Κάποιος ταρακούνησε το μπράτσο της Σάλον. Ήταν η Σαρίνε, που της μιλούσε. «Βρίσκεται εκεί μέσα», της είπε, «στην Αίθουσα των Συμβούλων. Κάτω από τον θόλο». Τράβηξε το χέρι της, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συνέλθει. «Είναι γελοίο να πιστεύεις πως η επίδραση είναι χειρότερη απλώς επειδή είμαστε κοντά», μουρμούρισε, «ωστόσο αυτή την αίσθηση δίνει».
Η Σάλον ανασηκώθηκε με κάποια προσπάθεια. Εξακολουθούσε να αισθάνεται ένα κενό, αλλά πάσχισε να το αγνοήσει. Η αλήθεια, όμως, ήταν πως ένιωθε σαν φρούτο χωρίς κουκούτσι.
Βρίσκονταν σε μια πελώρια πλατεία, στρωμένη με άσπρη πέτρα. Στο κέντρο της υψωνόταν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι, ένα στρογγυλό οικοδόμημα, ολόλευκο πλην του ψηλού θόλου στην κορυφή, που ήταν γαλάζιος κι έμοιαζε με μισή μπάλα. Ογκώδεις, ραβδωτές κολόνες κύκλωναν τους πάνω δύο ορόφους, κάτω από τον θόλο, και μια σταθερή ροή κόσμου κυλούσε πάνω-κάτω στα πλατιά, άσπρα, πέτρινα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν αμφοτέρωθεν στον δεύτερο όροφο. Εκτός από ένα ζευγάρι ψηλών, αψιδωτών, ορειχάλκινων πυλών, που ήταν ορθάνοιχτες ακριβώς μπροστά τους, ο χαμηλότερος όροφος ήταν χτισμένος από άσπρη πέτρα, πάνω στην οποία ήταν σκαλισμένες γυναικείες φιγούρες, που φορούσαν διαδήματα κι είχαν μέγεθος διπλάσιο από το κανονικό, κι ανάμεσά τους λευκές, πέτρινες δεσμίδες από στάχυα κι υφασμάτινα κομμάτια, των οποίων οι άκρες έμοιαζαν να παραδέρνουν στον άνεμο, όπως επίσης και δεσμίδες ράβδων που θα μπορούσαν να είναι από χρυσάφι, ασήμι, σίδερο ή και τα τρία μαζί, καθώς και σακιά από τα οποία ξεχυνόταν κάτι που έμοιαζε με νομίσματα ή πετράδια. Κάτω από τα πόδια των γυναικών, μικρότερες πέτρινες φιγούρες λευκού χρώματος οδηγούσαν άμαξες, σφυρηλατούσαν ατσάλι και δούλευαν τον αργαλειό, σχηματίζοντας μια μακριά φάλαγγα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν φτιάξει ένα ολόκληρο μνημείο για να διακηρύξουν την επιτυχία τους στο εμπόριο. Ανόητο. Όταν οι άνθρωποι έβλεπαν πως ήσουν καλύτερός τους στον εμπορικό τομέα, όχι μόνο ζήλευαν, αλλά πείσμωναν και προσπαθούσαν να επιβάλλουν γελοίες συμφωνίες. Ωστόσο, μερικές φορές δεν είχες εναλλακτική λύση από το να αποδεχτείς τις προτάσεις τους.
Η Σάλον συνειδητοποίησε ξαφνικά πως η Χαρίνε την κοιτούσε συνοφρυωμένη, κι ίσιωσε το κορμί της πάνω στη σέλα. «Συγχώρεσέ με, Κυρά των Κυμάτων», είπε. Η Πηγή είχε εξαφανιστεί, αλλά θα επέστρεφε —ήταν σίγουρο!— κι η ίδια έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον της. Ντρεπόταν που είχε επιτρέψει στον εαυτό της να παραδοθεί στον φόβο, ωστόσο η αίσθηση του κενού παρέμενε μέσα της. Ω, Φως, αυτή η αίσθηση του κενού! «Είμαι καλύτερα τώρα. Θα τα καταφέρω καλύτερα από εδώ κι εμπρός». Η Χαρίνε απλώς ένευσε, όντας ακόμη συνοφρυωμένη, κι η Σάλον ένιωσε τις τρίχες στον αυχένα της να ανασηκώνονται. Όταν η Χαρίνε δεν κατσάδιαζε, είχε υπ’ όψιν της να κάνει κάτι χειρότερο.
Η Κάντσουεϊν προχώρησε εγκάρσια της πλατείας, πέρασε τις ανοικτές πύλες της Αίθουσας των Συμβούλων και βγήκε σε ένα μεγάλο, ψηλοτάβανο δωμάτιο, που έμοιαζε με στάβλο. Μια ντουζίνα άντρες με μπλε πανωφόρια κάθονταν ανακούρκουδα δίπλα στα ατομικά φορεία, στις πόρτες των οποίων ήταν ζωγραφισμένα ένα χρυσό ξίφος κι ένα χρυσό χέρι, και κοίταξαν έκπληκτοι την εισερχόμενη παρέα. Εξίσου έκπληκτοι τους κοιτούσαν κι οι άντρες με τις μπλε στολές, οι οποίοι ξεσέλωναν τα ζώα από μια άμαξα, που επάνω της ήταν ζωγραφισμένη η σφραγίδα με το ξίφος και το χέρι, καθώς κι αυτοί που σκούπιζαν το λιθόστρωτο με μεγάλα σάρωθρα. Δύο ακόμα ιπποκόμοι οδηγούσαν τα άλογα σε έναν φαρδύ διάδρομο, που ανέδιδε μυρωδιά από σανό και κοπριά.
Ένας παχουλός μεσήλικας με γυαλιστερά μάγουλα ήρθε τρεχάτος, διασχίζοντας το λιθόστρωτο, κουνώντας το κεφάλι του με μικρές υποκλίσεις και σκουπίζοντας τα χέρια του. Ενώ οι άλλοι άντρες είχαν τα μακριά τους μαλλιά δεμένα στον σβέρκο, τα δικά του ήταν πιασμένα με μια μικρή ασημένια πιάστρα, και το μπλε πανωφόρι του έδειχνε να είναι φτιαγμένο από μάλλινο καλής ποιότητας, με τη χρυσή απεικόνιση του Ξίφους και του Χεριού κεντητά σε μεγάλο μέγεθος στο αριστερό στήθος. «Συγχωράτε με», είπε με ένα δουλοπρεπές χαμόγελο. «Δεν θέλω να σας προσβάλω, αλλά φοβάμαι πως πάτε σε λάθος κατεύθυνση. Αυτή είναι η Αίθουσα των Συμβούλων και...»
