11 Ιδέες Μεγάλης Σημασίας

Χωρίς να ρίξει καν ματιά, ο Ραντ διάβηκε την πόλη και βγήκε σε ένα μεγάλο, σκοτεινό δωμάτιο. Η υπερπροσπάθεια να κρατήσει την ύφανση και να καταπολεμήσει το σαϊντίν, τον έκανε να τρικλίζει· ήθελε να βάλει τα χέρια στο στόμα του, να διπλωθεί στα δύο και να κάνει εμετό πάνω στα ρούχα του. Με το ζόρι κρατιόταν όρθιος. Ελάχιστο φως περνούσε μέσα από τις σχισμές ανάμεσα στα παντζούρια των λιγοστών, μικρών παραθύρων ψηλά σε έναν τοίχο, μόλις αρκετό για να βλέπει, χρησιμοποιώντας τη Δύναμη μέσα του. Διάφορα έπιπλα και μεγάλα αντικείμενα καλυμμένα με υφάσματα γέμιζαν τον χώρο, ενώ εδώ κι εκεί υπήρχαν σκόρπια βαρέλια από εκείνα που χρησιμοποιούν για την αποθήκευση πήλινων σκευών, κιβώτια ποικίλων μορφών και μεγεθών, κουτιά, καφάσια και μπιχλιμπίδια. Στενά διαδρομάκια, πλάτους ενός-δύο βημάτων, ήταν οι μόνοι ελεύθεροι χώροι. Είχε σιγουρευτεί πως δεν θα έβρισκε υπηρέτες να ψάχνουν κάτι ή να καθαρίζουν. Ο ψηλότερος όροφος του Βασιλικού Παλατιού είχε κάμποσες τέτοιες αποθήκες, που έμοιαζαν με σοφίτες τεράστιων αγροτόσπιτων, ολότελα ξεχασμένες. Άλλωστε, ο ίδιος ήταν τα’βίρεν. Πάλι καλά που δεν υπήρχε κανείς παρών όταν άνοιξε η πύλη. Η μία άκρη της είχε κόψει τη γωνία από ένα άδειο σεντούκι, τυλιγμένο με ένα κουρελιασμένο και σάπιο δέρμα, ενώ η άλλη άκρη είχε ξυρίσει κατά μήκος την επιφάνεια ενός μακρόστενου, ένθετου τραπεζιού, φορτωμένου με βάζα και ξύλινα κουτιά, κάνοντάς τη να μοιάζει με λείο γυαλί. Ίσως κάποια Βασίλισσα του Άντορ να είχε φάει σε αυτό το τραπέζι, έναν ή δύο αιώνες πριν.

Έναν ή δύο αιώνες πριν, γέλασε βαριά ο Λουζ Θέριν μέσα στο κεφάλι του. Πολύς καιρός. Για την αγάπη του Φωτός, πάμε να φύγουμε! Εδώ είναι το Χάσμα του Χαμού! Η φωνή έφθινε ολοένα καθώς ο άντρας κατέφυγε στα βάθη του νου του Ραντ.

Για πρώτη φορά, είχε τους λόγους του να ακούσει τις διαμαρτυρίες του Λουζ Θέριν. Ένευσε βιαστικά στη Μιν να τον ακολουθήσει από το ξέφωτο του δάσους, στην άλλη μεριά της πύλης, και μόλις εκείνη το έκανε, ο Ραντ άφησε την πύλη να κλείσει πίσω της με μια σύντομη, κατακόρυφη χαρακιά φωτός, απελευθερώνοντας το σαϊντίν. Ευτυχώς, μαζί της εξαφανίστηκε κι η αίσθηση της ναυτίας. Το κεφάλι του εξακολουθούσε να γυρίζει κάπως, αλλά δεν ένιωθε ότι ήταν έτοιμος να κάνει εμετό ή να παραπατήσει ή και τα δύο. Εντούτοις, η αίσθηση της ρυπαρότητας παρέμεινε, το μίασμα του Σκοτεινού που ανάβλυζε επάνω του από τις υφάνσεις που είχε προσδέσει γύρω του. Μετακινώντας τον ιμάντα του δερμάτινου σακιδίου του από τον έναν ώμο στον άλλον, προσπάθησε να σκουπίσει στα κρυφά με το μανίκι του τον ιδρώτα, που έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό του, παρ’ όλο που δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα αν θα τον πρόσεχε η Μιν.

Οι γαλάζιες ψηλοτάκουνες μπότες της ανάδευσαν τη σκόνη του πατώματος στο πρώτο μόλις βήμα, ενώ με το δεύτερο η σκόνη υψώθηκε στον αέρα. Η Μιν τράβηξε ένα μαντίλι με δαντελένια τρέσα από το μανίκι του ρούχου της πάνω στην ώρα, για να συγκρατήσει ένα βίαιο φτέρνισμα, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο κι ένα τρίτο, το καθένα χειρότερο από το προηγούμενο. Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν πρόθυμη να βάλει φόρεμα. Κεντητά, λευκά λουλούδια στόλιζαν τα μανίκια και το πέτο του γαλάζιου πανωφοριού της, ενώ ένα παντελόνι σε αχνό, θαλασσί χρώμα ταίριαζε εφαρμοστά στα πόδια της. Με τα έντονα μπλε γάντια ιππασίας με το κίτρινο κέντημα περασμένα πίσω από τη ζώνη της κι έναν μανδύα πτυχωμένο με κίτρινες σπείρες και κρατημένο στους ώμους της από μια χρυσή καρφίτσα σε σχήμα τριαντάφυλλου, έμοιαζε μεν να είχε μόλις καταφθάσει με πιο φυσιολογικά μέσα, αλλά θα τραβούσε την προσοχή των πάντων. Ο Ραντ φορούσε τραχιά, καφέ, μάλλινα ρούχα, όπως ένας κοινός εργάτης. Η παρουσία του στα περισσότερα μέρη που είχε επισκεφθεί τις τελευταίες ημέρες ήταν έντονη· αυτή τη φορά, δεν ήθελε να μάθουν όλοι —πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων— ότι είχε περάσει από εκεί.

«Γιατί χαμογελάς όταν με κοιτάς, και τρίβεις το αυτί σου σαν βλάκας;» τον ρώτησε απαιτητικά, χώνοντας το μαντίλι ξανά μέσα από το μανίκι της. Τα μεγάλα, μαύρα της μάτια ήταν γεμάτα υποψία.

«Σκεφτόμουν πόσο όμορφη είσαι», της απάντησε σιγανά. Πράγματι, ήταν. Δεν μπορούσε να την κοιτάζει δίχως να το σκέφτεται. Ή δίχως να νιώθει θλίψη εξαιτίας της αδυναμίας του να τη στείλει σε πιο ασφαλές μέρος.

Η Μιν πήρε μια βαθιά ανάσα και φτερνίστηκε πριν προλάβει να βάλει το χέρι της μπροστά στο στόμα της. Κατόπιν, του έριξε μια άγρια ματιά, λες κι έφταιγε αυτός. «Για χάρη σου, εγκατέλειψα το άλογό μου, Ραντ αλ’Θόρ. Για χάρη σου, κατσάρωσα τα μαλλιά μου. Για χάρη σου, άλλαξα εντελώς τη ζωή μου! Δεν πρόκειται να αλλάξω και τα ρούχα μου! Επιπλέον, κανείς δεν με έχει δει με φόρεμα για πολλή ώρα. Ξέρεις πολύ καλά πως κάτι τέτοιο δεν θα λειτουργήσει, εκτός αν με αναγνωρίσουν. Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να υποκρίνεσαι ότι περιδιάβαινες στους δρόμους με αυτή τη φάτσα».

Χωρίς καλά-καλά να σκεφτεί, ο Ραντ ακούμπησε το χέρι του πάνω στο σαγόνι του, ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του, αν και δεν ήταν αυτό που έβλεπε η Μιν. Όποιος τον κοίταζε, θα αντίκριζε έναν άντρα αρκετές ίντσες κοντύτερο κι αρκετά χρόνια γηραιότερο του Ραντ αλ’Θόρ, με αδύναμα μαύρα μαλλιά, νωθρά καφετιά μάτια και μια κρεατοελιά πάνω στη βολβοειδή του μύτη. Μόνο αν τον άγγιζε κανείς, μπορούσε να διαπεράσει τη Μάσκα των Κατόπτρων. Ακόμα κι ένας Άσα’μαν δεν θα μπορούσε να δει τίποτα, με τις υφάνσεις ανεστραμμένες. Βέβαια, αν όντως υπήρχαν Άσα’μαν στο Παλάτι, αυτό σήμαινε πως τα σχέδιά του είχαν πάει πιο στραβά απ’ όσο πίστευε. Η επίσκεψη αυτή δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να καταλήξει σε αιματοκύλισμα. Όπως και να έχει, η γυναίκα είχε δίκιο· με αυτή τη φάτσα, δεν θα του επέτρεπαν επ’ ουδενί την είσοδο στο Βασιλικό Παλάτι του Άντορ, και μάλιστα άνευ συνοδού.

«Καλύτερα να τελειώνουμε και να φεύγουμε το συντομότερο δυνατόν», είπε. «Πριν κάποιος σκεφτεί πως, αφού είσαι εσύ εδώ, ίσως είμαι κι εγώ».

«Ραντ», είπε η Μιν με μαλακή φωνή, κι ο άντρας τής έριξε μια επιφυλακτική ματιά. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο στήθος του και τον κοίταξε με σοβαρή έκφραση. «Ραντ, έχεις πραγματικά ανάγκη να δεις την Ηλαίην. Και την Αβιέντα, υποθέτω. Μπορεί να είναι κι αυτή εδώ, ξέρεις. Αν...»

Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του κι ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Η ζαλάδα δεν είχε εξαφανιστεί τελείως. «Όχι!» είπε κοφτά. Μα το Φως! Ασχέτως τι του έλεγε η Μιν, του ήταν αδύνατον να πιστέψει πως η Ηλαίην κι η Αβιέντα τον αγαπούσαν συγχρόνως. Ούτε μπορούσε να κατανοήσει ότι αυτό το γεγονός, αν δηλαδή ήταν γεγονός, δεν αναστάτωνε τη Μιν. Δεν ήταν τόσο παράξενες οι γυναίκες! Η Ηλαίην κι η Αβιέντα είχαν κάθε λόγο να τον μισούν, όχι να τον αγαπούν, η δε Ηλαίην το είχε δείξει ξεκάθαρα. Το χειρότερο ήταν πως εκείνος αγαπούσε και τις δύο, όπως επίσης και τη Μιν! Έπρεπε να γίνει σκληρός σαν ατσάλι, αλλά πίστευε πως, σε περίπτωση που αντιμετώπιζε και τις τρεις ταυτόχρονα, θα γινόταν κομμάτια. «Θα βρούμε τη Νυνάβε και τον Ματ και θα φύγουμε το γρηγορότερο». Η γυναίκα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά ο Ραντ δεν της έδωσε την ευκαιρία. «Μη μου πας κόντρα, Μιν. Δεν είναι κατάλληλη η ώρα!»

