Ο Θρίαμβος του Κίντρον κυλούσε στις φουσκοθαλασσιές, κάνοντας τις επιχρυσωμένες λάμπες στην καμπίνα της πρύμνης να κλυδωνίζονται στους αναρτήρες τους, αλλά η Τουόν καθόταν ήρεμη καθώς το ξυράφι στο ήρεμο χέρι της Σελούσια γλιστρούσε πάνω στο κρανίο της. Μέσα από το ψηλό παράθυρο της πρύμνης, έβλεπε κι άλλες φρεγάτες να σκίζουν τα γκριζοπράσινα κύματα, τινάζοντας πίδακες λευκού αφρού, εκατοντάδες από δαύτες στοιχισμένες σε μια σειρά που απλωνόταν έως το βάθος του ορίζοντα. Τέσσερις φορές τόσα είχαν παραμείνει στο Τάντσικο. Οι Ρυαγκέλ, Εκείνοι που Γυρίζουν στην Πατρίδα. Το Κορίν, Ο Γυρισμός, είχε ξεκινήσει.
Ένα υψιπετές άλμπατρος έμοιαζε να ακολουθεί το Κίντρον, οιωνός νίκης προφανώς, αν κι οι μακριές φτερούγες του πουλιού ήταν μαύρες αντί για λευκές. Μπορεί, όμως, να μην είχε σημασία. Οι οιωνοί δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με την τοποθεσία. Το σκούξιμο μιας κουκουβάγιας την αυγή σήμαινε θάνατο, και μια βροχή σε ασυννέφιαστη μέρα απρόσμενο επισκέπτη, ανεξάρτητα από το αν βρισκόοουν στο Ίμφαραλ ή στο Νόρεν Μ’Σαρ.
Το πρωινό τελετουργικό με το ξυράφι της προσωπικής της βοηθού ήταν ανακουφιστικό, κι ειδικά σήμερα το χρειαζόταν όσο τίποτε άλλο. Χτες το βράδυ είχε δώσει μια διαταγή εν βρασμώ ψυχής. Καμιά διαταγή δεν επιτρέπεται να δίνεται εν βρασμώ. Ένιωθε σχεδόν σαν σέι’μοσίεβ, σαν να είχε χάσει την τιμή της. Είχε χάσει την αίσθηση του μέτρου, κι αυτό προμήνυε κακά μαντάτα για τον Γυρισμό, όπως η απώλεια του σέι’τάερ, άσχετα από τα άλμπατρος.
Η Σελούσια σκούπισε τη σαπουνάδα με ένα ζεστό, υγρό ύφασμα, χρησιμοποιώντας αμέσως μετά ένα στεγνό ύφασμα, για να τρίψει τελικά ελαφρά το μαλακό κρανίο με ένα πινέλο. Όταν η βοηθός της έκανε ένα βήμα πίσω, η Τουόν σηκώθηκε κι άφησε την περίτεχνα κεντημένη εσθήτα της από μπλε μετάξι να γλιστρήσει στο χαλί με τις γαλανόχρυσες μπορντούρες. Ο ψυχρός αέρας όρμησε ξαφνικά στο σκούρο, γυμνό της δέρμα, δίνοντας της την αίσθηση ότι την τρυπούν χαλικάκια. Τέσσερις από τις δέκα υπηρέτριες της σηκώθηκαν με χάρη από το σημείο όπου ήταν γονατισμένες, ακουμπώντας στον τοίχο, περιποιημένες και χαριτωμένες μες στους λευκούς μεμβρανώδεις χιτώνες τους. Είχαν αγοραστεί τόσο για την εμφάνιση τους όσο και για τις ικανότητες τους, κι ήταν πράγματι πολύ ικανές. Είχαν συνηθίσει το κούνημα του σκάφους κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού από το Σωντσάν, κι έσπευσαν να φέρουν στη Σελούσια τα ρούχα που ήταν ήδη απλωμένα πάνω στα σκαλιστά μπαούλα. Η Σελούσια δεν επέτρεπε ποτέ σε μια ντα’κοβάλε να την ντύσει, παρά μόνο να της βάλει τις κάλτσες ή τα πασούμια.
