Το λιακωτό στο παλάτι του Ήλιου ήταν κρύο, παρά τις φλόγες που βρυχώνταν στις δυο αντικριστές εστίες. Τα παχιά χαλιά κι η επικλινής γυάλινη οροφή με τις λεπτές χιονοσκέπαστες σανίδες, που άφηνε να περάσει το λαμπερό φως του πρωινού, δεν κατόρθωναν να περιορίσουν το κρύο, ωστόσο ο χώρος ήταν κατάλληλος για ακροάσεις. Η Κάντσουεϊν θεώρησε προτιμότερο να μην οικειοποιηθεί την αίθουσα του θρόνου. Μέχρι στιγμής, ο Άρχοντας Ντομπραίν είχε τηρήσει σιγή ιχθύος για την κράτηση της Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ και του Ντάρλιν Σίσνερα εκ μέρους της —άλλωστε, δεν έβλεπε με ποιον άλλον τρόπο θα κατόρθωνε να εμποδίσει τις ίντριγκες τους— αλλά ίσως άρχιζε να αντιδρά, σε περίπτωση που η Κάντσουεϊν παρατραβούσε το σχοινί. Για την ίδια, βέβαια, δεν ήταν παρά ένα μικρό αγόρι που δεν σήκωνε πίεση, καθότι πιστός στους όρκους που είχε πάρει. Αν έριχνε μια ματιά στο παρελθόν της, θα ανακαλούσε αποτυχίες, για μερικές από τις οποίες είχε μετανιώσει πικρά, καθώς και λάθη που είχαν στοιχίσει ζωές, τώρα όμως δεν επιτρέπονταν ούτε λάθη ούτε αμέλειες. Ειδικά αμέλειες. Μα το Φως, ήθελε να δαγκώσει κάποιον!
«Απαιτώ την επιστροφή της Ανεμοσκόπου μου, Άες Σεντάι!» Η Χαρίνε ντιν Τογκάρα, ντυμένη με πράσινο χρυσοποίκιλτο μετάξι, στεκόταν ακίνητη μπροστά στην Κάντσουεϊν, με τα σαρκώδη χείλη της σφιγμένα. Παρότι το πρόσωπό της δεν είχε ρυτίδες, λευκές λωρίδες έστιζαν τα ίσια, μαύρα μαλλιά της. Ήταν Κυρά των Κυμάτων της φυλής της τα τελευταία δέκα χρόνια και διοικούσε ένα τεράστιο σκάφος από πολύ πιο πριν. Η Κυρά των Πανιών, η Ντέρα ντιν Σελάαν, μια νεότερη γυναίκα ντυμένη στα θαλασσιά, καθόταν σε μια καρέκλα τοποθετημένη προσεκτικά ένα βήμα πιο πίσω, σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες ευπρέπειας. Οι δυο τους έμοιαζαν εκπληκτικά με σκουρόχρωμες, εξοργισμένες, σκαλιστές φιγούρες, ενώ τα εξωτικά τους κοσμήματα πρόσθεταν κάτι παραπάνω σε αυτή την εντύπωση. Καμιά τους δεν έδωσε την παραμικρή προσοχή στον Έμπεν, όταν ο τελευταίος υποκλίθηκε και τους προσέφερε από τον δίσκο ασημένια κύπελλα με ζεστό, αρωματικό κρασί.
Το αγόρι φάνηκε να τα χάνει λιγάκι όταν οι προσκεκλημένες δεν δέχτηκαν το κέρασμα. Τις κοίταξε κάπως αβέβαια και βλοσυρά και παρέμεινε σκυφτός, μέχρι που η Ντάιγκιαν τον τράβηξε από το πορφυρό πανωφόρι και τον απομάκρυνε χαμογελώντας, σαν στραβομούτσουνη περιστέρα ντυμένη με σκούρο μπλε φόρεμα με άσπρες ρίγες. Ήταν μια λιγνή νεαρή με μεγάλη μύτη και τεράστια αυτιά. Δεν θα την έλεγες ευπαρουσίαστη, πόσω μάλλον χαριτωμένη, αλλά ήταν πολύ κτητική απέναντι του. Κάθισαν μαζί σε έναν πάγκο με μαξιλαράκια, μπροστά σε μία από τις δυο εστίες, κι άρχισαν να παίζουν ένα περίπλοκο παιχνίδι.
«Η αδελφή σου μας βοηθάει να μάθουμε τι συνέβη εκείνη την ατυχή μέρα», είπε ήρεμα και κάπως αφηρημένα η Κάντσουεϊν. Καταπίνοντας μια γουλιά αρωματικό κρασί, περίμενε τις αντιδράσεις τους, χωρίς να νοιάζεται για το αν διέκριναν ανυπομονησία στη φωνή της. Όσο κι αν γκρίνιαζε ο Ντομπραίν σχετικά με το πόσο αδύνατο ήταν να εκπληρώσουν τους όρους του απίστευτου αυτού παζαριού, που είχαν κάνει η Ραφέλα με τη Μεράνα εκ μέρους του νεαρού αλ’Θόρ, εξακολουθούσε να έχει την ικανότητα να τα βγάλει πέρα ο ίδιος με τις Θαλασσινές. Δεν μπορούσε να τους δώσει ούτε τη μισή προσοχή της. Ίσως έτσι ήταν καλύτερα και για τις ίδιες. Αν εστίαζε στις Άθα’αν Μιέρε, θα πιεζόταν πολύ για να μην τις λιώσει σαν έντομα, παρ’ όλο που δεν ήταν αυτές η πραγματική πηγή της απόγνωσης της.
Στην απέναντι μεριά του ηλιακού δωματίου από αυτήν που κάθονταν η Ντάιγκιαν με τον Έμπεν, υπήρχαν παραταγμένες πέντε αδελφές γύρω από μια εστία. Η Νεσούνε είχε έναν μεγάλο ξυλόδετο τόμο της βιβλιοθήκης του Παλατιού ανοιγμένο πάνω σε ένα αναλόγιο, μπροστά από την καρέκλα της. Όπως κι οι υπόλοιπες, φορούσε ένα απλό μάλλινο φόρεμα, που θα ταίριαζε πιότερο σε εμπόρισσα παρά σε Άες Σεντάι. Αν κάποια εξ αυτών στενοχωριόταν επειδή δεν φορούσε μετάξια ή γιατί δεν είχε χρήματα να τα αγοράσει, δεν το έδειχνε πάντως. Η Σαρίνε, με τις λεπτές και γεμάτες χάντρες πλεξούδες της, δούλευε ένα μεγάλο κέντημα, με τη βελόνα της να κεντάει τις μικροσκοπικές βελονιές ενός ακόμα λουλουδιού σε έναν ανθισμένο αγρό. Η Έριαν κι η Μπελντάινε έπαιζαν λίθους, ενώ η Έλζα τις παρακολουθούσε, περιμένοντας τη σειρά της να αντιμετωπίσει τη νικήτρια. Φαινομενικά, απολάμβαναν ένα νωχελικό πρωινό, χωρίς να νοιάζονται για τα προβλήματα του κόσμου. Ίσως καταλάβαιναν ότι ο λόγος που βρίσκονταν εδώ ήταν επειδή η Κάντσουεϊν επιθυμούσε να τις εξετάσει. Γιατί είχαν ορκιστεί πίστη σε αυτόν τον νεαρό, τον αλ’Θόρ; Η Κιρούνα κι οι άλλες, τουλάχιστον, τον είχαν ήδη ζήσει όταν αποφάσισαν να ορκιστούν. Ήταν έτοιμη να παραδεχτεί πως κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην επιρροή ενός τα’βίρεν. Ετούτες εδώ οι πέντε, όμως, είχαν μετανιώσει σκληρά που τον απήγαγαν και αποφάσισαν να ορκιστούν στο όνομά του πριν ακόμα παρουσιαστούν μπροστά του. Αρχικά, η Κάντσουεϊν είχε την τάση να αποδέχεται τις διάφορες εξηγήσεις τους, αλλά εδώ και λίγες μέρες η τάση αυτή είχε δεχτεί πλήγματα. Ανησυχητικά πλήγματα.
«Η Ανεμοσκόπος μου δεν υπάγεται στην εξουσία σου, Άες Σεντάι», είπε κοφτά η Χαρίνε, λες κι αρνούνταν τον εξ αίματος δεσμό. «Η Σάλον πρέπει να μου επιστραφεί πάραυτα, κι αυτό θα γίνει». Η Ντέρα συγκατάνευσε εξίσου κοφτά. Η Κάντσουεϊν είχε την εντύπωση πως η Κυρά των Πανιών θα έκανε το ίδιο ακόμα κι αν η Χαρίνε την πρόσταζε να πηδήξει από τον γκρεμό. Σύμφωνα με την ιεραρχία των Άθα’αν Μιέρε, η Ντέρα ήταν υφιστάμενη της Χαρίνε. Αυτά ήξερε όλα κι όλα σχετικά με τις Θαλασσινές. Άσχετα από το αν θα αποδεικνύονταν χρήσιμες ή όχι, θα έβρισκε έναν τρόπο να τις εξουσιάσει.
«Πρόκειται για έρευνα που αφορά στις Άες Σεντάι», αποκρίθηκε μαλακά. «Πρέπει να ακολουθήσουμε τον νόμο του Πύργου». Με την πολύ γενική έννοια, για σιγουριά. Ανέκαθεν πίστευε ότι το πνεύμα του νόμου ήταν πολύ σημαντικότερο από το γράμμα του.
