Μια σημείωση σχετικά με τις ημερομηνίες αυτού τον Γλωσσαρίου. Το Τομανικό Ημερολόγιο (επινοημένο από τον Τομά ντυρ Αχμίντ) υιοθετήθηκε περίπου δύο αιώνες έπειται από τον θάνατο του τελευταίου άντρα Άες Σεντάι, και καταγράφει τα χρόνια Μετά το Τσάκισμα του Κόσμου (ΜΤ). Τόσο πολλά αρχεία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ, που, στο τέλος, έφθασε να αμφισβητείται η ακριβής χρονιά του παλαιότερου συστήματος. Ο Τιάμ τον Γκάζαρ πρότεινε ένα νέο ημερολόγιο, προς τιμήν της απελευθέρωσης από την απειλή των Τρόλοκ, όπου κατέγραφε κάθε χρόνο ως Ελεύθερο Έτος (ΕΕ). Το Γκαζαρανό ημερολόγιο γνώρισε ευρεία αποδοχή μέσα σε είκοσι χρόνια από τη λήξη των Πολέμων. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος επιχείρησε να καθιερώσει ένα καινούργιο ημερολόγιο, βασισμένο στην ίδρυση της αυτοκρατορίας του (ΑΙ, Από Ιδρύσεως) αλλά, πλέον, μονάχα οι ιστορικοί αναφέρονται σε αυτό. Ύστερα από τους θανάτους και τον όλεθρο του Εκατονταετούς Πολέμου, ο Γιούρεν ντιν Τζουμπάι Σόαρινγκ Γκουλ, λόγιος των Θαλασσινών, επινόησε ένα τέταρτο ημερολόγιο, το οποίο διέδωσε ο Πανάρχης Φαρέντε του Τάραμπον. Το Φαρεντινό Ημερολόγιο, χρονολογούμενο από το αυθαιρέτως καθορισμένο τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου και το οποίο καταγράφει τα έτη της Καινούργιας Περιόδου (ΚΠ), είναι σε τρέχουσα χρήση.
Αξιωματικός της Λόγχης: Στις περισσότερες περιοχές κι υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι αριστοκράτισσες δεν ηγούνται προσωπικά του στρατού τους στη μάχη, αλλά προσλαμβάνουν έναν επαγγελματία στρατιώτη, σχεδόν πάντα απλό αστό, τον οποίο καθιστούν υπεύθυνο τόσο για την εκπαίδευση όσο και για να ηγηθεί της στρατιάς. Ανάλογα την περιοχή, ο άντρας αυτός αποκαλείται Αξιωματικός της Λόγχης, Αξιωματικός του Ξίφους, Αφέντης του Αλόγου ή Αφέντης των Δοράτων. Συχνά, κυκλοφορούν φήμες αναφορικά με τις στενές σχέσεις μεταξύ Αρχόντισσας κι υπηρέτη, κάτι μάλλον αναμενόμενο. Πολλές φορές, μάλιστα, οι φήμες αυτές βγαίνουν αληθινές.
Αποδιωγμένοι, Οι: Η ονομασία δόθηκε σε δεκατρείς πανίσχυρους Άες Σεντάι, άντρες και γυναίκες, οι οποίοι τάχθηκαν με τη Σκιά κατά τη διάρκεια της Εποχής των Θρύλων και παγιδεύτηκαν στη φυλακή του Σκοτεινού όταν σφραγίστηκε η Δίοδος. Παρά το ότι εδώ και καιρό πιστεύεται πως μονάχα αυτοί εγκατέλειψαν το Φως στη διάρκεια του Πολέμου της Σκιάς, η αλήθεια είναι πως το ίδιο έπραξαν κι άλλοι. Αυτοί οι δεκατρείς ήταν απλώς οι πιο υψηλόβαθμοι ανάμεσά τους. Οι Αποδιωγμένοι (που αυτοαποκαλούνται Εκλεκτοί) έχουν συρρικνωθεί κάπως από τη στιγμή που αφυπνίστηκαν στο παρόν. Οι γνωστοί επιζώντες είναι ο Ντεμάντρεντ, η Σέμιραγκ, η Γκρένταλ, η Μεσάνα, η Μογκέντιεν και δύο ακόμα, που ενσαρκώθηκαν σε καινούργια σώματα και πήραν νέα ονόματα, ο Όσαν’γκαρ και η Άραν’γκαρ. Προσφάτως, εμφανίστηκε ένας άντρας ονόματι Μοριντίν, ο οποίος μπορεί να είναι άλλος ένας από τους νεκρούς Αποδιωγμένους που ο Σκοτεινός επανάφερε από τον τάφο. Το ίδιο ίσως ισχύει και για μια γυναίκα ονόματι Σιντέιν, αλλά μια κι η Άραν’γκαρ υπήρξε άντρας που επανήλθε με τη μορφή γυναίκας, οποιοσδήποτε ισχυρισμός σχετικά με τις ταυτότητες του Μοριντίν και της Σιντέιν μπορεί να είναι παρακινδυνευμένος μέχρι να μαθευτούν περισσότερες πληροφορίες.