«Πες στην Πρώτη Σύμβουλο Μπαρσάλα ότι η Κάντσουεϊν Μελάιντριν ήρθε να τη δει», τον έκοψε η Κάντσουεϊν ξεπεζεύοντας.
Το χαμόγελο του άντρα χάθηκε από τη μια πλευρά του στόματός του και τα μάτια του γούρλωσαν. «Η Κάντσουεϊν Μελάιντριν; Νόμιζα πως ήσαστε...!» Η φράση του κόπηκε από το άξαφνο και σκληρό της βλέμμα, κατόπιν έβηξε πάνω στην παλάμη του και το αηδιαστικό του χαμόγελο επανήλθε. «Συγχωράτε με, Κάντσουεϊν Σεντάι. Μου επιτρέπετε να συνοδεύσω εσάς και τους συντρόφους σας στην αίθουσα αναμονής, όπου θα σας υποδεχθούν όπως πρέπει μέχρι να ειδοποιήσω την Πρώτη Σύμβουλο;» Τα μάτια του γούρλωσαν ελαφρά καθώς ατένισε τους συντρόφους της. Ήταν ολοφάνερο πως μπορούσε να αναγνωρίσει μια Άες Σεντάι, τουλάχιστον μέσα σε μια ομάδα. Η Σάλον κι η Χαρίνε τον έκαναν να βλεφαρίσει, κατά τ’ άλλα όμως είχε αρκετή αυτοκυριαρχία για στεριανός και δεν έδειχνε διόλου εμβρόντητος.
«Σου επιτρέπω να τρέξεις με όση δύναμη έχουν τα πόδια σου, να πεις στην Αλέιζ ότι έφτασα, αγόρι μου», αποκρίθηκε η Κάντσουεϊν, λύνοντας τον μανδύα της και πετώντας τον πάνω στη σέλα της. «Πες της ότι θα βρίσκομαι στον θόλο κι ότι δεν έχω όλη τη μέρα στη διάθεση μου. Άντε, τρέχα!» Αυτή τη φορά, το χαμόγελο του άντρα δεν χάθηκε, αλλά έγινε ακόμα πιο αρρωστημένο. Δίστασε για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά άρχισε να τρέχει, φωνάζοντας στους σταβλίτες να έρθουν να πάρουν τα άλογα.
Η Κάντσουεϊν έπαψε να του δίνει σημασία με το που του έδωσε τις διαταγές. «Βέριν, Κουμίρα, εσείς οι δυο θα έρθετε μαζί μου», ανήγγειλε ξερά. «Μερίς, φρόντισε τους υπόλοιπους κι ετοιμάσου, μέχρι να... Αλάνα, γύρισε πίσω και ξεπέζεψε. Αλάνα!» Απρόθυμα, η Αλάνα έστρεψε το υποζύγιό της μακριά από τις πύλες και ξεπέζεψε με βλέμμα βλοσυρό και κατηφές. Ο λιπόσαρκος Πρόμαχός της, ο Ίχβον, την κοιτούσε ανήσυχα. Η Κάντσουεϊν αναστέναξε, λες κι η υπομονή της είχε φτάσει στα όρια. «Αν χρειαστεί, κάτσε επάνω της για να μη φύγει, Μερίς», είπε, δίνοντας τα γκέμια σε έναν μικροκαμωμένο και νευρώδη σταβλίτη. «Θέλω να είστε έτοιμοι για αναχώρηση μόλις ξεμπερδέψω με την Αλέιζ». Η Μερίς ένευσε καταφατικά, κι η Κάντσουεϊν στράφηκε στον σταβλίτη. «Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγο νερό», του είπε, χαϊδεύοντας στοργικά το άλογό της. «Δεν εξασκήθηκε πολύ σήμερα».
Η Σάλον ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη που έδωσε το άλογό της σε ένα σταβλίτη χωρίς οδηγίες. Δεν θα την ένοιαζε ακόμα κι αν το σκότωνε. Μέσα στην παραζάλη, δεν ήξερε πόση απόσταση είχαν διανύσει, μα ένιωθε λες και βρισκόταν πάνω σε αυτή τη σέλα εκατοντάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στην Καιρχίν. Ένιωθε τη σάρκα της τσαλακωμένη, σχεδόν όσο και τα ρούχα της. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως το χαριτωμένο πρόσωπο του Τζαχάρ δεν βρισκόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους άντρες. Ο Τόμας της Βέριν, ένας γεροδεμένος γκριζομάλλης, εξίσου σκληρός με τους άλλους, οδηγούσε το διάστικτο γκρίζο υποζύγιο που ανήκε στον Τζαχάρ. Πού είχε πάει ο νεαρός; Η Μερίς, πάντως, δεν έμοιαζε να ανησυχεί λόγω της απουσίας του.
«Αυτή η Πρώτη Σύμβουλος», γρύλισε η Χαρίνε, αφήνοντας τον Μόαντ να τη βοηθήσει να ξεπεζέψει. Οι κινήσεις της ήταν εξίσου άκαμπτες με της Σάλον, ενώ ο άντρας είχε κατέβει από το άλογό του με έναν πήδο μονάχα. «Τόσο σημαντική είναι εδώ αυτή η γυναίκα, Σαρίνε;»
«Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως είναι η ηγεμόνας του Φαρ Μάντινγκ, παρ’ όλο που οι υπόλοιπες Σύμβουλοι αναφέρονται σε αυτήν ως πρώτη μεταξύ ίσων, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό». Η Σαρίνε παρέδωσε κι αυτή το υποζύγιό της σε έναν σταβλίτη. Φάνταζε ατσαλάκωτη. Ίσως είχε αναστατωθεί προηγουμένως με αυτό το τερ’ανγκριάλ που έκλεβε την Πηγή, αλλά τώρα έμοιαζε ψυχρή κι αδιάφορη και το πρόσωπό της ήταν ένα σμιλεμένο κομμάτι πάγου. Ο σταβλίτης σκόνταψε και μόνο που την κοίταξε. «Κάποτε, οι Πρώτες Σύμβουλοι έδιναν συμβουλές στις βασίλισσες του Μαρέντο, αλλά από τότε που το Μαρέντο... καταλύθηκε... οι περισσότερες Πρώτες Σύμβουλοι θεώρησαν εαυτούς ως φυσικές διαδόχους των ηγεμόνων του Μαρέντο».
