2 Αρπαγμένη

Το γεράκι χάθηκε σύντομα κι ο δρόμος άδειασε από τους άλλους ταξιδιώτες, αλλά όσο κι αν ο Πέριν πίεζε την κατάσταση, παγωμένα αυλάκια που θα μπορούσαν να σπάσουν το πόδι ενός αλόγου ή τον λαιμό ενός αναβάτη δεν επέτρεπαν ανάπτυξη ταχύτητας. Ο άνεμος κουβαλούσε πάγο καθώς κι υποσχέσεις ότι αύριο θα χιόνιζε ξανά. Ήταν πια προχωρημένο απόγευμα όταν πέρασαν μέσα από τα δέντρα και βγήκαν σε λευκές μάζες χιονιού που, κατά τόπους, έφταναν μέχρι τα γόνατα των αλόγων, καλύπτοντας το τελευταίο μίλι μέχρι τον καταυλισμό του δάσους, όπου είχε αφήσει τους Διποταμίτες, όπως επίσης και τους Αελίτες, τους Μαγιενούς και τους Γκεαλντανούς. Και τη Φάιλε. Τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενε.

Πεντακόσια βήματα από τον βραχώδη λόφο με την επίπεδη κορυφή, όπου οι Σοφές είχαν στήσει τις χαμηλές σκηνές τους, είχαν παραταχθεί οι Μαγιενοί με τους γκρίζους μανδύες, κάπου εννιακόσιοι από δαύτους, με τα άλογά τους να ποδοκροτούν ανυπόμονα και με τους κόκκινους μανδύες και τα μακρόστενα, πορφυρά σημαιάκια στις λόγχες να κυματίζουν στην ψυχρή αύρα. Λίγο πιο κοντά στον λόφο και κάπως παράπλευρα, στην αντικριστή όχθη ενός παγωμένου χειμάρρου, οι Γκεαλντανοί σχημάτιζαν ένα εξίσου μεγάλο τείχος από ακόντια, αυτά με πράσινα σημαιάκια. Οι πράσινοι επενδύτες κι οι πανοπλίες των έφιππων στρατιωτών φάνταζαν μουντά, συγκρινόμενα με τις κόκκινες περικεφαλαίες και τους θώρακες των Μαγιενών, αλλά οι αξιωματικοί τους αστραποβολούσαν μέσα σε ασημιές πανοπλίες, πορφυρά πανωφόρια και μανδύες, με κόκκινα κρόσσια να στολίζουν σαγίσματα και χαλινάρια. Ένα έξοχο θέαμα, για παρέλαση, μόνο που δεν παρήλαυναν. Οι Φτερωτοί Φρουροί ήταν στραμμένοι προς τη μεριά των Γκεαλντανών, κι οι Γκεαλντανοί αντίκριζαν τον λόφο. Η κορυφή του λόφου ήταν στεφανωμένη από Διποταμίτες με βαλλίστρες ανά χείρας. Κανείς δεν είχε ρίξει βέλος ακόμη, μολονότι κάθε άντρας είχε ένα τοποθετημένο στην εγκοπή του όπλου του. Επρόκειτο για τρέλα.

Σπιρουνίζοντας τον Αναχαιτιστή κι αναγκάζοντάς τον να καλπάσει με όλη του τη δύναμη, ο Πέριν ξεχύθηκε μέσα στο χιόνι, ακολουθούμενος από τους υπολοίπους, μέχρι που έφτασε στον επικεφαλής του σχηματισμού των Γκεαλντανών. Εκεί βρίσκονταν η Μπερελαίν, φορώντας έναν κόκκινο μανδύα με φθαρμένη γούνα, ο Γκαλίν, ο μονόφθαλμος Αρχηγός των Φτερωτών Φρουρών της, κι η Ανούρα, η Άες Σεντάι σύμβουλός της, όλοι προφανώς λογομαχώντας με τον Πρώτο Αξιωματικό της Αλιάντρε, έναν κοντό και σκληροτράχηλο τύπο ονόματι Γκέραρντ Αργκάντα, ο οποίος κουνούσε τόσο έντονα το κεφάλι του, ώστε ο παχύς θύσανος των λευκών φτερών έτρεμε πάνω στη λαμπερή του περικεφαλαία. Η Πρώτη του Μαγιέν έμοιαζε έτοιμη να φάει σίδερο, ενώ ο εκνευρισμός ήταν έκδηλος πίσω από τη φαινομενική ηρεμία της Άες Σεντάι. Ο Γκαλίν ψηλάφιζε την περικεφαλαία με τα κόκκινα φτερά, που κρεμόταν από τη σέλα του, λες κι ήταν αναποφάσιστος αν έπρεπε να τη φορέσει ή όχι. Μόλις πρόσεξαν τον Πέριν, διέκοψαν τη λογομαχία κι έστρεψαν τα άτια τους προς το μέρος του. Η Μπερελαίν κάθισε όρθια πάνω στη σέλα της και τα μαύρα της μαλλιά ανέμιζαν στον άνεμο, ενώ η άσπρη φοράδα της με τους όμορφους αστραγάλους έτρεμε κι ο αφρώδης ιδρώτας της από το πολύ τρέξιμο πάγωνε στα πλευρά της.

Με τόσους ανθρώπους μαζεμένους, ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσει τις ατομικές τους οσμές, αλλά ο Πέριν δεν χρειαζόταν τη μύτη του για να αναγνωρίσει την ταραχή που φόρτιζε την ατμόσφαιρα. Πριν απαιτήσει να πληροφορηθεί τι στο Φως πίστευαν πως έκαναν, η Μπερελαίν μίλησε με τέτοια πορσελάνινη τυπικότητα, ώστε τον ανάγκασε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του ως πρώτη αντίδραση.

«Άρχοντα Πέριν, η Αρχόντισσα σύζυγός σας κι εγώ κυνηγούσαμε παρέα με τη Βασίλισσα Αλιάντρε, όταν δεχθήκαμε επίθεση από Αελίτες. Κατόρθωσα να διαφύγω. Καμία άλλη από την ομάδα μας δεν έχει επιστρέψει ακόμη, αν κι ίσως οι Αελίτες κρατούν αιχμαλώτους. Έστειλα ένα απόσπασμα ακοντιστών για αναγνώριση. Βρισκόμασταν περίπου δέκα μίλια προς τα νοτιοανατολικά, πράγμα που σημαίνει πως μέχρι το σούρουπο θα έχουν έρθουν με νέα».

«Αιχμαλωτίστηκε κι η Φάιλε;» ρώτησε βαριά ο Πέριν. Ακόμα και πριν περάσουν στην Αμαδισία από την Γκεάλνταν, είχαν ακούσει φήμες ότι οι Αελίτες έκαιγαν και λαφυραγωγούσαν, αλλά πάντα ενεργούσαν κάπου αλλού, σε κάποιο από τα επόμενα χωριά, αν όχι και μακρύτερα ακόμα. Ποτέ δεν βρίσκονταν τόσο κοντά ώστε να προκαλούν ανησυχία ή για να είναι σίγουροι πως όσα άκουγαν ήταν κάτι παραπάνω από φήμες. Άλλωστε, τι άλλο να έκαναν όταν ήταν υποχρεωμένοι να εκτελέσουν τις διαταγές αυτού του καταραμένου του Ραντ αλ’Θόρ; Και με τι τίμημα, μάλιστα!

