε σφιχτά την παχιά πλεξούδα που εξείχε από την κουκούλα της. «Ας πάει στο Χάσμα του Χαμού, αυτό έχω να πω εγώ! Είσαι σίγουρος πως, έστω για μία φορά, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει λάθος η Μιν; Μάλλον όχι, ε; Ωστόσο...! Πάψε να χαμογελάς έτσι! Καταντά ανησυχητικό!»
«Ας ξεκινήσουμε», της είπε, κι η Νυνάβε βλεφάρισε.
«Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε και την Κάντσουεϊν;» Κανείς δεν υποπτευόταν πως, μια στιγμή πριν, αυτή η γυναίκα καταφερόταν εναντίον της Άες Σεντάι. Αν μη τι άλλο, φαινόταν ανήσυχη μήπως την αναστατώσει.
«Ό,τι είναι να κάνει, θα το κάνει, Νυνάβε. Με τη βοήθειά σου, θα κάνω κι εγώ αυτό που πρέπει».
Η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι διστακτική, κρατώντας σφιχτά πάνω στο στήθος της το δισάκι και ρίχνοντας ανήσυχες ματιές προς τη μεριά των γυναικών που είχαν μαζευτεί γύρω από την Κάντσουεϊν. Η Αλίβια απομακρύνθηκε από την ομάδα κι ήρθε βιαστικά προς το μέρος τους, πατώντας πάνω στο ακανόνιστο έδαφος και κρατώντας τον μανδύα και με τα δύο χέρια.
«Η Κάντσουεϊν λέει πως πρέπει να μου δώσεις το τερ’ανγκριάλ, Νυνάβε», είπε με τη χαρακιηριοτική απαλή και μακρόσυρτη προφορά των Σωντσάν. «Μην προσπαθήσεις να φέρεις αντιρρήσεις. Δεν έχουμε καιρό. Επιπλέον, εσένα δεν σου χρησιμεύει, αν πρόκειται να δημιουργήσεις σύνδεσμο μαζί του».
Αυτή τη φορά, το βλέμμα που έριξε η Νυνάβε προς τις γυναίκες που είχαν μαζευτεί γύρω από την Κάντσουεϊν ήταν σχεδόν δολοφονικό, αλλά, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, αφαίρεσε όλα τα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια κι έδωσε στην Αλίβια τη διακοσμημένη με πετράδια ζώνη και το περιδέραιο. Μια στιγμή αργότερα, έλυσε αναστενάζοντας το περίεργο βραχιόλι που μέσω μιας επίπεδης αλυσιδίτσας συνδεόταν με τα δαχτυλίδια. «Μπορείς να πάρεις κι αυτό, αν θες. Δεν νομίζω πως θα μου χρειαστεί ένα ανγκριάλ, αν πρόκειται να χρησιμοποιήσω το ισχυρότερο σα’ανγκριάλ που φτιάχτηκε ποτέ. Έχε υπ’ όψιν σου, όμως, ότι τα θέλω πίσω», αποτελείωσε άγρια την πρόταση της.
«Δεν είμαι κλέφτρα», της αποκρίθηκε κομψά η γυναίκα με τη γερακίσια ματιά, τοποθετώντας τα τέσσερα δαχτυλίδια στα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Παραδόξως, το ανγκριάλ που ταίριαζε τόσο καλά στη Νυνάβε, ταίριαζε εξίσου καλά και στο μακρύτερο χέρι της Αλίβια. Οι δύο γυναίκες έμειναν να κοιτούν το αντικείμενο.
Εκείνη την ώρα, ο Ραντ συνειδητοποίησε πως καμιά από τις δύο δεν έδινε στο εγχείρημα πιθανότητες αποτυχίας. Μακάρι να ήταν κι ο ίδιος τόσο σίγουρος. Πάντως, ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν.
«Θα περιμένεις για πολύ ακόμα, Ραντ;» ρώτησε η Νυνάβε, μόλις η Αλίβια ξαναπλησίασε την Κάντσουεϊν, με βήμα ακόμα πιο γοργό απ’ όταν είχε έρθει κοντά τους. Σιάζοντας τον μανδύα της, η Νυνάβε κάθισε πάνω σε έναν υψωμένο γκρίζο βράχο σε μέγεθος μικρού πάγκου, τράβηξε πάνω στα γόνατά της το δισάκι και ξετύλιξε το πέτσινο δέμα.
Ο Ραντ κάθισε κι αυτός οκλαδόν μπροστά της, καθώς η γυναίκα έβγαζε τα δύο κλειδιά πρόσβασης, δύο λεία λευκά ειδώλια ύψους ενός ποδιού, καθένα εκ των οποίων κρατούσε μια καθάρια σφαίρα με ένα ανασηκωμένο χέρι. Έδωσε στον Ραντ τη φιγούρα του γενειοφόρου άντρα με την τήβεννο, ενώ την αντίστοιχη τηβεννοφόρο γυναίκα την τοποθέτησε στο έδαφος, μπροστά στα πόδια της. Τα πρόσωπα στα δύο ειδώλια ήταν γαλήνια, δυναμικά και γεμάτα σοφία από το διάβα των χρόνων.
«Πρέπει να προετοιμαστείς να αγκαλιάσεις την Πηγή», του είπε, φτιάχνοντας τη φούστα της χωρίς να χρειάζεται. «Μόνο τότε μπορώ να συνδεθώ μαζί σου».
Αναστενάζοντας, ο Ραντ άφησε κάτω τον γενειοφόρο άντρα κι απελευθέρωσε το σαϊντίν. Η μανιασμένη φωτιά και το κρύο χάθηκαν, όπως επίσης κι η ρυπαρή και λιγδερή προστυχιά του μιάσματος. Μαζί μ’ αυτά, η ζωή φάνηκε να φθίνει, κάνοντας τον κόσμο να μοιάζει ωχρός και μουντός. Έβαλε το χέρι του στο έδαφος δίπλα του, για να στηριχθεί στην περίπτωση που θα τον άδραχνε η ναυτία όταν θα αγκάλιαζε την Πηγή, αλλά ξαφνικά το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει από μια ζάλη διαφορετικής υφής. Για δευτερόλεπτα, ένα θαμπό πρόσωπο γέμισε το οπτικό του πεδίο, εξαλείφοντας το πρόσωπο της Νυνάβε, ένα αντρικό πρόσωπο σχεδόν αναγνωρίσιμο. Μα το Φως, αν συνέβαινε αυτό όσο άδραχνε το σαϊντίν... Η Νυνάβε έσκυψε προς το μέρος του, με πρόσωπο γεμάτο αγωνία.
«Τώρα», είπε ο Ραντ, κι απλώθηκε για να αγκαλιάσει την Πηγή μέσω του γενειοφόρου άντρα. Απλώθηκε, αλλά δεν την άδραξε. Κρεμάστηκε στο χείλος, θέλοντας να ουρλιάξει από αγωνία, καθώς οι τρεμάμενες φλόγες φάνηκαν να τον ψήνουν, ακόμα κι όταν οι λυσσαλέοι άνεμοι πετούσαν επάνω του κομμάτια παγωμένης άμμου, χαράζοντάς του την επιδερμίδα. Παρακολουθώντας τη Νυνάβε να παίρνει μια βαθιά ανάσα, κατάλαβε πως όλα αυτά διήρκεσαν μια στιγμή μονάχα, αν και του φάνηκε πως τα υπέφερε επί ώρες ολόκληρες...
Το σαϊντίν έρρεε μέσα του, όλη αυτή η χυτή μανία ανακατεμένη με ψυχράδα, όλη αυτή η βρωμιά, κι αυτός αδυνατούσε να ελέγξει ακόμα και μια κλωστή του σε μέγεθος τρίχας. Μπορούσε να παρατηρήσει τη ροή από τον εαυτό του προς τη Νυνάβε. Την ένιωθε να κοχλάζει μέσα του, αισθανόταν τις επίβουλες παλίρροιες και το μετακινούμενο έδαφος, που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να τον αφανίσει, κι ήταν μεγάλη η αγωνία του, μια και τα ένιωθε όλα αυτά δίχως να έχει τη δυνατότητα να τα πολεμήσει ή να τα ελέγξει. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως είχε επίγνωση της Νυνάβε κατά τον ίδιο τρόπο που είχε επίγνωση της Μιν, αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το σαϊντίν, που κυλούσε ανεξέλεγκτο μέσα του.
Πήρε μια ανάσα, τρέμοντας σύγκορμος. «Πώς μπορείς και το αντέχεις... αυτό;» του φώναξε βραχνά η Νυνάβε. «Όλο αυτό το χάος, την οργή και τον θάνατο. Μα το Φως! Πρέπει να προσπαθήσεις όσο πιο σκληρά γίνεται να ελέγξεις τις ροές, όσο εγώ...» Πασχίζοντας απεγνωσμένα να μη χάσει την ισορροπία του σε αυτόν τον ατελείωτο πόλεμο με το σαϊντίν, ο Ραντ έκανε όπως του είπε η Νυνάβε, κι εκείνη ούρλιαξε και πήδησε. «Υποτίθεται πως έπρεπε να περιμένεις μέχρι να...» άρχισε να του λέει θυμωμένη, και συνέχισε απλώς εκνευρισμένη, «Τέλος πάντων, αν μη τι άλλο, απαλλάχτηκα από δαύτο. Γιατί γούρλωσες τα μάτια σου; Το δικό μου τομάρι κόντεψε να χαθεί!»
«Σαϊντάρ», μουρμούρισε ο Ραντ με δέος. Ήταν τόσο... διαφορετικό.
Παράλληλα με όλη αυτήν την αναταραχή του σαϊντίν, το σαϊντάρ έμοιαζε με ήσυχο ποταμάκι που έρρεε ήρεμα. Ο Ραντ βυθίστηκε σ’ αυτό το ποταμάκι και βρέθηκε ξαφνικά να παλεύει με ρεύματα που προσπαθούσαν να τον τραβήξουν κάτω, στριφογυριστές δίνες που πάσχιζαν να τον ρουφήξουν. Όσο πιο σκληρά πάλευε, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η εναλλασσόμενη αστάθεια. Δεν είχε περάσει παρά μία μονάχα στιγμή από τότε που πάσχισε να ελέγξει το σαϊντάρ, κι ένιωθε ήδη σαν να πνιγόταν μέσα του, σαν να τον κατάπινε η αιωνιότητα. Η Νυνάβε τον είχε προειδοποιήσει τι να κάνει, αλλά όσα του είπε, φάνταζαν τόσο ξένα, που είχε πρόβλημα να τα πιστέψει. Καταβάλλοντας υπέρμετρη προσπάθεια, πίεσε τον εαυτό του να πάψει να καταπολεμά το ρεύμα, και το ποτάμι έγινε και πάλι γαλήνιο.
