22 Από το Πουθενά

Η Αγορά της Αμχάρα ήταν η μία από τις τρεις στο Φαρ Μάντινγκ όπου επιτρεπόταν στους ξένους να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά, παρά το όνομά της, η μεγάλη πλατεία δεν έμοιαζε διόλου με αγορά, καθώς δεν υπήρχαν ούτε εμπορικοί πάγκοι ούτε εκθέτονταν εμπορεύματα. Μερικοί καβαλάρηδες, μια χούφτα σκεπαστά, ατομικά φορεία, που τα μετέφεραν επ’ ώμου βαστάζοι με φανταχτερές λιβρέες, και μια περιστασιακή άμαξα με τραβηγμένες τις κουρτίνες, προχωρούσαν μέσα στο αραιό αλλά φασαριόζικο πλήθος, που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς σε οποιαδήποτε μεγαλούπολη. Ο περισσότερος κόσμος είχε τυλιχτεί με τους μανδύες του εξαιτίας των πρωινών ανέμων, οι οποίοι έπνεαν από την πλευρά της λίμνης που κύκλωνε την πόλη, κι ήταν πιότερο το κρύο παρά οποιαδήποτε επείγουσα δουλειά που τους ανάγκαζε να περπατούν βιαστικά. Γύρω από την πλατεία, όπως και στις άλλες δύο Αγορές των Ξένων που υπήρχαν στην πόλη, τα ψηλά πέτρινα σπίτια των τραπεζικών ακουμπούσαν στις σχιστολιθικές στέγες των πέτρινων πανδοχείων, όπου διέμεναν οι ξένοι έμποροι, καθώς και με τις ογκώδεις και χωρίς παράθυρα, πέτρινες αποθήκες, όπου αποθήκευαν τα αγαθά τους, κι όλα αυτά ανακατεμένα ανάμεσα στους πέτρινους στάβλους και στις περιτοιχισμένες αυλές των αμαξιών. Το Φαρ Μάντινγκ ήταν η πόλη των πέτρινων τοίχων και των σχιστολιθικών οροφών. Τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, τα πανδοχεία ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, γεμάτα κατά το ένα τέταρτο, ενώ οι αποθήκες κι οι αυλές των αμαξιών σχεδόν άδειες. Με τον ερχομό της άνοιξης και την πλήρη αναβίωση του εμπορίου, οι έμποροι θα πλήρωναν τα τριπλάσια, ασχέτως του αν έβρισκαν ικανοποιητικό χώρο.

Ένα στρογγυλό μαρμάρινο βάθρο στο κέντρο της πλατείας απεικόνιζε το άγαλμα της Σάβιον Αμχάρα, μιας κορδωμένης γυναίκας δύο απλωσιές σε ύψος, με έναν μαρμάρινο χιτώνα, διακοσμημένο με γούνα και με επίσημες, περίτεχνες, μαρμάρινες αλυσίδες γύρω από τον λαιμό της. Το μαρμάρινο πρόσωπό της ήταν αυστηρό κάτω από το γεμάτο πετράδια μαρμάρινο διάδημα της Πρώτης Συμβούλου. Το δεξί της χέρι ήταν γραπωμένο σφικτά γύρω από τη λαβή ενός μαρμάρινου ξίφους, η μυτερή μύτη του οποίου αναπαυόταν ανάμεσα στα παπούτσια της, ενώ το αριστερό ήταν ανασηκωμένο κι ένα μαρμάρινο δάχτυλο έδειχνε προειδοποιητικά προς την Πύλη του Δακρύου, κάπου τρίτα τέταρτα του χιλιομέτρου μακριά. Το Φαρ Μάντινγκ εξαρτιόταν από τους εμπόρους του Δακρύου, του Ίλιαν και του Κάεμλυν, αλλά το Ανώτατο Συμβούλιο κοίταζε με μισό μάτι τους ξένους και τους διεφθαρμένους, παράξενους τρόπους τους. Ένας από τους Φρουρούς του Δρόμου, ντυμένος με ατσάλινο κράνος, δερμάτινο πανωφόρι ραμμένο με επικαλυπτόμενες, τετράγωνες μεταλλικές πλάκες και με την απεικόνιση του Χρυσού Χεριού στον αριστερό ώμο, καθόταν κάτω από το άγαλμα χρησιμοποιώντας ένα μακρόστενο κι ευκίνητο κοντάρι, για να φοβίζει τα γκρίζα περιστέρια με τα μαύρα φτερά. Η Σάβιον Αμχάρα ήταν μία από τις τρεις πιο αξιοσέβαστες γυναίκες στην ιστορία του Φαρ Μάντινγκ, μολονότι καμιά τους δεν ήταν γνωστή πολύ πιο πέρα από τις όχθες της λίμνης. Δύο άντρες από αυτή την πόλη όμως ήταν πασίγνωστοι σε όλες τις ιστορίες του κόσμου, παρ’ όλο που, όταν είχε γεννηθεί ο πρώτος, η περιοχή λεγόταν Άρεν Μάντορ, κι όταν είχε γεννηθεί ο δεύτερος, Φελ Μορέινα. Το Φαρ Μάντινγκ, ωστόσο, κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να ξεχάσει τον Ραολίν Ντάρκσμπεην και τον Γιούριαν Στόουνμποου. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας αυτών των δύο αντρών βρισκόταν ο Ραντ στο Φαρ Μάντινγκ.

Απ’ όσους κυκλοφορούσαν στην Αμχάρα, ελάχιστοι ήταν αυτοί που τον κοιτούσαν καθώς περνούσε, και κανείς δεν του έριχνε δεύτερη ματιά. Το ότι ερχόταν από αλλού ήταν προφανές, εξαιτίας των γαλάζιων ματιών του και των κομμένων έως τους ώμους μαλλιών του. Οι ντόπιοι τα άφηναν μερικές φορές μέχρι τη μέση, είτε δεμένα στο ύψος του αυχένα είτε πιασμένα με κλιπ. Ωστόσο, το απλό καφετί μάλλινο που φορούσε ήταν απερίγραπτο, διόλου καλύτερο από αυτό ενός εμπόρου μέσου βεληνεκούς. Επιπλέον, δεν ήταν ο μόνος που δεν φορούσε μανδύα παρά τον άνεμο που ερχόταν από τη λίμνη. Ο πιο πολύς κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν Καντορινοί, με τη χαρακτηριστική διχαλωτή γενειάδα, Αραφελινοί με πλεξούδες με καμπανάκια ή Σαλδαίοι με γαμψές μύτες, άντρες και γυναίκες που έβρισκαν αυτόν τον καιρό ήπιο συγκριτικά με τον χειμώνα των Μεθόριων Χωρών. Εντούτοις, δεν υπήρχε τίποτα επάνω του που να μη χαρακτηρίζει και τον ίδιο ως Μεθορίτη. Από τη μεριά του, απλώς αρνούνταν να αφήσει την παγωνιά να τον αγγίξει· την αγνοούσε σαν ενοχλητική μύγα που βούιζε. Αν χρειαζόταν να δράσει, ένας μανδύας ίσως μπερδευόταν στα πόδια του.

Για πρώτη φορά, το ύψος του δεν τραβούσε την προσοχή. Στο Φαρ Μάντινγκ υπήρχαν κάμποσοι ψηλοί άντρες, εκ των οποίων ελάχιστοι ντόπιοι. Ο ίδιος ο Μάνελ Ρόσεντ ήταν μόλις ένα χέρι πιο κοντός από τον Ραντ. Ο Ραντ παρέμενε αρκετά πιο πίσω, αφήνοντας τον κόσμο και τα ατομικά φορεία να περνούν ανάμεσά τους, κρύβοντας μερικές φορές το θήραμά του. Έχοντας βάψει τα μαλλιά του μαύρα με βότανα που του είχε προμηθεύσει η Νυνάβε, αμφέβαλλε αν ο αποστάτης Άσα’μαν θα τον αντιλαμβανόταν, ακόμα κι αν γύριζε να κοιτάξει. Από τη μεριά του, δεν ανησυχούσε μήπως έχανε τον Ρόσεντ. Οι περισσότεροι ντόπιοι φορούσαν απαλά χρώματα, με λαμπερά στολίδια γύρω από το στήθος και τους ώμους, οι δε ευκατάστατοι ίσως διέθεταν πιάστρες για τα μαλλιά γεμάτες πετράδια, οι ξενομερίτες έμποροι όμως αρκούνταν σε απλή και σεμνή ενδυμασία, έτσι που να μη δείχνουν υπέρ το δέον πλούσιοι, ενώ οι φρουροί κι οι οδηγοί τους ήταν τυλιγμένοι σε τραχιά μάλλινα. Το κατακόκκινο μεταξωτό πανωφόρι του Ρόσεντ ξεχώριζε. Βάδιζε στην πλατεία, με αγέρωχο, βασιλικό βήμα, με το ένα του χέρι να ακουμπάει ανάλαφρα στη λαβή του ξίφους του και με τον μανδύα με τη γούνινη επένδυση να ανεμίζει από τον δυνατό αέρα. Ήταν ανόητος. Ο μανδύας που ανέμιζε και το ξίφος του μπορούσαν εύκολα να τραβήξουν την προσοχή. Τα μακριά, γυριστά μουστάκια του μαρτυρούσαν ότι ήταν Μουραντιανός, που θα έπρεπε να τουρτουρίζει όπως οποιοδήποτε ανθρώπινο ον, κι αυτό το σπαθί... Πράγματι, ήταν εντελώς άμυαλος κι ανόητος.