Μόλις πέρασε μια πλισαρισμένη εσθήτα στο χρώμα του πολυκαιρισμένου φιλντισιού πάνω από το κεφάλι της Τουόν, η νεαρότερη γυναίκα δεν άντεξε να μη συγκρίνει τις δυο τους στον ψηλό καθρέφτη που στηριζόταν στον εσωτερικό τοίχο. Η χρυσομάλλα Σελούσια είχε αρχοντική ομορφιά, με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της και τα ψυχρά γαλανά μάτια. Θα μπορούσε κάλλιστα να την περάσει κανείς για γυναίκα της Γενιάς, και μάλιστα υψηλόβαθμη, παρά για σο’τζίν, αν δεν είχε ξυρίσει την αριστερή μεριά του κεφαλιού της. Η παραμικρή σχετική νύξη θα σόκαρε τη γυναίκα, αν λεγόταν φωναχτά. Και μόνο η ιδέα να υπερέβαινε την κοινωνική της θέση τρόμαζε τη Σελούσια. Η Τουόν ήξερε καλά πως η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει μια τόσο καταλυτική παρουσία. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, καφετιά και κάπως υγρά. Όταν ξεχνούσε να διατηρήσει στα χαρακτηριστικά της μια αυστηρή μάσκα, το καρδιόσχημο πρόσωπό της έμοιαζε να ανήκει σε σκανδαλιάρικο παιδάκι. Η κορυφή του κεφαλιού της μόλις που άγγιζε το ύψος των ματιών της Σελούσια, κι η προσωπική βοηθός της δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή γυναίκα. Η Τουόν μπορούσε να ιππεύει δίπλα στους καλύτερους, διέπρεπε στην πάλη και στη χρήση των όπλων, αλλά έπρεπε πάντα να βάζει το μυαλό της να δουλέψει, για να κατορθώσει να εντυπωσιάσει. Ωστόσο, είχε εκπαιδευτεί και σ’ αυτό εξίσου σκληρά, όπως και στα υπόλοιπα ταλέντα της. Αν μη τι άλλο, η φαρδιά χρυσόπλεκτη ζώνη τόνιζε αρκετά τη μέση της, οπότε κανείς δεν μπορούσε να την περάσει για αγόρι με φόρεμα. Οι άντρες κοιτούσαν τη Σελούσια όταν περνούσε, και το αυτί της Τουόν όλο κι έπιανε διάφορα μουρμουρητά σχετικά με τα πλούσια στήθη της. Αυτό, βέβαια, δεν είχε καμιά σχέση με την επιβλητική παρουσία, αλλά δεν θα ήταν άσχημα αν διέθετε κι η ίδια λίγο μεγαλύτερο στήθος.
«Το Φως να με ευλογεί», μουρμούρισε η Σελούσια, κι ακουγόταν ευχαριστημένη, καθώς η ντα’κοβάλε έσπευσε να γονατίσει με την πλάτη στον τοίχο. «Το κάνεις αυτό κάθε πρωί από τότε που ξύρισες για πρώτη φορά το κεφάλι σου. Εξακολουθείς να πιστεύεις, τρία χρόνια μετά, ότι θα σου άφηνα τουφίτσες;»
Η Τουόν συνειδητοποίησε ότι έτριβε με το χέρι της το γυμνό της κρανίο, ψάχνοντας για τουφίτσες, απ’ ό,τι παραδέχτηκε θλιμμένη. «Αν σου ξέφευγαν», είπε με ψεύτικη αυστηρότητα, «θα έβαζα να σε δείρουν. Κι αυτό θα ήταν η ανταμοιβή σου για όσες φορές χρησιμοποίησες βέργα επάνω μου».
Τοποθετώντας μια αρμαθιά ρουμπίνια γύρω από τον λαιμό της Τουόν, η Σελούσια γέλασε. «Αν με ξοφλήσεις για όλα αυτά, δεν θα μπορέσω να ξανακαθίσω».
Η Τουόν χαμογέλασε. Η μητέρα της Σελούσια είχε δώσει την κόρη της στην Τουόν από μικρή, ως δώρο, για να γίνει νταντά της κι, ακόμα πιο σημαντικό, η σκιά της, ένας σωματοφύλακας για τον οποίον κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό. Τα πρώτα είκοσι πέντε χρόνια της ζωής της η Σελούσια τα πέρασε εκπαιδευόμενη, ενώ τα επόμενα εκπαιδευόταν κάτω από άκρα μυστικότητα. Στη δέκατη έκτη ονομαστική εορτή της Τουόν, όταν ξύρισε το κεφάλι της για πρώτη φορά, είχε προσφέρει στη Σελούσια τα παραδοσιακά δώρα του Οίκου της, ένα μικρό κτήμα για τη φροντίδα με την οποία την είχε περιβάλει, μια απολογία για τις τιμωρίες στις οποίες την είχε υποβάλει, ένα σακί με εκατό χρυσούς θρόνους για κάθε φορά που χρειάστηκε να τιμωρήσει την παρορμητικότητά της. Η Γενιά, που είχε μαζευτεί για να παρακολουθήσει την τελετή ενηλικίωσης της, είχε εντυπωσιαστεί από όλους αυτούς τους σάκους με τα νομίσματα, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που θα άπλωναν χέρι επάνω τους. Σαν παιδί ήταν... ανυπάκουη... για να μην πούμε ξεροκέφαλη. Και το τελευταίο παραδοσιακό δώρο: η προσφορά στη Σελούσια να διαλέξει η ίδια με τι ήθελε να ασχοληθεί στη συνέχεια. Η Τουόν δεν ήταν σίγουρη αν αισθάνθηκε μεγαλύτερη έκπληξη η ίδια ή το πλήθος που παρακολουθούσε, όταν η αξιοπρεπής γυναίκα γύρισε την πλάτη της στη δύναμη και στην εξουσία και ζήτησε να γίνει η προσωπική βοηθός της Τουόν, η αρχιυπηρέτριά της. Κι η σκιά της, φυσικά, παρ’ όλο που αυτό δεν μαθεύτηκε ευρέως. Η ίδια η Τουόν, πάντως, ευχαριστήθηκε πολύ.