«Γιατί είστε ακόμα όλοι εδώ;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν. «Γιατί δεν ψάχνετε να τη βρείτε;» Αντιλήφθηκε πως φώναζε. Ήθελε να ουρλιάξει, να φερθεί βίαια. «Που να καείτε, τι περιμένετε;» Η απόλυτη ψυχραιμία της απάντησής της, λες και του έδινε αναφορά πόση ζωοτροφή είχε απομείνει για τα άλογα, έμπηξε βελόνες οργής μέσα στο κεφάλι του. Κυρίως επειδή η γυναίκα είχε δίκιο.

«Μας έστησαν ενέδρα διακόσιοι, ίσως και τριακόσιοι, άντρες, Άρχοντα Πέριν, αλλά γνωρίζεις εξίσου καλά με μένα, απ’ όσα έχουμε ακούσει τουλάχιστον, πως θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει μια ντουζίνα συμμορίες, οι οποίες λυμαίνονται την επαρχία. Αν τους καταδιώξουμε μαζικά, πιθανόν να υποχρεωθούμε να δώσουμε μάχη με πολύ βαρύ τίμημα, χωρίς καν να γνωρίζουμε αν είναι όντως αυτοί που αιχμαλώτισαν την Αρχόντισσα σύζυγό σας. Δεν ξέρουμε καν αν ζει ακόμα. Αυτό πρέπει να μάθουμε πρώτα, Άρχοντα Πέριν, αλλιώς όλα τ’ άλλα είναι άχρηστα».

Αν ζει ακόμα. Ο Πέριν αναρρίγησε· η παγωνιά είχε τρυπώσει μέσα του, ξαφνικά. Στα κόκαλά του. Στην καρδιά του. Έπρεπε να είναι ζωντανή. Έπρεπε. Μα το Φως, έπρεπε να την αφήσει να έρθει μαζί του στα Άμπιλα. Το πρόσωπο της Ανούρα με το πλατύ στόμα ήταν μια μάσκα οίκτου, πλαισιωμένο από λεπτές Ταραμπονέζικες πλεξούδες. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως τα χέρια του τον πονούσαν, έτσι σφιχτά που κρατούσε τα ηνία. Χαλάρωσε κάπως τη λαβή και λύγισε τα δάχτυλά του μέσα στα σιδερόπλεκτα γάντια.

«Έχει δίκιο», είπε ήρεμα ο Ιλάυας, φέρνοντας λίγο πιο κοντά το ευνουχισμένο του ζώο. «Συγκρατήσου. Αν κάνεις καμιά ανοησία με τους Αελίτες, είναι σαν να υπογράφεις τη θανατική σου καταδίκη. Ίσως, μάλιστα, να πάρεις και κάμποσους άντρες στον λαιμό σου. Δεν έχει νόημα να πεθάνεις αφήνοντας τη σύζυγό σου αιχμάλωτη». Προσπάθησε να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του, αλλά ο Πέριν οσμιζόταν ήδη την ένταση στα λόγια του. «Όπως και να έχει, θα τη βρούμε, αγόρι μου. Μια τέτοια γυναίκα ίσως και να έχει ήδη δραπετεύσει και να έρχεται πεζή προς τα εδώ. Με αυτά που φοράει, ίσως της πάρει χρόνο. Οι ανιχνευτές της Πρώτης θα εντοπίσουν τα χνάρια της». Περνώντας τα τραχιά του δάχτυλα μέσα από τη μακριά του γενειάδα, ο Ιλάυας άφησε ένα γελάκι αποδοκιμασίας. «Αν δεν ανακαλύψω περισσότερα από τους Μαγιενούς, θα φάω τα ρούχα μου. Θα σ’ τη φέρουμε πίσω».

Ο Πέριν, όμως, δεν παρασύρθηκε από τα λόγια του. «Ναι», είπε τραχιά. Κανείς δεν είχε δραπετεύσει πεζός από τους Αελίτες. «Πήγαινε τώρα. Βιάσου». Δεν είχε παρασυρθεί διόλου. Ο άντρας περίμενε να ανακαλύψει το πτώμα της Φάιλε. Πιθανότατα, ήταν ακόμα ζωντανή, πράγμα που σήμαινε πως εξακολουθούσε να είναι αιχμάλωτη, αλλά καλύτερα φυλακισμένη, παρά...

Δεν μπορούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους όπως έκαναν με τους λύκους, αλλά ο Ιλάυας δίστασε σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του Πέριν. Ωστόσο, δεν προσπάθησε να τις αρνηθεί. Το μουνούχι του κίνησε προς τα νοτιοανατολικά, τόσο γρήγορα όσο του επέτρεπε το χιόνι, κι ο Άραμ, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος του Πέριν, ακολούθησε τον Ιλάυας με πρόσωπο σκοτεινιασμένο. Ο πάλαι ποτέ Μάστορας δεν έτρεφε συμπάθεια για τον Ιλάυας, αλλά λάτρευε τη Φάιλε, κι όχι μόνο επειδή ήταν η σύζυγος του Πέριν.

Δεν υπάρχει λόγος να καταπονήσουν τα ζώα, αναλογίστηκε ο Πέριν κοιτώντας συνοφρυωμένος τις ράχες τους να ξεμακραίνουν. Ήθελε να τους αναγκάσει να τρέξουν. Ήθελε να τρέξει κι αυτός μαζί τους. Ένιωθε τσακισμένος. Αν οι άντρες επέστρεφαν με άσχημα νέα, θα κατέρρεε. Προς μεγάλη του έκπληξη, οι τρεις Πρόμαχοι σπιρούνισαν τα άτια τους κι αυτά ξεχύθηκαν προς το μέρος του Ιλάυας και του Άραμ, σηκώνοντας τριγύρω πίδακες χιονιού. Οι απλοί, μάλλινοι μανδύες ανέμισαν κι οι άντρες εναρμόνισαν την ταχύτητά τους μόλις τους σίμωσαν.

Ένευσε βεβιασμένα και γεμάτος ευγνωμοσύνη προς το μέρος της Μασούρι και της Σέονιντ, όπως επίσης προς την Εντάρα και την Καρέλ. Όποιος κι αν είχε κάνει την πρόταση, δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος είχε δώσει την άδεια. Αποτελούσε μέρος του ελέγχου που είχαν επιβάλει οι Σοφές να μην προσπαθήσει να αναλάβει καμιά αδελφή την αρχηγία. Το πιθανότερο είναι ότι πολύ θα το ήθελαν, αλλά τα γαντοφορεμένα τους χέρια παρέμεναν διπλωμένα πάνω στα μπροστάρια των σελών τους και καμιά δεν άφηνε να φανεί η ανυπομονησία της πέρα από ένα απλό βλεφάρισμα.