Η Χαρίνε σύρισε σαν οχιά κι άρχισε να μιλάει με πομπώδες ύφος σχετικά με τα δικαιώματα και τις απαιτήσεις τους, αλλά η Κάντσουεϊν ούτε που την άκουγε.
Σχεδόν κατανοούσε την Έριαν, αυτή την πελιδνή και μαυρομάλλα Ιλιανή, που επέμενε έντονα ότι έπρεπε να βρίσκονται στο πλευρό του αγοριού όταν θα έδινε την Τελευταία Μάχη. Κατανοούσε και την Μπελντάινε, νεότατη στο επώμιο και με έλλειψη θαλερότητας, που ήταν αποφασισμένη να κάνει όσα μπορούσε να πραγματοποιήσει μια Πράσινη. Όπως επίσης και την Έλζα, μια Αντορινή με ευχάριστο πρόσωπο και με μάτια που λαμπύριζαν, όταν έλεγε πως έπρεπε να φροντίσουν να ζήσει αυτός ο άντρας, για να αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό. Άλλη μία Πράσινη, πιο ορμητική από τις περισσότερες. Η Νεσούνε έγειρε μπροστά για να κοιτάξει κάτι στο βιβλίο της, μοιάζοντας έτσι με μαυρομάτικο πουλί που εξετάζει ένα σκουλήκι. Καθότι Καφετιά, δεν θα δίσταζε να μπει σε ένα καφάσι με έναν σκορπιό, αν ήθελε τόσο πολύ να τον μελετήσει. Η Σαρίνε μπορεί να ήταν αρκετά ανόητη ώστε να ξαφνιαστεί, αν την αποκαλούσε κάποιος χαριτωμένη, πόσω μάλλον εντυπωσιακή, αλλά σαν Λευκή που ήταν, επέμενε στην ψυχρή ακρίβεια της λογικής· ο αλ’Θόρ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, συνεπώς έπρεπε να τον ακολουθήσει. Λόγοι παρορμητικοί, λόγοι βλακώδεις, ωστόσο η Κάντσουεϊν θα μπορούσε να τους αποδεχτεί, αν όχι για τους άλλους, τουλάχιστον για τον εαυτό της.
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε, για να υποδεχτεί τη Βέριν και τη Σορίλεα. Η ασπρομάλλα Αελίτισσα με το πέτσινο πρόσωπο έδωσε στη Βέριν κάτι μικρό, κι η Καφετιά το τοποθέτησε στο σακίδιο της ζώνης της. Η Βέριν φορούσε μια λουλουδάτη πόρπη στο απλό χαλκόχρωμο φουστάνι της, το μοναδικό κόσμημα που η Κάντσουεϊν είχε δει επάνω της, εκτός από το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό.
«Θα σε βοηθήσει να κοιμηθείς», είπε η Σορίλεα, «αλλά να θυμάσαι πως πρέπει να ρίξεις τρεις σταγόνες μέσα σε νερό ή μία σε κρασί. Λίγο παραπάνω, και θα κοιμάσαι όλη τη μέρα, ίσως και περισσότερο. Αν, δε, ρίξεις κάμποσο, μπορεί και να μην ξυπνήσεις ξανά. Είναι άγευστο, γι’ αυτό πρόσεχε».
Ώστε, η Βέριν αντιμετώπιζε επίσης προβλήματα ύπνου. Η Κάντσουεϊν είχε να κοιμηθεί ήρεμα από τότε που το αγόρι το έσκασε από το Παλάτι του Ηλίου, κι αν δεν έλυνε σύντομα αυτό το πρόβλημα, σίγουρα θα δάγκωνε κάποιον. Η Νεσούνε κι οι υπόλοιπες παρατηρούσαν ανήσυχα τη Σορίλεα. Το αγόρι τις είχε αναγκάσει να γίνουν μαθητευόμενες στις Σοφές κι, απ’ όσο είχαν μάθει, οι Αελίτισσες έπαιρναν πολύ σοβαρά κάτι τέτοιο. Ένα χτύπημα των κοκαλιάρικων δακτύλων της Σορίλεα ήταν αρκετό για να βάλει τέλος στο νωχελικό πρωινό τους.
Η Χαρίνε έγειρε μπροστά από το κάθισμά της κι ακούμπησε τα δάχτυλά της απότομα στο μάγουλό της Κάντσουεϊν! «Δεν με ακούς», είπε τραχιά. Το πρόσωπό της έμοιαζε συννεφιασμένο, ενώ και το πρόσωπο της Κυράς των Πανιών ήταν εξίσου θυελλώδες. «Θα με ακούσεις!»
Η Κάντσουεϊν ένωσε τις παλάμες της και κοίταξε εξεταστικά τη γυναίκα πάνω από τα ακροδάχτυλά της. Όχι. Δεν άντεχε να έχει μέσα στα πόδια της την Κυρά των Κυμάτων, ωστόσο δεν επρόκειτο να τη στείλει παραπονεμένη στα διαμερίσματά της. Θα ήταν διπλωματική μαζί της, όπως ακριβώς επιθυμούσε η Κόιρεν. Έκανε μια βιαστική επιτομή όσων είχε ακούσει. «Μιλάς εκ μέρους της Κυράς των Πλοίων τών Άθα’αν Μιέρε, την εξουσία της οποίας δεν μπορώ καν να φανταστώ», είπε με χαμηλούς τόνους. «Αν η Ανεμοσκόπος σου δεν σου επιστραφεί μέσα στην επόμενη ώρα, θα φροντίσεις να με τιμωρήσει παραδειγματικά ο Κοραμούρ. Απαιτείς μια συγγνώμη για τη φυλάκιση της Ανεμοσκόπου σου. Κι απαιτείς, επίσης, να αναγκάσω τον Άρχοντα Ντομπραίν να ακυρώσει αμέσως τη συμφωνία σχετικά με τη γη που έχει υποσχεθεί ο Κοραμούρ. Νομίζω πως κάλυψα τα κύρια σημεία». Εκτός από εκείνο που αναφερόταν στη μαστίγωσή της!
«Ωραία», είπε η Χαρίνε, γέρνοντας πίσω με άνεση, αφού πλέον είχε το πάνω χέρι. Το χαμόγελό της ήταν αρρωστημένα αυτάρεσκο. «Θα μάθεις πως...»
«Δεν δίνω ούτε σύκο για τον Κοραμούρ σας», συνέχισε η Κάντσουεϊν, εξακολουθώντας να διατηρεί ήπιους τόνους. Θα έδινε όλα τα σύκα του κόσμου για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά κανένα για τον Κοραμούρ. Ο τόνος της φωνής της δεν άλλαξε στο ελάχιστο. «Αν με ξαναγγίξεις δίχως να πάρεις άδεια, θα βάλω να σε γδύσουν, να σε μαστιγώσουν, να σε δέσουν και να σε πάνε τσουβαλιασμένη στο δωμάτιό σου». Τέλος πάντων, η διπλωματία δεν ήταν ποτέ το δυνατό της σημείο. «Αν δεν πάψεις να με ενοχλείς σχετικά με την αδελφή σου... θα θυμώσω για τα καλά». Σηκώθηκε όρθια, αγνοώντας τα αγανακτισμένα ξεφυσήματα της Θαλασσινής, που έχασκε με το στόμα ανοικτό, κι ύψωσε τη φωνή της, για να ακουστεί στην άλλη άκρη του δωματίου. «Σαρίνε!»
Η λυγερόκορμη Ταραμπονέζα έστρεψε το βλέμμα από το κέντημά της, με τις χάντρινες μπούκλες της να παράγουν έναν ξερό ήχο, κι έσπευσε στο πλευρό της Κάντσουεϊν, δίχως να διστάσει διόλου να υποκλιθεί, απλώνοντας γύρω τη σκούρα γκρίζα φούστα της. Οι Σοφές έπρεπε να τις διδάξουν να στέκονται σούζα όποτε μιλούσε μια Σοφή, αλλά ο λόγος που στέκονταν σούζα στην Κάντσουεϊν δεν είχε να κάνει μόνο με τα έθιμα. Πράγματι, υπήρχαν πολλά πλεονεκτήματα στο να έχεις δημισυργήθει έναν θρύλο γύρω από το όνομά σου, ειδικά όταν αυτός ο θρύλος ήταν απρόβλεπτος.
«Συνόδευσε αυτές τις δύο στα διαμερίσματά τους», πρόσταξε η Κάντσουεϊν. «Επιθυμούν να νηστέψουν και να διαλογιστούν κατ’ ιδίαν. Φρόντισε το. Αν ξεστομίσουν έστω και μία απαράδεκτη λέξη, δείρ’ τες. Αλλά να είσαι όσο πιο διπλωματική γίνεται».
Η Σαρίνε αναπήδησε ξαφνιασμένη, με το στόμα μισάνοικτο, λες κι ήθελε να διαμαρτυρηθεί για το παράλογο του πράγματος, αλλά μία και μοναδική ματιά προς τη μεριά της Κάντσουεϊν ήταν αρκετή για να την κάνει να στραφεί γοργά στις Άθα’αν Μιέρε, κάνοντάς τους νόημα να σηκωθούν.