Η Σάλον ήξερε πως οι γνώσεις της περί της ιστορίας των στεριανών ήταν τόσο χαοτικές όσο κι οι γνώσεις της περί της γεωγραφίας της ενδοχώρας, αλλά ποτέ δεν είχε ξανακούσει για κάποιο έθνος με το όνομα Μαρέντο. Για τη Χαρίνε, όμως, αρκούσαν όσα είχε ακούσει. Αν αυτή η Πρώτη Σύμβουλος κυβερνούσε την περιοχή, η Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σοντάιν έπρεπε να τη συναντήσει. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για την αξιοπρέπειά της. Διέσχισε με αποφασιστικό βήμα την αυλή των στάβλων, κατευθυνόμενη προς την Κάντσουεϊν.
«Α, ναι», είπε η ανυπόφορη Άες Σεντάι πριν προλάβει η Χαρίνε να ανοίξει το στόμα της. «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μου, όπως κι η αδερφή σου, αλλά ο Κύριος των Σπαθιών καλύτερα να μείνει πίσω. Ούτως ή άλλως, ένας άντρας στον θόλο δεν είναι ό,τι καλύτερο, πόσω μάλλον ένας άντρας με σπαθί. Οι Σύμβουλοι θα πάθαιναν κρίση. Έχεις κάποια απορία, Κυρά των Κυμάτων;» Η Χαρίνε έκλεισε ερμητικά το στόμα της, και το κροτάλισμα των δοντιών της ακούστηκε έντονα. «Ωραία», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν. Η Σάλον μούγκρισε. Όσα συνέβαιναν δεν βελτίωναν την ψυχική διάθεση της αδελφής της ούτε κατά διάνοια.
Με την Κάντσουεϊν να τις οδηγεί, πέρασαν πλατιούς διαδρόμους με γαλάζιο πλακόστρωτο, πλευρικά των οποίων κρέμονταν ζωηρόχρωμες ταπισερί ενώ φωτίζονταν από επίχρυσους φανούς σε ορθοστάτες με απαστράπτοντες καθρέφτες· υπηρέτες με μπλε ενδυμασίες τους κοιτούσαν έκπληκτοι πριν προβούν στις εσπευσμένες αβρότητες των στεριανών. Τις ανέβασε σε μακρόστενα κι απότομα σκαλοπάτια από άσπρη πέτρα, που έμοιαζαν μετέωρα, έτσι όπως ακουμπούσαν ίσα-ίσα πάνω στους ανοιχτόχρωμους τοίχους, κάτι που δεν συνέβαινε πάντα. Η Κάντσουεϊν γλιστρούσε σαν κύκνος αλλά με τέτοια ταχύτητα, που η Σάλον ένιωθε τα πόδια της να καίνε από τον πόνο. Το πρόσωπο της Χαρίνε ήταν μια ξύλινη μάσκα, που έκρυβε την προσπάθεια που κατέβαλλε να ανέβει τις σκάλες. Ακόμα κι η Κουμίρα φάνταζε κάπως έκπληκτη, παρ’ όλο που ο βηματισμός της Κάντσουεϊν δεν την ανάγκαζε να κοπιάσει πολύ. Η παχουλή και μικροκαμωμένη Βέριν προχωρούσε τρικλίζοντας στο πλευρό της Κάντσουεϊν, χαμογελώντας πού και πού πάνω από τον ώμο της προς το μέρος της Χαρίνε και της Σάλον. Υπήρχαν φορές που η Σάλον πίστευε ότι μισούσε τη Βέριν, αλλά σε αυτά τα χαμόγελα δεν υπήρχε έχθρα ή θυμηδία, παρά μόνον ενθάρρυνση.
Η Κάντσουεϊν τις οδήγησε σε μια τελευταία στριφογυριστή σκάλα, κυκλωμένη από τοίχους, και ξαφνικά βρέθηκαν σε έναν εξώστη με ένα περίτεχνο, επίχρυσο, μεταλλικό κιγκλίδωμα, που απλωνόταν περιμετρικά... Για μια στιγμή, η Σάλον έμεινε με το στόμα ανοικτό. Από πάνω της υψωνόταν ένας επιβλητικός, τοξωτός, γαλάζιος θόλος, που έφτανε σε ύψος τα εκατό πόδια τουλάχιστον. Δεν υπήρχε καμία υποστηρικτική κατασκευή. Η άγνοιά της για τους στεριανούς δεν αφορούσε μόνο στη γεωγραφία και στην ιστορία, αλλά περιλάμβανε και την αρχιτεκτονική —όπως επίσης και τις Άες Σεντάι— που σημαίνει ότι ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, με μόνη εξαίρεση την πόλη της Καιρχίν. Μπορούσε να φτιάξει τα σχέδια ενός καταδρομικού και γνώριζε καλά πώς έπρεπε να ναυπηγηθεί, αλλά η κατασκευή ενός τέτοιου οικοδομήματος ξεπερνούσε τη φαντασία της.
Αψιδωτές είσοδοι πλαισιωμένες με λευκή πέτρα, όπως εκείνη από την οποία είχαν εισέλθει, σηματοδοτούσαν τα σκαλοπάτια σε τρία διαφορετικά σημεία γύρω από τον μεγάλο εξώστη. Ήταν μόνες, κάτι που ευχαριστούσε ιδιαίτερα την Κάντσουεϊν, αν και το μόνο που έκανε ήταν να νεύει, λες κι απευθυνόταν στον εαυτό της. «Κουμίρα, δείξε στην Κυρά των Κυμάτων και στην αδελφή της τον φρουρό του Φαρ Μάντινγκ». Η φωνή της αντηχούσε αμυδρά στο εσωτερικό του απέραντου θόλου. Τράβηξε λίγο παράμερα τη Βέριν κι έσκυψαν η μία προς το μέρος της άλλης. Απ’ όσα ψιθύρισαν, δεν ακούστηκε η παραμικρή ηχώ.