Δεν είχαν όλοι στραμμένα τα βλέμματά τους στη μεριά αυτών που ξεμάκραιναν. Η έκφραση της Ανούρα εναλλασσόταν, πότε ακτινοβολώντας συμπόνια προς το μέρος του Πέριν, πότε παρακολουθώντας τις Σοφές με την άκρη του ματιού της. Σε αντίθεση με τις δύο άλλες αδελφές, δεν είχε δώσει καμία υπόσχεση, παρ’ όλο που ήταν εξίσου επιφυλακτική σχετικά με τις Αελίτισσες. Το ένα μάτι του Γκαλίν ήταν στραμμένο προς την Μπερελαίν, περιμένοντας ένα σήμα της, για να τραβήξει το ξίφος που ήδη είχε αδράξει, ενώ η γυναίκα παρακολουθούσε με έντονο βλέμμα τον Πέριν, με πρόσωπο ήρεμο κι έκφραση αδιευκρίνιστη. Ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ είχαν τα κεφάλια τους ενωμένα, ρίχνοντας γοργές και βλοσυρές ματιές προς την κατεύθυνση του. Ο Μπάλγουερ ήταν εντελώς ακίνητος, σαν σπουργίτι πάνω σε σέλα, πασχίζοντας να γίνει αόρατος, αφουγκραζόμενος με ιδιαίτερη προσοχή.

Ο Αργκάντα σπιρούνισε το ψηλό, παρδαλό μουνούχι του, προσπερνώντας το μαύρο άλογο με το βαρύ στήθος του Γκαλίν κι αγνοώντας το οργισμένο αγριοκοίταγμα του Μαγιενού. Το στόμα του Πρώτου Αξιωματικού ξεστόμισε λέξεις γεμάτες θυμό πίσω από τη λαμπερή προσωπίδα της περικεφαλαίας του, αλλά ο Πέριν δεν άκουσε τίποτα. Στο μυαλό του κλωθογύριζε διαρκώς η Φάιλε. Ω, Φως μου, η Φάιλε! Ένιωθε το στήθος του δεμένο με ατσαλένιες λουρίδες. Βρισκόταν στο πρόθυρο του πανικού, κρεμασμένος με τα ακροδάχτυλά του από το χείλος ενός γκρεμού.

Άπλωσε απεγνωσμένα το νου του, αναζητώντας λυσσαλέα τους λύκους. Ο Ιλάυας θα πρέπει να το είχε επιχειρήσει ήδη —άλλωστε, δεν θα πανικοβαλλόταν σε καμιά περίπτωση, ακούγοντας αυτά τα νέα— αλλά έπρεπε να προσπαθήσει κι ο ίδιος.

Τους αναζήτησε και τους βρήκε, τις αγέλες των Τριδάχτυλων, του Κρύου Νερού, του Λυκόφωτος, των Φυτρωμένων Κεράτων κι άλλες. Πόνος ξεχείλισε μαζί με την ικεσία του για βοήθεια, πόνος που όχι μόνο δεν μειωνόταν, αλλά αυξανόταν ολοένα μέσα του. Είχαν ακούσει για τον Νεαρό Ταύρο και τον συλλυπήθηκαν για το χαμένο του ταίρι, αλλά απείχαν από τα δίποδα πλάσματα, που τρομοκρατούσαν τα θηράματα και σήμαιναν θάνατο για οποιονδήποτε μοναχικό λύκο πιανόταν αιχμάλωτος. Υπήρχαν τόσο πολλές αγέλες διπόδων, τόσο πεζών όσο κι έφιππων πάνω στα τετράποδα όντα με τα δυνατά πόδια, που δεν ήξεραν αν κάποιο από τα πλάσματα που γνώριζαν ήταν αυτό που έψαχνε ο άντρας. Γι’ αυτούς, όλα τα δίποδα ήταν ίδια, αξεχώριστα, εκτός από αυτά που είχαν την ικανότητα της διαβίβασης και τα ελάχιστα που μπορούσαν να συνομιλήσουν μαζί τους. Θρήνησε, του είπαν, συνέχισε να προχωράς και θα τη συναντήσεις ξανά στο Λυκίσιο Όνειρο.

Μία-μία, οι εικόνες που το μυαλό του μετέτρεπε σε λόγια άρχισαν να χάνονται, μέχρι που μόνο μία παρέμεινε στην επιφάνεια. Θρήνησε, και θα τη συναντήσεις ξανά στο Λυκίσιο Όνειρο. Ύστερα, χάθηκε κι αυτή.

«Ακούς;» τον ρώτησε κάπως τραχιά ο Αργκάντα. Δεν ήταν πια ο ευγενής με την ήρεμη έκφραση και, παρά τα μετάξια και το κεντητό χρυσάφι πάνω στο ασήμι του θώρακα του, το παρουσιαστικό του δεν διέφερε από αυτό που πράγματι ήταν, ένας ψαρομάλλης στρατιώτης που, μικρό αγόρι ακόμα, άδραχνε τη λόγχη και κουβαλούσε επάνω του μια ντουζίνα σημάδια. Τα σκοτεινά του μάτια ήταν εξίσου σχεδόν πυρετικά με των αντρών του Μασέμα. Μύριζε οργή και φόβο. «Ετούτοι οι άγριοι απήγαγαν και τη Βασίλισσα Αλιάντρε!»

«Θα βρούμε τη Βασίλισσα σου μόλις βρούμε τη γυναίκα μου», είπε ο Πέριν με φωνή παγερή και τραχιά σαν την κόψη του τσεκουριού του. Έπρεπε να είναι ζωντανή. «Υποθέτω πως πρέπει να μου πεις περί τίνος πρόκειται, μια και φαίνεσαι έτοιμος να κάνεις έφοδο. Σε αυτήν την περίπτωση, θα έρθεις αντιμέτωπος με τους δικούς μου». Φυσικά, είχε κι άλλες ευθύνες. Ήταν πολύ πικρόχολο να παραδεχτεί κάτι τέτοιο. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία, εκτός από τη Φάιλε. Τίποτα άλλο! Ωστόσο, οι Διποταμίτες ήταν όντως οι δικοί του.

Ο Αργκάντα τσίγκλησε το άτι του, σίμωσε τον Πέριν και του άρπαξε το μανίκι με μια γαντοφορεμένη γροθιά. «Θα με ακούσεις, θες, δεν θες! Η Πρώτη Αρχόντισσα Μπερελαίν λέει πως ήταν Αελίτες αυτοί που πήραν τη Βασίλισσα Αλιάντρε, κι υπάρχουν πολλοί από δαύτους που έχουν βρει καταφύγιο ανάμεσα στις τάξεις των τοξοτών σου. Κάποιοι από τους άντρες μου θα ήθελαν πολύ ευχαρίστως να τους κάνουν μερικές ερωτήσεις». Η θυμωμένη ματιά του στράφηκε για μια στιγμή πίσω, προς τη μεριά της Εντάρα και της Καρέλ. Ίσως να του πέρασε από το μυαλό πως επρόκειτο για Αελίτισσες, χωρίς τοξότες να του φράζουν τον δρόμο.

«Ο Πρώτος Αξιωματικός έχει... παρακουραστεί», μουρμούρισε η Μπερελαίν, ακουμπώντας το χέρι της στο άλλο μπράτσο του Πέριν. «Του εξήγησα πως κανείς από τους παρόντες Αελίτες κι Αελίτισσες δεν έχει την παραμικρή ανάμειξη. Είμαι σίγουρη πως μπορώ να τον πείσω...»