Η Χαρίνε αναπήδησε, με το σκουρόχρωμο πρόσωπό της σκληρό και σκυθρωπό. Ωστόσο, πριν ακόμα προλάβει να προφέρει λέξη από το αναμφίβολα χειμαρρώδες κατηγορητήριό της, η Ντέρα την άγγιξε στο μπράτσο κι έγειρε προς το μέρος της, για να ψιθυρίσει κάτι στο βαρύ από τα σκουλαρίκια αυτί της, πίσω από το καλυμμένο με σκούρα τατουάζ χέρι της. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είπε η Αρμενοκυρά, η Χαρίνε έκλεισε το στόμα της. Η έκφρασή της, βέβαια, δεν χαλάρωσε, αλλά έριξε μια ματιά στις αδελφές στην άλλη άκρη του δωματίου, και μια στιγμή αργότερα έκανε ένα κοφτό νεύμα προς τη Σαρίνε να προχωρήσει πρώτη. Μπορεί η Χαρίνε να προσποιούνταν ότι η απόφαση να φύγουν ήταν δική της, αλλά η Ντέρα την ακολουθούσε από τόσο κοντά, που ήταν σαν να οδηγούσε κοπάδι, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές πάνω από τον ώμο της πριν κλείσει η πόρτα, αποκόβοντάς τες από τις υπόλοιπες.
Η Κάντσουεϊν σχεδόν μετάνιωσε που έδωσε αυτή την επιπόλαιη διαταγή. Η Σαρίνε θα έκανε ό,τι ακριβώς την είχε προστάξει. Οι γυναίκες των Θαλασσινών ήταν εκνευριστικές και, μέχρι στιγμής, άχρηστες. Έπρεπε να παραμερίσει τον εκνευρισμό, έτσι ώστε να μπορέσει να συγκεντρωθεί σε πιο σημαντικά ζητήματα κι, αν τυχόν διαπίστωνε ότι ίσως είχαν κάποια χρησιμότητα, θα έβρισκε τρόπο να τις χρησιμοποιήσει. Ήταν πολύ θυμωμένη μαζί τους για να νοιαστεί πώς θα γίνει αυτό, κι αν θα γίνει τώρα ή αργότερα. Όχι, ήταν θυμωμένη με το αγόρι, αλλά προς το παρόν αδυνατούσε να απλώσει χέρι επάνω του.
Δυσανασχετώντας έντονα, η Σορίλεα έπαψε να κοιτάει τη Σαρίνε και τις Άθα’αν Μιέρε να ξεμακραίνουν και κατηύθυνε τη σκυθρωπότητά της προς το μέρος των αδελφών που ήταν μαζεμένες στην άλλη άκρη του λιακωτού. Τα βραχιόλια κουδούνισαν πάνω στους καρπούς της καθώς τακτοποιούσε την εσάρπα. Άλλη μια γυναίκα με όχι πολύ καλή διάθεση. Οι Θαλασσινοί είχαν περίεργες απόψεις σχετικά με τους «βάρβαρους Αελίτες» —αν κι όχι πολύ πιο παράξενες από αυτές που είχε η Κάντσουεϊν, πριν συναντήσει τη Σορίλεα— κι η Σοφή δεν τους συμπαθούσε ούτε στο ελάχιστο.
Η Κάντσουεϊν έσπευσε κοντά της χαμογελώντας. Η Σορίλεα δεν ήταν από τις γυναίκες που θα σε πλησίαζαν εύκολα. Όλοι πίστευαν ότι είχαν γίνει φίλες —πράγμα που, όπως αντιλήφθηκε έκπληκτη, δεν απείχε πολύ από την αλήθεια— αλλά κανείς δεν γνώριζε για τη συμμαχία που είχαν συνάψει. Ο Έμπεν εμφανίστηκε κουβαλώντας έναν δίσκο, και φάνηκε μάλλον ανακουφισμένος όταν η γυναίκα ακούμπησε επάνω του το μισοάδειο κύπελλο.
«Αργά χθες βράδυ», είπε η Σορίλεα, καθώς το αγόρι με το πορφυρό πανωφόρι έσπευδε προς το μέρος της Ντάιγκιαν, «η Τσισάιν Νουρμπάια ζήτησε να υπηρετεί τον Καρ’α’κάρν». Η αποδοκιμασία ήταν βαριά στη φωνή της. «Πριν από το πρώτο φως της αυγής, το ίδιο ζήτησε κι η Ζανίν Πάβλαρα, έπειτα η Ινίνα Ντάρενχολντ και μετά η Βαϊέλ Κάμσα. Δεν επιτρεπόταν να μιλήσουν μεταξύ τους. Δεν υπήρχε κανενός είδους συνεννόηση. Αποδέχθηκα τις εκκλήσεις τους».
Η Κάντσουεϊν άφησε έναν ήχο ενόχλησης. «Υποθέτω πως τους έχεις ήδη επιβάλει ποινή», μουρμούρισε, ενώ το μυαλό της έπαιρνε γρήγορες στροφές. Δεκαεννέα αδελφές είχαν κρατηθεί αιχμάλωτες στο Αελίτικο στρατόπεδο, δεκαεννιά αδελφές σταλμένες από την ηλίθια την Ελάιντα, για να απαγάγουν το αγόρι, κι όλες τους είχαν ορκιστεί πίστη στο όνομά του! Αυτές οι τελευταίες ήταν οι χειρότερες. «Τι είναι αυτό που θα έκανε Κόκκινες αδελφές να αφοσιωθούν σε έναν άντρα ικανό να διαβιβάζει;»
Η Βέριν ξεκίνησε να κάνει μια παρατήρηση, αλλά σιώπησε μπροστά στην Αελίτισσα. Παραδόξως, η Βέριν είχε παρασυρθεί στην επιβεβλημένη μαθητεία της σαν ερωδιός που πέφτει σε βάλτο. Περισσότερο καιρό βρισκόταν μέσα στο Αελίτικο στρατόπεδο, παρά έξω.
«Όχι ποινή, Κάντσουεϊν Μελάιντριν». Η Σορίλεα έκανε μια αποπεμπτική χειρονομία με το νευρώδες χέρι της, και τα βραχιόλια από χρυσό και φίλντισι κροτάλισαν ξανά. «Προσπαθούν να εκπληρώσουν ένα ανεκπλήρωτο τοχ. Είναι εξίσου ανόητο με την ονομασία ντα’τσάνγκ που τους δώσαμε αρχικά, αλλά μπορεί να διορθωθεί, αν επιθυμούν να προσπαθήσουν», συνέχισε κάπως απρόθυμα. Η Σορίλεα δεν αντιπαθούσε απλώς αυτές τις δεκαεννιά αδελφές. Χαμογέλασε ελαφρώς. «Όπως και να έχει, θα τους διδάξουμε τα περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται να ξέρουν». Η γυναίκα φαινόταν να πιστεύει ότι οι Άες Σεντάι μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, αν μαθήτευαν για ένα χρονικό διάστημα δίπλα στις Σοφές.
«Ελπίζω να συνεχίσεις να τις παρακολουθείς στενά», είπε η Κάντσουεϊν. «Ειδικά αυτές τις τέσσερις». Ήταν σίγουρη πως θα τηρούσαν αυτόν τον γελοίο όρκο που είχαν πάρει, όχι πάντα όπως θα άρεσε στο αγόρι, αλλά πάντα υπήρχε η πιθανότητα μια-δυο από δαύτες να ήταν μέλη του Μαύρου Άτζα. Κάποτε, είχε σκεφτεί πως είχε φτάσει στο σημείο να ξεριζώσει τις Μαύρες, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως η λεία της γλίστρησε σαν καπνός ανάμεσα από τα δάχτυλά της, πράγμα που ήταν κι η μεγαλύτερη αποτυχία της, με πιθανή εξαίρεση την ανικανότητά της να πληροφορηθεί τι σκάρωνε στις Μεθόριες Χώρες ο ξάδερφος της Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ, μέχρι που η πληροφορία έφθασε με κάποια χρόνια καθυστέρηση κι ήταν πια άχρηστη. Τώρα, ακόμα και το Μαύρο Άτζα έμοιαζε με παραπλάνηση από αυτό που ήταν όντως σημαντικό.
«Οι μαθητευόμενες πάντα παρακολουθούνται στενά», αποκρίθηκε η αποσαθρωμένη γυναίκα. «Νομίζω πως πρέπει να υπενθυμίσω στις υπόλοιπες να είναι ευγνώμονες που τους επιτρέπεται να ραχατεύουν εδώ κι εκεί σαν αρχηγοί φυλής».
Οι υπόλοιπες τέσσερις αδελφές μπροστά στο τζάκι σηκώθηκαν ζωηρά μόλις τις πλησίασε, έκαναν βαθιές υποκλίσεις κι άκουσαν προσεκτικά όσα είχε να τους πει χαμηλόφωνα και κουνώντας προειδοποιητικά το δάχτυλο της. Ίσως η Σορίλεα πίστευε ότι είχε πολλά να τους διδάξει, αλλά εκείνες είχαν ήδη μάθει πως το επώμιο μιας Άες Σεντάι δεν πρόσφερε κανενός είδους προστασία σε μια μαθητευόμενη των Σοφών. Το τοχ έμοιαζε με ποινή για τα δεδομένα της Κάντσουεϊν.
«Είναι... φοβερή», μουρμούρισε η Βέριν. «Πολύ χαίρομαι που είναι με το μέρος μας. Αν είναι, δηλαδή».
Η Κάντσουεϊν τής έριξε μια κοφτή ματιά. «Μου φαίνεται πως κάτι έχεις να πεις, αλλά δεν θέλεις. Αφορά στη Σορίλεα;» Η συμμαχία αυτή ήταν κάπως αόριστη. Άσχετα από τη φιλία, τόσο η ίδια, όσο κι η Σοφή, μπορεί να στρέφονταν τελικά σε άλλους στόχους.