Άσα’μαν: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Φρουρός» ή «Υπερασπιστής», υπονοώντας ότι υπερασπίζεται την αλήθεια και την δικαιοσύνη. (2) Ως όνομα, τόσο ομαδικά όσο κι ως αξίωμα, αποδίδεται για να προσδιορίσει τους άντρες που έφθασαν στον Μαύρο Πύργο, κοντά στο Κάεμλυν, στο Άντορ, προκειμένου να μάθουν να διαβιβάζουν. Η εκπαίδευσή τους επικεντρώνεται στους τρόπους που η Μία Δύναμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο, ενώ σε ένα άλλο τμήμα, και από τη στιγμή που μαθαίνουν να αδράχνουν το σαϊντίν, το αρσενικό μισό του Πύργου, μαθαίνουν κάποιες άλλες χρήσεις του Λευκού Πύργου μέσα από αγγαρείες και εργασίες που εκτελούν μέσω της Δύναμης. Μόλις καταταγεί, ο άντρας αποκαλείται Στρατιώτης. Φοράει ένα απέριττο μαύρο πανωφόρι με ψηλό γιακά, σύμφωνα με τη μόδα των Αντορινών. Από τη στιγμή που θα γίνει Αφοσιωμένος, έχει το δικαίωμα να φοράει μια ασημένια καρφίτσα, που αποκαλείται Ξίφος, πάνω στο πέτο του πανωφοριού του. Η προαγωγή ενός Άσα’μαν συνεπάγεται το δικαίωμά του να φορά την καρφίτσα του Δράκοντα, χρυσαφιά με κόκκινο σμάλτο, στο άλλο πέτο από εκείνο όπου έχει καρφιτσωμένο το Ξίφος. Αν και πολλές γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων συζύγων, φεύγουν όταν μάθουν πως ο άντρας τους έχει την ικανότητα της διαβίβασης, αρκετοί στον Μαύρο Πύργο είναι παντρεμένοι και χρησιμοποιούν μια εναλλακτική μορφή του δεσμού του Προμάχου για να δημιουργήσουν σύνδεσμο με τις γυναίκες τους. Ο ίδιος δεσμός, ελαφρώς παραλλαγμένος, έτσι ώστε να τις αναγκάζει να υπακούσουν, χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για να δεσμεύσει τις αιχμάλωτες Άες Σεντάι.
Γενιά, η: Όρος που χρησιμοποιείται από τους Σωντσάν για να υποδείξει την ευγενική καταγωγή. Μπορεί κάποιος να κατακτήσει αυτόν τον τίτλο, αλλά μπορεί και να γεννηθεί με αυτόν. Εναλλακτικά, ο όρος συναντάται κι ως Το Αίμα.
Γυρισμός, Ο: Δες Κορίν.
Εντοπισμός: (1) Η ικανότητα να χρησιμοποιείς τη Μία Δύναμη για να κάνεις διάγνωση της φυσικής κατάστασης και της αρρώστιας. (2) Η ικανότητα να ανακαλύπτεις αποθέματα μετάλλων κι ορυκτών με τη χρήση της Μίας Δύναμης. Πρόκειται περί ικανότητας χαμένης για τις Άες Σεντάι, εξ ου κι η ονομασία της σχετίστηκε με μία άλλη ικανότητα.
Ιεραρχία των Θαλασσινών: Οι Άθα’αν Μιέρε, οι Θαλασσινοί, κυβερνώνται από την Κυρά των Πλοίων των Άθαν’ Μιέρε, την οποία βοηθάει η Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων, όπως επίσης και ο Κύριος των Λεπίδων. Πιο κάτω στην ιεραρχία είναι οι Κυρές των Κυμάτων, καθεμία εκ των οποίων έχει τη βοήθεια της Ανεμοσκόπου της καθώς και του Κυρίου των Σπαθιών. Πιο κάτω ακόμα είναι οι Κυρές των Πανιών (καπετάνισσες των πλοίων) της φυλής, καθεμία εκ των οποίων έχει τη βοήθεια της Ανεμοσκόπου της και του Κυρίου των Φορτίων. Η Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων έχει εξουσία πάνω σε όλες τις Ανεμοσκόπους στην φυλή των Κυρών των Κυμάτων, η οποία αντίστοιχα έχει εξουσία πάνω σε όλες τις Ανεμοσκόπους της φυλής. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κύριος των Λεπίδων έχει εξουσία πάνω στους Κυρίους των Σπαθιών, κι αυτοί, με τη σειρά τους, πάνω στους Κύριους των Φορτίων των φυλών τους. Το αξίωμα δεν είναι κληρονομικό για τους Θαλασσινούς. Η Κυρά των Πλοίων εκλέγεται δια βίου από τις Πρώτες Δώδεκα των Άθα’αν Μιέρε, τις δώδεκα αρχαιότερες Κυρές των Κυμάτων των φυλών. Μια Κυρά των Κυμάτων της φυλής εκλέγεται από τις δώδεκα αρχαιότερες Κυρές των Πανιών της φυλής της, οι οποίες αποκαλούνται απλά οι Πρώτες Δώδεκα, ένας όρος που χρησιμοποιείται επίσης για να προσδιορίσει τις πρεσβύτερες Κυράδες των Πανιών απανταχού. Μπορεί όμως και να αντικατασταθεί, αν οι Πρώτες Δώδεκα ψηφίσουν κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι πως οποιοσδήποτε, εκτός από την Κυρά των Πλοίων, μπορεί να υποβιβαστεί ακόμα και στο αξίωμα του απλού ναύτη του καταστρώματος για αδικοπραγία, δειλία ή διάφορα άλλα εγκλήματα. Επίσης, μια Ανεμοσκόπος σε μια Κυρά των Κυμάτων ή σε μια Κυρά των Πλοίων που πεθαίνει, θα πρέπει αναγκαστικά να τεθεί στην υπηρεσία μιας γυναίκας κατώτερης τάξης, κάτι που σημαίνει ότι υποβιβάζεται και το δικό της αξίωμα. Η Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων έχει εξουσία πάνω σε όλες τις Ανεμοσκόπους κι η Ανεμοσκόπος της φυλής της Κυράς των Κυμάτων έχει εξουσία πάνω σε όλες τις Ανεμοσκόπους της φυλής της. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κύριος των Λεπίδων έχει εξουσία πάνω σε όλους τους Κυρίους των Σπαθιών και τους Κύριους των Φορτίων, ενώ ο Κύριος των Σπαθιών πάνω στον Κύρια των Φορτίων της φυλής του.