Ο Πέριν την παραμέρισε, τραβώντας το μπράτσο του από την αρπάγη του Γκεαλντανού. «Η Αλιάντρε μού ορκίστηκε πίστη, Αργκάντα. Εσύ ορκίστηκες να την υπακούς, πράγμα που αυτομάτως με κάνει κύριό σου. Είπα πως θα βρω την Αλιάντρε μόλις βρω τη Φάιλε». Η κόψη του τσεκουριού. Ναι, ήταν όντως ζωντανή ακόμα. «Ούτε θα ανακρίνεις, ούτε θα αγγίξεις κανέναν, εκτός κι αν σου πω εγώ. Το μόνο που θα κάνεις είναι να πάρεις τους άντρες σου αυτή τη στιγμή, να επιστρέψετε στον καταυλισμό σας και να ετοιμαστείτε για αναχώρηση μόλις δώσω εντολή. Αν δεν είστε έτοιμοι μέχρι τότε, θα σας αφήσουμε πίσω».

Ο Αργκάντα τού έριξε μια κοφτερή ματιά, ξεφυσώντας άγρια. Το βλέμμα του πλανήθηκε ξανά, αυτή τη φορά προς το μέρος του Γκρέηντυ και του Νιλντ, κατόπιν καρφώθηκε πάλι στο πρόσωπο του Πέριν. «Όπως διατάζεις, Άρχοντά μου», είπε στρυφνά, Αναγκάζοντας το παρδαλό του άλογο να πάρει στροφή, φώναξε κάτι διαταγές στους αξιωματικούς του κι απομακρύνθηκε καλπάζοντας, πριν ακόμα αυτοί τις μεταφέρουν στους κατώτερούς τους. Οι Γκεαλντανοί αναχώρησαν σε παράταξη, ακολουθώντας τον Πρώτο Αξιωματικό τους. Κατευθύνονταν στον καταυλισμό τους, αν κι ήταν άγνωστο κατά πόσον ο Αργκάντα σκόπευε να παραμείνει εκεί κι αν τελικά θα έβγαινε σε καλό ή κακό κάτι τέτοιο.

«Το χειρίστηκες πολύ καλά, Πέριν», είπε η Μπερελαίν. «Δύσκολη κατάσταση, και μάλλον επώδυνη για σένα». Δεν ήταν διόλου τυπική τώρα. Ήταν μια απλή γυναίκα, γεμάτη συμπόνια και πονόψυχα χαμόγελα. Αυτή η Μπερελαίν μπορούσε να πάρει χίλιες διαφορετικές εκφράσεις.

Άπλωσε προς το μέρος του ένα χέρι με κόκκινο γάντι κι ο Πέριν τράβηξε προς τα πίσω τον Αναχαιτιστή πριν προλάβει να τον ακουμπήσει. «Σταμάτα πια, που να καείς!» γρύλισε. «Απήγαγαν τη γυναίκα μου! Δεν έχω καμία όρεξη για τα παιδιαρίσματά σου!»

Η γυναίκα τινάχτηκε πίσω, λες και την είχε χτυπήσει. Αναψοκοκκίνισε κι άλλαξε πάλι τακτική, έγινε ξανά δουλική και λυγερή πάνω στη σέλα της. «Δεν πρόκειται για παιδιαρίσματα, Πέριν», μουρμούρισε με φωνή πλούσια κι εύθυμη. «Δύο γυναίκες ερίζουν για χάρη σου, είσαι το έπαθλό τους, και θαρρώ πως κάτι τέτοιο θα έπρεπε να σε κολακεύει. Θα ήθελα την προσοχή σας, Άρχοντα Γκαλίν. Θαρρώ πως κι εμείς πρέπει να ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση μόλις δοθεί η διαταγή».

Ο μονόφθαλμος άντρας κίνησε προς το μέρος των Φτερωτών Φρουρών, στο πλευρό της, με το άλογό του να τριποδίζει όσο του επέτρεπε το χιόνι. Έγειρε προς τη μεριά της σαν να άκουγε κάποιες οδηγίες. Η Ανούρα έμεινε ακίνητη στη θέση της, αδράχνοντας τα ηνία της καφετιάς φοράδας της. Το στόμα της έμοιαζε με σχισμή ξυραφιού κάτω από τη γαμψή της μύτη. «Κάποιες φορές γίνεσαι εντελώς ανόητος, Πέριν Αϋμπάρα. Πολύ συχνά, είναι η αλήθεια».

Δεν καταλάβαινε καν για τι πράγμα του μιλούσε, κι ούτε τον ενδιέφερε. Υπήρχαν φορές που ενέδιδε στο παιχνίδι της Μπερελαίν να κυνηγήσει έναν παντρεμένο άντρα, άλλες φορές όμως έμοιαζε να το διασκεδάζει, κανονίζοντας τα έτσι, ώστε να βρεθεί η Μπερελαίν μόνη της μαζί του. Ήταν εκείνες τις στιγμές που τόσο η Πρώτη, όσο κι η Άες Σεντάι, τον αηδίαζαν. Σπιρουνίζοντας τον Αναχαιτιστή στα πλευρά, απομακρύνθηκε δίχως να πει λέξη.

Οι άντρες στην κορυφή του λόφου τού έκαναν χώρο να περάσει, σιγομουρμουρώντας μεταξύ τους και παρακολουθώντας τους λογχοφόρους κάτω από τα πόδια τους να προχωρούν προς τους καταυλισμούς τους, κι έκαναν ξανά χώρο, για να περάσουν οι Σοφές, οι Άες Σεντάι κι οι Άσα’μαν. Δεν έσπασαν τις γραμμές τους, ούτε μαζεύτηκαν γύρω του, όπως περίμενε, και τους ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Ολόκληρη η λοφοκορυφή μύριζε επιφυλακτικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της, τουλάχιστον.

Το χιόνι στην κορυφή του λόφου ήταν ποδοπατημένο, σε σημείο που κάποιες μπαλωματιές εδάφους ήταν καθαρές, με εξαίρεση μερικές παγωμένες συστάδες και περιστασιακά σημεία, που ο πάγος κάλυπτε σαν σεντόνι. Οι τέσσερις Σοφές που είχαν παραμείνει πίσω όταν ο Πέριν πήγε στα Άμπιλα στέκονταν μπροστά από μια χαμηλή Αελίτικη σκηνή, ψηλές κι ατάραχες γυναίκες με σκούρες, μάλλινες εσάρπες περασμένες γύρω από τους ώμους τους, παρακολουθώντας τις δύο αδελφές να ξεπεζεύουν μαζί με την Καρέλ και την Εντάρα, χωρίς —φαινομενικά— να δίνουν την παραμικρή σημασία σε όσα συνέβαιναν γύρω τους. Οι γκαϊ’σάιν, που τις υπηρετούσαν αντικαθιστώντας τους υπηρέτες, ασχολούνταν ήρεμα και πειθήνια με τις καθημερινές τους εργασίες, με τα πρόσωπό τους κρυμμένα στις βαθιές καλύπτρες των λευκών ενδυμάτων τους. Ένας από αυτούς, μάλιστα, τίναζε ένα χαλί κρεμασμένο από ένα σχοινί, που ήταν δεμένο ανάμεσα σε δύο δέντρα! Η μόνη ένδειξη από πλευράς Αελιτών ότι ήταν έτοιμοι για μάχη ήταν ο Γκαούλ κι οι Κόρες. Κάθονταν ανακούρκουδα, με τα σούφα τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους και με τις μαύρες καλύπτρες να κρύβουν τα πρόσωπά τους εκ ιός από τα μάτια, κρατώντας στα χέρια τους μικρά ακόντια κι ασπίδες καλυμμένες με τομάρι ταύρου. Μόλις ο Πέριν ξεπέζεψε, ανασηκώθηκαν.