«Πρέπει να τις συγχωρήσετε», είπε σιγανά η Κουμίρα στη Χαρίνε και στη Σάλον. Κάτι ακούστηκε από τα λόγια της, όχι ακριβώς ηχώ. «Ειρήνη, μολονότι αυτό μπορεί να φανεί άχαρο ακόμα και για την Κάντσουεϊν». Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα κοντοκομμένα καστανά μαλλιά της και κούνησε το κεφάλι της. «Οι Σύμβουλοι σπανίως χαίρονται όταν βλέπουν Άες Σεντάι, ειδικά τις αδελφές που έχουν γεννηθεί εδώ. Νομίζω πως θα προτιμούσαν να προσποιούνται ότι η Δύναμη δεν υπάρχει. Τέλος πάντων, η ιστορία τους δίνει κάποιο επιχείρημα, και τις δύο τελευταίες χιλιετίες διέθεταν τα μέσα για να διατηρούν αυτή την προσποίηση. Όπως και να έχει, η Κάντσουεϊν είναι η Κάντσουεϊν. Όπου δει φουσκωμένο μυαλό, θέλει να το ξεφουσκώσει, ακόμα κι αν ο κάτοχός του φοράει στέμμα. Ή διάδημα Συμβούλου. Η τελευταία της επίσκεψη πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Αελιτών, αλλά υποπτεύομαι πως όσοι τη θυμούνται, θα κρυφτούν κάτω από τα κρεβάτια τους μόλις μάθουν ότι επέστρεψε». Η Κουμίρα άφησε ένα εύθυμο γελάκι. Η Σάλον δεν έβλεπε τίποτα αστείο στην υπόθεση. Η Χαρίνε έσφιξε τα χείλη της, μοιάζοντας να υποφέρει από κοιλόπονο.
«Επιθυμείτε να δείτε τον... φρουρό;» συνέχισε η Κουμίρα. «Μου φαίνεται πως δεν έχει πολύ νόημα, μια και δεν υπάρχουν πολλά να δείτε». Πλησίασε προσεκτικά το επιχρυσωμένο κιγκλίδωμα και κοίταξε κάτω σαν να φοβόταν μήπως πέσει, αν κι αυτά τα γαλάζια μάτια είχαν αποκτήσει ξανά τη διεισδυτικότητα τους. «Θα έδινα τα πάντα για να το μελετήσω, αλλά αυτό είναι αδύνατον, φυσικά. Ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να κάνει εκτός απ’ όσα ήδη ξέρουμε;» Ο τόνος της έκρυβε δέος μα και πικρία.
Η Σάλον δεν φοβόταν τα ύψη, οπότε ακούμπησε κόντρα στο περίτεχνα δουλεμένο μέταλλο πλάι στην Άες Σεντάι, θέλοντας να δει αυτό το πράγμα που είχε απομακρύνει την Πηγή. Μια στιγμή αργότερα, ήρθε κι η Χαρίνε κοντά τους. Προς μεγάλη έκπληξη της Σάλον, το ύψος το οποίο τόσο ανησυχούσε την Κουμίρα δεν υπερέβαινε τα είκοσι πόδια, ενώ τα γαλανόλευκα πλακίδια ήταν λεία και σχημάτιζαν έναν σπειροειδή λαβύρινθο στο μέσον ενός κόκκινου οβάλ με διπλές άκρες, πλαισιωμένου με κίτρινο χρώμα. Κάτω από τον εξώστη, τρεις γυναίκες κάθονταν σε σκαμνιά τοποθετημένα σε ίσες αποστάσεις από την άκρη του δαπέδου, ακουμπώντας ακριβώς στα τοιχώματα του θόλου, και δίπλα σε κάθε γυναίκα ένας δίσκος με μια απλωσιά διάμετρο, που έμοιαζε με ομιχλώδη κρύσταλλο, ήταν βαλμένος στο πάτωμα και διακοσμημένος με μια μακρόστενη λεπτή σφήνα καθαρού κρυστάλλου, ο οποίος ήταν στραμμένος προς το κέντρο της αίθουσας. Μεταλλικοί κλοιοί κύκλωναν τους ομιχλώδεις δίσκους. Έφεραν χαράξεις σαν της πυξίδας, αλλά ανάμεσα στα μεγάλα σημάδια υπήρχαν άλλα, μικρότερα. Η Σάλον δεν ήταν πολύ σίγουρη, αλλά στον πλησιέστερό της κλοιό έμοιαζαν να υπάρχουν εγγεγραμμένοι αριθμοί. Αυτό ήταν όλο. Πουθενά τερατώδεις κατασκευές. Είχε φανταστεί κάτι πελώριο και σκοτεινό, που θα απομυζούοε το φως. Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν πάνω στο κιγκλίδωμα για να πάψει να τρέμει, και τα γόνατά της κλείδωσαν για να παραμείνει όρθια. Ό,τι κι αν ήταν αυτό εκεί κάτω, είχε κλέψει το Φως.
Ένας ανάλαφρος ήχος από γοβάκια ανακοίνωσε την έλευση κι άλλων προσώπων στον εξώστη, από την ίδια είσοδο που είχαν χρησιμοποιήθει κι οι ίδιες. Ήταν μια ντουζίνα χαμογελαστές γυναίκες με τα μαλλιά δεμένα κότσο. Φορούσαν χυτούς, μπλε, μεταξένιους χιτώνες πάνω από τα φορέματά τους, σαν αμάνικα πανωφόρια, πλούσια κεντημένους με χρυσάφι, που σέρνονταν πίσω τους, πάνω στο πάτωμα. Οι άνθρωποι αυτοί ήξεραν πολύ καλά πώς να δείχνουν τη θέση τους. Η κάθε γυναίκα φορούσε ένα μεγάλο μενταγιόν στο σχήμα εκείνου του κόκκινου οβάλ με το χρυσαφί πλαίσιο, που κρεμόταν από ένα περιδέραιο από βαριούς, χρυσαφιούς κρίκους, και το ίδιο σχέδιο επαναλαμβανόταν στο μπροστινό μέρος κάθε λεπτού, χρυσού διαδήματος. Σε μια από τις γυναίκες, τα κόκκινα οβάλ ήταν φτιαγμένα από ρουμπίνια κι όχι από σμάλτο, ενώ τα ζαφείρια κι οι φεγγαρόπετρες έκρυβαν σχεδόν τα χρυσά κυκλικά στολίδια στο μέτωπό της, ενώ στον δεξιό της δείκτη φορούσε έναν βαρύ, χρυσό σφραγιδόλιθο. Ήταν ψηλή κι επιβλητική, με μαύρα μαλλιά μαζεμένα σε έναν μεγάλο κότσο, όπου κάποιες λευκές τούφες ξεχώριζαν έντονα, μολονότι το πρόσωπό της δεν είχε καμία ρυτίδα. Οι υπόλοιπες γυναίκες ήταν ψηλές, κοντές, εύσωμες, λεπτές, χαριτωμένες κι συνηθισμένες. Καμιά δεν ήταν νέα κι όλες απέπνεαν έναν αέρα εξουσίας, αλλά η συγκεκριμένη ξεχώριζε για κάτι περισσότερο από τα κοσμήματά της. Συμπόνια και σοφία γέμιζαν τα μεγάλα, σκούρα μάτια της, κι αυτό που εξέπεμπε δεν ήταν απλή εξουσία αλλά κυριαρχία. Η Σάλον δεν άργησε να καταλάβει ότι αυτή ήταν η Πρώτη Σύμβουλος, κάτι που η γυναίκα ανακοίνωσε ούτως ή άλλως.