Εσύ είσαι ο ανόητος, που ήρθες μέχρις εδώ, ακούστηκε η ξέπνοη κι άγρια φωνή του Λουζ Θέριν μέσα στο μυαλό του. Τρέλα! Παράνοια! Πρέπει να φύγουμε! Να φύγουμε!

Αγνοώντας τη φωνή, ο Ραντ έσφιξε πιότερο τα εφαρμοστά του γάντια και διατήρησε έναν σταθερό βηματισμό πίσω από τον Ρόσεντ. Αρκετοί από τους Φρουρούς του Δρόμου, στην πλατεία, τον παρακολουθούσαν. Οι ξένοι θεωρούνταν ταραχοποιοί και θερμοκέφαλοι, κι οι Μουραντιανοί είχαν κακή φήμη. Ένας ξένος που έχει μαζί του ξίφος τραβούσε πάντα την προσοχή των Φρουρών. Πάλι καλά που ο Ραντ είχε αποφασίσει να αφήσει το δικό του στο πανδοχείο, με τη Μιν, η εικόνα της οποίας φώλιαζε τώρα στο πίσω μέρος του μυαλού του, εντονότερη από την εικόνα της Ηλαίην, της Αβιέντα ή της Αλάνα. Ελάχιστα πρόσεχε τον κόσμο, γύρω του. Η Μιν έμοιαζε ζωντανή μέσα του.

Καθώς ο Ρόσεντ άφηνε την Αμχάρα, προχωρώντας βαθύτερα στο εσωτερικό της πόλης, ένα σμήνος περιστέρια σηκώθηκε πεταρίζοντας από τις οροφές, αλλά αντί να κάνουν τις αλάνθαστες βουτιές που τα ύψωναν στον ουρανό, τα πουλιά άρχισαν να πέφτουν με δύναμη το ένα πάνω στο άλλο, και μερικά τσακίστηκαν φτερουγίζοντας στο λιθόστρωτο. Ο κόσμος έμεινε με το στόμα ανοικτό, το ίδιο κι οι Φρουροί του Δρόμου, που ένα λεπτό πριν παρακολουθούσαν επίμονα τον Ρόσεντ. Ο άντρας δεν είχε ρίξει ματιά πίσω του, αλλά ούτως ή άλλως δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Γνώριζε ότι ο Ραντ βρισκόταν στην πόλη, χωρίς να χρειαστεί να δει τα αποτελέσματα της παρουσίας ενός τα’βίρεν, αλλιώς δεν θα ήταν εκεί.

Ακολουθώντας τον Ρόσεντ στην Οδό Χαράς, που στην πραγματικότητα ήταν δύο φαρδιές ευθείες χωρισμένες από μια προσεγμένη σειρά άφυλλων δέντρων με γκρίζους κορμούς, ο Ραντ χαμογέλασε. Ο Ρόσεντ κι οι φίλοι του θεωρούσαν εαυτούς εξαιρετικά έξυπνους. Ίσως είχαν ανακαλύψει τον χάρτη της βορεινής πλευράς των Πεδιάδων του Μαρέντο τοποθετημένο ανάποδα στα ράφια στην Πέτρα του Δακρύου, ή το βιβλίο σχετικά με τις πόλεις του Νότου βαλμένο σε άλλο ράφι, στη βιβλιοθήκη του παλατιού Αεσντάισαρ, στο Τσάτσιν, ή κάποια άλλη από τις ενδείξεις που είχε αφήσει πίσω του. Πάνω στη βιασύνη του, κάποιος ίσως κάνει μερικά λαθάκια, αλλά δύο ή τρία μαζεμένα ήταν αρκετά για να υποδείξουν το Φαρ Μάντινγκ. Ο Ρόσεντ κι οι υπόλοιποι τα διέκριναν πολύ γρήγορα, γρηγορότερα απ’ όσο περίμενε, αλλιώς θα ζητούσαν τη βοήθεια κάποιου άλλου για να τους τα υποδείξει. Όπως και να έχει, λίγη σημασία είχε πια.

Δεν ήταν σίγουρος γιατί ο Μουραντιανός είχε έρθει νωρίτερα από τους άλλους, αλλά ήξερε ότι σύντομα θα έρχονταν ο Τόρβαλ με τον Ντασίβα κι ο Γκέντγουιν με τον Κίσμαν, για να αποτελειώσουν ό,τι είχαν αφήσει μισό στην Καιρχίν. Κρίμα που κανείς από τους Αποδιωγμένους δεν ήταν αρκετά ανόητος για να τον κυνηγήσει εδώ. Απλώς έστελναν τους άλλους να κάνουν τη δουλειά. Ήθελε να σκοτώσει τον Ρόσεντ πριν καταφθάσουν οι υπόλοιποι, αν γινόταν. Ακόμα κι εδώ, που λίγο-πολύ ήταν όλοι τους στην ίδια μοίρα, ίσως θα ήταν καλύτερα να αποκτήσει το πλεονέκτημα. Ο Ρόσεντ βρισκόταν εδώ και δύο μέρες στο Φαρ Μάντινγκ, ρωτώντας εδώ κι εκεί για έναν ψηλό κοκκινομάλλη, κορδωμένος σαν να μην τον απασχολούσε τίποτα στον κόσμο. Είχε παρατηρήσει κάμποσους που λίγο-πολύ ανταποκρίνονταν στην περιγραφή του, αλλά εξακολουθούσε να πιστεύει πως ήταν ο κυνηγός κι όχι το θήραμα.

Μας έφερες εδώ για να πεθάνουμε! γόγγυξε ο Λουζ Θέριν. Η παρουσία σου εδώ ισοδυναμεί με θάνατο!

Ο Ραντ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, νιώθοντας κάπως άβολα. Συμφωνούσε με τη φωνή ως προς αυτό το τελευταίο, κι επιθυμούσε όσο κι ο Λουζ Θέριν να φύγει από κει. Μερικές φορές όμως, η μόνη επιλογή ήταν μεταξύ του κακού και του χειρότερου. Ο Ρόσεντ προπορευόταν, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής, κι αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία τώρα.

Τα γκρίζα, πέτρινα μαγαζιά και πανδοχεία κατά μήκος της Οδού Χαράς άλλαζαν όσο ο Ραντ απομακρυνόταν από την Αγορά της Αμχάρα. Οι αργυροχόοι αντικαθιστούσαν τους μαχαιροποιούς και, λίγο πιο κάτω, οι χρυσοχόοι τους αργυροχόους. Οι ράφτρες κι οι ράφτες επιδείκνυαν κεντητά, μεταξωτά και χρυσοποίκιλτα φορέματα αντί για μάλλινα. Οι άμαξες που περνούσαν βροντώντας πάνω στο πλακόστρωτο, έφεραν στιλβωμένες σφραγίδες στις πόρτες, ενώ ανά ομάδες των τεσσάρων ή των έξι ανταγωνίζονταν στο μέγεθος και στο χρώμα, κι έβλεπες όλο και περισσότερους ιππείς καβάλα σε εξαίσια άλογα Δακρυνής ράτσας παρά σε άλλα ζώα. Τα ατομικά φορεία, που τα κουβαλούσαν βαστάζοι με ζωηρό βήμα, ήταν σχεδόν όσα κι οι πεζοί. Οι δε μαγαζάτορες με τα πανωφόρια ή με τα βαριά ρούχα, κεντητά γύρω από το στήθος και τους ώμους, ήταν λιγότεροι από αυτούς που φορούσαν λιβρέες, εξίσου ζωηρόχρωμες με εκείνες των βαστάζων. Συχνά, κομμάτια χρωματιστού γυαλιού στόλιζαν τις πιάστρες στα μαλλιά των αντρών, πού και πού μάλιστα έβλεπες μαργαριτάρια ή ακόμα πιο πολύτιμα πετράδια, αν κι ήταν ελάχιστοι οι άντρες που οι γυναίκες τους μπορούσαν να έχουν κοσμήματα. Μονάχα ο παγερός άνεμος παρέμενε ίδιος, όπως επίσης κι οι Φρουροί του Δρόμου που περιπολούσαν σε ομάδες των τριών, έχοντας τα μάτια τους δεκατέσσερα για τυχόν φασαρίες. Δεν ήταν τόσο πολλοί όσο στις Αγορές των Ξένων, ωστόσο μόλις χανόταν η μία περίπολος, εμφανιζόταν αμέσως μια άλλη, κι εκεί όπου κάποια πάροδος πλατύτερη από σοκάκι συναντούσε την Οδό Χαράς, υπήρχε ένα πέτρινο παρατηρητήριο με δύο Φρουρούς, οι οποίοι περίμεναν στη βάση του, σε περίπτωση που αυτός που βρισκόταν ψηλά εντόπιζε κάποια ταραχή. Στο Φαρ Μάντινγκ είχαν λάβει αυστηρά μέτρα για να διατηρήσουν την τάξη.