«Όχι, δεν εννοώ αυτήν», είπε η στιβαρή γυναίκα, αναστενάζοντας. Παρά το τετραγωνισμένο πρόσωπό της, όταν έγερνε το κεφάλι της από τη μία πλευρά, έμοιαζε με πλαδαρό σπουργίτι. «Ξέρω πως δεν ήταν δική μου δουλειά, Κάντσουεϊν, αλλά η Μπέρα με την Κιρούνα δεν έβγαζαν άκρη με τις φιλοξενούμενές μας, οπότε έκανα μια κουβεντούλα με τη Σάλον. Ύστερα από μια ευγενέστατη ανάκριση, ξέρασε τα πάντα, κι η Άιλιλ τα επιβεβαίωσε, από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι τα γνώριζα. Λίγο μετά την άφιξη των Θαλασσινών, η Άιλιλ πλησίασε τη Σάλον, ελπίζοντας να μάθει αυτό που ήθελαν για τον νεαρό αλ’Θόρ. Από τη μεριά της, η Σάλον επίσης επιθυμούσε να πληροφορηθεί ό,τι μπορούσε σχετικά με το άτομό του και με την κατάσταση εδώ. Αυτό οδήγησε σε συναντήσεις, που κατέληξαν σε φιλία, και τελικά οι δυο τους έγιναν κολλητές, κάτι που φαντάζομαι πως ήταν απόρροια μοναξιάς. Όπως και να έχει, αυτό το έκρυβαν πιότερο κι από το ότι αμφότερες έχωναν τη μύτη τους παντού».
«Αντεξαν ολόκληρες μέρες ανάκρισης προκειμένου να κρύψουν αυτό το πράγμα;» ρώτησε δύσπιστα η Κάντσουεϊν. Η Μπέρα με την Κιρούνα σίγουρα θα τις ανάγκαζαν και τις δύο να ουρλιάξουν!
Τα μάτια της Βέριν σπίθισαν με καταπιεσμένη ευθυμία. «Οι Καιρχινές είναι κόσμιες και σεμνότυφες, Κάντσουεϊν, δημοσίως τουλάχιστον. Μπορεί να φέρονται ανόητα στα παρασκήνια, αλλά δεν θα παραδέχονταν καν ότι άγγιξαν τους συζύγους τους αν υπάρχει περίπτωση να κρυφακούει κάποιος! Σχεδόν εξίσου πουριτανές είναι κι οι Θαλασσινές. Αν μη τι άλλο, η Σάλον είναι παντρεμένη με έναν άντρα που το καθήκον τον καλεί σε διαφορετικά μέρη κάθε φορά, και η καταπάτηση των γαμήλιων όρκων θεωρείται σοβαρότατο έγκλημα. Παράβαση πειθαρχίας, απ’ ό,τι φαίνεται. Αν το ανακάλυπτε η αδελφή της, η Σάλον θα γινόταν... "Ανεμοσκόπος σε βάρκα", αυτά τα λόγια νομίζω πως χρησιμοποίησε».
Η Κάντσουεϊν ένιωσε τα στολίδια των μαλλιών της να πηγαίνουν πέρα-δώθε καθώς κουνούσε το κεφάλι της. Όταν οι δύο γυναίκες είχαν βρεθεί, αμέσως μετά την επίθεση στο Παλάτι, δεμένες και φιμωμένες κάτω από το κρεβάτι της Άιλιλ, υποπτεύθηκε πως θα γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα παραδέχονταν για την επίθεση. Από τη στιγμή δε που αρνήθηκαν να πουν γιατί συναντιόνταν στα κρυφά, η Κάντσουεϊν βεβαιώθηκε οριστικά. Ίσως, μάλιστα, να ήταν αναμεμειγμένες με κάποιον τρόπο, παρ’ όλο που η επίθεση μάλλον ήταν δουλειά κάποιου αποστάτη Άσα’μαν. Πιθανού αποστάτη, δηλαδή. Τόσος χρόνος και κόπος για το τίποτα. Όχι ακριβώς για το τίποτα, αν εκείνες πάλευαν τόσο απεγνωσμένα να κρατήσουν μυστικά.
«Συνόδευσε την Αρχόντισσα Άιλιλ στα διαμερίσματά της, Βέριν, ζητώντας της συγγνώμη για τη μεταχείριση που είχε. Διαβεβαίωσέ τη... διακριτικά... ότι δεν πρόκειται να διαρρεύσει το παραμικρό. Φρόντισε να είναι όσο πιο διακριτική γίνεται αυτή η διαβεβαίωση. Θα ήθελα, δε, να επιμείνεις πως καλό θα ήταν να πληροφορούμαι πρώτη απ’ όλους οτιδήποτε ακούει σχετικά με τον αδελφό της». Ο εκβιασμός ήταν ένα εργαλείο που δεν της άρεσε καθόλου να χρησιμοποιεί, αλλά το είχε ήδη χρησιμοποιήσει στους τρεις Άσα’μαν, ο δε Τόραμ Ριάτιν ίσως προκαλούσε καινούργια προβλήματα παρ’ όλο που η επανάστασή του έμοιαζε να έχει εξατμιστεί. Στην πραγματικότητα, δεν έδινε δεκάρα ποιος καθόταν στον Θρόνο του Ήλιου, ωστόσο οι δολοπλοκίες κι οι ίντριγκες όσων θεωρούσαν τους θρόνους κάτι ιδιαίτερα σημαντικό παρεμβάλλονταν συχνά και σε σπουδαιότερα ζητήματα.
Η Βέριν χαμογέλασε, κι ο κότσος της αναπήδησε καθώς ένευε. «Ω, ναι, πιστεύω πως είναι πολύ καλή ιδέα, ειδικά από τη στιγμή που αντιπαθεί τόσο πολύ τον αδελφό της. Να υποθέσω πως ισχύει το ίδιο και για τη Σάλον; Αν και, μάλλον θα ήθελες να είσαι ενήμερη για όσα συμβαίνουν μεταξύ των Άθα’αν Μιέρε, έτσι; Δεν είμαι σίγουρη πόσο πρόθυμη είναι να προδώσει τη Χαρίνε, ασχέτως συνεπειών».
«Θα προδώσει όποιον επιθυμώ εγώ να προδώσει», είπε αυστηρά η Κάντσουεϊν. «Κράτα τη μέχρι αύριο, αργά». Δεν έπρεπε ούτε για μια στιγμή να περάσει από το μυαλό της Χαρίνε η σκέψη πως οι απαιτήσεις της θα ικανοποιούνταν. Οι θαλασσινοί δεν ήταν παρά ένα ακόμα εργαλείο που θα χρησιμοποιούσε πάνω στο αγόρι, τίποτα παραπάνω. Έπρεπε να βλέπει τα πάντα υπό αυτή τη σκοπιά, πλέον.
Λίγο πιο πέρα από τη Βέριν, η Κόρελε γλίστρησε στο λιακωτό κι έκλεισε προσεκτικά την πόρτα πίσω της, λες κι ήλπιζε να μην ενοχλήσει κανέναν. Δεν το συνήθιζε αυτό. Λεπτή σαν αγόρι, με πυκνά μαύρα φρύδια και μια αφάνα στιλπνών μαύρων μαλλιών που έπεφταν μέχρι τη μέση της και της προσέδιδαν μια αγριωπή εμφάνιση, ανεξάρτητα από το πόσο καλοφτιαγμένα ήταν τα ρούχα της, η Κίτρινη αδελφή έδινε περισσότερο την εντύπωση γυναίκας που θα ορμούσε γελαστή μέσα στο δωμάτιο. Τρίβοντας την άκρη της ανασηκωμένης μύτης της, κοίταξε διστακτικά την Κάντσουεϊν, ενώ η συνηθισμένη σπίθα ήταν ανύπαρκτη τώρα στα θαλασσιά της μάτια.
Η Κάντσουεϊν έκανε μια επιτακτική χειρονομία προς το μέρος της κι η Κόρελε πήρε μια βαθιά ανάσα και περπάτησε ανάλαφρα πάνω στα κιλίμια αδράχνοντας και με τα δύο χέρια τη γαλάζια φούστα της με τις κίτρινες ρίγες. Ρίχνοντας μια ματιά στις αδελφές που ήταν μαζεμένες γύρω από τη Σορίλεα, στην αντικριστή μεριά του δωματίου, και στην Ντάιγκιαν, που έπαιζε με τον Έμπεν απέναντι, μίλησε με φωνή απαλή, που απηχούσε τη μελωδική προφορά του Μουράντυ.
«Σου φέρνω χαρμόσυνα νέα, Κάντσουεϊν». Κρίνοντας από τον τρόπο που μιλούσε, δεν ήταν διόλου σίγουρη πόσο χαρμόσυνα ήταν. «Γνωρίζω πολύ καλά ότι μου είπες να κρατήσω απασχολημένο τον Ντάμερ εδώ, στο Παλάτι, αλλά εκείνος επέμενε να ρίξει μια ματιά στις αδελφές που βρίσκονταν στο Αελίτικο στρατόπεδο. Όσο ήπιος κι αν είναι ως χαρακτήρας, γίνεται εξαιρετικά επίμονος όταν θέλει, και σίγουρος ότι τα πάντα μπορούν να Θεραπευτούν. Λοιπόν, έφυγε, κι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, Θεράπευσε την Ιργκαίην, λες κι η γυναίκα δεν είχε ποτέ...» Κοντοστάθηκε, ανίκανη να προφέρει τη λέξη, κι η πρόταση της έμεινε να αιωρείται στον αέρα, ακινητοποιημένη.