Ο Ντάνιλ Λιούιν βάδισε τροχάζοντας προς το μέρος τους, μασουλώντας ανήσυχα το παχύ μουστάκι, που έκανε τη μύτη του να φαίνεται μεγαλύτερη απ’ όσο ήταν. Στο ένα χέρι κρατούσε το τόξο του και με το άλλο τοποθετούσε ένα βέλος στη φαρέτρα, η οποία ήταν κρεμασμένη στη ζώνη του. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, Πέριν», είπε με νευρική φωνή. Ο Ντάνιλ ήταν παρών στα Πηγάδια του Ντουμάι κι είχε αντιμετωπίσει τους Τρόλοκ στην πατρίδα του, αλλά τώρα έμοιαζε έξω από τα νερά του. «Δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε τι γινόταν, κι εκείνοι οι Γκεαλντανοί είχαν ξεκινήσει ήδη, οπότε έστειλα τον Τζόνταϊν Μπάραν και δυο άλλους, τον Χίου Μάργουιν και τον Γκετ Άυλια, να πουν στους Καιρχινούς και στους υπηρέτες σας να φτιάξουν έναν κύκλο με τις άμαξες και να παραμείνουν στο εσωτερικό του — μια κι έπρεπε να απασχολήσω εκείνους τους τύπους που ακολουθούσαν την Αρχόντισσα Φάιλε όπου κι αν πήγαινε. Ήθελαν να την ψάξουν, αν και κανείς τους δεν ξέρει να ξεχωρίζει μια πατημασιά από μια βελανιδιά. Έτσι, έφερα όλους τους υπόλοιπους εδώ. Πίστευα πως αυτοί οι Γκεαλντανοί θα μας επιτίθονταν, μέχρι που η Πρώτη κατέφθασε με τους άντρες της. Θα πρέπει να είναι τρελοί, αν πιστεύουν πως έστω κι ένας από τους Αελίτες μας θα έκανε κακό στην Αρχόντισσα Φάιλε». Ακόμη κι όταν οι Διποταμίτες τού μιλούσαν άνετα, στη Φάιλε σχεδόν πάντα απευθύνονταν με τιμητικό τόνο.

«Και καλά έκανες, Ντάνιλ», είπε ο Πέριν πετώντας του τα γκέμια του Αναχαιτιστή. Ο Χίου κι ο Γκετ ήταν καλοί υλοτόμοι, κι ο Τζόνταϊν Μπάραν θα ακολουθούσε τον χθεσινό άνεμο. Ο Γκαούλ κι οι Κόρες είχαν αρχίσει να αναχωρούν ανά φάλαγγα. Εξακολουθούσαν να φορούν τις καλύπτρες τους. «Ένας ο τους τρεις άντρες να μείνει εδώ», είπε βιαστικά ο Πέριν στον Ντάνιλ· το ότι είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Αργκάντα δεν ήταν λόγος να πιστεύει πως ο άντρας είχε αλλάξει γνώμη. «Τους υπόλοιπους στείλ’ τους πίσω, να ετοιμάσουν τις αποσκευές. Θέλω να είμαστε όλοι έτοιμοι για αναχώρηση μόλις δώσω διαταγή».

Δίχως να περιμένει απάντηση, κίνησε βιαστικά να μπει μπροστά από τον Γκαούλ και να σταματήσει τον ψηλό άντρα, τοποθετώντας το χέρι του στο στήθος του. Για κάποιο λόγο, τα πράσινα μάτια του Γκαούλ στένεψαν πάνω από την καλύπτρα του. Η Σούλιν κι οι υπόλοιπες Κόρες, που ήταν παραταγμένες πίσω του, σηκώθηκαν σχεδόν στις μύτες των δακτύλων.

«Βρες την, Γκαούλ», είπε ο Πέριν. «Κάν’ το για μένα. Σας παρακαλώ όλους, βρείτε ποιος την πήρε. Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να ανιχνεύσει τους Αελίτες, αυτός είσαι εσύ».

Το σφίξιμο στα μάτια του Γκαούλ χάθηκε, τόσο ξαφνικά όσο είχε φανεί, κι οι Κόρες χαλάρωσαν με τη σειρά τους. Όσο, τουλάχιστον, είναι δυνατόν να χαλαρώσουν οι Αελίτισσες. Ήταν πολύ παράξενο. Δεν θα μπορούσαν με τίποτα να πιστέψουν πως τις κατηγορούσε με οποιονδήποτε τρόπο.

«Μια μέρα, όλοι μας ξυπνάμε από το όνειρο», είπε ευγενικά ο Γκαούλ, «αλλά, αν αυτή ονειρεύεται ακόμα, θα τη βρούμε. Αν, όμως, την πήραν οι Αελίτες, πρέπει να φύγουμε. Θα κινηθούν γρήγορα. Ακόμα... κι έτσι». Πρόφερε τη λέξη με αρκετή δόση αηδίας, κλωτσώντας έναν σβώλο χιόνι.

Ο Πέριν ένευσε κι έκανε βιαστικά στην άκρη, επιτρέποντας στον Αελίτη να περάσει τροχάζοντας. Αμφέβαλλε κατά πόσον θα μπορούσαν να διατηρήσουν την ίδια ταχύτητα, αλλά ήταν σίγουρος πως είχαν την ικανότητα να διατηρήσουν γοργό ρυθμό για περισσότερη ώρα από οποιονδήποτε άλλον. Καθώς οι Κόρες τον προσπερνούσαν, καθεμία πίεζε βιαστικά τα δάχτυλά της στην καλύπτρα πάνω από τα χείλη της και τον ακουμπούσε στον ώμο. Η Σούλιν, ακριβώς πίσω από τον Γκαούλ, του έκανε ένα νεύμα, αλλά καμία δεν μίλησε. Η Φάιλε θα ήξερε τι εννοούσαν όταν φιλούσαν τα δάχτυλά τους.

Καθώς οι τελευταίες Κόρες απομακρύνονταν, ο Πέριν αντιλήφθηκε πως υπήρχε και κάτι άλλο περίεργο σχετικά με την αναχώρηση τους. Άφηναν τον Γκαούλ να μπει επικεφαλής. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οποιαδήποτε από δαύτες θα προτιμούσε να τον καρφώσει με το δόρυ της, παρά να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Γιατί, λοιπόν...; Ίσως... Η Τσιάντ κι η Μπάιν ήταν μαζί με τη Φάιλε. Κι ο Γκαούλ μπορεί να μην έδινε δεκάρα για την Μπάιν, αλλά η Τσιάντ ήταν άλλο θέμα. Οι Κόρες σίγουρα δεν ενθάρρυναν και πολύ την ελπίδα του Γκαούλ, ότι η Τσιάντ θα παρατούσε τη λόγχη, για να τον παντρευτεί —αλίμονο!— αλλά ίσως και να έφταιγε αυτό, τελικά.