«Ίσως σε μικρές δόσεις, σε χρονικό εύρος δεκαέξι χρόνων», είπε. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον καθρέφτη και, κοιτώντας το είδωλό της, συγκρατήθηκε για να μη χαμογελάσει και να βεβαιωθεί ότι ο τόνος της φωνής της δεν ήταν δηκτικός. Κατόπιν, επανήλθε η αυστηρότητα. Σίγουρα ένιωθε περισσότερη στοργή για τη γυναίκα που τη μεγάλωσε, παρά για τη μάνα που έβλεπε μονάχα δύο φορές τον χρόνο πριν ενηλικιωθεί, ή για τους αδελφούς και τις αδελφές που την είχαν μάθει από τα πρώτα της κιόλας βήματα ότι πρέπει να τους πολεμάει για χάρη της μάνας της. Μέχρι στιγμής, δυο από δαύτους είχαν σκοτωθεί σε αυτές τις συμπλοκές κι άλλοι τρεις είχαν προσπαθήσει να τη σκοτώσουν. Μια αδελφή κι ένας αδελφός είχαν γίνει ντα’κοβάλε και τα ονόματά τους σβήστηκαν από τα αρχεία, λες κι ανακαλύφθηκε πως ήταν ικανοί να διαβιβάζουν. Ακόμα και τώρα, η θέση της ήταν κάπως επισφαλής. Μια λανθασμένη κίνηση, και θα πέθαινε, ή —ακόμα χειρότερα— θα την έγδυναν και θα την πουλούσαν σε δημόσιο πλειστηριασμό. Ευλογημένο να είναι το Φως, όταν χαμογελούσε, έμοιαζε ακόμα δεκαέξι! Στην καλύτερη περίπτωση!
Χαχανίζοντας, η Σελούσια στράφηκε να πάρει το στενό κάλυμμα από χρυσή δαντέλα από τον κόκκινο, στιλβωμένο ορθοστάτη πάνω στο τραπεζάκι καλλωπισμού. Η αραιή δαντέλα θα άφηνε ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος του ξυρισμένου κρανίου της, αποκαλύπτοντας το σήμα με το Κοράκι και τα Τριαντάφυλλα. Μπορεί να μην ήταν σέι’μοσίεβ, αλλά για το καλό του Κορίν έπρεπε να αποκαταστήσει την ισορροπία. Θα μπορούσε να ζητήσει από την Άναθ, τη Σόε’φέια, να απαγγείλει κάποια ποινή, αλλά δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια από τον απρόσμενο θάνατο της Νεφέρι κι η ίδια δεν ένιωθε και τόσο άνετα με την αντικατάστασή της. Κάτι της έλεγε ότι έπρεπε να το αναλάβει προσωπικά. Ίσως είχε δει κάποιον οιωνό, τον οποίον δεν αναγνώρισε συνειδητά. Μπορεί το πλοίο να μην είχε μυρμήγκια, αλλά σίγουρα είχε λογιών-λογιών ζωύφια.
«Όχι, Σελούσια», είπε ήρεμα. «Δώσε μου ένα πέπλο».
Το στόμα της Σελούσια σφίχτηκε αποδοκιμαστικά, αλλά ξανατοποθέτησε σιωπηλά το κάλυμμα στον ορθοστάτη του. Ιδιαιτέρως, όπως τώρα, είχε την άδεια να μιλάει ελεύθερα, ήξερε ωστόσο τι έπρεπε να πει και τι όχι. Η Τουόν είχε αναγκαστεί στο παρελθόν να την τιμωρήσει δύο φορές και, μα το Φως, το είχε μετανιώσει τόσο όσο κι η ίδια η Σελούσια. Χωρίς να πει λέξη, η βοηθός της έβγαλε ένα μακρόστενο και διάφανο πέπλο, το πέρασε πάνω από το κεφάλι της Τουόν και το ασφάλισε με τη στενή λωρίδα της χρυσαφιάς πλεξούδας που ήταν καλυμμένη με ρουμπίνια. Το πέπλο ήταν πιο διάφανο από τους χιτώνες των ντα’κοβάλε και δεν έκρυβε διόλου το πρόσωπό της. Έκρυβε όμως άλλα, σπουδαιότερα, πράγματα.
Ρίχνοντας μια μακριά μπλε κάπα με χρυσαφί κέντημα πάνω στους ώμους της Τουόν, η Σελούσια έκανε ένα βήμα πίσω κι υποκλίθηκε βαθιά, με την άκρη της χρυσής πλεξούδας της να ακουμπάει στο χαλί. Οι γονατιστές ντα’κοβάλε έσκυψαν, και τα πρόσωπά τους άγγιξαν το κατάστρωμα. Η απομόνωση σύντομα θα έπαιρνε τέλος. Η Τουόν βγήκε μόνη από την καμπίνα.