Αυτή ήταν η πρώτη δυσκολία, να πολεμήσει δηλαδή το σαϊντίν ενώ έχει παραδοθεί στο σαϊντάρ. Η πρώτη δυσκολία και το πρώτο κλειδί σε όσα έπρεπε να κάνει. Το αρσενικό και το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής ήταν όμοια κι ανόμοια ταυτοχρόνως, έλκυαν κι απωθούσαν, μάχονταν το ένα το άλλο συνεργαζόμενα συγχρόνως για να συνεχίσει να λειτουργεί ο Τροχός του Χρόνου. Το μίασμα στο αρσενικό μισό είχε το δίδυμο αντίθετό του. Η πληγή που του είχε χαρίσει ο Ισαμαήλ παλλόταν συγχρονισμένη με το μίασμα, ενώ η άλλη, από τη λάμα του Φάιν, χτυπούσε σε αντίστιξη με το κακό που είχε αφανίσει την Αριντόλ.
Αδέξια κι αναγκάζοντας τον εαυτό του να λειτουργήσει πειθήνια, να χρησιμοποιήσει την ανοίκεια κι απέραντη δύναμη του σαϊντάρ και να τη χαλιναγωγήσει όπως ήθελε, ύφανε έναν αγωγό που άγγιξε με τη μία του άκρη το αρσενικό μισό της Πηγής και με την άλλη τη μακρινή πόλη. Ο αγωγός έπρεπε να αποτελείται από μη μιασμένο σαϊντάρ. Αν το σύστημα δούλευε όπως ήλπιζε, ένας σωλήνας από σαϊντίν θα θρυμματιζόταν όταν το μίασμα θα άρχιζε να διαρρέει. Τον σκέφτηκε σαν σωλήνα, αν και δεν είχε καμιά σχέση. Η ύφανση δεν λειτούργησε όπως περίμενε. Λες και το σαϊντάρ είχε δική του βούληση, η ύφανση άρχισε να συστρέφεται σπειροειδώς, θυμίζοντάς του άνθος. Δεν υπήρχε τίποτα εντυπωσιακό να δει, καμιά μεγαλειώδης ύφανση δεν έπεσε από τα ουράνια. Η Πηγή βρισκόταν στην καρδιά της δημιουργίας. Η Πηγή ήταν πανταχού παρούσα, ακόμα και στη Σαντάρ Λογκόθ. Ο αγωγός κάλυψε μια απόσταση πέρα από κάθε φαντασία, με μηδενικό μήκος. Μάλλον ήταν αγωγός, άσχετα με την εντύπωση που έδινε. Αν δεν ήταν...
Απορρόφησε το σαϊντίν, πάλεψε μαζί του, το κατέβαλε με τον θανατηφόρο χορό που τόσο καλά γνώριζε, αναγκάζοντάς το να απορροφηθεί από τη λουλουδένια ύφανση του σαϊντάρ. Κι αυτό άρχισε να ξεχύνεται. Το σαϊντίν με το σαϊντάρ, το όμοιο και το ανόμοιο, δεν μπορούσαν να ανακατευτούν. Η ροή του σαϊντίν αυτοσυμπιέστηκε, μακριά από το σαϊντάρ που το κύκλωνε, το οποίο το έσπρωχνε απ’ όλες τις μεριές, συμπιέζοντάς το περισσότερο κι αναγκάζοντάς το να ρέει ταχύτερα. Ατόφιο σαϊντίν, με εξαίρεση το μίασμα, άγγιξε τη Σαντάρ Λογκόθ.
Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Μήπως έκανε λάθος; Τίποτα δεν συνέβη, εκτός... Οι πληγές στο πλευρό του άρχισαν να πάλλονται όλο και πιο γρήγορα. Ανάμεσα στην καταιγίδα της φωτιάς και στην παγερή μανία του σαϊντίν, η ρυπαρότητα φάνηκε να αναδεύεται και να μετατοπίζεται. Δεν ήταν παρά μια ελαφριά μετακίνηση, που θα διέφευγε την προσοχή του αν δεν είχε το νου του να βρει κάτι. Ένα ανάλαφρο ανάδεμα καταμεσής του χάους, προς κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα.
«Συνέχισε», τον παρότρυνε η Νυνάβε. Τα μάτια της ήταν λαμπερά, λες κι η ροή του σαϊντάρ μέσα της ήταν αρκετή για να της προκαλεί απέραντη χαρά.
Ο Ραντ απορρόφησε περισσότερη ενέργεια κι από τα δύο μισά της Αληθινής Πηγής, ενισχύοντας τον αγωγό καθώς τον τροφοδοτούσε με πιότερο ακόμα σαϊντίν, αναρρόφησε Δύναμη, μέχρι που κόντεψε να την αδειάσει. Ήθελε να φωνάξει ότι η ροή τον γέμιζε, ότι είχε απορροφήσει τόσο πολύ, που ο ίδιος έμοιαζε να μην υπάρχει πια, να έχει απορροφηθεί από τη Μία Δύναμη. Άκουσε τη Νυνάβε να μουγκρίζει, αλλά η φονική πάλη με το σαϊντίν τον καταβρόχθισε.
Ψηλαφώντας το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στον αριστερό της δείκτη, η Έλζα κοιτούσε τον άντρα που είχε ορκιστεί να υπηρετεί. Καθόταν στο έδαφος, με μια σκληρή έκφραση στο πρόσωπό του, κοιτώντας ευθεία μπροστά σαν να μην μπορούσε να δει την αδέσποτη Νυνάβε, που καθόταν ακριβώς μπροστά του λάμποντας σαν τον ήλιο. Ίσως, πράγματι, να μην μπορούσε. Η γυναίκα ένιωθε το σαϊντάρ να διαπερνά τη Νυνάβε σε χειμάρρους ανονείρευτους. Ακόμα κι αν ενώνονταν όλες οι αδελφές του Πύργου, θα μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν μόνο ένα μέρος αυτού του ωκεανού. Ζήλευε την αδέσποτη, ενώ ταυτόχρονα νόμιζε ότι θα τρελαθεί από τη χαρά της. Παρά το κρύο, στο πρόσωπο της Νυνάβε ξεχώριζαν κόμποι ιδρώτα. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και χα γουρλωμένα μάτια της κοιτούσαν εκστατικά κάπου πιο πέρα από τον Αναγεννημένο Δράκοντα.
«Φοβάμαι πως θα ξεκινήσει πολύ σύντομα», ανακοίνωσε η Κάντσουεϊν. Στρέφοντας την προσοχή της από το καθισμένο ζευγάρι, η γκριζομάλλα αδελφή τοποθέτησε τις γροθιές πάνω στους γοφούς της και το διαπεραστικό της βλέμμα πέρασε πάνω από τη λοφοπλαγιά. «Σίγουρα θα το νιώθουν στην Ταρ Βάλον, ίσως και στην άλλη μεριά του κόσμου. Όλοι».
«Έλα, Έλζα», είπε η Μερίς, και το φως του σαϊντάρ την τύλιξε ξαφνικά.
Η Έλζα δεν είχε αντίρρηση να δημιουργήσει σύνδεσμο με τη βλοσυρή αδελφή, αλλά έκανε έναν μορφασμό μόλις η Μερίς πρόσθεσε στον κύκλο και τον Άσα’μαν Πρόμαχό της. Ήταν όμορφος με έναν σκοτεινό τρόπο, αλλά το κρυστάλλινο ξίφος στα χέρια του έλαμπε με ένα αμυδρό φως, κι η γυναίκα ένιωθε την τρομερή, αναβράζουσα ταραχή που μαρτυρούσε την ύπαρξη του σαϊντίν. Παρότι η Μερίς ήλεγχε τις ροές, η ποταπότητα του σαϊντίν έκανε το στομάχι της Έλζα να ανακατεύεται. Δεν ήταν παρά ένας κοπροσωρός κάτω από την αποπνικτική κάψα του καλοκαιριού. Η άλλη Πράσινη ήταν μια χαριτωμένη γυναίκα, παρά το αυστηρό της πρόσωπο, αν και το στόμα της είχε γίνει μια λεπτή γραμμή, λες και πάλευε κι αυτή να μην ξεράσει.
Γύρω από τη λοφοκορυφή σχηματίζονταν κύκλοι, η Σαρίνε με την Κόρελε συνδεδεμένες με τον γερο-Φλιν, ενώ η Νεσούνε, η Μπελντάινε κι η Ντάιγκιαν με το αγόρι, τον Χόπγουιλ. Ακόμα και η Βέριν με την Κουμίρα έκαναν κύκλο με την αδέσποτη Θαλασσινή· ήταν αρκετά δυνατή, κι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν όλοι. Μόλις σχηματίστηκαν οι κύκλοι, άπαντες μετακινήθηκαν από τη λοφοκορυφή και χάθηκαν ανάμεσα στα δέντρα, καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Η Αλίβια, αυτή η παράξενη αδέσποτη που, όπως φαίνεται, δεν διέθετε άλλο όνομα, βάδισε προς Βορρά, με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω της, κυκλωμένη από τη λάμψη της Δύναμης. Αυτή η γυναίκα με τις λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια ήταν πολύ ανησυχητική αλλά κι εξαιρετικά δυνατή. Η Έλζα θα έδινε πολλά για να πάρει στα χέρια της εκείνα τα τερ’ανγκριάλ που φορούσε.
Η Αλίβια κι οι τρεις κύκλοι μπορούσαν να παράσχουν, εν ώρα ανάγκης, ένα είδος κυκλικής άμυνας, αλλά η μεγαλύτερη ανάγκη υπήρχε εδώ, στη λοφοκορυφή. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έπρεπε να προστατευθεί πάση Ουσία, κάτι που φυσικά είχε αναλάβει η ίδια η Κάντσουεϊν, αλλά κι ο κύκλος της Μερίς θα ήταν εξίσου παρών. Η Κάντσουεϊν μάλλον διέθετε δικό της ανγκριάλ, κρίνοντας από την ποσότητα του σαϊντάρ που απορροφούσε, μεγαλύτερη απ’ όση θα τραβούσαν η Έλζα κι η Μερίς μαζί, αλλά ακόμα κι αυτό ωχριούσε μπροστά στη Δύναμη που έρρεε μέσω του Καλαντόρ.
Η Έλζα έριξε μια ματιά στον Αναγεννημένο Δράκοντα και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μερίς, ξέρω ότι δεν κάνω καλά που σε ρωτάω, αλλά θα μπορούσα να συγχωνεύσω τις ροές;»
Περίμενε πως θα χρειαζόταν να την ικετεύσει, αλλά η ψηλότερη γυναίκα δίστασε μονάχα μια στιγμή κι ύστερα ένευσε καταφατικά και της έδωσε τον έλεγχο. Σχεδόν αμέσως, το στόμα της Μερίς μαλάκωσε, αν και δύσκολα θα έλεγες πως η γυναίκα είχε χαλαρώσει. Φωτιά, πάγος και βρωμιά ξεχύθηκαν μέσα στην Έλζα, κι εκείνη αναρρίγησε. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έπρεπε να είναι παρών στην Τελευταία Μάχη με οποιοδήποτε ρίσκο. Με οποιοδήποτε τίμημα.