Γέρνοντας το κεφάλι της από τη μια μεριά, η Μιν χαμογέλασε αδρά και μάλλον εύθυμα. «Πότε σου πήγα κόντρα; Δεν κάνω πάντα ό,τι μου λες;» Ύστερα, λες κι αυτό το ψέμα δεν ήταν αρκετό από μόνο του, πρόσθεσε: «Το μόνο που θα έλεγα είναι πως, αφού βιάζεσαι, γιατί καθόμαστε τόση ώρα σ’ αυτό το σκονισμένο δωμάτιο;» Και, για να δώσει έμφαση στα λόγια της, φτερνίστηκε ξανά.

Ακόμα κι έτσι ντυμένη, δεν ήταν εκείνη που θα προκαλούσε τα περισσότερα σχόλια, οπότε έβγαλε πρώτη το κεφάλι της από την πόρτα του δωματίου. Προφανώς, η αποθήκη δεν ήταν εντελώς παρατημένη· οι αρμοί της βαριάς πόρτας έτριξαν ελάχιστα. Ένα γρήγορο βλέμμα προς τις δύο κατευθύνσεις, κι η Μιν βγήκε έξω, κάνοντας του νόημα να την ακολουθήσει. Τα’βίρεν ή όχι, σίγουρα ανακουφίστηκε που βρήκε άδειους τους διαδρόμους. Ακόμα κι ο πλέον φοβητσιάρης υπηρέτης ίσως να παραξενευόταν, αν τους έβλεπε να ξεπροβάλλουν από μια αποθήκη, στα ψηλότερα επίπεδα του Παλατιού. Ωστόσο, μπορεί να συναντούσαν κόσμο σύντομα. Το Βασιλικό Παλάτι δεν έβριθε υπηρετών όπως το Παλάτι του Ηλίου ή η Πέτρα του Δακρύου, αλλά, σε ένα τόσο τεράστιο μέρος, σίγουρα θα υπήρχαν μερικές εκατοντάδες. Βαδίζοντας δίπλα στη Μιν, προσπάθησε να σέρνει τα βήματά του και να κοιτάει σαν χαζός τις λαμπρές ταπετσαρίες, τα σκαλιστά φατνώματα των τοίχων και τα λουστραρισμένα, πανύψηλα μπαούλα. Τίποτα από αυτά δεν φάνταζε τόσο εκλεπτυσμένο σ’ αυτό το ύψος όσο αν βρισκόταν στους χαμηλότερους ορόφους, αλλά ένας κοινός εργάτης δεν μπορούσε παρά να κοιτάει σαν χαμένος.

«Πρέπει να κατέβουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται», μουρμούρισε ο Ραντ. Κανείς δεν φαινόταν ακόμα, αλλά στην επόμενη γωνία μπορεί να υπήρχαν δέκα άτομα. «Θυμήσου να ρωτήσεις τον πρώτο υπηρέτη που θα συναντήσουμε που θα βρούμε τη Νυνάβε και τον Ματ. Μην μπεις σε λεπτομέρειες, εκτός κι αν χρειαστεί».

«Ευχαριστώ που μου το θύμισες, Ραντ. Ήξερα πως κάτι μού είχε διαφύγει, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν». Το φευγαλέο χαμόγελό της ήταν σφιγμένο, και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της.

Ο Ραντ αναστέναξε. Το ζήτημα ήταν πολύ σημαντικό για την ίδια ώστε να παίζει παιχνίδια, αλλά, αν την άφηνε, σίγουρα αυτό θα έκανε. Όχι ότι η Μιν το έβλεπε έτσι. Υπήρχαν φορές, ωστόσο, που η γνώμη της για το τι είναι σημαντικό απείχε πολύ από τη δική του. Παρασάγγας. Θα έπρεπε να την επιτηρεί κάπως πιο στενά.

«Κυρά Φάρσοου;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω τους. «Εσύ δεν είσαι, Κυρά Φάρσοου;»

Το δισάκι στριφογύρισε στη θέση του και χτύπησε βαριά την πλάτη του Ραντ, καθώς ο τελευταίος στράφηκε να κοιτάξει. Η πλαδαρή, γκριζομάλλα γυναίκα, που κοιτούσε εμβρόντητη τη Μιν, ήταν ίσως το τελευταίο πρόσωπο που θα ήθελε να συναντήσει, εκτός από την Ηλαίην ή την Αβιέντα. Παραξενευμένος που η γυναίκα φορούσε έναν πορφυρό χιτώνα με το τεράστιο έμβλημα του Άσπρου Λιονταριού μπροστά-μπροστά, ο Ραντ καμπούριασε κι απέφυγε να την κοιτάξει κατάματα. Δεν ήταν παρά ένας εργάτης που έκανε τη δουλειά του. Δεν υπήρχε λόγος να του ρίξει κανείς δεύτερη ματιά.

«Κυρά Χάρφορ;» αναφώνησε η Μιν, ακτινοβολώντας από χαρά. «Ναι, εγώ είμαι. Κι εσύ είσαι ο άνθρωπος που έψαχνα, γιατί φοβάμαι πως χάθηκα. Μήπως μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω τη Νυνάβε αλ’Μεάρα και τον Ματ Κώθον; Αυτός εδώ έχει κάτι που ζήτησε η Νυνάβε να παραδώσει».

Η Αρχιυπηρέτρια συνοφρυώθηκε ελαφρώς, κοιτώντας τον Ραντ, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή της ξανά στη Μιν. Παρατηρώντας τον ρουχισμό της, ίσως και τη σκόνη επάνω της, ανασήκωσε απορημένη το φρύδι της, χωρίς όμως να κάνει καμία νύξη. «Τον Ματ Κώθον; Δεν νομίζω πως τον έχω υπ’ όψιν μου, εκτός κι αν είναι κάποιος από τους καινούργιους υπηρέτες ή από τους Φρουρούς», πρόσθεσε γεμάτη αμφιβολία. «Όσο για τη Νυνάβε Σεντάι, είναι πολύ απασχολημένη. Νομίζω πως δεν θα έχει πρόβλημα να το παραλάβω εκ μέρους της και να το αφήσω στο δωμάτιό της».

Ο Ραντ τινάχτηκε. Νυνάβε Σεντάι, είπε; Γιατί οι υπόλοιπες —οι αληθινές Άες Σεντάι— την άφηναν να παίζει ακόμη αυτόν τον ρόλο; Κι ο Ματ δεν ήταν εδώ; Προφανώς, δεν είχε έρθει ποτέ. Χρώματα στροβιλίστηκαν μέσα στο κεφάλι του, μια εικόνα που διέκρινε κάπως αδιόρατα. Χάθηκε μέσα σε μια στιγμή κι ο Ραντ τρίκλισε. Η Αφέντρα Χάρφορ τον ξανακοίταξε συνοφρυωμένη και ρουθούνισε. Το πιθανότερο ήταν πως τον περνούσε για μεθυσμένο.

Η Μιν συνοφρυώθηκε κι αυτή, χαμένη στις σκέψεις της και χτυπώντας ρυθμικά ένα δάχτυλο στο μάγουλό της, κάτι που κράτησε ένα λεπτό μονάχα. «Πιστεύω πως η Νυνάβε... Σεντάι επιθυμεί να τον δει αυτοπροσώπως». Ο δισταγμός ήταν ελάχιστα διακριτός. «Θα μπορούσες να τον οδηγήσεις στα διαμερίσματά της, Κυρά Χάρφορ; Έχω άλλη μια δουλίτσα να κάνω προτού φύγω. Λοιπόν, να προσέχεις τους τρόπους σου τώρα, Νούλι, και να κάνεις ό,τι σου λένε. Είναι καλό ανθρωπάκι».

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά πριν προλάβει να πει λέξη, η Μιν όρμησε στον διάδρομο, τρέχοντας σχεδόν. Ο μανδύας ανέμιζε πίσω της, τόσο γρήγορα έτρεχε. Που να καιγόταν, θα προσπαθούσε να βρει την Ηλαίην! Θα κατέστρεφε τα πάντα!

Τα σχέδιά σου αποτυγχάνουν, επειδή θες να ζήσεις, τρελέ. Η φωνή του Λουζ Θέριν ήταν ένας τραχύς, ιδρωμένος ψίθυρος. Δέξου ότι είσαι νεκρός. Δέξου το και πάψε να με βασανίζεις, τρελαμένε! Ο Ραντ έπνιξε τη φωνή σε ένα βουβό μουρμουρητό, ένα έντονο βούισμα στη σκοτεινιά του μυαλού του. Νούλι; Τι σόι όνομα ήταν αυτό;

Η Κυρά Χάρφορ απέμεινε να κοιτάει σαν χαζή τη Μιν, μέχρι που η τελευταία χάθηκε πίσω από μια γωνία, κι έπειτα τακτοποίησε τον χιτώνα της, αν και δεν χρειαζόταν. Έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά στον Ραντ. Ακόμα και με τη χρήση της Μάσκας των Κατόπτρων έβλεπε έναν άντρα ψηλότερο από την ίδια, αλλά η Ρενέ Χάρφορ δεν ανήκε στις γυναίκες που θα άφηναν μια τόση δα λεπτομέρεια να τις καθυστερήσει στο ελάχιστο. «Το παρουσιαστικό σου δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη, Νούλι», είπε, και τα φρύδια της έσμιξαν απότομα. «Συνεπώς, πρόσεχε. Πρόσεχε πάρα πολύ, αν, δηλαδή, έχεις καθόλου μυαλό».

Κρατώντας στον ώμο τον ιμάντα από το δισάκι του με το ένα χέρι, τίναξε το τσουλούφι του με το άλλο. «Μάλιστα, Κυρά», μουρμούρισε αγριωπά. Η Αρχιυπηρέτρια μπορεί να αναγνώριζε την αληθινή του φωνή. Υποτίθεται ότι θα μιλούσε η Μιν μέχρι να βρουν τη Νυνάβε και τον Ματ. Τι στο Φως θα έκανε αν του έφερνε εδώ την Ηλαίην, ίσως και την Αβιέντα; Άσε που μπορεί ήδη να βρίσκονταν εδώ. Μα το Φως! «Με το συμπάθιο, Κυρά, αλλά πρέπει να βιαστούμε. Είναι επείγον να δω τη Νυνάβε όσο πιο γρήγορα γίνεται». Ανασήκωσε κάπως το δισάκι. «Θα ήθελε πολύ να το δει αυτό». Αν τελείωνε μέχρις ότου επέστρεφε η Μιν, ίσως να το έσκαγαν μαζί, πριν αναγκαστεί να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τις άλλες δύο.

«Αν η Νυνάβε Σεντάι πίστευε ότι ήταν κάτι επείγον», του απάντησε ξινά η πλαδαρή γυναίκα, δίνοντας μεγάλη έμφαση στον τιμητικό τίτλο που ο Ραντ είχε παραλείψει, «θα μας είχε πει ότι σε περιμένει. Λοιπόν, ακολούθα με και κράτα τα σχόλια και τις γνώμες για τον εαυτό σου».