Ισάρα: Η πρώτη Βασίλισσα του Άντορ (994-1020 ΕΕ περίπου). Με τον θάνατο του Άρτουρ του Γερακόφτερου, η Ισάρα έπεισε τον άντρα της, έναν από τους πιο εξέχοντες στρατηγούς του Γερακόφτερου, να εγκαταλείψει την πολιορκία της Ταρ Βάλον και να τη συνοδεύσει στο Κάεμλυν με όσο το δυνατόν περισσότερους στρατιώτες μπορούσε να αποσπάσει από το στράτευμα. Εκεί που άλλοι πάσχισαν να πάρουν στα χέρια τους ολόκληρη την αυτοκρατορία του Γερακόφτερου και απέτυχαν, η Ισάρα διεκδίκησε ένα μικρό μέρος και πέτυχε. Σήμερα, σχεδόν κάθε αριστοκρατικός Οίκος στο Άντορ έχει συγγένεια εξ αίματος με την Ισάρα, ενώ το δικαίωμα να διεκδικήσει τον Θρόνο του Λιονταριού εξαρτάται τόσο από την άμεση καταγωγή του από τη Βασίλισσα όσο και από τον αριθμό των ενδιάμεσων κρίκων και την εξ αγχιστείας συγγένεια.
Κόρες της Σιωπής: Στη διάρκεια της ιστορίας του Λευκού Πύργου (περισσότερα από τρεις χιλιάδες χρόνια) υπήρξαν γυναίκες που απορρίφθηκαν, αλλά δεν αποδέχθηκαν τη μοίρα τους και προσπάθησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να σχηματίσουν ομάδες. Οι ομάδες αυτές —ή, τουλάχιστον, οι περισσότερες— διαλύθηκαν από τις δυνάμεις του Λευκού Πύργου, από τον οποίο τιμωρήθηκαν παραδειγματικά και δημοσίως, έτσι ώστε η τιμωρία τους να αποτελέσει μάθημα για όλους. Η τελευταία από τις ομάδες που διαλύθηκαν αυτοαποκαλούνταν Οι Κόρες της Σιωπής (794-798 ΚΠ). Οι Κόρες αποτελούνταν από δύο Αποδεχθείσες που είχαν εκδιωχθεί από τον Πύργο κι από είκοσι τρεις άλλες γυναίκες που συγκέντρωσαν κι εκπαίδευσαν. Όλες τους στάλθηκαν πίσω, στην Ταρ Βάλον, όπου και τιμωρήθηκαν, ενώ οι είκοσι τρεις καταγράφτηκαν στο βιβλίο των μαθητευομένων. Μόνο μία κατάφερε να φορέσει το επώμιο. Δες επίσης Σόι, το.
Κορίν: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Ο Γυρισμός». Η ονομασία δόθηκε από τους Σωντσάν, τόσο στον στόλο των χιλιάδων πλοίων όσο και στους εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, τεχνίτες και διάφορους άλλους που κουβαλούσαν αυτά τα πλοία κι οι οποίοι ακολούθησαν τους Προδρόμους, για να ανακτήθουν τη γη που έκλεψαν οι απόγονοι του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Δες επίσης Πρόδρομοι.
Κύριος των Σπαθιών: Δες Κύριος των Λεπίδων. Κύριος των Δοράτων: Δες Αξιωματικός της Λόγχης. Κύριος του Αλόγου: Δες Αξιωματικός της Λόγχης.
Λεγεώνα του Δράκοντα, η: Μεγάλος στρατιωτικός σχηματισμός, πεζικού κατά κύριο λόγο, αφοσιωμένος στον Αναγεννημένο Δράκοντα κι εκπαιδευμένος από τον Ντάβραμ Μπάσερε σύμφωνα με ένα γενικό πλάνο, καταρτισμένο από τον ίδιο κι από τον Ματ Κώθον, ένα πλάνο αισθητά διαφορετικό από αυτό που διδάσκεται στους συνηθισμένους πεζικάριους. Πολλοί άντρες προσφέρθηκαν εθελοντικά αλλά, ως επί το πλείστον, το μεγαλύτερο κομμάτι της Λεγεώνας αποτελούνταν από στρατολογημένες ομάδες του Μαύρου Πύργου, ο οποίος μάζεψε σε μια περιοχή όλους τους άντρες που ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα και, μόνο όταν τους πέρασαν μέσα από τις πύλες και τους έβγαλαν κοντά στο Κάεμλυν, ξεχώρισαν πόσοι από δαύτους μπορούσαν να διδαχτούν να διαβιβάζουν. Οι υπόλοιποι, που ήταν και οι περισσότεροι, στάλθηκαν πίσω, στα κέντρα εκπαίδευσης του Μπασίρε.