«Είμαι η Αλέιζ Μπαρσάλα, Πρώτη Σύμβουλος του Φαρ Μάντινγκ». Η μελιστάλακνη φωνή της —μπάσα για γυναίκα— έμοιαζε να κάνει προγραμματική δήλωση και να περιμένει ζητωκραυγές. Ο ήχος της, που αντιλαλούσε ο το εσωτερικό του θόλου, έδινε την εντύπωση μαζικής επιδοκιμασίας. «Το Φαρ Μάντινγκ καλωσορίζει τη Χαρίνε ντιν Τογκάρα Δύο Άνεμοι, Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σοντάιν κι Έκτακτη Πρέσβειρα της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε. Είθε το Φως να φωτίζει τον δρόμο σου και να σου προσφέρει ευημερία. Ο ερχομός σου αγαλλιάζει κάθε καρδιά στο Φαρ Μάντινγκ. Δράττομαι της ευκαιρίας να μάθω περισσότερα για τους Άθα’αν Μιέρε, αλλά τώρα θα πρέπει να είσαι κουρασμένη από τις κακουχίες του ταξιδιού. Σου ετοίμασα τα πιο άνετα διαμερίσματα στο παλάτι μου. Μόλις ξεκουραστείς και φας, μπορούμε να μιλήσουμε, Φωτός θέλοντος, για τα αμοιβαία συμφέροντά μας». Οι υπόλοιπες άπλωσαν τους ποδόγυρους των χιτώνων τους κι υποκλίθηκαν ελαφρά.
Η Χαρίνε έσκυψε ελάχιστα το κεφάλι της, και στο χαμόγελό της υπήρχε μια χροιά ικανοποίησης. Εδώ, λοιπόν, μπορούσε να βρει κάποιους που θα της έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό. Το πιθανότερο μάλιστα ήταν ότι δεν θα κοιτούσαν χάσκοντας τα κοσμήματα της ίδιας και της Σάλον.
«Φαίνεται πως οι αγγελιαφόροι της πύλης εξακολουθούν να είναι σβέλτοι, Αλέιζ», είπε η Κάντσουεϊν. «Εμένα δεν θα με καλωσορίσεις;» Το χαμόγελο της Αλέιζ λέπτυνε για μια στιγμή και κάποια άλλα χαμόγελα έσβησαν εντελώς καθώς η Κάντσουεϊν πήγε και στάθηκε δίπλα στη Χαρίνε. Όσα παρέμειναν ήταν βεβιασμένα. Μια όμορφη γυναίκα με σοβαρή έκφραση έφτασε στο σημείο να δείξει την κατήφειά της.
«Σου είμαστε ευγνώμονες που έφερες εδώ την Κυρά των Κυμάτων, Κάντσουεϊν Σεντάι». Η Πρώτη Σύμβουλος δεν ακουγόταν ιδιαίτερα ευγνώμων. Όρθωσε το ανάστημά της και κοίταξε μπροστά, όχι ακριβώς την ίδια την Κάντσουεϊν, αλλά κάπου πέρα από το κεφάλι της. «Είμαι σίγουρη πως θα βρούμε τρόπο να δείξουμε την έκταση της ευγνωμοσύνης μας πριν φύγεις».
Δεν θα μπορούσε να κάνει με καλύτερο τρόπο την αποπομπή της να φανεί σαν διαταγή, αλλά η Άες Σεντάι χαμογέλασε προς το μέρος της ψηλότερης γυναίκας. Το χαμόγελο δεν ήταν ακριβώς δυσαρέσκειας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξέφραζε την παραμικρή θυμηδία. «Πιθανόν να μείνω για λίγο, Αλέιζ. Σε ευχαριστώ για την προσφορά φιλοξενίας, την οποία κι αποδέχομαι. Ένα παλάτι στα Ύψη είναι πάντα προτιμότερο από το καλύτερο πανδοχείο». Τα μάτια της Πρώτης Συμβούλου γούρλωσαν από έκπληξη, αλλά κατόπιν στένεψαν με αποφασιστικότητα.
«Η Κάντσουεϊν πρέπει να μείνει μαζί μου», είπε η Χαρίνε πριν η Αλέιζ προλάβει να απαντήσει, κι η φωνή της ακούστηκε κάπως πνιχτή. «Αν δεν είναι ευπρόσδεκτη κάπου, το ίδιο ισχύει και για εμένα». Ήταν μέρος της συμφωνίας που της είχαν επιβάλει, αν επρόκειτο να συνοδεύσουν την Κάντσουεϊν. Μεταξύ άλλων, έπρεπε να τη συνοδεύουν όπου κι όποτε ήθελε, μέχρι να βρουν τον Κοραμούρ, και να τη συμπεριλαμβάνουν σε οποιαδήποτε πρόσκληση λάμβαναν. Αυτό το τελευταίο ήταν μάλλον ασήμαντο συγκριτικά με τα υπόλοιπα, αλλά ήταν προφανές πως η γυναίκα γνώριζε επακριβώς την υποδοχή που θα είχε.
«Δεν είναι ανάγκη να αποκαρδιώνεσαι, Αλέιζ». Η Κάντσουεϊν έγειρε εμπιστευτικά προς το μέρος της Πρώτης Συμβούλου, αλλά δεν χαμήλωσε διόλου τον τόνο της φωνής της, η ηχώ της οποίας πάνω στον θόλο μεγέθυνε την ένταση των λόγων της. «Είμαι σίγουρη πως δεν θα χρειαστεί να διορθώσω κάποιες παλιές, κακές συνήθειές σου».
