9 Ένα Φλιτζάνι Τσάι

Μόλις βρέθηκε στο δωμάτιο ιματισμού της, η Ηλαίην άλλαξε βιαστικά την ενδυμασία ιππασίας με τη βοήθεια της Εσάντε, της ασπρομάλλας συνταξιούχου που είχε διαλέξει για υπηρέτρια. Η λεπτή, σεβάσμια γυναίκα ήταν κάπως αργοκίνητη, αλλά ήξερε καλά τη δουλειά της και δεν έχανε ώρα με ψιλοκουβέντα. Η αλήθεια ήταν πως σπανίως μιλούσε για κάτι άλλο πέρα από ενδυματολογικές προτάσεις, ενώ κάθε μέρα σχολίαζε πως η Ηλαίην έμοιαζε πολύ με τη μητέρα της. Οι φλόγες χόρευαν πάνω στα χοντρά κούτσουρα στη φαρδιά μαρμαρένια εστία, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, αλλά η φωτιά δεν απάλυνε και τόσο την παγωνιά που είχε απλωθεί στην ατμόσφαιρα. Φόρεσε γρήγορα ένα όμορφο μπλε μάλλινο, με σχέδια καμωμένα από μαργαριταράκια πάνω στον ψηλό γιακά και σε όλο το μήκος των μανικιών, πέρασε την αργυροποίκιλτη ζώνη της και το μικρό εγχειρίδιο με την ασημένια θήκη, καθώς επίσης και τα ασημοκέντητα, γαλάζια, βελουδένια γοβάκια της. Μπορεί να μην είχε χρόνο να αλλάξει ξανά μέχρι να δει τους εμπόρους, οι οποίοι έπρεπε να μείνουν εντυπωσιασμένοι από την εμφάνισή της. Χρειαζόταν να βεβαιωθεί πως η Μπιργκίτε θα ήταν παρούσα, εξαιρετικά εντυπωσιακή καθώς ήταν με τη στολή της. Άσε που η Μπιργκίτε θα θεωρούσε τη συζήτηση με τους εμπόρους ως ένα είδος διαλείμματος. Αν έκρινε από τον γεμάτο οργή και θυμό κόμπο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού της, οι αναφορές αυτές έπεφταν αρκετά βαριές στη Στρατηγό της Βασιλικής Φρουράς.

Στερεώνοντας τσαμπιά από μαργαριτάρια στα αυτιά της, απέπεμψε την Εσάντε, επιτρέποντάς της να πάει στη δική της φωτιά, στα διαμερίσματα των συνταξιούχων. Η γυναίκα είχε αρνηθεί τη Θεραπεία που της προσφέρθηκε, αλλά η Ηλαίην υποπτευόταν πως οι αρθρώσεις της πονούσαν. Ούτως ή άλλως, ήταν πια έτοιμη. Δεν θα φορούσε την τιάρα της Κόρης-Διαδόχου. Θα την άφηνε πάνω στη μικρή φιλντισένια κοομηματοθήκη, στο τραπέζι καλλωπισμού της. Δεν είχε και πολλά κοσμήματα· τα περισσότερα είχαν δοθεί ως ενέχυρα και το ίδιο θα ίσχυε και για τα υπόλοιπα όταν θα έφευγε το πινάκιο. Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί τώρα γι’ αυτό. Λίγες στιγμές ακόμα με τον εαυτό της, και θα επανερχόταν στα καθήκοντά της.

Το καθιστικό με τα σκοτεινά φατνώματα και τις φαρδιές κορνίζες με τα σκαλιστά πουλιά, περιλάμβανε δύο ψηλά τζάκια με περίτεχνα πρέκια, ένα σε κάθε μεριά, που έκαναν καλύτερη δουλειά ως προς τη ζεστασιά του χώρου από εκείνα που είχε στο δωμάτιο ιματισμού, αν και τα απλωμένα στις λευκές πλάκες κιλίμια ήταν απαραίτητα κι εδώ. Προς μεγάλη της έκπληξη, στο δωμάτιο βρισκόταν κι ο Χάλγουιν Νόρυ. Φαίνεται πως το καθήκον την καλούσε για τα καλά.

Ο Αρχιγραμματέας τινάχτηκε όρθιος από το κάθισμα με τη χαμηλή ράχη καθώς έμπαινε η Ηλαίην, κρατώντας σφιχτά πάνω στο στενό του στήθος έναν δερμάτινο φάκελο, και προχώρησε ταλαντευόμενος γύρω από το γεμάτο με περγαμηνές τραπέζι, στο κέντρο του δωματίου, για να κάνει μια αδέξια γονυκλισία. Ο Νόρυ ήταν ψηλός και λιπόσαρκος, με μεγάλη μύτη κι αραιές τούφες μαλλιών, που ξεπετάγονταν πίσω από τα αυτιά του σαν πούπουλα. Συχνά, της θύμιζε ερωδιό. Οι υφιστάμενοι του γραμματείς ήταν εκείνοι που διεκπεραίωναν όλη τη γραφική εργασία, ωστόσο μια μικρή κηλίδα από μελάνι λέρωνε την άκρη του πορφυρού χιτώνα του. Η κηλίδα έμοιαζε παλιά κι η Ηλαίην αναρωτήθηκε μήπως ο φάκελος έκρυβε κι άλλες. Ο άντρας τον κρατούσε πάνω στο στήθος του και τότε που ήταν ντυμένος επίσημα, δύο μέρες αφότου είχαν συναντήσει την Κυρά Χάρφορ. Το έκανε, άραγε, σε ένδειξη αφοσίωσης ή επειδή το συνήθιζε κι η Αρχιυπηρέτρια;

«Ζητώ συγγνώμη που σας αναστάτωσα τόσο βιαστικά, Αρχόντισσά μου», είπε, «αλλά πιστεύω πως υπάρχουν ζητήματα άμεσης σπουδαιότητας, αν όχι επείγοντα, για τα οποία πρέπει να ενημερωθείτε». Σπουδαία ή μη, η φωνή του εξακολουθούσε να προκαλεί νύστα.

«Φυσικά, Αφέντη Νόρυ. Δεν θα ήθελα να σας πιέσω». Ο άντρας βλεφάρισε κι η Ηλαίην προσπάθησε να συγκρατήσει έναν αναστεναγμό. Από τον τρόπο που έγερνε το κεφάλι του από δω κι από κει, λες και προσπαθούσε να βρει μια γωνία για να ακούει καλύτερα, η γυναίκα νόμιζε πως ήταν κουφός. Ίσως γι’ αυτό η φωνή του παρέμενε σχεδόν πάντα στον ίδιο τόνο. Η Ηλαίην ύψωσε λίγο τη δική της. Σε τελική ανάλυση, μπορεί απλώς να ήταν ένας ανιαρός τύπος. «Καθίστε και πείτε μου ποια είναι αυτά τα σπουδαία ζητήματα».

