Τι έχουμε εδώ;» ακούστηκε η σκληρή φωνή μιας γυναίκας. Η Φάιλε κοίταξε ψηλά, με το ζεστό τσάι να απομακρύνεται προσωρινά από τις σκέψεις της. Δύο Αελίτισσες, που είχαν ανάμεσά τους μια πολύ κοντύτερη γκαϊ’σάιν, εμφανίστηκαν μέσα από τον στρόβιλο του χιονιού, βυθισμένες έως τις γάμπες στο λευκό χαλί που κάλυπτε το έδαφος, κατορθώνοντας ωστόσο να κάνουν μεγάλες δρασκελιές. Τουλάχιστον, η ψηλότερη γυναίκα το κατόρθωνε· η γκαϊ’σάιν τρίκλισε και μπλέχτηκε, πασχίζοντας να κρατηθεί όρθια, και μία από τις άλλες έβαλε το χέρι στον ώμο της για να τη συγκρατήσει. Κι οι τρεις ήταν αξιοπρόσεκτες. Η γυναίκα στα λευκά κρατούσε πειθήνια όσο το δυνατόν πιο χαμηλωμένο το κεφάλι της, ενώ τα χέρια της ήταν διπλωμένα πάνω στα φαρδιά της μανίκια, όπως έπρεπε να είναι η στάση μιας γκαϊ’σάιν, αλλά το φόρεμά της είχε τη γυαλάδα του πυκνού μεταξωτού. Απαγορευόταν στους γκαϊ’σάιν να φορούν στολίδια, ωστόσο μια φαρδιά, περίτεχνη ζώνη από χρυσάφι και πετράδια έσφιγγε τη μέση της, ενώ ένα εφαρμοστό περιδέραιο αντίστοιχης αξίας ήταν ορατό μέσα από την κουκούλα της, καλύπτοντας σχεδόν τον λαιμό της. Ελάχιστες, εκτός από μέλη βασιλικών οίκων, μπορούσαν να έχουν τέτοια κοσμήματα στην κατοχή τους. Πάντως, όσο παράξενη κι αν φάνταζε η γκαϊ’σάιν, οι άλλες γυναίκες τράβηξαν περισσότερο την προσοχή της Φάιλε. Κάτι της έλεγε ότι ήταν Σοφές. Απέπνεαν αρκετή εξουσία για να είναι κάτι άλλο· ετούτες εδώ ήταν γυναίκες συνηθισμένες να δίνουν διαταγές και να εισακουγονται. Πέρα από αυτό όμως, η παρουσία τους και μόνο μαγνήτιζε τα βλέμματα. Η γυναίκα που έσπρωχνε την γκαϊ’σάιν για να προχωρήσει, μια αυστηρή γαλανομάτα με αετίσιο πρόσωπο και σκούρα, γκρίζα εσάρπα τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της, ήταν ψηλή όσο οι περισσότερες Αελίτισσες, ενώ η άλλη ήταν τουλάχιστον μισό χέρι ψηλότερη από τον Πέριν! Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήταν ογκώδης, πλην ενός συγκεκριμένου σημείου. Ανοιχτόξανθα μαλλιά έπεφταν μέχρι τη μέση της, κρατημένα από ένα φαρδύ, σκούρο μαντίλι, για να μην καλύπτουν το πρόσωπό της, ενώ η καφετιά εσάρπα απλωνόταν πάνω στους ώμους της, αρκετά ανοιχτή ώστε να αποκαλύπτει ένα απίστευτα μεγάλο στήθος, που εξείχε σχεδόν κατά το ήμισυ από την ξεθωριασμένη της μπλούζα. Πώς και δεν ξεπάγιαζε με τόση σάρκα εκτεθειμένη σε τέτοιον καιρό; Θα έπρεπε να νιώθει όλα αυτά τα βαριά περιδέραια από φίλντισι και χρυσάφι σαν παγάκια πάνω στο δέρμα της!
Καθώς σταμάτησαν μπροστά από τις γονυπετείς αιχμάλωτες, η γυναίκα με το αετίσιο πρόσωπο συνοφρυώθηκε, κοίταξε αποδοκιμαστικά τους Σάιντο που τις είχαν αιχμαλωτίσει, κι έκανε μια κοφτή κίνηση με το ελεύθερο χέρι της, αποπέμποντάς τους. Για κάποιο λόγο, εξακολουθούσε να κρατάει σφιχτά από τον ώμο την γκαϊ’σάιν. Οι τρεις Κόρες γύρισαν αμέσως και προχώρησαν βιαστικά προς το πλήθος των Σάιντο, που τις προσπερνούσε, κάτι που έκανε κι ένας από τους άντρες, αν κι ο Ρόλαν αντάλλαξε κοφτές ματιές με τους υπόλοιπους πριν ακολουθήσουν. Ίσως αυτό σήμαινε κάτι, ίσως και τίποτα. Η Φάιλε αισθάνθηκε ξαφνικά σαν να είχε παγιδευτεί σε ρουφήχτρα, πασχίζοντας απεγνωσμένα να αρπαχτεί από άχυρα.
«Έχουμε, λοιπόν, κι άλλες γκαϊ’σάιν για τη Σεβάνα», είπε η πανύψηλη γυναίκα, και φάνηκε να το διασκεδάζει. Είχε δυναμικό πρόσωπο, που σε κάποιους σίγουρα θα φάνταζε χαριτωμένο, αλλά, αντίθετα με τις άλλες Σοφές, έμοιαζε μαλθακή. «Η Σεβάνα δεν θα ικανοποιηθεί, παρά μόνο αν γεμίσει όλος ο κόσμος γκαϊ’σάιν, Θεράβα. Όχι ότι θα είχα καμιά αντίρρηση», αποτελείωσε την πρότασή της γελώντας.
Η Σοφή με το αετίσιο βλέμμα δεν γέλασε καθόλου. Το πρόσωπό της ήταν πέτρινο, το ίδιο κι η φωνή της. «Η Σεβάνα έχει ήδη πολλούς γκαϊ’σάιν, Σόμεριν. Κι εμείς έχουμε πολλούς γκαϊ’σάιν, που λειτουργούν περισσότερο ως τροχοπέδη». Το ατσάλινο της βλέμμα διέτρεξε όλο το μήκος των γονυπετών γυναικών.
Η Φάιλε μόρφασε, όταν αυτό το βλέμμα την άγγιξε, κι έκρυψε βιαστικά το πρόσωπό της πίσω από την κούπα. Δεν είχε ξαναδεί τη Θεράβα στο παρελθόν, αλλά από τη ματιά της κατάλαβε το ποιόν της γυναίκας, ένα άτομο αδίσταχτο, που κάλλιστα θα συνέτριβε οποιαδήποτε αντίσταση και που μπορούσε να διακρίνει την πρόκληση με ένα πεταχτό βλέμμα. Σίγουρα δεν ήταν ό,τι καλύτερο να την έχεις στην αυλή κάποιου ανόητου ευγενούς, ούτε να τη συναντήσεις τυχαία στο δρόμο, αλλά η απόδραση θα γινόταν κάτι παραπάνω από δύσκολη, αν αυτός εδώ ο αετός έδειχνε προσωπικό ενδιαφέρον. Παρ’ όλ’ αυτά, παρατήρησε τη γυναίκα με την άκρη του ματιού της. Ήταν σαν να παρακολουθούσε μια ριγωτή οχιά, με τις φολίδες της να λαμπυρίζουν στο ηλιόφως, συσπειρωμένη σε απόσταση ενός ποδιού από το πρόσωπό της.
Πειθήνια, σκέφτηκε. Είμαι γονατισμένη πειθήνια, χωρίς την παραμικρή σκέψη μέσα στο κεφάλι μου, πίνοντας το τσάι μου. Δεν είναι ανάγκη να μου ρίξεις δεύτερη ματιά, μάγισσα με τα παγωμένα μάτια. Ήλπιζε οι άλλες να πρόσεξαν αυτό που έκανε.
Η Αλιάντρε δεν την πρόσεξε. Πάσχισε να σηκωθεί στα πρησμένα της πόδια, τρίκλισε και βυθίστηκε ξανά στα γόνατα, με μια σύσπαση πόνου να χαράζει το πρόσωπό της. Ακόμα κι έτσι όμως, έμεινε στητή, παρότι γονατίζοντας στο χιόνι, με το κεφάλι ψηλά και με μια κόκκινη ριγωτή κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της σαν φίνα, μεταξένια εσάρπα πάνω από έναν υπέροχο μανδύα. Τα γυμνά πόδια και τα ανεμοδαρμένα μαλλιά χαλούσαν κάπως την εικόνα, ωστόσο η γυναίκα ήταν η προσωποποίηση της αλαζονείας πάνω στο βάθρο.
«Είμαι η Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, Βασίλισσα της Γκεάλνταν», ανακοίνωσε δυνατά, σαν βασίλισσα που απευθύνεται σε ρουφιάνους κι αλήτες. «Θα ήταν σοφό να μεταχειριστείτε εμένα και τις συντρόφους μου καλά και να τιμωρήσετε όσους μας φέρθηκαν τόσο βάναυσα. Μπορεί να βγείτε επωφελημένοι, παίρνοντας περισσότερα λύτρα απ’ όσα φαντάζεστε, καθώς κι άφεση των εγκλημάτων που έχετε διαπράξει. Η υποτακτική μου κι εγώ, όπως επίσης κι η υπηρέτριά της, απαιτούμε άνετα καταλύματα μέχρι να γίνουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Για τις υπόλοιπες, επαρκούν και κάπως κατώτερα, αρκεί να μην πάθουν κακό. Δεν πρόκειται να πάρετε δεκάρα αν μεταχειριστείτε άσχημα ακόμα και την κατώτερη υπηρέτρια της υποτακτικής μου».