Μαράθ’νταμέην: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αυτοί που πρέπει να δεθούν» κι «αυτός ή αυτή που πρέπει να δεθεί». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους Σωντσάν για να υποδηλώσει μια γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης, που ωστόσο δεν φέρει το περιλαίμιο μιας νταμέην.
Μέρα’ντιν: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Ο Ανάδελφος». Η ονομασία υιοθετήθηκε, ως κοινωνία πλέον, για να υποδηλώσει τους Αελίτες που εγκατέλειψαν την φυλή και την σέπτα τους και πήγαν με το μέρος των Σάιντο, επειδή δεν μπορούσαν να δεχτούν τον Ραντ αλ’Θόρ, έναν υδρόβιο, ως Καρ’α’κάρν, ή επειδή αρνήθηκαν τις αποκαλύψεις του σχετικά με την ιστορία και την καταγωγή των Αελιτών. Η εγκατάλειψη την φυλής και της σέπτας, για οποιονδήποτε λόγο, θεωρείται κατάρα μεταξύ των Αελιτών, κι έτσι οι δικές τους πολεμικές κοινωνίες ανάμεσα στους Σάιντο δεν ήταν διόλου πρόθυμες να τούς αποδεχτούν, οπότε σχηματίστηκε η κοινωνία των Ανάδελφων.
Μόρατ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «εκπαιδευτής». Ο όρος χρησιμοποιείται μεταξύ των Σωντσάν για να υποδηλώσει κάποιον που μπορεί να εκπαιδεύσει εξωτικά είδη, όπως για παράδειγμα μόρατ’ράκεν, ένας εκπαιδευτής ή καβαλάρης ενός ράκεν. Ανεπίσημα, ονομάζεται κι «ιπτάμενος-η». Δες επίσης ντερ’μόρατ.
Μπάλγουερ Σέμπαν: Είναι γνωστός ως πρώην γραμματέας του Πέντρον Νάιαλ, αλλά στην πραγματικότητα εκτελεί χρέη αρχικατασκόπου για τον Νάιαλ. Βοήθησε την Μοργκέις να δραπετεύσει από τους Σωντσάν στο Άμαντορ για δικούς του λόγους, και τώρα έχει προσληφθεί ως γραμματέας του Πέριν τ’ Μπασίρε Αϋμπάρα και της Φάιλε νι Μπασίρε Αϋμπάρα.
Ντα’κοβάλε: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αυτός που ανήκει σε κάποιον» ή «άτομο που αποτελεί ιδιοκτησία». (2) Μεταξύ των Σωντσάν και δηλώνοντας παράλληλα ιδιοκτησία, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για τους σκλάβους. Η δουλεία έχει μακρά και ασυνήθιστη ιστορία μεταξύ των Σωντσάν, καθότι οι σκλάβοι έχουν την δυνατότητα να ανέλθουν σε σημαντικά πόστα, ακόμα και στην εξουσία, κυβερνώντας ακόμα και τους ελεύθερους. Δες επίσης σο’τζίν.
Ντερ’μόρατ: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αρχιχειριατής». (2) Ανάμεσα στους Σωντσάν, το πρόσφυμα χαρακτηρίζει έναν δεξιοτέχνη, πρεσβύτερο κάτοχο κάποιας εξωτικής τέχνης, κάποιον που μπορεί να εκπαιδεύσει τους άλλους, όπως στο ντερ’μοράτ’ράκεν. Μια ντερ’μόρατ μπορεί να έχει πολύ υψηλή κοινωνική θέση, την υψηλότερη απ’ όλες τις ντερ’σουλ’ντάμ, τις εκπαιδεύτριες των σουλ’ντάμ, οι οποίες είναι εξίσου υψηλόβαθμες με τους στρατιωτικούς. Δες επίσης μόρατ.
Οπλίτες: Στρατιώτες που έχουν ορκιστεί υπακοή και αφοσίωση σε έναν συγκεκριμένο άρχοντα ή αρχόντισσα.
Ουράνιες Πυγμές: Ψιλά οπλισμένο και θωρακισμένο πεζικό των Σωντσάν, που ρίχνεται στη μάχη ιππεύοντας τα ιπτάμενα πλάσματα που αποκαλούνται το’ράκεν. Όλοι, άντρες και γυναίκες, είναι μικροκαμωμένοι, επειδή υπάρχουν όρια στο βάρος που μπορεί να κουβαλήσει ένα το’ράκεν σε συγκεκριμένη απόσταση. Θεωρούνται πολύ σκληροί πολεμιστές και χρησιμοποιούνται κυρίως για επιδρομές, αιφνιδιαστικές επιθέσεις στα νώτα του εχθρού και για την άμεση μεταφορά στρατιωτών σε καίρια σημεία.
