Η Ηλαίην δεν εξεπλάγη όταν συνάντησε την Αρχιυπηρέτρια πριν φτάσει στα διαμερίσματά της. Σε τελική ανάλυση, αμφότερες κατευθύνονταν προς το ίδιο μέρος. Η Κυρά Χάρφορ υποκλίθηκε και συντονίστηκε στο βήμα της, κουβαλώντας υπό μάλης έναν ανάγλυφο δερμάτινο φάκελο. Σίγουρα είχε ξυπνήσει εξίσου νωρίς με την Ηλαίην, αν όχι νωρίτερα, αλλά ο πορφυρός της χιτώνας φαινόταν φρεσκοσιδερωμένος και το Άσπρο Λιοντάρι, στο πρόσθιο μέρος, φάνταζε καθαρό κι ωχρό σαν φρέσκο χιόνι. Οι υπηρέτες τάχυναν το βήμα τους κι άρχισαν να λουστράρουν με πιο γρήγορες κινήσεις μόλις την πρόσεξαν. Η Ρενέ Χάρφορ δεν ήταν σκληρή, αλλά διατηρούσε μια αυστηρή πειθαρχία στο Παλάτι, όπως ο Γκάρεθ Μπράυν στους Φρουρούς.
«Φοβάμαι πως δεν έχω συλλάβει ακόμα κανέναν κατάσκοπο, Αρχόντισσά μου», είπε, απαντώντας στην ερώτηση της Ηλαίην, με φωνή βαθιά, που μόλις κι έφτανε στα αυτιά της, «αλλά πιστεύω πως ξετρύπωσα ένα ζευγάρι. Πρόκειται για μια γυναίκα κι έναν άντρα, που πιάστηκαν εν ώρα υπηρεσίας κατά τους τελευταίους μήνες της βασιλείας της αείμνηστης βασίλισσας μητέρας σας. Έφυγαν από το Παλάτι μόλις έμαθαν ότι είχα αρχίσει ανακρίσεις, χωρίς μάλιστα να πάρουν κανένα από τα υπάρχοντά τους μαζί, ούτε καν έναν μανδύα. Θα έλεγα πως ήταν σαν να παραδέχονται την ενοχή τους. Εκτός κι αν φοβούνταν πως θα τους έπιαναν για κάποια άλλη βρωμοδουλειά», συμπλήρωσε απρόθυμα. «Έχουν σημειωθεί ορισμένα περιστατικά μικροκλοπών, φοβάμαι».
Η Ηλαίην ένευσε σκεφτική. Η Νάεαν κι η Ελένια κυκλοφορούσαν αρκετά στο Παλάτι κατά τους τελευταίους μήνες της βασιλείας της μητέρας της. Είχαν κάμποσες ευκαιρίες να τοποθετήσουν κατασκόπους. Όσοι ήταν στο Παλάτι, αλλά κι άλλοι που είχαν εναντιωθεί στη διεκδίκηση του θρόνου εκ μέρους της Μοργκέις Τράκαντ, αποδέχτηκαν την αμνηστία της και μετά την πρόδωσαν. Δεν σκόπευε να κάνει το ίδιο λάθος με τη μητέρα της. Φυσικά, θα έπρεπε να δοθεί αμνηστία όπου ήταν δυνατόν —οτιδήποτε άλλο και να συνέβαινε, θα ήταν πρόσφορο έδαφος για εμφύλιο πόλεμο— αλλά είχε σκοπό να παρακολουθεί από κοντά όσους εκλάμβαναν τη συγγνώμη της με τη στενή έννοια. Σαν γάτα που παρακολουθεί έναν ποντικό που προσποιείται ότι έχασε το ενδιαφέρον του για την αποθήκη με τα σιτηρά. «Ήταν κατάσκοποι», είπε. «Κι ίσως υπάρχουν κι άλλοι. Κι όχι μόνο σταλμένοι από Οίκους. Οι αδελφές στον Ασημένιο Κύκνο ίσως έφεραν επίσης πράκτορες στο Παλάτι».
«Θα συνεχίσω την έρευνα, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε η Ρενέ, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της. Ο τόνος της φωνής της ήταν εξαιρετικά σεβάσμιος. Ούτε καν ανασήκωσε το φρύδι της, αλλά η Ηλαίην σκέφτηκε για άλλη μια φορά πως έπρεπε να μάθει τη γιαγιά της να πλέκει. Μακάρι η Μπιργκίτε να είχε την ικανότητα να χειριστεί αυτά τα θέματα όπως η Κυρά Χάρφορ.
«Πάντως, επιστρέψατε νωρίς», εξακολούθησε η πλαδαρή γυναίκα. «Φοβάμαι πως θα έχετε ανειλημμένες υποχρεώσεις όλο το απόγευμα. Λοιπόν, ο Αφέντης Νόρυ επιθυμεί να σας μιλήσει. Πρόκειται για κάτι επείγον, έτσι είπε». Το στόμα της σκλήρυνε για μια στιγμή. Εκείνη ανέκαθεν ρωτούσε γιατί ο κόσμος ήθελε να προσεγγίσει την Ηλαίην, έτσι ώστε να ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, για να αποφεύγει η Ηλαίην τα μπλεξίματα, αλλά ο Αρχιγραμματέας δεν θεωρούσε απαραίτητο να δίνει εξηγήσεις. Από την άλλη, ούτε η ίδια αναφερόταν στις δικές της υποθέσεις. Και οι δυο ήταν υπερπροστατευτικοί ως προς τα «φέουδα» τους. Κουνώντας το κεφάλι της, έβγαλε από το μυαλό της τον Χάλγουιν Νόρυ. «Κατόπιν, αιτήθηκε να σας δει μια αντιπροσωπεία εμπόρων ταμπάκ κι άλλη μία από υφάντρες, οι οποίες ζητούν φοροαπαλλαγή γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι. Η Αρχόντισσα σίγουρα δεν χρειάζεται τη συμβουλή μου για να τους πει ότι οι καιροί είναι δύσκολοι για όλους. Επίσης, περιμένει μία ομάδα ξένων εμπόρων· μία αρκετά μεγάλη ομάδα. Το πιθανότερο είναι να θέλουν να σας υποβάλουν τα σέβη τους, με τρόπο όχι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τους ίδιους, φυσικά —εφ’ όσον επιθυμούν να ταχθούν υπέρ σας, χωρίς να φανούν ανταγωνιστικοί σε άλλους— αλλά προτείνω η εν λόγω συνάντηση να είναι σύντομη». Ακούμπησε τα πλαδαρά δάχτυλα της στον φάκελο που έφερε υπό μάλης. «Επιπλέον, οι λογιστές του Παλατιού θέλουν να βάλετε μια υπογραφή πριν πάνε στον Αφέντη Νόρυ. Φοβάμαι πως θα τον κάνουν να αναστενάξει. Δεν περίμενα να συμβεί χειμωνιάτικα, αλλά πολύ μεγάλη ποσότητα αλευριού είναι γεμάτη σταρόψειρες και σκόρους, και τα μισά χοιρομέρια έχουν επιστραφεί, όπως και τα περισσότερα από τα καπνιστά ψάρια». Ο τόνος της φωνής της ήταν πράγματι σεβάσμιος. Και πολύ αυστηρός.
Εγώ κυβερνώ το Άντορ, της είχε πει κάποτε η μητέρα της ιδιαιτέρως, αλλά μερικές φορές έχω την εντύπωση πως η Ρενέ Χάρφορ κυβερνά εμένα. Γελούσε όταν το έλεγε, αλλά πιθανότατα το εννοούσε. Και τώρα που το σκεφτόταν, η Κυρά Χάρφορ ως Πρόμαχος θα ήταν δέκα φορές χειρότερη από την Μπιργκίτε.
Η Ηλαίην δεν είχε καμιά διάθεση να συναντηθεί με τον Χάλγουιν Νόρυ ή με τους εμπόρους. Το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει και να σκεφτεί για τους κατασκόπους και για το ποιος κρατούσε τη Νάεαν και την Ελένια και με ποιον τρόπο θα τα έβγαζε πέρα μαζί τους. Μόνο που... Ο Αφέντης Νόρυ κρατούσε ζωντανό το Κάεμλυν ύστερα από τον θάνατο της μητέρας της. Κι, απ’ όσα είχε δει στις παλαιότερες αναφορές, το έκανε αυτό σχεδόν από την ημέρα που η Μοργκέις είχε πιαστεί στα δίχτυα του Ράχβιν, παρ’ όλο που ο Νόρυ μόνο αόριστα γνώριζε κάποια πράγματα. Έδειχνε προσβεβλημένος από τα γεγονότα εκείνων των ημερών, και μάλιστα με άσχημο τρόπο. Δεν μπορούσε έτσι απλά να τον κάνει πέρα. Από την άλλη, ο ίδιος δεν φάνηκε ποτέ να βιάζεται για κάτι. Άσε που δεν ήταν πρέπον να περιφρονήσει τους καλοπροαίρετους εμπόρους, ακόμα κι αν ήταν ξένοι. Οι δε αναφορές έπρεπε να υπογραφούν. Σταρόψειρες και σκόροι; Και τόσο χοιρομέρι για πέταμα; Καταμεσής του χειμώνα; Πολύ παράξενο αυτό.
Είχαν φθάσει πια στις ψηλές, σκαλισμένες με λέοντες, θύρες των διαμερισμάτων της. Μικρότεροι λέοντες από εκείνους στα διαμερίσματα της μητέρας της, όπως μικρότερα ήταν και τα διαμερίσματα της Ηλαίην, αλλά ποτέ της δεν σκέφτηκε σοβαρά να κάνει χρήση των βασιλικών θαλάμων. Θα ήταν αλαζονικό, σαν να καθόταν κιόλας στον Θρόνο του Λιονταριού, πριν καλά-καλά επικυρωθεί το δικαίωμά της στο Ρόδινο Στέμμα.