Η Φάιλε ήταν έτοιμη να μουγκρίσει —μα τι νόμιζε αυτή η ηλίθια, ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλοί ληστοσυμμορίτες;— αλλά δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο.
«Ισχύει πράγματι αυτό, Γκαλίνα; Πρόκειται για βασίλισσα των υδρόβιων;» Μία άλλη γυναίκα ανασηκώθηκε πίσω από τις αιχμάλωτες, με το ψηλό, μαύρο άτι της να περπατά μαλακά στο χιόνι. Η Φάιλε σκέφτηκε πως μάλλον ήταν Αελίτισσα, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη όμως. Δύσκολο να πει με σιγουριά, καθώς η άλλη γυναίκα ήταν έφιππη, αλλά έμοιαζε ψηλή τουλάχιστον όσο η Φάιλε, κι ήταν ελάχιστες οι γυναίκες που την ανταγωνίζονταν στο ύψος εκτός από τις Αελίτισσες, κι αυτά τα πρασινωπά μάτια πάνω στο ηλιοκαμένο πρόσωπο δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα. Ωστόσο... αυτή η φαρδιά, μαύρη φούστα έμοιαζε με εκείνες με αυτές που φορούσαν οι Αελίτισσες, αλλά ήταν σκιστή, πράγμα που υποδήλωνε πως ήταν ρούχο ιππασίας, κι έμοιαζε φτιαγμένη από μετάξι, όπως επίσης κι η κρεμ μπλούζα της και το στρίφωμα που αποκάλυπτε τις κόκκινες μπότες πάνω στον αναβολέα. Η φαρδιά, διπλωτή μαντίλα, που συγκρατούσε τα μακριά, χρυσαφιά μαλλιά της, ήταν φτιαγμένη από χρυσοΰφαντο, κόκκινο μετάξι, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα χρυσαφί κοκαλάκι, με πάχος όσο ένας αντίχειρας, με πετράδια να φωλιάζουν επάνω του. Αντίθετα με το δουλεμένο χρυσάφι και το σκαλιστό φίλντισι των Σοφών, οι αρμαθιές από μεγάλα μαργαριτάρια, περιδέραια από σμαράγδια, ζαφείρια και ρουμπίνια, έκρυβαν το μισό της στήθος, ακριβώς το ανάποδο από αυτό που συνέβαινε με τη Σόμεριν. Τα βραχιόλια σκαρφάλωναν σχεδόν έως τους αγκώνες της και διέφεραν από αυτά που φορούσαν κατά τον ίδιο τρόπο οι δύο Σοφές, οι δε Αελίτισσες δεν φορούσαν δαχτυλίδια, αλλά κοσμήματα που λαμποκοπούσαν σε κάθε τους δάχτυλο. Αντί για σκούρα εσάρπα, ένας λαμπερός πορφυρός μανδύας, πλαισιωμένος με χρυσά κεντήματα και φοδραρισμένος με λευκή γούνα, κυμάτιζε γύρω της στην ψυχρή αύρα. Πάντως, ο τρόπος που καθόταν πάνω στη σέλα ήταν έκδηλος της αδεξιότητας των Αελιτισσών. «Κι η υποτακτική της βασίλισσας;» Μπέρδεψε τη γλώσσα της, σαν να μην ήταν εξοικειωμένη με αυτές τις λέξεις. «Αυτό σημαίνει, άραγε, πως η Βασίλισσα της έχει ορκιστεί πίστη; Άρα, θα πρέπει να είναι πανίσχυρη γυναίκα. Απάντησε μου, Γκαλίνα!»
Η ντυμένη στα μετάξια γκαϊ’σάιν καμπούριασε και καλόπιασε την έφιππη γυναίκα με ένα χαμόγελο ταπεινοφροσύνης. «Για να αναγκάσει μια βασίλισσα να της ορκιστεί πίστη, πρέπει να είναι πολύ ισχυρή γυναίκα, Σεβάνα», είπε με ζέση. «Ποτέ δεν έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Πάντως, πιστεύω πως είναι αυτή που ισχυρίζεται. Πριν από πολλά χρόνια είχα συναντήσει την Αλιάντρε, κι εκείνο το κορίτσι που θυμάμαι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυτή η γυναίκα, εστεμμένη ως Βασίλισσα της Γκεάλνταν. Τι κάνει στην Αμαδισία, δεν έχω ιδέα. Οι Λευκομανδίτες ή ο Άιλρον θα μπορούσαν μια χαρά να τη βουτήξουν, αν...»
«Αρκετά, Λίνα», είπα η Θεράβα με σταθερή φωνή. Το χέρι πάνω στον ώμο της Γκαλίνα σφίχτηκε φανερά. «Ξέρεις πόσο μισώ τη φλυαρία σου».
Η γκαϊ’σάιν μόρφασε, σαν να τη χτύπησαν, και το στόμα της έκλεισε ερμητικά. Σφαδάζοντας σχεδόν, χαμογέλασε προς το μέρος της Θεράβα, κι η δουλοπρέπειά της ήταν ακόμα πιο ποταπή από αυτή που είχε δείξει στη Σεβάνα. Το χρυσάφι λαμπύρισε σε ένα από τα δάχτυλά της καθώς τίναξε τα χέρια της. Ο φόβος άστραψε στα μάτια της. Στα μαύρα μάτια της. Σίγουρα δεν ήταν Αελίτισσα. Η Θεράβα έμοιαζε να μη δίνει σημασία στη χαμερπή συμπεριφορά της γυναίκας. Δεν ήταν παρά ένα σκυλάκι, που το είχαν διατάξει να κάνει σούζα κι αυτό υπάκουσε. Η προσοχή της ήταν στραμμένη αποκλειστικά στη Σεβάνα. Η Σόμεριν κοίταξε λοξά την γκαϊ’σάιν, με τα χείλη της να συστρέφονται από περιφρόνηση, αλλά τελικά δίπλωσε την εσάρπα κατά μήκος του στήθους της κι έστρεψε το βλέμμα της στη Σεβάνα. Οι Αελίτισσες δεν αφήνουν να φανούν τα συναισθήματα στα πρόσωπά τους, μα ήταν ολοφάνερο πως αυτή η γυναίκα δεν συμπαθούσε διόλου τη Σεβάνα και, ταυτόχρονα, ήταν πολύ επιφυλακτική μαζί της.
Η ματιά της Φάιλε ακολούθησε την έφιππη γυναίκα, πάνω από το χείλος της κούπας της. Από μια άποψη, ήταν σαν να βλέπει τον Λογκαίν ή τον Μάζριμ Τάιμ. Και η Σεβάνα είχε χαράξει το όνομά της στον ουρανό με αίμα και φωτιά. Θα περνούσαν χρόνια μέχρι να ανακάμψει η Καιρχίν απ’ όσα είχε κάνει εκεί, ο δε απόηχος των κατορθωμάτων της είχε απλωθεί έως το Άντορ, το Δάκρυ κι ακόμη παραπέρα. Ο Πέριν έριχνε το φταίξιμο σε κάποιον ονόματι Κουλάντιν, αλλά η Φάιλε γνώριζε αρκετά γι’ αυτή τη γυναίκα, ώστε να έχει σχηματίσει μια αόριστη ιδέα ποιος τελικά έβαλε το χέρι του. Και κανείς δεν αμφέβαλλε πως η Σεβάνα ήταν η υπαίτια της σφαγής στα Πηγάδια του Ντουμάι. Ο Πέριν κόντεψε να πεθάνει εκεί, κι εξαιτίας αυτού η Φάιλε είχε μαζέψει ράμματα για τη γούνα της Σεβάνα. Θα μπορούσε ακόμα και να αφήσει τα αυτιά του Ρόλαν στη θέση τους, αν τακτοποιούσε αυτό το ζήτημα μαζί της.
Η φανταχτερά ντυμένη γυναίκα οδήγησε αργά το άλογό της κατά μήκος της σειράς των γονυπετών γυναικών, και τα σταθέρά, πράσινα μάτια της ήταν σχεδόν εξίσου ψυχρά με της Θεράβα. Ο ήχος του χιονιού που συνθλιβόταν κάτω από τις οπλές του μαύρου ζώου έγινε ξαφνικά πολύ δυνατός. «Ποια από εσάς είναι η υπηρέτρια;» Παράξενη ερώτηση. Η Μάιντιν δίστασε κι έσφιξε το σαγόνι της, αλλά κατόπιν ύψωσε το χέρι της μέσα από την κουβέρτα. Η Σεβάνα ένευσε σκεφτική. «Και η... υποτακτική;»
Η Φάιλε σκέφτηκε προς στιγμή να μην αποκαλυφθεί, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Σεβάνα θα μάθαινε όσα επιθυμούσε. Απρόθυμα, σήκωσε το χέρι της. Ανατρίχιασε, όχι μόνο από το κρύο. Η Θεράβα παρακολουθούσε με αυτά τα ανελέητα μάτια και με την προσοχή της τεταμένη τόσο προς τη Σεβάνα, όσο και σε όσες τραβούσαν το ενδιαφέρον της.
Η Φάιλε δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν να μείνει κάποιος ανεπηρέαστος από αυτό το βλέμμα που διαπερνούσε σαν τρυπάνι, ωστόσο η Σεβάνα φάνηκε να κάνει ακριβώς αυτό, καθώς έστρεψε το ευνουχισμένο της ζώο προς την άλλη μεριά της γραμμής. «Δεν μπορούν να περπατήσουν, με τα πόδια τους σε τέτοια κατάσταση», είπε ύστερα από ένα λεπτό. «Δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να πάνε καβάλα με τα παιδιά. Θεράπευσε τες, Γκαλίνα».