Ο Πέριν γρύλισε, αηδιασμένος με τον εαυτό του. Η Τσιάντ, η Μπάιν και ποιος άλλος; Θα μπορούσε να ρωτήσει, όσο τυφλωμένος κι αν ήταν από τον φόβο για την τύχη της Φάιλε. Αν επρόκειτο να τη φέρει πίσω, έπρεπε να στραγγαλίσει τον φόβο και να δει. Αυτό, όμως, ισοδυναμούσε με το να στραγγαλίσει ένα δέντρο.

Ο επίπεδος λόφος έβριθε από κόσμο τώρα. Κάποιος είχε ήδη απομακρύνει τον Αναχαιτιστή κι οι άντρες των Δύο Ποταμών απομακρύνονταν από τον δακτύλιο γύρω από το κορφοβούνι, προχωρώντας βιαστικά προς τον καταυλισμό τους, σαν ανάκατο ποτάμι, φωνάζοντας ο ένας στον άλλον τι θα έκανε αν επιτίθονταν οι ακοντιστές. Πού και πού, όλο και κάποιος ύψωνε τη φωνή του, ρωτώντας για τη Φάιλε, αν ήξερε κανείς κατά πόσον η Αρχόντισσα ήταν ασφαλής και προς τα πού θα έπρεπε να στρέψουν τις έρευνες τους, αλλά οι υπόλοιποι του έκαναν νόημα να σωπάσει, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές προς το μέρος του Πέριν. Καταμεσής όλης αυτής της πιλάλας, οι γκαϊ’σάιν ασχολούνταν ήρεμα με τις δουλειές τους. Το ίδιο θα έκαναν ακόμα κι αν η μάχη μαινόταν γύρω τους, χωρίς να κουνήσουν καν το δαχτυλάκι τους για να βοηθήσουν ή να εμποδίσουν κάτι, εκτός κι αν κάποιος τους πρόσταζε να σταματήσουν. Οι Σοφές είχαν αποσυρθεί στις σκηνές τους, μαζί με τη Σέονιντ και τη Μασούρι, κι οι πάνινες είσοδοι δεν ήταν απλώς κατεβασμένες αλλά δεμένες καλά. Δεν ήθελαν να τους ενοχλήσει κανείς. Αναμφίβολα, το θέμα της συζήτησης τους ήταν ο Μασέμα. Πιθανότατα, έψαχναν να βρουν τρόπο να τον σκοτώσουν χωρίς να μάθουν τίποτα ο Πέριν ή ο Ραντ.

Χτύπησε τη γροθιά του στην παλάμη του, θυμωμένος. Είχε σχεδόν ξεχάσει τον Μασέμα. Υποτίθεται ότι θα τον ακολουθούσε πριν πέσει η νύχτα, μαζί με εκείνη την τιμητική φρουρά των εκατό αντρών. Με λίγη τύχη, οι Μαγιενοί ανιχνευτές θα είχαν γυρίσει μέχρι τότε, ενώ λίγο αργότερα θα ακολουθούσαν ο Ιλάυας κι οι υπόλοιποι.

«Άρχοντα Πέριν;» είπε ο Γκρέηντυ πίσω του, κι ο Πέριν γύρισε. Οι δύο Άσα’μαν στέκονταν μπροστά από τα άλογά τους, με τα δάχτυλά τους να κινούνται σπασμωδικά πάνω στα γκέμια. Ο Γκρέηντυ πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε, με τον Νιλντ να νεύει καταφατικά. «Οι δυο μας μπορούμε να καλύψουμε αρκετή απόσταση, χρησιμοποιώντας το Ταξίδεμα. Αν, δε, ανακαλύψουμε αυτούς που την απήγαγαν, αμφιβάλλω κατά πόσον λίγες εκατοντάδες Αελίτες μπορούν να σταματήσουν δύο Άσα’μαν από το να την πάρουν πίσω».

Ο Πέριν ήταν έτοιμος να τους πει να ξεκινήσουν αμέσως, αλλά το μετάνιωσε. Ναι, ήταν αλήθεια πως ο Γκρέηντυ είχε υπάρξει αγρότης, ποτέ όμως κυνηγός ή ξυλοκόπος. Ο δε Νιλντ θεωρούσε ότι οποιοδήποτε μέρος δίχως πέτρινο τείχος ήταν χωριό. Μπορεί να είχαν την ικανότητα να ξεχωρίσουν ένα ίχνος από μια βελανιδιά, αλλά αν όντως έβρισκαν κάποια ίχνη, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα μπορούσαν να πουν προς ποια κατεύθυνση οδηγούσαν. Φυσικά, μπορούσε να πάει μαζί τους. Δεν ήταν τόσο καλός όσο ο Τζόνταϊν, αλλά... Θα πήγαινε ούτως ή άλλως και θα άφηνε τον Ντάνιλ να τα βγάλει πέρα με τον Αργκάντα. Και με τον Μασέμα. Για να μην αναφέρουμε τις συνωμοσίες των Σοφών.

«Πηγαίνετε να ετοιμάσετε τα πράγματά σας», είπε ήσυχα. Πού ήταν ο Μπάλγουερ; Δεν φαινόταν πουθενά, κι ήταν μάλλον απίθανο να είχε βγει για κυνήγι, ψάχνοντας τη Φάιλε. «Ίσως η παρουσία σας είναι απαραίτητη εδώ».

Ο Γκρέηντυ βλεφάρισε έκπληκτος κι ο Νιλντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Ο Πέριν δεν τους έδωσε την ευκαιρία να φέρουν αντίρρηση. Κατευθύνθηκε δρασκελίζοντας στη χαμηλή σκηνή με τη δεμένη υφασμάτινη είσοδο. Δεν υπήρχε τρόπος να λύσει τα σχοινιά απ’ έξω. Όταν οι Σοφές αποφάσιζαν να μην τις ενοχλήσει κανείς, το εννοούσαν, και δεν τις ενδιέφερε αν αυτός που ήθελε να τις δει ήταν αρχηγός φυλής ή οποιοσδήποτε άλλος, συμπεριλαμβανομένου ενός υδρόβιου που έφερε τον τίτλο του Άρχοντα των Δύο Ποταμών. Τράβηξε το μαχαίρι της ζώνης του κι έσκυψε να κόψει τους κόμπους, αλλά πριν ακόμα γλιστρήσει τη λάμα του ανάμεσα στο σφιχτό διάκενο της υφασμάτινης εισόδου, αυτή κουνήθηκε, λες και κάποιος την έλυνε από μέσα. Όρθωσε το παράστημά του και περίμενε.

Η είσοδος της σκηνής άνοιξε και ξεπρόβαλε η Νέβαριν. Η εσάρπα της ήταν τυλιγμένη γύρω από τη ζώνη της, αλλά εκτός από την ομιχλώδη ανάσα της τίποτα άλλο δεν πρόδιδε πως επηρεαζόταν από τον παγερό αέρα. Τα πράσινα μάτια της εστίασαν στο μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του και στήριξε τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της, κάτι που έκανε τα βραχιόλια της να κουδουνίσουν. Ήταν σχεδόν κοκαλιάρα, με μακριά μαλλιά στην απόχρωση της άμμου, δεμένα προς τα πίσω με ένα σκούρο διπλωμένο μαντίλι. Επιπλέον, ήταν πάνω από ένα χέρι ψηλότερη της Νυνάβε, μολονότι αυτό ακριβώς έκανε τον Πέριν να θυμάται τη δεύτερη όποτε έβλεπε τη Νέβαριν. Στάθηκε μπροστά του, εμποδίζοντας την είσοδό του στη σκηνή.

