28 Νέα μέσα σε Υφασμάτινο Σακί

Το πρωινό που ακολούθησε την υπόσχεση του Ματ να βοηθήσει, αν μπορούσε, την Τέσλυν —και την Τζολίνε, κι αυτή την Εντεσίνα, που δεν είχε δει καν!— η Τάυλιν ανακοίνωσε πως αναχωρούσε από την πόλη.

«Η Σούροθ πρόκειται να μου δείξει πόση από την έκταση της Αλτάρα ελέγχω τώρα, περιστεράκι μου», είπε. Το μαχαίρι της ζώνης της ήταν καρφωμένο στον σκαλιστό στύλο του κρεβατιού, κι οι δυο τους ήταν ακόμα ξαπλωμένοι στα ανάκατα λινά σεντόνια, ανάμεσα στα μπουρδουκλωμένα κλινοσκεπάσματα, εκείνος φορώντας μονάχα το μεταξένιο μαντίλι που έκρυβε το σημάδι γύρω από τον λαιμό του, κι εκείνη φορώντας μονάχα την επιδερμίδα της. Μια επιδερμίδα υπέροχη, μαλακή όσο ελάχιστες απ’ όσες είχε αγγίξει. Η Τάυλιν ψηλάφισε με τεμπέλικες κινήσεις τα άλλα του σημάδια, αγγίζοντάς τον με ένα μακρύ, βαμμένο πράσινο νύχι. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα σημάδια είχαν πληθύνει πάνω στο κορμί του, όχι ότι προσπαθούσε ιδιαίτερα να τα αποφύγει. Το τομάρι του δύσκολα θα έβγαινε σε πλειστηριασμό, αυτό ήταν σίγουρο, αλλά οι ουλές τη γοήτευαν. «Για να πω την αλήθεια, δεν ήταν δική της ιδέα. Η Τουόν πιστεύει πως... θα βοηθηθώ... αν δω τις περιοχές με τα ίδια μου τα μάτια κι όχι πάνω σε έναν απλό χάρτη, κι ό,τι προτείνει αυτό το κορίτσι, η Σούροθ το εφαρμόζει. Θα ήθελε να το είχαμε κάνει χθες, πάντως. Θα ταξιδέψουμε πάνω σε ένα το’ράκεν, για να καλύψουμε πιο γρήγορα την απόσταση, κάπου διακόσια μίλια τη μέρα νομίζω. Έλα τώρα, μη στραβομουτσουνιάζεις, γουρουνάκι μου. Δεν θα σε αναγκάσω να ανέβεις σε ένα από αυτά τα πράγματα».

Ο Ματ ανάσανε ανακουφισμένος. Δεν ήταν η προοπτική της πτήσης αυτό που τον αναστάτωνε, ίσως μάλιστα να του άρεσε κιόλας. Αν όμως επρόκειτο να βρεθεί εκτός Έμπου Νταρ για κάμποσο καιρό, το Φως μόνο ήξερε τι είδους ανοησίες μπορεί να έκαναν η Τέσλυν, η Τζολίνε, ακόμα κι αυτή η Εντεσίνα, εξαιτίας της ανυπομονησίας τους. Άσε που ο Μπέσλαν μπορεί να έκανε το πρώτο πράγμα που θα του κατέβαινε στο κεφάλι. Ο Μπέσλαν τον ανησυχούσε σχεδόν όσο κι οι γυναίκες. Η Τάυλιν, έτσι ενθουσιασμένη που ήταν με την προοπτική της πτήσης της πάνω σε ένα από αυτά τα θηρία των Σωντσάν, έμοιαζε περισσότερο από κάθε άλλη φορά με αετό.

«Θα λείψω λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα, γλύκα. Χμμμ». Το πράσινο νύχι πέρασε πάνω από τη ζαρωμένη πτυχή μήκους ενός ποδιού, η οποία διέσχιζε λοξά τα πλευρά του. «Μήπως να σε δέσω στο κρεβάτι, για να είμαι σίγουρη πως θα είσαι ασφαλής έως ότου επιστρέψω;»

Χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να ανταποδώσει το πρόστυχο χαμόγελό της με το πιο αφοπλιστικό του μειδίαμα. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως η γυναίκα αστειευόταν. Τα ρούχα που του είχε διαλέξει σήμερα είχαν ένα λαμπερό κόκκινο χρώμα, αρκετά έντονο για να είναι ενοχλητικό στο μάτι· ήταν κατακόκκινα, εκτός από τα κεντητά λουλούδια πάνω στο πανωφόρι και στον μανδύα, όπως επίσης και το μαύρο καπέλο και το μαντίλι του. Η λευκή δαντέλα στον λαιμό και στους καρπούς του απλώς τόνιζαν την κοκκινάδα των υπολοίπων. Ωστόσο, τα φόρεσε χωρίς αντίρρηση, μια και τον διακατείχε σφοδρή επιθυμία να φύγει από τα διαμερίσματά της. Με την Τάυλιν, δεν μπορούσες ποτέ να είσαι σίγουρος. Ίσως να μην αστειευόταν, τελικά.

Φαίνεται πως η Τάυλιν δεν υπερέβαλε σχετικά με την ανυπομονησία της Σούροθ. Δυο ώρες και κάτι αργότερα, σύμφωνα με το διακοσμημένο κυλινδρικό ρολόι στο καθιστικό της Τάυλιν, δώρο της Σούροθ, ο Ματ συνόδευε τη Βασίλισσα στις αποβάθρες. Η Σούροθ κι η Τάυλιν ήταν επικεφαλής των είκοσι περίπου της Γενιάς, που επρόκειτο να τις συνοδεύσουν, όπως επίσης και των σο’τζίν που τους συντρόφευαν, άντρες και γυναίκες που έσκυβαν το μισοξυρισμένο κεφάλι τους στη Γενιά και κοιτούσαν τους άλλους αφ’ υψηλού, ενώ ο Ματ προχωρούσε πίσω τους, καβάλα πάνω στον Πιπς. Ο «αγαπητός» μιας Αλταρανής Βασίλισσας δεν νοούνταν να βαδίζει μαζί με τους εκπροσώπους της Γενιάς, κάτι που ίσχυε και για την ίδια την Τάυλιν φυσικά. Όχι βέβαια ότι τον μεταχειρίζονταν σαν να ήταν κανένας κληρονομικός υπηρέτης ή τίποτα παρόμοιο.

Οι εκπρόσωποι της Γενιάς κι οι περισσότεροι σο’τζίν ήταν καβάλα πάνω σε όμορφα ζώα, θαλερές φοράδες με αψιδωτούς λαιμούς και ντελικάτο βηματισμό, και μουνούχια με βαθύ στήθος, αγριεμένα μάτια και δυνατά ακρώμια. Η τύχη δεν ήταν συνήθως με το μέρος του όσον αφορά στις ιπποδρομίες, αλλά κάλλιστα θα στοιχημάτιζε υπέρ του Πιπς ενάντια σε οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα άλογο. Το καστανοκόκκινο, ευνουχισμένο άτι με την πλακουτσωτή μύτη δεν ήταν διόλου εντυπωσιακό, αλλά ο Ματ ήταν σίγουρος πως μπορούσε να ξεπεράσει στην τελική ευθεία σχεδόν όλα αυτά τα χαριτωμένα ζώα, και μάλιστα να τα αφήσει αρκετά πίσω. Ύστερα από τόσον καιρό παραμονής στους στάβλους, ο Πιπς ήθελε, αν μη τι άλλο, να ξεμουδιάσει, αν όχι να τρέξει, κι ο Ματ χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του τη δεινότητα —η οποία προερχόταν με κάποιον τρόπο από τις αναμνήσεις άλλων αντρών— για να συγκρατήσει το ζωντανό. Ωστόσο, πριν ακόμα προλάβουν να καλύψουν τη μισή απόσταση έως τις αποβάθρες, το πόδι του άρχισε να τον πονάει μέχρι το ύψος του γοφού. Αν επρόκειτο να εγκαταλείψει σύντομα το Έμπου Νταρ, θα έπρεπε να το κάνει δια θαλάσσης ή μέσω του θιάσου του Λούκα. Στην τελευταία περίπτωση, είχε μια πολύ καλή ιδέα πώς να πείσει τον άντρα να φύγει πριν από την άνοιξη. Επικίνδυνη ιδέα ίσως, αλλά δεν έβλεπε άλλη επιλογή. Οι εναλλακτικές λύσεις ήταν ακόμα πιο επικίνδυνες.