Η Φάιλε τινάχτηκε κι η πήλινη κούπα κόντεψε να της πέσει από το χέρι. Την έσπρωξε προς το μέρος του γκαϊ’σάιν, πασχίζοντας να δείξει πως αυτό έκανε όλη αυτή την ώρα. Ούτως ή άλλως, ήταν άδεια. Ο βλογιοκομμένος τύπος άρχισε να τη γεμίζει ήρεμα από τον ασκό του. Να τις θεραπεύσει; Σίγουρα δεν μπορούσε να εννοεί πως...
«Πολύ καλά», είπε η Θεράβα, σκουντώντας τόσο δυνατά τη γυναίκα γκαϊ’σάιν, που τρίκλισε. «Κάν’ το γρήγορα, μικρή Λίνα. Ξέρω πως δεν θα ήθελες να με απογοητεύσεις».
Η Γκαλίνα στηρίχτηκε για να μην πέσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να βρεθεί ανάμεσα στις αιχμάλωτες. Βυθίστηκε μέχρι τα γόνατα κι ο χιτώνας της σύρθηκε πάνω στο χιόνι, αλλά ήταν αποφασισμένη να καταφέρει αυτό που ήθελε. Ο φόβος κι η απέχθεια έκαναν τα μάτια της να γουρλώνουν, κι ανακατεύονταν πάνω στο στρογγυλό της πρόσωπο με κάτι που θα μπορούσε να είναι... ανυπομονησία. Όπως και να έχει όμως, ήταν ένας αηδιαστικός συνδυασμός.
Η Σεβάνα ολοκλήρωσε την περιφορά της, επέστρεψε στο σημείο όπου η Φάιλε την έβλεπε καθαρά και, τραβώντας τα ηνία του αλόγου της, στάθηκε αντικρίζοντας τις Σοφές. Το σαρκώδες στόμα της γυναίκας ήταν ερμητικά κλειστό. Η παγωμένη αύρα ανέμιζε τον μανδύα της, αλλά η ίδια δεν φάνηκε να δίνει την παραμικρή σημασία ούτε σ’ αυτό, ούτε στο χιόνι που έπεφτε πάνω στο κεφάλι της. «Μόλις το πληροφορήθηκα, Θεράβα». Η φωνή της ήταν ήρεμη, αν κι από τα μάτια της θα μπορούσαν να πετάγονται αστραπές. «Απόψε θα στρατοπεδεύσουμε μαζί με τους Τζόνιν».
«Μια πέμπτη σέπτα», αποκρίθηκε κατηγορηματικά η Θεράβα. Ούτε γι’ αυτήν φαινόταν να υπάρχουν ο άνεμος και το χιόνι. «Πέντε, τη στιγμή που άλλες εβδομήντα οκτώ έχουν γίνει άφαντες. Πάλι καλά που θυμάσαι τη δέσμευση σου να ενώσεις ξανά τους Σάιντο, Σεβάνα. Δεν θα περιμένουμε επ’ άπειρον».
Πλέον, τα μάτια της Σεβάνα δεν πετούσαν απλώς αστραπές, ήταν πράσινα ηφαίστεια που εκρήγνυντο. «Πάντα κάνω ό,τι λέω, Θεράβα. Ευτυχώς, το θυμάσαι. Και να θυμάσαι πως εσύ με συμβουλεύεις. Εγώ ομιλώ εκ μέρους του αρχηγού της φατρίας».
Σπιρούνισε στα πλευρά το ευνουχισμένο της ζώο για να πάρει στροφή, προσπαθώντας να το αναγκάσει να καλπάσει προς τη μεριά του ποταμού από ανθρώπους κι άμαξες, παρ’ όλο που κανένα ζώο δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο σε τόσο βάθος χιονιού. Το μαύρο άλογο κατάφερε να βαδίσει κάπως ταχύτερα από έναν απλό τροχασμό, αλλά αυτό ήταν όλο. Με τα πρόσωπά τους ανέκφραστα σαν μάσκες, η Θεράβα κι η Σόμεριν παρακολουθούσαν το άλογο με τον αναβάτη του να χάνονται πίσω από το λευκό πέπλο που έπεφτε από τον ουρανό.
Σημαντική ανταλλαγή, για τη Φάιλε τουλάχιστον. Αναγνώριζε αυτού του είδους την ένταση, όπως και το αμοιβαίο μίσος, που την έπνιγαν σαν χορδή άρπας. Ήταν μια αδυναμία που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, αν ήξερε τον τρόπο. Φαίνεται πως τελικά οι Σάιντο δεν ήταν όλοι μαζεμένοι εδώ, αν και θα πρέπει να είχαν μαζευτεί αρκετοί, κρίνοντας από το ατελείωτο ποτάμι ανθρώπων που τους προσπερνούοε. Η Γκαλίνα άπλωσε το χέρι προς τη μεριά της κι όλα όσα είχε στο μυαλό της χάθηκαν μονομιάς.
Χαλαρώνοντας την έκφραση της σε μια τραχιά κι εικονική αταραξία, η Γκαλίνα έπιασε το κεφάλι της Φάιλε και με τα δυο της χέρια δίχως να πει λέξη. Η Φάιλε αισθάνθηκε κάπως την ανάσα της να κόβεται. Δεν ήταν σίγουρη. Ο κόσμος έμοιαζε να χάνεται γύρω της καθώς μισοσηκώθηκε στα πόδια της. Ίσως κύλησαν οι ώρες, ίσως οι χτύποι της καρδιάς επιβραδύνθηκαν. Η ασπροντυμένη γυναίκα έκανε πίσω κι η Φάιλε κατέρρευσε μπρούμυτα, πάνω στην κουβέρτα, κι έμεινε εκεί, λαχανιασμένη, με το πρόσωπο ακουμπισμένο στο τραχύ μάλλινο ύφασμα. Τα πόδια της δεν πονούσαν πια, αλλά η Θεραπεία πάντα σου έφερνε πείνα, και δεν είχε φάει τίποτα από το προηγούμενο πρωί. Θα μπορούσε να καταβροχθίσει ολόκληρα πιάτα από οτιδήποτε είχε όψη φαγητού. Δεν ένιωθε πια κουρασμένη, αλλά οι μύες της έμοιαζαν περισσότερο με νερό παρά με πουτίγκα. Πασχίζοντας να σηκωθεί όρθια, με μπράτσα που λίγο έλειψε να υποχωρήσουν κάτω από το βάρος της, μάζεψε παραπαίοντας την γκρίζα, ριγωτή κουβέρτα. Αισθανόταν ζαλισμένη, τόσο από αυτό που είχε δει να κρατάει στα χέρια της η Γκαλίνα, λίγες στιγμές πριν η γυναίκα την πιάσει από το κεφάλι, όσο κι από την ίδια τη Θεραπεία. Νιώθοντας ευγνωμοσύνη, άφησε τον βλογιοκομμένο άντρα να φέρει την κούπα για άλλη μια φορά στα χείλη της. Δεν ήταν καν σίγουρη αν τα δάχτυλά της είχαν την ικανότητα να την κρατήσουν από μόνα τους.
Η Γκαλίνα δεν έχασε καιρό. Μια σαστισμένη Αλιάντρε επιχειρούσε να σηκωθεί από την πρηνή θέση όπου βρισκόταν, με τη ριγωτή κουβέρτα που την κάλυπτε να γλιστρά απαρατήρητη από το κορμί της. Τα σημάδια από τον βούρδουλα είχαν χαθεί. Η Μάιντιν εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένη ανάμεσα στις δύο κουβέρτες της, με τα χαλαρωμένα της μέλη να εξέχουν προς κάθε κατεύθυνση, και να τινάζεται αδύναμα, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Η Τσιάντ, με τα χέρια της Γκαλίνα να της κρατούν το κεφάλι, σηκώθηκε στα πόδια της τρικλίζοντας, με τα μπράτσα τεντωμένα και την ανάσα να βγαίνει κοφτή από τα πνευμόνια της. Το κιτρινωπό πρήξιμο στο πρόσωπό της έσβησε, ενώ η Φάιλε το παρακολουθούσε. Η Κόρη κατέρρευσε, λες και την είχαν χτυπήσει με μπαλτά, τη στιγμή που η Γκαλίνα κατευθύνθηκε προς το μέρος της Μπάιν, η οποία άρχισε αμέσως να αναδεύεται.
Η Φάιλε ήπιε μια γουλιά τσάι και βυθίστηκε σε αχαλίνωτες σκέψεις. Το χρυσάφι στο δάχτυλο της Γκαλίνα ήταν ένα δαχτυλίδι που απεικόνιζε το Μέγα Ερπετό. Θα μπορούσε να είναι ένα παράξενο δώρο εκ μέρους αυτού που χάρισε στη γυναίκα και τα άλλα κοσμήματα, αν δεν υπήρχε στη μέση το θέμα της Θεραπείας. Η Γκαλίνα ήταν Άες Σεντάι. Μάλλον. Τι έκανε εδώ όμως μια Άες Σεντάι, ντυμένη μάλιστα με τα ρούχα μιας γκαϊ’σάιν; Άσε που έτοιμη ήταν να φερθεί δουλικά στη Σεβάνα και να φιλήσει τα πόδια της Θεράβα! Ποια, μια Άες Σεντάι!