Στη δεύτερη καμπίνα στέκονταν έξι σουλ’ντάμ, από τρεις σε κάθε πλευρά, με τις επόπτριες γονατισμένες μπροστά τους πάνω στα φαρδιά, λουστραρισμένα μαδέρια του καταστρώματος. Οι σουλ’ντάμ ίσιωσαν τα κορμιά τους μόλις την είδαν, περήφανες όπως η ασημένια αστραπή στα κόκκινα πλαίσια πάνω στις φούστες τους. Οι γκριζοντυμένες νταμέην γονάτισαν κορδωμένες, γεμάτες από τη δική τους υπερηφάνεια. Με εξαίρεση την κακόμοιρη τη Λίντυα, που κάθισε ανακούρκουδα και προσπάθησε να πιέσει το δακρυσμένο πρόσωπό της πάνω στο κατάστρωμα. Η Ιανέλ, κρατώντας το λουρί της κοκκινομάλλας νταμέην, την κοίταξε περιφρονητικά.
Η Τουόν αναστέναξε. Η Λίντυα ήταν υπεύθυνη για την οργή της το προηγούμενο βράδυ. Ή μάλλον όχι, εκείνη την είχε προκαλέσει, αλλά ήταν η ίδια η Τουόν υπεύθυνη για τα συναισθήματά της. Η ίδια είχε προστάξει την νταμέην να της πει τη μοίρα της, αλλά ήταν λάθος να διατάξει να τη ραβδίσουν επειδή δεν της άρεσαν όσα άκουσε.
Έσκυψε κι έπιασε στην παλάμη της το σαγόνι της Λίντυα, ακουμπώντας τα βαμμένα κόκκινα νύχια της πάνω στο φακιδιάρικο μάγουλο της κοπέλας. Την τράβηξε προς τα επάνω, για να σταθεί όρθια, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα έναν μορφασμό εκ μέρους της Λίντυα κι έναν νέο καταιγισμό δακρύων, που η Τουόν σκούπισε προσεκτικά με τα δάχτυλά της καθώς ταυτόχρονα έστηνε όρθια την νταμέην. «Η Λίντυα είναι καλή νταμέην, Ιανέλ», είπε. «Βάψε τα σημάδια της με βάμμα σόρφα και δώσε της λεοντόκαρδο για τον πόνο, μέχρι να εξαφανιστούν τα σημάδια. Μέχρι τότε, θα τρώει και μία γαλατόπιτα μαζί με το γεύμα της».
«Όπως προστάζει η Υψηλή Αρχόντισσα», αποκρίθηκε η Ιανέλ με τυπικότητα, αν και χαμογέλασε ελαφρώς. Όλες οι σουλ’ντάμ ήταν στοργικές απέναντι στη Λίντυα, και δεν της άρεσε διόλου που είχε τιμωρήσει την νταμέην. «Αν τυχόν παχύνει, θα την παίρνω μαζί μου για τρέξιμο, Υψηλή Αρχόντισσα».
Η Λίντυα γύρισε το κεφάλι της να φιλήσει την καλάμη της Τουόν και μουρμούρισε: «Η Λίντυα έχει πολύ ευγενική κυρά. Η Λίντυα δεν θα παχύνει».
Προχωρώντας ανάμεσα στις δύο σειρές, η Τουόν είπε λίγα λόγια σε κάθε σουλ’ντάμ και κανάκεψε καθεμία από τις νταμέην. Οι έξι που είχε φέρει μαζί της ήταν οι καλύτερες, κι έλαμπαν από χαρά κοιτώντας τη με την ίδια στοργή που έτρεφε κι εκείνη γι’ αυτές. Είχαν ανταγωνιστεί με ζήλο για να γίνουν οι εκλεκτές της. Οι πλαδαρές, χρυσομάλλες Ντάλι και Ντάνι, οι δύο αδελφές που δεν χρειάζονταν καν τις οδηγίες μιας σουλ’ντάμ. Η Τσάραλ, με μαλλιά γκρίζα όσο και τα μάτια της, η οποία εξακολουθούσε να είναι η πιο σβέλτη στην ύφανση. Η Σέρα, με τις πορφυρές κορδέλες στα σφιχτοδεμένα και σγουρά μαύρα μαλλιά της, δυνατή και περήφανη όσο μια σουλ’ντάμ. Η μικροκαμωμένη Μάιλεν, πιο κοντή κι από την Τουόν. Από τις έξι που είχε επιλέξει η Τουόν, η Μάιλεν ήταν το καμάρι της.