Κίνησε μπροστά χωρίς να περιμένει απάντηση, χωρίς καν να κοιτάξει πίσω της. Έμοιαζε να γλιστράει με αρχοντική χάρη. Σε τελική ανάλυση, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ο Ραντ εκτός απ’ όσα του έλεγαν; Απ’ όσο θυμόταν, η Αρχιυπηρέτρια ήταν συνηθισμένη να υπακούν όλοι σε όσα τους λένε. Κάνοντας μεγάλες δρασκελιές, για να την προλάβει, στάθηκε πλάι της, αλλά ένα ξαφνιασμένο βλέμμα της τον ανάγκασε να μείνει λίγο πίσω, τραβώντας το τσουλούφι του και μουρμουρίζοντας συγγνώμες. Με τη σειρά του, δεν είχε συνηθίσει να ακολουθεί κάποιον άλλον. Δεν είχε υπολογίσει ότι θα χρειαζόταν να δείξει ταπεινοφροσύνη. Εξακολουθούσε να αισθάνεται μια ελάχιστη αίσθηση ζαλάδας, όπως επίσης και τη ρυπαρότητα του μιάσματος. Τελευταία, η διάθεση του δεν ήταν καλή, εκτός αν είχε κοντά του τη Μιν.

Δεν είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ, όταν υπηρέτες με λιβρέες άρχισαν να εμφανίζονται στον διάδρομο, γυαλίζοντας, ξεσκονίζοντας, κουβαλώντας διάφορα πράγματα και τρέχοντας από δω κι από κει. Ολοφάνερα, η απουσία κόσμου όταν αυτός κι η Μιν έφυγαν από την αποθήκη ήταν κάτι σπάνιο. Τώρα, ήταν ξανά Τα’βίρεν. Κάτω από μια στενή, υπηρεσιακή σκάλα χτισμένη στον τοίχο, είδε κι άλλα σκαλοπάτια. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη. Κάμποσες γυναίκες που δεν φορούσαν λιβρέες. Χαλκόδερμες Ντομανές, κοντές και χλωμές Καιρχινές, γυναίκες με ελαιόχρωμη επιδερμίδα και σκοτεινά μάτια, οι οποίες σίγουρα δεν ήταν Αντορινές. Χαμογέλασε, ένα χαμόγελο σφιγμένο αλλά γεμάτο ικανοποίηση. Καμιά τους δεν είχε αυτό που θα αποκαλούσες αειθαλές πρόσωπο, αρκετές μάλιστα είχαν ραγάδες και ρυτίδες, που σε καμία περίπτωση δεν θα στόλιζαν τη μορφή μιας Άες Σεντάι, αλλά με το που προσέγγιζε μερικές, τα ρίγη χόρευαν πάνω στο δέρμα του. Διαβίβαζαν ή, τουλάχιστον, κρατούσαν το σαϊντάρ. Η Κυρά Χάρφορ προσπέρασε μερικές κλειστές πόρτες, κι ο Ραντ ένιωσε πολύ έντονα αυτό το μυρμήγκιασμα. Πίσω από εκείνες τις πόρτες υπήρχαν, προφανώς, κι άλλες γυναίκες που διαβίβαζαν.

«Με το συμπάθιο, Αφέντρα», είπε, με την τραχιά φωνή που είχε υιοθετήσει για τον ρόλο του Νούλι. «Πόσες Άες Σεντάι υπάρχουν στο Παλάτι;»

«Να μη σε νοιάζει», του αποκρίθηκε κοφτά η γυναίκα. Ωστόσο, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, αναστέναξε και μαλάκωσε. «Αν και δεν νομίζω ότι είναι και τόσο κακό να μάθεις. Πέντε, αν υπολογίσουμε την Αρχόντισσα Ηλαίην και τη Νυνάβε Σεντάι». Η χροιά της φωνής της υποδήλωνε έπαρση. «Έχει περάσει καιρός από τότε που τόσο πολλές Άες Σεντάι αξίωσαν δικαίωμα φιλοξενίας εδώ, συγχρόνως μάλιστα».

Ο Ραντ ήταν έτοιμος να βάλει τα γέλια, αν κι όχι από ευθυμία. Πέντε; Συμπεριλαμβανομένων, βέβαια, της Νυνάβε και της Ηλαίην, συνεπώς τρεις αληθινές Άες Σεντάι. Τρεις! Πού βρίσκονταν οι υπόλοιπες, δεν είχε και πολλή σημασία. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι οι διάφορες φήμες περί εκατοντάδων Άες Σεντάι, που κινούνταν προς το Κάεμλυν με έναν ολόκληρο στρατό, σήμαινε πως μπορεί πράγματι να υπήρχαν και να ήταν έτοιμες να ακολουθήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Αντί γι’ αυτό όμως, ακόμα κι η αρχική του προσδοκία για μια ντουζίνα από δαύτες έμοιαζε πολύ αισιόδοξη. Οι διαδόσεις δεν ήταν παρά απλές διαδόσεις. Η άλλη πιθανότητα ήταν να επρόκειτο για κάποια πλεκτάνη της Ελάιντα. Μα το Φως, πού ήταν ο Ματ; Χρώματα άστραψαν μέσα στο μυαλό του —φαντάστηκε για μια στιγμή ότι διέκρινε το πρόσωπο του Ματ— και σκόνταψε.

«Αν ήρθες μέχρις εδώ μεθυσμένος, Νούλι», ακούστηκε η σταθερή φωνή της Κυράς Χάρφορ, «θα το μετανιώσεις πικρά. Θα το φροντίσω η ίδια!»

«Μάλιστα, Κυρά», μουρμούρισε ο Ραντ, τινάζοντας το τσουλούφι του. Μες στο μυαλό του, ο Λουζ Θέριν κακάρισε, με ένα παρανοϊκό, θρηνητικό γέλιο. Έπρεπε να έρθει μέχρις εδώ —ήταν απαραίτητο— αλλά ήδη είχε αρχίσει να το μετανιώνει.


Τριγυρισμένες από τη λάμψη του σαϊντάρ, η Νυνάβε κι η Τάλααν αλληλοκοιτάζονταν από απόσταση τεσσάρων βημάτων μπροστά στο τζάκι, όπου μια ευεργετική φλόγα κατάφερνε να διώξει την παγωνιά από την ατμόσφαιρα. Ίσως, πάλι, να ήταν η προσπάθεια που κατέβαλαν που τις ζέσταινε, σκέφτηκε πικρά η Νυνάβε. Το μάθημα είχε κρατήσει ήδη μία ώρα, σύμφωνα με το διακοσμημένο ρολόι στο σκαλιστό πρέκι του τζακιού. Μια ώρα διαβίβασης χωρίς το παραμικρό διάλειμμα θα μπορούσε να ζεστάνει τον καθένα. Υποτίθεται πως στη θέση της θα έπρεπε να βρίσκεται η Σάριθα, αλλά η Καφετιά είχε ξεγλιστρήσει από το Παλάτι αφήνοντας ένα σημείωμα σχετικά με μια επείγουσα αποστολή στην πόλη. Η Κάρεαν είχε αρνηθεί να αναλάβει διδασκαλία για δύο συνεχόμενες μέρες, κι η Βαντέν εξακολουθούσε να αρνείται, με τη γελοία δικαιολογία πως η διδασκαλία της Κίρστιαν και της Ζάρυα δεν θα της άφηνε πια καθόλου χρόνο.

«Να, έτσι», είπε η Νυνάβε, στριφογυρίζοντας τη ροή του Πνεύματος γύρω από τη λεπτή, σαν αγοράκι, Θαλασσινή μαθητευομένη, η οποία προσπαθούσε να προφυλαχθεί. Προσθέτοντας τη δύναμη της δικής της ροής, έσπρωξε ακόμη πιο μακριά τη ροή της κοπέλας και ταυτόχρονα διαβίβασε Αέρα σε τρεις διαφορετικές υφάνσεις. Μια εξ αυτών γαργάλησε τα πλευρά της Τάλααν μέσα από την μπλε λινή μπλούζα της. Ήταν ένας απλός ελιγμός, αλλά το κορίτσι ξαφνιάστηκε και, για μια στιγμή, το αγκάλιασμα της Πηγής εκ μέρους της χαλάρωσε κάπως, καθώς την πλημμύριζε ένα αμυδρό λίκνισμα Δύναμης. Το δευτερόλεπτο αυτό ήταν αρκετό ώστε να σταματήσει η Νυνάβε να σπρώχνει τη ροή της άλλης γυναίκας και να την επαναφέρει στον αρχικό της στόχο. Η βίαιη θωράκιση της Τάλααν ήταν σαν να δίνει σκαμπίλι σε τοίχο —μόνο που το τσούξιμο απλωνόταν ομοιόμορφα στο δέρμα της αντί απλώς στην παλάμη της, αν κι αυτό δεν αποτελούσε ιδιαίτερη βελτίωση— αλλά η λάμψη του σαϊντάρ χάθηκε, καθώς οι τελευταίες δύο ροές Αέρα ακινητοποίησαν τα μπράτσα της Τάλααν στα πλευρά της κι έσφιξαν τα γόνατά της μέσα από το φαρδύ, σκούρο παντελόνι.

Πολύ προσεγμένο, για τα δεδομένα της Νυνάβε. Το κορίτσι ήταν σβέλτο κι επιδέξιο με τις υφάνσεις. Εξάλλου, το να προσπαθείς να θωρακίσεις κάποιον που χρησιμοποιεί τη Δύναμη ήταν, στην καλύτερη περίπτωση παρακινδυνευμένο και, στη χειρότερη, ανώφελο, εκτός αν ήσουν πολύ πιο δυνατή· η Τάλααν είχε την ικανότητα να τη συναγωνιστεί εκ του σύνεγγυς, κάτι που συγκρατούσε ένα χαμόγελο ικανοποίησης από το να χαραχτεί στο πρόσωπό της. Φαινόταν να έχει περάσει ελάχιστος χρόνος από τότε που οι αδελφές είχαν εκπλαγεί από τη δύναμή της και πίστευαν ότι μόνο κάποιος Αποδιωγμένος θα μπορούσε να διαθέτει μεγαλύτερη. Η Τάλααν δεν γνώριζε ακόμη τα όριά της στη Δύναμη· ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα παιδάκι. Δεκαπέντε, ίσως και νεότερη! Μόνο το Φως ήξερε το δυνητικό της. Αν μη τι άλλο, δεν το είχε αναφέρει καμιά από τις Ανεμοσκόπους, κι η Νυνάβε δεν επρόκειτο να ρωτήσει. Δεν την ενδιέφερε να μάθει πόσο πιο ισχυρή από την ίδια θα γινόταν ένα κορίτσι των Θαλασσινών. Καθόλου, μάλιστα.

Καθώς οι γυμνές πατούσες της σέρνονταν στο πράσινο χαλί με τα σχέδια, η Τάλααν έκανε μία ακόμη άκαρπη προσπάθεια να σπάσει τη θωράκιση που τόσο εύκολα κρατούσε η Νυνάβε, αλλά τελικά έβγαλε έναν αναστεναγμό, αποδεχόμενη την ήττα της, και χαμήλωσε τη ματιά της. Ακόμα κι όταν κατόρθωνε να ακολουθήσει τις οδηγίες της Νυνάβε, συμπεριφερόταν λες κι είχε αποτύχει, και τώρα έγερνε τόσο αποθαρρυμένη, που θα σκεφτόταν κανείς ότι οι υφάνσεις του Αέρα ήταν το μόνο πράγμα που την κρατούσε όρθια.