Η Γκαλίνα, ξεφυσώντας ελαφρά, από την προσπάθεια να Θεραπεύσει τόσο πολύ κόσμο τόσο γρήγορα, στάθηκε πάνω από την Αρρέλα, που χώλαινε κι ήταν η τελευταία στη σειρά, και κοίταξε τη Θεράβα σαν να περίμενε να την εκθειάσει. Χωρίς καν να της ρίξουν μια ματιά, οι δύο Σοφές κίνησαν προς το μέρος της ατελείωτης ροής των Σάιντο, με τα κεφάλια ενωμένα και συζητώντας. Μια στιγμή αργότερα, η Άες Σεντάι συνοφρυώθηκε κι ανασήκωσε τα ρούχα της, τρέχοντας ξοπίσω τους όσο γρηγορότερα μπορούσε, για να τις προλάβει. Ωστόσο, κοίταξε πίσω της πάνω από μία φορά. Η Φάιλε είχε την αίσθηση πως συνέχισε να το κάνει κι αφού η χιονόπτωση έριξε μια κουρτίνα ανάμεσά τους.
Περισσότεροι γκαϊ’σάιν ήρθαν από την άλλη μεριά, μια ντουζίνα άντρες και γυναίκες, εκ των οποίων μόνο ένας Αελίτης, ένας ψηλόλιγνος κοκκινοπρόσωπος με ένα αμυδρό λευκό σημάδι, που ξεκινούσε από τη λεπτή γραμμή των μαλλιών του κι έφτανε έως το σαγόνι. Η Φάιλε αναγνώρισε τους κοντούς και κατάχλωμους Καιρχινούς, καθώς κι άλλους, που σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν Αμαδισιανοί ή Αλταρανοί, ψηλότεροι και σκουρόχρωμοι, ακόμα και μια Ντομανή, με δέρμα στο χρώμα του μπρούντζου. Η Ντομανή μαζί με μια άλλη γυναίκα φορούσαν φαρδιές ζώνες με αλυσίδες από λαμπερό χρυσάφι σφιγμένες γύρω από τη μέση τους, καθώς και περιλαίμια με επίπεδους κρίκους γύρω από τον λαιμό τους. Παρόμοια ντυμένος ήταν κι ένας άντρας! Όπως και να έχει, τα κοσμήματα σε έναν γκαϊ’σάιν έμοιαζαν άνευ σημασίας, πέραν του εκκεντρικού ρόλου τους, ειδικά αν τα συνέκρινες με το φαγητό και τον ρουχισμό που κουβαλούσαν οι κάτοχοι τους.
Κάποιοι από τους νεοφερμένους κουβαλούσαν καλάθια με φρατζόλες ψωμιού, κίτρινο τυρί και παστό βοδινό, ενώ οι γκαϊ’σάιν ήταν πάντα παρόντες με τα παγούρια γεμάτα τσάι, έτοιμοι να τους σερβίρουν για να συνοδεύσουν το φαγητό. Η Φάιλε δεν ήταν η μόνη που μπούκωνε ανάρμοστα το στόμα της με βιασύνη ενώ ακόμα ντυνόταν, αδέξια κι έχοντας το μυαλό της πιότερο στην ταχύτητα παρά στη σεμνότητα. Ο λευκός μανδύας με την κουκούλα και τα δύο χοντρά εσώρουχα έμοιαζαν εξαιρετικά ζεστά, έστω κι αν απλώς εμπόδιζαν τον αέρα, όπως επίσης κι οι βαριές μάλλινες κάλτσες κι οι μαλακές Αελίτικες μπότες, που έδεναν στο ύψος των γονάτων —ακόμα κι αυτές είχαν ξασπρίσει!— αλλά όλα αυτά δεν ήταν ικανά να γεμίσουν το κενό στο στομάχι της. Το κρέας ήταν σκληρό σαν πετσί, το τυρί σαν πέτρα και το ψωμί ελάχιστα πιο μαλακό, ωστόσο φάνταζαν σαν πλουσιοπάροχο γεύμα! Σε κάθε μπουκιά τής έτρεχαν τα σάλια.
Μασουλώντας μια γενναία δόση τυριού, έδεσε τα κορδόνια στις μπότες της και στάθηκε όρθια, σιάζοντας τον μανδύα της. Καθώς άπλωνε το χέρι της να πιάσει λίγο ψωμί ακόμα, μια από τις χρυσοντυμένες γυναίκες, παχουλή, λιτή και με βλέμμα κουρασμένο, έβγαλε άλλη μια αλυσιδωτή χρυσή ζώνη από τον υφασμάτινο σάκο που κρεμόταν από τον ώμο της. Καταπίνοντας βιαστικά τη μπουκιά της, η Φάιλε πισωπάτησε. «Δεν θα πάρω, ευχαριστώ». Είχε ένα άσχημο προαίσθημα πως έκανε λάθος που υποτίμησε τη σημασία των κοσμημάτων.
«Το τι θέλεις δεν έχει σημασία», αποκρίθηκε κουρασμένα η πλαδαρή γυναίκα. Η προφορά της ήταν Αμαδισιανή και πολιτισμένη. «Εφ’ εξής, ανήκεις στην υπηρεσία της Αρχόντισσας Σεβάνα. Θα φοράς ό,τι σου δώσουν και θα κάνεις ό,τι σου λένε, ειδάλλως θα υποστείς την ανάλογη τιμωρία, μέχρι να δεις το λάθος σου».
Λίγα βήματα μακρύτερα, η Μάιντιν αμυνόταν απέναντι στην Ντομανή, αντιδρώντας στο κολάρο που πήγαινε να της φορέσει. Η Αλιάντρε οπισθοχωρούσε από τον άντρα με τις χρυσές αλυσίδες, με τα χέρια υψωμένα και μια αρρωστημένη έκφραση να διαγράφεται στο πρόσωπό της. Ο άντρας έτεινε μία από τις ζώνες προς το μέρος της. Ευτυχώς, κι οι δυο τους κοιτούσαν προς τη μεριά της Φάιλε. Ίσως αυτές οι βουρδουλιές στο δάσος να είχαν φέρει κάποιο αποτέλεσμα τελικά.
Ξεφυσώντας βαριά, η Φάιλε ένευσε προς το μέρος τους κι άφησε την πλαδαρή γκαϊ’σάιν να δέσει τη φαρδιά ζώνη γύρω της. Ακολουθώντας το παράδειγμά της, οι άλλες δύο άφησαν τα χέρια τους να πέσουν στο πλάι. Φαίνεται πως αυτό ήταν το τελικό χτύπημα για την Αλιάντρε, η οποία κοιτούσε στο πουθενά ενόσω την έζωναν και της περνούσαν το περιλαίμιο. Το βλέμμα της Μάιντιν ήταν τόσο έντονο, που θα μπορούσε να ανοίξει τρύπα στο κορμί της λεπτεπίλεπτης Ντομανής. Η Φάιλε πάσχισε να τους χαμογελάσει ενθαρρυντικά, αλλά δεν ήταν εύκολο. Το κούμπωμα του περιλαίμιου, που έκλεινε ερμητικά, ακούστηκε σαν πόρτα φυλακής που κλειδώνεται. Η ζώνη και το κολάρο μπορούσαν να αφαιρεθούν το ίδιο εύκολα όσο τοποθετήθηκαν, αλλά μια γκαϊ’σάιν που υπηρετεί την «Αρχόντισσα Σεβάνα» θα ήταν σίγουρα υπό στενή παρακολούθηση. Η μία ατυχία πάνω στην άλλη. Κάπως θα έπρεπε να βελτιωθεί η κατάσταση από δω και πέρα. Κάπως.
Σύντομα, η Φάιλε βρέθηκε να βαδίζει βαριά πάνω στο χιόνι, με πόδια που έτρεμαν, μαζί με την Αλιάντρε που τρίκλιζε με θαμπό βλέμμα, και την κατηφή Μάιντιν, κυκλωμένες από γκαϊ’σάιν, που οδηγούσαν τα υποζύγια, τα οποία κουβαλούσαν στις πλάτες τους τεράστια, σκεπαστά καλάθια κι έσερναν φορτωμένες χειράμαξες, οι τροχοί των οποίων είχαν δεθεί σε ξύλινα έλκηθρα. Τα αμάξια κι οι καρότσες είχαν προσαρτηθεί σε έλκηθρα ή φαρδιούς ολισθήρες, με τους τροχούς τους δεμένους στην κορυφή του χιονοσκέπαστου φορτίου τους. Το χιόνι μπορεί να ήταν ασυνήθιστο για τους Σάιντο, αλλά είχαν διδαχθεί κάποια πράγματα που τους διευκόλυναν να ταξιδεύουν επάνω του. Ούτε η Φάιλε ούτε οι άλλες δύο γυναίκες κουβαλούσαν κάποιο φορτίο, παρ’ όλο που η πλαδαρή Αμαδισιανή τούς είχε δώσει να καταλάβουν ότι από αύριο θα στρώνονταν στη δουλειά, είτε κουβαλώντας είτε σέρνοντας κάτι. Όσος κι αν ήταν ο όγκος των Σάιντο της φάλαγγας, έμοιαζε σαν να είχε ξεσηκωθεί μια πόλη ολόκληρη, αν όχι έθνος. Παιδιά έως δώδεκα-δεκατριών χρόνων ήταν ανεβασμένα πάνω στις άμαξες και στις καρότσες, αλλά όλοι οι άλλοι πήγαιναν πεζή. Όλοι φορούσαν καντιν’σόρ, μα οι περισσότερες γυναίκες φορούσαν φούστες, μπλούζες κι εσάρπες, όπως οι Σοφές, ενώ οι περισσότεροι άντρες ή ήταν οπλισμένοι με ένα και μοναδικό δόρυ ή καθόλου, κι έμοιαζαν πιο μαλθακοί από τους υπόλοιπους. Μαλθακοί όπως μερικές πέτρες είναι μαλακότερες από τον γρανίτη, δηλαδή.