«Θαυμάσια νέα», είπε στεγνά η Κάντσουεϊν. Ήταν, πράγματι. Κάθε αδελφή κουβαλούσε βαθιά μέσα της τον φόβο μήπως αποκοπεί από τη Δύναμη. Και τώρα, είχε ανακαλυφθεί ένας τρόπος να Θεραπεύεται αυτό που θεωρούνταν Αθεράπευτο. Από άντρα. Σίγουρα θα χύνονταν δάκρυα και θα υπήρχαν αντεγκλήσεις πριν εφαρμοστεί κάτι τέτοιο. Όπως και να έχει, όμως, ασχέτως του αν κάθε αδελφή θεωρούσε την ανακάλυψη αυτή κοσμοϊστορικής σημασίας —αφού, μάλιστα, αφορούσε σε άντρα!— συγκρινόμενη με τον Ραντ αλ’Θόρ, δεν ήταν παρά μια θύελλα σε φλιτζάνι του τσαγιού. «Να υποθέσω πως προσφέρεται να τιμωρηθεί όπως κι οι υπόλοιπες;»
«Δεν θα χρειαστεί», είπε η Βέριν αφηρημένα. Κοιτούσε βλοσυρά μια κηλίδα μελανιού πάνω στο δάχτυλο της, αλλά έμοιαζε προσηλωμένη σε κάτι πολύ πιο μακριά. «Οι Σοφές αποφάσισαν προφανώς πως ο Ραντ τιμώρησε ικανοποιητικά την Ιργκαίην και τις άλλες δύο όταν έκανε... αυτό που έκανε. Κι ενώ ταυτόχρονα συμπεριφέρονταν στις υπόλοιπες σαν άχρηστα ζώα, πάσχιζαν να διατηρήσουν αυτές τις τρεις ζωντανές. Τα κουτσομπολιά λένε πως η Ρονάιλε βρήκε σύζυγο».
«Η Ιργκαίην ξέρει τα πάντα για τους όρκους που πήραν οι υπόλοιπες». Ο τόνος στη φωνή της Κόρελε έδειχνε έκπληξη. «Άρχισε να οδύρεται για τον χαμό των Προμάχων της με το που ο Ντάμερ τελείωσε μαζί της, αλλά έτοιμη είναι να ορκιστεί κι αυτή. Το θέμα είναι ότι ο Ντάμερ θέλει να δοκιμάσει το ίδιο πράγμα στη Σασέιλ και στη Ρονάιλε, επίσης». Παραδόξως, σηκώθηκε σχεδόν προκλητικά. Ανέκαθεν ήταν αλαζονική, όσο κι οποιαδήποτε Κίτρινη, αλλά πάντα είχε επίγνωση της θέσης της απέναντι στην Κάντσουεϊν. «Δεν βλέπω για ποιο λόγο να αφήνουμε μια αδελφή σε αυτή την κατάσταση όταν υπάρχει λύση, Κάντσουεϊν. Θέλω να αφήσω τον Ντάμερ να τις δοκιμάσει».
«Φυσικά, Κόρελε». Φαίνεται πως η επιμονή του Ντάμερ είχε αρχίσει να επιδρά επάνω της. Η Κάντσουεϊν δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, αρκεί το πράγμα να μην πήγαινε πολύ μακριά. Είχε αρχίσει να μαζεύει γύρω της έμπιστες αδελφές, όσες ήταν μαζί της εδώ αλλά κι άλλες, από τη μέρα που πρωτοάκουσε για τα παράξενα γεγονότα στο Σίναρ —οι πράκτορές της παρακολουθούσαν τη Σιουάν Σάντσε και τη Μουαραίν Ντέημοντρεντ επί χρόνια, χωρίς να έχουν μάθει τίποτα χρήσιμο έως εκείνη τη στιγμή— αλλά το γεγονός ότι τις εμπιστευόταν δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι θα τις άφηνε να κάνουν ό,τι θέλουν. Διακυβεύονταν πάρα πολλά. Όπως και να έχει όμως, δεν μπορούσε να αφήσει μια αδελφή σε αυτή την κατάσταση.
Η πόρτα άνοιξε απότομα κι ο Τζαχάρ μπήκε μέσα βιαστικός, με τα ασημένια καμπανάκια στις άκρες των μαύρων πλεξούδων του να κουδουνίζουν. Κεφάλια στράφηκαν να κοιτάξουν τον νεαρό με το καλοραμμένο μπλε πανωφόρι, που του είχε διαλέξει η Μερίς —ακόμα κι η Σορίλεα με τη Σαρίνε έμειναν αποσβολωμένες— αλλά τα λόγια που ξεχύθηκαν ορμητικά από το στόμα του απομάκρυναν τις σκέψεις ιού πόσο χαριτωμένο ήταν το μελαψό του πρόσωπο.
«Η Αλάνα έχασε τις αισθήσεις της, Κάντσουεϊν. Κατέρρευσε στον διάδρομο. Η Μερίς την πήγε στην κρεβατοκάμαρα και με έστειλε να σε βρω».
Αφού πέρασαν οι πρώτες κραυγές έκπληξης, η Κάντσουεϊν πήρε την Κόρελε και τη Σορίλεα —οι οποίες, φυσικά, δεν μπορούσαν να μείνουν πίσω— και διέταξε τον Τζαχάρ να τις οδηγήσει. Μαζί τους ήρθε κι η Βέριν, κι η Κάντσουεϊν δεν την σταμάτησε. Η Βέριν είχε τον τρόπο να διακρίνει κάτι εκεί που οι άλλοι δεν έβλεπαν τίποτα.
Οι υπηρέτες με τις μαύρες λιβρέες δεν είχαν ιδέα ποιος ή τι ήταν ο Τζαχάρ, αλλά παραμέρισαν ζωηρά, καθώς η Κάντσουεϊν περπατούσε γοργά ακριβώς πίσω του. Θα μπορούσε να τον προστάξει να κάνει πιο γρήγορα, αλλά σε αυτή την περίπτωση θα αναγκαζόταν να τρέχει ξοπίσω του. Πριν προχωρήσει πολύ, ένα κοντός άντρας με ξυρισμένο μέτωπο και με μαύρο πανωφόρι με οριζόντιες χρωματιστές ρίγες μπροστά ανέκοψε την πορεία της κι υποκλίθηκε. Η Κάντσουεϊν αναγκάστηκε να σταματήσει.
«Ευλογημένη η χάρη σου, Κάντσουεϊν Σεντάι», είπε ήρεμα. «Συγχώρα με που σε απασχολώ παρότι βιάζεσαι, αλλά θεώρησα καλό να σου αναφέρω πως η Αρχόντισσα Κάραλαϊν κι ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν δεν βρίσκονται πλέον στο παλάτι της Αρχόντισσας Άριλυν αλλά σε ένα ποταμόπλοιο με προορισμό το Δάκρυ. Φοβάμαι πως είναι αδύνατον πλέον να τους προλάβεις».
«Θα έμενες άφωνος αν ήξερες τι μπορώ να κάνω, Άρχοντα Ντομπραίν», αποκρίθηκε ψυχρά η γυναίκα. Έπρεπε να αφήσει τουλάχιστον μία αδελφή στο παλάτι της Άριλυν, αλλά θεώρησε σίγουρο ότι το ζευγάρι ήταν ασφαλές. «Καθόλου συνετό αυτό». Δεν αμφέβαλλε διόλου πως ήταν δική του δουλειά, αλλά, αντίθετα, είχε τις αμφιβολίες της κατά πόσον ο ίδιος είχε το τσαγανό να το παραδεχτεί. Δεν ήταν να απορεί κανείς που δεν την πίεσε σχετικά με αυτούς τους δύο.
Ο τόνος της φωνής της δεν έκανε καμιά εντύπωση στον άντρα. Αντιθέτως, τα λόγια του την έπιασαν εξαπίνης. «Ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν πρόκειται να γίνει Διαχειριστής στο Δάκρυ στο όνομα του Άρχοντα Δράκοντα, και θεωρήθηκε συνετό να φύγει από την περιοχή η Αρχόντισσα Κάραλαϊν. Αποποιήθηκε την εξέγερσή της και τη διεκδίκηση του Θρόνου του Ήλιου, αλλά ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα προσπαθήσει να τη χρησιμοποιήσει. Αυτό που ίσως δεν φάνηκε συνετό, Κάντσουεϊν Σεντάι, ήταν να τους αφήσεις υπό την εποπτεία υπηρετών. Για όνομα του Φωτός, μην τους επιρρίψεις ευθύνες. Μπορεί να ήταν ικανοί να αποκρούσουν δύο... φιλοξενούμενους... αλλά όχι να συγκριθούν με τους οπλίτες μου».
Ο Τζαχάρ στηριζόταν πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, από την ανυπομονησία του να προχωρήσει. Η Μερίς ήταν πολύ αυστηρή. Η Κάντσουεϊν ανυπομονούσε να βρει την Αλάνα.
«Ελπίζω να έχεις την ίδια άποψη και του χρόνου», είπε η γυναίκα, κι ο Ντομπραίν απλώς υποκλίθηκε.