Αναστέναξε κι άπλωσε το χέρι της να πάρει τον φάκελο.
Στο τέλος του διαδρόμου, πρόλαβε να δει τη Σολαίν Μοργκέιλιν και στην Κεράιλε Σουρτόβνι, οι οποίες προχωρούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν χωρίς να δείχνουν ότι έτρεχαν. Το ασήμι άστραφτε στον λαιμό της κακόκεφης γυναίκας που ήταν στριμωγμένη ανάμεσά τους, παρ’ όλο που οι γυναίκες του Σογιού είχαν ρίξει επάνω της μια μεγάλη, πράσινη εσάρπα, για να κρύψουν το α’ντάμ. Αυτό μπορεί να γινόταν αφορμή για συζητήσεις, μια κι όλοι θα το έβλεπαν αργά ή γρήγορα. Θα ήταν καλύτερο αν η ίδια κι οι υπόλοιπες δεν χρειαζόταν να μετακινηθούν, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού και στις Ανεμοσκόπους των Θαλασσινών, χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν υπηρετικά διαμερίσματα, για να συγκρατηθεί η ανθρώπινη πλημμυρίδα, αφού δεν ήταν δυνατόν να κοιμούνται σε ένα κρεβάτι δύο και τρία άτομα, τα δε υπόγεια του Παλατιού χρησίμευαν ως αποθήκες κι όχι ως μπουντρούμια. Πώς κατάφερνε ο Ραντ να τα κάνει όλα λάθος; Το ότι ήταν άντρας δεν αποτελούσε επαρκή δικαιολογία. Η Σολαίν κι η Κεράιλε εξαφανίστηκαν σε μια γωνία, μαζί με την αιχμάλωτή τους.
«Η Κυρά Κόρλυ ζήτησε να σας δει σήμερα το πρωί, Αρχόντισσά μου». Η φωνή της Ρενέ ήταν επιμελώς ουδέτερη. Παρακολουθούσε κι η ίδια τις γυναίκες του Σογιού, και κάτι σαν συνοφρύωμα είχε χαραχθεί στο πλατύ της μέτωπο. Οι Θαλασσινοί ήταν παράξενος λαός, ωστόσο δεν είχε πρόβλημα να εντάξει την Κυρά των Κυμάτων μιας φατρίας και το περιβάλλον της στη δική της κοσμοθεωρία, ακόμα κι αν δεν γνώριζε τι ακριβώς ήταν η Κυρά των Κυμάτων μιας φατρίας. Μια υψηλόβαθμη ξένη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό που υποδήλωνε, κι οι ξένοι ήταν αναμενόμενο να είναι αλλόκοτοι. Εντούτοις, αδυνατούσε να καταλάβει γιατί η Ηλαίην είχε προσφέρει καταφύγιο σε σχεδόν εκατόν πενήντα εμπόρισσες και τεχνίτριες. Ούτε το «Σόι» ούτε ο «Πλεχτός Κύκλος» σήμαιναν κάτι για την ίδια, ακόμα κι αν τα είχε ακουστά, και δεν κατανοούσε τις περίεργες εντάσεις που δημιουργούνταν ανάμεσα σε αυτές τις γυναίκες και στις Άες Σεντάι. Ούτε τις γυναίκες που είχαν φέρει μαζί τους οι Άσα’μαν καταλάβαινε —αιχμάλωτες οι περισσότερες, αν κι όχι κλεισμένες σε κελί— που τις κρατούσαν απομονωμένες και δεν τους επέτρεπαν να μιλήσουν σε κανέναν, παρά μόνο στις γυναίκες που τις συνόδευαν στους διαδρόμους. Η Αρχιυπηρέτρια ήξερε πότε να μην κάνει ερωτήσεις, αλλά δεν της άρεσε διόλου να μην παίρνει είδηση τι συμβαίνει στο Παλάτι. Ο τόνος της φωνής της δεν άλλαξε στο ελάχιστο. «Είπε ότι είχε καλά νέα για εσάς. Σχεδόν, δηλαδή. Πάντως, δεν έκανε αίτηση για ακρόαση».
Τα καλά νέα οποιουδήποτε είδους ήταν προτιμότερα από τις εκθέσεις και τους απολογισμούς, κι η Ηλαίην ήλπιζε να είναι τα νέα που ήθελε να ακούσει. Αφήνοντας τον φάκελο στα χέρια της Αρχιυπηρέτριας, είπε: «Ακούμπησέ τον στο γραφείο μου, σε παρακαλώ. Και πες στον Αφέντη Νόρυ ότι θα τον δω σε λίγο».
Κινήθηκε προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν έρθει οι γυναίκες του Σογιού με την αιχμάλωτη τους, βαδίζοντας αρκετά γρήγορα παρά τη φούστα της. Ασχέτως του αν τα νέα ήταν καλά ή όχι, έπρεπε σίγουρα να δει τον Νόρυ και τους εμπόρους, για να μην αναφέρουμε τους απολογισμούς που έπρεπε να υπογραφούν. Η εξουσία συνεπάγεται ατελείωτες εβδομάδες μόχθου και σπάνιες στιγμές ελευθερίας να κάνεις αυτό που θέλεις. Εξαιρετικά σπάνιες. Η Μπιργκίτε βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού της, μια σφιχτή μπάλα ανόθευτου εκνευρισμού κι απογοήτευσης. Αναμφίβολα, έσκαβε στη στοίβα με τα χαρτιά που είχαν συσσωρευτεί πάνω στο τραπέζι της. Η προσωπική της χαλάρωση για σήμερα θα ήταν να βρει χρόνο να αλλάξει τα ρούχα ιππασίας που φορούσε και να φάει ένα βιαστικό γεύμα. Έτσι, περπατούσε γοργά, χαμένη στις σκέψεις της, χωρίς καλά-καλά να βλέπει μπροστά της. Γιατί επειγόταν ο Νόρυ; Σίγουρα όχι για έργα οδοποιίας. Πόσοι κατάσκοποι υπήρχαν, άραγε; Οι πιθανότητες να τους τσακώσει όλους η Κυρά Χάρφορ ήταν λίγες.
Καθώς έστριβε σε μια γωνία, η ξαφνική συναίσθηση μιας γυναίκας ικανής να διαβιβάσει την εμπόδισε να σκοντάψει πάνω στη Βαντέν, που ερχόταν από την άλλη μεριά. Οι δύο γυναίκες ξαφνιάστηκαν κι αναπήδησαν. Ήταν ολοφάνερο πως η Πράσινη αδελφή ήταν εξίσου χαμένη στις σκέψεις της. Η Ηλαίην πρόσεξε τις δύο συντρόφισσές της και τα φρύδια της ανασηκώθηκαν.
Η Κίρστιαν κι η Ζάρυα φορούσαν απλά λευκά ρούχα κι ακολουθούσαν τη Βαντέν σε απόσταση ενός βήματος, με τα χέρια διπλωμένα πειθήνια στο ύψος της μέσης. Τα μαλλιά τους ήταν δεμένα προς τα πίσω και δεν φορούσαν κοσμήματα. Τα στολίδια δεν ενθαρρύνονταν μεταξύ των μαθητευομένων. Ήταν γυναίκες του Σογιού —η Κίρστιαν μάλιστα ανήκε στον ίδιο τον Πλεχτό Κύκλο— αλλά θεωρούνταν φυγάδες του Πύργου κι, εμβόλιμα στους νόμους του Πύργου, είχαν θεσπιστεί ειδικοί τρόποι αντιμετώπισής τους, άσχετα από το διάστημα που είχαν περάσει εκτός Ταρ Βάλον. Όσες επέστρεφαν ήταν υποχρεωμένες να κάνουν τα πάντα στην εντέλεια, να αποτελούν πρότυπο συμπεριφοράς για τις αρχάριες που πάσχιζαν να αποκτήσουν το επώμιο, ενώ μικρές παρατυπίες, που παραβλέπονταν όσον αφορά σε άλλες αδελφές, τιμωρούνταν γρήγορα κι αυοτηρά στην περίπτωσή τους. Όταν έφταναν στον Πύργο, αντιμετώπιζαν σκληρή τιμωρία κι, επιπροσθέτως, δημόσιο μαστίγωμα, και πάλι ακολουθούσαν εξ αρχής το ίδιο επίπονο μονοπάτι για τουλάχιστον έναν χρόνο. Μια λιποτάκτισσα που είχε επιστρέψει αναγκαζόταν να βάλει καλά στο μυαλό της ότι δεν επιτρεπόταν ποτέ, μα ποτέ, να το σκάσει ξανά. Ποτέ! Οι ημιεκπαιδευμένες γυναίκες ήταν πολύ επικίνδυνες για να αφεθούν ελεύθερες.
Η Ηλαίην είχε προσπαθήσει να φανεί επιεικής τις λίγες φορές που είχε βρεθεί μαζί τους — οι γυναίκες του Σογιού δεν ήταν ακριβώς ημιεκπαιδευμένες. Είχαν την ίδια πείρα ως προς τη Μία Δύναμη με οποιαδήποτε Άες Σεντάι, αν όχι και την ίδια εκπαίδευση. Είχε προσπαθήσει, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως οι περισσότερες από τις υπόλοιπες γυναίκες του Σογιού δεν το ενέκριναν. Με το να τους δοθεί άλλη μία ευκαιρία να γίνουν Άες Σεντάι —όσες μπορούσαν, τουλάχιστον— αγκάλιαζαν με ενθουσιασμό και ζέση τους νόμους και τα έθιμα του Πύργου. Δεν την εξέπληξε η αίσθηση της υποταγής και της προθυμίας, που παρατήρησε στα μάτια των δύο γυναικών, ή ο τρόπος που ακτινοβολούσαν μια υπόσχεση καλής συμπεριφοράς —και την ήθελαν αυτή την ευκαιρία όσο τίποτε άλλο— αλλά το γεγονός ότι ήταν μαζί με τη Βαντέν τής φάνηκε περίεργο. Μέχρι στιγμής, τις είχε αγνοήσει εντελώς.