Μόλις έφυγε η Αμαδισιανή, χωρίς να πει το όνομά της ή οτιδήποτε άλλο, πέρα από το ότι ή θα υπάκουαν ή θα τιμωρούνταν, η Φάιλε συνειδητοποίησε πως, εξαιτίας της χιονόπτωσης, είχε χάσει την Μπάιν και τις υπόλοιπες. Κανείς δεν προσπάθησε να την αναγκάσει να διατηρήσει μια συγκεκριμένη θέση, οπότε άρχισε να βηματίζει κουρασμένα μπρος-πίσω κατά μήκος της φάλαγγας, συνοδεία της Αλιάντρε και της Μάιντιν. Έτσι όπως κρατούσε τα χέρια της διπλωμένα μέσα στα μανίκια της, ο βηματισμός της γινόταν δύσκολος, ειδικά όταν έπρεπε να διασχίσει την έκταση του χιονιού, αλλά τουλάχιστον τα διατηρούσε ζεστά. Ζεστότερα απ’ ό,τι θα ήταν εκτεθειμένα, τουλάχιστον. Λόγω του ανέμου είχαν φορέσει τις κουκούλες τους. Παρά τις αναγνωριστικές, χρυσαφιές ζώνες, ούτε οι γκαϊ’σάιν ούτε οι Σάιντο τους έριχναν δεύτερη ματιά. Ωστόσο, παρά το ότι διέσχισε τη φάλαγγα μια ντουζίνα φορές, ή και παραπάνω, η έρευνα αποδείχτηκε άκαρπη. Παντού υπήρχαν άνθρωποι ντυμένοι με λευκούς μανδύες, περισσότεροι απ’ όσους δεν φορούσαν καν μανδύες, κι οποιαδήποτε από αυτές τις βαθιές κουκούλες θα μπορούσε να κρύβει τις συντρόφισσες της.
«Πρέπει να τις βρούμε απόψε», είπε τελικά η Μάιντιν. Κατάφερνε να βηματίζει αγέρωχα μέσα στο πυκνό χιόνι, αν και με κάπως άγαρμπο τρόπο. Το γαλάζιο της βλέμμα ήταν διαπεραστικό μέσα από την υφασμάτινη σπηλιά της κουκούλας της και με το ένα της χέρι είχε αδράξει την πλατιά, χρυσή αλυσίδα, που ήταν περασμένη γύρω από τον λαιμό της, λες κι ήθελε να την αποσπάσει βίαια. «Προς το παρόν, κάνουμε δέκα ή είκοσι βήματα για καθένα που κάνουν οι υπόλοιποι. Δεν έχει νόημα να φθάσουμε απόψε στον καταυλισμό τόσο ξεθεωμένες, ώστε να μην μπορούμε να κουνηθούμε».
Η Αλιάντρε, από την άλλη μεριά της Φάιλε, ξεμούδιασε αρκετά, για να ανασηκώσει ένα φρύδι προς την αποφασιστικότητα που απέπνεε η φωνή της Μάιντιν. Η Φάιλε απέμεινε να κοιτάει απλώς την υπηρέτριά της, αλλά αυτό αποδείχτηκε αρκετό για να κάνει τη Μάιντιν να αναψοκοκκινίσει και να αρχίσει να ψελλίζει. Τι την είχε πιάσει; Μπορεί να μην ήταν αυτό που περίμενε ακριβώς από μια υπηρέτρια, αλλά δεν μπορούσε να μη λάβει υπ’ όψιν της το υψηλό φρόνημα της Μάιντιν, κάτι που την έκανε ικανή συνεργό για την απόδραση. Κρίμα που η γυναίκα είχε χάσει πια την ικανότητα της διαβίβασης. Η Φάιλε είχε στηρίξει κάμποσες ελπίδες επάνω της, μέχρι που έμαθε πως η ικανότητα της Μάιντιν ήταν τόσο λίγη, που καταντούσε σχεδόν άχρηστη.
«Ό,τι γίνει, πρέπει να γίνει απόψε, Μάιντιν», συμφώνησε. Ή μια από τις επόμενες νύχτες, όσες κι αν χρειάζονταν. Αυτό δεν το ανέφερε. Επιθεώρησε βιαστικά τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω τους, για να βεβαιωθεί πως κανείς τους δεν ήταν σε ικανή απόσταση ώστε να κρυφακούσει. Οι Σάιντο, ασχέτως αν φορούσαν καντιν’σόρ ή όχι, κινούνταν με αποφασιστικότητα μέσα στην ασταμάτητη χιονόπτωση, βαδίζοντας προς έναν απροσδιόριστο στόχο. Οι γκαϊ’σάιν —οι άλλοι γκαϊ’σάιν— προχωρούσαν προς έναν διαφορετικό στόχο. Υπακούστε, αλλιώς θα τιμωρηθείτε.
«Έτσι όπως μας αγνοούν», συνέχισε, «θα μπορούσατε να το σκάσετε από καμιά άκρη του δρόμου, αρκεί να μη σας πάρει χαμπάρι κανένας Σάιντο. Αν βρείτε την ευκαιρία, μη διστάσετε. Αυτοί οι μανδύες θα σας βοηθήσουν να κρυφτείτε στο χιόνι, και μόλις συναντήσετε κάποιο χωριό, να ξέρετε πως το χρυσάφι που τόσο απλόχερα μας έδωσαν θα χρησιμεύσει ως εισιτήριο για να πάτε στον σύζυγό μου. Αυτός θα μας ακολουθήσει». Όχι πολύ γρήγορα, ήλπιζε. Κι όχι από πολύ κοντά, τουλάχιστον. Οι Σάιντο είχαν ολόκληρο στρατό εδώ. Μικρό ίσως, συγκριτικά με άλλους, αλλά μεγαλύτερο από αυτόν του Πέριν.
Το πρόσωπο της Αλιάντρε σκλήρυνε από αποφασιστικότητα. «Δεν φεύγω χωρίς εσένα», είπε μαλακά, αν κι ο τόνος της φωνής της ήταν ιδιαίτερα σταθερός. «Δεν παίρνω επιπόλαια τον όρκο πίστης που σου έδωσα, Αρχόντισσά μου. Ή θα δραπετεύσουμε μαζί ή καθόλου!»
«Μιλάει και για τις δυο μας», είπε η Μάιντιν. «Μπορεί να μην είμαι παρά μια απλή υπηρέτρια», κι η λέξη βγήκε κάπως υποτιμητικά από τα χείλη της, «αλλά δεν θα άφηνα κανέναν στα χέρια αυτών των... των ληστών!» Η φωνή της δεν ήταν απλά σταθερή· δεν σήκωνε καν αντίρρηση. Πράγματι, ύστερα από όλα αυτά, η Λίνι θα χρειαζόταν να κουβεντιάσει εκτενώς μαζί της πριν επιμείνει στις απόψεις της!
Η Φάιλε άνοιξε το στόμα της, για να διαφωνήσει μαζί τους —όχι για να τις προστάξει· η Αλιάντρε ήταν η γυναίκα που της είχε δώσει όρκο, κι η Μάιντιν η υπηρέτριά της, όσο οξύθυμη κι αν την είχε κάνει η αιχμαλωσία! Ήταν σίγουρο πως θα την υπάκουαν— αλλά οι λέξεις έσβησαν πριν βγουν από τα χείλη της.
Οι σκοτεινές μορφές που ξεπρόβαλλαν από την πλημμυρίδα των Σάιντο και της χιονόπτωσης ξεκαθάρισαν σε μια ομάδα Αελιτισσών με τις εσάρπες να πλαισιώνουν τα πρόσωπά τους. Επικεφαλής τους ήταν η Θεράβα. Μια μουρμουριστή λέξη ήταν αρκετή, κι οι άλλες επιβράδυναν τον βηματισμό τους, για να παραμείνουν λίγο πίσω, ενώ η Θεράβα προχώρησε προς το μέρος της Φάιλε και των συντρόφων της. Δηλαδή, άρχισε να περπατάει παράλληλα με αυτές. Το κοφτερό της βλέμμα έμοιαζε να παγώνει ακόμα και τον ενθουσιασμό της Μάιντιν, παρ’ όλο που δεν τους έριξε πάνω από μία και μοναδική ματιά. Γι’ αυτήν, όλες τους ήταν ανάξιες λόγου.
«Σκέφτεστε να αποδράσετε», άρχισε να λέει. Καμιά τους δεν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, κι έτσι η Σοφή πρόσθεσε με φωνή γεμάτη περιφρόνηση. «Μην προσπαθήσετε να το αρνηθείτε!»
«Θα κάνουμε το παν για να σας υπηρετήσουμε, Σοφή», είπε προσεκτικά η Φάιλε. Είχε το κεφάλι χαμηλωμένο και κρυμμένο μέσα στην κουκούλα, πασχίζοντας όσο το δυνατόν να αποφύγει τη ματιά της ψηλότερης γυναίκας.
«Εσύ κάτι ξέρεις σχετικά με τα έθιμά μας». Η Θεράβα φάνηκε έκπληκτη, αλλά αυτή η εντύπωση δεν κράτησε πολύ. «Ωραία. Θα πρέπει όμως να με περνάς για πολύ ηλίθια, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι θα με υπηρετήσεις πειθήνια. Βλέπω πως κι οι τρεις σας έχετε αρκετό τσαγανό για υδρόβιες. Υπήρξαν κάποιοι που προσπάθησαν να δραπετεύσουν, αλλά μόνο οι νεκροί τα κατάφεραν. Οι ζωντανοί συλλαμβάνονται πάντα. Πάντα».
«Θα λάβω υπ’ όψιν μου τα λόγια σας, Σοφή», είπε ταπεινά η Φάιλε. Πάντα; Τέλος πάντων, πάντα υπάρχει κι η πρώτη φορά. «Όλες μας θα τα λάβουμε υπ’ όψιν μας».