Πλεχτός Κύκλος, Ο: Οι ηγέτιδες του Σογιού. Εφ’ όσον κανένα μέλος του Σογιού δεν γνωρίζει τον τρόπο ιεραρχίας των Άες Σεντάι —η γνώση μεταβιβάζεται μόνο αν μια Αποδεχθείσα επιτύχει στη δοκιμασία για το επώμιο— δεν δίνουν μεγάλο βάρος τόσο στην χαλιναγώγηση της Δύναμης όσο στην ηλικία, με τις μεγαλύτερες γυναίκες να υπερτερούν αισθητά των νεότερων. Ο Πλεχτός Κύκλος (ένας τίτλος που, όπως και το Σόι, επιλέχθηκε επειδή ακούγεται ακίνδυνος), αποτελείται από τις δεκατρείς γηραιότερες γυναίκες του Σογιού, που κατοικούν στο Έμπου Νταρ, με τη γηραιότερη να κατέχει τον τίτλο της Πρεσβύτερης. Σύμφωνα με τους κανόνες, όλες τους πρέπει να αποσυρθούν όταν έρθει η ώρα, αλλά όσο εξακολουθούν να είναι κάτοικοι του Έμπου Νταρ, έχουν απόλυτη εξουσία πάνω στο Σόι, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που θα τις ζήλευε ακόμα και μια Έδρα της Άμερλιν. Δες επίσης Το Σόι.
Πρόδρομοι, οι: Δες Χαϊλέν.
Σέί’μοσίεβ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «χαμηλωμένο βλέμμα» ή «αποκαρδιωμένο βλέμμα». Μεταξύ των Σωντσάν, το να πεις ότι κάποιος έγινε σέι’μοσίεβ σημαίνει «χάθηκε». Δες επίσης σέι’τάερ.
Προφήτης, Ο: Επίσημος, είναι ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα. Κάποτε, ήταν γνωστός ως Μασέμα Ντάγκαρ, Σιναρανός στρατιώτης, κι όταν έγινε μάρτυρας μιας αποκάλυψης, έκρινε πως του είχε ανατεθεί να διαδώσει τον λόγο της Αναγέννησης του Δράκοντα. Πιστεύει πως τίποτα —απολύτως τίποτα!— δεν είναι σημαντικότερο από την αποδοχή του Αναγεννημένου Δράκοντα ως ενσάρκωσης του Φωτός και από την προετοιμασία για το κέλευσμά του. Αυτός κι οι ακόλουθοί του είναι αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να αναγκάσουν τον κόσμο να ψάλει τη δόξα του Αναγεννημένου Δράκοντα. Απαρνούμενος κάθε όνομα εκτός από το «Προφήτης», έσπειρε το χάος στο μεγαλύτερο μέρος της Γκεάλνταν και της Αμαδισία, μεγάλες περιοχές των οποίων ελέγχει.
Σέι’τάερ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «ευθύ βλέμμα» ή «ήρεμο βλέμμα». Μεταξύ των Σωντσάν, ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την αγνότητα και την αξιοπρέπεια κάποιου, καθώς και την ικανότητά του να κοιτάζει κατάματα. Είναι δυνατόν να «είσαι» ή να «γεννηθείς» σέι’τάερ, υπό την έννοια ότι είσαι αγνός και αξιοπρεπής από γεννησιμιού σου, αλλά μπορείς και να «αποκτήσεις» ή να «χάσεις» αυτόν τον τίτλο. Δες επίσης σέι’μοσίεβ.
Σεν αν Κάλχαρ: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού». (1) Μία θρυλική ομάδα ηρώων που ανδραγάθησαν και τελικά πέθαναν προστατεύοντας τη Μανέθερεν, όταν η περιοχή καταστράφηκε στη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ. (2) Στρατιωτικός σχηματισμός που επινοήθηκε σχεδόν τυχαία από τον Ματ Κώθον κι οργανώθηκε στα πρότυπα των στρατιωτικών δυνάμεων σε μια χρονική στιγμή που θεωρείται η κορύφωση της στρατιωτικής τέχνης, την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, δηλαδή, και στους αιώνες που προηγήθηκαν.
Σο’τζίν: Η πλησιέστερη μετάφραση από την Παλιά Γλώσσα θα το απέδιδε ως «να υψώσεις το ανάστημά σου ανάμεσα στους ευτελείς», αν και μερικοί το μεταφράζουν ως «ο ουρανός κι η πεδιάδα», ανάμεσα στ’ άλλα. Ο όρος σο’τζιν χρησιμοποιείται μεταξύ των Σωντσάν για να περιγράψει τις κληρονομικά ανώτερες τάξεις των υπηρετών, οι οποίοι, στην ουσία, δεν είναι παρά ντα’κοβάλε, ιδιοκτησία κάποιου δηλαδή, κατέχουν ωστόσο θέσεις εξουσίας και συχνά ισχύος. Ακόμα κι η Γενιά δεν έχει πολλές δοσοληψίες με τους σο’τζίν της Αυτοκρατορικής Οικογένειας, ενώ στους σο’τζίν της Αυτοκράτειρας απευθύνονται ως ίσοι προς ίσους. Δες επίσης Γενιά, η, και ντα’κοβάλε.