Πήρε ένα από τα σκαλιστά καθίσματα από το τραπέζι και του έκανε νόημα να κάτσει, αλλά ο άντρας παρέμεινε όρθιος. Πάντα αυτό έκανε. Η Ηλαίην έγειρε πίσω, για να ακούσει τι είχε να της πει, βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο και σιάζοντας τη φούστα της.

Ο άντρας δεν έκανε καμιά αναφορά στον φάκελο που κρατούσε. Οτιδήποτε ήταν γραμμένο στο χαρτί υπήρχε ατόφιο και μέσα στο κεφάλι του, τα δε έγγραφα τα είχε μαζί του σε περίπτωση που η Ηλαίην απαιτούσε να τα δει με τα ίδια της τα μάτια. «Το πιο άμεσο ζήτημα, Αρχόντισσά μου, και μάλλον το σημαντικότερο, είναι πως τεράστια κοιτάσματα στύψης ανακαλύφθηκαν στα κτήματά σας, στο Ντάναμπαρ. Στύψη πρώτης ποιότητας. Πιστεύω πως οι τραπεζίτες θα πάψουν να είναι τόσο... εμμ... διστακτικοί σχετικά με τις αιτήσεις μου εκ μέρους σας μόλις το πληροφορηθούν». Χαμογέλασε φευγαλέα, ένα στιγμιαίο ανασήκωμα των λεπτών του χειλιών. Για τα δεδομένα του, ήταν σαν να χοροπηδούσε.

Η Ηλαίην πήδησε όρθια μόλις ο άντρας ανέφερε τη στύψη και χαμογέλασε πλατιά. Ήταν έτοιμη να χοροπηδήσει κι αυτή. Αν στο δωμάτιο ήταν κάποιος άλλος παρών κι όχι ο Νόρυ, μπορεί και να το έκανε. Η αγαλλίαση που ένιωθε ήταν τόση, ώστε για μία στιγμή ένιωσε την οργή της Μπιργκίτε να μειώνεται αισθητά. Οι βαφείς κι οι υφάντριες χρειάζονταν απεγνωσμένα τη στύψη, όπως επίσης κι οι υαλουργοί κι οι κατασκευαστές χαρτιών. Η μόνη πηγή για στύψη πρώτης ποιότητας ήταν η Γκεάλνταν —μέχρι στιγμής, τουλάχιστον— κι οι δασμοί μονάχα του συγκεκριμένου προϊόντος ήταν αρκετοί για να διατηρούν τον θρόνο της Γκεάλνταν επί γενεές. Ό,τι ερχόταν από το Δάκρυ και το Άραφελ δεν ήταν πολύ καλό, ωστόσο συνεισέφερε στα ταμεία των χωρών αυτών, προμηθεύοντάς τους με ελαιόλαδο ή πολύτιμους λίθους.

«Αυτά κι αν είναι σπουδαία νέα, Άρχοντα Νόρυ. Η καλύτερη είδηση που άκουσα σήμερα». Το πιθανότερο ήταν πως επρόκειτο για την καλύτερη είδηση που άκουσε από τότε που είχε φτάσει στο Κάεμλυν, αλλά σίγουρα ήταν η καλύτερη της ημέρας. «Πόσο γρήγορα μπορείς να παρακάμψεις τον "δισταγμό" των τραπεζιτών;» Ήταν σαν να της έκλειναν την πόρτα στα μούτρα, μόνο που το έκαναν πιο ευγενικά. Οι τραπεζίτες γνώριζαν με ακρίβεια τον αριθμό των οπλισμένων αντρών που τάσσονταν υπέρ της κι όσων ήταν υπέρ των αντιπάλων της. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν αμφέβαλλε στο ελάχιστο ότι τα πλούσια κοιτάσματα της στύψης θα τους έπειθαν. Ούτε ο Νόρυ είχε κάποια αμφιβολία.

«Αρκετά γρήγορα, Αρχόντισσά μου, και, πιστεύω, με πολύ ευνοϊκούς όρους. Θα τους πω ότι, αν οι καλύτερες προσφορές τους αποδειχθούν ανεπαρκείς, θα προσεγγίσω το Δάκρυ ή την Καιρχίν. Δεν θα διακινδυνεύσουν να χάσουν την πελατεία τους, Αρχόντισσά μου». Όλα αυτά ειπώθηκαν με τη χαρακτηριστικά ξερή, επίπεδη φωνή, χωρίς την παραμικρή χροιά ικανοποίησης, που θα χρωμάτιζε τη φωνή οποιουδήποτε άλλου. «Φυσικά, πρόκειται για μια υποθήκη σε μελλοντικό εισόδημα και σίγουρα θα υπάρξουν δαπάνες. Το ίδιο το μεταλλείο. Μεταφορές. Το Ντάναμπαρ είναι ορεινή περιοχή κι απέχει κάμποσο από τον Δρόμο του Λάγκαρντ. Ωστόσο, τα κέρδη θα είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες σου ως προς τη Φρουρά, Αρχόντισσά μου, όπως και την Ακαδημία».