Ο Ραντ συνοφρυώθηκε, βλέποντας τον Ρόσεντ να προπορεύεται κατά μήκος του δρόμου. Κατευθυνόταν άραγε προς την Πλατεία Συμβούλων, στο μέσον του νησιού; Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί εκτός από την Αίθουσα των Συμβούλων, μνημεία ηλικίας άνω των πεντακοσίων χρόνων, όταν το Φαρ Μάντινγκ ήταν η πρωτεύουσα του Μαρέντο, όπως επίσης και τα λογιστήρια των πλουσιότερων γυναικών της πόλης. Στο Φαρ Μάντινγκ, ένας άντρας θεωρούνταν πλούσιος όταν η γυναίκα του του χορηγούσε ένα γενναίο επίδομα ή, σε περίπτωση που ήταν χήρος, του είχε εξασφαλίσει τα προς το ζην. Ίσως ο Ρόσεντ πήγαινε να συναντήσει τους Σκοτεινόφιλους. Σε αυτή την περίπτωση όμως, γιατί περίμενε τόσο;

Ξαφνικά, αισθάνθηκε να τον χτυπάει ένα κύμα ναυτίας, και μια ζοφερή μορφή γέμισε στιγμιαία το πεδίο της όρασης του, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω σε έναν περαστικό. Ψηλότερος από τον Ραντ και ντυμένος με μια καταπράσινη λιβρέα, ο ξανθομάλλης άντρας μετακίνησε το μεγάλο καλάθι που κουβαλούσε κι απομάκρυνε ευγενικά τον Ραντ. Μια μακρόστενη, ρυτιδιασμένη ουλή διέσχιζε τη μία πλευρά του ηλιοκαμένου του προσώπου. Σκύβοντας το κεφάλι, μουρμούρισε μια συγγνώμη κι απομακρύνθηκε βιαστικά.

Ο Ραντ ξανάρθε στα συγκαλά του και γρύλισε μια βρισιά μέσα από τα δόντια του.

Τους έχεις ήδη καταστρέψει, ψιθύρισε μέσα στο μυαλό του ο Λουζ Θέριν. Τώρα, έχεις να ασχοληθείς με την καταστροφή κάποιου άλλον, κι όχι πρόωρα. Αναρωτιέμαι πόσους Θα σκοτώσουμε εμείς οι τρεις, τελικά.

Σκάσε! σκέφτηκε μανιασμένα ο Ραντ, αλλά έλαβε ως απάντηση ένα κοροϊδευτικό κακάρισμα. Δεν ήταν η επαφή με έναν Αελίτη που τον αναστάτωνε. Είχε δει κάμποσους από την άφιξη του στο Φαρ Μάντινγκ. Για κάποιο λόγο, εκατοντάδες Αελίτες που το έσκασαν, αφού έμαθαν την αληθινή τους ιστορία, κατέληξαν εδώ, προσπαθώντας να ακολουθήθουν την Οδό του Φύλλου χωρίς να έχουν ιδέα τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο, εκτός του ότι θα ήταν γκαϊ’σάιν για μια ζωή. Δεν τον ανησυχούσε καν η ζαλάδα που ένιωσε, ούτε σε ποιον ανήκε το πρόσωπό που μισσείδε. Μπροστά του, μια άμαξα που την έσερναν έξι ψαρά άλογα προχωρούσε με θόρυβο ανάμεσα στο πλήθος των ατομικών φορείων και των βιαστικών ανθρώπων με τις λιβρέες, ενώ άντρες και γυναίκες μπαινοέβγαιναν από τα μαγαζιά, αλλά κόκκινο πανωφόρι δεν φαινόταν πουθενά. Ο Ραντ χτύπησε τη γαντοφορεμένη του γροθιά πάνω στην παλάμη του, νευριασμένος.

Το να συνεχίσει να πηγαίνει στα τυφλά ήταν ανόητο. Θα μπορούσε να πέσει κατευθείαν πάνω στον άντρα ή, τουλάχιστον, να γίνει αντιληπτός. Μέχρι στιγμής, ο Ρόσεντ νόμιζε πως ο Ραντ δεν ήξερε ότι βρισκόταν στην πόλη, ένα πλεονέκτημα πολύ σημαντικό για να πάει στράφι. Ήξερε πού έμενε ο Ρόσεντ, σε ένα πανδοχείο που παρείχε υπηρεσίες σε ξένους. Αύριο, θα μπορούσε να χαζέψει από δω κι από κει και να περιμένει καμιά καλύτερη ευκαιρία. Οι υπόλοιποι ίσως να έφταναν τη νύχτα. Πίστευε πως δεν είχε πρόβλημα να σκοτώσει τουλάχιστον δύο από δαύτους, ίσως μάλιστα και τους πέντε, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να γίνει ήσυχα. Ενάντια σε πέντε, σίγουρα θα τραυματιζόταν και, στην καλύτερη περίπτωση, θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το ξίφος του, πράγμα που ήταν εντελώς απρόθυμος να κάνει, καθότι ήταν δώρο της Αβιέντα. Στη χειρότερη περίπτωση...

Το βλέμμα του έπεσε φευγαλέα σε έναν μανδύα με γούνινο γαρνίρισμα, που ανέμιζε καθώς τον χτυπούσε ο αέρας, και χάθηκε πίσω από τη γωνία. Έτρεξε προς το μέρος του. Οι Φρουροί στο φυλάκιο τεντώθηκαν κι αυτός που υπήρχε στην κορυφή τράβηξε τη ροκάνα από τη ζώνη του. Κάποιος από αυτούς που στέκονταν στη βάση άδραξε το μακρύ του ρόπαλο, ενώ ο άλλος ανασήκωσε ένα στειλιάρι από το σημείο που ήταν ακουμπισμένο, πάνω στα σκαλοπάτια του παρατηρητηρίου. Η διχαλωτή άκρη ήταν έτσι σχεδιασμένη, ώστε να μπορεί να γραπώνει μπράτσο, πόδι ή λαιμό, το δε στέλεχος ήταν επενδυμένο με σίδερο, για να αντέχει στα χτυπήματα του σπαθιού ή του τσεκουριού. Οι άντρες τον παρατηρούσαν προσεκτικά, με σκληρό βλέμμα.

Τους ένευσε και χαμογέλασε. Κατόπιν, κοίταξε επιδεικτικά στον παράδρομο, ψάχνοντας ανάμεσα στο πλήθος που υπήρχε εκεί. Όχι σαν κλέφτης που προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά σαν κάποιος που θέλει να προλάβει κάποιον άλλον. Το ρόπαλο επανατοποθετήθηκε στη θήκη της ζώνης και το στειλιάρι επέστρεψε στα σκαλοπάτια. Ο Ραντ δεν ξανακοίταξε τους Φρουρούς. Είδε φευγαλέα μπροστά του έναν μανδύα, ίσως κι ένα κόκκινο πανωφόρι, ο κάτοχος των οποίων έστριψε σε έναν άλλο δρόμο.

Σηκώνοντας το χέρι του σαν να ήθελε να χαιρετήσει κάποιον, ο Ραντ έτρεξε ξοπίσω από τον άντρα, πασχίζοντας να αποφύγει τον κόσμο και τα καρότσια των μικροπωλητών. Διάφοροι πλανόδιοι που επιδείκνυαν πάνω στους δίσκους τους καρφίτσες, βελόνες ή χτένες, πάσχιζαν με τις κραυγές τους να τραβήξουν την προσοχή, τη δική του ή οποιουδήποτε άλλου. Εδώ, ήταν ελάχιστοι αυτοί που φορούσαν κεντήματα, κι ένα απλό σχοινί που χρησίμευε να δένει τα μαλλιά κότσο ήταν πολύ πιο συνηθισμένο κι από την απλούστερη πιάστρα. Οι δρόμοι αυτοί ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, συνωστισμένοι και στρεβλοί, ένας τυχαίος λαβύρινθος, όπου φτηνά πανδοχεία και στενά, πέτρινα οικήματα των τριών ή τεσσάρων ορόφων ορθώνονταν πάνω από τα μαγαζιά των κρεοπωλών, των κηροποιών, των μπαρμπέρικων, των γανωματήδων, των αγγειοπλαστών και των βαρελάδων. Οι άμαξες δεν χωρούσαν να περάσουν από τέτοιους δρόμους, και δεν υπήρχαν ούτε ατομικά φορεία ούτε καβαλάρηδες, παρά μόνο μια χούφτα υπηρέτες με λιβρέες, οι οποίοι κουβαλούσαν καλάθια κι έκαναν διάφορα θελήματα, σουλατσάροντας τριγύρω και παρατηρώντας οποιονδήποτε εκτός από τους Φρουρούς του Δρόμου. Οι περιπολίες κι οι σκοπιές ήταν παρούσες ακόμα κι εδώ.