Δεν ήταν μονάχος του εκεί πίσω. Πάνω από πενήντα άντρες και γυναίκες, που ευτυχώς φορούσαν χοντρά λευκά μάλλινα χιτώνια πάνω από τα διάφανα ρούχα με τα οποία κυκλοφορούσαν συνήθως, βάδιζαν πίσω του σε δύο σειρές, ενώ μερικοί οδηγούσαν υποζύγια με μεγάλα ψάθινα καλάθια, γεμάτα καλούδια. Η Γενιά δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τους υπηρέτες. Η αλήθεια ήταν ότι, με τόσο λίγους, πίστευαν πως δεν θα κοιμόνταν τόσο ανάλαφρα. Οι ντα’κοβάλε σπάνια σήκωναν το βλέμμα από το λιθόστρωτο, ενώ οι ματιές τους ήταν μειλίχιες. Κάποτε, είχε δει έναν ντα’κοβάλε που τον καταδίκασαν σε μαστίγωση, έναν ξανθομάλλη στην ηλικία του περίπου, κι ο τύπος είχε σπεύσει να φέρει το εργαλείο της προσωπικής του τιμωρίας. Δεν είχε καν προσπαθήσει να καθυστερήσει ή να κρυφτεί, πόσω μάλλον να αποφύγει τον βούρδουλα. Ο Ματ δεν μπορούσε να καταλάβει τέτοιους ανθρώπους.

Μπροστά του προχωρούσαν έφιππες έξι σουλ’ντάμ, με τις κοντές σκιστές φούστες τους σηκωμένες έως τον αστράγαλο. Μια-δυο από δαύτες είχαν όντως ωραίους αστραγάλους, αλλά κάθονταν πάνω στη σέλα λες κι ανήκαν στη Γενιά. Οι κουκούλες τους ήταν ριγμένες στην πλάτη τους, αλλά δεν έδιναν σημασία στις παγερές ριπές του αέρα, που ανασήκωναν τους μανδύες τους, λες κι η παγωνιά δεν τις άγγιζε. Πλάι στα άλογα δύο γυναικών περπατούσαν δεμένες νταμέην.

Ο Ματ έριχνε κρυφές ματιές στις γυναίκες. Μία από τις νταμέην, μια κοντή γυναίκα με αχνογάλανα μάτια, ήταν συνδεδεμένη μέσω ενός ασημένιου α’ντάμ με την πλαδαρή μελαψή σουλ’ντάμ, που είχε δει να περπατάει δίπλα στην Τέσλυν. Το όνομα της μαυρομάλλας νταμέην ήταν Πιούρα. Η θαλερότητα των Άες Σεντάι ήταν εμφανής στο λείο πρόσωπό της. Δεν είχε πολυπιστέψει την Τέσλυν, όταν του είπε ότι η γυναίκα είχε γίνει αληθινή νταμέην, αλλά η γκριζομάλλα σουλ’ντάμ έγειρε χαμηλά πάνω στη σέλα της, για να πει κάτι στη γυναίκα που κάποτε λεγόταν Ράυμα Γκάλφρεϋ, κι ό,τι κι αν ήταν αυτό που είπε μουρμουριστά η σουλ’ντάμ, η Πιούρα γέλασε και χτύπησε παλαμάκια ευχαριστημένη.

Ο Ματ αναρρίγησε. Σίγουρα η γυναίκα θα φώναζε για βοήθεια αν έκανε να της βγάλει το α’ντάμ από τον λαιμό. Μα το Φως, άκου τι σκεφτόταν! Λες και δεν έφτανε που είχε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό τριών Άες Σεντάι —που να καιγόταν, όλη την ώρα αυτό γινόταν!— και μάλιστα χωρίς να προσπαθήσει καν να πάρει μαζί του κάτι από το Έμπου Νταρ.

Το Έμπου Νταρ ήταν μεγάλο λιμάνι, ίσως μάλιστα να διέθετε το μεγαλύτερο σε έκταση αγκυροβόλιο στον γνωστό κόσμο, κι οι αποβάθρες έμοιαζαν με μακρόστενα γκρίζα δάχτυλα από πέτρα, που εξείχαν από την προκυμαία που διέτρεχε την πόλη σε όλο της το μήκος. Σχεδόν όλες οι θέσεις είχαν καταληφθεί από κάθε μεγέθους σκάφη των Σωντσάν, ενώ τα πληρώματα στα ξάρτια πανηγύριζαν ζωηρά καθώς περνούσε η Σούροθ, κι οι βροντώδεις φωνές φώναζαν το όνομά της. Οι άντρες στα άλλα πλοία κουνούσαν τα χέρια τους, φωνάζοντας κι αυτοί, αν και μερικοί έμοιαζαν μπερδεμένοι για ποιο λόγο ζητωκραύγαζαν και σε ποιον απευθύνονταν. Αναμφίβολα, πίστευαν ότι έτσι έπρεπε να κάνουν. Στα σκάφη αυτά, ο άνεμος που φύσαγε από το λιμάνι ανάδευε τις Χρυσές Μέλισσες του Ίλιαν, τις Ημισελήνους του Δακρύου, και το Χρυσό Γεράκι του Μαγιέν. Προφανώς, ο Ραντ δεν είχε δώσει διαταγή στους εμπόρους να σταματήσουν τις δοσοληψίες με τα λιμάνια που κατείχαν οι Σωντσάν, αλλά μπορεί να το έκαναν πίσω από την πλάτη του. Χρώματα άστραψαν μέσα στο μυαλό του Ματ, κι ο άντρας κούνησε το κεφάλι του για να το καθαρίσει. Οι περισσότεροι έμποροι θα έκαναν δουλειές ακόμα και με τον φονιά της μάνας τους προκειμένου να βγάλουν κέρδος.

Η νότια αποβάθρα ήταν άδεια από πλοία, κι οι αξιωματικοί Σωντσάν με τα πλουμιστά φτερά πάνω στις καλογυαλισμένες περικεφαλαίες τους στέκονταν ακίνητοι, περιμένοντας να βοηθήσουν τη Σούροθ και την Τάυλιν να μπουν σε μία από τις μεγάλες βάρκες που περίμεναν, έχοντας οκτώ κωπηλάτες σε κάθε πλευρά. Η Τάυλιν έδωσε ένα τελευταίο φιλί στον Ματ, κοντεύοντας να του ξεριζώσει τα μαλλιά, έτσι όπως τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω, και του τσίμπησε τα πισινά, λες και δεν τους έβλεπε κανείς! Η Σούροθ την κοίταξε συνοφρυωμένη κι ανυπόμονη, μέχρι που η Τάυλιν βολεύτηκε στη μακρόστενη βάρκα, αλλά ακόμα και τότε η Σωντσάν δεν έπαψε να είναι νευρική, τινάζοντας τα δάχτυλά της προς το μέρος της Άλχουιν, της σο’τζίν της, έτσι που η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο έτρεχε πάνω-κάτω στους πάγκους για να της φέρει διάφορα πράγματα.

Οι υπόλοιποι της Γενιάς, έγιναν αποδέκτες βαθιών υποκλίσεων εκ μέρους των αξιωματικών, αλλά χρειάστηκε η βοήθεια των σο’τζίν τους για να κατέβουν τις σκαλίτσες. Οι σουλ’ντάμ βοήθησαν τις νταμέην να μπουν στις βάρκες, αλλά κανείς δεν έδωσε χέρι βοήθειας στους λευκοντυμένους τύπους να φορτώσουν τα καλάθια των υποζυγίων και να βολευτούν κι οι ίδιοι. Σύντομα, οι βάρκες διέσχιζαν το λιμάνι, κατευθυνόμενες προς το σημείο όπου κρατούνταν τα ράκεν και τα το’ράκεν, νότια του Ράχαντ, προχωρώντας με ελιγμούς μέσα από τον άναρχα αγκυροβολημένο στόλο των πλοίων των Σωντσάν και τα δεκάδες αιχμάλωτα σκάφη των Θαλασσινών, που ήταν σκόρπια εδώ κι εκεί στο λιμάνι. Τα πιο πολλά έμοιαζαν να έχουν καινούργια ξάρτια, ραβδωτά πανιά των Σωντσάν και διαφορετική επένδυση. Τα πληρώματά τους, επίσης, αποτελούνταν από Σωντσάν. Εκτός από τις Ανεμοσκόπους, τις οποίες δεν ήθελε να σκέφτεται καν, και κάποιους από το πλήρωμα που είχαν πουληθεί, οι επιζώντες Άθα’αν Μιέρε βρίσκονταν όλοι στο Ράχαντ μαζί με τις υπόλοιπες ντα’κοβάλε, καθαρίζοντας τα φραγμένα από τη λάσπη κανάλια, κι ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν τους χρωστούσε τίποτα, κι άλλωστε δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα με τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα. Πραγματικά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα!