«Η λέξη "αρκετά" δεν είναι ακριβής, αν έχεις παραιτηθεί της προσπάθειας να με αποτρέψεις να κάνω σχέδια για την Ακαδημία, Αφέντη Νόρυ», του αποκρίθηκε γελώντας σχεδόν. Ο Νόρυ ήταν υπερπροστατευτικός με τον θησαυρό του Άντορ, σαν χήνα με ένα μονάχα νεογνό, κι είχε εκφράσει την απαρέγκλιτη αντίθεση του στο να αναλάβει η Ηλαίην τη σχολή που είχε διατάξει ο Ραντ να ιδρυθεί στο Κάεμλυν. Όποτε του δινόταν η ευκαιρία, διαφωνούσε μαζί της ξανά και ξανά, μέχρι που η φωνή του έμοιαζε με τρυπάνι που τρυπούσε το κρανίο της. Προς το παρόν, η σχολή αποτελούνταν από μερικές ντουζίνες λόγιους με τους μαθητές τους, σκορπισμένους στη Νέα Πόλη σε διάφορα πανδοχεία, αλλά ακόμα και καταμεσής του χειμώνα κατέφθαναν κι άλλοι κάθε μέρα, και διαμαρτύρονταν έντονα επειδή χρειάζονταν περισσότερο χώρο. Δεν είχε σκοπό να τους παραχωρήσει κάποιο παλάτι, βέβαια, όμως κάπου έπρεπε να μείνουν. Ο Νόρυ πάσχιζε να διαχειριστεί με φειδώ το χρυσάφι του Άντορ, αλλά η Ηλαίην φρόντιζε για το μέλλον του Άντορ. Η Τάρμον Γκάι’ντον ήταν καθ’ οδόν, μα η Κόρη-Διάδοχος είχε ανάγκη να πιστεύει πως θα υπήρχε μέλλον κατόπιν, ασχέτως του αν ο Ραντ θα Τσάκιζε ξανά τον κόσμο. Ειδάλλως, δεν είχε νόημα να συνεχίσει να κάνει οτιδήποτε, αλλά ούτε ανεχόταν να κάθεται και να περιμένει. Ακόμα κι αν γνώριζε με σιγουριά πως η Τελευταία Μάχη ήταν το οριστικό τέλος, δεν πίστευε πως έπρεπε να κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα. Ο Ραντ είχε ιδρύσει αυτές τις σχολές, σε περίπτωση που ο ίδιος όντως κατέληγε να Τσακίσει τον κόσμο, με την ελπίδα να διασωθεί κάτι, όμως η σχολή αυτή θα ανήκε στο Άντορ, όχι στον Ραντ αλ’Θόρ. Θα ήταν η Ακαδημία του Ρόδου, αφιερωμένη στη μνήμη της Μοργκέις Τράκαντ. Ναι, υπήρχε μέλλον, κι αυτό το μέλλον θα μνημόνευε τη μητέρα της. «Ή μήπως αποφάσισες πως, σε τελική ανάλυση, αν ακολουθήσεις τα ίχνη από το χρυσάφι της Καιρχίν, θα βρεις τον Αναγεννημένο Δράκοντα;»

«Εξακολουθώ να πιστεύω πως το ρίσκο είναι μικρό, Αρχόντισσά μου, και δεν αξίζει να το πάρει κανείς ύστερα απ’ όσα μόλις έμαθα από την Ταρ Βάλον». Ο τόνος της φωνής του δεν άλλαξε καθόλου, αλλά ήταν προφανές πως είχε ταραχθεί. Τα δάχτυλά του έπαιζαν ταμπούρλο πάνω στον δερμάτινο φάκελο που κρατούσε κολλημένο στο στήθος του, σαν αράχνες που χόρευαν, κι έπειτα έμειναν ακίνητα. «Ο... εμμ... Λευκός Πύργος εξέδωσε μία διακήρυξη, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζει τον... εμμ... Άρχοντα Ραντ ως τον Αναγεννημένο Δράκοντα και του προσφέρει... εμμ... προστασία και καθοδήγηση. Επιπλέον, αφορίζει οποιονδήποτε τον προσεγγίσει χωρίς τη μεσολάβηση του Πύργου. Όπως γνωρίζετε πολύ καλά, Αρχόντισσά μου, καλό είναι να είστε προσεκτική και να μην εξοργίζετε την Ταρ Βάλον». Κοίταξε έντονα το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο χέρι της, που αναπαυόταν στο σκαλιστό μπράτσο της πολυθρόνας. Ήξερε για το σχίσμα του Πύργου —άλλωστε, όλοι το ήξεραν· μόνο κάτι περιβολάρηδες στο Σελέισιν μπορεί να μην το είχαν πάρει είδηση— αλλά παραήταν διακριτικός για να ζητήσει την υπακοή της. Ωστόσο, έτοιμος ήταν να πει «η Έδρα της Άμερλιν» αντί «ο Λευκός Πύργος», και το Φως μόνο ξέρει με ποια έκφραση θα αντικαθιστούσε το «Άρχοντας Ραντ». Δεν τον κατηγορούσε. Ήταν πολύ επιφυλακτικός, ένα προσόν απαραίτητο για τη θέση του.

Πάντως, η διακήρυξη της Ελάιντα την ξάφνιασε. Συνοφρυωμένη, χάιδεψε σκεπτική με τον αντίχειρά της το δαχτυλίδι. Η Ελάιντα φορούσε αυτό το δαχτυλίδι για περισσότερο καιρό από τη μέχρι τώρα ζωή της Ηλαίην. Μπορεί αυτή η γυναίκα να ήταν φαντασμένη, ξεροκέφαλη, τυφλή σε οποιαδήποτε άλλη άποψη εκτός της δικής της, αλλά χαζή δεν ήταν. Το αντίθετό μάλιστα. «Πώς είναι δυνατόν να νομίζει πως ο Ραντ θα αποδεχθεί μια τέτοια προσφορά;» μονολόγησε μόνη της. «Προστασία και καθοδήγηση; Δύσκολο να φανταστώ άλλον τρόπο για να τον κάνει έξαλλο από θυμό!» Καθοδήγηση! Ποιος θα τολμούσε να οδηγήσει τον Ραντ χρησιμοποιώντας κουπί από μαούνα;

«Ίσως έχει ήδη δεχθεί, Αρχόντισσά μου, σύμφωνα με τον ανταποκριτή μου στην Καιρχίν». Ο Νόρυ θα ανατρίχιαζε και μόνο στη νύξη ότι ήταν ειδικός στην κατασκοπία. Ή, τέλος πάντων, τα χείλη του θα σούφρωναν από αηδία. Ο Αρχιγραμματέας διαχειριζόταν την εθνική περιουσία, ήλεγχε τους γραμματείς που διοικούσαν την πρωτεύουσα, κι έδινε συμβουλές στον θρόνο για κρατικά θέματα. Το σίγουρο ήταν πως δεν διέθετε κανένα δίκτυο κατασκόπων, όπως έκαναν τα Άτζα ή ακόμα και κάποιες από τις αδελφές. Από την άλλη, αλληλογραφούσε τακτικά με καλά πληροφορημένους και δικτυωμένους ανθρώπους σε άλλες πρωτεύουσες, οπότε οι συμβουλές του αφορούσαν σε τρέχοντα γεγονότα. «Στέλνει ένα περιστέρι μία φορά τη βδομάδα, αλλά φαίνεται πως, από τότε που έστειλε το τελευταίο της, κάποιος επιτέθηκε στο Παλάτι του Ήλιου χρησιμοποιώντας τη Μία Δύναμη».

«Τη Δύναμη;» αναφώνησε η Ηλαίην και τινάχτηκε μπροστά, σοκαρισμένη.