Επιτέλους, πλησίασε αρκετά ώστε να βλέπει ξεκάθαρα τον άντρα που ακολουθούσε. Ο Ρόσεντ είχε την έξυπνη ιδέα να τυλιχτεί με τον μανδύα, κρύβοντας το κόκκινο πανωφόρι και το άχρηστο ξίφος του, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Η αλήθεια ήταν πως προσπαθούσε να μην τραβήξει καθόλου την προσοχή, κι έτσι κινούνταν απαρατήρητος κατά μήκος της μιας πλευράς του δρόμου, με τον ώμο του να ακουμπάει σχεδόν τις προσόψεις των μαγαζιών. Ξαφνικά, έριξε μια βεβιασμένη ματιά γύρω του κι όρμησε σε ένα στενό, ανάμεσα σε ένα μικροσκοπικό καλαθοποιείο κι ένα χάνι με μια πινακίδα τόσο βρώμικη, που το όνομα είχε σβηστεί εντελώς. Ο Ραντ χαμογέλασε και, χωρίς να χάσει χρόνο, κίνησε προς το μέρος του. Στα στενά δρομάκια του Φαρ Μάντινγκ δεν υπήρχαν ούτε Φρουροί του Δρόμου ούτε παρατηρητήρια.

Τα δρομάκια αυτά ήταν ακόμα πιο στρεβλά από τους δρόμους που μόλις είχε αφήσει πίσω του ο Ραντ, και σχημάτιζαν από μόνα τους έναν κυκεώνα στο εσωτερικό κάθε τετραγώνου της πόλης. Ο Ρόσεντ μπορεί να μη φαινόταν πουθενά, αλλά ο Ραντ άκουγε τον ήχο από το βαρύ του περπάτημα πάνω στις νοτερές, πετρωμένες ακαθαρσίες. Ο ήχος αντιλαλούσε και πολλαπλασιαζόταν ανάμεσα στους δίχως παράθυρα πέτρινους τοίχους, σε σημείο που αδυνατούσε να διακρίνει την πηγή του, ωστόσο συνέχισε να τον ακολουθεί με γρήγορο βήμα μέσα από στενά όπου που μετά βίας χωρούσαν δύο άντρες δίπλα-δίπλα —στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί ο Ρόσεντ είχε έρθει σ’ αυτόν τον λαβύρινθο; Όπου κι αν πήγαινε, το σίγουρο ήταν πως ήθελε να φτάσει γρήγορα. Ωστόσο, ήταν απίθανο να γνωρίζει πώς να χρησιμοποιήσει τα σοκάκια για να πάει από το ένα μέρος στο άλλο.

Ξαφνικά, ο Ραντ συνειδητοποίησε πως ο μοναδικός ήχος από περπάτημα που άκουγε προερχόταν από τον ίδιο, και κοντοστάθηκε. Σιωπή. Από το σημείο που στεκόταν μπορούσε να διακρίνει τρία ακόμα στενά σοκάκια, που ξεπηδούσαν από αυτό στο οποίο βρισκόταν ήδη. Χωρίς να ανασαίνει σχεδόν, έστησε αυτί. Σιωπή. Έτοιμος ήταν να πάρει την απόφαση να γυρίσει πίσω. Την επόμενη στιγμή όμως, άκουσε έναν μακρινό κρότο από το στόμιο του πλησιέστερου στενού, λες και κάποιος που περνούσε από εκεί είχε κλωτσήσει κατά λάθος έναν βράχο πάνω στον πέτρινο τοίχο. Το καλύτερο ήταν να τον σκοτώσει και να τελειώσει.

Ο Ραντ έστριψε στη γωνία που οδηγούσε στο σοκάκι και βρήκε τον Ρόσεντ να τον περιμένει.

Ο Μουραντιανός είχε τραβήξει τον μανδύα του προς τα πίσω κι είχε βάλει και τα δύο χέρια στη λαβή του σπαθιού του. Ο ειρηνοδεσμός του Φαρ Μάντινγκ κρατούσε πλεγμένη τη λαβή και το θηκάρι στο εσωτερικό ενός δικτύου από καλοδουλεμένο σύρμα. Ένα αμυδρό αλλά πονηρό χαμόγελο ήταν χαραγμένο στα χείλη του. «Έπεσες εύκολα στην παγίδα, σαν περιστεράκι», είπε ο Ρόσεντ, τραβώντας το ξίφος του. Τα σύρματα ήταν κομμένα κι επανασυνδεμένα, έτσι που με μια πρόχειρη ματιά να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν στέρεα. «Αν θέλεις, μπορείς να το βάλεις στα πόδια».

Ο Ραντ όμως δεν το έκανε. Τουναντίον, προχώρησε ένα βήμα μπροστά και χτύπησε δυνατά με το αριστερό του χέρι την άκρη της λαβής του ξίφους του Ρόσεντ, παγιδεύοντας τη λεπίδα πριν βγει από το θηκάρι. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια του εμβρόντητος, χωρίς να συνειδητοποιήσει πως, έχοντας κάνει παύση για να δείξει τη χαιρεκακία του, είχε ήδη υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Πισωπάτησε ένα βήμα, πασχίζοντας να βρει αρκετό χώρο για να τραβήξει το σπαθί, αλλά ο Ραντ τον ακολούθησε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, εξακολουθώντας να έχει το όπλο του παγιδευμένο, και κάνοντας μια περιστροφική κίνηση με τους γοφούς του, έφερε με δύναμη τις διπλωμένες γροθιές του στον λαιμό του Ρόσεντ. Οι χόνδροι τσακίστηκαν με έναν τρομερό ήχο κι ο αποστάτης έπαψε να θέλει να σκοτώσει. Τρικλίζοντας προς τα πίσω, με μάτια διάπλατα ανοικτά και κοιτώντας στο πουθενά, έπιασε και με τα δύο χέρια τον λαιμό του και προσπάθησε απεγνωσμένα να ρουφήξει αέρα μέσα από την κατεστραμμένη του τραχεία.

Ο Ραντ ήταν ήδη έτοιμος να εφαρμόσει το θανατηφόρο χτύπημα κάτω από το στέρνο, όταν άκουσε έναν ψιθυριστό ήχο να έρχεται από πίσω και ξαφνικά ο σαρκασμός του Ρόσεντ απέκτησε καινούργιο νόημα. Γυρίζοντας ανάποδα τον Ρόσεντ, ο Ραντ έπεσε στο έδαφος, πάνω στον άντρα. Ακούστηκε ο ήχος μετάλλου που χτυπάει άγρια πάνω σε πέτρινο τοίχο, και βλαστήμιες από το στόμα ενός άντρα. Αδράχνοντας το ξίφος του Ρόσεντ, ο Ραντ κύλησε στην άκρη κι ελευθέρωσε τη λεπίδα, πέφτοντας βαριά πάνω στον ώμο του. Ο Ρόσεντ άφησε μια στριγκή, κελαρυστή κραυγή τη στιγμή που ο Ραντ καθόταν ανακούρκουδα, βλέποντας μπροστά του τον δρόμο από τον οποίο είχε έρθει.

Ο Ράεφαρ Κίσμαν κοιτούσε έκπληκτος προς τη μεριά του Ρόσεντ· η λάμα, με την οποία σκόπευε να τρυπήσει τον Ραντ, είχε χωθεί βαθιά μέσα στο στήθος του άλλου άντρα. Αίμα ανάβλυζε από τα χείλη του Μουραντιανού, ο οποίος έσπρωξε δυνατά το έδαφος με τις φτέρνες του και μάτωσε τα χέρια του πάνω στην κοφτερή λάμα, σαν να ήθελε να τη βγάλει από μέσα του. Μέσου αναστήματος και χλωμός σαν Δακρυνός, ο Κίσμαν φορούσε ρούχα απέριττα, όμοια με του Ραντ, εκτός από τη ζώνη του ξίφους του. Κρύβοντάς την κάτω από τον μανδύα του, μπορούσε να κυκλοφορεί στο Φαρ Μάντινγκ χωρίς να τραβάει τα βλέμματα.

Η κατάπληξή του δεν κράτησε πάνω από μία στιγμή. Καθώς ο Ραντ ανασηκωνόταν κρατώντας το σπαθί και με τα δύο χέρια, ο Κίσμαν ελευθέρωσε τη λάμα του χωρίς να ρίξει ματιά στον συνεργάτη του, που σφάδαζε. Απέμεινε να παρακολουθεί τον Ραντ, με τα χέρια του να μετακινούνται νευρικά στη μακρόστενη λαβή του ξίφους του. Αναμφίβολα, ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που ήταν τόσο περήφανοι επειδή είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο, ώστε δεν είχε μπει στον κόπο να μάθει τη χρήση του ξίφους. Κάτι που δεν ίσχυε για τον Ραντ. Ο Ρόσεντ συσπάστηκε για μία τελευταία φορά κι έμεινε ακίνητος, ατενίζοντας τον ουρανό.

«Ήρθε η ώρα σου», είπε ήσυχα ο Ραντ, αλλά καθώς έκανε ένα βήμα μπρος, ένα κροτάλισμα ακούστηκε κάπου πίσω από τον Δακρυνό, κάτι σαν ακατάπαυτη φλυαρία, κι ύστερα άλλο ένα. Ήταν οι Φρουροί του Δρόμου.