Πολλοί είχαν θεωρήσει παράξενο ότι η Τουόν πέρασε τη δοκιμασία για να γίνει σουλ’ντάμ με το που ενηλικιώθηκε, αν και κανείς δεν της πήγε κόντρα, εκτός από τη μάνα της, που το επέτρεψε παραμένοντας σιωπηλή. Η αλήθεια ήταν πως θεωρούνταν πρωτάκουστο να γίνει σουλ’ντάμ, αλλά διασκέδαζε τόσο εκπαιδεύοντας νταμέην όσο κι εκπαιδεύοντας άλογα, άσε που ήταν εξίσου καλή και στα δύο, η δε Μάιλεν ήταν η απόδειξη. Η χλωμή, μικροκαμωμένη νταμέην ήταν μισοπεθαμένη από το σοκ και τον φόβο, αρνούμενη να φάει ή να πιει, όταν η Τουόν την έφερε στο κατάστρωμα, στο Σον Κιφάρ. Οι ντερ’σουλ’ντάμ ήταν απεγνωσμένες, ισχυριζόμενες ότι δεν θα ζούσε για πολύ, αλλά τώρα η Μάιλεν χαμογελούσε προς την Τουόν κι έγερνε μπροστά, για να της φιλήσει το χέρι, πριν προλάβει η κυρά της να χαϊδέψει τα μαύρα μαλλιά της νταμέην. Κάποτε ήταν κοκαλιάρα, αλλά τώρα είχε γίνει κάπως πλαδαρή. Αντί να την επιπλήξει, η Κατρόνα, που την κρατούσε από το λουρί, άφησε ένα χαμόγελο να χαράξει το συνήθως αυστηρό πρόσωπό της και μουρμούρισε ότι η Μάιλεν ήταν τέλεια νταμέην. Η αλήθεια ήταν πως κανείς δεν θα πίστευε πως κάποτε αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι.
Προτού φύγει, η Τουόν έδωσε μερικές ακόμα εντολές σχετικά με τη διατροφή και την εξάσκηση της νταμέην. Η σουλ’ντάμ ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει, όπως άλλωστε κι οι άλλες δώδεκα στην ακολουθία της Τουόν —ειδάλλως, δεν θα είχαν μπει στην υπηρεσία της— αλλά πίστευε πως δεν έπρεπε να επιτρέπεται σε καμία να κατέχει νταμέην, εκτός αν έδειχνε ενεργό ενδιαφέρον. Ήξερε τις ιδιοτροπίες της καθεμίας όσο καλά ήξερε το ίδιο της το πρόσωπο.
Στην εξωτερική καμπίνα, οι Φρουροί του Θανάτου, παραταγμένοι κατά μήκος του τοίχου, με τις στιλβωμένες πανοπλίες τους σε αποχρώσεις του αίματος και του σκούρου πράσινου, μαρμάρωσαν άμα τη εμφανίσει της. Μαρμάρωσαν όσο τα αγάλματα, σχεδόν. Αυτοί οι άντρες με τα σκληρά πρόσωπα, μαζί με άλλους πεντακόσιους, είχαν την προσωπική ευθύνη της ασφάλειας της Τουόν. Ένας προς έναν αλλά κι όλοι μαζί, θα πέθαιναν για να την προστατεύσουν. Το ίδιο θα έκαναν κι αν εκείνη πέθαινε. Όλοι ήταν εθελοντές, ζητώντας εκούσια να μπουν στη φρουρά της. Αντικρίζοντας το πέπλο, ο γκριζαρισμένος Αρχηγός Μουσέντζε έδωσε διαταγή σε δύο μόνο άντρες να τη συνοδέψουν στο κατάστρωμα, όπου δύο ντουζίνες Ογκιρανοί Κηπουροί, ντυμένοι στα κόκκινα και στα πράσινα, ήταν παραταγμένοι αμφοτέρωθεν της εισόδου, με τα μεγάλα τσεκούρια με τους μαύρους θυσάνους ανασηκωμένα μπροστά τους και τις βλοσυρές ματιές να πετούν τριγύρω, αναζητώντας κάποιον κίνδυνο ακόμα κι εδώ. Δεν θα πέθαιναν, βέβαια, σε περίπτωση δικού της θανάτου, αλλά είχαν ζητήσει κι αυτοί να μπουν στη φρουρά της, κι εκείνη δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να εμπιστευτεί τη ζωή της στα τεράστια χέρια τους.