Ο Νόρυ ένευσε μία και μοναδική φορά. Ήταν σαν να ανέφερε την παρούσα κατάσταση έργων οδοποιίας. «Έτσι με πληροφόρησε ο σύνδεσμός μου, Αρχόντισσά μου. Ίσως ήταν έργο των Άες Σεντάι, των Άσα’μαν ή των Αποδιωγμένων. Φοβάμαι πως πρόκειται για υποθέσεις και κουτσομπολιά. Η πτέρυγα που περιείχε τα διαμερίσματα του Αναγεννημένου Δράκοντα καταστράφηκε ολοσχερώς, κι ο ίδιος εξαφανίστηκε. Πολλοί πιστεύουν πως κατέφυγε στην Ταρ Βάλον, για να γονυπετήσει στην Έδρα της Άμερλιν. Άλλοι, αν κι όχι πολλοί, πιστεύουν ότι σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Θα σας συμβούλευα να μην προβείτε σε κάποια ενέργεια μέχρις ότου ξεδιαλύνει η εικόνα». Έκανε μια παύση κι έγειρε το κεφάλι του σκεφτικός. «Από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου μαζί του, Αρχόντισσά μου», είπε αργά, «δεν θα πίστευα ότι είναι νεκρός, παρά μόνο αν περνούσα τρεις μέρες παρέα με το πτώμα του».

Η Ηλαίην απέμεινε να τον κοιτάει σαν χαζή. Σίγουρα πλάκα της έκανε. Ένα άξεστο ευφυολόγημα εκ μέρους του Χάλγουιν Νόρυ! Ούτε κι η ίδια πίστευε πως ο Ραντ ήταν νεκρός, ούτε και θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει κάτι τέτοιο. Όσον αφορά δε στη γονυκλισία μπροστά στην Ελάιντα, ο Ραντ παραήταν πεισματάρης ώστε να υποταχθεί σε κάποιον. Αρκετές δυσκολίες θα αντιμετωπίζονταν με επιτυχία, αν το έπαιρνε απόφαση να γονατίσει στην Εγκουέν, κάτι που δεν θα έκανε ποτέ, μια κι ήταν παιδική του φίλη. Η πρόκληση ήταν η Ελάιντα, ξεχώριζε σαν γίδα σε χοροεσπερίδα, ειδικά από τη στιγμή που θα μάθαινε τη διακήρυξη της. Όμως, ποιος του είχε επιτεθεί; Οι Σωντσάν σίγουρα δεν προλάβαιναν να φτάσουν στην Καιρχίν. Αν οι Αποδιωγμένοι είχαν αποφασίσει να κινηθούν ανοικτά, σήμαινε πως ο κόσμος θα αντιμετώπιζε ακόμα χειρότερο χάος κι όλεθρο, μα το χειρότερο θα ήταν οι Άσα’μαν. Αν τα ίδια του τα δημιουργήματα στρέφονταν εναντίον του... Όχι! Θα ήταν αδύνατον να τον προστατεύσει, όσο κι αν αυτός θα είχε ανάγκη την προστασία της. Θα έπρεπε να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του.

Τι ανόητος άνθρωπος! μουρμούρισε από μέσα της. Τριγυρνάει από δω κι από κει, παρελαύνοντας και σείοντας τα λάβαρα, λες και δεν έχει γίνει καμιά απόπειρα δολοφονίας εναντίον του! Κοίτα να φροντίσεις τον εαυτό σου, Ραντ αλ’Θόρ, αλλιώς θα τη φας τη σφαλιάρα μόλις πέσεις στα χέρια μου!

«Τι άλλο σού είπαν οι ανταποκριτές σου, Αφέντη Νόρυ;» ρώτησε δυνατά, βγάζοντας τον Ραντ από το μυαλό της. Δεν είχε πέσει ακόμα στα χέρια της, οπότε το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να συγκεντρωθεί στην προσπάθειά της να κρατήσει το Άντορ.

Οι ανταποκριτές του Νόρυ είχαν κάμποσα πράγματα να αναφέρουν, αν και μερικά νέα είχαν παλιώσει πια. Δεν χρησιμοποιούσαν όλοι οι γραφιάδες περιστέρια, και κάποια γράμματα που δίνονταν σε έμπιστους εμπόρους έκαναν, στην καλύτερη περίπτωση, μήνες, για να φθάσουν μέσω ξηράς. Οι αναξιόπιστοι έμποροι δέχονταν τα ταχυδρομικά έξοδα, αλλά ποτέ δεν έμπαιναν στον κόπο να παραδώσουν το γράμμα. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν τη δυνατότητα να μισθώσουν αγγελιαφόρους. Η Ηλαίην είχε σκοπό να ιδρύσει ένα Βασιλικό Ταχυδρομείο, αν το επέτρεπαν ποτέ οι περιστάσεις. Ο Νόρυ παραπονιόταν πως τα τελευταία νέα που είχε από το Έμπου Νταρ είχαν ήδη ξεπεραστεί από τα γεγονότα που εδώ και βδομάδες συζητιόνταν στους δρόμους και στα σοκάκια.

Βέβαια, δεν ήταν όλα τα νέα σημαντικά. Οι γραμματείς του δεν είχαν καμιά σχέση με κατασκόπους. Απλώς, κατέγραφαν τα νέα της πόλης και τα κουτσομπολιά της αυλής. Τα νέα από το Δάκρυ αφορούσαν σε ολοένα αυξανόμενους αριθμούς πλοίων των Θαλασσινών, που προχωρούσαν ακυβέρνητα διαμέσου των Δακτύλων του Δράκοντα και συνωστίζονταν στον ποταμό της πόλης, ενώ υπήρχαν φήμες για πλοία των Θαλασσινών που είχαν ναυμαχήσει με τους Σωντσάν, αν κι αυτά ήταν μάλλον διαδόσεις. Το Ίλιαν παρέμενε ήρεμο και γεμάτο από στρατιώτες του Ραντ, οι οποίοι ανακτούσαν δυνάμεις ύστερα από τη μάχη εναντίον των Σωντσάν· τίποτε άλλο δεν ήταν γνωστό· ακόμη και το αν ο Ραντ βρισκόταν στην πόλη ήταν υπό αμφισβήτηση. Η Βασίλισσα της Σαλδαία υποχωρούσε ακόμα στην επαρχία, πράγμα το οποίο γνώριζε πολύ καλά η Ηλαίην, αλλά φαίνεται πως η Βασίλισσα του Κάντορ είχε να φανεί μήνες στο Τσάτσιν, ενώ ο Βασιλιάς του Σίναρ υποτίθεται πως έκανε εκτενέστατη επιθεώρηση στο Σταχτοσύνορο, παρ’ όλο που η Μάστιγα ήταν πιο ήσυχη από κάθε άλλη φορά στα χρονικά. Στο Λάγκαρντ, ο Βασιλιάς Ρέντραν συγκέντρωνε κάθε αξιόμαχο ευγενή, ενώ ολάκερη η πόλη ανησυχούσε για τους δύο μεγάλους στρατούς που είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στα σύνορα με το Άντορ, ο ένας γεμάτος με Άες Σεντάι κι ο άλλος με Αντορινούς, κι ανησυχούσε επίσης για το τι σκόπευε να κάνει ένας ακόλαστος χαραμοφάης σαν τον Ρέντραν.