«Σε έψαχνα, Ηλαίην», είπε η Βαντέν χωρίς περιστροφές. Τα άσπρα της μαλλιά, μαζεμένα στον αυχένα με μια βαθυπράσινη κορδέλα, της προσέδιδαν πάντα έναν αέρα ωριμότητας, παρά τα στιλπνά της μάγουλα. Ο φόνος της αδελφής της της είχε προσθέσει μια βλοσυρότητα που έμοιαζε να τη διαπερνά μέχρι το κόκαλο, ώστε έμοιαζε με άτεγκτο δικαστή. Παλαιότερα, ήταν λυγερόκορμη· τώρα, είχε καταντήσει κοκαλιάρα με βαθουλωτά μάγουλα. «Αυτά τα παιδιά...» Έκοψε στη μέση την πρόταση της, και μια ελαφριά γκριμάτσα λέπτυνε τα χείλη της.
Ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να αναφερθεί στις μαθητευόμενες — η χειρότερη στιγμή για μια γυναίκα που πήγε στον Πύργο δεν ήταν όταν ανακάλυπτε ότι δεν θεωρούνταν ώριμη μέχρι να κερδίσει το επώμιο, αλλά όταν συνειδητοποιούσε πως, όσο φορούσε τα λευκά των μαθητευομένων, τη θεωρούσαν όλοι παιδάκι που μπορούσε κάλλιστα να κάνει ζημιά στον εαυτό του και στους άλλους από άγνοια ή από κάποια γκάφα. Μπορεί, λοιπόν, αυτός να ήταν ο κατάλληλος τρόπος, αλλά στη Βαντέν φάνταζε μάλλον παράταιρος εδώ. Οι πιο πολλές μαθητευόμενες έρχονταν στον Πύργο στην ηλικία των δεκαπέντε ή των δεκαέξι και, μέχρι προσφάτως, καμιά δεν υπερέβαινε τα δεκαοκτώ, εκτός από μερικές που κατάφερναν να υποδυθούν έναν ψεύτικο ρόλο. Αντίθετα με τις Άες Σεντάι, το Σόι έκανε χρήση της ηλικίας όσον αφορά στην ιεραρχία, κι η Ζάρυα —η οποία αυτοαποκαλούνταν Γκαρένια Ροσόιντε, αλλά το Ζάρυα Αλκέζε ήταν το επίσημα καταγεγραμμένο όνομα στα βιβλία των μαθητευομένων και στο Ζάρυα Αλκέζε απαντούσε— με τη θεληματική της μύτη και το πλατύ στόμα, ήταν πάνω από ενενήντα, παρ’ όλο που έμοιαζε μεσήλικη. Καμία από τις γυναίκες δεν φάνταζε θαλερή, παρά τη χρόνια χρήση της Δύναμης, κι η χαριτωμένη, μαυρομάτα Κίρστιαν φάνταζε λίγο μεγαλύτερη, περίπου τριάντα. Ήταν πάνω από τριακοσίων, κι η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως ξεπερνούσε σε ηλικία ακόμη και τη Βαντέν. Η Κίρστιαν είχε απομακρυνθεί από τον Πύργο εδώ και τόσον καιρό, ώστε δεν είχε πρόβλημα να χρησιμοποιεί ξανά το κανονικό της όνομα ή μέρος του. Δεν ανήκε στη συνήθη κατηγορία των μαθητευομένων.
«Αυτά τα παιδιά», συνέχισε με πιο σταθερή φωνή η Βαντέν, ενώ ένα βαθύ συνοφρύωμα χάραζε το μέτωπό της, «αναλογίζονταν τα γεγονότα στη Διάβαση του Κούλεν». Εκεί είχε δολοφονηθεί η αδελφή της, όπως κι η Ισπάν Σεφάρ, όμως η Βαντέν δεν θεωρούσε τον θάνατο μιας Μαύρης αδελφής πιο αξιομνημόνευτο από τον θάνατο ενός λυσσασμένου σκύλου. «Δυστυχώς, αντί να αποκρύψουν τα συμπεράσματά τους, ήρθαν σ’ εμένα. Πάλι καλά που δεν άρχισαν να φλυαρούν σε μέρη όπου θα μπορούσαν να ακουστούν».
Η Ηλαίην συνοφρυώθηκε ελαφρώς. Όλοι στο Παλάτι πλέον είχαν πληροφορηθεί για τις δολοφονίες. «Δεν καταλαβαίνω», είπε αργά και προσεκτικά. Δεν ήθελε να κάνει καμιά νύξη στις δύο γυναίκες, αν οι ίδιες δεν είχαν ήδη ανασκάψει τα επιμελώς κρυμμένα μυστικά. «Κατέληξαν στα σίγουρα ότι επρόκειτο για Σκοτεινόφιλους κι όχι για απλή ληστεία;» Αυτή την ιστορία είχαν αφήσει να κυκλοφορήσει: δύο γυναίκες σε ένα απομονωμένο σπίτι, που δολοφονήθηκαν για τα κοσμήματά τους. Μόνο η ίδια, η Βαντέν, η Νυνάβε κι ο Λαν γνώριζαν ένα μέρος της αλήθειας. Μέχρι στιγμής, δηλαδή. Μάλλον είχαν βρει την άκρη του νήματος, αλλιώς η Βαντέν θα τις είχε ξαποστείλει βάζοντας ψύλλους στα περίεργα αυτιά τους.
«Ακόμη χειρότερα». Η Βαντέν έριξε μια ματιά τριγύρω κι έκανε λίγα βήματα προς το κέντρο, εκεί που τέμνονταν οι διάδρομοι, αναγκάζοντας την Ηλαίην να την ακολουθήσει. Από το πλεονεκτικό αυτό σημείο μπορούσαν να δουν οποιονδήποτε ερχόταν από τη μεριά των διαδρόμων. Οι μαθητευόμενες διατήρησαν τη θέση τους σε σχέση με την Πράσινη αδελφή. Ίσως ήδη να τους είχε μπει αυτός ο ψύλλος στ’ αυτιά, παρά την ανυπομονησία τους. Τριγύρω υπήρχαν κάμποσοι υπηρέτες, αλλά κανείς δεν πλησίαζε αρκετά ώστε να κρυφακούσει. Παρ’ όλ’ αυτά, η Βαντέν χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Η ησυχία αδυνατούσε να κρύψει την απογοήτευσή της. «Εξετάζοντας τις παραμέτρους και τα γεγονότα, συμπέραναν πως ο δολοφόνος πρέπει να είναι η Μέριλιλ, η Σάριθα ή η Κάρεαν. Λογική σκέψη εκ μέρους τους, υποθέτω, αλλά δεν θα έπρεπε καν να προβληματιστούν. Θα έπρεπε να είναι τόσο απορροφημένες στα μαθήματά τους, ώστε να μην τους μένει καιρός να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο». Παρά τη σκυθρωπή ματιά που έριξε προς το μέρος της Κίρστιαν και της Ζάρυα, οι δυο γερασμένες μαθητευόμενες ακτινοβολούσαν από ευχαρίστηση. Θαμμένη πίσω από την επίπληξη υπήρχε η φιλοφρόνηση, κι η Βαντέν ήταν φειδωλή σε φιλοφρονήσεις.
Η Ηλαίην δεν επεσήμανε ότι οι δύο γυναίκες θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι απασχολημένες, αν η Βαντέν είχε τη διάθεση να συμμετάσχει στα μαθήματά τους. Η ίδια η Ηλαίην, όπως κι η Νυνάβε, είχαν κάμποσες υποχρεώσεις, κι από τη στιγμή που είχαν προστεθεί τα καθημερινά μαθήματα για τις Ανεμοσκόπους —η μόνη που απείχε από αυτά ήταν η Νυνάβε— καμία απολύτως δεν είχε αρκετή ενέργεια για να ασχοληθεί με τις δύο μαθητευόμενες. Το να προσπαθείς να διδάξεις τις γυναίκες των Άθα’αν Μιέρε ήταν σαν να σε περνούν από στύφτη! Ο σεβασμός τους για τις Άες Σεντάι ήταν αμελητέος. Κι ακόμα λιγότερος για τις ιεραρχίες των «στεριανών».
«Αν μη τι άλλο, δεν το ανέφεραν πουθενά», μουρμούρισε. Ευτύχημα, αν και μικρής εμβέλειας.