Τα ραβδωτά πανιά των τριών ψηλών καταρτιών του Κίντρον ήταν τεντωμένα εξαιτίας του παγερού ανέμου, που ωθούσε το σκάφος προς το μέρος της γης που απλωνόταν μπροστά τους, μια σκοτεινή ακτή αρκετά κοντά, για να διακρίνει λόφους κι ακρωτήρια. Άντρες και γυναίκες στριμώχνονταν στο κατάστρωμα, κι όλοι τους ανήκαν στη Γενιά του σκάφους, ντυμένοι με τα καλύτερα μετάξια τους. Δεν έδιναν την παραμικρή σημασία ούτε στον άνεμο που μαστίγωνε τους μανδύες τους, ούτε στους ξυπόλητους άντρες και γυναίκες του πληρώματος που έτρεχαν ανάμεσα στα πόδια τους. Κάποιοι εκ των ευγενών αγνοούσαν επιδεικτικότατα το πλήρωμα, λες κι οι υπηρέτες έπρεπε να φροντίζουν το πλοίο γονυπετώντας και κάνοντας υποκλίσεις ταυτοχρόνως ανά δύο βήματα. Τα μέλη της Γενιάς ήταν έτοιμα να προσκυνήσουν σχεδόν, αλλά αντ’ αυτού περιορίστηκαν σε ελαφρές υποκλίσεις, σαν ίσοι μεταξύ ίσων, μόλις πρόσεξαν το πέπλο της. Ο Γιούριλ, ο μυταράς που όλοι θεωρούσαν γραμματέα της, γονάτισε στο ένα γόνατο. Φυσικά κι ήταν ο γραμματέας της, ήταν ωστόσο και το Χέρι της, που διέταζε τους Αναζητητές της. Η Μακούρα έπεσε μπρούμυτα και φίλησε το κατάστρωμα, αλλά λίγα ήρεμα λόγια εκ μέρους του Γιούριλ ήταν αρκετά για να σηκωθεί όρθια, αναψοκοκκινισμένη και στρώνοντας την πλισαρισμένη, κόκκινη φούστα της. Η Τουόν δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να την πάρει στην υπηρεσία της, πίσω στο Τάντσικο, αλλά η γυναίκα την εκλιπαρούσε λες κι ήταν ντα’κοβάλε. Για κάποιο λόγο, μισούσε τις Άες Σεντάι μέχρι το κόκαλο, και παρά τις ανταμοιβές που της είχαν δώσει για τις ιδιαίτερα πολύτιμες πληροφορίες της, ήλπιζε να τους κάνει ζημιά.
Σκύβοντας το κεφάλι μπροστά στη Γενιά, η Τουόν σκαρφάλωσε στο πρυμναίο κατάστρωμα, ακολουθούμενη από δύο Φρουρούς του Θανάτου. Ο άνεμος την εμπόδιζε να στρώσει την κάπα της και για μια στιγμή πίεσε το πέπλο πάνω στο πρόσωπό της, για να το ανασηκώσει λίγο αργότερα. Δεν είχε σημασία· αρκεί να το φορούσε. Το προσωπικό της λάβαρο, δύο χρυσά λιοντάρια ζεμένα σε ένα αρχαίο πολεμικό άρμα, ανέμιζε στην πρύμνη, πάνω από τους έξι τιμονιέρηδες, οι οποίοι πάλευαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη μακρόστενη λαγουδέρα. Τα λάβαρα με το Κοράκι και τα Τριαντάφυλλα θα είχαν πακεταριστεί με το που είχε δώσει την εντολή το πρώτο μέλος του πληρώματος που την είχε δει να φοράει το πέπλο. Η καπετάνισσα του Κίντρον, μια εύσωμη, ανεμοδαρμένη γυναίκα, με άσπρα μαλλιά κι απίστευτα πράσινα μάτια, υποκλίθηκε μόλις τα πασούμια της Τουόν άγγιξαν το πρυμναίο κατάστρωμα και κατόπιν η προσοχή της στράφηκε ξανά στο πλοίο.
Η Άναθ στεκόταν δίπλα στην κουπαστή, ντυμένη με ένα μονότονο μαύρο μεταξωτό, και με την ψύχρα του ανέμου να μην την ενοχλεί στο ελάχιστο, παρά την έλλειψη μανδύα ή κάπας. Ήταν λυγερόκορμη γυναίκα, ψηλή ακόμα και για τα αντρικά δεδομένα. Το σκούρο, σαν κάρβουνο, πρόσωπό της ήταν χαριτωμένο, αλλά τα τεράστια, μαύρα της μάτια ήταν διαπεραστικά σαν σουβλιά. Ήταν η Σόε’φέια της Τουόν, η Αληθομιλήτρια της, ονομασμένη έτσι από την ίδια την Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα, όταν αποδήμησε η Νεφέρι. Απετέλεσε έκπληξη, μια και το Αριστερό Χέρι της Νεφέρι ήταν ήδη εκπαιδευμένο να την αντικαταστήσει, αλλά όταν μιλούσε η Αυτοκράτειρα από τον Κρυστάλλινο Θρόνο της, ο λόγος της ήταν νόμος. Υποτίθεται πως δεν έπρεπε να φοβάσαι τη Σόε’φέια σου, αλλά η Τουόν τη φοβόταν λιγάκι. Πήγε κοντά στη γυναίκα κι άδραξε την κουπαστή, αλλά ελευθέρωσε αμέσως τα χέρια της πριν σπάσει κανένα βερνικωμένο νύχι, κάτι που θα σήμαινε μεγάλη κακοτυχία.