Αφήνοντας τις ροές της να διαλυθούν, η Νυνάβε τακτοποίησε την εσάρπα της κι άνοιξε το στόμα της, για να πει στην Τάλααν τι είχε κάνει λάθος και να της υπογραμμίσει —για άλλη μία φορά— ότι είναι ανώφελο να προσπαθείς να ελευθερωθείς, εκτός αν είσαι πολύ ισχυρότερη από αυτόν που σε έχει θωρακίσει. Οι Θαλασσινές δεν πίστευαν εύκολα αυτά που τους έλεγε, μέχρι να τους τα πει δέκα φορές και να τους τα δείξει είκοσι.

«Η Νυνάβε χρησιμοποίησε την προσωπική σου ισχύ εναντίον σου», είπε ορθά-κοφτά η Σένιν ντιν Ράιαλ, προτού η Νυνάβε ανοίξει το στόμα της. «Εφήρμοσε περισπασμό. Είναι σαν να παλεύεις, κοπέλα μου. Ξέρεις να παλεύεις».

«Δοκίμασε πάλι», την πρόσταξε η Ζάιντα με μια κοφτή κίνηση του σκουρόχρωμου και γεμάτου τατουάζ χεριού της.

Όλα τα καθίσματα του δωματίου μετακινήθηκαν στους τοίχους, παρ’ όλο που δεν υπήρχε άμεση ανάγκη ελεύθερου χώρου, κι η Ζάιντα κάθισε να παρακολουθήσει το μάθημα, έχοντας δεξιά κι αριστερά της έξι Ανεμοσκόπους, ένα όργιο κόκκινων, κίτρινων και γαλάζιων αποχρώσεων σε χρυσοποίκιλτα μετάξια και έντονα βαμμένα λινά, μια κραυγαλέα επίδειξη σκουλαρικιών, κρίκων μύτης κι αλυσίδων φορτωμένων με διάφορα μενταγιόν. Πάντα έτσι γινόταν· μια από τις δυο μαθητευόμενες χρησίμευε για το πραγματικό μάθημα —ή, απ’ ότι είχε ακούσει η Νυνάβε, η Μέριλιλ, η οποία αναγκαζόταν να παραστήσει τη μαθητευόμενη μέχρι να διδάξει η ίδια— ενώ η Ζάιντα μαζί με μερικές ακόμα Ανεμοσκόπους παρακολουθούσαν. Η Κυρά των Κυμάτων δεν μπορούσε να διαβιβάσει, φυσικά, μολονότι παρίστατο πάντα, και καμία από τις Ανεμοσκόπους δεν θα ξέπεφτε τόσο, ώστε να συμμετάσχει προσωπικά. Ποτέ.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Νυνάβε, η σημερινή ομάδα ήταν κάπως αλλόκοτη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εμμονές των Θαλασσινών στο θέμα της ιεραρχίας. Η προσωπική Ανεμοσκόπος της Ζάιντα, η Σιέλυν, καθόταν δεξιά της. Ήταν μια λυγερόκορμη, ψυχρή κι επιφυλακτική γυναίκα, το ίδιο σχεδόν ψηλή με την Αβιέντα, και δέσποζε πάνω από τη Ζάιντα. Αρκετά πρέπον, απ’ όσο κατανοούσε η Νυνάβε, αλλά αριστερά της Ζάιντα βρισκόταν η Σένιν, η οποία υπηρετούσε σε ένα μπρίκι, ένα από τα μικρότερα σκάφη των Θαλασσινών, το δικό της δε ήταν το μικρότερο ανάμεσά τους. Βέβαια, η ανεμοδαρμένη γυναίκα, με το ρυτιδωμένο πρόσωπο και τα γκρίζα μαλλιά, φορούσε στο παρελθόν περισσότερα από τα έξι τωρινά σκουλαρίκια της, καθώς και πιότερα χρυσά μενταγιόν στην αλυσίδα που διέτρεχε το σκούρο αριστερό της μάγουλο. Ήταν Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων πριν ακόμα η Νέστα ντιν Ρέας εκλεγεί σε αυτή τη θέση αλλά, σύμφωνα με τους νόμους τους, όταν πεθάνει μια Κυρά των Πλοίων ή μια Κυρά των Κυμάτων, η Ανεμοσκόπος της έπρεπε να ξεκινήσει ξανά από το χαμηλότερο επίπεδο. Ωστόσο —η Νυνάβε ήταν σίγουρη γι’ αυτό— το θέμα δεν ήταν αποκλειστικά το σέβας προς το πρότερο αξίωμα της Σένιν. Η Ράινυν, μια νεαρή γυναίκα με φουσκωτά μάγουλα, που υπηρετούσε επίσης σε μπρίκι, καθόταν δίπλα στη Σένιν, ενώ η Κούριν με το πέτρινο πρόσωπο και τα ρηχά μάτια καθόταν πλάι στη Σιέλυν σαν μαύρο άγαλμα, κάτι που υποβίβαζε την Κάιρε και την Τεμπρέιλ στο να κάθονται κάπως πιο παράμερα, παρ’ όλο που αμφότερες ήταν Ανεμοσκόποι της Κυράς των Κυμάτων, φορώντας τέσσερα χοντρά σκουλαρίκια σε κάθε αυτί και σχεδόν όσα μενταγιόν φορούσε κι η Ζάιντα. Ίσως η διάταξη αυτή είχε να κάνει με το να κρατάει σε απόσταση τις αδελφές με τα αλαζονικά βλέμματα. Μισούσαν η μία την άλλη με τέτοιο πάθος, που μόνο σε συγγένειες εξ αίματος έβρισκες. Και μάλλον έτσι ήταν. Το να προσπαθείς να κατανοήσεις τους Άθα’αν Μιέρε ήταν χειρότερο από το να προσπαθείς να κατανοήσεις τους άντρες. Μια γυναίκα κάλλιστα θα μπορούσε να παρανοήσει στην προσπάθεια.

Μουρμουρίζοντας από μέσα της, η Νυνάβε τράβηξε την εσάρπα της κι ετοιμάστηκε, βάζοντας σε λειτουργία τις ροές της. Η ατόφια απόλαυση να έχει στην κατοχή της το σαϊντάρ ίσα-ίσα που ανταγωνιζόταν τη δυσαρέσκειά της. Κάνε άλλη μια προσπάθεια, Νυνάβε. Ακόμα μια φορά, Νυνάβε. Κάν’ το τώρα, Νυνάβε. Αν μη τι άλλο, η Ρενάιλ δεν ήταν παρούσα. Πολύ συχνά απαιτούσαν εκ μέρους της να τους διδάξει πράγματα που δεν ήξερε τόσο καλά όσο άλλα —μερικές φορές μάλιστα, κι αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί, έστω κι απρόθυμα, πράγματα που ελάχιστα γνώριζε, μια και δεν είχε εκπαιδευτεί επαρκώς στον Πύργο— κι όποτε πάσχιζε να τα βγάλει πέρα, η Ρενάιλ έμοιαζε να το απολαμβάνει βλέποντάς την να ιδροκοπάει. Κι άλλες την έκαναν να ιδροκοπάει, αλλά τουλάχιστον δεν φαίνονταν να βρίσκουν ιδιαίτερη ευχαρίστηση σε αυτό. Όπως και να έχει, έπειτα από μια ολόκληρη ώρα ένιωθε εξαντλημένη. Που να πάρει η ευχή τη Σάριθα και την αποστολή της!

Εξαπέλυσε ξανά τις ροές της, αλλά αυτή τη φορά η ροή Πνεύματος της Τάλααν συνάντησε τη δική της πολύ πιο ανάλαφρα απ’ ό,τι περίμενε, με αποτέλεσμα η ροή της Νυνάβε να παραμερίσει αυτή της Τάλααν πολύ περισσότερο απ’ όσο σκόπευε. Ξαφνικά, έξι υφάνσεις Αέρα ξεπήδησαν από το κορίτσι κι όρμησαν προς το μέρος της Νυνάβε, η οποία τις έκοψε με Φωτιά. Οι αποκομμένες ροές αναπήδησαν προς τα πίσω, προς την Τάλααν, τινάζοντάς τη βίαια, αλλά πριν εξαφανιστούν ολοσχερώς, άλλες έξι εμφανίστηκαν, γρηγορότερα από πριν. Η Νυνάβε τις χάραξε και πάλι κι έμεινε με το στόμα ανοικτό καθώς η ύφανση Πνεύματος της Τάλααν τρεμόπαιξε γύρω από τη δική της και τυλίχτηκε γύρω της, ξεκόβοντας το σαϊντάρ. Ήταν θωρακισμένη! Η Τάλααν την είχε θωρακίσει! Σαν μια τελική ταπείνωση, ροές Αέρα την έδεσαν σφιχτά χειροπόδαρα, σκίζοντας τη φούστα της. Αν δεν ήταν τόσο αναστατωμένη με τη Σάριθα, δεν θα είχε συμβεί ποτέ αυτό.

«Το κορίτσι την αιχμαλώτισε», είπε η Κάιρε, κι η έκπληξη ήταν έκδηλη στη φωνή της. Από το παγερό βλέμμα που της έριξε, δύσκολα θα πίστευε κανείς πως επρόκειτο για τη μητέρα της Τάλααν. Πράγματι, η Τάλααν έμοιαζε κάπως αμήχανη από την επιτυχία της. Απελευθέρωσε αμέσως τις ροές και χαμήλωσε το βλέμμα της.

«Περίφημα, Τάλααν», είπε η Νυνάβε, αφού καμία άλλη δεν μπήκε στον κόπο να την επαινέσει ή να της πει έναν ενθαρρυντικό λόγο. Εκνευρισμένη, τίναξε την εσάρπα της και την τοποθέτησε στην καμπύλη που σχημάτιζαν οι αγκώνες της. Δεν ήταν ανάγκη να αναφέρει στο κορίτσι πόσο τυχερό ήταν. Ναι, η αλήθεια ήταν πως υπήρξε γρήγορη, αλλά η Νυνάβε δεν ήταν καν σίγουρη αν η ίδια είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει τη διαβίβαση κάμποσο ακόμα. Δεν βρισκόταν και στην καλύτερη φόρμα. «Φοβάμαι πως, για σήμερα, δεν έχω άλλο χρόνο, κι έτσι...»

«Δοκίμασε πάλι», τη διέταξε η Ζάιντα, γέρνοντας με έμφαση προς το μέρος της. «Θέλω πολύ να δω κάτι». Δεν εξηγούσε κάτι, και σε καμιά περίπτωση δεν απολογούνταν, απλώς το ανέφερε ως γεγονός. Η Ζάιντα πάντα απέφευγε τις επεξηγήσεις και τις απολογίες. Απλώς, περίμενε από τους άλλους να την υπακούν.

Η Νυνάβε σκέφτηκε να πει στη γυναίκα ότι, ούτως ή άλλως, δεν ήταν δυνατόν να δει κάτι απ’ όσα έκαναν, αλλά απέρριψε αμέσως τη σκέψη. Με έξι Ανεμοσκόπους στο δωμάτιο, καλύτερα να μην έλεγε τίποτα. Δυο μέρες νωρίτερα είχε εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη της, και σίγουρα δεν ήθελε να επαναληφθεί κάτι τέτοιο. Προσπαθούσε να το σκέφτεται ως μια μορφή μετάνοιας, το ότι δηλαδή μίλησε χωρίς να σκεφτεί πρώτα, αλλά αυτό δεν τη βοήθησε και πολύ. Ευχήθηκε να μην τους είχε διδάξει ποτέ πώς να συνδέονται.