«Θα μας πιάσουν και τους δύο», είπε ξέπνοα ο Κίσμαν, σαν αλλόφρων. «Αν μας βρουν πάνω από το πτώμα, θα μας κρεμάσουν και τους δύο! Το ξέρεις!»

Εν μέρει, είχε δίκιο. Αν τους έβρισκαν οι Φρουροί, θα τους τσουβάλιαζαν στα κελιά κάτω από την Αίθουσα των Συμβούλων. Ακούστηκαν κι άλλα κροταλίσματα, που πλησίαζαν ολοένα. Οι Φρουροί μάλλον είχαν προσέξει τους τρεις άντρες που, ένας-ένας, μπήκαν στο ίδιο σοκάκι. Ίσως, μάλιστα, να είχαν δει και το ξίφος του Κίσμαν. Απρόθυμα, ο Ραντ ένευσε καταφατικά.

Ο Δακρυνός οπισθοχώρησε με προσοχή κι, όταν είδε πως ο Ραντ δεν τον ακολούθησε, θηκάρωσε τη λεπίδα του κι άρχισε να τρέχει σαν τρελός, με τον σκούρο μανδύα να ανεμίζει πίσω του.

Ο Ραντ έριξε το δανεικό ξίφος πάνω στο πτώμα του Ρόσεντ κι απομακρύνθηκε από την αντίθετη μεριά, όπου ακόμα δεν είχαν ακουστεί κροταλίσματα. Με λίγη τύχη, σύντομα θα έβγαινε στον δρόμο και θα ανακατευόταν με το πλήθος, πριν τον δουν. Δεν ήταν ο φόβος της θηλιάς που τον απασχολούσε. Αν έβγαζε τα γάντια και τους έδειχνε τους Δράκοντες που ήταν ζωγραφισμένοι στο χέρι του, σίγουρα δεν θα τον απαγχόνιζαν. Οι Σύμβουλοι, όμως, είχαν αποδεχθεί αυτό το αλλόκοτο διάταγμα που είχε θεσπίσει η Ελάιντα. Από τη στιγμή που θα τον έχωναν στο κελί, θα έμενε εκεί έως ότου τον απελευθέρωνε ο Λευκός Πύργος. Έτσι, άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.


Ο Κίσμαν αφομοιώθηκε από το πλήθος του δρόμου, ξεφυσώντας ανακουφισμένος καθώς τρεις Φρουροί του Δρόμου μπήκαν στο σοκάκι από το οποίο μόλις είχε ξεπροβάλει. Κρατώντας τον μανδύα σφιχτά πάνω στο κορμί του, έτσι που να κρύβει το θηκαρωμένο του ξίφος, αφέθηκε στην πλημμυρίδα του όχλου χωρίς να περπατάει γρήγορα, συγκριτικά με μερικούς μάλιστα περπατούσε σχετικά αργά. Δεν είχε τίποτα επάνω του που θα τραβούσε την προσοχή ενός Φρουρού. Ένα ζευγάρι Φρουρών τον προσπέρασε, κουβαλώντας έναν αιχμάλωτο σφικτά δεμένο και μπαγλαρωμένο σε ένα τεράστιο τσουβάλι που κρεμόταν από ένα μακρύ ραβδί που ήταν περασμένο στους ώμους τους. Μονάχα το κεφάλι του άντρα εξείχε. Είχε γουρλώσει τα μάτια και κοιτούσε τριγύρω. Ο Κίσμαν αναρρίγησε. Να πάρει και να σηκώσει, θα μπορούσε να είναι ο ίδιος σε αυτή τη θέση! Ο ίδιος!

Ήταν ανοησία εκ μέρους του που άφησε τον Ρόσεντ να τον παρασύρει. Υποτίθεται πως θα περίμεναν να καταφθάσουν κι οι άλλοι, και θα έμπαιναν στην πόλη ένας-ένας, για να μην τραβήξουν την προσοχή. Ο Ρόσεντ, όμως, ήθελε κατ’ αποκλειστικότητα τη δόξα τού να σκοτώσει τον αλ’Θόρ. Ο Μουραντιανός καιγόταν από επιθυμία να αποδείξει πόσο καλύτερος ήταν από τον Ραντ. Τώρα όμως, κειτόταν νεκρός, και παραλίγο την ίδια τύχη να είχε κι ο Ράεφαρ Κίσμαν, κάτι που τον έκανε έξαλλο, μια κι αυτός επιθυμούσε την ισχύ πιότερο από το κλέος, επιθυμούσε να κυβερνήσει το Δάκρυ από την Πέτρα. Ίσως να επιθυμούσε κι άλλα πράγματα, όπως το να ζήσει για πάντα. Αυτά του είχαν υποσχεθεί. Του τα όφειλαν. Μέρος του θυμού του είχε να κάνει με το ότι δεν ήταν καν σίγουρος ότι θα σκότωναν τον αλ’Θόρ. Ο Μέγας Άρχων γνώριζε πόσο το ήθελε —μόνο αν έθαβαν αυτόν τον άντρα, θα μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος!— ωστόσο...

«Σκοτώστε τον», είχε προστάξει ο Μ’Χαήλ, πριν τους στείλει στην Καιρχίν, αλλά απογοητεύτηκε που τους ανακάλυψαν και το θεώρησε αποτυχία. Το Φαρ Μάντινγκ ήταν η τελευταία τους ευκαιρία, κάτι που τους το είχε ξεκαθαρίσει. Ο Ντασίβα είχε απλώς εξαφανιστεί, κι ο Κίσμαν δεν είχε ιδέα αν το είχε σκάσει ή αν τον είχε σκοτώσει ο Μ’Χαήλ, αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας.

«Σκοτώστε τον», τους είχε προστάξει αργότερα ο Ντεμάντρεντ, προσθέτοντας πως θα ήταν καλύτερο να πεθάνουν στην προσπάθεια παρά να τους ανακαλύψει οποιοσδήποτε, ακόμα κι ο ίδιος ο Μ’Χαήλ, λες και δεν γνώριζε τη διαταγή του Τάιμ.

Λίγο πιο μετά, ο Μοριντίν τούς είχε πει: «Σκοτώστε τον, αν χρειαστεί, αλλά ό,τι κι αν γίνει, φέρτε μου όλα όσα έχει στην κατοχή του. Μόνο έτσι θα εξιλεωθείτε για τις προηγούμενες αποτυχίες σας». Έλεγε ότι ανήκε στους Εκλεκτούς, και κανείς δεν ήταν τόσο τρελός ώστε να πει κάτι τέτοιο εκτός κι αν ήταν αλήθεια. Από την άλλη, φαίνεται πως θεωρούσε πιο σημαντική την περιουσία του αλ’Θόρ από τον θάνατό του, καθότι δεν θεωρούσε απαραίτητο τον φόνο του, παρά μόνο αν συνέβαινε συμπτωματικά.

Αυτοί οι δύο ήταν οι μόνοι Εκλεκτοί που είχε συναντήσει ο Κίσμαν, αρκετοί όμως για να του προκαλούν πονοκέφαλο. Ήταν χειρότεροι από τους Καιρχινούς. Υποψιαζόταν πως όσα δεν έλεγαν μπορούσαν να σκοτώσουν έναν άνθρωπο γρηγορότερα κι από μια υπογεγραμμένη διαταγή ενός Υψηλού Άρχοντα. Τέλος πάντων, μόλις κατέφθαναν ο Τόρβαλ κι ο Γκέντγουιν, θα μπορούσε να καταστρώσει κάποιο σχέδιο μαζί τους...

Ξαφνικά, κάτι τσίμπησε το δεξί του μπράτσο, κι ο άντρας είδε κατάπληκτος μια αιμάτινη κηλίδα να απλώνεται πάνω στον μανδύα του. Το τραύμα δεν έμοιαζε βαθύ, και κανένας πορτοφολάς δεν θα είχε λόγο να του σκίσει τον βραχίονα.

«Μου ανήκει», ψιθύρισε ένας άντρας πίσω του, αλλά όταν ο Κίσμαν γύρισε να κοιτάξει, είδε μονάχα το πλήθος του δρόμου να ασχολείται με τις καθημερινές εργασίες. Οι ελάχιστοι που παρατήρησαν τη σκούρα κηλίδα πάνω στον χιτώνα του, απέτρεψαν γρήγορα το βλέμμα τους. Στο μέρος αυτό, κανείς δεν είχε όρεξη να μπλεχτεί σε βιαιότητες, ακόμα και μικρού βεληνεκούς. Ήταν όλοι πολύ καλοί στο να αγνοούν όσα δεν ήθελαν να δουν.

Η πληγή παλλόταν κι έκαιγε περισσότερο από πριν. Αποτραβώντας τον χιτώνα του, ο Κίσμαν πίεσε το αριστερό του χέρι πάνω στην αιμάτινη χαρακιά, στο μανίκι του. Αισθάνθηκε το μπράτσο του πρησμένο και ζεστό. Ξαφνικά, κοίταξε έντρομος το δεξί του χέρι, καθώς αυτό άρχισε να μαυρίζει και να πρήζεται, σαν να ανήκε σε πτώμα μίας βδομάδας.