Η κρεβατοκάμαρα στην οποία είχαν μεταφέρει την Αλάνα ήταν η πλησιέστερη διαθέσιμη εκεί γύρω, και δεν ήταν μεγάλη. Φάνταζε, δε, ακόμα πιο μικρή εξαιτίας του σκούρου φατνώματος, που τόσο πολύ άρεσε στους Καιρχινούς. Μόλις μπήκαν όλοι, επικράτησε το αδιαχώρητο. Η Μερίς χτύπησε τα δάχτυλά της κι έδειξε ένα σημείο, ενώ ο Τζαχάρ αποσύρθηκε σε μια γωνία, κάτι που δεν βοήθησε ιδιαίτερα.
Η Αλάνα ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά και με τον Πρόμαχό της, τον Ίχβον, γονατισμένο πλάι της να τρίβει τον καρπό του χεριού της. «Μου φαίνεται πως φοβάται να ξυπνήσει», είπε ο ψηλός και λυγερόκορμος άντρας. «Δεν μοιάζει να έχει πάθει κάτι, αλλά φαίνεται να φοβάται».
Η Κόρελε τον παραμέρισε, έτσι ώστε να μπορέσει να κλείσει μέσα στις παλάμες της το κεφάλι της Αλάνα. Η λάμψη του σαϊντάρ κύκλωσε την Κίτρινη αδελφή κι η ύφανση της Θεραπείας κατακάθισε πάνω στην Αλάνα, αλλά η λιγνή Πράσινη ούτε καν αναδεύτηκε. Η Κόρελε έκανε πίσω, κουνώντας το κεφάλι της.
«Η ικανότητά μου στη Θεραπεία δεν είναι ίδια με τη δικιά σου, Κόρελε», είπε η Μερίς ξερά, «αλλά προσπάθησα». Παρά τα τόσα χρόνια, η Ταραμπονέζικη προφορά εξακολουθούσε να είναι έντονη στη φωνή της, αλλά τα μαύρα της μαλλιά ήταν αυστηρά τραβηγμένα πάνω από το αμείλικτο πρόσωπό της. Η Κάντσουεϊν την εμπιστευόταν ίσως περισσότερο από οποιανδήποτε άλλη. «Τι κάνουμε τώρα, Κάντσουεϊν;»
Η Σορίλεα απέμεινε να κοιτάει ανέκφραστη τη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα χείλη της μια λεπτή γραμμή. Η Κάντσουεϊν αναρωτήθηκε αν επανεκτιμούσε τη συμμαχία τους. Η Βέριν κοιτούσε επίσης την Αλάνα κι έδειχνε απόλυτα τρομοκρατημένη. Η Κάντσουεϊν δεν πίστευε ότι μπορεί να υπάρχει κάτι που να τρομοκρατήθει τόσο πολύ τη Βέριν, μολονότι ένιωθε κι η ίδια ένα ρίγος τρόμου να τη διαπερνά. Αν έχανε την επαφή με το αγόρι...
«Θα κάτσουμε και θα την περιμένουμε να ξυπνήσει», είπε με ήρεμη φωνή. Άλλωστε, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο. Απολύτως τίποτα.
«Πού είναι αυτός;» γρύλισε ο Ντεμάντρεντ, ανοιγοκλείνοντας τις γροθιές του πίσω από την πλάτη του. Στεκόταν με τα πόδια σε διάσταση, συνειδητοποιώντας ότι κυριαρχούσε στον χώρο. Πάντα κυριαρχούσε, εξάλλου. Ακόμα κι έτσι όμως, ευχήθηκε να ήταν παρούσες η Σέμιραγκ ή η Μεσάνα. Η συμμαχία τους ήταν εύθραυστη —μία απλή συμφωνία, ότι δεν θα αλληλοεξοντώνονταν μέχρι να αφανιστούν οι άλλοι— ωστόσο, είχε κρατήσει όλο αυτόν τον καιρό. Η συνεργασία τους είχε ως αποτέλεσμα να ανατρέψουν τον έναν εχθρό μετά τον άλλον, οδηγώντας πολλούς στον θάνατο ή σε κάτι ακόμη χειρότερο. Για τη Σέμιραγκ όμως ήταν δύσκολο να παρευρίσκεται σε αυτές τις συναντήθεις, η δε Μεσάνα ήταν κάπως ντροπαλή τον τελευταίο καιρό. Αν σκόπευε να τερματίσει τη συμμαχία... «Ο αλ’Θόρ εμφανίστηκε σε πέντε πόλεις, συμπεριλαμβανομένου αυτού του καταραμένου μέρους στην Ερημιά, καθώς επίσης σε δώδεκα άλλες κωμοπόλεις, από τότε που εκείνοι οι τυφλοί ανόητοι —βλάκες, καλύτερα!— απέτυχαν στην Καιρχίν. Κι όλα αυτά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν μονάχα τις υπάρχουσες αναφορές! Μόνο ο Μέγας Άρχων ξέρει τι άλλο έρπει προς το μέρος μας, είτε με άλογα, είτε με πρόβατα, είτε με οτιδήποτε άλλο σκαρφιστούν αυτοί οι βάρβαροι, για να μεταφέρουν ένα μήνυμα».
Η Γκρένταλ είχε επιλέξει το «σκηνικό», εφ’ όσον είχε φτάσει πρώτη, γεγονός που τον εκνεύριζε τρομερά. Τείχη με μεγάλο οπτικό πεδίο έκαναν το ραβδωτό ξύλινο πάτωμα να μοιάζει περικυκλωμένο από ένα δάσος γεμάτο με ολάνθιστες περικοκλάδες και χρωματιστά πουλιά που φτερούγιζαν τριγύρω. Ευχάριστες μυρωδιές κι απαλά κελαηδίσματα γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Μόνο η αψίδα της εισόδου χαλούσε την ψευδαίσθηση. Για ποιο λόγο, άραγε, χρειαζόταν υπενθύμιση όσων είχαν χαθεί; Σύντομα θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα αντίστοιχο τείχος από δόρατα εκτός του παλατιού, κοντά στο Σάγιολ Γκουλ. Όπως και να έχει, απ’ όσο θυμόταν ο Ντεμάντρεντ, η Γκρένταλ μισούσε οτιδήποτε σχετικό με τη φύση.
Ο Όσαν’γκαρ συνοφρυώθηκε στο άκουσμα των λέξεων «ηλίθιοι» και «τυφλοί ανόητοι», αλλά αυτό το συνηθισμένο, ρυτιδιασμένο πρόσωπο, που ήταν εντελώς διαφορετικό από εκείνο με το οποίο είχε γεννηθεί, γρήγορα χαλάρωσε. Όπως και να τον έλεγαν, ήξερε πολύ καλά με ποιον τολμούσε να τα βάλει και με ποιον όχι. «Είναι θέμα τύχης», είπε ήρεμα, τρίβοντας τα ήδη στεγνά του χέρια. Παλιά συνήθεια. Ήταν ντυμένος σαν ηγεμόνας αυτής της Εποχής, ενώ το πανωφόρι του ήταν τόσο βαρύ από τα χρυσαφιά κεντήματα, ώστε σχεδόν έκρυβε το πορφυρό ύφασμα, κι οι μπότες είχαν κρόσσια από χρυσαφιούς θυσάνους. Οι δαντέλες γύρω από τον λαιμό και τα μανίκια του ήταν αρκετές για να ντύσουν ένα παιδάκι. Ο άντρας δεν γνώριζε τι σημαίνει υπερβολή. Αν δεν διέθετε συγκεκριμένες ικανότητες, δεν θα ανήκε στους Εκλεκτούς. Συνειδητοποιώντας τι έκανε με τα χέρια του, ο Όσαν’γκαρ άδραξε το ψηλό κρασοπότηρο από κουεντιγιάρ από το στρογγυλό τραπεζάκι, πλάι στο κάθισμα του, κι εισέπνευσε βαθιά το άρωμα του σκουρόχρωμου υγρού. «Είναι απλό. Μιλάμε για πιθανότητες», μουρμούρισε, πασχίζοντας να φανεί αδιάφορος. «Την επόμενη φορά, ή θα σκοτωθεί ή θα πιαστεί αιχμάλωτος. Η τύχη δεν θα τον προστατεύει για πάντα».
«Εξαρτάσαι από την τύχη;» Η Άραν’γκαρ είχε τεντώσει το κορμί της σε μια μακρόστενη, απλωτή καρέκλα, λες κι ήταν ξαπλωμένη σε ανάκλιντρο. Χαρίζοντας ένα μυστηριώδες χαμόγελο στον Όσαν’γκαρ, ανασήκωσε το ένα της πόδι, έτσι που το χώρισμα στην άλικη φούστα της αποκάλυψε τον γοφό της. Κάθε ανάσα της απειλούσε να ελευθερώσει τα χυμώδη στήθη της από το πορφυρό σατέν που τα συγκρατούσε. Όλες της οι ιδιομορφίες είχαν αλλάξει μόλις έγινε γυναίκα, όχι όμως κι ο πυρήνας που υπήρχε στο βάθος του θηλυκού της κορμιού. Ο Ντεμάντρεντ κάθε άλλο παρά περιφρονούσε τις ηδονές της σάρκας, αλλά θα ερχόταν κάποια μέρα που ο πόθος της θα την οδηγούσε στον τάφο. Κάτι που είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Όχι ότι ο ίδιος θα θρηνούσε, φυσικά, ακόμα κι αν η επόμενη φορά ήταν η οριστική. «Ήσουν υπεύθυνος να τον παρακολουθείς, Όσαν’γκαρ», συνέχισε, κι η φωνή της έμοιαζε να χαϊδεύει κάθε συλλαβή που πρόφερε. «Εσύ κι ο Ντεμάντρεντ». Ο Όσαν’γκαρ μόρφασε, με τη γλώσσα του να πετάγεται μέσα-έξω από τα χείλη του, κι η γυναίκα γέλασε βραχνά. «Δικό μου καθήκον είναι...» Πίεσε τον αντίχειρα της στην άκρη του καθίσματος, λες και κάτι κάρφωνε εκεί, και γέλασε ξανά.