Οδηγώντας την άμαξά του στον χιονισμένο δρόμο προς το Τρεμόνσιεν, ο Μπάρμελιν αναρωτιόταν κατά πόσον η Μάγκλιν, στα Εννιά Δαχτυλίδια, θα πλήρωνε όσα ο ίδιος ήθελε για το μπράντυ από δαμάσκηνα, με το οποίο ήταν γεμάτη η καρότσα πίσω του. Δεν ήταν πολύ αισιόδοξος. Η Μαγκλίν είχε καβούρια στις τσέπες, το μπράντυ δεν ήταν πολύ καλό αυτή την εποχή κι η γυναίκα ίσως προτιμούσε να περιμένει έως την άνοιξη για να καλυτερεύσει. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως η μέρα έμοιαζε ολόφωτη, κάτι σαν καλοκαιρινό μεσημέρι αντί για χειμωνιάτικο πρωινό. Το πιο παράδοξο απ’ όλα ήταν ότι αυτή η λάμψη προερχόταν από τον τεράστιο λάκκο πλάι στον δρόμο, όπου μέχρι πέρυσι έσκαβαν εργάτες από την Πόλη. Υποτίθεται πως εκεί κάτω υπήρχε ένα τερατώδες άγαλμα, αλλά ο ίδιος δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ να κοιτάξει.
Τώρα, ενάντια σχεδόν στη θέλησή του, τράβηξε τα γκέμια της εύσωμης φοράδας του και ξεπέζεψε στο χιόνι, για να πάει μέχρι το χείλος του λάκκου. Ήταν εκατό πόδια βαθύς κι άλλες δέκα φορές φαρδύς, κι ο Μπάρμελιν αναγκάστηκε να καλύψει το πρόσωπό του με τα χέρια, για να μην τυφλωθεί από την εκθαμβωτική ακτινοβολία που εξέπεμπε. Μισοκοίταξε μέσα από τα δάχτυλά του και ξεχώρισε μια λαμπερή μπάλα, σαν δεύτερο ήλιο. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι γινόταν αυτόπτης μάρτυρας της Μίας Δύναμης.
Με μια πνιχτή κραυγή, άρχισε να οπισθοχωρεί αδέξια στο χιόνι, προς την άμαξά του. Σκαρφάλωσε επάνω κι άρχισε να μαστιγώνει τη Νίσα με τα γκέμια, για να την ξεκουνήσει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να της γυρίσει το κεφάλι για να την κατευθύνει προς την αγροικία. Θα έμενε σπίτι του και θα έπινε μόνος του αυτό το μπράντυ. Όλο.
Σουλατσάροντας χαμένη σε σκέψεις, η Τίμνα ούτε που πρόσεξε τις χέρσες πεδιάδες που κάλυπταν όλες τις λοφοπλαγιές εκτός από αυτή που την περιτριγύριζε. Το Τρεμάλκινγκ ήταν μεγάλο νησί και, τόσο μακριά από τη θάλασσα, ο αέρας δεν κουβαλούσε μαζί του την αψάδα του αλατιού, ωστόσο ήταν οι Άθα’αν Μιέρε αυτοί που την ανησυχούσαν πιότερο. Αρνούνταν να ακολουθήσουν τον Δρόμο του Νερού, η Τίμνα όμως ήταν μία από τις Οδηγούς που είχαν επιλεγεί για να τους προστατεύσουν από τους ίδιους τους εαυτούς τους, ει δυνατόν, πράγμα πολύ δύσκολο τη στιγμή που όλοι είχαν ξεσηκωθεί με αυτόν τον Κοραμούρ. Ελάχιστοι παρέμεναν στο νησί. Ακόμα κι οι Κυβερνήτες, που, όπως οι Άθα’αν Μιέρε, πάντα εξοργίζονταν όταν βρίσκονταν μακριά από τη θάλασσα, σάλπαραν με οποιοδήποτε διαθέσιμο σκάφος σε αναζήτηση του.
Ξαφνικά, ο μοναδικός λόφος που δεν ήταν οργωμένος τράβηξε την προσοχή της. Ένα τεράστιο πέτρινο χέρι εξείχε από τη γη, κρατώντας μια καθάρια σφαίρα, μεγάλη σαν σπίτι. Κι αυτή η σφαίρα έλαμπε σαν επιβλητικός καλοκαιρινός ήλιος.
Η Τίμνα έπαψε ξαφνικά να σκέφτεται τους Άθα’αν Μιέρε, μάζεψε τον μανδύα πάνω στο κορμί της και κάθισε κάτω, χαμογελώντας στη σκέψη πως μπορεί να γινόταν μάρτυρας της εκπλήρωσης της προφητείας και του τέλους της Ψευδαίσθησης.
«Αν όντως είσαι μία από τους Εκλεκτούς, θα σε υπηρετήσω», είπε γεμάτος αμφιβολία ο γενειοφόρος άντρας που καθόταν μπροστά στη Σιντέιν, αλλά αυτή δεν άκουσε ό,τι άλλο είχε να της πει.
Το ένιωθε. Τόση ποσότητα σαϊντάρ συγκεντρωμένη σε ένα μέρος ήταν κάτι σαν φάρος που οποιαδήποτε γυναίκα στον κόσμο με την ικανότητα της διαβίβασης μπορούσε να νιώσει και να εντοπίσει. Ώστε, λοιπόν, είχε βρει κάποια γυναίκα για να χρησιμοποιήσει το άλλο κλειδί πρόσβασης. Έχοντάς τον δίπλα της, θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπίσει τον Μέγα Άρχοντα — τον ίδιο τον Δημιουργό! Θα μοιραζόταν μαζί του όλη τη δύναμη, θα τον είχε στο πλευρό της και θα τον άφηνε να κυβερνήσει τον κόσμο. Εκείνος όμως είχε απορρίψει την αγάπη της, είχε απορρίψει την ίδια!
Ο ηλίθιος που φλυαρούσε μπροστά της ήταν αρκετά σημαντικό πρόσωπο, σύμφωνα τουλάχιστον με τα δεδομένα, αλλά δεν είχε χρόνο να βεβαιωθεί κατά πόσον ήταν έμπιστος, οπότε δεν μπορούσε να τον αφήσει να μωρολογεί, ακόμα κι αν ένιωθε το χέρι του Μοριντίν να χαϊδεύει το κουρ’σούβρα που κρατούσε την ψυχή της. Μια λεπτή σαν ξυράφι ροή Αέρα έκοψε στα δύο τη γενειάδα του, παίρνοντας μαζί και το κεφάλι του. Μια άλλη ροή έσπρωξε προς τα πίσω το κορμί του, ώστε το αίμα που ανάβλυζε από τον κουτσουρεμένο του λαιμό να μη λερώσει το φόρεμά της. Πριν ακόμα κεφάλι και κορμί αγγίξουν το πάτωμα, η Σιντέιν είχε υφάνει ήδη την πύλη της. Ο φάρος που είχε εντοπίσει, της ένευε.
Καθώς έβγαινε στο κυματοειδές δάσος, όπου οι μπαλωματιές του χιονιού, σαν σκόρπια χαλιά, έστρωναν εδώ κι εκεί το έδαφος κάτω από τα άκαμπτα και γυμνά κλαριά, με εξαίρεση μόνο τις κρεμαστές καφετιές περικοκλάδες, αναρωτήθηκε πού στο καλό την είχε τραβήξει ο φάρος. Δεν είχε και πολλή σημασία. Ο φάρος έλαμπε κάπου προς τον Νότο, και το διαθέσιμο σαϊντάρ ήταν αρκετό για να αφανίσει μια ήπειρο με ένα μονάχα χτύπημα. Εκεί θα ήταν κι αυτός, μαζί με τη γυναίκα με την οποία την είχε προδώσει. Με προσεκτικές κινήσεις, απορρόφησε Δύναμη για να υφάνει έναν θανατερό ιστό.
Η Κάντσουεϊν δεν είχε δει ποτέ της τόσες αστραπές να αυλακώνουν τον ασυννέφιαστο ουρανό, όχι τα συνηθισμένα, ακανόνιστα αστροπελέκια αλλά ασημογάλαζα δόρατα, που χτυπούσαν τη λοφοκορυφή στην οποία στεκόταν κι η ίδια, σημαδεύοντας την ανεστραμμένη θωράκιση που είχε υφάνει και ξεπηδώντας με εκκωφαντικό βρυχηθμό πενήντα πόδια πάνω από το κεφάλι της. Ακόμα και με τη χρήση της θωράκισης, ο αέρας τσιτσίριζε κι οι τρίχες στο σβέρκο της ήταν ανασηκωμένες. Χωρίς τη βοήθεια του ανγκριάλ, που έμοιαζε κάπως με αετομάχο που κρεμόταν από τον κότσο της, θα ήταν αδύνατον να κρατήσει για πολύ ώρα τη θωράκιση.
Ένα δεύτερο χρυσό πουλί, ένα χελιδόνι, κρεμόταν από το χέρι της σε μια λεπτή αλυσίδα. «Εκεί», είπε, δείχνοντας την κατεύθυνση προς την οποία φαινόταν να πετά το πουλί. Κρίμα που δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο μακριά είχε διαβιβαστεί η Δύναμη ή αν είχε διαβιβαστεί από άντρα ή γυναίκα, αλλά η υπόδειξη και μόνο της κατεύθυνσης ήταν αρκετή. Ήλπιζε πως δεν θα υπήρχαν... αναποδιές. Κάπου εκεί βρίσκονταν κι οι δικοί της. Αν όμως η προειδοποίηση ερχόταν μαζί με την επίθεση, δεν θα υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία.
Μόλις η λέξη βγήκε από το στόμα της, ένας ψλόγινος πίδακας ξεπήδησε στο βορεινό δάσος, κι έπειτα άλλος ένας, κι άλλος ένας, μια τρικλίζουσα γραμμή που ορμούσε προς τον Βορρά. Το Καλαντόρ λαμπύριζε σαν φλόγα στα χέρια του νεαρού Τζαχάρ. Παραδόξως, κρίνοντας από την ένταση στο πρόσωπο της Έλζα κι από τον τρόπο που είχε αδράξει τη φούστα της, μάλλον εκείνη κατηύθυνε τις ροές.