«Α, πολύ καλά», μουρμούρισε η Θεράβα. «Ίσως να κατορθώσετε να πείσετε ακόμα και μια τυφλή, όπως η Σεβάνα. Πάντως, να ξέρετε τούτο, γκαϊ’σάιν. Οι υδρόβιοι δεν είναι όπως οι άλλοι που ντύνονται στα λευκά. Αντί να ελευθερωθείτε όταν περάσει ένας χρόνος και μια μέρα, θα συνεχίσετε να υπηρετείτε μέχρι να μαραζώσετε και να λυγίσετε από τη δουλειά. Είμαι η μόνη σας ελπίδα για να αποφύγετε μια τέτοια μοίρα».
Η Φάιλε σκόνταψε στο χιόνι, κι αν η Αλιάντρε με τη Μάιντιν δεν την έπιαναν από τα χέρια της, που στριφογύριζαν σαν ανεμόμυλοι, θα έπεφτε κάτω. Η Θεράβα ένευσε ανυπόμονα, δείχνοντάς τους ότι έπρεπε να συνεχίσουν να προχωρούν. Η Φάιλε ένιωθε άρρωστη. Η Θεράβα θα τις βοηθούσε να το σκάσουν; Η Τσιάντ κι η Μπάιν ισχυρίζονταν πως οι Αελίτες δεν γνώριζαν τίποτα σχετικά με το Παιχνίδι των Οίκων, κι ειρωνεύονταν τους υδρόβιους που το έπαιζαν, αλλά η Φάιλε αναγνώριζε ήδη τα ρεύματα που στροβιλίζονταν γύρω της. Ρεύματα που θα μπορούσαν να τις ρουφήξουν όλες, αν έκανε καμιά γκάφα.
«Δεν καταλαβαίνω, Σοφή». Ευχήθηκε ξαφνικά να μην ακουγόταν τόσο βραχνή η φωνή της.
Ίσως όμως να ήταν αυτή η βραχνάδα που έπεισε τη Θεράβα. Άνθρωποι σαν αυτή πίστευαν ότι ο φόβος ήταν το υπέρτατο κίνητρο. Όπως και να έχει, χαμογέλασε. Δεν ήταν ένα θερμό χαμόγελο, απλώς μια καμπύλη των λεπτών της χειλιών, και το μόνο συναίσθημα που υποδήλωνε ήταν η ικανοποίηση. «Κι οι τρεις σας θα προσέχετε και θα ακούτε τα πάντα όσο υπηρετείτε τη Σεβάνα. Κάθε μέρα θα σας ανακρίνει μια Σοφή κι εσείς θα επαναλαμβάνετε κάθε λέξη που είπε η Σεβάνα, καθώς και σε ποιους μίλησε. Αν μιλάει στον ύπνο της, θα επαναλαμβάνετε τα μουρμουρητά της. Ικανοποιήστε με, κι εγώ θα φροντίσω να σας αφήσουν».
Η Φάιλε δεν ήθελε να ανακατευτεί σε κάτι τέτοιο, αλλά για να αρνηθεί ούτε λόγος. Αν το έκανε, καμιά από τις τρεις τους δεν θα έβγαζε ζωντανή τη νύχτα. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Θεράβα δεν θα το διακινδύνευε. Μπορεί να μην επιβίωναν ούτε καν μέχρι το σούρουπο. Το χιόνι θα έκρυβε άνετα τρία λευκοντυμένα πτώματα, κι αμφέβαλλε πολύ κατά πόσον κάποιος από τους παρευρισκομένους θα διαμαρτυρόταν αν η Θεράβα αποφάσιζε να κόψει μερικούς λαιμούς εδώ κι εκεί. Ούτως ή άλλως, το μόνο που ενδιέφερε αυτό το τσούρμο ήταν η πορεία μέσα στο χιόνι. Ούτε καν θα παρατηρούσαν τίποτα.
«Αν το μάθει...» Η Φάιλε ξεροκατάπιε. Η γυναίκα τούς ζητούσε να βαδίσουν σε τεντωμένο σκοινί. Η, μάλλον, τις πρόσταζε. Άραγε, οι Αελίτες σκοτώνουν τους κατασκόπους; Δεν είχε σκεφτεί ποτέ να ρωτήσει κάτι τέτοιο την Τσιάντ ή την Μπάιν. «Θα μας προστατεύσετε, Σοφή;»
Τα ατσαλένια δάχτυλα της σκληροτράχηλης γυναίκας έπιασαν τη Φάιλε από το σαγόνι, αναγκάζοντάς τη να σταματήσει και να σηκωθεί όρθια. Η ματιά της Θεράβα κλείδωσε πάνω στη δική της. Το στόμα της Φάιλε στέγνωσε. Το βλέμμα αυτό υποσχόταν πόνο. «Αν το μάθει, γκαϊ’σάιν, θα σας ψήσω ζωντανές. Άρα, λοιπόν, φροντίστε να μη μάθει τίποτα. Απόψε θα την υπηρετήσετε στη σκηνή της, παρέα με άλλους εκατό υπηρέτες, επομένως δεν θα είστε πολύ απασχολημένες ώστε να αποσπαστείτε από το σημαντικό σας έργο».
Η Θεράβα μελέτησε για μια στιγμή προσεκτικά και τις τρεις τους κι έπειτα ένευσε ικανοποιημένη. Το μόνο που είδε ήταν τρεις μαλθακές υδρόβιες, πολύ αδύναμες για να κάνουν κάτι άλλο πέρα από το να υπακούν. Χωρίς άλλη λέξη, απελευθέρωσε τη Φάιλε κι έφυγε. Λίγες στιγμές αργότερα, το χιόνι την κατάπιε μαζί με τις υπόλοιπες Σοφές.
Για λίγη ώρα, οι τρεις γυναίκες συνέχισαν να βαδίζουν με δυσκολία μέσα στη σιωπή. Η Φάιλε αδυνατούσε να φέρει στο μυαλό της κάποιον που να το είχε σκάσει μόνος του, πόσω μάλλον να δίνει και διαταγές. Ήταν σίγουρη πως, αν έκανε κάτι τέτοιο, οι άλλες θα δείλιαζαν ξανά. Αν συμμορφώνονταν τώρα, θα έδιναν την εντύπωση στη Θεράβα πως, από φόβο και μόνο, είχαν αλλάξει γνώμη. Η Φάιλε γνώριζε αρκετά πράγματα για τις άλλες δύο γυναίκες κι ήταν σίγουρη πως θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να παραδεχτούν πως η Σοφή τις φόβισε. Ωστόσο, η Θεράβα σίγουρα είχε τρομάξει την ίδια. Μόνο που κι εγώ θα προτιμούσα να καταπιώ τη γλώσσα μου, παρά να το παραδεχτώ φωναχτά, σκέφτηκε πικρά.
«Αναρωτιέμαι τι να εννοούσε όταν είπε πως θα μας... ψήσει», ρώτησε τελικά η Αλιάντρε. «Έχω ακουστά πως οι Λευκομανδίτες Εξεταστές μερικές φορές περνούν τους αιχμαλώτους σε σούβλες και τους ψήνουν στη φωτιά». Η Μάιντιν τύλιξε τα μπράτσα γύρω από το κορμί της, αναρριγώντας, κι η Αλιάντρε ελευθέρωσε ένα χέρι από το μανίκι της και το άπλωσε στην άλλη γυναίκα, χτυπώντας τη φιλικά στον ώμο. «Μη σκιάζεσαι. Αν η Σεβάνα έχει εκατό υπηρέτες, ίσως να μην μπορέσουμε να πλησιάσουμε αρκετά κοντά για να ακούσουμε κάτι. Άσε που μπορούμε να διαλέξουμε τι θα αναφέρουμε, έτσι που να μην κατηγορήσουν εμάς».
Η Μάιντιν γέλασε πικρά μέσα στη λευκή της κουκούλα. «Εξακολουθείς να νομίζεις πως έχουμε λίγες ελπίδες. Δεν έχουμε καμία. Πρέπει να μάθεις τι σημαίνει να μην έχεις καμιά ευκαιρία. Αυτή η γυναίκα δεν μας διάλεξε επειδή έχουμε τσαγανό». Πρόφερε τη λέξη σαν να την έφτυνε. «Πάω στοίχημα πως η Θεράβα έκανε παρόμοιο κήρυγμα σε όλους τους υπηρέτες της Σεβάνα. Αν μας ξεφύγει έστω και λέξη απ’ όσα θα έπρεπε να ακούσουμε, να είσαι σίγουρη πως θα το μάθει».
«Ίσως και να έχεις δίκιο», είπε μια στιγμή αργότερα η Αλιάντρε. «Αλλά δεν θα μου ξαναμιλήσεις με αυτόν τον τρόπο, Μάιντιν. Η κατάσταση είναι το λιγότερο δύσκολη, αλλά πρέπει να θυμάσαι ποια είμαι».
«Μέχρι να δραπετεύσουμε», αποκρίθηκε η Μάιντιν, «είσαι υπηρέτρια της Σεβάνα. Αν πάψεις να σκέφτεσαι τον εαυτό σου ως υπηρέτρια έστω και μία στιγμή, μου φαίνεται πως θα βρεθείς στη σούβλα και θα κάνεις χώρο και για εμάς, γιατί, εξαιτίας σου, θα την πληρώσουμε κι εμείς».
Η κουκούλα της Αλιάντρε έκρυβε το πρόσωπό της, αλλά η πλάνη της γινόταν όλο και πιο άκαμπτη με κάθε λέξη. Ήταν έξυπνη κι ήξερε καλά πώς να κάνει αυτό που πρέπει, αλλά είχε τη νοοτροπία βασίλισσας και μερικές φορές αδυνατούσε να την ελέγξει.