«Λοιπόν», είπε η Άναθ, κι η λέξη έμοιαζε με καρφί που χωνόταν κατευθείαν στο κρανίο της Τουόν. Η ψηλή γυναίκα την κοίταξε συνοφρυωμένη, κι η περιφρόνηση ήταν έκδηλη στη φωνή της. «Από τη μία, κρύβεσαι —κατά κάποιον τρόπο— κι από την άλλη, είσαι η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν. Μόνο που όλοι ξέρουν ποια πραγματικά είσαι, ασχέτως αν δεν το αναφέρουν. Για πόσον καιρό ακόμα σκοπεύεις να συνεχίσεις αυτή τη φάρσα;» Τα σαρκώδη χείλη της Άναθ άνοιξαν σε έναν χλευαστικό σαρκασμό, κι η ίδια έκανε μια απότομη, αποπεμπτική κίνηση με το λεπτοκαμωμένο της χέρι. «Υποθέτω πως αυτή η ηλιθιότητα έχει να κάνει με τον ραβδισμό της νταμέην. Είσαι ανόητη, αν νομίζεις ότι έχεις χάσει την τιμή σου, εξαιτίας ενός τόσο ασήμαντου ζητήματος. Τι είπε κι έγινες έξαλλη; Το μόνο που μαθεύτηκε είναι ότι ξέσπασες άγρια, και πολύ λυπάμαι που έχασα τη σκηνή».
Τα χέρια της Τουόν ήταν ακινητοποιημένα πάνω στην κουπαστή. Από στιγμή σε στιγμή, θα άρχιζαν να τρέμουν, αλλά η γυναίκα κατόρθωσε να διατηρήσει μια αυστηρή έκφραση. «Θα φοράω το πέπλο έως ότου παρουσιαστεί κάποιος οιωνός, που θα μου αναγγείλει ότι ήρθε η ώρα να το βγάλω, Άναθ», είπε, πασχίζοντας να κάνει τη φωνή της να ηχεί ήρεμη. Μόνο τυχαία δεν θα κρυφάκουγε κάποιος τα μυστικά λόγια της Λίντυα. Όλοι γνώριζαν πως η νταμέην μπορούσε να προλέγει το μέλλον, κι αν κάποιος από τη Γενιά είχε κρυφακούσει, θα είχαν ήδη αρχίσει τα κουτσομπολιά σχετικά με τη μοίρα της.
Η Άναθ γέλασε με αναίδεια κι άρχισε να της ξαναλέει πόσο ανόητη ήταν, με περισσότερες λεπτομέρειες αυτή τη φορά. Με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες. Δεν μπήκε καν στον κόπο να χαμηλώσει τη φωνή της. Η Καπετάνισσα Τέχαν κοιτούσε ευθεία μπροστά, και τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω από το φακιδιάρικο πρόσωπό της. Η Τουόν απέμεινε να ακούει προσεκτικά, αναψοκοκκινίζοντας όλο και περισσότερο, μέχρι που νόμιζε πως το πέπλο της θα έπιανε φωτιά.
Αρκετοί από τη Γενιά αποκαλούσαν τις Φωνές τους Σόε’φέια, αλλά οι Φωνές της Γενιάς ήταν σο’τζίν, κι ήξεραν καλά πως θα τιμωρούνταν αν οι κάτοχοι τους δεν έμεναν ευχαριστημένοι από όσα έλεγαν, ακόμα κι αν αποκαλούνταν Σόε’φέια. Ήταν αδύνατον να διατάξεις, να αναγκάσεις, ή να τιμωρήσεις με οποιονδήποτε τρόπο έναν Ομιλητή της Αλήθειας. Μια Αληθομιλήτρια όμως ήταν αναγκασμένη να πει την πικρή αλήθεια, ασχέτως αν ήθελες να την ακούσεις ή όχι, και μάλιστα να βεβαιωθεί ότι την άκουσες. Όσοι ανήκαν στη Γενιά κι αποκαλούσαν τις Φωνές τους Σόε’φέια, πίστευαν ότι ο Άλγκουιν, ο τελευταίος άντρας που κάθισε στον Κρυστάλλινο Θρόνο, κάπου χίλια χρόνια πριν, παραφρόνησε επειδή άφησε τη Σόε’φέια του να ζήσει και να διατηρήσει τη θέση της, ενώ εκείνη τον είχε χαστουκίσει μπροστά σε όλη την αυλή του. Οι παραδόσεις της οικογένειάς της ήταν ακατανόητες σε όλους, και φυσικά στη γουρλομάτα καπετάνισσα. Οι εκφράσεις των Φρουρών του Θανάτου δεν άλλαξαν στο ελάχιστο πίσω από τις περικεφαλαίες τους, που μισόκρυβαν τα μάγουλά τους. Καταλάβαιναν.
«Ευχαριστώ, αλλά δεν χρειάζομαι μετάνοια», είπε ευγενικά, μόλις η Άναθ αποτελείωσε τη δημηγορία.