Το πρόσωπο της Πρώτης Συμβούλου αναψοκοκκίνισε και, πίσω από την πλάτη της, οι υπόλοιπες Σύμβουλοι άρχισαν να αλληλοκοιτάζονται, συνοφρυωμένες από περιέργεια. Μερικές την κοιτούσαν εξεταστικά, σαν να την έβλεπαν με νέα μάτια. Με ποιον τρόπο, άραγε, ανέβαιναν στην ιεραρχία και πώς έχαναν τη θέση τους; Εκτός από την Αλέιζ, υπήρχαν άλλες Δώδεκα —σύμπτωση μάλλον— αλλά οι Πρώτες Δώδεκα Κυρές των Πανιών μιας φατρίας επέλεγαν συνήθως κάποια μεταξύ τους για Κυρά των Κυμάτων, όπως ακριβώς κι οι Πρώτες Δώδεκα Κυρές των Κυμάτων επέλεγαν την Κυρά των Πλοίων. Να γιατί η Χαρίνε είχε αποδεχθεί τα λόγια εκείνου του παράξενου κοριτσιού, επειδή ανήκε στις Πρώτες Δώδεκα. Γι’ αυτό, κι επειδή δύο Άες Σεντάι ισχυρίζονταν ότι το κορίτσι έβλεπε αληθινά οράματα. Μια Κυρά των Κυμάτων, ή ακόμα κι η Κυρά των Πλοίων, μπορούσε να υποβιβαστεί, αν και μόνο για συγκεκριμένους λόγους, όπως ολική ανικανότητα ή παράνοια, κι οι Πρώτες Δώδεκα έπρεπε να αποφανθούν ομόφωνα. Για τους στεριανούς, όμως, τα πράγματα φαίνονταν να λειτουργούν διαφορετικά, και συχνά χωρίς οργάνωση. Το βλέμμα της Αλέιζ είχε καρφωθεί πάνω στην Κάντσουεϊν γεμάτο μίσος, αν κι η ίδια έδινε την εντύπωση κυνηγημένης. Ίσως μπορούσε να νιώσει δώδεκα ζευγάρια μάτια να σημαδεύουν την πλάτη της. Οι υπόλοιπες Σύμβουλοι τη ζύγιαζαν. Αν η Κάντσουεϊν είχε πράγματι αποφασίσει να αναμειχθεί στα πολιτικά αυτού του τόπου, γιατί το έκανε; Και γιατί τόσο απότομα;
«Ένας άντρας μόλις διαβίβασε», ανακοίνωσε ξαφνικά η Βέριν. Ήταν λίγο πιο μακριά από τις άλλες κι ατένιζε πάνω από το κιγκλίδωμα, δέκα πόδια πιο πέρα. Ο θόλος μεγέθυνε την ένταση της φωνής της. «Έχεις πολλούς άντρες που διαβιβάζουν αυτόν τον καιρό, Πρώτη Σύμβουλε;»
Η Σάλον κοίταξε κάτω και βλεφάρισε. Οι άλλοτε διάφανες σφήνες είχαν γίνει πλέον μαύρες κι αντί να δείχνουν προς την καρδιά της αίθουσας, ήταν όλες στραμμένες προς την ίδια κατεύθυνση περίπου. Μια από τις γυναίκες είχε σηκωθεί όρθια κι έσκυβε να δει σε ποιο σημείο του σημαδεμένου κλοιού έδειχνε η λεπτή, μαύρη σφήνα. Οι άλλες δύο γυναίκες έτρεχαν ήδη προς το μέρος μιας εισόδου με κυκλική κορυφή. Ξαφνικά, η Σάλον κατάλαβε. Ο τριγωνισμός ήταν απλούστατος για κάθε Ανεμοσκόπο. Κάπου πίσω από αυτή την είσοδο υπήρχε ένα διάγραμμα, κι η θέση του άντρα που διαβίβασε θα μπορούσε να ανιχνευθεί σύντομα.
«Αν επρόκειτο για γυναίκα, θα είχαν κόκκινο χρώμα, όχι μαύρο», είπε η Κουμίρα, σχεδόν ψιθυριστά. Εξακολουθούσε να κρατάει κάποια απόσταση από το κιγκλίδωμα, αλλά το είχε αδράξει και με τα δύο χέρια κι έσκυβε, για να κοιτάξει τη σκηνή που εκτυλισσόταν κάτω. «Προειδοποιεί, εντοπίζει κι αποκρούει. Κάνει και κάτι άλλο; Οι γυναίκες που το έφτιαξαν σίγουρα θα ήθελαν να κάνει περισσότερα, ίσως και να ήταν αναγκαίο, αλλά το να μην ξέρουν κάποια άλλη χρήση του μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνο». Ωστόσο, δεν έμοιαζε τρομαγμένη αλλά μάλλον ενθουσιασμένη.
«Θεωρώ πως πρόκειται για κάποιον Άσα’μαν», είπε ήρεμα η Αλέιζ, αποτραβώντας το βλέμμα της από την Κάντσουεϊν. «Δεν μπορούν να μας δημιουργήσουν πρόβλημα. Είναι ελεύθεροι να εισέλθουν στην πόλη, αρκεί να υπακούνε στους νόμους». Όσο ήρεμη κι αν ήταν, κάποιες γυναίκες πίσω της χαχάνιζαν σαν πρωτόβγαλτοι μούτσοι στη στεριά. «Συγχώρεσέ με, Άες Σεντάι. Το Φαρ Μάντινγκ σε καλωσορίζει. Φοβάμαι, όμως, ότι δεν γνωρίζω το όνομά σου».
Η Βέριν εξακολουθούσε να κοιτάζει το δάπεδο του θόλου. Η Σάλον έριξε ακόμα μια ματιά πάνω από το κιγκλίδωμα κι ανοιγόκλεισε τα μάτια της καθώς οι λεπτές, μαύρες σφήνες... άλλαζαν. Τη μια στιγμή ήταν μαύρες κι έδειχναν προς Βορρά, ενώ την επόμενη είχαν καθαρίσει κι έδειχναν προς το κέντρο του λαβύρινθου. Δεν γύριζαν. Απλώς, πότε ήταν έτσι και πότε αλλιώς.
«Μπορείτε όλες να με φωνάζετε Εαντουίνα», είπε η Βέριν, κι η Σάλον μετά βίας συγκράτησε την έκπληξη της. Η Κουμίρα απλώς βλεφάρισε. «Γνωρίζετε ιστορία, Πρώτη Σύμβουλε;» συνέχισε η Βέριν χωρίς να κοιτάξει ψηλά. «Η πολιορκία του Γκουαίρ Αμαλάσαν στο Φαρ Μάντινγκ διήρκεσε μόνο τρεις βδομάδες. Τελείωσε με άγριο τρόπο».
«Αμφιβάλλω αν επιθυμούν να ακούσουν σχετικά με αυτόν», είπε κοφτά η Κάντσουεϊν. Πράγματι, για κάποιο λόγο, ορισμένες από τις Συμβούλους έδειξαν να ενοχλούνται. Ποιος στο Φως ήταν αυτός ο Γκουαίρ Αμαλάσαν; Το όνομα ηχούσε αόριστα οικείο, αλλά η Σάλον δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς. Προφανώς, Θα επρόκειτο για κάποιον στεριανό κατακτητή.