Άρχισε να τρέχει ξέφρενα, σπρώχνοντας τον κόσμο και ρίχνοντάς τον κάτω. Δεν είχε ιδέα τι του συνέβαινε, ούτε πώς είχε συμβεί, αλλά ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα, εκτός αν κατόρθωνε να βγει από την πόλη, να πάει πέρα από τη λίμνη, στους λόφους. Εκεί, θα είχε μια πιθανότητα να γλιτώσει. Ένα άλογο. Χρειαζόταν ένα άλογο! Έπρεπε να γλιτώσει. Του είχαν υποσχεθεί αιώνια ζωή! Μπροστά του έβλεπε μονάχα πεζούς, κι αυτοί παραμέριζαν στην τρεχάλα του. Νόμισε ότι άκουσε τον κροταλιστό ήχο των Φρουρών, αλλά μπορεί να ήταν και το αίμα που παλλόταν στα αυτιά του. Τα πάντα σκοτείνιαζαν. Χτύπησε πάνω σε κάτι σκληρό και κατάλαβε ότι έπεφτε. Η τελευταία του σκέψη ήταν πως κάποιος από τους Εκλεκτούς είχε αποφασίσει να τον τιμωρήσει, αλλά δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο.


Λίγοι μόνο άντρες κάθονταν γύρω από τα στρογγυλά τραπέζια, στην κοινή αίθουσα της Κορώνας του Μαρέντο, όταν μπήκε ο Ραντ. Παρά το μεγαλοπρεπές όνομα, επρόκειτο για ένα ταπεινό πανδοχείο με δύο ντουζίνες δωμάτια, που κατανέμονταν σε δύο ορόφους. Οι γύψινοι τοίχοι στην κοινή αίθουσα ήταν βαμμένοι κίτρινοι, κι οι άντρες που σέρβιραν φορούσαν μακριές ποδιές στο ίδιο χρώμα. Δύο πέτρινα τζάκια στα δύο άκρα του χώρου ανέδιδαν μια χαρακτηριστική ζεστασιά που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το κρύο που επικρατούσε έξω. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά, αλλά οι φανοί που κρέμονταν στους τοίχους ήταν αρκετοί για να διασκορπίζουν τη σκοτεινιά. Οι μυρωδιές που έρχονταν από την κουζίνα υπόσχονταν ένα γευστικό γεύμα από ψαρικά της λίμνης, κάτι που ο Ραντ δεν ήθελε να χάσει. Άλλωστε, οι μάγειρες στην Κορώνα του Μαρέντο θεωρούνταν πολύ καλοί.

Είδε τον Λαν να κάθεται μόνος του σε ένα τραπέζι, κοντά στον τοίχο. Το πλεκτό δερμάτινο κορδόνι που συγκρατούσε τα μαλλιά του άντρα τραβούσε τις πλάγιες ματιές μερικών, αλλά ο ίδιος δεν εννοούσε με τίποτα να αποχωριστεί το χαντόρι, έστω και για λίγο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν κι, όταν ο Ραντ ένευσε προς το μέρος της σκάλας, στην πίσω μεριά του δωματίου, ο Λαν κατάλαβε αμέσως. Άφησε κάτω την κούπα με το κρασί του, σηκώθηκε και κίνησε για τις σκάλες. Δεν κουβαλούσε παρά ένα μικρό μαχαίρι, περασμένο στη ζώνη του, αλλά ακόμα κι έτσι φάνταζε επικίνδυνος, αν και δεν μπορούσε να γίνει κάτι γι’ αυτό. Κάμποσοι καθιστοί άντρες έριχναν φευγαλέες ματιές προς το μέρος του Ραντ, αλλά, για κάποιο λόγο, όταν αυτός έστρεψε το βλέμμα του επάνω τους, κοιτούσαν εσπευσμένα αλλού.

Ο Ραντ σταμάτησε δίπλα στην κουζίνα, στην πόρτα του Δωματίου Γυναικών. Οι άντρες δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν εκεί. Εκτός από μερικά ζωγραφιστά λουλούδια στους κίτρινους τοίχους, το Δωμάτιο Γυναικών δεν είχε τίποτα ξεχωριστό συγκριτικά με την κοινή αίθουσα, παρ’ όλο που οι στηριγμένοι σε ορθοστάτες φανοί ήταν βαμμένοι επίσης κίτρινοι, όπως κι η εξωτερική επένδυση του τζακιού. Οι κίτρινες ποδιές που φορούσαν οι γυναίκες που σέρβιραν δεν διέφεραν ούτε στο ελάχιστο από αυτές που φορούσαν οι άντρες στην κοινή αίθουσα. Η Κυρά Νάλχερα, η λεπτόκορμη και γκριζομάλλα πανδοχέας, καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τη Μιν, τη Νυνάβε και την Αλίβια. Οι τέσσερις γυναίκες κουβέντιαζαν και γελούσαν πίνοντας τσάι.

Το σαγόνι του Ραντ σφίχτηκε μόλις αντίκρισε την πρώην νταμέην. Η Νυνάβε ισχυριζόταν πως η γυναίκα επέμενε να έρθει, αλλά ο Ραντ δεν πίστευε πως ήταν δυνατόν να «επιμείνει» κάποιος έχοντας απέναντι του τη Νυνάβε. Απλώς, ήθελε την Αλίβια κοντά της για κάποιον μυστήριο λόγο. Από τότε που ο Ραντ είχε επιστρέψει για χάρη της, αφήνοντας πίσω την Ηλαίην, η Νυνάβε συμπεριφερόταν περίεργα, λες και δούλευε σκληρά για να κατορθώσει να γίνει Άες Σεντάι. Κι οι τρεις γυναίκες είχαν υιοθετήσει τα ψηλόλαιμα φορέματα του Φαρ Μάντινγκ, στολισμένα έντονα με λουλούδια και πουλιά στο μπούστο και στους ώμους, σχεδόν έως το σαγόνι, αν και μερικές φορές η Νυνάβε γκρίνιαζε. Αναμφίβολα προτιμούσε τα χοντρά μάλλινα των Δύο Ποταμών από το λεπτεπίλεπτο υλικό που είχε βρει εδώ. Από την άλλη, λες κι η κόκκινη κηλίδα του κι’σάιν, στο μέτωπό της, δεν ήταν αρκετή για να τραβάει τα βλέμματα, είχε γεμίσει το σώμα της κοσμήματα, σαν να επρόκειτο να παραστεί σε βασιλική ακρόαση, μια λεπτή χρυσή ζώνη, ένα μακρύ περιδέραιο και κάμποσα βραχιόλια, όλα στολισμένα με καταγάλανα ζαφείρια και λείες πράσινες πέτρες, που ο Ραντ δεν είχε ξαναδεί, ενώ σε κάθε δάχτυλο του δεξιού χεριού της υπήρχε ένα δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό το είχε κρύψει κάπου, ώστε για να μην τραβάει την προσοχή, αλλά τα υπόλοιπα στολίδια την τραβούσαν ακόμα περισσότερο. Ο περισσότερος κόσμος δεν θα αναγνώριζε με την πρώτη ματιά ένα δαχτυλίδι που ανήκε σε Άες Σεντάι, αλλά οποιοσδήποτε μπορούσε να καταλάβει πως όλα αυτά τα πετράδια σήμαιναν πως το χρήμα έρεε άφθονο.

Ο Ραντ καθάρισε τον λαιμό του κι έσκυψε το κεφάλι. «Γυναίκα, πρέπει να σου μιλήσω επάνω», είπε, και την τελευταία στιγμή θυμήθηκε να προσθέσει, «αν έχεις την καλοσύνη». Του ήταν αδύνατον να το κάνει να ακουστεί πιο επείγον διατηρώντας ταυτόχρονα και την ανάλογη ευπρέπεια, αλλά ήλπιζε πως δεν θα αργοπορούσαν, κάτι που θα μπορούσε να γίνει, αν μη τι άλλο για να δείξουν στην πανδοχέα πως ο άντρας δεν είχε το πάνω χέρι. Για κάποιο λόγο, ο κόσμος στο Φαρ Μάντινγκ πίστευε πως οι ξένοι είχαν τις γυναίκες τους σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε!

Η Μιν έκανε μια περιστροφή στο κάθισμά της και του χάρισε ένα χαμόγελο, όπως έκανε πάντα όταν την αποκαλούσε «γυναίκα». Η αίσθηση που ανέδυε μέσα στο μυαλό του ήταν ζεστασιά κι ευχαρίστηση, με την ευθυμία να σπινθηρίζει άξαφνα. Πράγματι, η Μιν έβρισκε ιδιαίτερα διασκεδαστική την κατάστασή τους στο Φαρ Μάντινγκ. Γέρνοντας προς το μέρος της Κυράς Νάλχερα, χωρίς να παίρνει στιγμή τη ματιά της από πάνω του, η Μιν είπε χαμηλόφωνα κάτι, που έκανε τη γηραιότερη γυναίκα να χαχανίσει και να κοιτάξει τη Νυνάβε με μια πονεμένη έκφραση.