Ήθελε όσο τίποτε άλλο να φύγει αμέσως από εκεί, να αφήσει πίσω τους Θαλασσινούς και τα πλοία τους. Κανείς πάνω στην αποβάθρα δεν φαινόταν να του δίνει την παραμικρή σημασία. Οι αξιωματικοί είχαν απομακρυνθεί με το που ανέπλευσαν οι βάρκες. Κάποιος, δεν είχε ιδέα ποιος, είχε πάρει και τα υποζύγια. Οι ναύτες κατέβηκαν από τα ξάρτια και καταπιάστηκαν ξανά με τις δουλειές τους, ενώ τα μέλη της συντεχνίας των μεταφορέων άρχισαν να σπρώχνουν τις χαμηλές και βαριές χειράμαξες, πάνω στις οποίες ήταν στοιβαγμένα δέματα, καφάσια και βαρέλια. Αν όμως έφευγε τόσο σύντομα, η Τάυλιν μπορεί να νόμιζε πως σκόπευε να βγει εκτός πόλεως, κι ίσως έστελνε κάποιον να τον φέρει πίσω, οπότε έμεινε στην άκρη της αποβάθρας να κουνάει το χέρι του σαν χαζός, μέχρι που η γυναίκα ήταν πια αρκετά μακριά για να μπορεί να τον διακρίνει χωρίς ματογυάλι.

Παρά τον παλλόμενο πόνο στο πόδι του, πήρε τον δρόμο της επιστροφής, διασχίζοντας την προκυμαία σε όλο της το μήκος. Απέφυγε να κοιτάξει ξανά το λιμάνι. Καλοντυμένοι έμποροι παρακολουθούσαν το φόρτωμα ή ξεφόρτωμα των προϊόντων τους, δίνοντας μερικές φορές κάτι παραπάνω από το πουγκί τους στον άντρα ή τη γυναίκα με την πράσινη δερμάτινη στολή, για να προσέξει λίγο περισσότερο το εμπόρευμα ή για να κάνει πιο γρήγορα. Όχι, βέβαια, ότι οι εργάτες της συντεχνίας θα έμπαιναν στον κόπο να βιαστούν πολύ. Οι νότιοι ήταν ανέκαθεν ράθυμοι στις κινήσεις τους, εκτός αν ο ήλιος είχε φθάσει στο ζενίθ κι η ζέστη έψηνε πάπια, αλλά με τον γκρίζο ουρανό πάνω από το κεφάλι σου και τον άνεμο να σε περονιάζει προερχόμενος από τη θάλασσα, το κρύο ήταν δεδομένο, άσχετα σε ποιο σημείο βρισκόταν ο ήλιος.

Μόλις βρέθηκε παράπλευρα της Πλατείας Μολ Χάρα, μέτρησε πάνω από είκοσι σουλ’ντάμ να περιπολούν τις αποβάθρες παρέα με τις νταμέην, χώνοντας τις μύτες τους στις βάρκες που προέρχονταν από αγκυροβολημένα πλοία που δεν ανήκαν στους Σωντσάν, κι επιβιβαζόμενες σε κάθε νεοαφιχθέν σκάφος που έφτανε στις αποβάθρες ή ήταν έτοιμο να αποπλεύσει. Ήταν σίγουρος πως θα τους έβρισκε εκεί. Θα πρέπει να ήταν ο Βάλαν Λούκα. Η μόνη εναλλακτική ήταν παρακινδυνευμένη και μπορούσε να εφαρμοστεί μονάχα ως τελική λύση. Ο Λούκα αποτελούσε κι αυτός παρακινδυνευμένη κίνηση, αλλά ήταν και η μοναδική ρεαλιστική επιλογή.

Πίσω, στο Παλάτι Τάρασιν, ξεπέζεψε μορφάζοντας από τον Πιπς και τράβηξε τη μαγκούρα του από την ιπποσκευή της σέλας του. Αφήνοντας έναν ιπποκόμο να πάρει το καστανοκόκκινο ζώο, μπήκε κουτσαίνοντας στο εσωτερικό, με το αριστερό του πόδι ελάχιστα ικανό να συγκρατήσει το βάρος του. Ίσως, αν το μούλιαζε σε ζεστό νερό, να απομακρυνόταν ο πόνος και τότε να μπορούσε να σκεφτεί μερικά πράγματα. Ο Λούκα έπρεπε να πιαστεί εξαπίνης, αλλά πριν από αυτόν έπρεπε να υπερπηδηθούν μερικά ακόμα προβληματάκια.

«Α, εδώ είσαι, λοιπόν», είπε ο Νόαλ, ξεπηδώντας μπροστά του. Ο Ματ μονάχα φευγαλέα έβλεπε τον γέρο άντρα από τότε που του είχε βρει κρεβάτι, αλλά εκείνος φάνταζε ανανεωμένος με το φρεσκοσιδερωμένο γκρίζο πανωφόρι του, και μάλιστα αν λάμβανε κανείς υπ’ όψιν του ότι κάθε μέρα εξαφανιζόταν στην πόλη κι επέστρεφε στο Παλάτι το βράδυ. Τακτοποιώντας τις δαντέλες στα μανικέτια του, ο άντρας χαμογέλασε συνωμοτικά, αποκαλύπτοντας τα κενά ανάμεσα στα δόντια του. «Κάτι σχεδιάζεις, Άρχοντα Ματ, και πολύ θα ήθελα να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου».

«Σχεδιάζω να απάλλάξω το πόδι μου από το βάρος», είπε ο Ματ όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. Ο Νόαλ έμοιαζε μάλλον άκακος. Σύμφωνα με τον Χάρναν, πριν από τον ύπνο συνήθιζε να λέει ιστορίες, που ο Χάρναν κι οι υπόλοιποι Κοκκινόχειρες τις έχαβαν. Τον πίστευαν ακόμα κι όταν μιλούσε για ένα μέρος που λεγόταν Σιμπούγια, που υποτίθεται ότι βρισκόταν πέρα από την Ερημιά του Άελ, όπου τα πρόσωπα των γυναικών με τη δυνατότητα της διαβίβασης ήταν γεμάτα τατουάζ, όπου έπρεπε να έχεις διαπράξει περισσότερα από τριακόσια εγκλήματα ώστε να τιμωρηθείς με την ποινή του θανάτου, κι όπου κάτω από τα βουνά ζούσαν γίγαντες ψηλότεροι από τους Ογκιρανούς, με τα πρόσωπά τους στο σημείο της κοιλιάς. Ισχυριζόταν ότι είχε βρεθεί κι ο ίδιος σε αυτό το μέρος, και κάποιος που έκανε τέτοιου είδους δηλώσεις δεν μπορούσε παρά να είναι άκακος. Από την άλλη, μια φορά που ο Ματ τον είχε δει να χειρίζεται εκείνα τα μακρόστενα εγχειρίδια που κουβαλούσε κάτω από το πανωφόρι του, μόνο άκακος δεν έμοιαζε. Από τον τρόπο με τον οποίο ένα άντρας χειρίζεται το όπλο, καταλαβαίνεις αν είναι εξοικειωμένος μαζί του. «Αν αποφασίσω να αλλάξω τα σχέδια μου, θα σε έχω υπ’ όψιν μου».

Εξακολουθώντας να χαμογελάει, ο Νόαλ χτύπησε ελαφρά με ένα από τα ζαρωμένα του δάχτυλα τη μία πλευρά της γαμψής μύτης του. «Δεν με εμπιστεύεσαι ακόμα. Κατανοητό. Ωστόσο, αν ήθελα να σου κάνω κακό, το μόνο που είχα να κάνω εκείνη τη νύχτα στο σοκάκι ήταν να τραβηχτώ. Το μάτι σου γυαλίζει. Στο παρελθόν, έχω δει να καταστρώνουν σχέδια άντρες ικανοί αλλά και παλιοτόμαρα πιο μαύρα κι από το Χάσμα του Χαμού. Υπάρχει κάτι στο βλέμμα του άντρα που καταστρώνει επικίνδυνα σχέδια και δεν θέλει να μαθευτούν».

«Τα μάτια μου είναι απλώς κουρασμένα», γέλασε ο Ματ, γέρνοντας πάνω στη μαγκούρα του. Ικανοί άντρες που καταστρώνουν σχέδια; Ο παλιομπαγάσας τους είχε δει μάλλον στη Σιμπούγια, μαζί με τους γίγαντες. «Πάντως, σε ευχαριστώ για όσα έκανες σ’ εκείνο το σοκάκι. Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σένα, ζήτησέ μου το. Τώρα, όμως, θα ήθελα ένα ζεστό μπάνιο».

«Αυτό το γκόλαμ πίνει αίμα;» ρώτησε ο Νόαλ, πιάνοντας τον Ματ από το μανίκι, καθώς ο τελευταίος έκανε να απομακρυνθεί κουτσαίνοντας.

Μα το Φως, μακάρι να μην είχε αναφέρει αυτό το όνομα σε μέρος που ο γέρος άντρας μπορούσε να τον ακούσει. Ευχήθηκε να μην του είχε μιλήσει η Μπιργκίτε για εκείνο το πλάσμα. «Γιατί ρωτάς;» Τα γκόλαμ ζούσαν μονάχα με αίμα. Δεν έτρωγαν τίποτε άλλο.