Η Φάιλε μίλησε για να μην εκραγεί. «Μέχρι να καταφέρουμε να το σκάσουμε, είμαστε όλες μας υπηρέτριες», είπε με σταθερή φωνή. Μα το Φως, το τελευταίο πράγμα που ήθελε τώρα ήταν να τις δει να καυγαδίζουν. «Όμως εσύ, Μάιντιν, θα πρέπει να απολογηθείς. Τώρα!» Με το κεφάλι στραμμένο αλλού, η υπηρέτρια μουρμούρισε κάτι, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως συγγνώμη. Αν μη τι άλλο, έτσι το έκανε να φανεί η ίδια. «Όσο για σένα, Αλιάντρε, προσβλέπω στο να γίνεις μια καλή υπηρέτρια». Η Αλιάντρε έκανε έναν θόρυβο εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, αλλά η Φάιλε την αγνόησε. «Αν θέλουμε να έχουμε την παραμικρή πιθανότητα διαφυγής, πρέπει να κάνουμε ό,τι μας λένε, να δουλεύουμε σκληρά και να μην προσελκύουμε την προσοχή, όσο αυτό είναι δυνατόν». Λες και δεν είχαν προσελκύσει ήδη την προσοχή όλου του κόσμου. «Θα αναφέρουμε στη Θεράβα ακόμα και πότε φτερνίζεται η Σεβάνα. Δεν ξέρω τι θα κάνει η Σεβάνα αν το ανακαλύψει, αλλά νομίζω πως όλες ξέρουμε καλά τι θα κάνει η Θεράβα αν δεν μείνει ικανοποιημένη από εμάς».
Τα λόγια της στάθηκαν αρκετά για να τις κάνει να σωπάσουν. Όλες γνώριζαν καλά τι θα έκανε η Θεράβα, κι ο θάνατος μάλλον δεν ήταν η χειρότερη προοπτική.
Γύρω στο μεσημέρι, το χιόνι εξασθένησε σε ελάχιστες, σκόρπιες χιονονιφάδες. Σκοτεινά, ταραγμένα σύννεφα εξακολουθούσαν να κρύβουν τον ήλιο, αλλά η Φάιλε κατάλαβε πως θα κόντευε μεσημέρι επειδή τις τάισαν. Κανείς δεν σταμάτησε να κινείται, αλλά εκατοντάδες γκαϊ’σάιν πήγαιναν μπρος-πίσω στη φάλαγγα κρατώντας καλάθια και σακίδια γεμάτα ψωμί και παστό βοδινό, καθώς και σάκους με νερό, αρκετά κρύο για να σε πονάνε τα δόντια σου. Παραδόξως, δεν ένιωθε και τόσο πεινασμένη, παρά τις ώρες πεζοπορίας μέσα στο χιόνι. Ο Πέριν είχε Θεραπευτεί κάποτε, το ήξερε, και λιμοκτονούσε επί δύο μέρες. Ίσως έφταιγε το ότι οι πληγές της δεν ήταν εξίσου σοβαρές με τις δικές του. Πρόσεξε πως η Αλιάντρε κι η Μάιντιν δεν έφαγαν περισσότερο από την ίδια.
Η θεραπεία τής έφερε στο μυαλό την Γκαλίνα κι όλες εκείνες τις ερωτήσεις, που κατέληγαν σε ένα δύσπιστο γιατί; Γιατί μια Άες Σεντάι —σίγουρα ήταν Άες Σεντάι— να καλοπιάνει τη Σεβάνα, τη Θεράβα ή τον οποιονδήποτε; Μια Άες Σεντάι θα έπρεπε να τις βοηθήσει να δραπετεύσουν. Ίσως κι όχι, όμως. Μπορεί να τις πρόδιδε, αν κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε τους σκοπούς της. Οι Άες Σεντάι πάντα έκαναν αυτό που επιθυμούσαν, και δεν υπήρχε εναλλακτική λύση από το να αποδεχτείς τις πράξεις τους, εκτός αν ήσουν ο Ραντ αλ’Θόρ. Εκείνος όμως ήταν τα’βίρεν, και, πάνω απ’ όλα, ο Αναγεννημένος Δράκοντας αυτοπροσώπως· η ίδια δεν ήταν παρά μια γυναίκα με ελάχιστες διεξόδους, προς το παρόν, και με έναν υπαρκτό κίνδυνο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι της κι από τα κεφάλια όσων ήταν υπεύθυνη για τη ζωή τους. Κάθε είδους βοήθεια, από οποιονδήποτε, θα ήταν ευπρόσδεκτη. Η ζωηρή αύρα αποδυναμώθηκε ενώ στο μυαλό της Φάιλε κλωθογύριζαν διαρκώς κι από κάθε δυνατή οπτική γωνία σκέψεις σχετικά με την Γκαλίνα, και η χιονόπτωση επανήλθε δριμύτερη, μέχρι σημείου που δεν μπορούσε να δει στα δέκα βήματα. Της ήταν αδύνατον να αποφασίσει κατά πόσον μπορούσε να εμπιστευτεί αυτή τη γυναίκα.
Έξαφνα, αντιλήφθηκε άλλη μία ασπροντυμένη γυναίκα να την παρακολουθεί, κρυμμένη σχεδόν από το χιόνι, το οποίο όμως δεν ήταν αρκετό ώστε να καλύψει τη φαρδιά και γεμάτη πετράδια ζώνη. Η Φάιλε έπιασε από το χέρι τις συντρόφισσες της κι ένευσε προς το μέρος της Γκαλίνα.
Μόλις η Γκαλίνα αντιλήφθηκε πως την είχαν δει, άρχισε να περπατάει με βαριά βήματα ανάμεσα στη Φάιλε και στην Αλιάντρε. Το περπάτημά της μέσα στο χιόνι εξακολουθούσε να μην έχει καμιά χάρη, αλλά έμοιαζε πιο εξοικειωμένη από τις άλλες. Δεν υπήρχε ίχνος δουλοπρέπειας επάνω της. Το στρογγυλό της πρόσωπο έμοιαζε σκληρό μέσα στην κουκούλα και τα μάτια της διαπεραστικά. Ωστόσο, στριφογύριζε διαρκώς το κεφάλι της από δω κι από κει, ρίχνοντας τριγύρω επιφυλακτικές ματιές, για να δει αν ήταν κανείς άλλος εκεί κοντά. Έμοιαζε με σπιτόγατα που προσποιούνταν ότι ήταν λεοπάρδαλη. «Ξέρετε ποια είμαι;» ρώτησε απαιτητικά, αλλά με φωνή που δεν ακουγόταν στα δέκα βήματα. «Τι είμαι;»
«Φαίνεσαι να είσαι Άες Σεντάι», είπε προσεκτικά η Φάιλε. «Από την άλλη όμως, τι κάνει μια Άες Σεντάι σε ένα τέτοιο μέρος;» Ούτε η Αλιάντρε ούτε η Μάιντιν έδειξαν να εκπλήσσονται. Προφανώς, είχαν ήδη προσέξει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό που ψηλάφιζε νευρικά η Γκαλίνα.
Το αναψοκοκκίνισμα ήταν έντονο στα μάγουλα της Γκαλίνα, η οποία προσπάθησε να το κάνει να φανεί σαν οργή. «Η δουλειά μου εδώ είναι πολύ σημαντική για τον Πύργο, παιδί μου», είπε ψυχρά. Η έκφρασή της μαρτυρούσε πως οι πραγματικοί λόγοι δεν θα γίνονταν ποτέ κατανοητοί από τις τρεις γυναίκες. Το βλέμμα της πετάχτηκε τριγύρω, προσπαθώντας να διαπεράσει την πυκνή κουρτίνα του χιονιού. «Δεν πρέπει να αποτύχω. Είναι το μόνο που πρέπει να γνωρίζετε προς το παρόν».
«Πρέπει να ξέρουμε αν μπορούμε να σε εμπιστευτούμε», είπε ήρεμα η Αλιάντρε. «Μάλλον έχεις εκπαιδευτεί στον Πύργο, αλλιώς δεν θα γνώριζες πώς να Θεραπεύσεις, αλλά οι γυναίκες συχνά κερδίζουν το δαχτυλίδι χωρίς να έχουν κερδίσει το επώμιο, κι έτσι δεν πιστεύω ότι είσαι Άες Σεντάι». Φαίνεται πως η Φάιλε δεν ήταν η μόνη που είχε τις αμφιβολίες της γι’ αυτή τη γυναίκα.
Το πλαδαρό στόμα της Γκαλίνα σκλήρυνε και σήκωσε τη γροθιά της προς το μέρος της Αλιάντρε, είτε για να την απειλήσει, είτε για να επιδείξει το δαχτυλίδι, είτε και για τα δυο. «Νομίζεις πως θα σου συμπεριφερθούν διαφορετικά επειδή φοράς στέμμα; Επειδή είχες συνηθίσει να το φοράς μια ζωή;» Τώρα, ο θυμός της ήταν έκδηλος. Ξέχασε να προσέχει τριγύρω για τυχόν ωτακουστές κι ο τόνος της φωνής της έγινε δριμύς. Από τη μανία των ύβρεων, το στόμα της εκσφενδόνιζε σάλια. «Θα σερβίρεις κρασί στη Σεβάνα και θα της τρίβεις την πλάτη, όπως ακριβώς κι όλοι οι υπόλοιποι. Οι υπηρέτες της είναι όλοι ευγενείς, εύποροι έμποροι, ή άντρες και γυναίκες που ξέρουν καλά πώς να υπηρετούν αριστοκράτες. Κάθε μέρα μαστιγώνει από πέντε, για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι, οπότε όλοι της αναφέρουν όσα ακούν, ελπίζοντας στην εύνοιά της. Μία φορά να προσπαθήσεις να δραπετεύσεις, είναι αρκετή για να σε ραβδίσουν στις πατούσες μέχρι να μην μπορείς να περπατήσεις, και να σε δέσουν πισθάγκωνα πίσω από μια καρότσα, σέρνοντάς σε όσο αντέχεις. Τη δεύτερη φορά σε περιμένουν χειρότερα, τη δε τρίτη ακόμα χειρότερα. Υπάρχει εδώ ένας τύπος που κάποτε ήταν Λευκομανδίτης. Προσπάθησε να δραπετεύσει εννέα φορές. Σκληροτράχηλος άντρας, αλλά την τελευταία φορά που τον έπιασαν και τον έφεραν πίσω ικέτευε κι ούρλιαζε πριν ακόμα του βγάλουν τα ρούχα για να υποστεί τη σχετική τιμωρία».