«Νομίζω πως θα έπρεπε να ανησυχείς περισσότερο, Άραν’γκαρ», μουρμούρισε η Γκρένταλ πάνω από το κρασί της. Έκρυβε την περιφρόνηση της όσο καλά έκρυβε η ημιδιαφανής ασημένια ομίχλη της στριθ εσθήτας της τις ώριμες καμπύλες της. «Κι εσύ, κι ο Όσαν’γκαρ, κι ο Ντεμάντρεντ κι ο Μοριντίν, όπου κι αν βρίσκεται. Ίσως θα έπρεπε να φοβάστε τόσο την επιτυχία, όσο και την αποτυχία του αλ’Θόρ».
Γελώντας, η Άραν’γκαρ έπιασε το χέρι της όρθιας γυναίκας. Τα πράσινα μάτια της σπίθιζαν. «Κι εσύ ίσως θα μπορούσες να εξηγήσεις καλύτερα τι εννοείς αν ήμασταν μόνες;»
Η εσθήτα της Γκρένταλ έγινε κατάμαυρη, σαν παραπέτασμα καπνού. Με μια χοντροκομμένη βρισιά, ελευθέρωσε απότομα το χέρι της κι απομακρύνθηκε από το κάθισμα. Η Άραν’γκαρ... χασκογέλασε.
«Τι θες να πεις;» ρώτησε κοφτά ο Όσαν’γκαρ, και σηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα του. Με το που στάθηκε στα πόδια του, πήρε στάση επίσημου ομιλητή, αδράχνοντας το πέτο του, και ο τόνος της φωνής του έγινε σχεδόν δασκαλίστικος. «Κατ’ αρχάς, αγαπητή μου Γκρένταλ, αμφιβάλλω αν ακόμα κι εγώ θα μπορούσα να εφεύρω μια μέθοδο που θα εξάλειφε τη σκιά του Μεγάλου Άρχοντα από το σαϊντίν. Ο αλ’Θόρ είναι πρωτόγονος. Ό,τι κι αν προσπαθήσει να κάνει, θα αποδειχθεί ανεπαρκές, και, προσωπικά, πιστεύω πως δεν έχει ιδέα πώς να ξεκινήσει. Όπως και να έχει, όμως, θα τον αναγκάσουμε να πάψει τις προσπάθειές του, επειδή το προστάζει ο Μέγας Άρχων. Κατανοώ, ασφαλώς, πως σε περίπτωση αποτυχίας μας, αν κι εξαιρετικά απίθανη, θα καταληφθούμε από τον τρόμο της δυσαρέσκειας του Μεγάλου Άρχοντα, αλλά για ποιο λόγο θα πρέπει να φοβούνται ειδικά αυτοί που κατονόμασες;»
«Τυφλός όπως πάντα, ξερός όπως πάντα», μουρμούρισε η Γκρένταλ. Μόλις γαλήνεψε ξανά, η εσθήτα της έμοιαζε σαν καθαρή ομίχλη, αν και τώρα είχε γίνει κόκκινη. Ίσως να μην ήταν τόσο ήρεμη όσο προφασιζόταν. Ίσως, πάλι, να ήθελε να πιστέψουν ότι είχε επαρκή αυτοέλεγχο. Εκτός του στριθ, όλα τα υπόλοιπα στολίδια της ήταν σύγχρονα: τα σμαράγδια πάνω στα χρυσαφένια της μαλλιά, ένα τεράστιο ρουμπίνι που ταλαντευόταν ανάμεσα στα στήθη της, και τα περίτεχνα χρυσά βραχιόλια, περασμένα στους καρπούς των χεριών της. Υπήρχε όμως και κάτι παράξενο, που έκανε τον Ντεμάντρεντ να αναρωτιέται αν το είχε προσέξει κανείς άλλος. Ένα απλό χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού. Η απλοϊκότητα ποτέ δεν συμβάδιζε με την Γκρένταλ. «Αν ο νεαρός βρει τρόπο να εξαλείψει τη σκιά... Εσείς, που διαβιβάζετε μέσω του σαϊντίν, δεν θα χρειάζεστε πια την ειδική προστασία του Μεγάλου Άρχοντα. Άραγε, θα έχει εμπιστοσύνη στην... αφοσίωση σας;» Χαμογέλασε και ρούφηξε λίγο από το κρασί της.
Ο Όσαν’γκαρ δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Το πρόσωπό του έγινε ωχρό, και πέρασε το χέρι του πάνω στο στόμα του. Η Άραν’γκαρ ανακάθισε στην άκρη του ντιβανιού, παύοντας πια να δείχνει αισθησιακή. Τα χέρια της, έτσι όπως τα είχε ακουμπήσει πάνω στα γόνατά της, έμοιαζαν με γαμψώνυχα, κι αγριοκοίταζε την Γκρένταλ, έτοιμη λες να χιμήξει στον λαιμό της.
Οι γροθιές του Ντεμάντρεντ ανοιγόκλειναν. Επιτέλους, τώρα έπαιζαν με ανοικτά χαρτιά. Ήλπιζε να σκοτώσει τον αλ’Θόρ, ή τουλάχιστον —σε περίπτωση που αποτύγχανε— να τον συλλάβει, πριν ξεπηδήσει αυτή η υποψία στο μυαλό του. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Δύναμης, πάνω από μια ντουζίνα Εκλεκτοί είχαν πεθάνει εξαιτίας της καχυποψίας του Μεγάλου Άρχοντα.
«Ο Μέγας Άρχων είναι σίγουρος για την πίστη σας», ανακοίνωσε ο Μοριντίν, προχωρώντας με δρασκελιές προς το μέρος τους λες κι ήταν ο ίδιος ο Μέγας Άρχων του Σκότους. Συχνά πίστευε ότι ήταν, κι η αγορίστικη έκφραση στο πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει διόλου αυτή την εντύπωση. Παρά τα λόγια του, το πρόσωπο αυτό ήταν βλοσυρό, κι η διαρκής ζοφερότητά του έκανε το όνομά του, θάνατος, απόλυτα ταιριαστό.
«Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε, εκτός αν πάψει πια να είναι σίγουρος». Το κορίτσι, η Σιντέιν, τον ακολουθούσε κατά πόδας λες κι ήταν η μικρή του παλλακίδα με τα γκριζαρισμένα μαλλιά, το πλούσιο στήθος και τα κοκκινόμαυρα ρούχα. Για κάποιο λόγο, ο Μοριντίν είχε πάνω στον ώμο του έναν αρουραίο, η χλωμή μύτη του οποίου οσμιζόταν τον αέρα, και τα μαύρα του μάτια μελετούσαν επιφυλακτικά το δωμάτιο. Ίσως, πάλι, να μην υπήρχε συγκεκριμένος λόγος. Άλλωστε, το νεανικό προσωπείο δεν τον έκανε σοφότερο.
«Γιατί μας κάλεσες εδώ;» ρώτησε απαιτητικά ο Ντεμάντρεντ. «Έχω πάρα πολλά να κάνω, και καθόλου καιρό για ψιλοκουβέντα». Υποσυνείδητα, πάσχιζε να δείχνει ψηλότερος, αντάξιος σχεδόν του άλλου άντρα.
«Πάλι λείπει η Μεσάνα;» ρώτησε ο Μοριντίν, αντί απάντησης. «Κρίμα. Καλό θα ήταν να ακούσει όσα έχω να πω». Άδραξε τον αρουραίο από την ουρά, τον τράβηξε από τους ώμους του και τον παρακολουθούσε να κουνάει τα πόδια του μάταια. Εκτός από το ζωντανό, τίποτα άλλο δεν υπήρχε για τον άντρα. «Μικρά και φαινομενικά ασήμαντα, ζητήματα μπορούν να αποκτήσουν τεράστια σημασία», μουρμούρισε. «Αυτός ο αρουραίος, για παράδειγμα. Αν ο Ίσαμ θα ξετρυπώσει και θα σκοτώσει εκείνο το άλλο παράσιτο, τον Φάιν. Μια λέξη που θα ψιθυριστεί σε λάθος αυτί κι όχι στο σωστό. Μια πεταλούδα ανοιγοκλείνει τα φτερά της πάνω σε ένα κλωνάρι, και στην άλλη μεριά του κόσμου ένα βουνό σωριάζεται». Ξαφνικά, ο αρουραίος συσπάστηκε και προσπάθησε να βυθίσει τα δόντια του στον καρπό του άντρα. Με μια αδιάφορη κίνηση, ο Μοριντίν πέταξε το πλάσμα μακριά. Πριν ακόμα διαγράψει την τροχιά του στον αέρα, ξεπήδησε μια φλόγα, κάτι πιο ζεστό κι από φλόγα, κι ο αρουραίος χάθηκε. Ο Μοριντίν χαμογέλασε.