Σόι, Το: Ακόμα και κατά την διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ, πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια πριν (1000-1350 ΜΤ, περίπου), ο Λευκός Πύργος εξακολουθούσε την τακτική του, δηλαδή να αποπέμπει γυναίκες που αποτύγχαναν να αντεπεξέλθουν στις απαιτησείς νου. Μια ομάδα από αυτές τις γυναίκες, φοβούμενες να επιστρέψουν σπίτι τους καταμεσής του πολέμου, διέφυγαν στην Μπαράστα (κοντά στην σημερινή τοποθεσία του Έμπου Νταρ), όσο πιο μακριά γινόταν από τα πεδία των μαχών. Αυτοαποκαλούνταν «το Σόι» και «γυναίκες του Σογιού». Κρύβονταν και προσέφεραν καταφύγιο και σε άλλες εξόριστες. Με τον καιρό, προσεγγίζοντας τις γυναίκες που έφευγαν από τον Πύργο, άρχισαν να έχουν επαφές και με άλλες που λιποτακτούσαν. Αν κι οι πραγματικοί λόγοι μπορεί να μη γίνουν ποτέ γνωστοί, το Σόι άρχισε να τις δέχεται κι αυτές. Έκαναν μεγάλες προσπάθειες για να μην πληροφορηθούν οι νεοφερμένες την ύπαρξη του Σογιού, μέχρι τουλάχιστον να σιγουρευτούν πως οι Άες Σεντάι δεν θα τους επιτίθονταν για να τις πάρουν πίσω. Σε τελική ανάλυση, όλοι ξέρουν πως οι φυγάδες συλλαμβάνονται αργά ή γρήγορα, και το Σόι γνώριζε πολύ καλά πως, εκτός κι αν κατάφερνε να διατηρήσει μυστική την ύπαρξή του, θα τιμωρούνταν παραδειγματικά.
Το Σόι όμως δεν γνώριζε πως οι Άες Σεντάι του Πύργου ήξεραν για την ύπαρξή του σχεδόν εξ αρχής αλλά οι πολεμικές επιχειρήθεις δεν τους άφηναν χρόνο να ασχοληθούν μαζί του. Με το τέλος των πολέμων, ο Πύργος συνειδητοποίησε πως ίσως δεν τον συνέφερε να εξολοθρεύσει το Σόι. Στο παρελθόν, αρκετές γυναίκες που είχαν λιποτακτήσει κατόρθωσαν να το ακάσουν, παρά την προπαγάνδα εκ μέρους του Πύργου, αλλά από τη στιγμή που το Σόι άρχισε να τις βοηθάει, ο Πύργος ήξερε πλέον τον ακριβή τους προορισμό και άρχισε να τις επανακτά μία προς μία. Μια κι οι γυναίκες του Σογιού μπαινοέβγαιναν στην Μπαράστα (το μετέπειτα Έμπου Νταρ) σε μια προσπάθεια να κρυφτούν, χωρίς να μένουν πάνω από δέκα χρόνια, για να μην προσέξει κανείς πως δεν γερνούσαν με φυσιολογική ταχύτητα, ο Πύργος πίστεψε πως ήταν λίγες κι ότι τηρούσαν χαμηλό προφίλ. Προκειμένου να χρησιμοποιήσει το Σόι για να παγιδεύσει όσες λιποτακτούσαν, ο Πύργος, αντίθετα με όσα είχε κάνει σε παρόμοιες ομάδες στο παρελθόν, αποφάσισε να μην τις ενοχλήσει και να κάνει γνωστή την ύπαρξη του Σογιού μόνο σε ολοκληρωμένες Άες Σεντάι. Το Σόι δεν έχει νόμους, παρά μονάχα κανόνες που βασίζονται εν μέρει στους κανόνες που ισχύουν για τις μαθητευόμενες και τις Αποδεχθείσες στον Λευκό Πύργο κι εν μέρει στην αναγκαιότητα να διατηρηθεί μυστικότητα. Όπως αναμένεται, δεδομένης της προέλευσης του Σογιού, οι κανόνες αυτοί τηρούνται εξίσου αυστηρά για όλα τα μέλη του. Οι πρόσφατες επαφές ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού και στις Άες Σεντάι, παρ’ όλο που είναι γνωστές σε μια χούφτα αδελφές μονάχα, επέφεραν μια απρόσμενη κατάσταση, καθότι οι γυναίκες του Σογιού αποδείχτηκαν διπλάσιες σε αριθμό από τις Άες Σεντάι —μερικές, μάλιστα, είναι πάνω από εκατό χρόνια γηραιότερες από οποιαδήποτε Άες Σεντάι έζησε πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ. Το αποτέλεσμα αυτής της αποκάλυψης, τόσο για τις Άες Σεντάι όσο και για τις γυναίκες του Σογιού, εξακολουθεί να είναι θέμα εικασίας. Δες επίσης Κόρες της Σιωπής, Πλεχτός Κύκλος.
Σοφή Γυναίκα: Τιμητικός τίτλος που χρησιμοποιείται στο Έμπου Νταρ για τις γυναίκες που φημίζονται για τις εκπληκτικές τους ικανότητες να θεραπεύουν σχεδόν κάθε είδους πληγή. Μια Σοφή φοράει πάντα την παραδοσιακή κόκκινη ζώνη. Παρότι μερικοί έχουν παρατηρήσει πως πολλές —οι περισσότερες σχεδόν— από τις Εμπουνταρινές Σοφές δεν κατάγονται ούτε καν από την Αλτάρα, πόσω μάλλον από το Έμπου Νταρ, αυτό που δεν ήταν γνωστό μέχρι προσφάτως, και εξακολουθεί να είναι γνωστό μονάχα σε λίγους, είναι πως όλες οι Σοφές είναι στην πραγματικότητα γυναίκες του Σογιού και χρησιμοποιούν ποικίλες μεθόδους Θεραπείας, ενώ τα βότανα και τα καταπλάσματα λειτουργούν ως φαίνεσθαι. Όταν οι Σωντσάν κατέλαβαν το Έμπου Νταρ, το Σόι το έσκασε από την πόλη χωρίς να αφήσει πίσω του καμιά Σοφή. Δες επίσης Σόι, Το.