Όταν είχαν βρει την Αντελέας και την Ισπάν νεκρές, ήταν ολοφάνερο πως ο δολοφόνος πρέπει να ήταν Άες Σεντάι. Πριν πεθάνουν, είχαν παραλύσει από πορφυράγκαθο και, φυσικά, ήταν αδύνατον για τις Ανεμοσκόπους να γνωρίζουν ένα βότανο που φυτρώνει πολύ μακριά από τη θάλασσα. Ακόμα κι η Βαντέν ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχαν Σκοτεινόφιλες στους κόλπους του Σογιού. Η Ισπάν είχε διαφύγει ούσα μαθητευόμενη ακόμα, καταφέρνοντας μάλιστα να φτάσει μέχρι το Έμπου Νταρ, αλλά την είχαν ξαναπιάσει πριν της αποκαλυφτεί η ύπαρξη του Σογιού, ενώ υπήρχαν κάμποσες γυναίκες που είχαν απελαθεί από τον Πύργο κι, από καπρίτσιο, αποφάσισαν να τη βοηθήσουν. Με την πιεστική ανάκριση της Βαντέν και της Αντελέας, είχε βγάλει στη φόρα αρκετά πράγματα. Κατάφερε με κάποιον τρόπο να αντισταθεί και να μην πει τίποτα σχετικά με το Μαύρο Άτζα, αποκαλύπτοντας μόνον παλιά σχέδια, εκτελεσμένα από καιρό, αλλά φάνηκε πολύ πρόθυμη να μιλήσει για οτιδήποτε άλλο, από τη στιγμή που η Βαντέν κι η αδελφή της τελείωσαν μαζί της. Δεν είχαν σταθεί ιδιαίτερα ευγενικές απέναντί της και την είχαν βολιδοσκοπήσει σε βάθος, ωστόσο η γυναίκα δεν γνώριζε περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι για το Σόι. Αν υπήρχαν Σκοτεινόφιλες στο Σόι, το Μαύρο Άτζα θα το γνώριζε. Έτσι, εκτός κι αν προέκυπτε κάτι άλλο, ο δολοφόνος ήταν μία από τις τρεις γυναίκες που συμπαθούσαν. Μια Μαύρη αδελφή ανάμεσά τους, ίσως και περισσότερες από μία. Έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να μη διαδοθεί το νέο, τουλάχιστον μέχρι να αποκαλυφθεί ο δράστης. Τα νέα θα προκαλούσαν πανικό σε όλο το Παλάτι, ίσως και σε ολάκερη την πόλη. Μα το Φως, ποιος άλλος, άραγε, θα σκεφτόταν τα γεγονότα στη Διάβαση του Κούλεν; Θα ήταν αρκετά λογικός για να σιωπήσει;
«Κάποια πρέπει να τις πάρει από το χεράκι», είπε με σταθερή φωνή η Βαντέν, «για να τις κρατήσει μακριά από μελλοντικές σκανδαλιές. Χρειάζονται εντατικά μαθήματα και σκληρή δουλειά». Τα πρόσωπα των δύο γυναικών εξακολουθούσαν να ακτινοβολούν κι είχαν μια χροιά μακαριότητας, η οποία χάθηκε σταδιακά. Τα μαθήματα που είχαν πάρει ήταν λίγα αλλά πολύ σκληρά, η δε πειθαρχία πολύ αυστηρή. «Εννοώ εσένα, Ηλαίην, ή τη Νυνάβε».
Η Ηλαίην πλατάγισε τη γλώσσα της εξοργισμένη. «Βαντέν, δεν έχω χρόνο ούτε να σκεφτώ, και ζορίζομαι να βρω κάποια ελεύθερη ώρα να τους αφιερώσω. Θα πρέπει να το αναλάβει η Νυνάβε».
«Τι θα πρέπει να αναλάβει η Νυνάβε;» ακούστηκε η απαιτητική αλλά ευδιάθετη φωνή της γυναίκας που ήρθε κοντά τους. Είχε αποκτήσει με κάποιον τρόπο μια μακριά εσάρπα με κίτρινα κρόσσια, κεντημένα φύλλα και λαμπερά λουλούδια, την οποία είχε τυλίξει γύρω από τους αγκώνες της. Παρά τη χαμηλή θερμοκρασία, φορούσε μια μπλε εσθήτα με χαμηλό ντεκολτέ για τα δεδομένα του Άντορ, αν κι η παχιά, σκούρα πλεξούδα που ήταν περασμένη πάνω από τον ώμο της αναπαυόταν στη σχισμή του στήθους της, εμποδίζοντάς το να αποκαλυφθεί περισσότερο. Η μικρή κόκκινη βούλα, το κι’σάιν, στο μέσον του μετώπου της φάνταζε αρκετά παράξενη. Σύμφωνα με τα έθιμα των Μαλκιρινών, ένα κόκκινο κι’σάιν ήταν ένδειξη παντρεμένης γυναίκας, κι η Νυνάβε, μόλις το έμαθε, επέμενε να το φοράει. Παίζοντας τεμπέλικα με την άκρη της πλεξούδας της, έμοιαζε... ικανοποιημένη... ένα συναίσθημα διόλου σύνηθες για τη Νυνάβε αλ’Μεάρα.
Η Ηλαίην αναπήδησε ξαφνιασμένη μόλις πρόσεξε τον Λαν, λίγα βήματα πιο πίσω, να διαγράφει έναν κύκλο γύρω τους, έχοντας το νου του και στους δύο διαδρόμους. Ψηλός όσο ένας Αελίτης, φορώντας τη βαθυπράσινη μπέρτα του, με ώμους που θα μπορούσαν να ανήκουν σε σιδηρουργό, ο σκληροτράχηλος άντρας κατάφερνε να κινηθεί σαν φάντασμα. Είχε περασμένο το ξίφος στη ζώνη του ακόμα κι εδώ μέσα, στο Παλάτι. Ανέκαθεν προξενούσε ρίγη στην Ηλαίην. Ο θάνατος κοιτούσε μέσα από τα ψυχρά γαλάζια του μάτια. Εκτός από τις φορές που αντίκριζε τη Νυνάβε.
Η ευδαιμονία χάθηκε από το πρόσωπο της Νυνάβε μόλις έμαθε ποιο θα ήταν το έργο της. Έπαψε να ψαχουλεύει την πλεξούδα της και την άρπαξε σφιχτά. «Λοιπόν, για ακούστε με όλες. Μπορεί η Ηλαίην να τριγυρνά από δω κι από κει, κάνοντας δήθεν πολιτική, αλλά είμαι κι εγώ πηγμένη στις δουλειές. Το μισό Σόι και βάλε θα είχε εξαφανιστεί, αν δεν το συγκρατούσε η Άλις. Αφού μάλιστα δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να κατακτήσει το επώμιο, δεν είμαι διόλου σίγουρη πόσο θα αντέξει ακόμα. Οι υπόλοιπες νομίζουν ότι μπορούν να τα βάλουν μαζί μου! Χθες, η Σουμέκο με αποκάλεσε... κοπέλα!»
Γύμνωσε τα δόντια της αλλά, όπως και να έχει, το σφάλμα ήταν δικό της. Σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν που είχε παροτρύνει το Σόι να δείξει χαρακτήρα αντί να ταπεινώνεται στις Άες Σεντάι. Βέβαια, από καιρό είχαν πάψει να ταπεινώνονται, κι είχαν την τάση να διατηρούν τις αδελφές στις υψηλές προδιαγραφές των Θεσμών τους. Και μια αδελφή βρέθηκε λειψή! Μπορεί να μην ήταν ακριβώς λάθος της Νυνάβε ότι φάνταζε κάτι παραπάνω από είκοσι —το γήρας είχε αρχίσει να επιβραδύνεται από νωρίς— αλλά η ηλικία ήταν πολύ σημαντική για το Σόι κι η ίδια είχε διαλέξει να περνάει τον περισσότερο χρόνο μαζί τους. Έπαψε να τινάζει την πλεξούδα της κι απλώς την τραβούσε τόσο δυνατά, ώστε λίγο ακόμα και θα την ξερίζωνε από το κρανίο της.
«Κι αυτές οι καταραμένες οι Θαλασσινές! Άθλιες γυναίκες! Άθλιες! Άθλιες! Αν δεν ήταν αυτή η καταραμένη συμφωνία...! Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι δύο κλαψιάρες μαθητευόμενες, που να βελάζουν!» Τα χείλη της Κίρστιαν λέπτυναν για μια στιγμή και τα σκοτεινά μάτια της Ζάρυα άστραψαν από αγανάκτηση, αλλά κατάφερε να φανεί και πάλι πειθήνια. Φαινομενικά, τουλάχιστον. Ωστόσο, είχαν αρκετό μυαλό στο κεφάλι τους, ώστε να ξέρουν πως οι μαθητευόμενες δεν μιλούσαν ποτέ μπροστά σε μια Άες Σεντάι.
Η Ηλαίην κατέπνιξε την επιθυμία να εξομαλύνει την κατάσταση. Ήθελε να δώσει από ένα χαστούκι στην Κίρστιαν και στη Ζάρυα. Έκαναν τα πάντα άνω-κάτω, γιατί δεν είχαν κρατήσει κλειστά τα στόματά τους. Ήθελε, όμως, να χαστουκίσει και τη Νυνάβε. Ώστε, τελικά, την είχαν στριμώξει οι Ανεμοσκόποι! Της ήταν αδύνατον να δείξει κατανόηση. «Δεν τριγυρνάω από δω κι από κει, Νυνάβε, και το ξέρεις καλά! Έχω ζητήσει αρκετές φορές τις συμβουλές σου!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάσχισε να ηρεμήσει. Οι υπηρέτες που είχε δει πίσω από τη Βαντέν και τις δύο μαθητευόμενες σταμάτησαν τις δουλειές τους και κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια την ομάδα των γυναικών. Αμφέβαλε κατά πόσον είχαν προσέξει τον Λαν, όσο εντυπωσιακός κι αν ήταν. Μια λογομαχία μεταξύ δύο Άες Σεντάι ήταν ενδιαφέρον θέαμα, μολονότι οι θεατές έπρεπε να κρατούν αποστάσεις. «Κάποια θα πρέπει να τις αναλάβει υπ’ ευθύνη της», είπε κάπως πιο ήρεμα. «Ή, μήπως, νομίζετε ότι μπορείτε να τους πείτε να τα ξεχάσουν όλα έτσι απλά; Κοίτα τες, Νυνάβε. Αν μείνουν δίχως εποπτεία, το πρώτο πράγμα που θα κάνουν θα είναι να ανακαλύψουν τον ένοχο. Δεν θα πήγαιναν στη Βαντέν, παρά μόνο αν πίστευαν ότι θα τις άφηνε να βοηθήσουν». Οι περί ων ο λόγος γυναίκες έγιναν ζωντανές απεικονίσεις της αθωότητας των μαθητευομένων, με μάτια διάπλατα ανοιχτά και με μια ελαφριά χροιά προσβολής για κάποια άδικη κατηγορία. Η Ηλαίην δεν το πίστευε. Είχαν μια ολόκληρη ζωή μπροστά τους για να μάθουν πώς να κρύβουν τα συναισθήματά τους.