«Ακόμα μία φορά», είπε κάπως σφικτά, στρεφόμενη προς το μέρος της Τάλααν, «κι έπειτα πρέπει να φύγω».

Αυτή τη φορά, ήταν έτοιμη για το κόλπο που της ετοίμαζε η κοπέλα. Διαβίβασε και συνάντησε την ύφανση της Τάλααν με μεγαλύτερη επιδεξιότητα από πριν και χωρίς να χρησιμοποιήσει τόση ισχύ. Το κορίτσι τής χαμογέλασε κάπως αβέβαια. Προφανώς, πίστευε πως η Νυνάβε δεν θα παρασυρόταν αυτή τη φορά από εξωτερικές ροές Αέρα. Η ύφανση της Τάλααν άρχισε να τυλίγεται γύρω της, και με μια σβέλτη κίνηση άρχισε να γνέθει τη δική της, για να την αποκρούσει. Θα είχε ετοιμαστεί όταν η γυναίκα θα παρήγε τις δικές της ροές Αέρα. Ίσως, πάλι, να μη χρησιμοποιούσε Αέρα αυτή τη φορά. Σίγουρα όμως δεν θα έκανε τίποτα παράτολμο. Αυτό σήμαινε πρακτική εξάσκηση. Μόνο που η ροή Πνεύματος της Τάλααν δεν ολοκλήρωσε τη συστροφή κι η Νυνάβε αμφιταλαντεύτηκε τη στιγμή που η Τάλααν τη χτυπούσε κατά μέτωπο, γαντζώνοντάς τη. Για άλλη μια φορά, το σαϊντάρ τρεμόσβησε, ενώ δεσμά Αέρα άρπαξαν τα χέρια της, ακινητοποιώντας τα στα πλευρά της, κι άδραξαν τα πόδια της.

Προσεκτικά, πήρε μια ανάσα. Μάλλον θα έπρεπε να δώσει συγχαρητήρια στη νεαρή γυναίκα. Δύσκολα θα ξέφευγε από αυτό. Ας είχε ένα χέρι ελεύθερο, και θα ξερίζωνε την πλεξούδα της.

«Μια στιγμή!» πρόσταξε η Ζάιντα. Σηκώθηκε και βημάτισε με χάρη προς το μέρος της Νυνάβε, με τα κόκκινα μεταξένια παντελόνια της να αναδεύονται ανάλαφρα πάνω από τα γυμνά της πόδια, και την περίτεχνα διακοσμημένη με σιρίτια πορφυρή της εσάρπα να κουνιέται πέρα δώθε πάνω στον γοφό της. Οι Ανεμοσκόποι σηκώθηκαν κι αυτές και την ακολούθησαν ιεραρχικά. Η Κάιρε κι η Τεμπρέιλ αγνόησαν επιδεικτικά και παγερά η μία την άλλη, καθώς έσπευσαν να πάρουν θέση κοντά στην Κυρά των Κυμάτων, ενώ η Σένιν με τη Ράινυν έμειναν ένα βήμα πιο πίσω, στα μετόπισθεν.

Η Τάλααν κράτησε υπάκουα τη θωράκιση πάνω στη Νυνάβε, όπως και τους δεσμούς, η οποία, έτσι ακίνητη που ήταν, έμοιαζε με άγαλμα ενώ από μέσα της έβραζε σαν καζάνι έτοιμο να ανατιναχτεί. Αρνήθηκε να μετακινηθεί από τη θέση της, μοιάζοντας με σπασμένη μαριονέτα, κι αυτό ήταν το μόνο που της απέμεινε εκτός από το να στέκεται ακίνητη. Η Κάιρε κι η Τέμπρειλ την κοιτούσαν εξεταστικά, με παγερή καταφρόνια, κι η Κούριν είχε στη ματιά της αυτή τη σκληρή περιφρόνηση που έτρεφε για όλους τους στεριανούς. Η γυναίκα με το πέτρινο βλέμμα δεν έδινε την εντύπωση ότι χλευάζει, ούτε έκανε καμιά γκριμάτσα. Ήταν εντελώς ανέκφραστη, αλλά δεν χρειαζόταν να μείνεις για πολύ μαζί της, ώστε να καταλάβεις ποια ήταν η πραγματική της γνώμη. Μονάχα η Ράινυν επεδείκνυε ένα ίχνος κατανόησης, με ένα ελαφρό, αξιοθρήνητο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της.

Η Ζάιντα κοίταξε τη Νυνάβε κατάματα. Είχαν, λίγο-πολύ, το ίδιο ύψος. «Την κρατάς όσο πιο σφιχτά μπορείς, μαθητευομένη;»

Η Τάλααν έκανε μια βαθιά υπόκλιση, το σώμα της έγινε σχεδόν παράλληλο με το δάπεδο κι άγγιξε το μέτωπο, τα χείλη και την καρδιά της. «Όπως πρόσταξες, Κυματοκυρά», είπε σχεδόν ψιθυριστά.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά;», ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε. «Αφήστε με. Μπορεί να μην υπήρξαν συνέπειες όταν μεταχειριστήκατε τη Μέριλιλ κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά αν έστω και για μια στιγμή νομίζετε πως...!»

«Είπες πως δεν υπάρχει τρόπος να σπάσει η θωράκιση, εκτός αν είσαι πολύ ισχυρότερη», τη διέκοψε η Ζάιντα. Ο τόνος της φωνής της δεν ήταν τραχύς, αλλά σκόπευε να ακουστεί κι όχι να ακούσει. «Φωτός θέλοντος, θα μάθουμε αν μας τα είπες σωστά. Είναι πασίγνωστο ότι για τις Άες Σεντάι άλλα ισχύουν τη μια στιγμή κι άλλα την άλλη. Ανεμοσκόποι, κάντε κύκλο. Εσύ, Κούριν, θα μπεις επικεφαλής. Αν καταφέρει να ελευθερωθεί, φρόντισε να μην προξενήσει καμία ζημιά. Και, για να υπάρχει κάποιο κίνητρο... Μαθητευομένη, ετοιμάσου, μόλις μετρήσω έως το πέντε, να την αναποδογυρίσεις. Ένα».

Το φως του σαϊντάρ περικύκλωσε τις Ανεμοσκόπους, που μαζεύτηκαν κοντά-κοντά δημιουργώντας σύνδεση. Η Κούριν στεκόταν με τα πόδια ανοικτά και με τα χέρια τοποθετημένα στους γοφούς της, λες κι ισορροπούσε σε κατάστρωμα πλοίου. Η πλήρης έλλειψη έκφρασης στο πρόσωπό της έδινε την εντύπωση πως ήταν ήδη πεπεισμένη ότι σύντομα θα αποκάλυπταν την παραποίηση, αν όχι ένα ξεδιάντροπο ψέμα. Η Τάλααν πήρε μια βαθιά ανάσα κι ίσιωσε το κορμί της. Ούτε καν βλεφάριζε, καθώς είχε καρφώσει την ανήσυχη ματιά της πάνω στη Ζάιντα.

Η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Όχι! Δεν ήταν δυνατόν να της το κάνουν αυτό! Όχι πάλι! «Σας το είπα», απάντησε με φωνή πολύ πιο ήρεμη απ’ όσο ένιωθε, «δεν υπάρχει τρόπος να σπάσω τη θωράκιση. Η Τάλααν είναι πολύ ισχυρή».

«Δύο», είπε η Ζάιντα, σταυρώνοντας τα μπράτσα κάτω από τα στήθη της και κοιτώντας τη Νυνάβε, λες κι όντως έβλεπε τις υφάνσεις.

Η Νυνάβε κατέβαλε προσπάθεια να σπρώξει τη θωράκιση. Όσο όμως κι αν πάσχιζε, ήταν σαν να έσπρωχνε πέτρινο τοίχο. «Άκουσέ με, Ζά... εεε... Κυρά των Κυμάτων». Δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει τον ανταγωνισμό με τη γυναίκα. Οι Θαλασσινοί ήταν πολύ σχολαστικοί όσον αφορά στις τυπικότητες και στους τίτλους. Φυσικά, δεν ήταν τα μόνα για τα οποία ήταν σχολαστικοί. «Είμαι σίγουρη πως η Μέριλιλ θα σου ανέφερε κάτι σχετικά με τη θωράκιση. Πήρε τους Τρεις Όρκους. Δεν μπορεί να πει ψέματα». Ίσως η Εγκουέν να είχε δίκιο σχετικά με τη Ράβδο των Όρκων.

Το βλέμμα της Ζάιντα δεν παρέκκλινε, η έκφρασή της δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. «Τρία».

«Άκουσε με», είπε η Νυνάβε, χωρίς να νοιάζεται διόλου αν ακουγόταν κάπως απεγνωσμένη, μολονότι πράγματι ένιωθε αρκετή απόγνωση. Έσπρωξε πιο δυνατά τη θωράκιση, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το αποτέλεσμα που είχε ήταν αντίστοιχο με το να χτυπάει το κεφάλι της σε ένα ντουβάρι. Ενστικτωδώς, πάλεψε με τα δεσμά του Αέρα που τη συγκρατούσαν, ανώφελα όμως. Τα κρόσσια κι οι χαλαρές πτυχές της εσάρπας χόρευαν γύρω της. Οι πιθανότητες να ελευθερωθεί από αυτά τα δεσμά ήταν οι ίδιες με το να σπάσει τη θωράκιση, αλλά της ήταν αδύνατον να σταματήσει την προσπάθεια. Όχι πάλι! Αδυνατούσε να αντιμετωπίσει ξανά κάτι τέτοιο! «Πρέπει να με ακούσεις!»

«Τέσσερα».

Όχι, όχι, όχι πάλι! Αγωνίστηκε μανιωδώς ενάντια στη θωράκιση. Μπορεί να ήταν σκληρή σαν πέτρα, αλλά την αισθανόταν σαν γυαλί, στιλπνή και γλιστερή. Ένιωθε την Πηγή πέρα από αυτήν, την έβλεπε σχεδόν, σαν φως και ζεστασιά που τα διακρίνεις με την άκρη του ματιού σου. Αγκομαχώντας από την προσπάθεια και την απόγνωση, ψηλάφισε τη λεία επιφάνεια. Κάπου υπήρχε μια παρυφή, σαν κύκλος που ήταν ταυτόχρονα αρκετά μικρός για να χωράει το χέρι της κι αρκετά μεγάλος για να καλύπτει όλο τον κόσμο, αλλά όταν προσπάθησε να ξεγλιστρήσει γύρω από αυτή την παρυφή, βρέθηκε ξανά στο κέντρο του στιλπνού, σκληρού κύκλου. Ήταν ανώφελο. Όλα αυτά τα είχε διδαχτεί και προσπαθήσει πριν πολύ καιρό. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που έλεγες πως θα πεταχτεί από τα πλευρά της. Πασχίζοντας μάταια να βρει την ψυχραιμία της, ψηλάφισε βιαστικά την παρυφή, αγγίζοντάς τη χωρίς να προσπαθεί να την περιτριγυρίσει. Σε κάποιο σημείο την αισθανόταν... πιο μαλακή. Δεν το είχε προσέξει προηγουμένως. Το μαλακό σημείο —ένας ασήμαντος σβώλος— δεν έμοιαζε να διαφέρει από τα υπόλοιπα και, παρ’ όλο που δεν ήταν και πολύ πιο μαλακό, η Νυνάβε όρμησε επάνω του και βρέθηκε ξανά πίσω, στο κέντρο. Σε μια έκρηξη μανίας, εξαπέλυσε όλη της τη δύναμη στο μαλακό σημείο, ξανά και ξανά, το οποίο την τίναζε πάλι προς τα πίσω. Ωστόσο, δεν σταμάταγε στιγμή να χιμάει επάνω του. Πάλι. Και πάλι. Μα το Φως! Σε παρακαλώ! Έπρεπε να βρει μια άκρη πριν...!

Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως η Ζάιντα δεν είχε πει ακόμα «πέντε». Την κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, βαριανασαίνοντας λες κι είχε τρέξει δέκα μίλια. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό της και στην πλάτη της, στάλαζε ανάμεσα στα στήθη της και κατηφόριζε προς την κοιλιά της. Τα πόδια της τρίκλιζαν. Η Κυρά των Κυμάτων την κοίταξε κατάματα, βυθισμένη σε σκέψεις και χτυπώντας ελαφρά με το λιγνό της δάχτυλό τα σαρκώδη της χείλη. Η λάμψη τύλιγε τον κύκλο των έξι, με την Κούριν να εξακολουθεί να είναι μια πέτρινη φιγούρα γεμάτη περιφρόνηση, αλλά η Ζάιντα δεν είχε πει ακόμα «πέντε».

«Πράγματι προσπάθησε τόσο σκληρά όσο φάνηκε, Κούριν», ρώτησε τελικά η Κυρά των Κυμάτων, «ή μήπως όλα αυτά τα τινάγματα και τα κλαψουρίσματα ήταν ψεύτικα;» Η Νυνάβε πάσχισε να της ρίξει μια ματιά γεμάτη αγανάκτηση. Δεν κλαψούρισε ούτε στιγμή! Σωστά; Η αντίδραση της Ζάιντα, ωστόσο, στην κατήφειά της, ήταν όση και του βράχου όταν τον χτυπούν οι σταγόνες της βροχής.

«Με τόσο πολλή προσπάθεια, Κυρά των Κυμάτων», είπε η Κούριν κάπως απρόθυμα, «θα μπορούσε να σύρει ολόκληρο ιστιοφόρο». Πάντως, τα επίπεδα μαύρα βότσαλα των ματιών της εξακολουθούσαν να κρύβουν περιφρόνηση. Μόνο όσοι ζούσαν στη θάλασσα ήταν άξιοι του σεβασμού της.

«Ελευθέρωσε την, Τάλααν», πρόσταξε η Ζάιντα, κι η θωράκιση —όπως και τα δεσμά— εξαφανίστηκαν, καθώς η γυναίκα κατευθύνθηκε προς τα καθίσματα, δίχως να ρίξει άλλη ματιά στη Νυνάβε. «Ανεμοσκόποι, θα πρέπει να συζητήσουμε κάποια πράγματα μόλις φύγει αυτή. Θα τα πούμε αύριο την ίδια ώρα, Νυνάβε Σεντάι».

Τακτοποιώντας τα τσαλακωμένα της ρούχα και πετώντας από πάνω της οργισμένη την εσάρπα, η Νυνάβε προσπάθησε να ανακτήσει λίγη αξιοπρέπεια. Δεν ήταν εύκολο, έτσι όπως κολλούσε από τον ιδρώτα κι έτρεμε. Σίγουρα, όμως, δεν είχε κλαψουρίσει! Πάσχισε να μη ρίξει ούτε ματιά στη γυναίκα που τη θωράκισε. Δύο φορές! Στάθηκε ακίνητη, πειθήνια και μαλακή σαν βούτυρο, με το βλέμμα καρφωμένο στο χαλί. Χα! Η Νυνάβε τίναξε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της. «Αύριο είναι η σειρά της Σάριθα Σεντάι, Κυρά των Κυμάτων». Αν μη τι άλλο, η φωνή της ήταν σταθερή. «Θα είμαι απασχολημένη, μέχρι....»

«Η διδασκαλία σου είναι πιο εποικοδομητική από των υπολοίπων», είπε η Ζάιντα, που ακόμη δεν είχε μπει στον κόπο να την κοιτάξει. «Την ίδια ώρα, ειδάλλως θα στείλω τις μαθήτριές σου να σε κουβαλήσουν εδώ. Μπορείς να φύγεις τώρα». Με τον τρόπο που το είπε, ήταν σαν να την πρόσταζε να φύγει.

Καταβάλλοντας προσπάθεια, η Νυνάβε κατάπιε τις διαφωνίες της. Η γεύση τους ήταν πικρή. Πιο εποικοδομητική; Τι να σήμαινε αυτό, άραγε; Δεν ήταν σίγουρη ότι ήθελε να μάθει.

Μέχρι να εγκαταλείψει το δωμάτιο, εξακολουθούσε να παίζει ρόλο δασκάλας —οι Θαλασσινές ήταν ιδιαίτερα αυστηρές με τους κανόνες. Η Νυνάβε υπέθεσε πως οι ελαστικοί κανόνες πάνω σε ένα πλοίο μπορεί πράγματι να οδηγούσαν σε φασαρίες, αλλά μακάρι αυτές οι γυναίκες να συνειδητοποιούσαν ότι δεν βρίσκονταν σε πλοίο— κάτι που σήμαινε πως δεν μπορούσε έτσι απλά να απομακρυνθεί, όσο πολύ κι αν το επιθυμούσε. Κι ακόμα χειρότερα, οι νόμοι τους είχαν συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες σχετικά με στεριανούς δασκάλους. Υπέθεσε πως θα μπορούσε να αρνηθεί να συνεργαστεί, αλλά αν παράβαινε τη συμφωνία στο ελάχιστο, οι γυναίκες αυτές θα έφευγαν από το Δάκρυ και θα κατευθύνονταν το Φως μόνο ξέρει πού! Όλος ο κόσμος θα μάθαινε πως οι Άες Σεντάι είχαν αθετήσει τον λόγο τους. Δεν τολμούσε καν να σκεφτεί τον αντίκτυπο στις υπόλοιπες Άες Σεντάι. Αίμα και ματωμένες στάχτες! Η Εγκουέν είχε όντως δίκιο, που να καιγόταν γι’ αυτό!

«Σε ευχαριστώ, Κυρά των Κυμάτων, που μου επέτρεψες να σε διδάξω», είπε, κάνοντας μια υπόκλιση κι αγγίζοντας με τα δάχτυλά της το μέτωπο, τα χείλη και την καρδιά. Η υπόκλιση δεν ήταν πολύ βαθιά, έμοιαζε μάλλον με σύντομο νεύμα, αλλά ήταν αρκετή για σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να ήταν και δυο νεύματα. Προς τις Ανεμοσκόπους όμως, ήταν πάντα ένα. «Σας ευχαριστώ, Ανεμοσκόποι, που μου επιτρέψατε να σας διδάξω». Οι αδελφές που πήγαν τελικά με τους Άθα’αν Μιέρε θα έσκαγαν μόλις μάθαιναν ότι οι μαθήτριες τους θα τους έλεγαν τι να διδάξουν και πότε, και θα τις διέταζαν τι να κάνουν όταν δεν θα δίδασκαν. Πάνω σε σκάφος των Θαλασσινών, ένας στεριανός δάσκαλος ήταν ανώτερος μόνο από έναν απλό μούτσο. Οι δε αδελφές δεν διέθεταν καν τα παχυλά βαλάντια και το χρυσάφι, ώστε να δελεάσουν κι άλλους δασκάλους να επιβιβαστούν.

Η αντίδραση της Ζάιντα και των Ανεμοσκόπων στα λόγια της Νυνάβε δεν διέφερε από την αντίδραση που θα είχαν αν τους ανακοίνωνε την αναχώρηση του ένας ναύτης κατωτάτου επιπέδου. Έμειναν, δηλαδή, ακίνητες, σαν σιωπηλός σωρός, περιμένοντας προφανώς την αναχώρηση της, με σχετική ανυπομονησία μάλιστα. Μονάχα η Ράινυν την τίμησε με ένα βλέμμα. Ένα βλέμμα γεμάτο ανυπομονησία. Σε τελική ανάλυση, ήταν μια Ανεμοσκόπος. Η Τάλααν είχε παραμείνει ακίνητη στο ίδιο ακριβώς σημείο, μια μειλίχια φιγούρα που ατένιζε το χαλί μπροστά από τα γυμνά της πόδια.

Με το κεφάλι ψηλά και με ίσια την πλάτη, η Νυνάβε έφυγε από το δωμάτιο με όση αξιοπρέπεια μπορούσε να τυλίξει γύρω από το παρουσιαστικό της. Μια κάθιδρη φιγούρα με τσαλακωμένα κουρέλια. Μόλις βγήκε στον διάδρομο, άδραξε την πόρτα και με τα δυο της χέρια και την κοπάνησε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο δυνατός αντίλαλος του κρότου ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικός. Αν παραπονιόταν κανείς, θα του έλεγε πως της γλίστρησε από τα χέρια. Κι, όντως, έτσι είχε συμβεί, από τη στιγμή που άρχισε να ταλαντεύεται.

Απομακρύνθηκε από την πόρτα και ξεσκόνισε τα χέρια της ευχαριστημένη. Την επόμενη στιγμή, έμεινε εμβρόντητη με αυτήν που είδε να την περιμένει στον διάδρομο.

Ντυμένη με ένα απλό σκούρο μπλε φόρεμα, που της είχε δώσει μια από τις γυναίκες του Σογιού, η Αλίβια δεν έμοιαζε διόλου παράξενη εκ πρώτης όψεως. Ήταν μια γυναίκα λίγο ψηλότερη της Νυνάβε, με λεπτές γραμμές στις άκρες των γαλάζιων ματιών της και λευκές τούφες στα χρυσοκίτρινα μαλλιά της. Τα γαλάζια εκείνα μάτια, ωστόσο, άστραφταν από ένταση, σαν μάτια γερακιού εστιασμένα πάνω στο θύμα.

«Με έστειλε η Κυρά Κόρλυ, να σου αναφέρω ότι θα επιθυμούσε να σε δει στο δείπνο απόψε», είπε το γαλανομάτικο γεράκι με τη βραδύγλωσση κι αργή προφορά των Σωντσάν. «Θα παρευρίσκονται επίσης οι Κυρές Καριστόβαν, Άρμαν και Ζουάρντε».

«Τι κάνεις εδώ πέρα μοναχή σου;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. Ευχήθηκε να ήταν σαν τις περισσότερες από τις άλλες αδελφές, ενήμερη για τη δύναμη μιας άλλης γυναίκας χωρίς καν να χρειαστεί να σκεφτεί, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν είχε χρόνο να διδαχτεί. Ίσως κάποιοι από τους Αποδιωγμένους να υπερίσχυαν της Αλίβια, αλλά σίγουρα κανείς άλλος. Κι ήταν και Σωντσάν. Η Νυνάβε ευχήθηκε να υπήρχε και κάποιος άλλος αυτή τη στιγμή εκεί κοντά. Ακόμα κι ο Λαν, μολονότι τον είχε διατάξει να μην την ακολουθήσει στα μαθήματά της με τις Θαλασσινές. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε πιστέψει τη χθεσινή της δικαιολογία σχετικά με το γλίστρημα στις σκάλες. «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς χωρίς συνοδεία!»