«Χθες βράδυ, βρέθηκε κι άλλος άντρας με σκισμένο λαιμό, μόνο που δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου αίμα επάνω του, ούτε στα κλινοσκεπάσματα. Σ’ το είπα; Ήταν σε ένα πανδοχείο, κοντά στην Πύλη Μολντάιν. Μπορεί εκείνο το πράγμα να είχε φύγει από την πόλη, αλλά φαίνεται πως επέστρεψε». Κοίταξε πιο πέρα από τον Ματ κι έκανε μια περίτεχνη υπόκλιση προς κάποιον. «Αν αλλάξεις γνώμη, είμαι έτοιμος», είπε πιο χαμηλόφωνα, μόλις τέντωσε πάλι το κορμί του.

Ο Ματ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του καθώς ο γέρος άντρας απομακρυνόταν. Η Τουόν στεκόταν κάτω από έναν επιχρυσωμένο όρθιο φανό, παρατηρώντας τον μέσα από το πέπλο της. Ή, τουλάχιστον, τον κοίταζε. Φευγαλέα, άραγε; Όπως πάντα, μόλις το βλέμμα του έπεσε πάνω της, απομακρύνθηκε γλιστρώντας στον διάδρομο, με τον πτυχωμένο, άσπρο ποδόγυρο να θροΐζει ανάλαφρα. Σήμερα, δεν τη συνόδευε κανείς.

Για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα, ο Ματ αναρρίγησε. Κρίμα που το κορίτσι δεν είχε πάει με τη Σούροθ και την Τάυλιν. Όταν παίρνεις μια φρατζόλα, δεν παραπονιέσαι επειδή έπεσαν κάτω μερικά ψίχουλα, αλλά κάτι οι Άες Σεντάι με τους Σωντσάν, κάτι τα γκόλαμ που τον έπαιρναν στο κυνήγι, οι γέροι που έχωναν τη μύτη τους παντού και τα λιπόσαρκα κορίτσια που τον κοιτούσαν, ήταν αρκετά για να σε κάνουν να τα χάσεις. Ίσως έπρεπε να ξεχάσει τα περί ποδόλουτρου.

Ένιωσε ανακούφιση που είχε στείλει τον Λόπιν να του φέρει τα υπόλοιπα ρούχα από το κουτί με τα παιχνίδια του Μπέσλαν, όπως επίσης και τον Νέριμ να βρει τον Τζούιλιν. Το πόδι του εξακολουθούσε να καίει κι ο παλμικός πόνος τον βασάνιζε όποτε έκανε να περπατήσει, αλλά αν δεν ήθελε να χάσει χρόνο, έπρεπε να ξεκινήσει. Ήθελε να έχει φύγει από το Έμπου Νταρ πριν επιστρέψει η Τάυλιν, κάτι που σήμαινε πως είχε δέκα μέρες στη διάθεση του. Καλού κακού, ας υπολόγιζε σε κάτι λιγότερο.

Όταν το κεφάλι του ληστοκυνηγού φάνηκε στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας, ο Ματ στεκόταν όρθιος κοιτώντας τον εαυτό του μπροστά στον ψηλό, ολόσωμο καθρέφτη της Τάυλιν. Τα κόκκινα... ρούχα... ήταν διπλωμένα και τακτοποιημένα στην ντουλάπα μαζί με τα υπόλοιπα στολίδια που του είχε δώσει. Ίσως να χρησίμευαν στον επόμενο άντρα που θα έβρισκε χαριτωμένο η Τάυλιν. Το σακάκι που φορούσε ήταν το πιο απέριττο ρούχο που είχε στην κατοχή του, ένα γαλάζιο μάλλινο, περίτεχνα υφασμένο, χωρίς ίχνος κεντήματος. Ήταν το είδος του πανωφοριού που ένας άντρας θα καμάρωνε να φοράει, χωρίς να τραβάει τα βλέμματα. Ένα ευπρεπέστατο πανωφόρι.

«Ίσως να ταίριαζε λίγη δαντέλα», μουρμούρισε, ψηλαφώντας τον λαιμό της πουκαμίσας του. «Ελάχιστη». Το πανωφόρι παραήταν λιτό, είναι αλήθεια. Σχεδόν σοβαρό.

«Δεν σκαμπάζω από δαντέλες», είπε ο Τζούιλιν. «Γι’ αυτό με ήθελες;»

«Όχι βέβαια. Γιατί χασκογελάς;» Ο Τζούιλιν δεν χασκογελούσε απλώς· το χαμόγελό του κόντευε να χωρίσει το σκουρόχρωμο πρόσωπό του στα δύο.

«Να, είμαι χαρούμενος επειδή έφυγε η Σούροθ. Γιατί με κάλεσες, αν όχι για τις δαντέλες;»

Αίμα και στάχτες! Η γυναίκα που είχε βάλει στο μάτι ο Τζούιλιν μάλλον ήταν κάποια ντα’κοβάλε της Σούροθ! Κάποια που η Σούροθ είχε αφήσει πίσω. Ειδάλλως, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να νοιάζεται που έφυγε, πόσω μάλλον να είναι χαρούμενος. Άκου να θέλει μια γυναίκα που ανήκε στην ιδιοκτησία της Σούροθ! Κι αυτό μπορεί να μην ήταν τίποτα, συγκριτικά με το να θέλεις καμιά-δυο νταμέην.

Ο Ματ πήγε κουτσαίνοντας προς το μέρος του άντρα, έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους του και τον οδήγησε στο καθιστικό. «Χρειάζομαι ένα φόρεμα σαν εκείνα που φορούν οι νταμέην, για μια γυναίκα σ’ αυτό περίπου το ύψος» —έφερε το χέρι σχεδόν στους ώμους του— «και λεπτοκαμωμένη». Στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένα ειλικρινές χαμόγελο, αλλά αυτό του Τζούιλιν έσβησε απότομα. «Επίσης, χρειάζομαι τρία φορέματα σαν εκείνα που φοράνε οι σουλ’ντάμ, κι ένα α’ντάμ. Οπότε, σκέφτηκα πως ο καταλληλότερος άντρας για να κλέψει κάτι χωρίς να τον πιάσουν είναι ένας ληστοκυνηγός».

«Είμαι ληστοκυνηγός», γρύλισε ο άντρας, κάνοντας πέρα το χέρι του Ματ, «όχι κλέφτης!»

Ο Ματ έπαψε κι αυτός να χαμογελά. «Τζούιλιν, ξέρεις πολύ καλά πως ο μόνος τρόπος να βγουν εκτός πόλης εκείνες οι αδελφές είναι αν οι φρουροί νομίζουν πως εξακολουθούν να είναι νταμέην. Η Τέσλυν κι η Εντεσίνα φορούν τα απαραίτητα ρούχα, αλλά θα πρέπει να μεταμφιέσουμε την Τζολίνε. Η Σούροθ θα επιστρέψει σε δέκα μέρες, Τζούιλιν. Αν δεν έχουμε φύγει έως τότε, το πιθανότερο είναι πως η καλή σου θα παραμείνει για πάντα ιδιοκτησία της». Αυτό που εννοούσε ήταν πως, αν μέχρι τότε δεν είχαν φύγει, δεν θα έφευγαν ποτέ. Μα το Φως, σε αυτή την πόλη κρύωνες ακόμα κι αν ήσουν σε κλειστό χώρο.

Χώνοντας τις γροθιές στις τσέπες του σκούρου Δακρυνού πανωφοριού που φορούσε, ο Τζούιλιν τον αγριοκοίταξε, αν και φάνηκε να ατενίζει κάτι ακόμα πιο πέρα, που δεν του άρεσε καθόλου. Τελικά, ο ληστοκυνηγός έκανε μια γκριμάτσα και μουρμούρισε: «Δεν θα είναι εύκολο».

Οι μέρες που ακολούθησαν, πράγματι, δεν ήταν καθόλου εύκολες. Οι υπηρέτριες κακάριζαν και γελούσαν, βλέποντας τα καινούργια του ρούχα, δηλαδή αυτά που φορούσε παλαιότερα. Χασκογελούσαν κι έβαζαν στοιχήματα, σε απόσταση ακοής από τον Ματ, ότι θα τα άλλαζε αμέσως μόλις επέστρεφε η Τάυλιν —οι περισσότερες μάλιστα πίστευαν ότι, με το που θα άκουγε ο Ματ ότι η γυναίκα ήταν καθ’ οδόν, θα έτρεχε στους διαδρόμους σκίζοντας ό,τι φορούσε— αλλά ο Ματ δεν τους έδινε σημασία, εκτός από το σημείο που αναφέρονταν στην επιστροφή της Τάυλιν. Την πρώτη κιόλας φορά που άκουσε κάποια υπηρέτρια να το αναφέρει, κόντεψε να πάθει αποπληξία, μια και νόμισε πως υπήρχε λόγος που το ανέφερε.