«Και γιατί όχι;» ρώτησε ένα λεπτό αργότερα η Νυνάβε, μετακινώντας την εσάρπα της. «Μα το Φως, Ηλαίην, μην ξεχνάς ότι δεν αντιπροσωπεύουν αυτό που θα περιμέναμε φυσιολογικά εκ μέρους των μαθητευομένων». Η Ηλαίην άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί —πράγματι, δεν ήταν αυτό που περίμεναν φυσιολογικά!— λέγοντας στη Νυνάβε πως μπορεί να μην είχε υπάρξει ποτέ της μαθητευόμενη, αλλά είχε γίνει Αποδεχθείσα λίγο καιρό πριν, μια κλαψιάρα Αποδεχθείσα που όλο βέλαζε, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί η Νυνάβε συνέχισε: «Είμαι σίγουρη πως η Βαντέν μπορεί να τις στρώσει μια χαρά. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να τους κάνει τακτικά μαθήματα. Θυμάμαι πως κάποιος μου είχε πει ότι έχεις διδάξει μαθητευόμενες και στο παρελθόν, Βαντέν. Να, λοιπόν, που τακτοποιήθηκε το ζήτημα».
Οι δύο μαθητευόμενες χαμογέλασαν πλατιά, χαμόγελα πρόθυμα και γεμάτα ανυπομονησία —μόνο που δεν έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση— αλλά η Βαντέν κατσούφιασε. «Δεν θέλω μαθητευόμενες μέσα στα πόδια μου ενόσω...»
«Είσαι εξίσου τυφλή με την Ηλαίην», τη διέκοψε η Νυνάβε. «Είναι πολύ έμπειρες στο να κάνουν μια Άες Σεντάι να τις θεωρήσει ως κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Έχουν την ικανότητα να δουλέψουν όπως εσύ τις κατευθύνεις, πράγμα που θα σου εξοικονομήσει χρόνο για φαγητό και ύπνο. Δεν νομίζω ότι ασχολείσαι με κάτι από τα δύο». Ορθώθηκε κι έριξε την εσάρπα πάνω από τους ώμους της και κατά μήκος των χεριών της. Η παράσταση της ήταν θαυμάσια. Παρότι κοντή, στο ύψος της Ζάρυα, και σημαντικά κοντύτερη από τη Βαντέν ή την Κίρστιαν, κατάφερνε να φαίνεται ψηλότερη απ’ όλες. Επρόκειτο για τέχνη, στην οποία η Ηλαίην πολύ θα ήθελε να αριστεύσει κάποτε. Βέβαια, δεν θα προσπαθούσε ποτέ να το πετύχει φορώντας ένα τέτοιο φόρεμα. Η Νυνάβε ριψοκινδύνευε που είχε εμφανιστεί. Αυτό, ωστόσο, δεν μείωνε διόλου την παρουσία της. Ήταν η προσωποποίηση της εξουσίας. «Θα το κάνεις, Βαντέν», είπε με σταθερή φωνή.
Η κατήφεια της Βαντέν χάθηκε με αργό ρυθμό, αλλά χάθηκε. Η Νυνάβε βρισκόταν σε υψηλότερη θέση ως προς τη Δύναμη από εκείνη και, παρ’ όλο που ποτέ δεν το σκεφτόταν συνειδητά, τα βαθιά ριζωμένα έθιμα την ανάγκασαν να υποχωρήσει, καίτοι απρόθυμα. Όταν στράφηκε προς την κατεύθυνση των δυο λευκοντυμένων γυναικών, το πρόσωπό της ήταν σχεδόν ανέκφραστο, ως συνήθως έπειτα από τη δολοφονία της Αντελέας. Πράγμα που σήμαινε πως ο δικαστής δεν θα διέταζε άμεση εκτέλεση. Ίσως αργότερα. Το οστεώδες πρόσωπό της ήταν ήρεμο, ακλόνητο και βλοσυρό.
«Πράγματι, δίδασκα για ένα διάστημα μαθητευόμενες», είπε. «Για λίγο, δηλαδή. Η Κυρά των Μαθητευομένων πίστευε πως ήμουν πολύ σκληρή μαζί τους». Ο ενθουσιασμός των δύο γυναικών πάγωσε κάπως. «Το όνομά της ήταν Σερέιλε Μπάγκαντ». Το πρόσωπο της Ζάρυα έγινε ωχρό, όπως και της Κίρστιαν, η οποία τρίκλισε κάπως, σαν να είχε ζαλιστεί ξαφνικά. Ως Κυρά των Μαθητευομένων και, μετέπειτα, ως Έδρα της Άμερλιν, η Σερέιλε ήταν ένας θρύλος. Το είδος του θρύλου που σε κάνει να ξυπνάς ιδρωμένος στα βαθιά μεσάνυχτα. «Τρώω», είπε η Βαντέν στη Νυνάβε, «αλλά τα πάντα έχουν τη γεύση της στάχτης». Κάνοντας μια κοφτή χειρονομία προς το μέρος των δύο μαθητευομένων, για να την ακολουθήσουν, παραμέρισε τον Λαν. Οι δύο γυναίκες παρέπαιαν ελαφρά ξοπίσω της.
«Ξεροκέφαλη γυναίκα», μούγκρισε η Νυνάβε, κοιτώντας τες συνοφρυωμένη να απομακρύνονται, αλλά στη φωνή της υπήρχε κάτι παραπάνω από μια χροιά συμπόνιας. «Ξέρω μια ντουζίνα βότανα που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να κοιμηθεί, αλλά ούτε που θα τα άγγιζε. Μου φαίνεται πως θα ρίξω κάτι στο βραδινό της κρασί».
Ένας σοφός ηγεμόνας, σκέφτηκε η Ηλαίην, ξέρει καλά πότε πρέπει να μιλάει και πότε όχι. Τέλος πάντων, οι σοφίες αυτές ίσχυαν για τον καθένα. Δεν σχολίασε, λοιπόν, ότι το να αποκαλέσει η Νυνάβε κάποια ξεροκέφαλη ήταν σαν να έλεγε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. «Έχεις υπ’ όψιν σου τι μαντάτα έφερε η Ρεάνε;» ρώτησε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, θα πρέπει να είναι μάλλον καλά».
«Δεν την είδα το πρωί», αποκρίθηκε μουρμουριστά η άλλη γυναίκα, εξακολουθώντας να κοιτάει τη Βαντέν. «Δεν βγήκα καν από τα διαμερίσματά μου». Ξαφνικά, κούνησε απότομα το κεφάλι της και, για κάποιο λόγο, κοίταξε ύποπτα και βλοσυρά την Ηλαίην. Κι ύστερα, αν είναι δυνατόν, τον Λαν, ο οποίος συνέχιζε ατάραχος να στέκεται φρουρός.
Η Νυνάβε ισχυριζόταν πως είχε κάνει έναν λαμπρό γάμο —και δεν σήκωνε κουβέντα γι’ αυτό το θέμα από τις άλλες γυναίκες— αλλά η Ηλαίην πίστευε πως έλεγε ψέματα, για να καλύψει κάποια απογοήτευση. Το πιθανότερο ήταν πως ο Λαν ήταν έτοιμος να επιτεθεί και να πολεμήσει, ακόμα κι όταν κοιμόταν. Θα ήταν σαν να είσαι ξαπλωμένη πλάι σε πεινασμένο λιοντάρι. Επιπλέον, η πέτρινη έκφραση ήταν αρκετή για να παγώσει τις γαμήλιες επιδόσεις στο κρεβάτι. Ευτυχώς, η Νυνάβε δεν είχε ιδέα για το περιεχόμενο των σκέψεών της. Η γυναίκα χαμογέλασε, και το χαμόγελο, παραδόξως, ήταν διασκεδαστικό και... συγκαταβατικό; Όχι, βέβαια. Ιδέα της θα ήταν.
«Ξέρω πού βρίσκεται η Ρεάνε», είπε η Νυνάβε, ρίχνοντας πάλι την εσάρπα στους αγκώνες της. «Έλα μαζί μου. Θα σε πάω εκεί».
Η Ηλαίην γνώριζε επακριβώς πού βρισκόταν η Ρεάνε, μια και δεν είχε απομονωθεί με τη Νυνάβε, όμως για άλλη μία φορά συγκράτησε τη γλώσσα της κι άφησε τη Νυνάβε να την οδηγήσει. Ήταν ένα είδος μετάνοιας, επειδή είχαν λογοφέρει νωρίτερα, ενώ θα έπρεπε να προσπαθήσει να τα βρει μαζί της. Ο Λαν τις ακολούθησε, με τα παγερά του μάτια να επιθεωρούν τους διαδρόμους. Οι υπηρέτες που προσπερνούσαν τραβιόνταν μόλις το βλέμμα του Λαν έπεφτε επάνω τους. Μια νεαρή ξανθή κοπέλα μάζεψε τη φούστα της κι άρχισε να τρέχει, πέφτοντας από τη βιασύνη της στον ορθοστάτη ενός φανού, αφήνοντάς τον να κουνιέται μπρος-πίσω.