«Κι οι σύμβουλοι που έχεις εδώ;» τον ρώτησε, όταν εκείνος ολοκλήρωσε, αν κι ήξερε ότι δεν ήταν ανάγκη. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν ανάγκη να μάθει και για τα υπόλοιπα. Τα γεγονότα ήταν πολύ μακρινά, ασήμαντα ίσως, για να επηρεάσουν το Άντορ, απλώς μια τυπική ενημέρωση για το τι συνέβαινε σε μακρινές περιοχές. Ωστόσο, ήταν αναμενόμενο να ρωτήσει, μολονότι αμφότεροι γνώριζαν πως ήξερε ήδη την απάντηση — «μην κάνετε τίποτα»— οπότε οι αποκρίσεις του Νόρυ ήταν άμεσες. Το Μουράντυ ούτε μακριά ήταν, ούτε ασήμαντο θεωρούνταν, αλλά αυτή τη φορά ο άντρας δίστασε και σούφρωσε τα χείλη του. Ο Νόρυ ήταν αργός και μεθοδικός, μα σπανίως διστακτικός.

«Τίποτα όσον αφορά σε αυτό το θέμα, Αρχόντισσά μου», είπε τελικά. «Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα συμβούλευα έναν απεσταλμένο στον Ρέντραν να προσπαθήσει να τον κάνει να αναθεωρήσει τους σκοπούς και τις απόψεις του. Μπορεί να φοβάται για όσα συμβαίνουν στα βόρεια σύνορα του ή για τις επιδρομές των Αελιτών, για τις οποίες τόσο πολλά ακούγονται. Από την άλλη, παρ’ όλο που ποτέ δεν είχε ιδιαίτερες φιλοδοξίες, ίσως θέλει να επιχειρήσει κάτι στη βόρεια Αλτάρα. Ή στο Άντορ, δεδομένων των συνθηκών. Δυστυχώς...» Σφίγγοντας ακόμη τον φάκελο στο στήθος του, άπλωσε τα χέρια του μπροστά κι αναστέναξε, σαν να ζητούσε συγγνώμη, ή από απόγνωση.

Δυστυχώς, δεν είχε γίνει ακόμα βασίλισσα και κανένας απεσταλμένος εκ μέρους της δεν μπορούσε να πλησιάσει τον Ρέντραν. Αν αποτύγχανε στη διεκδίκηση της κι ο Ρέντραν είχε ήδη δεχθεί τον απεσταλμένο της, ο νικητής μπορεί να άδραχνε την ευκαιρία και να θέριζε το Μουράντυ για να του δώσει ένα μάθημα, ενώ ο Άρχοντας Λούαν μαζί με τους υπόλοιπους θα είχαν απλωθεί ήδη στην επικράτεια. Βέβαια, η Ηλαίην ήταν καλύτερα ενημερωμένη απ’ ό,τι ο Αρχιγραμματέας, εξαιτίας της Εγκουέν. Δεν σκόπευε να αποκαλύψει την πηγή της, αλλά αποφάσισε να τον καθησυχάσει. Να γιατί είχε ζαρώσει το στόμα του: επειδή ήξερε τι έπρεπε να γίνει, αλλά ήταν ανίκανος να βρει τρόπο για να το κάνει.

«Γνωρίζω πολύ καλά ποιοι είναι οι στόχοι του Ρέντραν, Αφέντη Νόρυ. Στοχεύει στο ίδιο το Μουράντυ. Οι Αντορινοί στο Μουράντυ έχουν αποδεχθεί τους όρκους από τους Μουραντιανούς ευγενείς στον Βορρά, κι αυτό προξενεί αναστάτωση στους υπόλοιπους. Υπάρχει επίσης μια μεγάλη ομάδα μισθοφόρων —Δρακορκισμένοι στην πραγματικότητα, αλλά ο Ρέντραν νομίζει πως είναι μισθοφόροι— τους οποίους πήρε κρυφά στη δούλεψη του κι αποτελούν διαρκή απειλή, ακόμα κι όταν φύγουν οι άλλοι στρατοί. Σκοπεύει να κάνει χρήση όλων αυτών των απειλών, για να δέσει τους ευγενείς, έτσι ώστε ο καθένας ξεχωριστά να φοβάται να απομακρυνθεί όταν εκλείψουν οι άλλες απειλές. Αν πετύχουν τα σχέδια του, ίσως αποτελέσει μελλοντικό πρόβλημα —αν μη τι άλλο, θα θέλει πίσω εκείνες τις βόρειες περιοχές— αλλά, προς το παρόν, δεν αποτελεί πρόβλημα για το Άντορ».

Τα μάτια του Νόρυ γούρλωσαν κι έγειρε το κεφάλι του πρώτα από τη μια μεριά κι έπειτα από την άλλη, κοιτώντας την εξεταστικά. Έβρεξε τα χείλη του πριν μιλήσει. «Αυτό εξηγεί πολλά, Αρχόντισσά μου. Ναι, ναι, θα μπορούσε». Άγγιξε ξανά τα χείλη του με τη γλώσσα. «Υπάρχει και κάτι άλλο που ανέφερε ο σύνδεσμός μου στην Καιρχίν κι... εμμ... ξέχασα να αναφέρω. Όπως ίσως ξέρετε, η πρόθεσή σας να διεκδικήσετε τον Θρόνο του Ήλιου είναι πασίγνωστη κι έχει ευρεία υποστήριξη. Φαίνεται πως πολλοί Καιρχινοί μιλούν ανοιχτά για την έλευσή τους στο Άντορ, για να σας βοηθήσουν στην κατάκτηση του Θρόνου του Λιονταριού, ώστε να μπορέσετε να πάρετε τον Θρόνο του Ήλιου συντομότερα. Δεν νομίζω πως χρειάζεστε τις συμβουλές μου σχετικά με αυτές τις προσφορές».