Μερικές γυναίκες, και σχεδόν όλοι οι άντρες, εξέλαβαν την αλλαγή ρούχων του ως ένδειξη ότι έφευγε. Το θεωρούσαν φευγιό και το αποδοκίμαζαν, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τον εμποδίσουν. Στα μάτια τους, ο Ματ δεν ήταν παρά το γιατρικό για την ασθένεια της Τάυλιν, και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελαν να γυρίσει η αφέντρα τους και να ξεσπάσει επάνω τους επειδή τον είχαν αφήσει να φύγει. Αν δεν είχε φροντίσει να τοποθετήσει τον Λόπιν ή τον Νέριμ στα διαμερίσματα της Τάυλιν, για να φυλάνε τα υπάρχοντά του, τα ρούχα θα είχαν εξαφανιστεί ξανά, και μονάχα ο Βάνιν κι οι Κοκκινόχειρες φρόντιζαν να μην εξαφανιστεί ο Πιπς από τους στάβλους.

Ο Ματ προσπαθούσε να ενθαρρύνει αυτή τους τη βεβαιότητα. Όταν θα έφευγε και ταυτόχρονα θα εξαφανίζονταν δύο νταμέην, σίγουρα κάποιοι θα συνέδεαν τα γεγονότα, αλλά με την Τάυλιν φευγάτη και την ολοφάνερη πρόθεση του Ματ να φύγει πριν αυτή επιστρέψει, κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει. Κάθε μέρα, ακόμα κι όταν έβρεχε, καβαλίκευε τον Πιπς κι έκανε κύκλους γύρω από τον στάβλο, όλο και περισσότερους, λες κι ήθελε να ανακτήσει το σφρίγος του. Λίγο καιρό μετά, συνειδητοποίησε πως, πράγματι, αυτό ήταν. Το πόδι του κι ο γοφός του εξακολουθούσαν να τον σφυροκοπούν, αλλά πίστευε πως μπορούσε κάλλιστα να διανύσει μέχρι και δέκα μίλια πριν ξεπεζέψει. Έστω, οκτώ.

Συχνά, όταν ο ουρανός ήταν καθαρός, οι σουλ’ντάμ έβγαζαν βόλτα τις νταμέην ενόσω αυτός εξασκούνταν. Οι γυναίκες Σωντσάν ήταν ενήμερες πως δεν αποτελούσε ιδιοκτησία της Τάυλιν αλλά, από την άλλη, είχε ακούσει μερικές να τον αποκαλούν παιχνιδάκι της! Παιχνιδάκι της Τάυλιν τον έλεγαν, λες κι αυτό ήταν το όνομά του! Ήταν τόσο ασήμαντος για χα δεδομένα τους, ώστε δεν έμπαιναν καν στον κόπο να μάθουν αν είχε άλλο όνομα. Γι’ αυτές, ή ήσουν ντα’κοβάλε ή τίποτα, κι αυτές οι μεσοβέζικες καταστάσεις δεν τις διασκέδαζαν καθόλου. Άκουσε μια σουλ’ντάμ να γελάκι και κατευθύνθηκε προς τα εκεί, πασχίζοντας να πείσει τον εαυτό του πως δεν έτρεχε τίποτα. Όσο περισσότεροι ήξεραν πως έψαχνε τρόπους να φύγει πριν επιστρέψει η Τάυλιν, τόσο καλύτερα για την ίδια. Μόνο για τον ίδιο δεν ήταν και τόσο ευχάριστα τα πράγματα.

Πού και πού, έβλεπε τα πρόσωπα των Άες Σεντάι ανάμεσα στις νταμέην που περπατούσαν τριγύρω —τρεις εκτός από την Τέσλυν— αλλά δεν είχε ιδέα πώς μπορεί να έμοιαζε αυτή η Εντεσίνα. Θα μπορούσε να είναι αυτή η κοντή και χλωμή γυναίκα, που έμοιαζε με τη Μουαραίν, ή εκείνη η ψηλή με τα ασημόχρυσα μαλλιά, ή ακόμα κι εκείνη η λεπτοκαμωμένη μαυρομάλλα. Άσχετα αν όλες τους ακολουθούσαν σουλ’ντάμ, θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν βγει βόλτα από μόνες τους, αν δεν τις πρόδιδε το λαμπερό κολάρο γύρω από τον λαιμό τους και το λουρί που τις συνέδεε με τον καρπό των σουλ’ντάμ. Η ίδια η Τέσλυν ήταν όλο και πιο βλοσυρή κάθε φορά που την κοίταζε, και το βλέμμα της έμοιαζε καρφωμένο μπροστά. Η αποφασιστικότητα διαγραφόταν όλο και πιο έκδηλη στο πρόσωπό της, αν κι υπήρχε μια χροιά πανικού. Ο Ματ άρχισε να ανησυχεί, τόσο γι’ αυτήν, όσο και για τη νευρικότητά της.

Ήθελε να καθησυχάσει την Τέσλυν —όλες εκείνες οι παλιές μνήμες επιβεβαίωναν, αν και δεν του ήταν απαραίτητο, πως η αποφασιστικότητα συνδυασμένη με τον πανικό αποτελούσε θανάσιμο μείγμα για τους ανθρώπους— αλλά δεν τολμούσε να πάει ξανά σε εκείνες τις αλεπότρυπες, στη σοφίτα. Η Τουόν εξακολουθούσε να στέκεται εκεί όταν γύρισε να κοιτάξει, ατενίζοντάς τον με έντονο βλέμμα ή, έστω, φευγαλέα, αλλά η χρονική διάρκεια ήταν αρκετά μεγάλη για να είναι απλώς ευχαρίστηση. Από την άλλη, δεν ήταν αρκετή για να συμπεράνει πως τον ακολουθούσε. Και γιατί να το κάνει; Περιστασιακά, έπαιρνε μαζί της και τη Σελούσια, τη σο’τζίν της, πού και πού και την Άναθ, αν κι η παράξενη, ψηλή γυναίκα έμοιαζε να εξαφανίζεται έπειτα από λίγο καιρό από το Παλάτι, ή τουλάχιστον από τους διαδρόμους του. Άκουσε πως «αποσυρόταν», ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, και το μόνο που ευχόταν ο Ματ ήταν να πάρει και την Τουόν μαζί της. Αμφέβαλλε αν το κορίτσι θα πίστευε πως θα καλόπιανε για δεύτερη φορά μια Ανεμοσκόπο. Άραγε, εξακολουθούσε να θέλει να τον αγοράσει; Μπορεί να ήταν κι έτσι, αλλά και πάλι δεν καταλάβαινε τον λόγο. Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί ένας άντρας προσέλκυε τις γυναίκες —οι οποίες κοιτούσαν ακόμα και τον πιο συνηθισμένο τύπο σαν να ήταν φαινόμενο— αλλά, άσχετα από το τι έλεγε η Τάυλιν, ήξερε καλά πως ο ίδιος δεν ήταν ομορφάντρας. Οι γυναίκες έλεγαν ψέματα για να ρίξουν έναν άντρα στο κρεβάτι, κι από τη στιγμή που τα κατάφερναν, έλεγαν περισσότερα ψέματα.

Όπως και να έχει, η Τουόν ήταν το λιγότερο. Τίποτα περισσότερο από μια ενοχλητική μύγα. Οι κουτσομπόλες και τα έκθαμβα κοριτσάκια δεν ήταν ικανές να κάνουν το αυτί του να ιδρώσει, κάτι που συνέβαινε με την Τάυλιν, παρ’ όλο που η τελευταία ήταν απούσα. Αν επέστρεφε ξαφνικά και τον έβρισκε έτοιμο να φύγει, ίσως να άλλαζε γνώμη σχετικά με την πώληση. Σε τελική ανάλυση, ήταν κι η ίδια πλέον Υψηλή Αρχόντισσα κι ο Ματ ήταν σίγουρος πως, όπου να ’ναι, θα ξύριζε το κεφάλι της και θα άφηνε μονάχα ένα λοφίο. Θα γινόταν μια σωστή Σωντσάν Υψηλής Γενιάς, και ποιος ξέρει μετά τι θα έκανε; Μπορεί η Τάυλιν να μην του προκαλούσε τόση εφίδρωση, αρκετή πάντως για να μουσκέψει οποιονδήποτε άλλον άντρα.

Συνέχισε να ακούει για τα εγκλήματα του γκόλαμ από τον Νόαλ και, μερικές φορές, από τον Θομ. Κάθε βράδυ γινόταν κι από ένα, αν και κανείς εκτός από τον ίδιο και τους δύο άντρες δεν έμοιαζε να συνδέει τους φόνους. Ο Ματ παρέμενε όσο ήταν δυνατόν σε ανοικτούς χώρους, με κόσμο τριγύρω. Έπαψε να κοιμάται στο κρεβάτι της Τάυλιν και ποτέ δεν έμενε δύο νύχτες στο ίδιο μέρος. Αυτό σήμαινε ότι, πού και πού, έπρεπε να περάσει τη νύχτα του στο πατάρι ενός στάβλου, αλλά δεν είχε πρόβλημα, καθότι είχε κοιμηθεί και στο παρελθόν σε σιταποθήκες, αν και προσπαθούσε να ξεχάσει τα δεμάτια του σανού που τρυπούσαν τα ρούχα του και τον τσιμπούσαν. Ωστόσο, καλύτερα να σε τσιμπάει ο σανός παρά να βρεθείς με κομμένο τον λαιμό.