Η Ηλαίην θυμήθηκε να πει στη Νυνάβε σχετικά με την Ελένια, τη Νάεαν και τους κατασκόπους. Η Νυνάβε το πήρε αρκετά ψύχραιμα. Συμφώνησε με την Ηλαίην πως σύντομα θα γνώριζαν ποιος είχε ελευθερώσει τις δύο γυναίκες, ρουθουνίζοντας περιφρονητικά κι αποπεμπτικά για τις αμφιβολίες της Σάριθα. Επιπλέον, εξέφρασε την έκπληξή της που δεν τις είχαν απαγάγει ήδη στο Αρινγκίλ. «Δεν πίστεψα ότι ήταν ακόμα εκεί όταν εμείς φτάσαμε στο Κάεμλυν. Κι ο πιο ηλίθιος θα μπορούσε να καταλάβει πως, αργά ή γρήγορα, θα τις έφερναν εδώ. Είναι πολύ πιο εύκολο να τις βγάλεις από μια μικρή πόλη». Μικρή πόλη. Κάποτε, το Αρινγκίλ θα της φαινόταν μεγαλούπολη. «Όσο για τους κατασκόπους...» Κοίταξε συνοφρυωμένη έναν ψηλόλιγνο, γκριζομάλλη άντρα, που γέμιζε με λάδι έναν επιχρυσωμένο όρθιο φανό και κούνησε το κεφάλι της. «Φυσικά κι υπάρχουν. Το ήξερα εξ αρχής. Πρέπει να προσέχεις τι λες, Ηλαίην. Να μη μιλάς σε κάποιον που δεν γνωρίζεις πολύ καλά, εκτός αν πρόκειται για κάτι που δεν σε νοιάζει να μαθευτεί».
Πότε να μιλάς και πότε όχι, σκέφτηκε η Ηλαίην, σουφρώνοντας τα χείλη της. Μερικές φορές, αυτό ήταν σαν ποινή, με τη Νυνάβε.
Η Νυνάβε είχε και δικές της πληροφορίες να μεταδώσει. Δεκαοκτώ από τις γυναίκες του Σογιού που τις συνόδευσαν στο Κάεμλυν δεν βρίσκονταν πια στο Παλάτι. Δεν το είχαν σκάσει, πάντως. Εφ’ όσον καμία δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να Ταξιδέψει, η Νυνάβε είχε υφάνει αυτοπροσώπως τις πύλες, στέλνοντάς τες κατευθείαν στην Αλτάρα, στην Αμαδισία και στο Τάραμπον, δηλαδή στις κατεχόμενες από τους Σωντσάν περιοχές, όπου θα προσπαθούσαν να βρουν όσα μέλη του Σογιού δεν είχαν ήδη φύγει και να τα φέρουν πίσω, στο Κάεμλυν.
Θα ήταν πολύ καλύτερα αν η Νυνάβε είχε σκεφτεί να την πληροφορήσει χθες, όταν έφυγαν ή, ακόμα καλύτερα, όταν η ίδια με τη Ρεάνε αποφάσισαν να τις στείλουν, αλλά η Ηλαίην δεν το ανέφερε. Αντί γι’ αυτό, είπε: «Πολύ γενναίο εκ μέρους τους. Δεν θα είναι εύκολο να αποφύγουν την αιχμαλωσία».
«Πράγματι, πολύ γενναίο», αποκρίθηκε η Νυνάβε, αν κι ακούστηκε κάπως εκνευρισμένη. Το χέρι της πήγε ξανά στην πλεξούδα της. «Δεν τις διαλέξαμε γι’ αυτό, όμως. Η Άλις σκέφτηκε πως δεν το είχαν σε τίποτα να δραπετεύσουν, αν δεν τους δίναμε κάτι να ασχοληθούν». Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της, προς τη μεριά του Λαν, και κατέβασε το χέρι της. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να τα καταφέρει η Εγκουέν», είπε αναστενάζοντας. «Άντε και λέμε ωραία και καλά ότι όλες όσες ανήκουν στο Σόι θα "συνεταιριστούν" με τον Πύργο, αλλά πώς; Οι περισσότερες δεν είναι αρκετά δυνατές, ώστε να κερδίσουν το επώμιο, και πολλές δεν φτάνουν καν ως το επίπεδο της Αποδεχθείσας. Και, σίγουρα, δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν μαθητευόμενες ή Αποδεχθείσες για όλη τους τη ζωή».
Αυτή τη φορά, η Ηλαίην δεν είπε τίποτα, γιατί απλά δεν ήξερε τι να πει. Η υπόσχεση έπρεπε να τηρηθεί· την είχε δώσει η ίδια. Ναι, είναι αλήθεια ότι την είχε δώσει στο όνομα της Εγκουέν και με δική της διαταγή, αλλά η Ηλαίην ήταν αυτή που είχε προφέρει τα λόγια, και πλέον δεν μπορούσε να αθετήσει τον λόγο της. Μόνο που δεν είχε ιδέα πώς θα τηρούσε την υπόσχεση, εκτός αν κάτι πραγματικά θαυμαστό ξεπηδούσε στο μυαλό της Εγκουέν.
Η Ρεάνε Κόρλυ ήταν ακριβώς εκεί που περίμενε η Ηλαίην, σε ένα μικρό δωμάτιο με δύο στενά παράθυρα, που έβλεπαν σε μια μικρή αυλή με σιντριβάνι, κάπου στα βάθη του Παλατιού, αν και το σιντριβάνι ήταν στεγνό τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, και τα γυάλινα δίφυλλα παράθυρα έκαναν τον χώρο κάπως πνιγηρό. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με απλές μαύρες πλάκες, χωρίς χαλί, ενώ τα μόνα έπιπλα που υπήρχαν ήταν ένα στενό τραπέζι και δύο καρέκλες. Υπήρχαν άλλα δύο άτομα μαζί με τη Ρεάνε όταν μπήκε η Ηλαίην. Η Άλις Τέντζαϊλ, ντυμένη με ένα απλό ψηλόλαιμο γκρίζο ρούχο, κοίταξε προς το μέρος της από το σημείο όπου βρισκόταν, στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Φαινομενικά μεσήλικη, ήταν μια γυναίκα με ευχάριστη εμφάνιση, δίχως κάτι το ιδιαίτερο, η οποία μπορούσε να γίνει πολύ αξιόλογη από τη στιγμή που θα τη γνώριζες καλύτερα, και πολύ δυσάρεστη, αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Η ματιά που έριξε ήταν αρκετή· κατόπιν, επέστρεψε στη μελέτη της και σε όσα συνέβαιναν στο τραπέζι. Οι Άες Σεντάι, οι Πρόμαχοι κι οι Κόρες-Διάδοχοι δεν εντυπωσίαζαν την Άλις, όχι τώρα πια. Η Ρεάνε καθόταν στη μία πλευρά του τραπεζιού, με πρόσωπο ρυτιδωμένο και με μαλλιά πιο γκρίζα από ποτέ, φορώντας ένα πράσινο φόρεμα, πιο περίτεχνο από της Άλις. Είχε απορριφθεί από τον Πύργο όταν απέτυχε στις δοκιμασίες για τις Αποδεχθείσες κι, όταν της προσφέρθηκε μια δεύτερη ευκαιρία, υιοθέτησε τα χρώματα του Άτζα που προτιμούσε. Απέναντι της καθόταν μια πλαδαρή γυναίκα, που φορούσε ένα μονόχρωμο καφετί μάλλινο, με πρόσωπο ανέκφραστο κι αψήφιστο και με τα σκοτεινά της μάτια κλειδωμένα πάνω στη Ρεάνε, αποφεύγοντας να κοιτάξει το ασημί α’ντάμ, που κειτόταν σαν φίδι ανάμεσά τους, πάνω στο τραπέζι. Τα χέρια της, ωστόσο, χάιδευαν την άκρη της επιφάνειας του τραπεζιού κι η Ρεάνε είχε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης, που βάθαινε τις όμορφες γραμμές στις γωνίες των ματιών της.
«Μη μου πεις πως κατάφερες να λογικέψεις έστω και μία από δαύτες», είπε η Νυνάβε, πριν καλά-καλά προλάβει ο Λαν να κλείσει την πόρτα πίσω τους. Αγριοκοίταξε τη γυναίκα με το καφέ ρούχο σαν να ήθελε να τη χαστουκίσει, αν όχι κάτι ακόμα χειρότερο, κι έπειτα το βλέμμα της πετάχτηκε στην Άλις. Η Ηλαίην νόμισε πως η Νυνάβε έτρεφε κάποιου είδους δέος για την Άλις. Η γυναίκα ήταν ελάχιστα ισχυρή ως προς τη Δύναμη —ποτέ δεν θα κατακτούσε το επώμιο— αλλά είχε έναν τρόπο να παίρνει τον έλεγχο όποτε ήθελε και να γίνεται αποδεκτή στον καθένα γύρω της. Συμπεριλαμβανομένων των Άες Σεντάι. Η Ηλαίην πίστευε πως κι η ίδια έτρεφε κάποιο δέος για την Άλις.
«Εξακολουθούν να αρνούνται ότι μπορούν να διαβιβάσουν», μουρμούρισε η Άλις, διπλώνοντας τα μπράτσα κάτω από τα στήθη της και κοιτώντας συνοφρυωμένη τη γυναίκα απέναντι από τη Ρεάνε. «Έχω την εντύπωση πως πράγματι δεν μπορούν, αλλά διαισθάνομαι... κάτι. Όχι ακριβώς τη σπίθα μιας γυναίκας που έχει γεννηθεί με αυτό το χάρισμα, αλλά σχεδόν. Λες και βρίσκεται στο μεταίχμιο της διαβίβασης, σαν να είναι έτοιμη για το επόμενο βήμα... Ποτέ στο παρελθόν δεν έχω διαισθανθεί κάτι παρόμοιο. Τέλος πάντων. Αν μη τι άλλο, δεν προσπαθούν πια να μας γρονθοκοπήσουν. Νομίζω πως τους το έκανα σαφές!» Η πλαδαρή γυναίκα την κοίταξε σκυθρωπά και αγριεμένα, αλλά απέστρεψε τη ματιά της από το σταθερό βλέμμα της Άλις, με το στόμα της να συστρέφεται σε έναν μορφασμό αηδίας. Όταν η Άλις έκανε κάτι σαφές, δεν σήκωνε την παραμικρή αντίρρηση. Τα χέρια της συνέχισαν να κινούνται κατά μήκος της επιφάνειας του τραπεζιού. Η Ηλαίην είχε την εντύπωση πως το έκανε ασυναίσθητα.