Η Ηλαίην ένευσε, αρκετά καταδεκτικά δεδομένων των συνθηκών. Η βοήθεια από την Καιρχίν θα ήταν χειρότερη από τους μισθοφόρους, αφού Άντορ και Καιρχίν είχαν μεγάλο παρελθόν πολεμικών αναμετρήσεων μεταξύ τους. Ο Χάλγουιν Νόρυ δεν το είχε ξεχάσει. Ποτέ δεν ξεχνούσε τίποτα. Άρα, γιατί αποφάσισε να της μιλήσει, αντί να την αφήσει να εκπλαγεί από την έλευση των υποστηρικτών της από την Καιρχίν; Μήπως τον είχε εντυπωσιάσει η επίδειξη γνώσεων εκ μέρους της; Ή μήπως φοβόταν ότι θα το μάθαινε, αν της το κρατούσε μυστικό; Την περίμενε υπομονετικά να μιλήσει, σαν αποκαμωμένος ερωδιός που περιμένει... κάποιο ψάρι;

«Ετοίμασε μια επιστολή, για να την υπογράψω και να τη σφραγίσω, Αφέντη Νόρυ, η οποία θα σταλεί σε κάθε Μείζονα Οίκο της Καιρχίν. Κατ’ αρχάς, κατάστησε σαφές το αναφαίρετο δικαίωμά μου στον Θρόνο του Ήλιου ως θυγατέρα του Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ κι ανάφερε ότι θα έρθω για να προβώ στη διεκδίκηση του όταν ηρεμήσει κάπως η κατάσταση στο Άντορ. Πες ότι δεν θα φέρω στρατό μαζί μου, μια και γνωρίζω πολύ καλά ότι οι Αντορινοί στρατιώτες στο έδαφος της Καιρχίν θα γίνουν αφορμή να στραφεί όλος ο πληθυσμός εναντίον μου, και δικαίως. Ολοκλήρωσε με την ευγνωμοσύνη μου για την υποστήριξη του έργου μου από πολλούς Καιρχινούς, και με την ελπίδα μου, ότι οποιαδήποτε διένεξη με την Καιρχίν μπορεί να επιλυθεί ειρηνικά». Οι ευφυείς θα αντιλαμβάνονταν το μήνυμα πίσω από τις λέξεις και, με λίγη τύχη, θα τα εξηγούσαν σε όσους δεν ήταν τόσο έξυπνοι.

«Έξυπνη απάντηση, Αρχόντισσά μου», είπε ο Νόρυ, με τους ώμους μαζεμένους σε μια απομίμηση υπόκλισης. «Σπεύδω να το κάνω. Με συγχωρείτε που ρωτάω, Αρχόντισσά μου, αλλά μήπως βρήκατε χρόνο να υπογράψετε τους απολογισμούς; Εντάξει, δεν πειράζει. Θα στείλω κάποιον να τους πάρει αργότερα». Έκανε την κατάλληλη, αν κι όχι λιγότερο αδέξια από πριν, υπόκλιση κι ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά σταμάτησε ξανά. «Με συγχωρείτε που παίρνω τόσο θάρρος, Αρχόντισσά μου, αλλά μου θυμίζετε πολύ την τέως Βασίλισσα και μητέρα σας».

Παρακολουθώντας την πόρτα να κλείνει πίσω του, η Ηλαίην αναρωτήθηκε κατά πόσον θα μπορούσε να τον υπολογίζει ως σύμμαχό της. Η διοίκηση του Κάεμλυν δίχως υπαλλήλους, πόσω μάλλον του Άντορ, ήταν αδύναμη, κι ο Αρχιγραμματέας είχε τη δύναμη να γονατίσει μια βασίλισσα, αν παρέμενε ανεξέλεγκτος. Η φιλοφρόνηση δεν ήταν το ίδιο πράγμα με μια διακήρυξη αφοσίωσης.

Δεν είχε πολλή ώρα στη διάθεσή της να συλλογιστεί ενδελεχώς το ζήτημα, γιατί, λίγες στιγμές έπειτα από την αποχώρηση του Νόρυ, μπήκαν στο δωμάτιο τρεις υπηρέτριες με λιβρέες, κουβαλώντας δίσκους με ασημένια σκεπάσματα, τους οποίους τοποθέτησαν σε σειρά πάνω στο επίμηκες τραπέζι που ακουμπούσε στον ένα τοίχο.

«Η Αρχιυπηρέτρια είπε πως η Αρχόντισσα ξέχασε να δώσει εντολή για το μεσημεριανό γεύμα», είπε μια παχουλή γκριζομάλλα, κάνοντας υπόκλιση και ταυτόχρονα ένα νόημα στη νεότερη συνάδελφό της να αφαιρέσει τα ψηλά σκεπάσματα. «Έτσι, έστειλε στην Αρχόντισσα μια ποικιλία».

Μια ποικιλία. Κουνώντας το κεφάλι της στη θέα των δίσκων, η Ηλαίην θυμήθηκε πόση ώρα είχε περάσει από το πρωινό που έφαγε με την ανατολή του ήλιου. Υπήρχαν φέτες σπάλας χοιρινού με σάλτσα από σινάπι και κόκορας ψημένος με ξερά σύκα, γλυκάδια από αρνί με ανανά, κρεμώδη πράσα με πατατόσουπα, ρολά από λάχανο με σταφίδες και πιπέρι καθώς και κολοκυθόπιτα, για να μην αναφέρουμε μια μικρή γαβάθα με τάρτες μήλου κι άλλη μία με γλυκίσματα περιχυμένα με τραγανιστή κρέμα. Ομιχλώδεις ατμοί αναδύονταν από δύο κοντόχοντρες ασημένιες κανάτες με κρασί, σε περίπτωση που προτιμούσε ένα από τα δύο μυρωδικά. Μια τρίτη κανάτα περιείχε ζεστό τσάι. Στριμωγμένο δε περιφρονητικά στη γωνία ενός δίσκου ήταν το γεύμα που πάντα παρήγγελλε το μεσημέρι, σκέτος ζωμός με ψωμί. Η Ρενέ Χάρφορ το αποδοκίμαζε· ισχυριζόταν πως η Ηλαίην ήταν «λεπτή σαν στέκα».