Αναζήτησε τον Θομ, αμέσως μόλις πήρε την απόφαση να προσπαθήσει να ελευθερώσει την Τέσλυν, και τον ξετρύπωσε στην κουζίνα να συζητά με τους μάγειρες σχετικά με το αν θα έπρεπε να πασαλείψουν ένα κοτόπουλο με μέλι. Ο Θομ τα πήγαινε καλά με τους μάγειρες, όπως επίσης με τους αγρότες, τους εμπόρους και τους ευγενείς. Ο Θομ Μέριλιν είχε βρει τρόπο να τα πηγαίνει καλά με όλους. Άκουγε τα κουτσομπολιά του καθενός, τα συνταίριαζε κι έβγαζε μια γενικότερη εικόνα. Έβλεπε από μια διαφορετική γωνία τα πράγματα κι έπιανε λεπτομέρειες που δεν ήταν εμφανείς για άλλους. Μόλις τελείωσε με το θέμα του κοτόπουλου, ο Θομ σκέφτηκε αμέσως τον μοναδικό τρόπο να περάσει μια Άες Σεντάι μέσα από τους φρουρούς. Για μια στιγμή, το πράγμα φάνηκε εύκολο. Όμως υπήρχαν μερικά εμπόδια.

Ο Τζούιλιν είχε τον ίδιο αλλόκοτο τρόπο να βλέπει τα πράγματα, απόρροια ίσως των χρόνων που είχε περάσει ως ληστοκυνηγός, και κάποιες νύχτες ο Ματ συναντιόταν μαζί του και με τον Θομ στο μικροσκοπικό δωμάτιο που μοιράζονταν οι δύο άντρες στα διαμερίσματα των υπηρετών, πασχίζοντας να κάνουν σχέδια υπερπήδησης αυτών των εμποδίων. Κι ήταν αυτά τα σχέδια που έκαναν στην πραγματικότητα τον Ματ να ιδρώνει.

Στην πρώτη κιόλας από αυτές τις συναντήσεις, τη νύχτα που έφυγε η Τάυλιν, ο Μπέσλαν όρμησε μέσα ψάχνοντας τον Θομ, έτσι είπε τουλάχιστον. Δυστυχώς, πρώτα κρυφάκουσε λίγο από την πόρτα, και το αυτί του πήρε αρκετά πράγματα, τα οποία οι άλλοι δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να καλύψουν με μια ψεύτικη ιστορία. Το χειρότερο ήταν πως ήθελε να συμμετάσχει. Έφθασε στο σημείο να τους πει πώς να κάνουν το όλο εγχείρημα.

«Εξέγερση», είπε καθισμένος οκλαδόν πάνω στο τρίποδο σκαμνάκι, ανάμεσα στα δύο στενά κρεβάτια. Ένας νιπτήρας, μια θρυμματισμένη λευκή κανάτα κι ένα μπολ ήταν όλα κι όλα τα υπάρχοντα του δωματίου, στο οποίο δεν υπήρχε καθρέφτης. Ο Τζούιλιν, ντυμένος με τα εσώρουχα, καθόταν στην άκρη ενός κρεβατιού με μια αδιευκρίνιστη έκφραση στο πρόσωπό του, ενώ ο Θομ είχε τεντώσει το κορμί του στο άλλο κρεβάτι, περιεργαζόμενος βλοσυρά τις αρθρώσεις των δακτύλων του. Ο δε Ματ έγερνε πάνω στην πόρτα, για να εμποδίσει οποιονδήποτε άλλον να μπει απρόσκλητος. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Ήταν προφανές πως ο Θομ ήταν ενήμερος όλον αυτόν τον καιρό γι’ αυτή την τρέλα και γι’ αυτό προσπαθούσε να καλμάρει τα πράγματα. «Ο κόσμος θα εξεγερθεί μόλις δώσω το σύνθημα», συνέχισε ο Μπέσλαν. «Οι φίλοι μου κι εγώ έχουμε μιλήσει με πολύ κόσμο στην πόλη. Είναι έτοιμοι για μάχη!»

Αναστενάζοντας, ο Ματ βόλεψε το βάρος του στο καλό του πόδι. Υποψιαζόταν πως, μόλις ο Μπέσλαν έδινε το σύνθημα, οι μόνοι που θα εξεγείρονταν θα ήταν ο ίδιος κι οι φίλοι του. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν πιο πρόθυμοι να μιλούν για μάχες παρά να πολεμούν, ειδικά εναντίον στρατιωτών. «Μπέσλαν, στις αφηγήσεις των βάρδων, οι ιπποκόμοι με τις τσουγκράνες κι οι φουρνάρηδες με τις κροκάλες νικούν ολόκληρους στρατούς, επειδή θέλουν να αποκτήσουν την ελευθερία τους». Ο Θομ ρουθούνισε τόσο έντονα, που το μεγάλο άσπρο μουστάκι του αναδεύτηκε. Ο Ματ τον αγνόησε. «Στην αληθινή ζωή όμως, οι ιπποκόμοι κι οι φουρνάρηδες σκοτώνονται. Αναγνωρίζω από μακριά τους καλούς στρατιώτες όταν τους δω, κι οι Σωντσάν είναι πράγματι πολύ καλοί στρατιώτες».

«Αν ελευθερώσουμε τις νταμέην μαζί με τις Άες Σεντάι, θα πολεμήσουν στο πλευρό μας!» επέμεινε ο Μπέσλαν.

«Στη σοφίτα πρέπει να υπάρχουν πάνω από διακόσιες νταμέην, Μπέσλαν, κι οι περισσότερες είναι Σωντσάν. Ελευθέρωσέ τες, και να με πάρει και να με σηκώσει, αν δεν ψάξουν αμέσως να βρουν σουλ’ντάμ. Μα το Φως, δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη ούτε καν σε γυναίκες που δεν είναι Σωντσάν!» Ο Ματ σήκωσε το χέρι του, για να προλάβει τη διαμαρτυρία του Μπέσλαν. «Δεν υπάρχει τρόπος αλλά ούτε και χρόνος να ανακαλύψουμε ποιους μπορούμε να εμπιστευόμαστε. Ακόμα κι αν τα καταφέρναμε, θα έπρεπε να ξεκάνουμε τους υπόλοιπους, κι εγώ δεν σκοπεύω να σκοτώσω μια γυναίκα που το μοναδικό της έγκλημα είναι ότι την έχουν δεμένη με λουρί. Εσύ θα το έκανες;» Ο Μπέσλαν κοίταξε αλλού, μα το σαγόνι του σφίχτηκε. Ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω.

«Άσχετα από το αν θα ελευθερώσουμε ή όχι μια νταμέην», συνέχισε ο Ματ, «αν ο κόσμος εξεγερθεί, οι Σωντσάν θα μετατρέψουν το Έμπου Νταρ σε σφαγείο. Εφαρμόζουν σκληρούς τρόπους για να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις, Μπέσλαν. Πολύ σκληρούς! Ακόμα κι αν σκοτώσουμε κάθε νταμέην που υπάρχει στη σοφίτα, θα φέρουν κι άλλες από τους καταυλισμούς. Όταν επιστρέψει η μητέρα σου, θα βρει ερείπια εντός των τειχών και το κεφάλι σου να διακοσμεί τα εξωτερικά τείχη. Σύντομα, και το δικό της κεφάλι θα κάνει παρέα στο δικό σου. Δεν περιμένεις, φυσικά, να πιστέψουν ότι δεν είχε ιδέα τι σχεδίαζε ο γιος της, έτσι;» Μα το Φως, λες να μην ήξερε τίποτα; Η γυναίκα είχε αρκετό θάρρος για να προσπαθήσει, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πίστευε ότι ήταν ανόητη, ωστόσο...

«Μας θεωρεί ποντίκια», είπε πικρά ο Μπέσλαν. «Όταν περνούν τα κυνηγόσκυλα, τα ποντίκια λουφάζουν, ειδάλλως τρώγονται», ανέφερε κατά λέξη τα λόγια της. «Δεν μου αρέσει να είμαι ποντίκι, Ματ».

Ο Ματ ξεφύσηξε κάπως πιο άνετα. «Καλύτερα να είσαι ζωντανό ποντίκι παρά νεκρό, Μπέσλαν». Δεν ήταν ό,τι πιο διπλωματικό μπορούσε να πει —άλλωστε, ο Μπέσλαν έκανε μια γκριμάτσα στο άκουσμα των λόγων του— αλλά ήταν αλήθεια.