Η Μερίς έπιασε μια τούφα από τα μαύρα μαλλιά του αγοριού και του κούνησε μαλακά το κεφάλι. «Σταθερά, καμάρι μου», μουρμούρισε. «Σταθερά, δυνατέ μου άντρα». Αυτός της χαμογέλασε, ένα χαμόγελο θελκτικό.
Η Κάντσουεϊν κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Ήταν όντως δύσκολο να καταλάβει τη σχέση ανάμεσα σε μια αδελφή και στον Πρόμαχό της, ειδικά μεταξύ των Πρασίνων, αλλά ούτε που μπορούσε να φανταστεί τη σχέση ανάμεσα στη Μερίς και στα αγόρια της.
Ωστόσο, την προσοχή της την είχε τραβήξει ένα άλλο αγόρι. Η Νυνάβε λικνιζόταν, μούγκριζε από την έκσταση της απίστευτης ποσότητας σαϊντάρ που έρρεε μέσα της, αλλά ο Ραντ καθόταν ακίνητος σαν πέτρα, με τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν κενά, σαν στιλβωμένα ζαφείρια. Άραγε, είχε επίγνωση του τι συνέβαινε γύρω του;
Το χελιδόνι συστράφηκε στην αλυσίδα, κάτω από το χέρι της.
«Εκεί», είπε, δείχνοντας προς την κατεύθυνση των ερειπίων της Σαντάρ Λογκόθ.
Ο Ραντ δεν μπορούσε πια να διακρίνει τη Νυνάβε. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, ούτε να νιώσει τίποτα. Κολυμπούσε σε μια φουσκωμένη θάλασσα φωτιάς, σκαρφάλωνε σε καταρρέοντα βουνά πάγου. Το μίασμα ερχόταν σαν ωκεάνια παλίρροια, πασχίζοντας να τον παρασύρει στο διάβα του. Αν έχανε τον έλεγχο έστω και για μια στιγμή, θα παρέσερνε στην πορεία του όλα όσα αποτελούσαν το άτομό του, και θα τα ξέχυνε στον αγωγό. Το ίδιο κακό, ίσως και χειρότερο, παρά την παλίρροια της βρωμιάς που ξεχυνόταν μέσα από αυτό το αλλόκοτο άνθος, ήταν το μίασμα της αρσενικής πλευράς της Πηγής. Ήταν σαν πετρέλαιο που επέπλεε στο νερό, μια επίστρωση τόσο λεπτή, που δεν την παρατηρούσες, παρά μόνο αν άγγιζες την επιφάνεια. Καλύπτοντας όμως την απεραντοσύνη του αρσενικού μισού, έμοιαζε σωστός ωκεανός. Έπρεπε να αντέξει. Έπρεπε. Για πόσο όμως;
Αν μπορούσε να ακυρώσει όσα είχε κάνει ο αλ’Θόρ στην πηγή, σκέφτηκε ο Ντεμάντρεντ καθώς περνούσε μέσα από την προσωπική του πύλη κι έβγαινε στη Σαντάρ Λογκόθ, αν μπορούσε να τα ακυρώσει μια κι έξω, ίσως και να τον σκότωνε ή τουλάχιστον να εξάλειφε την ικανότητά του για διαβίβαση. Μόλις αντιλήφθηκε πού κρυβόταν το κλειδί πρόσβασης, είχε αντιληφθεί με λογικά τεκμήρια ποια ήταν τα σχέδια του αλ’Θόρ. Δεν είχε πρόβλημα να παραδεχτεί πως το σχέδιο ήταν έξοχο, άσχετα αν ήταν παρανοϊκά επικίνδυνο. Ο Λουζ Θέριν, άλλωστε, κατέστρωνε επίσης θαυμάσια σχέδια, πολύ καλύτερα από τον μέσο όρο αλλά όχι τόσο μεγαλοφυή όσο του ίδιου του Ντεμάντρεντ.
Μια ματιά, ωστόσο, στον δρόμο που ήταν σκεπασμένος με χαλάσματα, ήταν αρκετή για να τον κάνει να αλλάξει γνώμη σχετικά με το να μεταβάλει την κατάσταση. Δίπλα του ορθωνόταν μέχρι τη μέση ένας ωχρός θόλος, με την κατεστραμμένη του οροφή διακόσια και περισσότερα πόδια πάνω από το έδαφος, ενώ ψηλότερα ο τόπος φωτιζόταν από το φως του μεσημεριού. Ωστόσο, από το τσακισμένο γείσο του ερειπίου μέχρι τον δρόμο, ο αέρας ήταν σκοτεινός από τις σκιές, λες κι έπεφτε ήδη η νύχτα. Η πόλη... αναρριγούσε. Ένιωθε τον κραδασμό της να του διαπερνά τις μπότες.
Φωτιά ξεπήδησε στο δάσος, τεράστιες εκρήξεις από στροβίλους σαϊντίν, οι οποίοι τίναζαν τα δέντρα στον αέρα μέσα σε πίδακες φλογών που ορμούσαν εναντίον του, αν κι εκείνος ύφαινε ήδη πύλη. Πήδηξε μέσα, αφήνοντάς τη να χαθεί, κι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα από τις περικοκλάδες των δέντρων, δρασκελώντας τις μπαλωματιές του χιονιού, σκοντάφτοντας σε βράχους κρυμμένους στη σάπια φυλλωσιά, χωρίς όμως να επιβραδύνει διόλου. Καλού-κακού, ο ιστός είχε αναστραφεί, όπως και την πρώτη φορά. Εξακολουθώντας να τρέχει, άκουσε τις αναμενόμενες εκρήξεις και κατάλαβε πως έσπευδαν προς το μέρος όπου βρισκόταν η πύλη του. Το θεωρούσε σίγουρο, σαν να κυνηγούσαν τον ίδιο ανάμεσα στα ερείπια. Πάντως, βρίσκονταν ακόμα αρκετά μακριά ώστε να αποτελούν κίνδυνο. Χωρίς να επιβραδύνει το βήμα του, στράφηκε προς το κλειδί πρόσβασης. Όλη αυτή η ποσότητα του σαϊντίν, που έρρεε άφθονη, δεν διέφερε από φλεγόμενο βέλος στον ουρανό με την αιχμή του στραμμένη προς τον αλ’Θόρ.
Οπότε, εκτός κι αν κάποιος σε αυτήν την καταραμένη Εποχή είχε ανακαλύψει μια άλλη, άγνωστη ικανότητα, ο αλ’Θόρ μάλλον είχε στην κατοχή του ένα τερ’ανγκριάλ που μπορούσε να εντοπίσει έναν άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης. Απ’ όσα ήξερε σχετικά με αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούσαν Τσάκισμα, κι αφότου ο ίδιος είχε φυλακιστεί στο Σάγιολ Γκουλ, οποιαδήποτε γυναίκα ήξερε πώς να φτιάξει ένα τερ’ανγκριάλ, σίγουρα θα προσπαθούσε να δημιουργήσει κάποιο με τη συγκεκριμένη λειτουργία. Στον πόλεμο, έπρεπε πάντα να λαμβάνεις υπ’ όψιν σου ότι ο εχθρός μπορεί να σε αιφνιδίαζε με ένα απρόσμενο όπλο. Κι ο Ντεμάντρεντ ήταν ανέκαθεν καλός στον πόλεμο. Πρώτα όμως, έπρεπε να προσεγγίσει.
Ξαφνικά, είδε κόσμο στα δεξιά του και λίγο πιο πάνω, ανάμεσα στα δέντρα, ανθρώπους καλυμμένους πίσω από έναν τραχύ γκρίζο κορμό. Ένας καραφλός γέρος με μια τούφα άσπρων μαλλιών κούτσαινε ανάμεσα σε δύο γυναίκες, η μια από δαύτες όμορφη με έναν άγριο τρόπο, η άλλη συγκλονιστική. Τι έκαναν σ’ ετούτο το δάσος; Ποιοι ήταν; Φίλοι του αλ’Θόρ ή απλοί άνθρωποι σε λάθος μέρος και λάθος χρόνο; Όποιοι κι αν ήταν, δίσταζε να τους σκοτώσει. Η όποια χρήση της Δύναμης ήταν ικανή να τον μαρτυρήσει στον αλ’Θόρ. Έπρεπε να περιμένει μέχρι να τον προσπεράσουν. Το κεφάλι του γέρου άντρα γύριζε από δω κι από κει, λες κι έψαχνε κάτι ανάμεσα στα δέντρα, αλλά ο Ντεμάντρεντ αμφέβαλλε κατά πόσον ένας ετοιμόρροπος από τα χρόνια άνθρωπος μπορούσε να δει πολύ μακριά.
Άξαφνα, ο γέρος σταμάτησε και τίναξε το χέρι του κατ’ ευθείαν προς το μέρος του Ντεμάντρεντ, κι αυτός βρέθηκε να πασχίζει απεγνωσμένα να ξετινάξει από πάνω του ένα δίχτυ σαϊντίν, που χτύπησε τη φύλαξή του πολύ πιο ισχυρά απ’ ότι θα έπρεπε, τόσο ισχυρά όσο κι η δική του περιδίνηση. Αυτός ο γέρος που τρίκλιζε ήταν Άσα’μαν! Κι η μία, τουλάχιστον, από τις γυναίκες θα πρέπει να ήταν Άες Σεντάι, όπως τις έλεγαν σήμερα, ενωμένη σε κύκλο με αυτόν τον τύπο.
Προσπάθησε να ανταποδώσει την επίθεση και να τους συντρίψει, αλλά ο γέρος τού πετούσε το ένα δίχτυ μετά το άλλο χωρίς σταματημό, κι ο Ντεμάντρεντ δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να τα αποφύγει. Όσα δίχτυα έπεφταν πάνω στα δέντρα, τύλιγαν σε φλόγες τα κλαδιά ή τίναζαν τους κορμούς, κάνοντάς τους κομμάτια. Ο Ντεμάντρεντ ήταν στρατηγός, και μάλιστα ξακουστός, αλλά οι στρατηγοί δεν ήταν αναγκασμένοι να πολεμούν δίπλα-δίπλα με στρατιώτες που είχαν υπό τις διαταγές τους! Γρυλίζοντας, άρχισε να υποχωρεί ανάμεσα στο τσιτσίρισμα των φλεγόμενων δέντρων και των βροντερών εκρήξεων. Μακριά από το κλειδί. Αργά ή γρήγορα, ο γέρος θα κουραζόταν, και τότε ο Ντεμάντρεντ θα φρόντιζε να σκοτώσει τον αλ’Θόρ. Αν, φυσικά, δεν τον προλάβαινε κάποιος από τους άλλους, κάτι που ήλπιζε διακαώς να μη συμβεί.