Κάποτε, κι αφού καταράστηκε τη Νεφέρι, που πέθανε με έναν τόσο ηλίθιο τρόπο, όπως η πτώση από τις σκάλες, ζήτησε από την καινούργια Σόε’φέια να εκτελέσει αυτό το χρέος εκ μέρους της. Το να καταριέσαι τους νεκρούς ήταν αρκετό από μόνο του για να σε κάνει σέι’μοσίεβ για αρκετούς μήνες. Κατά έναν περίεργο τρόπο, η γυναίκα ήταν πολύ ευαίσθητη όσον αφορά σε αυτό το θέμα, κάτι που την έκανε να κλαίει επί μέρες, ανίκανη να φορέσει ακόμα κι ένα ριχτό φόρεμα. Ωστόσο, δεν ήταν αυτός ο λόγος που αρνήθηκε την προσφορά. Η μετάνοια πρέπει να είναι αυστηρή, αλλιώς είναι άχρηστη στην αποκατάσταση της ισορροπίας. Όχι, δεν θα ακολουθούσε τον εύκολο δρόμο, επειδή είχε πάρει την απόφαση της. Κι επειδή —έπρεπε να το παραδεχτεί— ήθελε να πάει κόντρα στη συμβουλή της Σόε’φέια. Δεν ήθελε να την ακούσει καν. Όπως είπε κι η Σελούσια, ανέκαθεν ήταν ξεροκέφαλη. Το να αρνείσαι να ακούσεις την Αληθομιλήτριά σου ήταν αποκρουστικό. Ίσως, σε τελική ανάλυση, έπρεπε να δεχτεί ότι ήταν απαραίτητη η αποκατάσταση της ισορροπίας. Τρεις μεγάλες, γκρίζες φάλαινες αναδύθηκαν δίπλα στο πλοίο κι άφησαν έναν ήχο. Κατόπιν βυθίστηκαν, για να μην αναδυθούν ποτέ ξανά. Μείνε πιστή στον δρόμο που διάλεξες.
«Όταν αποβιβαστούμε», είπε, «πρέπει να κληθεί η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ». Μείνε πιστή στον δρόμο που διάλεξες. «Θα χρειαστεί να ερευνήσουμε το μέγεθος της φιλοδοξίας της. Έχει ασχοληθεί με τους Προδρόμους περισσότερο από την Αυτοκράτειρα, είθε να ζει για πάντα, ει δυνατόν, αλλά επιτυχίες τέτοιου μεγέθους δημιουργούν κι ανάλογες φιλοδοξίες».
Ενοχλημένη από την αλλαγή θέματος, η Άναθ ίσιωσε την κορμοστασιά της, με τα χείλη της σφιχτά ενωμένα. Τα μάτια της λαμπύριζαν. «Είμαι σίγουρη ότι η Σούροθ τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Αυτοκρατορία, αποκλειστικά λόγω προσωπικής φιλοδοξίας», είπε κοφτά.
Η Τουόν συγκατάνευσε. Η ίδια δεν ήταν διόλου σίγουρη γι’ αυτό. Τούτη η βεβαιότητα θα μπορούσε να την οδηγήσει ακόμα και στον Πύργο των Κορακιών, ειδικά αυτήν. «Πρέπει να βρω τρόπο να έρθω σε επαφή με τον Αναγεννημένο Δράκοντα το γρηγορότερο. Πρέπει να γονυπετήσει μπροστά στον Κρυστάλλινο Θρόνο πριν από την έλευση της Τάρμον Γκάι’ντον, ειδάλλως θα χαθούν όλα». Οι Προφητείες του Δράκοντα το έλεγαν ξεκάθαρα.
Η διάθεση της Άναθ άλλαξε μέσα σε δευτερόλεπτα. Χαμογελώντας, ακούμπησε το χέρι της πάνω στον ώμο της Τουόν, κτητικά σχεδόν. Αυτό παραπήγαινε, αλλά ήταν μια Σόε’φέια, κι η αίσθηση της ιδιοκτησίας μπορεί να βρισκόταν μονάχα στο μυαλό της Τουόν. «Πρέπει να είσαι προσεκτική», γουργούρισε η Άναθ. «Δεν πρέπει να μάθει πόσο επικίνδυνη είσαι γι’ αυτόν, μέχρι να είναι πολύ αργά πια για να δραπετεύσει».
Οι συμβουλές έρχονταν η μία μετά την άλλη, αλλά η Τουόν τις άφηνε να μπαίνουν από το ένα αυτί και να βγαίνουν από το άλλο. Άκουσε αρκετά πράγματα, αλλά τίποτα που να μην είχε ακούσει δεκάδες φορές στο παρελθόν. Πέρα από το πλοίο, διέκρινε το στόμιο ενός μεγάλου λιμανιού. Ήταν το Έμπου Νταρ, απ’ όπου θα απλωνόταν το Κορίν, όπως είχε απλωθεί κι από το Τάντσικο. Η σκέψη την έκανε να αισθανθεί ρίγη ηδονής κι εκπλήρωσης. Πίσω από το πέπλο, δεν ήταν παρά η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν, διόλου ανώτερη σε θέση από τις περισσότερες που ανήκαν στη Γενιά, αλλά βαθιά μέσα της παρέμενε η Τουόν Άθαεμ Κόρε Πέντραγκ, η Κόρη των Εννιά Φεγγαριών, κι είχε έρθει να διεκδικήσει όσα είχαν κλαπεί από τον πρόγονό της.