Η Αλίβια σηκώθηκε, δίχως να μοιάζει διόλου με την υποταγμένη γυναίκα που ο Ραντ θυμόταν τόσο αόριστα ότι είχε παραδώσει στον Τάιμ. Όλες εκείνες οι αιχμάλωτες σουλ’ντάμ και νταμέην δεν ήταν παρά ένα βάρος, από το οποίο ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος που απαλλάχτηκε. Στα χρυσαφένια της μαλλιά υπήρχαν λευκές ρίγες, ενώ στις άκρες των ματιών της, τα οποία φάνταζαν αγριεμένα, διαγράφονταν λεπτές ρυτίδες. «Λοιπόν;» είπε μακρόσυρτα, κοιτώντας τη Νυνάβε, κι η λέξη έμοιαζε περισσότερο σαν να της ασκεί κριτική ή να την προστάζει.

Η Νυνάβε αγριοκοίταξε τη γυναίκα, σηκώθηκε με το πάσο της κι έσιαξε τη φούστα της.

Ο Ραντ δεν περίμενε περισσότερο για να σπεύσει επάνω. Ο Λαν περίμενε στο πλατύσκαλο, αθέατος από τη μεριά της κοινής αίθουσας. Σιγανά, ο Ραντ τού εξήγησε με το νι και με το σίγμα όσα είχαν συμβεί, αλλά η πέτρινη έκφραση του Λαν δεν άλλαξε στο ελάχιστο.

«Τουλάχιστον, ξεμπερδέψαμε με έναν από δαύτους», είπε, στρέφοντας το πρόσωπό του προς τη μεριά του δωματίου που μοιραζόταν με τη Νυνάβε. «Πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μας».

Ο Ραντ βρισκόταν ήδη στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τη Μιν, βγάζοντας με βιαστικές κινήσεις τα ρούχα τους από τις ψηλές ντουλάπες και στοιβάζοντάς τα όπως-όπως σε ένα από τα ψάθινα κοφίνια, όταν ξαφνικά η Μιν μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από τη Νυνάβε και την Αλίβια.

«Μα το Φως, θα καταστρέψεις τα πράγματά μας, έτσι όπως τα στοιβάζεις», αναφώνησε η Μιν, σπρώχνοντάς τον μακριά από το κοφίνι. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα και να τα διπλώνει συστηματικά στο κρεβάτι, δίπλα στο δεσμευμένο με ειρήνη ξίφος του. «Για ποιο λόγο πακετάρουμε;» τον ρώτησε, χωρίς όμως να του δώσει την ευκαιρία να απαντήσει. «Η Κυρά Νάλχερα λέει πως δεν θα ήσουν τόσο κατσούφης αν σου έδινα μερικές βιτσιές κάθε πρωί», είπε γελώντας, πετώντας ένα από τα πανωφόρια που δεν συνήθιζε να φοράει εδώ. Ο Ραντ της είχε πει ότι θα της αγόραζε καινούργιο, αλλά αυτή αρνήθηκε να αφήσει πίσω τα κεντητά πανωφόρια και τα παντελόνια. «Της είπα ότι θα το σκεφτώ σοβαρά. Της αρέσει πολύ ο Λαν». Ξαφνικά, άρχισε να μιλάει με διαπεραστική φωνή, μιμούμενη την πανδοχέα. «Ανέκαθεν έλεγα πως ένας περιποιημένος άντρας με ήπιους τρόπους είναι προτιμότερος από έναν ομορφάντρα».

Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Ποια θα ήθελε έναν άντρα που να τον κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει;» Ο Ραντ απέμεινε να την κοιτάει, ενώ η Μιν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Αυτό ακριβώς έκανε η Νυνάβε με τον Λαν, αλλά ο Ραντ αδυνατούσε να καταλάβει πώς μπορούσε να είναι τόσο ανεκτικός απέναντι της.

«Σαν πολύ δεν σκέφτεσαι τους άντρες, Νυνάβε;» είπε η Αλίβια με τη μακρόσυρτη προφορά της. Η Νυνάβε συνοφρυώθηκε, αλλά αντί για απάντηση έμεινε ακίνητη, ψηλαφώντας κάποιο από τα βραχιόλια της, ένα περίεργο κόσμημα με επίπεδες χρυσές αλυσίδες, που απλώνονταν στο πάνω μέρους του αριστερού της χεριού, σχηματίζοντας δαχτυλίδια στα τέσσερα δάχτυλα. Η μεγαλύτερη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της, σαν να απογοητεύτηκε που τα λόγια της δεν είχαν βρει ανταπόκριση.

«Πακετάρω γιατί πρέπει να φύγουμε, και μάλιστα γρήγορα», είπε βιαστικά ο Ραντ. Η Νυνάβε μπορεί προς το παρόν να καθόταν ήσυχα, όσο παράξενο κι αν ακουγόταν αυτό, αλλά αν το πρόσωπό της συνέχιζε να σκοτεινιάζει, ήταν σίγουρο πως θα τραβούσε απότομα την κοτσίδα της και θα άρχιζε να ξεφωνίζει, μέχρι που κανείς δεν θα τολμούσε να της πει λέξη, έστω και πλαγίως, για ώρες ολόκληρες.

Πριν ακόμα ο Ραντ αποτελειώσει όσα είχε πει και στον Λαν, η Μιν έπαψε να διπλώνει τα ρούχα κι άρχισε να τοποθετεί τα βιβλία της στο δεύτερο κοφίνι τόσο γρήγορα, που δεν τα σκέπασε καν με τους μανδύες, όπως έκανε συνήθως. Οι άλλες δύο γυναίκες απέμειναν να τον κοιτάζουν, λες και δεν τον είχαν ξαναδεί. Σε περίπτωση που δεν έπαιρναν τόσο γρήγορες στροφές όσο η Μιν, ο Ραντ πρόσθεσε ανυπόμονα: «Ο Ρόσεντ κι ο Κίσμαν μού έστησαν ενέδρα. Ήξεραν ότι τους ακολουθούσα. Ο Κίσμαν διέφυγε. Αν έχει υπ’ όψιν του αυτό το πανδοχείο, ίσως ο ίδιος με τον Ντασίβα, τον Γκέντγουιν και τον Τόρβαλ να έρθουν προς τα εδώ, μπορεί σε τρεις μέρες, μπορεί και σε μία ώρα από τώρα».

«Δεν είμαι τυφλή», είπε η Νυνάβε, εξακολουθώντας να τον κοιτάει. Δεν υπήρχε ένταση στη φωνή της. Άραγε, ήταν απλώς τυπική η διαμαρτυρία της; «Αν βιάζεσαι, βοήθα τη Μιν αντί να στέκεσαι έτσι, σαν χαζός». Του έριξε μία ακόμα διαπεραστική ματιά, κούνησε το κεφάλι της κι έφυγε.

Η Αλίβια κοντοστάθηκε λίγο κι αγριοκοίταξε τον Ραντ. Όχι, δεν έδινε πλέον την εντύπωση μιας εξημερωμένης γυναίκας. «Μπορεί να σκοτωθείς με αυτά που κάνεις», του είπε αποδοκιμαστικά. «Σε περιμένει πολλή δουλειά για να σκοτωθείς τώρα. Πρέπει να μας αφήσεις να βοηθήσουμε».

Ο Ραντ κοίταξε βλοσυρά την πόρτα που έκλεισε πίσω της. «Μήπως έχεις δει κανένα όραμα σχετικά με την Αλίβια, Μιν;»

«Συνέχεια, αλλά όχι όπως το εννοείς εσύ. Δεν βγάζω νόημα από αυτά που βλέπω». Ζάρωσε τη μύτη της, κοιτώντας ένα από τα βιβλία, και το έβαλε στην άκρη. Δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να εγκαταλείψει έστω κι έναν τόμο από την όχι και τόσο μικρή βιβλιοθήκη της. Αναμφίβολα, σκόπευε να πάρει μαζί της το συγκεκριμένο βιβλίο και να το διαβάσει με την πρώτη ευκαιρία. Περνούσε ώρες χωμένη σ’ αυτά τα βιβλία. «Ραντ», είπε αργά. «Ύστερα απ’ όσα έκανες, εννοώ που σκότωσες έναν άνθρωπο κι αντιμετώπισες έναν άλλον, δεν... Ραντ, δεν αισθάνθηκα τίποτα. Θέλω να πω, όσον αφορά στον δεσμό. Ούτε φόβο, ούτε θυμό, ούτε καν ενδιαφέρον! Τίποτα».

«Δεν ήμουν θυμωμένος μαζί του». Κούνησε το κεφάλι του κι άρχισε να στοιβάζει πάλι ρούχα στο κοφίνι. «Απλώς έπρεπε να τον σκοτώσω, αυτό είναι όλο. Επιπλέον, γιατί να φοβηθώ;»

«Α», είπε η Μιν χαμηλόφωνα. «Κατάλαβα». Έσκυψε πάλι πάνω από τα βιβλία. Ο δεσμός είχε ακινητοποιηθεί, λες κι η γυναίκα είχε περιπέσει σε βαθιά σκέψη, αλλά ένα νήμα ανησυχίας είχε αρχίσει να διεισδύει στη σιωπή, σαν σκουλήκι.