Με τον ποδόγυρο της φούστας της ανεβασμένο έως τα γόνατα, ξεστομίζοντας κατάρες, η Σιντέιν απομακρύνθηκε τρεχάτη από την τρίτη πύλη της αμέσως μόλις μπήκε. Άκουγε τις εκρήξεις να ξεχύνονται ορμητικά προς το μέρος εκείνο, αλλά αυτή τη φορά είχε συνειδητοποιήσει γιατί ορμούσαν κατ’ ευθείαν επάνω της. Σκόνταφτε σε κληματσίδες κρυμμένες μέσα στο χιόνι, κι έπεφτε πάνω σε κορμούς δέντρων, αλλά δεν έπαψε στιγμή να τρέχει. Μισούσε τα δάση! Αν μη τι άλλο, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι εδώ —είχε δει φωτιές να αναβλύζουν και να ξεχύνονται με ταχύτητα εναντίον άλλων στόχων, διαισθανόμενη επίσης το σαϊντάρ να υφαίνεται μανιασμένα σε περισσότερα από ένα σημεία— αλλά προσευχήθηκε στον Μέγα Άρχοντα να προλάβαινε να φτάσει πρώτη στον Λουζ Θέριν. Συνειδητοποίησε πως επιθυμούσε διακαώς να τον δει να πεθαίνει, άρα έπρεπε να πλησιάσει περισσότερο.
Καθισμένος οκλαδόν πίσω από έναν πεσμένο κορμό, ο Όσαν’γκαρ βαριανάσαινε από την τρεχάλα. Όλοι αυτοί οι μήνες που μασκαρευόταν ως Κόρλαν Ντασίβα δεν τον είχαν βοηθήσει διόλου στην άσκηση. Οι εκρήξεις που κόντεψαν να τον σκοτώσουν είχαν σβήσει, αλλά άρχισαν να ξανακούγονται από κάπου μακριά. Έριξε μια επιφυλακτική ματιά πάνω από τον κορμό, για να δει τι γίνεται. Όχι ότι πίστευε πως ένα κομμάτι ξύλο αποτελούσε επαρκή προφύλαξη. Ποτέ του δεν είχε υπάρξει αληθινός στρατιώτης. Τα ταλέντα κι η ιδιοφυία του αφορούσαν σε άλλους τομείς. Οι Τρόλοκ ήταν δική του κατασκευή, όπως κι οι Μυρντράαλ, που ακολούθησαν ως συνέχειά τους, αλλά και κάμποσα άλλα πλάσματα που αμοληθήκαν στον κόσμο, κάνοντας τον διάσημο παντού. Το κλειδί πρόσβασης λαμπύριζε από το σαϊντίν, αλλά από διάφορες κατευθύνεις λάμβανε ενδείξεις ότι κάποιος χαλιναγωγούσε μικρότερες ποσότητες.
Περίμενε πως θα παρίσταντο κι άλλοι από τους Εκλεκτούς, με την ελπίδα να προλάβαιναν να αποτελειώσουν τη δουλειά πριν καταφθάσει ο ίδιος, αλλά προφανώς κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Φαίνεται πως ο αλ’Θόρ είχε φέρει μαζί του μερικούς από εκείνους τους Άσα’μαν, όπως και το Καλαντόρ, κρίνοντας από την ποσότητα του σαϊντίν που είχε ξεχυθεί από εκείνες τις εκρήξεις, οι οποίες τον είχαν βάλει στο σημάδι. Ίσως και κάποιες από τις ορκισμένες σ’ εκείνον, περιβόητες Άες Σεντάι.
Ξανακάθισε οκλαδόν, δαγκώνοντας τα χείλη του. Το δάσος ήταν επικίνδυνο μέρος, περισσότερο απ’ όσο περίμενε, και εντελώς ακατάλληλο για μια ιδιοφυία. Ωστόσο, παρέμενε γεγονός πως ο Μοριντίν τον φόβιζε. Αυτός ο άντρας τον τρόμαζε εξ αρχής. Η εξουσία τον είχε τρελάνει πριν ακόμα σφραγιστούν στη Δίοδο, κι από τότε που ελευθερώθηκαν, θεωρούσε ότι ήταν αυτός ο Μέγας Άρχων. Ο Μοριντίν θα ανακάλυπτε με κάποιον τρόπο αν το είχε σκάσει, και θα τον σκότωνε. Κι ακόμα χειρότερα, αν ο αλ’Θόρ πετύχαινε στα σχέδια του, ο Μέγας Άρχων μπορεί να αποφάσιζε να σκοτώσει και τους δύο, όπως και τον Όσαν’γκαρ. Για τους άλλους δεν τον ένοιαζε, αρκεί να μην πέθαινε εκείνος.
Δεν ήταν και πολύ καλός στο να κρίνει την ώρα από τη θέση του ήλιου, αλλά θα ήταν μάλλον μεσημέρι. Σηκώθηκε από το έδαφος, σκουπίζοντας τη βρωμιά από τα ρούχα του, αλλά τα παράτησε αηδιασμένος κι άρχισε να γλιστράει στα κλεφτά από δέντρο σε δέντρο. Προχωρούσε μουλωχτά προς το μέρος του κλειδιού. Ίσως κάποιος από τους υπόλοιπους να είχε ξεκάνει τον αλ’Θόρ πριν καταφθάσει αυτός, αλλιώς θα είχε τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει ήρωας. Με μεγάλη προσοχή, φυσικά.
Η Βέριν συνοφρυώθηκε, αντικρίζοντας το φάντασμα που προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα, αριστερά της. Αδυνατούσε να σκεφτεί πιο κατάλληλη λέξη για μια γυναίκα που περπατούσε στο δάσος, γεμάτη κοσμήματα κι έναν χιτώνα που άλλαζε κάθε πιθανό χρώμα μεταξύ του μαύρου και του άσπρου, και μερικές φορές γινόταν ακόμα και διάφανος! Δεν βιαζόταν, αλλά κατευθυνόταν προς τον λόφο όπου βρισκόταν ο Ραντ. Εκτός κι αν η Βέριν έκανε μεγάλο λάθος, η γυναίκα αυτή ανήκε στους Αποδιωγμένους.
«Θα την παρακολουθούμε δίχως να κάνουμε τίποτα;» ψιθύρισε οργισμένη η Σάλον. Ήταν αναστατωμένη, επειδή δεν είχε συγχωνεύσει αυτή τις ροές, λες και μια αδέσποτη μπορούσε να παραβγεί με μια Άες Σεντάι, κι η πολύωρη διάβαση μέσα από το δάσος δεν είχε καλυτερέψει τη διάθεσή της.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε», είπε μαλακά η Κουμίρα, κι η Βέριν ένευσε καταφατικά.
«Πρέπει να αποφασίσω τι». Μια θωράκιση, σκέφτηκε. Μια αιχμάλωτη Αποδιωγμένη ίσως αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμη.
Χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη του κύκλου της, ύφανε μια θωράκιση και την παρακολούθησε εμβρόντητη καθώς αντηχούσε. Η γυναίκα είχε ήδη αγκαλιάσει το σαϊντάρ, παρ’ όλο που κανενός είδους φωτισμός δεν έλαμπε γύρω της, κι ήταν απίστευτα δυνατή!
Κατόπιν, δεν είχε πια χρόνο να σκεφτεί οτιδήποτε, καθώς η χρυσομαλλούσα γυναίκα στριφογύρισε κι άρχισε να διαβιβάζει. Η Βέριν δεν μπορούσε να δει τις υφάνσεις, αλλά ήξερε καλά πότε πολεμούσε για τη ζωή της, κι είχε κάνει πολύ μεγάλο ταξίδι για να αφήσει εδώ τα κόκαλά της.
Ο Έμπεν τράβηξε τον μανδύα επάνω του κι ευχήθηκε να μπορούσε να αγνοήσει την παγωνιά. Βέβαια, με την απλή παγωνιά δεν είχε πρόβλημα, όχι όμως και με τον άνεμο που σηκώθηκε μόλις ο ήλιος πέρασε το ζενίθ του. Οι τρεις αδελφές που ήταν συνδεδεμένες μαζί του άφηναν τον άνεμο να παραδέρνει τους μανδύες τους, καθώς πάσχιζαν να κοιτάξουν προς κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα. Η Ντάιγκιαν ηγούνταν του κύκλου —μάλλον εξαιτίας του, σκέφτηκε— αλλά αναρροφούσε τόσο ανάλαφρα, που ο άντρας ένιωθε μια ελάχιστη ροή σαϊντίν να τον διαπερνά. Η Ντάιγκιαν δεν ήθελε να το παρακάνει, εκτός αν ήταν αναπόφευκτο. Ο Έμπεν σήκωσε την κουκούλα της, για να της καλύψει το κεφάλι, κι εκείνη του χαμογέλασε από το βαθύ εσωτερικό της. Ο δεσμός κουβαλούσε την στοργή που ένιωθε προς το άτομό του κι αντιστρόφως, έτσι πίστευε ο Έμπεν. Με τον καιρό, ίσως αγαπούσε αυτή τη μικροκαμωμένη Άες Σεντάι.
Ο χείμαρρος του σαϊντίν, πολύ πίσω του, είχε την τάση να απομακρύνει την προσοχή του από κάθε άλλου είδους διαβίβαση, παρότι διαισθανόταν κι άλλους να χαλιναγωγούν τη Δύναμη, Η μάχη είχε ξεκινήσει κάπου αλλού, και το μόνο που έκαναν οι τέσσερίς τους μέχρι στιγμής ήταν να περπατούν. Όχι ότι τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Είχε βρεθεί στα Πηγάδια του Ντουμάι, πολεμώντας τους Σωντσάν, κι είχε μάθει από πρώτο χέρι ότι οι μάχες έχουν περισσότερη πλάκα όταν τις διαβάζεις σε κάποιο βιβλίο παρά όταν τις ζεις. Αυτό που τον ενοχλούσε, όμως, ήταν ότι δεν του είχαν δώσει τον έλεγχο του κύκλου. Φυσικά, ούτε κι ο Τζαχάρ είχε κανέναν έλεγχο, αλλά υπέθετε ότι η Μερίς διασκέδαζε, βλέποντάς τον έτσι συγχυσμένο. Ο Ντάμερ, ωστόσο, είχε πάρει τον έλεγχο του κύκλου, κι αυτό επειδή ο άντρας είχε κάμποσα χρονάκια στην πλάτη του, καθότι μεγαλύτερος του Έμπεν. Από την άλλη, αυτός δεν ήταν λόγος αυτός για να τον αντιμετωπίζει η Κάντσουεϊν λες και...
«Μπορείς να με βοηθήσεις; Μου φαίνεται πως έχασα τον δρόμο μου και το άλογό μου». Η γυναίκα που ξεπήδησε πίσω από ένα δέντρο, μπροστά τους, δεν φορούσε καν χιτώνα, παρά μόνο μια βαθυπράσινη μεταξωτή εσθήτα με τόσο χαμηλό ντεκολτέ, ώστε άφηνε εκτεθειμένο το μισό από το πλούσιο στήθος της. Κύματα μαύρων μαλλιών κύκλωναν ένα όμορφο πρόσωπο, και τα πράσινα μάτια της στραφτάλιζαν καθώς χαμογελούσε.