«Πολύ φουριόζος είσαι, Πέριν Αϋμπάρα». Η απαλή της φωνή ήταν ήρεμη, αλλά ο Πέριν είχε την εντύπωση πως πολύ θα ήθελε να τον χαστουκίσει. Όπως κι η Νυνάβε, δηλαδή. «Βέβαια, ίσως αυτό είναι κατανοητό, δεδομένων των συνθηκών. Τι θέλεις;»

«Πώς...;» Έκανε μια παύση για να καταπιεί. «Πώς θα τη μεταχειριστούν;»

«Δεν έχω ιδέα, Πέριν Αϋμπάρα». Δεν υπήρχε συμπόνια στο πρόσωπό της, το οποίο ήταν εντελώς ανέκφραστο. Οι Αελίτισσες μπορούσαν να δώσουν μερικά μαθήματα στις Άες Σεντάι σχετικά με αυτό το ζήτημα. «Είναι ενάντια στο έθιμο να αιχμαλωτίζετε τους υδρόβιους, με μόνη εξαίρεση τους Δενδροφονιάδες, αν κι αυτό έχει αλλάξει πια. Το ίδιο ισχύει και για τους αναίτιους φόνους. Πολλοί, όμως, αρνήθηκαν να αποδεχτούν τις αλήθειες που αποκάλυψε ο Καρ’α’κάρν. Κάποιους τους κατέβαλε η Μελαγχολία και πέταξαν τα ακόντιά τους, ωστόσο μπορούν να τα ξαναπιάσουν στα χέρια τους. Άλλοι, πάλι, απλώς έφυγαν, για να ζήσουν όπως πιστεύουν ότι θα έπρεπε να ζούμε όλοι μας. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ποια έθιμα διατηρήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από όσους άφησαν πίσω τους φυλή και σέπτα». Το μόνο συναίσθημα που φάνηκε στο πρόσωπό της ήταν μια χροιά αηδίας, μόλις άρθρωσε αυτά τα τελευταία λόγια περί φυλής και σέπτας.

«Μα το Φως, γυναίκα, όλο και κάτι θα ξέρεις! Αν μη τι άλλο, μπορείς να υποθέσεις κάποια πράγματα...»

«Μη γίνεσαι παράλογος», τον διέκοψε κοφτά. «Το συνηθίζουν αυτό οι άντρες σε παρόμοιες καταστάσεις, αλλά εμείς σε χρειαζόμαστε. Νομίζω πως οι υπόλοιποι υδρόβιοι δεν θα σχηματίσουν καλή γνώμη για σένα, αν αναγκαστούμε να σε δέσουμε μέχρι να ηρεμήσεις. Πήγαινε στη σκηνή σου. Αν δεν μπορείς να ελέγξεις τις σκέψεις σου, πιες μέχρι να μην μπορείς να σκεφτείς άλλο. Και μη μας ενοχλείς όταν έχουμε συμβούλιο». Η γυναίκα μπήκε γρήγορα μέσα στη σκηνή, έκλεισε το άνοιγμα κι άρχισε να το δένει όπως πριν.

Ο Πέριν απέμεινε να κοιτάει σκεπτικός το κλειστό άνοιγμα, διατρέχοντας με τον αντίχειρα τη λάμα του μαχαιριού του, το οποίο κατόπιν θηκάρωσε. Αν επέμενε να μπει, σίγουρα οι Σοφές θα του έκαναν αυτά με τα οποία τον είχε απειλήσει η Νέβαριν. Άσε που δεν θα του έλεγαν τίποτα απ’ όσα ήθελε να μάθει. Σε μια τέτοια κατάσταση, δεν πίστευε πως η γυναίκα ιού κρατούσε μυστικά. Όχι για τη Φάιλε, τουλάχιστον.

Στην κορυφή του λόφου επικρατούσε ηρεμία, μια κι οι περισσότεροι Διποταμίτες είχαν φύγει. Οι παραμένοντες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να παρακολουθούν τον καταυλισμό των Γκεαλντανών από κάτω, χτυπούσαν τα πόδια τους στο έδαφος από το κρύο, αλλά κανείς δεν μιλούσε. Οι τρεχάτοι γκαϊ’σάιν δεν έβγαζαν τον παραμικρό ήχο. Τα δέντρα έκρυβαν ορισμένα σημεία του καταυλισμού των Γκεαλντανών και των Μαγιενών, αλλά ο Πέριν διέκρινε φορτωμένες καρότσες. Αποφάσισε να αφήσει μερικούς άντρες ως φρουρούς. Ο Αργκάντα ίσως προσπαθούσε να τον αποκοιμίσει. Ένας άντρας με τέτοια οσμή μπορεί και να ήταν... παράλογος, αποτελείωσε ψυχρά τη σκέψη του.

Δεν είχε να κάνει τίποτα άλλο στον λόφο, οπότε κίνησε να διανύσει την απόσταση μισού μιλίου μέχρι τη σκηνή του. Τη σκηνή που μοιραζόταν με τη Φάιλε. Περπατούσε σκοντάφτοντας, μια και το χιόνι που είχε μαζευτεί γύρω από τα πόδια του τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Κρατούσε τον μανδύα τυλιγμένο γύρω του, τόσο για να μην τον τινάζει ο άνεμος, όσο και για ζεστασιά. Μα ζεστασιά δεν ένιωθε.

Ο καταυλισμός των Διποταμιτών έσφυζε από κινητικότητα όταν ο Πέριν έφτασε. Οι άμαξες εξακολουθούσαν να σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο, φορτωμένες με άντρες και γυναίκες από τα κτήματα του Ντομπραίν στην Καιρχίν, ενώ άλλοι σαμάρωναν τα άλογα. Με τέτοιο βάθος χιονιού, οι ρόδες των αμαξιών θα γλιστρούσαν μέσα στη λασπουριά, οπότε τις είχαν δέσει στα πλάγια, αντικαθιστώντας τες με ζεύγη από πλατιά ξύλινα έλκηθρα. Φασκιωμένοι, για να προστατευτούν από αυτόν τον καιρό, τόσο που μερικοί έμοιαζαν διπλάσιοι σε όγκο, οι Καιρχινοί δεν έκαναν ούτε μια παύση για να τον κοιτάξουν, αλλά όποιος από τους άντρες των Δύο Ποταμών τον έβλεπε και σταματούσε για να τον κοιτάξει πιο προσεχτικά, δεχόταν το τσίγκλισμα κάποιου άλλου που τον παρότρυνε να προχωρήσει. Ευτυχώς για τον Πέριν, κανείς δεν του μίλησε, παρά τη συμπόνια στα βλέμματά τους. Ήταν σίγουρος πως, αν κάποιος του απηύθυνε τον λόγο, θα κατέρρεε και θα έβαζε τα κλάματα.