Συνένωση, Η: Όταν ο στρατός που εστάλη από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, με επικεφαλής τον γιο του, Λουθαίρ, έφτασε στο Σωντσάν ανακάλυψε ένα ολόκληρο αμάλγαμα από αντιμαχόμενα έθνη, ενώ οι Άες Σεντάι συχνά έπαιρναν την διακυβέρνηση. Χωρίς να υπάρχει κάτι αντίστοιχο του Λευκού Πύργου, οι Άες Σεντάι εργάζονταν για το προσωπικό της συμφέρον έκαστη, χρησιμοποιώντας τη Δύναμη. Σχημάτιζαν μικρές ομάδες και συνεχώς συνωμοτούσαν η μία εναντίον της άλλης. Κατά ένα μεγάλο μέρος, ήταν οι συνεχόμενες ίντριγκες για προσωπικό όφελος και οι αναπόφευκτοι πόλεμοι ανάμεσα στα μυριάδες έθνη που επέτρεψαν στις στρατιές που ήρθαν εξ ανατολών του Ωκεανού Άρυθ να ξεκινήσουν την κατάκτηση μιας ολόκληρης ηπείρου, κάτι που ολοκλήρωσαν οι απόγονοί τους. Η κατάκτηση αυτή, κατά την διάρκεια της οποίας οι απόγονοι των αρχικών στρατιών μετονομάστηκαν σε Σωντσάν, σύμφωνα με την ονομασία της χώρας που κατέκτησαν, πήρε πάνω από εννιακόσια για να ολοκληρωθεί κι αποκαλείται Η Συνένωση.
Σύντροφοι, Οι: Η στρατιωτική ομάδα επιλέκτων του Ίλιαν, η οποία διοικείται τελευταία από τον Πρώτο Αξιωματικό Ντιμίτρι Μάρκολιν. Οι Σύντροφοι αποτελούν την προσωπική φρουρά του Βασιλιά του Ίλιαν, και φρουρούν σημεία-κλειδιά σε όλη την έκταση του έθνους. Επιπλέον, οι Σύντροφοι έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά σε διάφορες μάχες, κυρίως για να επιτεθούν στις πιο δυνατές θέσεις του εχθρού, για να εκμεταλλευτούν κάποια αδυναμία κι, αν παραστεί ανάγκη, να καλύψουν την οπισθοχώρηση του Βασιλιά. Αντίθετα με τις περισσότερες από τις άλλες επίλεκτες ομάδες, οι ξένοι (εξαιρουμένων των Δακρυνών, των Αλταρανών και των Μουραντιανών), όχι μόνο είναι καλοδεχούμενοι αλλά μπορούν να ανέβουν ψηλά στην ιεραρχία, όπως επίσης και οι κοινοί αστοί, κάτι εξίσου ασυνήθιστο. Η στολή των Συντρόφων αποτελείται από ίνα πράσινο πανωφόρι, έναν θώρακα που απεικονίζει τις Εννέα Μέλισσες του Ίλιαν, και μια κωνική περικεφαλαία με προστατευτική προσωπίδα από ατσάλινες μπάρες. Ο Πρώτος Αξιωματικός φοράει τρεις κρίκους επενδυμένους με χρυσάφι στο κάθε του μανικέτι και τρία χρυσά φτερά με πράσινες κορυφές. Οι λοχαγοί φορούν δύο κίτρινους κρίκους στα μανικέτια τους και δύο λεπτά, πράσινα φτερά ενώ οι υπολοχαγοί έναν κίτρινο κρίκο κι ένα πράσινο φτερό. Οι σημαιοφόροι αναγνωρίζονται από δύο σπασμένους, κίτρινους κρίκους στα μανικέτια κι ένα κίτρινο φτερό, ενώ οι άντρες του ουλαμού από έναν σπασμένο κίτρινο κρίκο.
Τσα Φάιλε: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Τα Νύχια του Γερακιού». (2) Όνομα που παίρνουν οι νεαροί Καιρχινοί και Δακρυνοί, επίδοξοι ακόλουθοι του τζι’ε’τόχ, οι οποίοι έχουν ορκιστεί πίστη στη Φάιλε νι Μπασίρε Αϋμπάρα. Ωστόσο, ενεργούν κρυφά, ως οι προσωπικοί της ανιχνευτές και κατάσκοποι.