Η Αρχιυπηρέτρια είχε ήδη γνωστοποιήσει παντού τις απόψεις της. Η γκριζομάλλα υφισταμένη της, με μια επιτιμητική έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό της, άφησε το ψωμί, τον ζωμό και το τσάι στο τραπέζι που βρισκόταν στο μέσον του δωματίου, μαζί με μία λινή πετσέτα, ένα μικρό δισκάκι κι ένα λεπτό φλιτζάνι από μπλε πορσελάνη κι ένα ασημένιο δοχείο με μέλι. Πάνω στο πιατάκι έβαλε μερικά σύκα. Ένα γεμάτο στομάχι το μεσημέρι ήταν ό,τι πρέπει για ένα νωθρό κεφάλι το απόγευμα, συνήθιζε να λέει η Λίνι. Κανείς όμως δεν μοιραζόταν τις δικές της απόψεις. Οι υπηρέτριες ήταν αλαφροπάτητες, όλες κι ακόμα και το νεαρότερο ζευγάρι έμοιαζε απογοητευμένο καθώς αποχωρούσε με τα κατάλοιπα του φαγητού.

Ο ζωμός ήταν πολύ καλός, ζεστός κι ελαφρώς αρωματικός, ενώ το τσάι ανέδιδε ένα ευχάριστο άρωμα μέντας, αλλά η Ηλαίην δεν κατάφερε να μείνει για πολύ μόνη της με το γεύμα και τις σκέψεις της, που ίσως να την απορροφούσαν κάπως από τα γλυκίσματα. Πριν καλά-καλά καταπιεί δυο μπουκιές, η Ντυέλιν μπήκε σαν σίφουνας στο δωμάτιο φορώντας ένα πράσινο φόρεμα ιππασίας και βαριανασαίνοντας. Αφήνοντας κάτω το κουτάλι της, η Ηλαίην τής πρόσφερε τσάι, αλλά την επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε πως το μόνο φλιτζάνι που υπήρχε ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε η ίδια. Η Ντυέλιν αρνήθηκε την προσφορά της με πρόσωπο φρικτά βλοσυρό.

«Στο Δάσος Μπρημ έχει μαζευτεί στρατός», ανακοίνωσε. «Από τον Πόλεμο των Αελιτών έχουμε να δούμε τέτοιον όγκο. Τα μαντάτα τα έφερε σήμερα το πρωί ένας έμπορος που ερχόταν από το Νέο Μπρημ, ο Τόρμον, ένας σοβαρός κι έμπιστος Ιλιανός, διόλου ευφάνταστος ή ονειροπαρμένος. Είπε πως πρόσεξε Αραφελινούς, Καντορινούς και Σιενάριους σε διαφορετικά μέρη. Χιλιάδες από δαύτους, δεκάδες χιλιάδες». Κατέρρευσε σε μια καρέκλα κι έκανε αέρα με την παλάμη της. Το πρόσωπό της ήταν κάπως αναψοκοκκινισμένο, λες κι ήταν αυτή που έτρεχε να αναγγείλει τα μαντάτα. «Τι στο Φως κάνουν οι Μεθορίτες στα σύνορα του Άντορ;»

«Στοιχηματίζω πως είναι ο Ραντ», είπε η Ηλαίην. Καταπνίγοντας ένα χασμουρητό, ήπιε το υπόλοιπο τσάι και ξαναγέμισε το φλιτζάνι. Το πρωινό ήταν ιδιαίτερα κουραστικό, αλλά μια καλή ποσότητα τσαγιού θα την έκανε να συνέλθει.

Η Ντυέλιν έπαψε να κάνει αέρα με το χέρι της, και σηκώθηκε όρθια. «Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι τους έστειλε αυτός για... για να σε βοηθήσει, ε;»

Η πιθανότητα αυτή δεν είχε περάσει από το μυαλό της Ηλαίην. Κάποιες φορές μετάνιωνε που άφηνε τη μεγαλύτερη γυναίκα να ξέρει τα συναισθήματα της για τον Ραντ. «Αποκλείεται να είναι... τόσο τρελός».

Μα το Φως, πόσο κουρασμένη ένιωθε! Μερικές φορές, ο Ραντ συμπεριφερόταν σαν να ήταν ο Βασιλιάς του Κόσμου, αλλά σίγουρα δεν... δεν... Της διέφευγε τι ήταν αυτό που δεν θα μπορούσε με τίποτα να έχει κάνει.

Έπνιξε ακόμα ένα χασμουρητό και ξαφνικά τα μάτια της γούρλωσαν πάνω από το χέρι της, κοιτώντας το φλιτζάνι. Μια ψυχρή γεύση μέντας. Προσεκτικά, άφησε κάτω το φλιτζάνι ή, τουλάχιστον, προσπάθησε. Δεν κατάφερε καν να το ακουμπήσει στο δισκάκι, και το φλιτζάνι αναποδογύρισε, σκορπίζοντας το τσάι στην επιφάνεια του τραπεζιού. Τσάι αρωματισμένο με διχαλόριζα. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα, αλλά άδραξε την Πηγή, πασχίζοντας να γεμίσει με τη ζωή και τη χαρά του σαϊντάρ, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσε να πιάσει τον άνεμο με δίχτυ. Η οργή της Μπιργκίτε, λιγότερο οξεία από πριν, καραδοκούσε ακόμα σε μια γωνιά του μυαλού της. Προσπάθησε φρενιασμένα να συγκρατήσει τον φόβο ή τον πανικό. Ένιωθε το κεφάλι της σαν να ήταν γεμάτο με μάλλινο ύφασμα, κι η κάθε της σκέψη έμοιαζε νωθρή. Βοήθησε με, Μπιργκίτε! σκέφτηκε. Βοήθησε με!

«Τι συμβαίνει;» απαίτησε να μάθει η Ντυέλιν, γέρνοντας απότομα μπροστά. «Κάτι σκέφτηκες και, κρίνοντας από την έκφρασή σου, θα πρέπει να είναι τρομερό».

Η Ηλαίην βλεφάρισε προς το μέρος της. Είχε ξεχάσει την ύπαρξη της άλλης γυναίκας. «Φύγε!» της είπε τραχιά και ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να καθαρίσει τον λαιμό της. Ένιωθε τη γλώσσα της πρησμένη και διπλάσια σε μέγεθος. «Φέρε βοήθεια! Με... δηλητηρίασαν!» Δεν είχε χρόνο για εξηγήσεις. «Πήγαινε!»

Η Ντυέλιν την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, μαρμαρωμένη στη θέση της, κι έπειτα τινάχτηκε επάνω αδράχνοντας τη λαβή του μαχαιριού που είχε περασμένο στη ζώνη της.