Καταπώς φαινόταν, δεν υπήρχε τίποτα να κάνει ούτε εδώ. Η τεράστια σκηνή του —δική του και της Φάιλε— είχε ήδη ξεστηθεί και βρισκόταν πάνω σε μια άμαξα, μαζί με τα περιεχόμενά της. Ο Μπέηζελ Γκιλ βάδιζε κατά μήκος των αμαξών κρατώντας στα χέρια του μια μεγάλη λίστα. Ο ρωμαλέος άντρας είχε αναλάβει καθήκοντα σαμπαγιάν, διευθύνοντας το σπιτικό της Φάιλε, όπως και του Πέριν, σαν σκίουρος σε αποθήκη με καλαμπόκι. Ωστόσο, συνηθισμένος καθώς ήταν πιότερο στις πόλεις παρά στα ταξίδια εκτός των τειχών, υπέφερε από το κρύο και, εκτός του μανδύα, είχε περασμένο γύρω από τον λαιμό του ένα χοντρό μαντίλι, φορούσε ένα καπέλο με χαλαρό γείσο καθώς και βαριά, μάλλινα γάντια. Για κάποιο λόγο, ο Γκιλ μόρφασε μόλις τον είδε και μουρμούρισε κάτι σχετικά με την επίβλεψη των αμαξών πριν ξεμακρύνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Παράξενο.

Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του Πέριν, ο οποίος, βρίσκοντας κάπου εκεί κοντά τον Ντάνιλ, τον πρόσταξε να αντικαθίσταται κάθε άντρας του λόφου ανά μία ώρα και να φροντίσει να τρώνε όλοι οι άντρες ζεστά γεύματα.

«Φρόντισε πρώτα τους άντρες και τα άλογα», ακούστηκε μια λεπτή αλλά δυνατή φωνή. «Μετά, όμως, πρέπει να φροντίσεις και τον εαυτό σου. Υπάρχει ζεστή σούπα στο καζάνι, καθώς επίσης κι ένα είδος ψωμιού, ενώ έβαλα στην άκρη λίγο καπνιστό χοιρομέρι. Η γεμάτη κοιλιά δεν θα σε κάνει να φαίνεσαι σαν φονιάς που βγήκες παγανιά».

«Σε ευχαριστώ, Λίνι», είπε. Φονιάς που βγήκε παγανιά; Μα το Φως, πιο πολύ πεθαμένος ένιωθε παρά φονιάς. «Θα φάω σε λίγο».

Η αρχιϋπηρέτρια της Φάιλε ήταν μια, φαινομενικά, ασθενική γυναίκα, με δέρμα σαν περγαμηνή κι άσπρα μαλλιά, δεμένα σε κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, αλλά ήταν ευθυτενής και τα μαύρα της μάτια καθαρά και διαπεραστικά. Ωστόσο, η ανησυχία σχημάτιζε ζάρες στο μέτωπό της και τα νευρώδη χέρια της είχαν αδράξει πολύ σφιχτά τον μανδύα της. Σίγουρα θα ανησυχούσε για τη Φάιλε, αν και...

«Η Μάιντιν ήταν μαζί της», είπε ο Πέριν, και δεν χρειαζόταν το νεύμα της. Φαίνεται πως η Μάιντιν ήταν πάντα μαζί με τη Φάιλε. Θησαυρό, έτσι την αποκαλούσε η Φάιλε. Η δε Λίνι φαίνεται πως θεωρούσε τη γυναίκα θυγατέρα της, αν και μερικές φορές η Μάιντιν δεν έμοιαζε να το απολαμβάνει τόσο όσο η Λίνι. «Θα τις φέρω πίσω», υποσχέθηκε ο Πέριν. «Όλες τους». Η φωνή του σχεδόν έσπασε με τις τελευταίες λέξεις. «Συνεχίστε τη δουλειά σας», εξακολούθησε τραχιά και βιαστικά. «Θα φάω σε λιγάκι. Πρέπει πρώτα να... να...» Ξεμάκρυνε δίχως να αποτελειώσει την πρόταση του.

Δεν υπήρχε κάτι για να επιβλέψει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι εκτός από τη Φάιλε. Ούτε που ήξερε καλά-καλά πού πήγαινε, μέχρι που τα βήματα του τον οδήγησαν έξω από τον κύκλο των αμαξών.

Εκατό βήματα πέρα από τις γραμμές των αλόγων, μια χαμηλή πέτρινη ράχη ξεπεταγόταν σαν μαύρη κορυφή μέσα από το χιόνι. Από εκεί. θα είχε τη δυνατότητα να διακρίνει τα ίχνη που άφησαν ο Ιλάυας κι οι υπόλοιποι. Από εκεί, θα τους έβλεπε να επιστρέφουν.

Η μύτη του τον ενημέρωσε πως δεν ήταν μόνος, αρκετά πριν φτάσει στο στενό κορφοβούνι της ράχης, μαρτυρώντας του επίσης ποιος βρισκόταν εκεί πάνω. Ο άλλος άντρας δεν άκουγε, παρ’ όλο που ο Πέριν βάδιζε θορυβωδώς προς την κορυφή, και ξαφνικά πήδησε όρθιος από την κουλουριαστή του θέση. Τα γαντοφορεμένα χέρια του Τάλανβορ έπιασαν σφιχτά τη λαβή του μακρόστενου σπαθιού του κι ο ίδιος κοίταξε κάπως αβέβαια τον Πέριν. Ήταν ψηλός άντρας, σκληραγωγημένος από τη ζωή, και συνήθως με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Ίσως περίμενε να ακούσει τον εξάψαλμο επειδή δεν ήταν παρών όταν απήχθη η Φάιλε, παρ’ όλο που η ίδια τον είχε απορρίψει ως σωματοφύλακα, δεν ήθελε καν να έχει σωματοφύλακα. Εκτός, τουλάχιστον, από την Μπάιν και την Τσιάντ, που μάλλον δεν μετρούσαν. Ίσως πάλι σκέφτηκε πως θα τον έστελναν πίσω, στις άμαξες, για να μείνει μόνος του ο Πέριν. Ο Πέριν πάσχισε, έτσι ώστε να μοιάζει όσο το δυνατόν λιγότερο με —πώς το είχε πει η Λίνι;— φονιά που βγήκε παγανιά; Ο Τάλανβορ αγαπούσε τη Μάιντιν κι, αν έβγαιναν σωστές οι υποψίες της Φάιλε, σύντομα θα την παντρευόταν. Ο άντρας είχε κάθε δικαίωμα να επαγρυπνεί.

Στάθηκαν κι οι δυο τους εκεί, πάνω στη ράχη, με το λυκόφως να ζυγώνει και το χιονισμένο δάσος, που παρακολουθούσαν, σε πλήρη ακινησία. Το σκοτάδι έπεσε χωρίς να κινείται τίποτα, χωρίς καν τον Μασέμα, αν κι ο Πέριν ούτε που τον σκεφτόταν. Το μισογεμάτο φεγγάρι έλαμπε λευκό πάνω στο χιόνι, φωτίζοντας σχεδόν όσο κι αν ήταν ολόγιομο, μέχρι που τα ταξιδιάρικα σύννεφα άρχισαν να το κρύβουν κι οι φεγγαροσκιές μάκρυναν πάνω στο χιόνι, όλο και πιο πυκνές. Με ένα ξερό θρόισμα, άρχισε να πέφτει χιόνι. Το χιόνι που μπορούσε κάλλιστα να θάψει χνάρια ανθρώπων και αμαξών. Σιωπηλοί μέσα στο κρύο, οι δύο άντρες στάθηκαν εκεί, παρακολουθώντας το τοπίο στη χιονόπτωση, αναμένοντας, ελπίζοντας.

Загрузка...