«Εξακολουθούν να αρνούνται ότι βλέπουν ροές, αλλά προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους», είπε η Ρεάνε με τη διαπεραστική, μελωδική φωνή της. Συνέχισε να χαμογελά, ως απάντηση στο επίμονο βλέμμα της άλλης γυναίκας. Κάθε αδελφή θα ζήλευε το επιβλητικό παρουσιαστικό και την ηρεμία της Ρεάνε. Ήταν η Πρεσβύτερη του Πλεχτού Κύκλου κι ασκούσε τη μεγαλύτερη εξουσία στο Σόι. Σύμφωνα με τις Αρχές τους, ο Πλεχτός Κύκλος υπήρχε μονάχα στο Έμπου Νταρ, αλλά και πάλι ήταν η γηραιότερη ανάμεσα σε όσες υπήρχαν στο Κάεμλυν, εκατό χρόνια μεγαλύτερη από οποιαδήποτε Άες Σεντάι υπήρξε ποτέ, εφάμιλλη κάθε αδελφής με τον αέρα της γαλήνιας εξουσίας που απέπνεε. «Ισχυρίζονται ότι τις ξεγελάσαμε χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, για να τις κάνουμε να πιστέψουν πως το α’ντάμ μπορεί να τις συγκρατήσει. Αργά ή γρήγορα, θα ξεμείνουν από ψέματα». Τράβηξε προς το μέρος της το α’ντάμ κι άνοιξε το κούμπωμα του περιλαίμιου με μια επιδέξια κίνηση. «Μήπως θες να ξαναδοκιμάσουμε, Μάρλι;» Η γυναίκα με τα καφέ —η Μάρλι— απέφευγε ακόμη να κοιτάξει το κομμάτι από ασημί μέταλλο που κρατούσε στα χέρια της η Ρεάνε, αλλά κοκάλωσε και τα χέρια της κινήθηκαν σπασμωδικά στην άκρη του τραπεζιού.
Η Ηλαίην αναστέναξε. Τι δώρο κι αυτό που της είχε στείλει ο Ραντ. Κελεπούρι! Είκοσι εννέα σουλ’ντάμ των Σωντσάν, επιδέξια αιχμαλωτισμένες από το α’ντάμ, και πέντε νταμέην —πόσο μισούσε αυτή τη λέξη, που σήμαινε Η Δεμένη ή απλώς Δεμένη, κάτι που δεν απείχε από την πραγματικότητα, δηλαδή— οι οποίες ήταν αδύνατον να αφεθούν ελεύθερες, γιατί απλούστατα θα προσπαθούσαν να ελευθερώσουν και τις γυναίκες Σωντσάν που τις κρατούσαν αιχμάλωτες. Καλύτερα να της χάριζε λεοπαρδάλεις δεμένες με σχοινάκια. Αν μη τι άλλο, οι λεοπαρδάλεις δεν ήταν ικανές να διαβιβάζουν. Τις είχαν παραδώσει στη φύλαξη του Σογιού, αφού κανείς άλλος δεν διέθετε τον απαιτούμενο χρόνο.
Ωστόσο, είχε βρει αμέσως τι θα μπορούσε να κάνει με τις σουλ’ντάμ. Να τις πείσει ότι θα μπορούσαν να μάθουν πώς να διαβιβάζουν κι έπειτα να τις στείλει πίσω, στους Σωντσάν. Εκτός από τη Νυνάβε, μόνο η Εγκουέν, η Αβιέντα και μερικές γυναίκες από το Σόι γνώριζαν το σχέδιό της. Η Νυνάβε κι η Εγκουέν είχαν τις αμφιβολίες τους, αλλά όσο κι αν οι σουλ’ντάμ πάσχιζαν να κρύψουν αυτό που ήταν από τη στιγμή που θα επιστρέφονταν, όλο και κάτι θα ξέφευγε. Αν, φυσικά, δεν ανέφεραν τα πάντα αμέσως. Οι Σωντσάν είχαν τα χούγια τους· ακόμα κι οι Σωντσάν μεταξύ των νταμέην πίστευαν πως, όποια γυναίκα ήταν ικανή να διαβιβάζει, έπρεπε να δεθεί με περιλαίμιο για την ασφάλεια των υπολοίπων. Οι σουλ’ντάμ, εξαιτίας της ικανότητάς τους να ελέγχουν τις γυναίκες που φορούσαν α’ντάμ, αντιμετωπίζονταν με μεγάλο σεβασμό από τους Σωντσάν. Η επίγνωση ότι κι οι ίδιες οι σουλ’ντάμ μπορούσαν να διαβιβάσουν ήταν ικανή να τρίξει τα θεμέλια των Σωντσάν, ακόμα και να τους διαλύσει. Έμοιαζε τόσο απλό στην αρχή.
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, Ρεάνε, θα πρέπει να έχεις καλά νέα», είπε η Ηλαίην. «Αν υποθέσουμε πως δεν έχουν να κάνουν με την κατάρρευση των σουλ’ντάμ, σε τι ακριβώς αφορούν;» Η Άλις έριξε μια βλοσυρή ματιά στον Λαν, ο οποίος στεκόταν σαν σιωπηλός φρουρός μπροστά στην πόρτα —δεν ενέκρινε διόλου να γνωρίζει κι αυτός τα σχέδιά τους— αλλά δεν είπε τίποτα.
«Μια στιγμή, σε παρακαλώ», μουρμούρισε η Ρεάνε. Δεν ήταν ακριβώς παράκληση. Η Νυνάβε είχε κάνει πράγματι καλή δουλειά. «Δεν είναι ανάγκη να ακούει κι αυτή». Η λάμψη του σαϊντάρ φάνηκε να την περικυκλώνει ξαφνικά. Κούνησε τα δάχτυλα της καθώς διαβίβαζε, λες και καθοδηγούσε τις ροές του αέρα που κρατούσαν τη Μάρλι καθισμένη στην καρέκλα, μετά τα έπλεξε μεταξύ τους και σχημάτισε κάτι σαν κύπελλο με τις χούφτες της, σαν να έπλαθε το ξόρκι ηχομόνωσης που ύφαινε γύρω από τη γυναίκα. Οι χειρονομίες δεν αποτελούσαν μέρος της διαβίβασης, φυσικά, αλλά για την ίδια ήταν απαραίτητες, μια κι έτσι είχε μάθει να υφαίνει. Τα χείλη της σουλ’ντάμ συσπάστηκαν ελαφρά, σε ένδειξη περιφρόνησης. Η Μία Δύναμη δεν τη φόβιζε καθόλου.
«Με την ησυχία σου», είπε δηκτικά η Νυνάβε, ακουμπώντας τα χέρια στους γοφούς της. «Δεν βιαζόμαστε». Η Ρεάνε δεν την τρόμαζε όπως η Άλις.
Από την άλλη, ούτε η Νυνάβε τρόμαζε τη Ρεάνε πια, η οποία όντως δεν βιαζόταν κι έκανε τη δουλειά της με την ησυχία της, μελετώντας το χειροτέχνημά της και νεύοντας με ικανοποίηση πριν ανασηκωθεί. Οι γυναίκες του Σογιού προσπαθούσαν να διαβιβάζουν μόνο όσο ήταν απαραίτητο, κι η Ρεάνε απολάμβανε ότι είχε το ελεύθερο να χρησιμοποιεί το σαϊντάρ όσο συχνά ήθελε. Επιπλέον, ένιωθε υπερήφανη που ύφαινε καλά.
«Τα καλά νέα», είπε, καθώς ανασηκωνόταν κι ίσιωνε τη φούστα της, «είναι ότι τρεις από τις νταμέην είναι έτοιμες να ελευθερωθούν από τα περιλαίμιά τους. Μάλλον, δηλαδή».
Η Ηλαίην ανασήκωσε τα φρύδια της κι αντάλλαξε παραξενεμένες ματιές με τη Νυνάβε. Από τις πέντε νταμέην που τους είχε παραδώσει ο Τάιμ, μία είχε οδηγηθεί από τους Σωντσάν στο Τόμαν Χεντ και μία άλλη στο Τάντσικο. Οι υπόλοιπες είχαν έρθει από το Σωντσάν.
«Δυο από τις Σωντσάν, η Μαρίλε κι η Τζιλάρι, εξακολουθούν να υποστηρίζουν πως τους αξίζει να φορούν περιλαίμιο, πως είναι αναγκαίο να το φορούν». Το στόμα της Ρεάνε σφίχτηκε από αηδία, αλλά έκανε μόνο μια στιγμιαία παύση. «Φαίνεται πως πραγματικά τρομοκρατούνται στην προοπτική της ελευθερίας. Η Αλίβια έθεσε τέλος σε αυτό. Τώρα λέει πως απλώς φοβόταν ότι θα την ξαναπάρουν. Λέει πως μισεί όλες τις σουλ’ντάμ, δείχνοντάς το μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο, μια κι, όταν τις βλέπει, γρυλίζει και τις καταριέται, αλλά...» Κούνησε αργά το κεφάλι της, αμφιβάλλοντας κάπως. «Της πέρασαν περιλαίμιο στα δεκατρία ή δεκατέσσερα χρόνια της, Ηλαίην, δεν θυμάται πολύ καλά, κι ήταν νταμέην επί τετρακόσια χρόνια! Και πέραν τούτου είναι... είναι... η Αλίβια είναι πολύ πιο δυνατή από τη Νυνάβε», αποτελείωσε βιαστικά την πρότασή της. Μπορεί το Σόι να συζητούσε ανοικτά το θέμα της ηλικίας, αλλά διατηρούσε τις επιφυλάξεις των Άες Σεντάι σχετικά με το σθένος στη Δύναμη. «Να τολμήσουμε να την αφήσουμε ελεύθερη; Μια αδέσποτη Σωντσάν, που μπορεί να κάνει το Παλάτι άνω-κάτω;» Το Σόι είχε την ίδια γνώμη με τις Άες Σεντάι αναφορικά με τις αδέσποτες. Ως επί το πλείστον, δηλαδή.