«Μιν, σου υπόσχομαι πως δεν θα επιτρέψω να πάθεις κακό». Δεν ήξερε κατά πόσον θα μπορούσε να κρατήσει αυτή την υπόσχεση, αλλά σκόπευε να προσπαθήσει.

Του χαμογέλασε, κι ήταν σχεδόν σαν να γελούσε. Μα το Φως, πόσο όμορφη ήταν. «Το ξέρω, Ραντ. Ούτε εγώ θα αφήσω να πάθεις κακό». Η αγάπη έρεε μέσω του δεσμού σαν το λαμπάδιασμα του μεσημεριανού ήλιου. «Ωστόσο, η Αλίβια έχει δίκιο. Πρέπει να μας αφήσεις να βοηθήσουμε. Αν μας περιγράψεις με αρκετές λεπτομέρειες αυτούς τους τύπους, ίσως μπορέσουμε να κάνουμε μερικές ερωτήσεις. Είναι αδύνατον να ψάξεις όλη την πόλη μοναχός σου».

Είμαστε ήδη νεκροί, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Οι νεκροί θα έπρεπε να κάθονται ήσυχοι στους τάφους τους, μα ποτέ δεν το κάνουν.

Ο Ραντ ούτε που άκουγε καλά-καλά τη φωνή μέσα στο μυαλό του. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν ανάγκη να περιγράψει τον Κίσμαν και τους υπόλοιπους. Θα μπορούσε να τους ζωγραφίσει τόσο καλά, που οποιοσδήποτε θα αναγνώριζε τα πρόσωπά τους. Μόνο που δεν ήξερε να ζωγραφίζει, κάτι που μπορούσε όμως να κάνει ο Λουζ Θέριν. Αυτό θα τον φόβιζε. Σίγουρα.


Ο Ίσαμ βημάτιζε σκεπτικός μέσα στο δωμάτιο, υπό το πανταχού παρόν φως του Τελ’αράν’ριοντ. Τα σκεπάσματα του κρεβατιού, που μέχρι πριν λίγο ήταν μια άμορφη μάζα, στρώθηκαν επιδέξια στο ανοιγόκλεισμα ενός ματιού. Το κάλυμμα άλλαξε από λουλουδάτο σε σκούρο κόκκινο κι έπειτα σε πάπλωμα. Το εφήμερο άλλαζε μονίμως εδώ, κι ο άντρας ούτε που το πρόσεχε καν. Δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Τελ’αράν’ριοντ όπως τον χρησιμοποιούσαν οι Εκλεκτοί, αλλά εδώ ένιωθε πιο ελεύθερος. Εδώ, μπορούσε να είναι αυτός που πάντα ήθελε. Χασκογέλασε στη σκέψη.

Σταμάτησε δίπλα στο κρεβάτι και ξεθηκάρωσε προσεκτικά τα δύο δηλητηριασμένα εγχειρίδια. Κατόπιν, βγήκε από τον Αθέατο Κόσμο στον πραγματικό, κι έγινε αμέσως ο Λουκ. Φάνταζε ό,τι πιο κατάλληλο.

Στον αληθινό κόσμο, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά από το μοναδικό παράθυρο έμπαινε αρκετό σεληνόφως, ώστε να διακρίνει τις σιλουέτες των δύο ανθρώπων που σχημάτιζαν λοφάκια όπως κοιμόνταν κάτω από τις κουβέρτες. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, βύθισε από μία λάμα στον καθένα. Ξύπνησαν, αφήνοντας μικρές κραυγές, αλλά ο Λουκ ελευθέρωσε τις λεπίδες και τις βύθισε στη σάρκα τους ξανά και ξανά. Το δηλητήριο σίγουρα θα τους αφαιρούσε τη δυνατότητα να φωνάξουν δυνατά, έτσι που να ακουστούν έξω από αυτό το δωμάτιο, αλλά ο ίδιος ήθελε να πάρει τα πρωτεία από το δηλητήριο σε αυτόν τον φόνο. Σύντομα, οι μορφές σταμάτησαν να σφαδάζουν, όταν ο Λουκ βύθισε μια λεπίδα ανάμεσα στα πλευρά τους.

Σκουπίζοντας τις λάμες πάνω στις κουβέρτες, τις θηκάρωσε ξανά, με την ίδια προσοχή όπως τις είχε ξεθηκαρώσει. Είχε πολλά χαρίσματα, αλλά η ανοσία στο δηλητήριο ή σε οποιοδήποτε άλλο όπλο δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτά. Ύστερα, τράβηξε ένα μικρό κερί από την τσέπη του και φύσηξε κάμποση στάχτη από τον σωρό στο τζάκι, για να ανάψει το φυτίλι. Ανέκαθεν του άρεσε να βλέπει αυτούς που σκότωνε, αν όχι κατά τη διάρκεια του φόνου, αμέσως μετά τουλάχιστον. Είχε απολαύσει ειδικά εκείνες τις δύο Άες Σεντάι στην Πέτρα του Δακρύου. Η δυσπιστία στις εκφράσεις τους όταν εμφανίστηκε από το πουθενά, ο τρόμος που ένιωσαν μόλις συνειδητοποίησαν ότι δεν είχε έρθει για να τις σώσει, ήταν πολύτιμες αναμνήσεις. Βέβαια, τότε ήταν ο Ίσαμ, όχι ο Λουκ, αλλά, όπως και να έχει, οι αναμνήσεις ήταν πολύ αξιόλογες. Σε κανέναν από τους δύο δεν παρουσιαζόταν συχνά η ευκαιρία να σκοτώσει μια Άες Σεντάι.

Για μια στιγμή, κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο του άντρα και της γυναίκας πάνω στο κρεβάτι, κατόπιν έσβησε τη φλόγα του κεριού, το τοποθέτησε στην τσέπη του κι επέστρεψε στον Τελ’αράν’ριοντ.

Ο τωρινός πατρόνας του τον περίμενε. Ήταν άντρας, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, αλλά ο Λουκ δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Όχι πως είχε κάτι κοινό με αυτούς τους γλοιώδεις Φαιούς Ανθρώπους, που απλώς δεν τους πρόσεχες. Κάποτε, είχε σκοτώσει έναν από δαύτους στον ίδιο τον Λευκό Πύργο. Ήταν παγωμένοι και κούφιοι στο άγγιγμα. Είχε νιώσει ότι σκότωσε πτώμα. Όχι, αυτός ο άνθρωπος είχε κάνει κάτι χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, έτσι που το βλέμμα του Λουκ γλιστρούσε από πάνω του όπως το νερό σε μια γυάλινη επιφάνεια. Ακόμα και με την άκρη του ματιού του, έβλεπε μια θολούρα.

«Το ζευγάρι που κοιμόταν σε αυτό το δωμάτιο, κοιμήθηκε για πάντα», είπε ο Λουκ, «αλλά ο άντρας ήταν καραφλός κι η γυναίκα γκριζομάλλα».

«Κρίμα», αποκρίθηκε ο άντρας, κι η φωνή του έμοιαζε να λιώνει στα αυτιά του Λουκ. Θα του ήταν αδύνατον να την αναγνωρίσει αν την άκουγε δίχως τη μεταμφίεση. Ανήκε μάλλον σε έναν από τους Εκλεκτούς. Ελάχιστοι εκτός των Εκλεκτών γνώριζαν πώς να έρθουν σε επαφή μαζί του, και κανείς από αυτούς τους ελάχιστους δεν διαβίβαζε, ούτε θα τολμούσε να προσπαθήσει να τον διατάξει. Ανέκαθεν εκλιπαρούσαν για τις υπηρεσίες του, εκτός μόνο από τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα και, πιο πρόσφατα, από τους Εκλεκτούς, αλλά κανείς από όσους Εκλεκτούς είχε συναντήσει ο Λουκ, δεν είχε πάρει ποτέ τόσες προφυλάξεις.

«Θες να προσπαθήσω ξανά;» ρώτησε ο Λουκ.

«Πιθανόν. Μόλις σου πω, όχι πιο πριν. Να θυμάσαι πως δεν πρέπει να πεις τίποτα σε κανέναν».

«Όπως προστάζεις», απάντησε ο Λουκ υποκλινόμενος, αλλά ο άντρας είχε ήδη φτιάξει μια πύλη, μια τρύπα που έβλεπε σε ένα χιονισμένο ξέφωτο. Πριν ακόμα ο Λουκ ισιώσει το κορμί του, ο άντρας είχε εξαφανιστεί.

Πράγματι, ήταν κρίμα. Θα προτιμούσε να σκοτώσει τον ανιψιό του κι εκείνη την τσούπρα. Όμως, αν είχε τη δυνατότητα να περάσει την ώρα του, το κυνήγι ήταν ό,τι καλύτερο. Έγινε ξανά ο Ίσαμ. Στον Ίσαμ, αντίθετα από τον Λουκ, άρεσε πολύ να σκοτώνει λύκους.

Загрузка...