Παρότρυνε τον Μπέσλαν να έρχεται στις συναντήσεις, έστω για να τον έχει κάπως υπό τον έλεγχό του, αλλά εκείνος σπανίως εμφανιζόταν, οπότε ο κλήρος έπεσε στον Θομ να καλμάρει όσο ήταν δυνατόν τον ενθουσιασμό του άντρα. Το καλύτερο που κατάφερε ήταν να κάνει τον Μπέσλαν να υποσχεθεί ότι δεν θα ξεσήκωνε κανέναν μέχρι να περάσει ένας μήνας από το φευγιό τους, έτσι ώστε να σιγουρευτούν για την ασφάλειά τους. Ο Μπέσλαν συμφώνησε, αλλά δεν φάνηκε πολύ ικανοποιημένος. Ένιωθε πως έκανε ένα βήμα μπρος και δύο πίσω κι ότι σύντομα θα έπεφτε σε παγίδα.

Η αγαπητικιά του Τζούιλιν τον κρατούσε στο χέρι. Για χάρη της, δεν θα είχε πρόβλημα να βγάλει τα ρούχα των Δακρυνών και να τα αντικαταστήσει με τη λευκοπράσινη λιβρέα των υπηρετών, ή να χάσει τον ύπνο του καθαρίζοντας επί δύο νύχτες το πάτωμα, όχι πολύ μακριά από τις σκάλες που οδηγούσαν στις τρώγλες. Κανείς δεν έριχνε δεύτερη ματιά σε έναν υπηρέτη που κρατούσε σκούπα, ούτε καν οι άλλοι υπηρέτες. Στο Παλάτι Τάρασιν υπήρχαν αρκετοί που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, κι αν έβλεπαν έναν άντρα με λιβρέα να κρατά σκούπα, μάλλον θα νόμιζαν ότι τη χρησιμοποιεί. Ο Τζούιλιν πέρασε δύο ολόκληρες μέρες σκουπίζοντας, και τελικά ανέφερε πως το πρώτο πράγμα που έκαναν πρωί-πρωί οι σουλ’ντάμ ήταν να επιθεωρήσουν τις τρώγλες, κάτι που έκαναν και με το που άρχιζε να νυχτώνει, κι ότι στο ενδιάμεσο μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε, αλλά το βράδυ άφηναν μόνες τους τις νταμέην.

«Κάπου πήρε το αυτί μου μια σουλ’ντάμ να λέει πως πολύ χαιρόταν που δεν βρισκόταν έξω, στον καταυλισμό, όπου...» Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος φαρδιά πλατιά πάνω στο στρώμα του, ο Τζούιλιν έκανε μια παύση για να χασμουρηθεί, τοποθετώντας την ανοικτή του παλάμη μπροστά στο στόμα του. Ο Θομ καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, οπότε το μόνο ελεύθερο κάθισμα που έμενε για τον Ματ ήταν το σκαμνάκι. Καλύτερα να στεκόταν όρθιος, τρόπος του λέγειν. Ο πιο πολύς κόσμος θα κοιμόταν αυτή την ώρα. «...Όπου θα έπρεπε να κάνει σκοπιά κάποιες νύχτες», συνέχισε ο ληστοκυνηγός μόλις συνήλθε από τα χασμουρητά. «Ευτυχώς, είπε, που άφηναν τις νταμέην να κοιμούνται όλη νύχτα, για να είναι φρέσκες οι ίδιες το πρωί».

«Άρα, πρέπει να κινηθούμε νύχτα», μουρμούρισε ο Θομ, ψηλαφώντας το μακρόστενο λευκό μουστάκι του. Δεν χρειαζόταν να προσθέσει πως ό,τι κινούνταν τη νύχτα, τραβούσε την προσοχή. Οι Σωντσάν περιπολούσαν τους δρόμους νυχτιάτικα, κάτι που δεν έκανε ποτέ η Αστική Φρουρά, η οποία ήταν και κάπως επιρρεπής σε λαδώματα, γι’ αυτό κι οι Σωντσάν τη διέλυσαν. Τις επόμενες νύχτες ήταν πολύ πιθανό να συναπαντήσουν στους δρόμους τους Φρουρούς του Θανάτου, κι όποιος προσπαθούσε να τους δωροδοκήσει, ίσως να μην την έβγαζε καθαρή για να περάσει από δίκη.

«Μήπως βρήκες κανένα α’ντάμ, Τζούιλιν;» ρώτησε ο Ματ. «Κανένα φόρεμα; Ίσως είναι πιο εύκολο να βρεις φόρεμα παρά α’ντάμ».

Ο Τζούιλιν χασμουρήθηκε ξανά. «Θα βρω κάποια στιγμή. Αυτά δεν τα αφήνουν εκτεθειμένα στον καθένα, ξέρεις».

Ο Θομ αναλήφθηκε πως ήταν μάλλον αδύνατον να περάσει έτσι απλά μια νταμέην μέσα από την πύλη. Ή, μάλλον, όπως παραδέχτηκε κι ο ίδιος, η Ρισέλ το είχε αντιληφθεί. Φαίνεται πως κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός, που έμενε στην Περιπλανώμενη Γυναίκα, κελάηδησε κάποια πράγματα που κίνησαν το ενδιαφέρον της γυναίκας.

«Όποιος ανήκει στη Γενιά μπορεί να βγάλει μια νταμέην χωρίς να τον ρωτήσει κανείς τίποτα», είπε ο Θομ στην επόμενη συνάντησή τους. Αυτή τη φορά, και αυτός και ο Τζούιλιν κάθονταν στα κρεβάτια τους κι ο Ματ είχε αρχίσει να σιχαίνεται εκείνο το σκαμνάκι. «Ή, εν πάση περιπτώσει, να του κάνουν ελάχιστες ερωτήσεις. Μια σουλ’ντάμ, όμως, χρειάζεται διαταγή υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από κάποιον που ανήκει στη Γενιά ή είναι υψηλόβαθμος αξιωματικός ή ντερ’σουλ’ντάμ. Οι φρουροί στις πύλες και στις αποβάθρες έχουν λίστες με όλες τις σφραγίδες της πόλης, οπότε δεν γίνεται να φτιάξω εγώ μια δικιά μου και να περιμένω πως θα τη δεχτούν. Χρειάζομαι ένα αντίτυπο με την ανάλογη σειρά αδειών και με τις σωστές σφραγίδες. Η επόμενη ερώτηση, λοιπόν, είναι, ποιες θα είναι οι τρεις δικές μας σουλ’ντάμ;»

«Η Ρισέλ θα μπορούσε να είναι η μία», πρότεινε ο Ματ. Η γυναίκα δεν είχε ιδέα τι σκόπευαν να κάνουν, και θα ήταν μάλλον ρίσκο να της πουν. Ο Θομ τής είχε κάνει κάθε είδους ερώτηση, λες κι ήθελε να μάθει πώς είναι η ζωή κάτω από την εξουσία των Σωντσάν, κι εκείνη ρωτούσε χαρούμενη έναν Σωντσάν φίλο της , αλλά δεν θα ήταν και τόσο χαρούμενη, αν ήξερε ότι το κεφάλι της μπορούσε να βρεθεί καρφωμένο σε πάσσαλο. Θα μπορούσε να κάνει κάτι χειρότερο από το να πει όχι. «Τι γίνεται με την αγαπητικιά σου, Τζούιλιν;» Είχε κάποια υπ’ όψιν του για την τρίτη υποψήφια. Είχε ζητήσει από τον Τζούιλιν να βρει ένα φόρεμα που να ταιριάζει στη Σετάλε Ανάν, αν και δεν υπήρχε λόγος να της το φορέσει ακόμα. Όταν ο Τζούιλιν πήγε στην κουζίνα, ο Ματ επέστρεψε στην Περιπλανώμενη Γυναίκα, για να βεβαιωθεί πως η γυναίκα καταλάβαινε πως είχε βάλει τα δυνατά του, κάτι που όμως δεν έγινε, οπότε η Κυρά Ανάν ανέλαβε να καταπραΰνει τον θυμό της Άες Σεντάι πριν η τελευταία βάλει τις φωνές. Ήταν η τέλεια σουλ’ντάμ για την Τζολίνε.

Ο Τζούιλιν ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα; σαν να ένιωθε άβολα. «Δυσκολεύτηκα πολύ να πείσω τη Θίρα να φύγει μαζί μου. Είναι κάπως... άτολμη. Μπορώ να τη βοηθήσω να το ξεπεράσει —το ξέρω— αλλά δεν νομίζω πως είναι ικανή να προσποιηθεί τη σουλ’ντάμ».

Ο Θομ τράβηξε ελαφρά τα μουστάκια του. «Η Ρισέλ είναι κάπως απίθανο να φύγει, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Φαίνεται να της αρέσουν τα τραγούδια του Λαβαροφόρου Στρατηγού κι Άρχοντα Γιαμάντα, και μάλλον πήρε την απόφαση να τον παντρευτεί». Αναστέναξε περίλυπος. «Φοβάμαι πως δεν θα ψαρέψουμε άλλες πληροφορίες απ’ αυτό το πηγάδι». Επιπλέον, ο ίδιος δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ ξανά το στήθος της για μαξιλάρι, αυτό μαρτυρούσε η έκφραση που είχε πάρει. «Λοιπόν, σκεφτείτε εσείς οι δύο ποιον μπορούμε να ρωτήσουμε και κοιτάξτε αν μπορείτε να ξετρυπώσετε κανένα αντίτυπο με τις διαταγές».