Οι αδελφές που γνώριζαν καλά τη Νυνάβε είχαν μάθει να μην ξεστομίζουν αυτή τη λέξη όταν η ίδια ήταν μπροστά. Γινόταν πολύ οξύθυμη όταν τη χρησιμοποιούσαν με υποτιμητικό τόνο. Τώρα, απλώς απέμεινε να κοιτάζει τη Ρεάνε. Ίσως να πάσχιζε να βρει κάποια απάντηση. Η Ηλαίην ήξερε ποια θα ήταν η δική της, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με τη διεκδίκηση του θρόνου ή του Άντορ. Ήταν μια απόφαση που αφορούσε στις Άες Σεντάι, κι αυτό σήμαινε πως έπρεπε να την πάρει η Νυνάβε.
«Αν δεν το κάνεις», ακούστηκε να λέει ο Λαν από την είσοδο, «τουλάχιστον παράδωσε την στους Σωντσάν». Δεν είχε πτοηθεί στο ελάχιστο από τα σκοτεινά βλέμματα των τεσσάρων γυναικών, οι οποίες άκουσαν τη βαθιά φωνή του να λέει αυτά τα λόγια σαν πένθιμο σήμαντρο. «Θα πρέπει να την έχεις από κοντά, αλλά αν διατηρήσεις το περιλαίμιο ενώ αυτή θα θέλει να ελευθερωθεί, θα είσαι στην ίδια θέση με αυτές».
«Το ζήτημα δεν σε αφορά, Πρόμαχε», αποκρίθηκε με σταθερή φωνή η Άλις. Ο άντρας συνάντησε το αμείλικτο βλέμμα της με παγερή αταραξία, κι αυτή άφησε έναν λαρυγγισμό γεμάτο αηδία και τίναξε τα χέρια της ψηλά. «Μόλις βρεθείτε μόνοι, κατσάδιασέ τον όπως του αρμόζει, Νυνάβε».
Η Νυνάβε θα πρέπει να αισθάνθηκε το δέος που ένιωθε για ιδιαίτερα δυνατές γυναίκες, γιατί αναψοκοκκίνισε. «Μη νομίζεις πως δεν θα το κάνω», είπε ανάλαφρα. Ούτε καν κοίταξε τον Λαν. Αποδεχόμενη τελικά την ψυχρότητα που επικρατούσε, τράβηξε την εσάρπα στους ώμους της και καθάρισε τον λαιμό της. «Ωστόσο, έχει δίκιο. Τουλάχιστον, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τις άλλες δύο. Απλώς, μου κάνει εντύπωση που τους πήρε τόσο πολύ χρόνο να σταματήσουν να μιμούνται αυτούς τους ανόητους τους Σωντσάν».
«Δεν είμαι τόσο σίγουρη», αναστέναξε η Ρεάνε. «Η Κάρα ήταν ένα είδος σοφής στο Τόμαν Χεντ, ξέρεις. Είχε μεγάλη επιρροή στο χωριό της, παρότι αδέσποτη. Θα έλεγε κανείς πως θα μισούσε τους Σωντσάν, αλλά δεν ισχύει. Τουλάχιστον, δεν τους μισεί όλους. Είναι πολύ αφοσιωμένη στη σουλ’ντάμ που συλλάβανε μαζί της, κι ανησυχεί πολύ μήπως κάνουμε κακό σε οποιαδήποτε άλλη σουλ’ντάμ. Η Λεμόρε είναι μόλις δεκαεννιά ετών, μια παραχαϊδευμένη αριστοκράτισσα, που είχε την πολύ κακή τύχη να εκδηλώσει τη σπίθα την ίδια μέρα που έπεσε το Τάντσικο. Λέει πως μισεί τους Σωντσάν και θέλει να τους κάνει να πληρώσουν για όσα έκαναν στο Τάντσικο, αλλά ακούει τόσο στο όνομα Λάρι, το όνομα που χρησιμοποιεί ως νταμέην, όσο και στο Λεμόρε. Χαρίζει χαμόγελα στις σουλ’ντάμ και τις αφήνει να την πασπατεύουν. Δεν είμαι δύσπιστη απέναντι τους, όσο είμαι με την Αλίβια, τουλάχιστον, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν κάποια από δαύτες μπορεί να σταθεί απέναντι σε μια σουλ’ντάμ. Έχω την εντύπωση πως, αν μία σουλ’ντάμ τις διατάξει να τη βοηθήσουν να το σκάσει, θα το κάνουν, άσε που φοβάμαι πως δεν θα αμυνθούν καν, αν η σουλ’ντάμ προσπαθήσει να τους περάσει περιλαίμιο ξανά».
Σιαμάτησε να μιλάει κι η σιωπή μάκρυνε.
Η Νυνάβε έμοιαζε αφηρημένη, σαν να έδινε μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό. Αδραξε την πλεξούδα της, την άφησε κι έπειτα σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος της, με τα κρόσσια της εσάρπας να πηγαίνουν πέρα-δώθε καθώς σφιχταγκάλιαζε τον εαυτό της. Αγριοκοίταζε τους πάντες, εκτός του Λαν, στον οποίο δεν έριξε ούτε ματιά.
Τελικά, πήρε μια βαθιά ανάσα και στάθηκε απέναντι από τη Ρεάνε και την Άλις. «Πρέπει να αφαιρέσουμε τα α’ντάμ συνεχίσουμε να τις ελέγχουμε μέχρι να είμαστε σίγουρες —υπ’ όψιν ότι η Λεμόρε πρέπει να ντυθεί στα λευκά!— και θα φροντίσουμε να μη μείνουν ποτέ μόνες, ειδικά παρουσία των σουλ’ντάμ, αλλά τα α’ντάμ θα αφαιρεθούν!» Μιλούσε σαν μανιακή, λες και περίμενε κάποια αντίδραση, αλλά ένα πλατύ χαμόγελο επιδοκιμασίας χαράχτηκε στο πρόσωπο της Ηλαίην. Η προσθήκη τριών ακόμα γυναικών, για τις οποίες δεν υπήρχε καμία βεβαιότητα, δεν ήταν και τόσο καλό νέο, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή.
Η Ρεάνε απλώς ένευσε έπειτα από ένα λεπτό, αποδεχόμενη την πρότασή της, αλλά η Άλις, χαμογελώντας, έκανε τον γύρο του τραπεζιού πλησιάζοντας τη Νυνάβε και χτυπώντας τη φιλικά στον ώμο. Η Νυνάβε αναψοκοκκίνισε. Πάσχισε να το κρύψει καθαρίζοντας ηχηρά τον λαιμό της και μορφάζοντας προς το μέρος των γυναικών Σωντσάν, μέσα στο κλουβί από σαϊντάρ, αλλά οι προσπάθειες της δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές κι, όπως και να έχει, η παρουσία του Λαν τις χαλούσε.
«Ταϊ’σαρ Μανέθερεν», είπε μαλακά ο άντρας.
Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοικτό κι έπειτα ένα τρεμάμενο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Έξαφνα, δάκρυα έλαμψαν στα μάτια της, καθώς στράφηκε να τον αντικρίσει γεμάτη χαρά. Αυτός της ανταπέδωσε το χαμόγελο, και τώρα πια δεν υπήρχε η παραμικρή ψυχρότητα στο βλέμμα του.
Η Ηλαίην πάσχισε να μη μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο. Μα το Φως! Ίσως, τελικά, αυτός ο άντρας να μην ήταν παγοκολόνα στο γαμήλιο κρεβάτι. Η σκέψη και μόνο έκανε τα μάγουλά της να ζεσταθούν. Προσπαθώντας να μην τους κοιτάει, η ματιά της έπεσε πάνω στη Μάρλι, η οποία εξακολουθούσε να είναι δεμένη στην καρέκλα. Η Σωντσάν κοιτούσε ευθεία μπροστά, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα πλαδαρά της μάγουλα. Ευθεία μπροστά. Στις υφάνσεις που απέτρεπαν τον ήχο να φτάσει στ’ αυτιά της. Δεν μπορούσε πια να αρνηθεί ότι τις έβλεπε. Όταν όμως το ομολόγησε, η Ρεάνε κούνησε το κεφάλι της.
«Όλες κλαίνε όταν τις αναγκάσεις να κοιτάξουν τις υφάνσεις για πολλή ώρα, Ηλαίην», είπε κουρασμένα και με μια χροιά λύπης. «Μόλις όμως οι υφάνσεις χαθούν, πείθουν τον εαυτό τους πως τις ξεγελάσαμε. Έτσι πρέπει να κάνουν, όπως καταλαβαίνεις. Αλλιώς, δεν θα ήταν σουλ’ντάμ αλλά νταμέην. Μπα, θα πάρει πολύ καιρό μέχρι να πείσεις την Κυρά των Λαγωνικών ότι είναι κι η ίδια ένα λαγωνικό. Τελικά, φοβάμαι πως τα μαντάτα μου δεν ήταν και τόσο καλά, ε;»
«Όχι και πολύ», της αποκρίθηκε η Ηλαίην. Δηλαδή, καθόλου. Δεν ήταν παρά ένα επιπρόσθετο πρόβλημα ανάμεσα σε όλα τα άλλα. Πόσα άσχημα νέα μπορούσαν να στοιβαχτούν μέχρι να θαφτείς κάτω από τον σωρό τους; Έπρεπε επειγόντως να ακούσει κάτι καλό, και σύντομα.