«Περίεργο μέρος για ιππασία», είπε η Μπελντάινε γεμάτη υποψίες. Η χαριτωμένη Πράσινη δεν ευχαριστήθηκε καθόλου όταν η Κάντσουεϊν έθεσε επικεφαλής την Ντάιγκιαν, και δεν έχανε ευκαιρία να καταθέσει τη γνώμη της περί των αποφάσεων της συγκεκριμένης γυναίκας.
«Δεν σκόπευα να έρθω τόσο μακριά», είπε η γυναίκα, προσεγγίζοντάς τους περισσότερο. «Απ’ ό,τι βλέπω, είστε όλες Άες Σεντάι. Και μάλιστα με... ιπποκόμο. Μήπως ξέρετε προς τι όλη αυτή η ταραχή;»
Ξαφνικά, ο Έμπεν ένιωσε το αίμα να στραγγίζεται από το πρόσωπό του. Αυτό που αισθανόταν ήταν απίστευτο! Η πρασινομάτα γυναίκα συνοφρυώθηκε έκπληκτη κι αυτός έκανε το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει.
«Κρατά σαϊντίν!» φώναξε κι έπεσε πάνω της, νιώθοντας συγχρόνως την Ντάιγκιαν να απορροφά τη Δύναμη.
Η Σιντέιν επιβράδυνε τον βηματισμό της μόλις πρόσεξε τη γυναίκα να στέκεται ανάμεσα στα δέντρα, εκατό βήματα παραπέρα, μια ψηλή χρυσομαλλούσα, που απλώς την παρακολουθούσε να πλησιάζει. Η αίσθηση των μαχών σε άλλους τόπους με έπαθλο την κατοχή της Δύναμης, την έκανε δύσπιστη, αλλά ταυτόχρονα τη γέμιζε με ελπίδες. Η γυναίκα ήταν ντυμένη με ένα απέριττο μάλλινο και φορτωμένη με πετράδια, λες κι επρόκειτο για κάποια σπουδαία αρχόντισσα. Με το σαϊντάρ να τη διαποτίζει, η Σιντέιν διέκρινε τις αχνές γραμμές στις γωνίες των ματιών της. Δεν πρέπει να ανήκε σε αυτές που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι. Ποια ήταν όμως; Και γιατί στεκόταν εκεί, σαν να ήθελε να την εμποδίσει να συνεχίσει τον δρόμο της; Δεν είχε πολλή σημασία. Η διαβίβαση θα την πρόδιδε, αλλά είχε χρόνο μπροστά της. Το κλειδί εξακολουθούσε να λάμπει σαν φάρος της Δύναμης. Ο Λουζ Θέριν ζούσε ακόμα. Άσχετα από την αγριότητα στα μάτια της γυναίκας, με ένα μαχαίρι θα έκανε τη δουλειά της, αν όντως σκεφτόταν να την μπλοκάρει. Και σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο για κάποια από αυτές που αποκαλούν αδέσποτες, η Σιντέιν τής είχε ετοιμάσει ένα μικρό δώρο, ένα ανεστραμμένο δίχτυ, που η άλλη δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί, παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά.
Ξαφνικά, η λάμψη του σαϊντάρ εμφανίστηκε γύρω από τη γυναίκα, αλλά η πανέτοιμη μπάλα φωτιάς ξεπετάχτηκε από το χέρι της Σιντέιν, αρκετά μικρή, ήλπιζε, για να περάσει απαρατήρητη, αλλά αρκετή για να δημιουργήθει μια καυτή τρύπα στο σώμα της γυναίκας που...
Σχεδόν μόλις ακούμπησε τη γυναίκα, αρκετά κοντά για να καψαλίσει τα ρούχα της, το δίχτυ της Φωτιάς ξετυλίχτηκε, Η γυναίκα δεν έκανε απολύτως τίποτα. Το δίχτυ απλώς διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη! Η Σιντέιν δεν είχε ακούσει ποτέ της για τερ’ανγκριάλ που μπορούσε να διαλύσει δίχτυ, αλλά μάλλον για κάτι τέτοιο επρόκειτο.
Κατόπιν, η γυναίκα ανταπέδωσε την επίθεση, κι η Σιντέιν ξαφνιάστηκε για δεύτερη φορά. Ήταν πιο δυνατή απ’ ό,τι ήταν η Σιντέιν πριν από το Άελφιν, κι το Έελφιν την είχε στην κατοχή του! Απίστευτο. Καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ισχυρότερη από την ίδια. Θα πρέπει να είχε κι αυτή ανγκριάλ. Το σοκ που ένιωσε διήρκεσε μόνο όσο χρόνο της πήρε για να κόψει τις ροές της άλλης γυναίκας. Δεν είχε ιδέα πώς να τις αναστρέψει, κάτι που θα αποτελούσε σημαντικό πλεονέκτημα. Θα έβλεπε τον Λουζ Θέριν να πεθαίνει! Η ψηλότερη γυναίκα τινάχτηκε, καθώς οι κομμένες ροές της αναπήδησαν προς τα πίσω, αλλά, ενόσω ακόμα ταρακουνιόταν από το χτύπημα, διαβίβασε ξανά. Η Σιντέιν ανταπέδωσε γρυλίζοντας, κι η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια τους. Ναι, θα τον έβλεπε να πεθαίνει! Σίγουρα!
Η ψηλή λοφοκορυφή δεν ήταν πολύ κοντά στο κλειδί πρόσβασης, αλλά ακόμα κι έτσι το κλειδί έλαμπε τόσο έντονα στο κεφάλι της Μογκέντιεν, που για μια στιγμή η γυναίκα ένιωσε λαχτάρα για μια στάλα από τον απέραντο χείμαρρο του σαϊντάρ. Το να καταφέρει να χαλιναγωγήσει μια τόσο μεγάλη ποσότητα, ακόμα και το ένα τοις χιλίοις, θα ήταν εκστατικό. Ναι, μπορεί να ένιωθε λαχτάρα, αλλά δεν σκόπευε να προσεγγίσει περισσότερο αυτό το δασώδες μέρος που της έδινε πλεονέκτημα. Το μόνο κίνητρό της για να Ταξιδέψει έως εδώ ήταν η απειλή των χεριών του Μοριντίν που χάιδευαν το κουρ’σούβρα της, και μάλιστα είχε καθυστερήσει, ευχόμενη να τελειώσουν όλα πριν αναγκαστεί να επέμβει η ίδια. Ανέκαθεν κινούνταν με άκρα μυστικότητα, αλλά με το που έφτασε χρειάστηκε να ξεφύγει από μια επίθεση, ενώ στις σκόρπιες περιοχές του δάσους που απλωνόταν μπροστά της, και κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού, άστραφταν κι έλαμπαν κεραυνοί και φωτιές υφασμένες από το σαϊντάρ, μα κι άλλα φαινόμενα, που ήταν μάλλον εκδηλώσεις του σαϊντίν. Ο μαύρος καπνός από τα καμένα σύδεντρα σχημάτιζε τουλίπες, και τρομακτικές εκρήξεις αντηχούσαν στον αέρα.
Της ήταν αδιάφορο ποιοι πολεμούσαν, ποιοι πέθαιναν και ποιοι επιβίωναν. Το μόνο πράγμα για το οποίο θα ένιωθε ευχαρίστηση ήταν αν χανόταν η Σιντέιν ή η Γκρένταλ, Ή κι οι δυο. Η Μογκέντιεν δεν θα πέθαινε ποτέ, ακόμα κι αν αλώνιζε καταμεσής της μάχης. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπήρχε κι αυτό το πράγμα που έστεκε πέρα από το λαμπερό κλειδί, ένας τεράστιος μαύρος κι επίπεδος θόλος καταμεσής του δάσους, λες κι η ίδια η νύχτα είχε μεταμορφωθεί σε πέτρα. Μόρφασε καθώς μια ρυτίδωση διαπέρασε το μήκος της μαύρης επιφάνειας, κι ο θόλος ανυψώθηκε αισθητά. Ό,τι κι αν ήταν, η προσέγγισή του ισοδυναμούσε με τρέλα. Ο Μοριντίν δεν είχε ιδέα τι έκανε ή τι δεν έκανε, εδώ.
Οπισθοχωρώντας στο πίσω μέρος της λοφοκορυφής, μακριά από το λαμπερό κλειδί και τον παράξενο θόλο, κάθισε κάτω για να κάνει αυτό που τόσο συχνά έκανε στο παρελθόν. Να παρακολουθεί από τις σκιές και να προσπαθεί να επιβιώσει.
Στο εσωτερικό του κεφαλιού του, ο Ραντ ούρλιαζε. Ήταν σίγουρος ότι ούρλιαζε, παρέα με τον Λουζ Θέριν, αλλά μέσα στον ορυμαγδό δεν άκουγε καμιά φωνή. Ο ακάθαρτος ωκεανός του μιάσματος τον πλημμύριζε, αλυχτώντας με την ταχύτητά του. Παλιρροϊκά κύματα χυδαιότητας έσκαγαν επάνω του κι ορμητικές θύελλες βρώμας τον ξέσκιζαν. Ο μόνος λόγος που γνώριζε ότι εξακολουθούσε να έχει στην κατοχή του τη Δύναμη, ήταν το μίασμα. Το σαϊντίν έσκαγε σε αναλαμπές, έτοιμο να τον σκοτώσει, κι ο Ραντ δεν θα μάθαινε ποτέ τίποτα. Η σάπια πλημμυρίδα παρέσερνε τα πάντα, κι ο Ραντ κρατιόταν από τα ακροδάχτυλά του για να μην παρασυρθεί κι ο ίδιος. Το μίασμα έφευγε, κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που μετρούσε προς το παρόν. Έπρεπε να κρατηθεί πάση θυσία!
«Τι μπορείς να μου πεις, Μιν;» Η Κάντσουεϊν κρατιόταν ακόμα όρθια, παρά την κούρασή της. Δεν ήταν κι εύκολο να συγκρατείς τη θωράκιση όλη τη μέρα.