Η διάλεξη δεν έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αλιάντρε, η οποία ξεφύσηξε αγανακτισμένη, ενώ η Μάιντιν γρύλισε κάτι. «Αυτό συνέβη και σ’ εσένα; Είτε είσαι Άες Σεντάι είτε Αποδεχθείσα, αποτελείς όνειδος για τον Πύργο!»
«Σώπαινε όταν ομιλούν ανώτεροί σου, αδέσποτη!» την έκοψε απότομα η Γκαλίνα.
Μα το Φως, αν αυτό συνεχιζόταν, θα καταντούσαν να ουρλιάζουν μεταξύ τους. «Αν σκοπεύεις να μας βοηθήσεις να το σκάσουμε, πες το», είπε η Φάιλε στην Άες Σεντάι, που ήταν ντυμένη στα μετάξια. Η αλήθεια ήταν πως δεν αμφέβαλλε για τις προθέσεις της γυναίκας, αλλά για οτιδήποτε άλλο διατηρούσε επιφυλάξεις. «Αν όχι, τι θέλεις από εμάς;»
Μια άμαξα ξεπρόβαλε μέσα από το χιόνι, μπροστά τους, γέρνοντας στο σημείο όπου ένα από τα έλκηθρα είχε χαλαρώσει. Καθοδηγούμενοι από έναν Σάιντο, ο οποίος είχε μπράτσα κι ώμους σιδηρουργού, οι γκαϊ’σάιν προσαρτούσαν έναν μοχλό, υψώνοντας την άμαξα αρκετά για να τοποθετήσουν ξανά το έλκηθρο στη θέση του. Η Φάιλε κι οι υπόλοιπες έμειναν σιωπηλές καθώς τους προσπερνούσαν.
«Είναι όντως αυτή η υποτακτική σου, Αλιάντρε;» ρώτησε απαιτητικά η Γκαλίνα μόλις βρέθηκαν εκτός ακουστικού πεδίου των αντρών που κύκλωναν την άμαξα. Το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι αναψοκοκκινισμένο από θυμό κι ο τόνος της φωνής της καυστικός. «Ποια είναι αυτή, στο όνομα της οποίας θα ορκιζόσουν;»
«Μπορείς να ρωτήσεις εμένα την ίδια», είπε παγερά η Φάιλε. Που να πάρει και να σηκώσει τις Άες Σεντάι και την καταραμένη τους μυστικότητα! Μερικές φορές πίστευε πως μια Άες Σεντάι δεν θα σου έλεγε ότι ο ουρανός ήταν μπλε, εκτός κι αν είχε κάποιο όφελος. «Είμαι η Αρχόντισσα Φάιλε τ’ Αϋμπάρα, κι αυτό σου είναι αρκετό προς το παρόν. Θα μας βοηθήσεις;»
Η Γκαλίνα φάνηκε να παραπαίει, κοιτώντας τη Φάιλε τόσο έντονα, που η γυναίκα άρχισε να αναρωτιέται αν είχε κάνει κάποιο λάθος. Μια στιγμή αργότερα, συνειδητοποίησε πως όντως είχε κάνει.
Ανακτώντας την ισορροπία της, η Άες Σεντάι χαμογέλασε μάλλον δυσάρεστα. Όχι μόνο δεν ήταν πια θυμωμένη, αλλά φάνηκε ευχαριστημένη, όπως η Θεράβα — κι ακόμα χειρότερα. «Τ’ Αϋμπάρα», συλλογίστηκε. «Είσαι Σαλδαία. Ξέρω έναν νεαρό, τον Πέριν Αϋμπάρα. Ο άντρας σου είναι; Μάλιστα, μου φαίνεται πως χτύπησα στόχο. Αυτό εξηγεί και τον όρκο της Αλιάντρε. Η Σεβάνα έχει μεγάλα σχέδια για έναν άντρα, που το όνομά του συνδέεται με τον άντρα σου. Τον Ραντ αλ’Θόρ. Αν γνώριζε πως σ’ έχει στο χέρι της... Α, μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να το μάθει από μένα». Το βλέμμα της σκλήρυνε και, ξαφνικά, έμοιαζε με λεοπάρδαλη έτοιμη να χιμήξει. Πεινασμένη λεοπάρδαλη. «Αρκεί να κάνετε ό,τι σας πω. Μπορεί και να σας βοηθήσω να το σκάσετε».
«Τι θέλεις από μας;» ρώτησε η Φάιλε με μεγαλύτερη επιμονή απ’ όση ένιωθε. Μα το Φως, είχε θυμώσει με την Αλιάντρε, επειδή τράβηξε την προσοχή επάνω τους αναφέροντας το όνομά της, και τώρα αυτή είχε κάνει ακριβώς τα ίδια, ίσως και χειρότερα. Κρίμα που νόμιζα ότι ήμουν καλυμμένη κρύβοντας το όνομα του πατέρα μου, σκέφτηκε πικρά.
«Τίποτα το ιδιαίτερο», αποκρίθηκε η Γκαλίνα. «Προσέξατε τη Θεράβα, φαντάζομαι, ε; Φυσικά. Όλοι την προσέχουν. Υπάρχει κάτι μέσα στη σκηνή της, μια λεία λευκή ράβδος, μήκους ενός ποδός περίπου. Την έχει μέσα σε μια κόκκινη κασέλα με μπρούντζινο ιμάντα, την οποία δεν κλειδώνει ποτέ. Φέρτε τη σ’ εμένα, κι εγώ θα σας πάρω μαζί μου όταν φύγω».
«Δεν φαίνεται και πολύ δύσκολο», είπε η Αλιάντρε με κάποια δόση αμφιβολίας. «Αν είναι έτσι όμως, γιατί δεν την παίρνεις μόνη σου;»
«Επειδή θα το κάνετε εσείς για μένα!» Η Γκαλίνα αντιλήφθηκε πως φώναζε και μαζεύτηκε, με την κουκούλα της να τινάζεται, καθώς κοίταζε τριγύρω για ωτακουστές ανάμεσα στο πλήθος, που η χιονόπτωση κάλυπτε σαν κουρτίνα. Κανείς δεν φάνηκε να κοιτάει προς το μέρος τους, αλλά η φωνή μεταμορφώθηκε σε άγριο ψίθυρο. «Αν δεν το κάνετε, θα σας αφήσω εδώ μέχρι να σαπίσετε. Κι η Σεβάνα θα μάθει για τον Πέριν Αϋμπάρα».
«Μπορεί να πάρει χρόνο», είπε απεγνωσμένα η Φάιλε. «Δεν νομίζω πως θα έχουμε τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνουμε στη σκηνή της Θεράβα όποτε θέλουμε». Μα το Φως, αν υπήρχε κάτι που δεν ήθελε με τίποτα στον κόσμο ήταν να προσεγγίσει τη σκηνή της Θεράβα. Από την άλλη, η Γκαλίνα είχε πει πως θα τις βοηθούσε. Μπορεί να ήταν ποταπή, αλλά οι Άες Σεντάι δεν ψεύδονταν ποτέ.
«Έχετε άφθονο χρόνο στη διάθεσή σας», αποκρίθηκε η Γκαλίνα. «Ίσως κι όλη σας τη ζωή, Αρχόντισσα Φάιλε τ’ Αϋμπάρα, αν δεν είστε πολύ προσεκτικές. Μη με απογοητεύσετε». Κοίταξε τη Φάιλε με ένα τελευταίο, σκληρό βλέμμα, γύρισε κι άρχισε να απομακρύνεται με βαριά βήματα μέσα στο χιόνι, με τα χέρια διπλωμένα σαν να προσπαθούσε να κρύψει τη χρυσοποίκιλτη ζώνη της πίσω από τα φαρδιά μανίκια.
Η Φάιλε συνέχισε να περπατάει με κόπο, σιωπηλή. Καμία από τις συντρόφους της δεν είχε να πει κάτι. Δεν υπήρχε τίποτα να λεχθεί. Η Αλιάντρε έμοιαζε βυθισμένη σε σκέψεις, με τα χέρια τοποθετημένα μέσα στα μανίκια της, ατενίζοντας ευθεία, λες και κοιτούσε κάτι πέρα από τη χιονοθύελλα. Η Μάιντιν είχε αδράξει σφιχτά το χρυσό περιλαίμιο. Είχαν πιαστεί στη φάκα τρεις φορές, όχι μία, και καθεμία από αυτές τις τρεις παγίδες μπορεί να οδηγούσε στον θάνατο. Ξαφνικά, η διάσωση φάνηκε ιδιαίτερα ελκυστική. Ωστόσο, η Φάιλε είχε σκοπό να βρει έναν τρόπο να βγει από την παγίδα. Τραβώντας τα χέρια της από το περιλαίμιο, άρχισε να βαδίζει κόντρα στη χιονοθύελλα, καταστρώνοντας σχέδια.