Υπερασπιστές της Πέτρας, Οι: Η στρατιωτική ελίτ του Δακρύου. Ο τρέχων Αξιωματικός της Πέτρας (διοικητής των Υπερασπιστών), είναι ο Ρόντριβαρ Τίχερα. Μόνο οι Δακρυνοί είναι δεκτοί ως Υπερασπιστές κι οι αξιωματικοί είναι συνήθως ευγενούς καταγωγής, αν και συχνά κατάγονται από ελάσσονες Οίκους ή από ελάσσονα παρακλάδια ισχυρών Οίκων. Έργο των Υπερασπιστών είναι να κρατήσουν το μεγάλο φρούριο που λέγεται Πέτρα του Δακρύου, στην πόλη του Δακρύου, να υπερασπιστούν την πόλη και να ενεργήσουν ως αστυνομική δύναμη στη θέση των Φυλάκων της Πόλης ή οποιουδήποτε ανάλογου σώματος. Με μοναδική εξαίρεση την κήρυξη πολέμου, τα καθήκοντά τους σπάνια τους επιτρέπουν να απομακρυνθούν από την πόλη. Όπως κι όλοι οι άλλοι στρατιωτικοί σχηματισμοί, αποτελούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο σχηματίζεται το στράτευμα. Η στολή των Υπερασπιστών αποτελείται από έναν σκούρο μανδύα με φουσκωτά μανίκια με μαύρες και χρυσές ρίγες και μαύρα μανικέτια, έναν γυαλιστερό θώρακα και μια περικεφαλαία με γύρο και προστατευτική προσωπίδα από ατσάλινες μπάρες. Ο Αξιωματικός του Δακρύου φοράει τρία μικρά, άσπρα φτερά στην περικεφαλαία και στα μανικέτια του μανδύα του τρεις αλληλοπλεγμένες χρυσές κορδέλες πάνω σε μια λευκή ταινία. Οι αξιωματικοί φορούν δύο λευκά φτερά και μία χρυσή κορδέλα πάνω σε άσπρα μανικέτια, οι λοχαγοί ένα λευκό φτερό και μία μαύρη κορδέλα πάνω σε άσπρα μανικέτια, κι οι υπολοχαγοί ένα κοντό μαύρο φτερό κι απέριττα, άσπρα μανικέτια. Οι σημαιοφόροι έχουν χρυσαφιά μανικέτια στα πανωφόρια τους, ενώ τα μανικέτια των αντρών του ουλαμού έχουν σκούρες και χρυσές ρίγες.
Φρουροί του Θανάτου, Οι: Η στρατιωτική ελίτ της Αυτοκρατορίας των Σωντσάν, η οποία περιλαμβάνει τόσο ανθρώπους όσο και Ογκιρανούς. Όσοι από τους Φρουρούς του Θανάτου είναι άνθρωποι, είναι όλοι ντα’κοβάλε, ιδιοκτησία από γεννησιμιού τους και διαλεγμένοι όσο ακόμα είναι νέοι για να υπηρετούν την Αυτοκράτειρα, στην οποία ανήκουν. Φανατικά αφοσιωμένοι κι εξαιρετικά περήφανοι, επιδεικνύουν συχνά το τατουάζ των κοράκων που έχουν χαράξει στους ώμους τους, χαρακτηριστικό σημάδι ενός ντα’κοβάλε που ανήκει στην Αυτοκράτειρα. Οι περικεφαλαίες και οι θώρακες τους είναι βερνικωμένοι με βαθυπράσινο και πορφυρό χρώμα, οι ασπίδες τους είναι μαύρες, ενώ τα ακόντια και τα ξίφη τους φέρουν μαύρους θυσάνους. Δες επίσης ντα’κοβάλε.
Φάιν Πάνταν: Πρώην Σκοτεινόφιλος και νυν κάτι χειρότερο από Σκοτεινόφιλος, εχθρός τόσο των Αποδιωγμένων όσο και του ίδιου του Ραντ αλ’Θόρ, τον οποίο μισεί παράφορα. Την τελευταία φορά που εθεάθη, χρησιμοποιούσε το όνομα Τζεράαλ Μόρντεθ κι έδινε συμβουλές στον Άρχοντα Τόραμ Ριάτιν κατά τη διάρκεια της επανάστασης του τελευταίου απέναντι στον Αναγεννημένο Δράκοντα, στην Καιρχίν.
Χαϊλέν: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Πρόδρομοι» ή «Αυτοί που Προηγήθηκαν». Ο όρος δόθηκε από τους Σωντσάν για να περιγράψει την πανοτρατιά που στάλθηκε με σκοπό τη διάβαση του Ωκεανού Άρυθ και την αναγνώριση των περιοχών που κάποτε κυβερνούσε ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Υπό τη διοίκηση της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ, η πανστρατιά αυξήθηκε στρατολογώντας άντρες από τις κατακτημένες περιοχές, με αποτέλεσμα οι Χαϊλέν να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τους αρχικούς τους στόχους.
Χάνλον Ντάβεντ: Ένας Σκοτεινόφιλος, πρώην διοικητής των Λευκών Λιονταριών και στην υπηρεσία του Αποδιωγμένου Ράχβιν. Εξουσίαζε το Κάεμλυν χρησιμοποιώντας το όνομα Άρχοντας Γκάεμπριλ. Από εκεί, ο Χάνλον προώθησε τα Λευκά Λιοντάρια στην Καιρχίν, δίνοντάς τους διαταγές να ενισχύσουν την επανάσταση εναντίον του Αναγεννημένου Δράκοντα. Το Λευκά Λιοντάρια αφανίστηκαν από μια «φυσαλίδα κακού», κι ο Χάνλον διατάχθηκε να επιστρέψει στο Κάεμλυν για άγνωστο λόγο.