Για κάμποσο διάστημα δεν σημειώθηκε επίθεση στη λοφοκορυφή, κι η αλήθεια ήταν πως η μόνη ενεργή διαβίβαση που ένιωθε ήταν αυτή εκ μέρους της Νυνάβε και του αγοριού. Η Έλζα βημάτιζε σε έναν ατελείωτο κύκλο γύρω από την ακρολοφία, εξακολουθώντας να είναι συνδεδεμένη με τη Μερίς και τον Τζαχάρ, αλλά προς το παρόν δεν υπήρχε κάτι άλλο για να κάνει πέρα από το να ανιχνεύει τους γύρω λόφους. Ο Τζαχάρ καθόταν πάνω σε μια πέτρα, με το Καλαντόρ να λάμπει αδιόρατα, έτσι όπως ακουμπούσε στη γωνία του αγκώνα του. Η Μερίς καθόταν στο έδαφος πλάι του, έχοντας το κεφάλι της ακουμπισμένο στα γόνατά του, κι εκείνος της χάιδευε τα μαλλιά.
«Λοιπόν, Μιν;» ξαναρώτησε απαιτητικά η Κάντσουεϊν.
Το κορίτσι έριξε μια οργισμένη ματιά από το βαθούλωμα στο πετρώδες έδαφος, όπου ο Τόμας κι ο Μόαντ την είχαν τσουβαλιάσει μαζί με τη Χαρίνε. Αν μη τι άλλο, οι άντρες ήταν αρκετά λογικοί για να παραδεχτούν ότι δεν τους αφορούσε αυτού του είδους η μάχη. Η Χαρίνε ήταν σκυθρωπή και κατηφής, ενώ χρειάστηκε πάνω από μία φορά να επέμβει κάποιος άντρας για να εμποδίσει τη Μιν από το να πάει στον νεαρό αλ’Θόρ. Αναγκαστικά, της πήραν τα μαχαίρια, γιατί προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις λεπίδες επάνω τους.
«Ξέρω πως είναι ζωντανός», μουρμούρισε το κορίτσι, «και νομίζω πως έχει χτυπηθεί. Κι αν διαισθάνομαι αρκετά, για να καταλάβω πως είναι χτυπημένος, σημαίνει πως υποφέρει. Αφήστε με να πάω κοντά του».
«Το μόνο που θα κατάφερνες θα ήταν να γίνεις εμπόδιο».
Δίχως να δίνει σημασία στο αγωνιώδες μουγκρητό του κοριτσιού, η Κάντσουεϊν βάδισε στο ακανόνιστο έδαφος, προς το σημείο όπου κάθονταν ο Ραντ κι η Νυνάβε, αλλά για μια στιγμή δεν κοιτούσε αυτούς. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση των αρκετών μιλίων, ο σκοτεινός θόλος φάνταζε θεόρατος, έτσι όπως υψωνόταν χίλια πόδια στο ψηλότερο σημείο του. Επιπλέον, είχε αρχίσει να διογκώνεται. Η επιφάνεια έμοιαζε με μαύρο ατσάλι, μολονότι δεν αστραποβολούσε κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Τουναντίον, το φως έμοιαζε να γίνεται πιο θαμπό και μουντό γύρω του.
Ο Ραντ δεν είχε κουνήσει ρούπι εξαρχής, μια ακίνητη, σχεδόν αόρατη φιγούρα, με τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό του. Αν όντως υπέφερε, όπως διατεινόταν η Μιν, δεν το έδειχνε. Αλλά κι αν το έδειχνε, η Κάντσουεϊν όχι μόνο δεν είχε ιδέα τι να κάνει, αλλά δεν ήξερε καν αν τολμούσε να κάνει κάτι. Αν τον ενοχλούσε τώρα, οι συνέπειες μπορεί να ήταν φρικτές. Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά σε αυτόν τον πανύψηλο και κατάμαυρο θόλο, η Κάντσουεϊν μούγκρισε. Ίσως οι συνέπειες να ήταν φρικτές, και μόνο που τον είχε αφήσει να ξεκινήσει όλη αυτή τη διαδικασία.
Αφήνοντας ένα βογκητό, η Νυνάβε γλίστρησε από το πέτρινο κάθισμά της κι έπεσε στο έδαφος. Το φόρεμά της ήταν μουσκεμένο από τον ιδρώτα, και λωρίδες μαλλιών ήταν κολλημένες στο γλιστερό της πρόσωπο. Τα ματοτσίνορά της ανοιγόκλεισαν φευγαλέα, και τα στήθη της φούσκωσαν, καθώς πάσχιζε απεγνωσμένα να πάρει ανάσα. «Φτάνει», κλαψούρισε. «Δεν αντέχω άλλο».
Η Κάντσουεϊν δίστασε, κάτι που δεν συνήθιζε. Η κοπέλα δεν θα άφηνε τον κύκλο μέχρι να την ελευθερώσει ο νεαρός αλ’Θόρ, αλλά, εκτός κι αν αυτά τα Τσόενταν Καλ ήταν εξίσου ελαττωματικά με το Καλαντόρ, θα την εμπόδιζε να απορροφήσει αρκετή ενέργεια από τη Δύναμη για να την καταστρέψει. Εκτός κι αν λειτουργούσε σαν αγωγός μιας πολύ μεγαλύτερη ποσότητας σαϊντάρ από αυτή που θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει ολόκληρος Λευκός Πύργος, κάνοντας χρήση του κάθε ξεχωριστού ανγκριάλ και σα’ανγκριάλ που είχε στην κατοχή του. Η ροή τη διαπερνούσε τόσο πολλές ώρες, που η απλή, φυσική εξουθένωση μπορεί να αποδεικνυόταν θανατηφόρα.
Γονατίζοντας δίπλα στο κορίτσι, η Κάντσουεϊν άφησε το χελιδόνι στο έδαφος πλάι της, πήρε στα χέρια της το κεφάλι της Νυνάβε και μείωσε το ποσοστό του σαϊντάρ που διοχέτευε στη θωράκιση. Οι ικανότητές της στη Θεραπεία ήταν μάλλον μέτριες, αλλά μπορούσε να διώξει ένας μέρος της κούρασης του κοριτσιού χωρίς να δείξει υπερβάλλοντα ζήλο. Ωστόσο, είχε πλήρη επίγνωση της αδυνατισμένης θωράκισης που τους κάλυπτε και, χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε να σχηματίζει τις υφάνσεις.
Σκαρφαλώνοντας στην κορυφή του λόφου, ο Όσαν’γκαρ έπεσε μπρούμυτα και χαμογέλασε καθώς κινήθηκε πλάγια, για να βρει καταφύγιο πίσω από ένα δέντρο. Από εκεί, έχοντας μέσα του το σαϊντίν, μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα την επόμενη κορυφή κι όσους βρίσκονταν επάνω της. Δεν ήταν τόσοι όσοι περίμενε. Μια γυναίκα βημάτιζε αργά, κάνοντας κύκλους γύρω από την κορυφή και ρίχνοντας φευγαλέες ματιές ανάμεσα στα δέντρα, αλλά όλοι οι άλλοι ήταν ακίνητοι. Ο Ναρίσμα καθόταν, με το Καλαντόρ να λάμπει στα χέρια του και με το κεφάλι μιας γυναίκας στα γόνατά του. Ο Όσαν’γκαρ έβλεπε κι άλλες δύο γυναίκες, τη μία να γονατίζει πάνω από την άλλη, κρυμμένες ωστόσο από την πλάτη ενός άντρα. Δεν ήταν ανάγκη να δει το πρόσωπο του άντρα για να καταλάβει πως επρόκειτο για τον αλ’Θόρ. Το κλειδί που ήταν πεσμένο στο έδαφος το μαρτυρούσε. Στα μάτια του Όσαν’γκαρ λαμπύριζε έντονα, ενώ μέσα στο κεφάλι του η λάμψη του κατατρόπωνε τη λάμψη του ίδιου του ήλιου, ίσως και χιλίων ήλιων. Πόσα θα μπορούσε να κάνει με αυτό! Κρίμα που έπρεπε να καταστραφεί μαζί με τον αλ’Θόρ. Ωστόσο, τίποτα δεν τον εμπόδιζε να πάρει το Καλαντόρ από τη στιγμή που ο αλ’Θόρ θα ήταν νεκρός. Κανείς μεταξύ των Εκλεκτών δεν κατείχε ανγκριάλ. Ακόμα κι ο Μοριντίν θα λιποψυχούσε μπροστά του, μόλις ο ίδιος έπαιρνε στα χέρια του το κρυστάλλινο ξίφος. Νή’μπλις; Ναι, έτσι θα αναγορευόταν ο Όσαν’γκαρ αφότου αφάνιζε τον αλ’Θόρ και κατέστρεφε όσα είχε κάνει ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Γελώντας σιγανά, άρχισε να υφαίνει την πυρά. Ποιος θα το πίστευε ότι θα γινόταν ο ήρωας της ημέρας;
Περπατώντας αργά και κοιτώντας εξεταστικά τους δασωμένους λόφους γύρω τους, η Έλζα σταμάτησε απότομα, καθώς έπιασε μια φευγαλέα κίνηση με την άκρη του ματιού της. Έστρεψε το κεφάλι της με αργές κινήσεις, περίπου στο σημείο του λόφου όπου είχε διακρίνει εκείνη τη λάμψη. Η μέρα της ήταν πολύ δύσκολη. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της στις σκηνές των Αελιτών στην Καιρχίν, είχε ξεπηδήσει στο μυαλό της η σκέψη ότι ήταν ύψιστος σκοπός για τον Αναγεννημένο Δράκοντα να επιβιώσει έως την Τελευταία Μάχη. Ήταν τόσο προφανές, ώστε εξεπλάγη που δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. Τώρα, ήταν πια ξεκάθαρο, τόσο ξεκάθαρο όσο και το σαϊντάρ μέσω του οποίου έβλεπε το πρόσωπο ενός άντρα που προσπαθούσε να κρυφτεί σε αυτόν τον λόφο, κρυφοκοιτάζοντας πίσω από τον κορμό ενός δέντρου. Σήμερα, θα έδινε αναγκαστική μάχη με τους Εκλεκτούς. Σίγουρα ο Μέγας Άρχοντας θα το καταλάβαινε αν σκότωνε κάποιον από δαύτους, αλλά ο Κόρλαν Ντασίβα ήταν μονάχα ένας από εκείνους τους Άσα’μαν. Ο Ντασίβα σήκωσε το χέρι του, δείχνοντας προς τον λόφο που στεκόταν η γυναίκα, κι η Έλζα απορρόφησε όσο περισσότερη ενέργεια μπορούσε από το Καλαντόρ που κρατούσε στα χέρια του ο Τζαχάρ. Της φάνηκε πως το σαϊντίν ήταν ό,τι πρέπει για καταστροφή. Μια πελώρια μπάλα αστραφτερής φωτιάς κύκλωσε την άλλη λοφοκορυφή, κόκκινη, χρυσαφιά και μπλε. Όταν η λάμψη εξαφανίστηκε, ο λόφος είχε μια λεία επιφάνεια, πενήντα μέτρα χαμηλότερη από πριν.