Ο Θομ κατόρθωσε να βρει το κατάλληλο μελάνι και χαρτί, κι ήταν έτοιμος να μιμηθεί τη γραφή και τη βούλα οποιουδήποτε. Περιφρονούσε τις βούλες. Ο καθένας μπορούσε να τις αντιγράψει με ένα γογγύλι κι ένα μαχαίρι, έτσι έλεγε. Το να πετύχεις όμως τον γραφικό χαρακτήρα ενός ανθρώπου, έτσι ώστε να νομίζει ότι το έγραψε ο ίδιος, ήταν τέχνη. Κανείς τους όμως δεν κατόρθωσε να βρει ένα αντίγραφο με τις διαταγές, που να έχει την απαραίτητη βούλα. Όπως και με το α’ντάμ, οι Σωντσάν δεν άφηναν τις διαταγές όπου κι όπου. Ούτε ο Τζούιλιν έκανε μεγάλες προόδους με το θέμα του α’ντάμ. Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω. Πέρασαν έξι μέρες κι έμεναν άλλες τέσσερις. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως είχαν περάσει έξι χρόνια από την αναχώρηση της Τάυλιν κι ότι έμεναν τέσσερις ώρες πριν από την επιστροφή της.

Την έβδομη μέρα, ο Θομ σταμάτησε τον Ματ στον διάδρομο μόλις ο τελευταίος είχε επιστρέψει από τη βόλτα του. Χαμογελώντας, λες και συμμετείχε σε αργόσχολη ψιλοκουβέντα, ο πάλαι ποτέ βάρδος μιλούσε χαμηλόφωνα. Οι υπηρέτες που τους προσπερνούσαν δεν άκουγαν τίποτα παραπάνω από ένα απλό μουρμουρητό. «Σύμφωνα με τον Νόαλ, το γκόλαμ χτύπησε ξανά χθες το βράδυ. Διέταξαν τους Αναζητητές να βρουν τον δολοφόνο, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάψουν να τρώνε και να κοιμούνται, αν και δεν κατάφερα να ανακαλύψω ποιος έδωσε τη διαταγή. Ακόμα και το γεγονός ότι διατάχθηκαν να κάνουν κάτι, μοιάζει μυστικό. Πάντως, προετοιμάζονται κι ήδη ακονίζουν τα μαχαίρια τους».

Άσχετα από το αν ο Θομ μιλούσε χαμηλόφωνα, ο Ματ κοίταξε τριγύρω, να δει μήπως άκουγε κανείς. Ο μόνος στα πέριξ ήταν ένας εύσωμος γκριζομάλλης με λιβρέα, ονόματι Νάρβιν, ο οποίος ούτε βιαζόταν ούτε φαινόταν να κουβαλάει τίποτα. Οι υψηλόβαθμοι υπηρέτες, όπως ο Νάρβιν, ούτε κουβαλούσαν ούτε βιάζονταν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μόλις πρόσεξε τον Ματ, που προσπαθούσε να κοιτάξει συγχρόνως προς πάσα κατεύθυνση, και συνοφρυώθηκε. Ο Ματ ήθελε να γρυλίσει, αλλά αντί γι’ αυτό χαμογέλασε αφοπλιστικά, όπως μόνο αυτός ήξερε, κι ο Νάρβιν συνέχισε να είναι σκυθρωπός. Ο Ματ ήταν σίγουρος πως αυτός ο τύπος ήταν υπεύθυνος των πρώτων προσπαθειών να μετακινήσουν τον Πιπς από τον στάβλο.

«Ο Νόαλ σού ανέφερε τους Αναζητητές;» ρώτησε καχύποπτα, μόλις ο Νάρβιν απομακρύνθηκε αρκετά.

Ο Θομ έκανε μια αποπεμπτική κίνηση με το λιγνό του χέρι. «Φυσικά κι όχι. Μου μίλησε μονάχα για τους σκοτωμούς, παρ’ όλο που μάλλον έχει ακούσει διάφορους ψιθύρους και ξέρει τι σημαίνουν. Σπάνιο ταλέντο. Αναρωτιέμαι αν όντως είχε βρεθεί στο Σάρα», συλλογίστηκε. «Είπε πως...» Ο Θομ καθάρισε τον λαιμό του κάτω από το αγριοκοίταγμα του Ματ. «Τέλος πάντων, αργότερα. Έχω κι άλλες πηγές πληροφοριών εκτός από την πολυθρήνητη Ρισέλ, μερικές εκ των οποίων είναι Αφουγκραστές. Αυτοί οι Αφουγκραστές φαίνεται πως ακούνε τα πάντα».

«Μίλησες με Αφουγκραστές;» Η φωνή του Ματ ακούστηκε τσιριχτή σαν μεντεσές που τρίζει. Σκέφτηκε πως ο λαιμός του είχε σκουριάσει!

«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αρκεί να μη μάθουν πως το ξέρεις», απάντησε ο Θομ χασκογελώντας. «Ματ, μια κι έχεις να κάνεις με τους Σωντσάν, θα πρέπει να θεωρήσεις ως δεδομένο ότι μπορεί να είναι όλοι τους Αφουγκραστές. Με αυτόν τον τρόπο, μαθαίνεις ό,τι θέλεις χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να πεις λάθος πράγμα σε λάθος αυτί». Έβηξε κι έσιαξε το μουστάκι του, δίχως να κρύβει ιδιαίτερα ένα χαμόγελο τόσο υποτιμητικό για τον εαυτό του, που καταντούσε επαινετικό. «Τυγχάνει να ξέρω δυο-τρεις, που όντως είναι Αφουγκραστές. Όπως και να έχει όμως, η πρόσθετη πληροφορία δεν βλάπτει. Δεν θέλεις να φύγεις πριν επιστρέψει η Τάυλιν; Μοιάζεις κάπως... εγκαταλελειμμένος... τώρα που λείπει».

Ο Ματ βόγκηξε.

Εκείνη τη νύχτα, το γκόλαμ χτύπησε ξανά. Ο Λόπιν κι ο Νέριμ συζητούσαν ζωηρά τα νέα πριν ακόμα ο Ματ τελειώσει το πρωινό του από ψάρι. Ισχυρίζονταν πως είχε προκληθεί σάλος σε ολόκληρη την πόλη. Το πιο πρόσφατο θύμα, μια γυναίκα, βρέθηκε στην είσοδο ενός στενού δρόμου και ξαφνικά όλος ο κόσμος άρχισε να κουβεντιάζει το γεγονός, συνδέοντας τα διάφορα εγκλήματα μεταξύ τους. Ένας τρελός κυκλοφορούσε ελεύθερος, κι ο κόσμος απαιτούσε από τους Σωντσάν περισσότερες περιπολίες στους δρόμους τη νύχτα. Ο Ματ έκανε πέρα το πιάτο του. Η όρεξη του είχε κοπεί. Περισσότερες περιπολίες. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Σούροθ μπορεί να ερχόταν νωρίτερα μόλις το μάθαινε, φέρνοντας φυσικά και την Τάυλιν μαζί της. Στην καλύτερη περίπτωση, είχε ακόμα δύο μέρες καιρό. Του φάνηκε ότι θα έβγαζε όσα είχε φάει.

Πέρασε όλο το υπόλοιπο πρωινό κάνοντας βόλτες —κουτσαίνοντας, φυσικά— πάνω-κάτω στο χαλί που ήταν στρωμένο στην κρεβατοκάμαρα της Τάυλιν, αγνοώντας τον πόνο στο πόδι του και πασχίζοντας να σκεφτεί κάτι, οτιδήποτε, που θα του έδινε τη δυνατότητα να κάνει το αδύνατο δυνατό μέσα σε δύο μέρες. Πράγματι, ο πόνος είχε ελαττωθεί. Δεν χρησιμοποιούσε πια την πατερίτσα και ζόριζε τον εαυτό του να ανακτήσει τις δυνάμεις του από μόνος του. Πίστευε ότι μπορούσε να κάνει δύο ή τρία μίλια πεζός, χωρίς να αναγκαστεί να σταματήσει για να ξεκουράσει το πόδι του, όχι για πολλή ώρα τουλάχιστον.

Γύρω στο μεσημέρι, ο Τζούιλιν τού έφερε τα πρώτα πραγματικά καλά νέα που είχε ακούσει εδώ και μια ολόκληρη Εποχή, αν και δεν ήταν ακριβώς νέα. Ήταν ένα υφασμάτινο σακί, που περιείχε δύο φορέματα τυλιγμένα με ένα ασημένιο α’ντάμ.

Загрузка...