Ο Ντεμάντρεντ, άθελά του, μόρφασε. Αυτή ήταν η Αληθινή Δύναμη· δεν είχε αισθανθεί κάτι. Ένα μαύρο σημάδι πέρασε μπροστά από τα γαλανά μάτια του Μοριντίν, έπειτα άλλο ένα, σε μια σταθερή ροή. Αυτός ο άντρας θα πρέπει να χρησιμοποιούσε την Αληθινή Δύναμη κατ’ αποκλειστικότητα, από την τελευταία φορά που τον είχε δει να κερδίζει τόσο πολύ σαα και τόσο γρήγορα. Ο ίδιος δεν είχε αγγίξει ποτέ του την Αληθινή Δύναμη, παρά μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης. Μεγάλης ανάγκης. Βέβαια, μονάχα ο Μοριντίν διατηρούσε αυτό το προνόμιο από τότε που... χρίστηκε. Θα πρέπει να ήταν τρελός για να τη χρησιμοποιεί τόσο συχνά. Επρόκειτο για ναρκωτικό πιο εθιστικό από το σαϊντίν και πιο θανατηφόρο από δηλητήριο.
Ο Μοριντίν διέσχισε το ραβδωτό δάπεδο κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Όσαν’γκαρ, με το χαμόγελό του να γίνεται ακόμα πιο δυσοίωνο εξαιτίας του σαα. Ο κοντύτερος άντρας ξεροκατάπιε και του ανταπέδωσε ένα τρεμάμενο χαμόγελο. «Έκανες πολύ καλά που δεν σκέφτηκες ποτέ να εξαλείψεις τη σκιά του Μέγα Άρχοντα», είπε ήρεμα ο Μοριντίν. Πόσον καιρό βρισκόταν εκτός; Το χαμόγελο του Όσαν’γκαρ έγινε ακόμα πιο αρρωστημένο. «Ο αλ’Θόρ δεν είναι το ίδιο συνετός με εσάς. Πες τους, Σιντέιν».
Η μικροκαμωμένη γυναίκα σηκώθηκε. Στην όψη και στην κορμοστασιά ήταν ένα ώριμο, ζουμερό δαμάσκηνο, έτοιμο να το ξεριζώσεις από τον μίσχο του, μα τα γαλάζια της μάτια ήταν σκέτος πάγος. Ίσως, τελικά, να έμοιαζε με ροδάκινο. Τα ροδάκινα είναι δηλητηριώδη πού και πού. «Υποθέτω πως θα θυμάστε τα Τσόενταν Καλ». Η χαμηλή, βαθιά φωνή της ήταν αισθησιακή, ωστόσο κατάφερνε να ακούγεται σαρκαστική. «Ο Λουζ Θέριν έχει δύο κλειδιά πρόσβασης, ένα για το καθένα. Επίσης, γνωρίζει μια γυναίκα που είναι αρκετά δυνατή για να χρησιμοποιήσει τη θηλυκή πλευρά του ζεύγους. Σκοπεύει να κάνει χρήση των Τσόενταν Καλ, για να φέρει εις πέρας το έργο του».
Όλοι οι παρόντες άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα.
«Νόμιζα πως τα κλειδιά είχαν καταστραφεί!» αναφώνησε η Άραν’γκαρ, πηδώντας όρθια. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει από τρόμο. «Θα μπορούσε να αφανίσει τον κόσμο ολόκληρο, προσπαθώντας και μόνο να χρησιμοποιήσει τα Τσόενταν Καλ!»
«Αν είχες διαβάσει ποτέ κάτι παραπάνω από απλά βιβλία ιστορίας, θα ήξερες πως είναι σχεδόν αδύνατον να καταστραφούν!» γρύλισε προς το μέρος της ο Όσαν’γκαρ. Τραβούσε το πέτο του λες κι ήταν πολύ σφικτό, και τα μάτια του έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Πώς μπορεί να ξέρει αυτό το κορίτσι ότι τα έχει εκείνος; Πώς;»
Το κρασοπότηρο της Γκρένταλ έπεσε από το χέρι της με το που ακούστηκαν τα λόγια της Σιντέιν, αναπηδώντας στο πάτωμα. Η εσθήτα της έγινε πορφυρή σαν φρέσκο αίμα και το στόμα της άρχισε να συσπάται, λες κι ήταν έτοιμη να ξεράσει. «Κι εσύ ήλπιζες να πέσεις τυχαία επάνω του!» ούρλιαξε προς το μέρος του Ντεμάντρεντ. «Ήλπιζες πως κάποιος άλλος θα τον ξετρυπώσει για σένα! Ηλίθιε! Ανόητε!»
Ο Ντεμάντρεντ πίστευε πως η Γκρένταλ ήταν υπερβολική, ακόμα και για τα δικά της δεδομένα. Θα έβαζε στοίχημα πως τα νέα δεν της προξένησαν έκπληξη. Μάλλον τα περίμενε. Πάντως, δεν είπε τίποτα.
Τοποθετώντας το ένα χέρι πάνω από την καρδιά του, μοιάζοντας με εραστή, ο Μοριντίν έπιασε με τα ακροδάχτυλά του το πιγούνι της Σιντέιν και το έγειρε προς το μέρος του. Η δυσφορία ήταν έντονη στη ματιά της, αλλά το πρόσωπό της δεν έπαψε στιγμή να μοιάζει κουκλίστικο. Φαίνεται πως δεν δυσκολευόταν να δεχτεί τον ρόλο της εύπλαστης κούκλας. «Η Σιντέιν γνωρίζει πολλά», είπε μαλακά ο Μοριντίν, «και μου λέει τα πάντα. Τα πάντα». Η έκφραση της μικροκαμωμένης γυναίκας δεν άλλαξε στο ελάχιστο, μα ήταν ολοφάνερο πως έτρεμε.
Για τον Ντεμάντρεντ, όλα αυτά αποτελούσαν αίνιγμα. Αρχικά, είχε την εντύπωση πως επρόκειτο για τη Λανφίαρ ενσαρκωμένη. Όσα σώματα προορίζονταν για αποδημία υποτίθεται πως διάλεγαν ό,τι υπήρχε εύκαιρο, ωστόσο ο Όσαν’γκαρ κι η Άραν’γκαρ ήταν η απόδειξη της ανελέητης έκφρασης του χιούμορ που επεδείκνυε μερικές φορές ο Μέγας Άρχων. Ήταν σίγουρος, μέχρι που η Μεσάνα τού είπε πως η κοπέλα ήταν πιο αδύναμη από τη Λανφίαρ. Η Μεσάνα κι οι υπόλοιποι πίστευαν ότι ανήκει στην τρέχουσα Εποχή. Από την άλλη, αναφερόταν στον αλ’Θόρ ως Λουζ Θέριν, όπως ακριβώς κι η Λανφίαρ, και μιλούσε για τα Τσόενταν Καλ ως κάτι γνώριμο για τον τρόμο που ενέπνεε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Δύναμης. Μόνο η μοιροφωτιά ήταν πιο φοβερή, κι αυτή ελάχιστα. Μήπως ο Μοριντίν είχε κατηχήσει τη Σιντέιν για προσωπικούς του λόγους; Αν υποθέσουμε πως είχε τέτοιους. Κάποιες φορές, οι ενέργειες αυτού του άντρα υπαγορεύονταν από την τρέλα.
«Φαίνεται, λοιπόν, πως αυτός ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει, τελικά», είπε ο Ντεμάντρεντ. Δεν ήταν εύκολο να κρύψει την ικανοποίησή του. Άσχετα αν τον έλεγαν Ραντ αλ’Θόρ ή Λουζ Θέριν Τέλαμον, ο Ντεμάντρεντ θα κοιμόταν πιο ήσυχα από τη στιγμή που αυτός ο τύπος θα ήταν νεκρός. «Πριν προλάβει να καταστρέψει τον κόσμο, κι εμάς μαζί. Κάτι που κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη να τον ξετρυπώσουμε».
«Να πεθάνει;» Ο Μοριντίν κούνησε τα χέρια του, σαν να ζύγιζε κάτι. «Αν τα πράγματα καταλήξουν εκεί, σίγουρα», είπε τελικά. «Ωστόσο, δεν υπάρχει πρόβλημα να τον βρούμε. Μόλις αγγίξει το Τσόενταν Καλ, θα ξέρεις αυτομάτως πού βρίσκεται και θα πας να τον αρπάξεις ή να τον σκοτώσεις, αν είναι απαραίτητο. Ο Νή’μπλις είπε και ελάλησε».
«Όπως προστάζει ο Νή’μπλις», αποκρίθηκε πρόθυμα η Σιντέιν, σκύβοντας το κεφάλι, ενώ η ηχώ των λόγων της μεταδόθηκε σε όλη την αίθουσα, παρότι η φωνή της Άραν’γκαρ ακουγόταν κακόκεφη, του Όσαν’γκαρ απεγνωσμένη και της Γκρένταλ παράδοξα βαθυστόχαστη.
Το να σκύψει το κεφάλι του ήταν για τον Ντεμάντρεντ εξίσου επώδυνο με τα λόγια που πρόφερε. Ώστε, θα έπιαναν τον αλ’Θόρ —ενώ εκείνος θα πάσχιζε να χρησιμοποιήσει το Τσόενταν Καλ, απορροφώντας μαζί με κάποια γυναίκα αρκετή ποσότητα από τη Μία Δύναμη, ικανή να λιώσει ηπείρους!— αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη πως ο Μοριντίν θα ήταν μαζί τους. Ή, τουλάχιστον, οι δίδυμες χαϊδεμένες του, η Μογκέντιεν κι η Σιντέιν. Προς το παρόν, ήταν Νή’μπλις, αλλά θα μπορούσε να κανονιστεί έτσι, ώστε την επόμενη φορά που θα πέθαινε, να μην έβρισκε κανένα σώμα. Ίσως, μάλιστα, αυτό μπορούσε να κανονιστεί σύντομα.