Η Αλέιζ κοίταξε την Κάντσουεϊν και το στόμα της σφίχτηκε. «Η ιστορία καταγράφει τον Γκουαίρ Αμαλάσαν ως ιδιοφυή στρατηγό, Εαντουίνα Σεντάι, κατώτερο μόνο από τον ίδιο τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, ίσως. Πού τον θυμήθηκες;»
Η Σάλον δεν είχε δει ποτέ μια Άες Σεντάι που ταξίδευε με την Κάντσουεϊν να αποτυγχάνει να ακούσει την πιο συνηθισμένη της προειδοποίηση τόσο γρήγορα όσο υπάκουε σε μια προσταγή, αλλά αυτή τη φορά η Βέριν δεν έδωσε σημασία. Ούτε καν την κοίταξε. «Είχα την εντύπωση πως αδυνατούσε να κάνει χρήση της Δύναμης, αλλά αυτός τσάκισε το Φαρ Μάντινγκ σαν ώριμο δαμάσκηνο». Η ρωμαλέα αλλά μικροκαμωμένη Άες Σεντάι σταμάτησε, λες και μόλις είχε θυμηθεί κάτι. «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ξέρετε, έχει στρατό στο Ίλιαν, στο Δάκρυ, στο Άντορ και στην Καιρχίν. Για να μην αναφέρω τους δεκάδες χιλιάδες αφηνιασμένους Αελίτες. Αναρωτιέμαι πώς μπορείτε να είστε τόσο ήρεμες τη στιγμή που σας ψάχνουν οι Άσα’μαν του».
«Μου φαίνεται πως τις έχεις φοβίσει για τα καλά», είπε με σταθερή φωνή η Κάντσουεϊν.
Η Βέριν απομακρύνθηκε τελικά από το επιχρυσωμένο κιγκλίδωμα και τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοικτά, σαν μάτια αιφνιδιασμένου πουλιού. Τα πλαδαρά της χέρια έτρεμαν σαν φτερούγες. «Ω, δεν εννοούσα πως... Ω, όχι. Θα έλεγα πως, αν ο Αναγεννημένος Δράκοντας σκόπευε να κινηθεί εναντίον σας, θα το είχε κάνει ήδη. Υποψιάζομαι πως οι Σωντσάν... Τους έχετε ακουστά; Μαθαίνουμε τρομερά πράγματα από την Αλτάρα κι από πιο πέρα, στα δυτικά. Φαίνεται πως δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Όχι, υποπτεύομαι πως δίνει μεγαλύτερη σημασία σ’ αυτούς παρά στην κατάκτηση του Φαρ Μάντινγκ. Εκτός, φυσικά, κι αν κάνετε κάτι που θα τον εξοργίσει, ή ταράξετε τους ακολούθους του. Ωστόσο, είμαι σίγουρη πως είστε αρκετά έξυπνη ώστε να αποφύγετε κάτι τέτοιο». Έμοιαζε εντελώς αθώα. Υπήρξε μια αναταραχή στις Συμβούλους, σαν τον κυματισμό που προκαλεί σε μια υδάτινη επιφάνεια ένα μικρό ψάρι που αντιλαμβάνεται μια σκορπίνα να τριγυρνάει από κάτω.
Η Κάντσουεϊν αναστέναξε, κι η υπομονή της έμοιαζε να εξαντλείται. «Αν επιθυμείς να συζητήσεις τα περί του Αναγεννημένου Δράκοντα, Εαντουίνα, κάν’ το χωρίς εμένα. Θέλω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και να πιω λίγο ζεστό τσάι».
Η Πρώτη Σύμβουλος τινάχτηκε λες κι είχε ξεχάσει την παρουσία της Κάντσουεϊν, όσο απίστευτο κι αν φαινόταν αυτό. «Ναι, φυσικά. Κούμερε, Ναρβάις, θα μπορούσατε να συνοδεύσετε την Κυρά των Κυμάτων και την Κάντσουεϊν Σεντάι στο... στο παλάτι μου και να τις καλωσορίσετε όπως αρμόζει;» Αυτή η αδιόρατη παύση ήταν το μόνο φανερό σημάδι δυσαρέσκειας εκ μέρους της, που αναγκαζόταν να φιλοξενήσει την Κάντσουεϊν. «Θα ήθελα να συζητήσω λίγο περισσότερο με την Εαντουίνα Σεντάι, αν φυσικά θα το ήθελε κι εκείνη». Ακολουθούμενη από τις περισσότερες Συμβούλους, η Αλέιζ βημάτισε ανάλαφρα κατά μήκος του εξώστη. Η Βέριν έμοιαζε ξαφνικά πανικόβλητη κι αβέβαιη καθώς την αποτράβηξαν μακριά, αλλά η Σάλον πίστευε ότι η έκπληξη κι η ανησυχία που έδειχνε δεν διέφεραν και πολύ από την πρωτύτερη αθωότητα. Μάλλον γνώριζε πια πού ήταν ο Τζαχάρ, αλλά δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο.
Οι γυναίκες που είχε κατονομάσει η Αλέιζ, η ομορφούλα που είχε στραβοκοιτάξει την Κάντσουεϊν, και μια λεπτοκαμωμένη γκριζομάλλα, εξέλαβαν την παράκληση της Πρώτης Συμβούλου ως διαταγή, και μάλλον αυτό ήταν. Άπλωσαν τους χιτώνες τους, μισοϋποκλίθηκαν και ρώτησαν τη Χαρίνε αν θα την ευχαριστούσε η παρέα τους, αναγγέλοντάς της με φιοριτούρες ότι χαίρονταν ιδιαίτερα που τη συνόδευαν. Η Χαρίνε άκουγε με ξινισμένο πρόσωπο. Ήταν ικανές να στρώσουν με ροδοπέταλα το δάπεδο όπου θα βάδιζε, αλλά η Πρώτη Σύμβουλος είχε φύγει, αφήνοντάς τη στα τσιράκια της. Η Σάλον αναρωτήθηκε αν υπήρχε τρόπος να αποφύγει την αδερφή της μέχρι να ηρεμήσει.