Η πόρτα άνοιξε κι ένας υπηρέτης έβαλε μέσα διστακτικά το κεφάλι του. Η Ηλαίην ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Η Ντυέλιν δεν θα τολμούσε να τη μαχαιρώσει παρουσία μάρτυρα. Ο άντρας έβρεξε τα χείλη του με τη γλώσσα του, ενώ το βλέμμα του πεταγόταν πότε στη μία γυναίκα και πότε στην άλλη. Ύστερα, μπήκε, τραβώντας από τη ζώνη του ένα μαχαίρι με μακρόστενη λάμα. Δύο ακόμα άντρες με ερυθρόλευκες λιβρέες τον ακολούθησαν, έκαστος τραβώντας ένα μεγάλο μαχαίρι.

Δεν πρόκειται να πεθάνω σαν γουρούνι στο σακί, σκέφτηκε πικρά η Ηλαίην. Καταβάλλοντας εμφανή προσπάθεια, σηκώθηκε όρθια. Τα γόνατά της τρίκλισαν και χρειάστηκε να στηριχθεί με το ένα χέρι στο τραπέζι, αλλά χρησιμοποίησε το άλλο για να τραβήξει το δικό της εγχειρίδιο. Η εγχάρακτη λάμα είχε ίσα-ίσα το μήκος του χεριού της, αλλά ήταν αρκετή, μόνο που ένιωθε ξύλινα τα δάχτυλά της καθώς άδραχναν τη λαβή. Ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να της το πάρει. Δεν θα παραδοθώ δίχως μάχη, σκέφτηκε. Ήταν σαν να προσπαθεί να περπατήσει μέσα σε μια λίμνη με πηχτό σιρόπι, αλλά ένιωθε αποφασισμένη. Δεν θα πέσω αμαχητί!

Παραδόξως, ο χρόνος που είχε περάσει φαινόταν λίγος. Η Ντυέλιν στρεφόταν στα πρωτοπαλίκαρά της, ενώ ο τελευταίος έκλεινε την πόρτα πίσω του.

«Φόνος!» κραύγασε η Ντυέλιν. Αρπαξε την καρέκλα της και την πέταξε προς το μέρος των αντρών. «Φρουροί! Φόνος! Φρουροί!»

Οι τρεις άντρες προσπάθησαν να αποφύγουν την καρέκλα, αλλά ο ένας ήταν κάπως αργός και το έπιπλο τον χτύπησε στα πόδια. Άφησε ένα ουρλιαχτό, έπεσε στον διπλανό του και παρασύρθηκαν κι οι δύο στο πάτωμα. Ο άλλος, ένας λεπτός και κατάξανθος νεαρός με λαμπερά, γαλάζια μάτια, έκανε στο πλάι έχοντας το μαχαίρι του προτεταμένο.

Η Ντυέλιν του επιτέθηκε με το δικό της όπλο, ορμώντας προς το μέρος του και πασχίζοντας να τον καρφώσει, αλλά αυτός κινούνταν σαν κουνάβι κι απέφευγε εύκολα τις επιθέσεις της. Η μακριά του λάμα έσκισε τον αέρα κι η Ντυέλιν έκανε πίσω αφήνοντας μια κραυγή, με το ένα της χέρι να πιάνει την κοιλιά της. Ο σβέλτος άντρας ξεχύθηκε μπροστά σαν να χόρευε, καρφώνοντας με τη λάμα του, κι η γυναίκα ούρλιαξε κι έπεσε σαν πάνινη κούκλα. Εκείνος πέρασε από πάνω της και προχώρησε προς το μέρος της Ηλαίην.

Για την Ηλαίην δεν υπήρχε πια τίποτε άλλο, παρά μόνον αυτός και το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του. Ο άντρας δεν βιαζόταν. Αυτά τα μεγάλα γαλανά μάτια την κοιτούσαν εξεταστικά και προσεκτικά, καθώς προχωρούσε προς το μέρος της με βήμα σταθερό. Φυσικά. Είχε επίγνωση πως απέναντι του υπήρχε μια Άες Σεντάι. Μάλλον θα αναρωτιόταν κατά πόσον είχε ενεργήσει το δηλητήριο. Η Ηλαίην προσπάθησε να σταθεί όρθια, να τον αγριοκοιτάξει, να κερδίσει λίγα λεπτά μπλοφάροντας, αλλά αυτός έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του κι ανύψωσε το μαχαίρι του. Αν η γυναίκα είχε τη δυνατότητα να κάνει κάτι, θα έπρεπε να είχε συμβεί ήδη. Στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος ικανοποίησης. Απλώς, ήταν υποχρεωμένος να κάνει τη δουλειά του.

Ξαφνικά, ο άντρας σταμάτησε και κοίταξε έκπληκτος προς τα κάτω. Η Ηλαίην κοίταξε κι εκείνη το ατσάλι μήκους μερικών εκατοστών που εξείχε από το στήθος του. Το αίμα ανάβλυσε στο στόμα του καθώς έπεφτε πάνω στο τραπέζι, σπρώχνοντας το με δύναμη.

Τρικλίζοντας, η Ηλαίην έπεσε στα γόνατα και μόλις που κατάφερε να πιαστεί από την άκρη του τραπεζιού, για να μην συνεχίσει να πέφτει. Κοίταξε εμβρόντητη τον αιμόφυρτο άντρα στο χαλί. Η λαβή ενός ξίφους εξείχε από την πλάτη του. Οι σκέψεις της ήταν βαριές, περιπλανώμενες εδώ κι εκεί. Αυτά τα χαλιά μπορεί να μην καθαρίζονταν ποτέ από τόσο αίμα. Αργά-αργά, ανασήκωσε το βλέμμα της, κοιτώντας πέρα από την ακίνητη φιγούρα της Ντυέλιν. Δεν φαινόταν να ανασαίνει. Κοίταξε προς το μέρος της πόρτας. Της ανοιχτής πόρτας. Ο ένας από τους δύο δολοφόνους κειτόταν μπροστά της, με το κεφάλι του να σχηματίζει μια παράξενη γωνία, εν μέρει μόνο κρατημένο στον λαιμό του. Ο άλλος πάλευε με έναν άντρα με κόκκινο πανωφόρι. Οι δυο τους μούγκριζαν και κυλιόνταν στο πάτωμα, πασχίζοντας να φτάσουν το ίδιο εγχειρίδιο. Ο υποψήφιος δολοφόνος προσπαθούσε με το ελεύθερο χέρι του να ελευθερώσει τον λαιμό του από τη γροθιά του άλλου. Του άλλου. Ενός άντρα με πρόσωπο που θύμιζε τσεκούρι και με το χαρακτηριστικό πανωφόρι με τον άσπρο γιακά του Φρουρού.

Βιάσου, Μπιργκίτε, σκέφτηκε νωθρά. Βιάσου, σε παρακαλώ.

Ύστερα, την κατάπιε το σκοτάδι.

Загрузка...