Η Μογκέντιεν δεν ήταν σίγουρη για ποιο λόγο είχε παραμείνει τόσο πολύ. Το φως της ημέρας δεν θα διαρκούσε για περισσότερες από δύο ώρες, και το δάσος ήταν ήσυχο. Εκτός από το κλειδί, δεν ένιωθε να υπάρχει άλλη διαβίβαση του σαϊντάρ. Πολύ πιθανόν κάποιος να χρησιμοποιούσε μικρές ποσότητες, αλλά τίποτα δεν θύμιζε τη λύσσα που μαινόταν νωρίτερα. Η μάχη είχε λάβει τέλος, κι όσοι από τους Εκλεκτούς δεν ήταν νεκροί, το είχαν βάλει στα πόδια ηττημένοι. Κυρίως ηττημένοι, μια και το κλειδί εξακολουθούσε να είναι πυρακτωμένο μέσα στο κεφάλι της. Ήταν να απορεί κανείς που τα Τσόενταν Καλ είχαν αντέξει σε τόσο πολλή χρήση και για τόσο μεγάλο διάστημα.
Πεσμένη μπρούμυτα, στο ψηλότερο σημείο της πλεονεκτικής θέσης που είχε βρει, και με το σαγόνι να στηρίζεται στις παλάμες της, παρακολουθούσε τον μεγάλο θόλο. Η λέξη «μαύρος» δεν ήταν πλέον κατάλληλη για να τον περιγράψει. Δεν υπήρχε αντίστοιχος ορισμός, αλλά το μαύρο ήταν ένα χρώμα πολύ ωχρό συγκριτικά. Τώρα, ο θόλος ήταν στρογγυλός κατά το ήμισυ, κι ορθωνόταν στον ουρανό σαν βουνό ύψους δύο μιλίων. Ένα πυκνό στρώμα σκιάς ήταν απλωμένο γύρω του, λες κι απορροφούσε τα τελευταία ίχνη φωτός από την ατμόσφαιρα. Η γυναίκα δεν καταλάβαινε γιατί δεν ένιωθε φόβο. Αυτό το πράγμα θα μπορούσε να αυξάνεται συνεχώς, μέχρις ότου κάλυπτε ολόκληρο τον κόσμο, ή ίσως τον τσάκιζε, όπως είχε παρατηρήσει η Άραν’γκαρ. Αν, όμως, συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα υπήρχε πια πουθενά ασφαλές μέρος και καμιά σκιά δεν θα ήταν ικανή να κρύψει την Αράχνη.
Ξαφνικά, κάτι άρχισε να σαλεύει από αυτή τη σκοτεινή, λεία επιφάνεια, κάτι σαν φλόγα πιο μαύρη κι από το μαύρο, κι ύστερα άλλη μία κι άλλη μία, μέχρι που ο θόλος άρχισε να κοχλάζει από ζοφερές φλόγες. Ο βρυχηθμός δέκα χιλιάδων κεραυνών την ανάγκασε να κλείσει τα αυτιά της και να ουρλιάξει άηχα κάτω από αυτόν τον ορυμαγδό. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, ο θόλος κατέρρευσε, έγινε ένα μικρό σημαδάκι κι έπειτα χάθηκε στο πουθενά. Ο άνεμος άρχισε να αλυχτάει, ορμώντας στο σημείο που βρισκόταν ο εξαφανισμένος θόλος, παρασύροντάς την πάνω στο πετρώδες έδαφος, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της να αρπαχτεί από κάπου, τινάζοντάς την πάνω στα δέντρα κι ανασηκώνοντάς την ψηλά. Παραδόξως, εξακολουθούσε να μη φοβάται. Σκέφτηκε πως, αν επιβίωνε από αυτό, δεν θα ένιωθε ξανά φόβο ποτέ και για τίποτα.
Η Κάντσουεϊν άφησε αυτό που κάποτε ήταν τερ’ανγκριάλ να πέσει στο έδαφος. Δύσκολα θα το αποκαλούσε κανείς πλέον γυναικείο αγαλματίδιο. Το πρόσωπο εξακολουθούσε να μοιάζει σοφό και γαλήνιο, αλλά η φιγούρα είχε σπάσει στα δύο και ήταν σβολιασμένη σαν φουσκαλιασμένο κερί, μια κι η μια του πλευρά είχε λιώσει. Το χέρι που κρατούσε την κρυστάλλινη σφαίρα κειτόταν κομματιασμένο γύρω από το κατεστραμμένο αντικείμενο. Η αρσενική φιγούρα είχε παραμείνει αλώβητη κι η Κάντσουεϊν την είχε ήδη τοποθετήσει στο δισάκι της. Το Καλαντόρ ήταν εξίσου ασφαλές. Καλύτερα να μην το άφηνε στην ανοιχτή λοφοκορυφή, γιατί θα ήταν πειρασμός. Εκεί όπου στο παρελθόν βρισκόταν η Σαντάρ Λογκόθ, τώρα υπήρχε ένα τεράστιο άνοιγμα μέσα στο δάσος, εντελώς κυκλικό και τόσο πλατύ που, παρ’ ότι ο ήλιος είχε χαμηλώσει στον ορίζοντα, διέκρινε την αντικριστή του πλευρά να κατηφορίζει μέσα στη γη.
Ο Λαν, οδηγώντας το κουτσό πολεμικό άλογό του στην ανηφόρα της πλαγιάς, άφησε τα γκέμια του μαύρου επιβήτορα μόλις είδε τη Νυνάβε να κείτεται στο έδαφος, καλυμμένη μέχρι επάνω με τον μανδύα της. Ο νεαρός αλ’Θόρ ήταν ξαπλωμένος πλάι της, εξίσου καλυμμένος με τον δικό του, ενώ η Μιν είχε σκύψει από πάνω του, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά κρίνοντας από το αμυδρό της χαμόγελο, μάλλον δεν κοιμόταν. Ο Λαν δεν τους έριξε ούτε δεύτερη ματιά, καθώς κάλυψε τρέχοντας τη μικρή απόσταση που τον χώριζε από τη Νυνάβε. Γονάτισε, ανασήκωσε απαλά το κεφάλι της και το ακούμπησε στα μπράτσα του. Ούτε η γυναίκα ούτε το αγόρι αναδεύτηκαν καθόλου.
«Είναι απλώς λιπόθυμοι», του είπε η Κάντσουεϊν. «Η Κόρελε λέει πως είναι καλύτερο να τους αφήσουμε να συνέλθουν μόνοι τους». Ωστόσο, η Κόρελε δεν είχε ιδέα πόσο μπορεί να έπαιρνε κάτι τέτοιο. Ούτε ο Ντάμερ. Οι πληγές στα πλευρά του νεαρού ήταν αμετάβλητες, αν κι ο Ντάμερ περίμενε το αντίθετο. Όλα αυτά ήταν εξαιρετικά ανησυχητικά.
Λίγο πιο πάνω στον λόφο, ο καραφλός Άσα’μαν ήταν σκυμμένος πάνω από την Μπελντάινε που γόγγυζε, με τα δάχτυλά του να συστρέφονται πάνω από το κορμί της καθώς ύφαινε την παράξενη Θεραπεία του. Ήταν πολύ απασχολημένος εδώ και μία ώρα. Η Αλίβια δεν έπαψε στιγμή να κοιτάει απορημένη, μαλάσσοντας το σπασμένο χέρι που είχε καψαλιστεί έως το κόκαλο. Η Σαρίνε περπατούσε με κάποια αστάθεια, αλλά μάλλον θα έφταιγε η κούραση. Κόντεψε να πεθάνει εκεί έξω, στο δάσος, και τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι γουρλωμένα έπειτα από αυτή την εμπειρία. Οι Άσπρες δεν ήταν συνηθισμένες σε κάτι τέτοια.
Δεν είχαν σταθεί όλοι τόσο τυχεροί. Η Βέριν και η Θαλασσινή κάθονταν δίπλα στο κουφάρι της Κουμίρα, που ήταν καλυμμένο με έναν μανδύα, ψιθυρίζοντας σιωπηλές προσευχές για την ψυχή της, ενώ η Νεσούνε προσπαθούσε με κάπως αδέξιο τρόπο να παρηγορήσει την Ντάιγκιαν που έκλαιγε, κρατώντας σφιχτά στα χέρια της το πτώμα του νεαρού Έμπεν, λικνίζοντάς τον σαν να ήταν μωρό. Οι Πράσινες ήταν συνηθισμένες σε κάτι τέτοια, αλλά στην Κάντσουεϊν δεν άρεσε που είχε χάσει δύο δικούς της με αντάλλαγμα μερικούς καψαλισμένους Αποδιωγμένους κι έναν νεκρό αποστάτη.
«Είναι καθαρό», είπε απαλά ο Τζαχάρ. Αυτή τη φορά, ήταν η Μερίς που κάθισε οκλαδόν, ακουμπώντας μαλακά το κεφάλι του πάνω στα γόνατά της. Τα θαλασσιά της μάτια ήταν αυστηρά, όπως πάντα, αλλά χάιδευε με απαλές κινήσεις τα σκούρα μαλλιά του. «Είναι καθαρό».
Η Κάντσουεϊν αντάλλαξε ματιές με τη Μερίς πάνω από το κεφάλι του αγοριού. Ο Ντάμερ κι ο Τζαχάρ είχαν πει ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα. Το μίασμα είχε εξαφανιστεί, αλλά πώς μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι δεν είχε απομείνει κανένα ίχνος του; Η Μερίς τής είχε επιτρέψει να συνδεθεί με το αγόρι, και δεν είχε αισθανθεί καθόλου κάτι που να μοιάζει με αυτό που περιέγραψε η άλλη Πράσινη, αλλά και πάλι πώς μπορούσαν να είναι σίγουροι; Το σαϊντίν ήταν κάτι τόσο αλλόκοτο, ώστε οτιδήποτε μπορούσε να κρυφτεί μέσα σε αυτό το παρανοϊκό χάος.
«Θέλω να φύγω μόλις επιστρέψουν κι οι υπόλοιποι Πρόμαχοι», ανακοίνωσε. Οι ερωτήσεις ήταν πολλές κι οι απαντήσεις ανύπαρκτες, αλλά τουλάχιστον είχε κοντά της τον νεαρό αλ’Θόρ, τον οποίο δεν σκόπευε να χάσει με τίποτα.
Η νύχτα έπεσε. Στη λοφοκορυφή, ο άνεμος φυσούσε, ρίχνοντας σκόνη στα απολειφάδια ενός αντικειμένου που κάποτε ήταν τερ’ανγκριάλ. Από κάτω, κειτόταν το μνήμα της Σαντάρ Λογκόθ ανοιχτό, για να δίνει ελπίδα στον κόσμο. Και στο μακρινό Τρεμάλκινγκ άρχισε να διαδίδεται πως η Εποχή των Ψευδαισθήσεων είχε τελειώσει οριστικά.