Η Κάντσουεϊν δεν πρόσεξε τη Βέριν να φεύγει μαζί με την Αλέιζ, όχι εμφανώς τουλάχιστον, αλλά τα χείλη της καμπύλωσαν σε ένα αδρό χαμόγελο όταν χάθηκαν μέσα από την επόμενη αψιδωτή είσοδο, κατά μήκος του εξώστη. «Κούμερε και Ναρβάις», είπε ξαφνικά. «Μήπως είστε η Κούμερε Πόουις κι η Ναρβάις Μάσλιν; Κάτι έχω ακουστά για σας». Τα λόγια της τους τράβηξαν την προσοχή κι έπαψαν να ασχολούνται με τη Χαρίνε. «Υπάρχουν κάποια κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται κάθε Σύμβουλος», συνέχισε η Κάντσουεϊν με σταθερή φωνή, πιάνοντας την καθεμία από το μανίκι και στρέφοντάς τες προς τα σκαλοπάτια, τοποθετώντας μία σε κάθε πλευρά της. Ανταλλάσσοντας ανήσυχα βλέμματα, οι δύο γυναίκες ξέχασαν αμέσως τη Χαρίνε. Στην είσοδο, η Κάντσουεϊν σταμάτησε για λίγο για να κοιτάξει πίσω, αλλά όχι προς το μέρος της Χαρίνε ή της Σάλον. «Κουμίρα; Κουμίρα!»
Η άλλη Άες Σεντάι φάνηκε να ξαφνιάζεται, και με μια καθυστερημένη ματιά πάνω από το κιγκλίδωμα απομακρύνθηκε κι ακολούθησε την Κάντσουεϊν, πράγμα που άφησε τη Χαρίνε και τη Σάλον χωρίς καμία άλλη επιλογή, παρά μόνο να την ακολουθήσουν κι αυτές ή να μείνουν πίσω και να βρουν μόνες τους τον δρόμο. Η Σάλον κίνησε προς το μέρος τους κι η Χαρίνε τη μιμήθηκε με την ίδια γρηγοράδα. Εξακολουθώντας να κρατάει από μία Σύμβουλο σε κάθε πλευρά, η Κάντσουεϊν τις οδήγησε στα στριφογυριστά σκαλιά, μιλώντας τους χαμηλόφωνα καθώς άρχισαν να τα κατεβαίνουν. Έχοντας την Κουμίρα ανάμεσα στην ίδια και στις άλλες τρεις, η Σάλον δεν άκουγε τίποτα. Η Κούμερε κι η Ναρβάις κάτι πήγαν να πουν, αλλά η Κάντσουεϊν δεν τους επέτρεψε παρά μερικές λέξεις μόνο, πριν αρχίσει να μιλάει ξανά. Φάνταζε ήρεμη και ρεαλίστρια, ενώ οι δύο γυναίκες άρχισαν να φαίνονται ανήσυχες. Τι στο Φως είχε κατά νου η Κάντσουεϊν;
«Σε ανησυχεί αυτό το μέρος;» είπε άξαφνα η Χαρίνε.
«Είναι σαν να τυφλώθηκα». Η Σάλον αναρρίγησε μόλις συνειδητοποίησε πόσο κοντά στην αλήθεια ήταν αυτό που είπε. «Φοβάμαι, Κυρά των Κυμάτων, αλλά, Φωτός θέλοντος, μπορώ να ελέγξω τον φόβο μου». Έτσι ήλπιζε, τουλάχιστον. Ήταν επιτακτική ανάγκη να το καταφέρει.
Η Χαρίνε ένευσε, κοιτώντας βλοσυρά τις γυναίκες που προπορεύονταν στη σκάλα. «Δεν ξέρω αν το παλάτι της Αλέιζ διαθέτει αρκετά μεγάλη μπανιέρα για να κάνουμε μαζί μπάνιο, κι αμφιβάλλω αν έχουν υπ’ όψιν τους το μελωμένο κρασί, αλλά κάτι θα βρούμε». Αποτράβηξε το βλέμμα της από την Κάντσουεϊν και τις άλλες γυναίκες κι άγγιξε αδέξια τη Σάλον στο μπράτσο. «Όταν ήμουν μικρή, φοβόμουν το σκοτάδι, κι εσύ δεν με άφησες ποτέ μόνη μέχρι να το ξεπεράσω. Ούτε εγώ θα σε αφήσω μόνη σου, Σάλον».
Η Σάλον παραπάτησε και μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί πριν κουτρουβαλήσει στη σκάλα. Η Χαρίνε δεν είχε χρησιμοποιήσει το όνομά της, παρά μόνον ιδιαιτέρως, από τότε που είχε πρωτογίνει Κυρά των Πανιών. Μέχρι τότε, δεν συνήθιζε τέτοιες οικειότητες. «Σε ευχαριστώ», είπε. «Χαρίνε», πρόσθεσε, καταβάλλοντας προσπάθεια. Η αδερφή της τη χτύπησε φιλικά στο μπράτσο και χαμογέλασε. Η Χαρίνε ήταν κάπως ερασιτέχνης στα χαμόγελα, αλλά η αδέξια προσπάθειά της έκρυβε ζεστασιά.
Ωστόσο, δεν υπήρχε η παραμικρή ζεστασιά στα βλέμματα που έριχνε προς το μέρος των προπορευμένων γυναικών. «Ίσως καταφέρω να κλείσω μια συμφωνία. Η Κάντσουεϊν ήδη τους έχει πάρει τα μυαλά. Μόλις την προσεγγίσεις λίγο περισσότερο, πρέπει να ψάξεις να βρεις για ποιο λόγο, Σάλον. Πολύ θα ήθελα να τραβήξω το αυτί της Αλέιζ —άκου να φύγει χωρίς να μου πει λέξη!— αλλά δεν έχω καμία διάθεση να μπλέξει ο Κοραμούρ σε φασαρίες εξαιτίας της Κάντσουεϊν. Πρέπει να ψάξεις, Σάλον».
«Νομίζω πως η Κάντσουεϊν το έχει στο αίμα της να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. Είναι τόσο φυσικό γι’ αυτήν όσο η αναπνοή για τους υπόλοιπους ανθρώπους», αποκρίθηκε αναστενάζοντας η Σάλον, «αλλά θα προσπαθήσω, Χαρίνε. Θα βάλω τα δυνατά μου».
«Πάντα το έκανες και πάντα θα το κάνεις, αδελφή. Το ξέρω».
Η Σάλον αναστέναξε για άλλη μια φορά. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα να δοκιμάσει την έκταση αυτής της νεογέννητης ζεστασιάς εκ μέρους της αδελφής της. Η εξομολόγηση ίσως κατέληγε σε άφεση, ίσως κι όχι, αλλά η ίδια δεν μπορούσε να ζήσει με έναν διαλυμένο γάμο και μια υποβίβαση στην ιεραρχία. Πάντως, για πρώτη φορά από τότε που η Βέριν είχε ανακοινώσει ορθά-κοφτά τους όρους της Κάντσουεϊν σχετικά με τη διαφύλαξη του μυστικού της, η Σάλον άρχισε να σκέφτεται σοβαρά την εξομολόγηση.