Η Αλίβια έκανε μια αδιάφορη κίνηση, ανασηκώνοντας ελαφρώς τον ένα της ώμο. Λίγες μέρες πριν, δεν ήταν παρά ένα μάτσο χαζά χαμόγελα, ώστε συγκριτικά η Τάλααν φάνταζε θαρραλέα. Τώρα, δεν χαμογελούσε σε κανέναν. «Δεν υπήρχε κανείς ελεύθερος, οπότε ξεγλίστρησα από μόνη μου. Τέλος πάντων, αν με φρουρείς διαρκώς, εσύ δεν θα με εμπιστευτείς ποτέ κι εγώ δεν θα καταφέρω να σκοτώσω ποτέ μια σουλ’ντάμ». Αυτό, από μια άποψη, ακουγόταν ακόμα πιο ανατριχιαστικό, ειδικά λόγω του ανέμελου τρόπου που το έλεγε. «Θα έπρεπε να διδάσκεσαι από μένα. Αυτοί οι Άσα’μαν λένε πως είναι κινούμενα όπλα, κι όντως δεν είναι κακοί, αλλά εγώ είμαι καλύτερη».

«Μπορεί», αποκρίθηκε τραχιά η Νυνάβε, μετακινώντας την εσάρπα της. «Μπορεί, πάλι, να γνωρίζουμε πιο πολλά απ’ όσα νομίζεις». Δεν την ένοιαζε να κάνει επίδειξη σ’ αυτή τη γυναίκα κάποιων από τις υφάνσεις που είχε μάθει από τη Μογκέντιεν, συμπεριλαμβανομένων μερικών, που όλες συμφωνούσαν ότι ήταν πολύ αποκρουστικές για οποιονδήποτε. Εκτός... Ήταν σχεδόν σίγουρη πως η γυναίκα είχε την ικανότητα να την εξουδετερώσει εύκολα, ό,τι κι αν έκανε. Ήταν δύσκολο να διατηρήσει την ψυχραιμία της κάτω από αυτό το έντονο βλέμμα. «Μέχρι —κι εκτός αν!— αποφασιστεί κάτι διαφορετικό, δεν επιτρέπεται να με ξαναδείς χωρίς τη συνοδεία δύο ή τριών γυναικών του Σογιού, για το δικό σου καλό, δηλαδή».

«Αφού το λες εσύ», είπε η Αλίβια, ατάραχη. «Τι μήνυμα θέλεις να μεταφέρω στην Αρχόντισσα Κόρλυ;»

«Πες της ότι αδυνατώ να ανταποκριθώ στην ευγενική της πρόσκληση. Και τον νου σου σε όσα σου είπα!»

«Θα της το πω», είπε με μακρόσυρτη προφορά η Σωντσάν, αγνοώντας παντελώς την προειδοποίηση. «Δεν νομίζω, όμως, ότι επρόκειτο ακριβώς για πρόσκληση. Μια ώρα αφότου σκοτεινιάσει, έτσι είπε. Ίσως να χρειάζεται να το θυμάσαι αυτό». Με ένα ελαφρύ, πονηρό χαμόγελο, η γυναίκα απομακρύνθηκε, χωρίς να βιάζεται διόλου να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε.

Η Νυνάβε αγριοκοίταξε την πλάτη της γυναίκας που ξεμάκραινε, κι όχι επειδή δεν υποκλίθηκε. Όχι μόνο γι’ αυτό, τουλάχιστον. Κρίμα που δεν έδωσε έμφαση σε μερικά από εκείνα τα ανόητα χαμόγελα, για τις αδελφές αν μη τι άλλο. Ρίχνοντας μια ματιά στην πόρτα που τη χώριζε από τους Άθα’αν Μιέρε, η Νυνάβε σκέφτηκε να ακολουθήσει την Αλίβια, για να βεβαιωθεί ότι έκανε όσα της είχε πει. Αντί γι’ αυτό όμως, πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν βιαζόταν. Φυσικά, δεν θα ήταν ευχάριστο, αν οι Θαλασσινές έβγαιναν έξω και νόμιζαν ότι κρυφακούει, αλλά σίγουρα δεν βιαζόταν διόλου. Απλά, ήθελε να περπατάει κάπως ζωηρά. Αυτό ήταν όλο.

Οι Άθα’αν Μιέρε δεν ήταν οι μόνες που ήθελε να αποφύγει σε ολόκληρο το Παλάτι. Ώστε, δεν επρόκειτο ακριβώς για πρόσκληση, ε; Η Σουμέκο Καριστόβαν, η Χίλαρες Άρμαν κι η Φαμέλ Ζουάρντε ήταν μέλη του Πλεχτού Κύκλου μαζί με τη Ρεάνε Κόρλυ. Το δείπνο δεν ήταν παρά μια δικαιολογία. Ήθελαν να της μιλήσουν σχετικά με τις Ανεμοσκόπους. Και, πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στις Άες Σεντάι του Παλατιού και στις «αδέσποτες» των θαλασσινών. Πάντως, δεν θα την επέπλητταν επειδή απέτυχε να διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο την αξιοπρέπεια του Λευκού Πύργου. Δεν το παρατραβούσαν· όχι ακόμα, τουλάχιστον, αν κι ήταν σχεδόν έτοιμες να το κάνουν. Το σίγουρο ήταν πως, καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, οι πονηρές ερωτήσεις και τα καυστικά σχόλια θα έδιναν και θα έπαιρναν, και δεν θα ήταν τόσο απλό να τους διατάξει να σταματήσουν. Σίγουρα δεν θα το έκαναν, εκτός αν υπάκουαν σε αυστηρή προσταγή. Άσε που, αν δεν πήγαινε η ίδια, δεν το είχαν σε τίποτα να έρθουν να τη βρουν. Η προσπάθεια που κατέβαλε να τις διδάξει να έχουν ισχυρό χαρακτήρα αποδείχτηκε τρομερό λάθος. Τουλάχιστον, δεν ήταν η μόνη που θα αναγκαζόταν να το υποφέρει, παρ’ όλο που πίστευε ότι η Ηλαίην είχε καταφέρει να αποφύγει τα χειρότερα. Πόσο πολύ θα ήθελε να τις ξαναδεί ντυμένες στα λευκά των μαθητευομένων ή με τις φορεσιές των Αποδεχθεισών. Πόσο πολύ θα ήθελε να μην ξαναδεί ποτέ τις Άθα’αν Μιέρε!

«Νυνάβε!» ακούστηκε μια αλλόκοτα πνιχτή κραυγή πίσω της. Η προφορά ανήκε σε θαλασσινή. «Νυνάβε!»

Απομακρύνοντας το χέρι από την πλεξούδα της, η Νυνάβε στράφηκε απότομα, έτοιμη να αρχίσει την κατσάδα. Δεν ήταν ώρα διδασκαλίας, δεν βρίσκονταν πάνω στο πλοίο και, σε τελική ανάλυση, το μόνο που ήθελε ήταν να την αφήσουν ήσυχη!

Η Τάλααν σταμάτησε απότομα μπροστά της, με τα γυμνά της πόδια να γλιστρούν πάνω στις πορφυρές πλάκες του δαπέδου. Λαχανιασμένη, η νεαρή γυναίκα γύρισε το κεφάλι της, λες και φοβόταν μήπως κάποιος την πλησιάσει στα κρυφά. Τιναζόταν από φόβο κάθε φορά που έβλεπε με την άκρη του ματιού της κάποιον υπηρέτη με λιβρέα, και μόλις συνειδητοποιούσε ότι ήταν απλώς υπηρέτης, ανάσαινε ανακουφισμένη. «Μπορώ να πάω στον Λευκό Πύργο;» ρώτησε χωρίς να πάρει ανάσα, τρίβοντας τα χέρια της το ένα με το άλλο και στηριζόμενη πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι. «Δεν πρόκειται να με διαλέξουν ποτέ. Αν αφήσω για πάντα τη θάλασσα, θα το θεωρήσουν θυσία, αλλά το όνειρό μου είναι να γίνω μαθητευόμενη. Θα μου λείψει τρομερά η μητέρα μου, όμως... Σε παρακαλώ. Πρέπει να με πάρεις μαζί σου στον Πύργο. Πρέπει!»

Η Νυνάβε βλεφάρισε στην πλημμυρίδα των λόγων της. Πολλές γυναίκες ονειρεύονταν να γίνουν Άες Σεντάι, αλλά πρώτη φορά έβλεπε κάποια να θέλει να γίνει μαθητευόμενη. Επιπλέον... Οι Άθα’αν Μιέρε αρνούνταν την είσοδο στις Άες Σεντάι σε οποιοδήποτε πλοίο διέθετε Ανεμοσκόπο ικανή να διαβιβάζει, αλλά για να εμποδίσουν τις αδελφές να χώνουν παντού τη μύτη τους, διάλεγαν πότε-πότε μια μαθητευόμενη και την έστελναν στον Λευκό Πύργο. Η Εγκουέν έλεγε πως, προς το παρόν, υπήρχαν τρεις Θαλασσινές αδελφές, όλες αδύναμες ως προς τη Δύναμη. Τρεις χιλιάδες χρόνια ήταν αρκετά για να πείσουν τον Πύργο ότι η ικανότητα αυτή ήταν σπάνια κι ασήμαντη μεταξύ των θηλυκών Άθα’αν Μιέρε, κι ότι δεν άξιζε τον κόπο να γίνει κάποια έρευνα. Η Τάλααν είχε δίκιο. Σε καμία γυναίκα ισχυρή όσο η ίδια δεν θα επιτρεπόταν η πρόσβαση στον Πύργο, ακόμα και τώρα, που το δόλιο τέχνασμά τους έπαιρνε τέλος. Η αλήθεια ήταν πως αποτελούσε μέρος της συμφωνίας ότι οι αδελφές Άθα’αν Μιέρε θα έπαυαν να εποφθαλμιούν τη θέση των Άες Σεντάι και θα γύριζαν στα πλοία τους. Η Αίθουσα του Πύργου σίγουρα θα έβαζε τις φωνές αν μάθαινε κάτι τέτοιο!

«Η εκπαίδευση, ξέρεις, είναι πολύ σκληρή, Τάλααν», αποκρίθηκε ευγενικά η Νυνάβε, «κι, άλλωστε, πρέπει να είστε τουλάχιστον δεκαπέντε υποψήφιες. Επιπλέον...» Κάτι άλλο που είχε αναφέρει η νεαρή γυναίκα ξεπήδησε απότομα στο μυαλό της. «Θα σου λείψει η μητέρα σου, είπες;» ρώτησε κάπως καχύποπτα, χωρίς να νοιάζεται διόλου πώς ερμηνευόταν ο τόνος της φωνής της.

«Μπήκα στα δεκαεννιά!» απάντησε η Τάλααν αγανακτισμένη. Κοιτώντας αυτό το αγορίστικο πρόσωπο και παρουσιαστικό, η Νυνάβε δυσκολευόταν να το πιστέψει. «Εννοείται πως θα μου λείψει η μητέρα μου. Τόσο αφύσικη φαίνομαι; Α, μάλιστα. Δεν κατάλαβες. Σε προσωπικό επίπεδο, τρέφουμε μεγάλη στοργή η μία για την άλλη, αλλά αποφεύγει να δείχνει την εύνοια της δημοσίως. Για εμάς, αυτό είναι σοβαρό έγκλημα. Θα μπορούσαν να την καθαιρέσουν και να μας μαστιγώσουν και τις δυο μας, έχοντας μας κρεμασμένες ανάποδα από το ιστίο».

Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα στην αναφορά του ανάποδου κρεμάσματος. «Καταλαβαίνω ότι σίγουρα θα ήθελες να το αποφύγεις αυτό», είπε. «Ωστόσο...»

«Όλες προσπαθούν να αποφύγουν και την παραμικρή υποψία εύνοιας, αλλά τα πράγματα είναι χειρότερα για εμένα, Νυνάβε!» Το κορίτσι —ή νεαρή γυναίκα, εν πάση περιπτώσει— όντως θα έπρεπε να μάθει μερικά πράγματα πριν γίνει μαθητευόμενη, όπως για παράδειγμα να μη διακόπτει τα λεγόμενα μιας αδελφής. Όχι ότι μπορούσε, βέβαια. Η Νυνάβε προσπάθησε να πάρει εκ νέου την πρωτοβουλία, αλλά τα λόγια ξεχύνονταν σαν χείμαρρος από το στόμα της Τάλααν. «Η γιαγιά μου είναι Ανεμοσκόπος στην Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Ροσαίν, ενώ η προγιαγιά μου είναι Ανεμοσκόπος στη Φατρία Ντέικαν κι η αδελφή της στη Φατρία Τακάνα. Η οικογένειά μου έχει την τιμή πέντε από τα μέλη της να έχουν φτάσει πολύ ψηλά. Και όλοι ψάχνουν για ενδείξεις ότι οι Γκέλυν εκμεταλλεύονται την επιρροή που έχουν. Και δικαίως, το ξέρω —μια κι η εύνοια είναι ανεπίτρεπτη— αλλά η αδελφή μου υπήρξε μαθητευόμενη πέντε χρόνια περισσότερο από το κανονικό, κι η ξαδέλφη μου έξι! Έτσι, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ευνοήθηκαν. Όταν υπολογίζω τα άστρα και προσδιορίζω σωστά το στίγμα μας, τιμωρούμαι επειδή είμαι αργή, ακόμα κι όταν δίνω εξίσου γρήγορες απαντήσεις με την Ανεμοσκόπο Έχβον! Όταν γεύομαι τη θάλασσα και κατονομάζω την ακτή που προσεγγίζουμε, τιμωρούμαι επειδή η γεύση που κατονομάζω δεν είναι ίδια με αυτή της Ανεμοσκόπου Έχβον! Δύο φορές σε θωράκισα, κι όμως απόψε θα με κρεμάσουν από τους αστραγάλους, επειδή δεν το έκανα νωρίτερα! Τιμωρούμαι για σφάλματα που για άλλες παραβλέπονται, σφάλματα τα οποία δεν έκανα ποτέ, επειδή έτσι πρέπει! Άραγε, οι μαθητευόμενες σου εκπαιδεύονται σκληρότερα, Νυνάβε;»

«Η εκπαίδευση των μαθητευομένων μου», είπε αχνά η Νυνάβε. Μακάρι αυτή η γυναίκα να έπαυε να επαναλαμβάνει ότι θα την κρεμούσαν ανάποδα. «Τέλος πάντων, μάλλον δεν θα ήθελες να ακούσεις γι’ αυτό το ζήτημα». Τέσσερις γενιές γυναικών με αυτή την ικανότητα; Μα το Φως! Ακόμα και το κληρονομικό χάρισμα από μάνα σε κόρη ήταν κάτι σπάνιο. Ο Πύργος σίγουρα θα ήθελε κάποια σαν την Τάλααν, αν και κάτι τέτοιο μάλλον δεν θα συνέβαινε. «Να υποθέσω δηλαδή πως η Κάιρε κι η Τεμπρέιλ αγαπιούνται πραγματικά μεταξύ τους, ε;» είπε, προσπαθώντας να αλλάξει θέμα.

Η Τάλααν κάγχασε. «Η θεία μου είναι δόλια κι άτιμη. Γλεντάει κάθε εξευτελισμό που μπορεί να προκαλέσει στη μητέρα μου. Η μάνα μου όμως θα την υποβιβάσει, όπως της αξίζει άλλωστε. Κάποια μέρα, η Τεμπρέιλ θα βρεθεί σε κανένα μπρίκι, στο έλεος μιας Κυράς των Πανιών με σιδερένια γροθιά και χαλασμένα δόντια!» Ένευσε βλοσυρά, ικανοποιημένη από τη σκέψη και μόνο. Κατόπιν, γουρλώνοντας τα μάτια, αναπήδησε σαν ελαφάκι, καθώς ένας υπηρέτης πέρασε πίσω της, κάτι που την επανάφερε στον αρχικό της σκοπό. Άρχισε να μιλάει βιαστικά, πασχίζοντας να ρίχνει ταυτόχρονες ματιές προς κάθε κατεύθυνση. «Φυσικά, δεν γίνεται να εκφραστείς κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, αλλά μπορείς να το κάνεις οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Πες τους πως πρόκειται να πάω στον Πύργο, και μάλλον δεν θα σου το αρνηθούν. Στο κάτω-κάτω, είσαι Άες Σεντάι!»

Η Νυνάβε κοίταξε το κορίτσι με γουρλωμένα μάτια. Και θα τα είχαν ξεχάσει όλα αυτά μέχρι την επόμενη φορά που θα τους έκανε μάθημα; Η ανόητη, είχε δει τι της έκαναν! «Καταλαβαίνω πόσο πολύ θέλεις να πας, Τάλααν», είπε, «όμως...»

«Σ’ ευχαριστώ», τη διέκοψε η Τάλααν, κάνοντας μια γρήγορη υπόκλιση. «Σ’ ευχαριστώ!» Κι απομακρύνθηκε, τρέχοντας στον διάδρομο, απ’ όπου είχε εμφανιστεί.

«Περίμενε!» της φώναξε η Νυνάβε, κάνοντας λίγα βήματα προς το μέρος της. «Γύρνα πίσω! Δεν υποσχέθηκα τίποτα!»

Οι υπηρέτες στράφηκαν να την κοιτάξουν, και συνέχισαν να της ρίχνουν απορημένες ματιές ακόμα κι όταν επέστρεψαν στις δουλειές τους. Η Νυνάβε σκέφτηκε να ακολουθήσει την ανόητη γυναίκα, αλλά φοβήθηκε πως έτσι θα έπεφτε πάνω στη Ζάιντα και στις υπόλοιπες. Κι αυτή η ηλίθια ήταν πολύ πιθανό να αρχίσει να διαδίδει από δω κι από κει ότι θα πήγαινε στον Πύργο κι ότι της το είχε υποσχεθεί η Νυνάβε. Μα το Φως, ίσως να τους το ξεφούρνιζε ήδη!

«Μοιάζεις σαν να κατάπιες χαλασμένο δαμάσκηνο», ακούστηκε η φωνή του Λαν, που εμφανίστηκε πλάι της, ψηλός, στιβαρός κι εκπληκτικά όμορφος, μες στο καλοραμμένο πράσινο πανωφόρι του. Η Νυνάβε αναρωτήθηκε πόση ώρα βρισκόταν εκεί. Ήταν κάπως παράξενο ένας τόσο τεράστιος άντρας με επιβλητικό παρουσιαστικό να στέκεται τόσο ακίνητος, ώστε να μην τον προσέξεις, ακόμα και χωρίς μανδύα Προμάχου.

«Ολόκληρο καλάθι κατάπια», μουρμούρισε η Νυνάβε, πιέζοντας το πρόσωπό της πάνω στο φαρδύ στέρνο του συζύγου της. Ένιωθε ωραία έτσι όπως έγερνε, για μια στιγμή μονάχα, πάνω στο δυνατό του κορμί, ενώ αυτός της χάιδευε απαλά τα μαλλιά, έστω κι αν η γυναίκα αναγκάστηκε να μετακινήσει τη λαβή του σπαθιού του από τα πλευρά της. Κι ας πάνε να πνιγούν όσοι παρακολουθούσαν αυτή τη δημόσια εκδήλωση στοργής. Για τη Νυνάβε, το ένα κακό έφερνε το άλλο, συσσωρεύοντας έναν τεράστιο σωρό προβλημάτων. Ακόμα κι αν έλεγε στη Ζάιντα και στις υπόλοιπες ότι δεν είχε κανέναν σκοπό να πάρει την Τάλααν στον Πύργο, θα την έγδερναν. Ούτε από τον Λαν μπορούσε να το κρύψει αυτή τη φορά, ακόμα κι αν τα είχε καταφέρει την πρώτη. Σίγουρα θα το μάθαινε η Ρεάνε, όπως κι άλλες επίσης. Κι η Άλις! Τότε, θα άρχιζαν να της συμπεριφέρονται όπως στη Μέριλιλ, αγνοώντας επιδεικτικά τις προσταγές της, και με τον σεβασμό τους απέναντι της να είναι ίδιος με εκείνον των Ανεμοσκόπων προς την Τάλααν. Πιθανότατα, θα της φόρτωναν τη φρούρηση της Αλίβια, κάτι που θα ήταν καταστροφή κι απόλυτος εξευτελισμός. Φαίνεται πως, τελευταία, το να βρίσκει τρόπους να εξευτελίζεται ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Και κάθε τέταρτη μέρα θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τη Ζάιντα και τις Ανεμοσκόπους.

«Θυμάσαι χθες το πρωί που με κράτησες στα διαμερίσματά μας;» μουρμούρισε κοιτώντας τον, διακρίνοντας ένα πλατύ χαμόγελο να αντικαθιστά την ανησυχία στο πρόσωπό του. Φυσικά και θυμόταν. Το πρόσωπό της ζωήρεψε. Άλλο να μιλάς σε φίλους, κι άλλο να είσαι ειλικρινής με τον άντρα σου. «Λοιπόν, θέλω να με πας εκεί αμέσως και να με εμποδίσεις να φορέσω ρούχα για κανένα χρόνο!» Σε πρώτη φάση, έδειχνε αρκετά αχαλίνωτη, αλλά ο Λαν είχε τρόπους να την κάνει να ξεχάσει τη λύσσα της.

Ο άντρας τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω, γέλασε βροντερά κι, ένα λεπτό αργότερα, η Νυνάβε τον μιμήθηκε. Ωστόσο, ήθελε να κλάψει. Στην πραγματικότητα, δεν αστειευόταν καθόλου.

Το να έχει σύζυγο σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να μοιράζεται το κρεβάτι της με άλλη γυναίκα, ή με δύο, κάτι που της εξασφάλιζε καθιστικό. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά έμοιαζε πάντα άνετο, με ένα ωραίο τζάκι κι ένα μικρό τραπέζι με τέσσερα καθίσματα. Ό,τι ακριβώς χρειάζονταν η ίδια κι ο Λαν. Ωστόσο, μόλις μπήκαν στο καθιστικό, ανακάλυψε πως οι ελπίδες της για λίγη απομόνωση έκαναν φτερά. Η Αρχιυπηρέτρια τους περίμενε καταμεσής του λουλουδάτου κιλιμιού, μεγαλοπρεπής σαν βασίλισσα, τακτοποιημένη λες και μόλις είχε ντυθεί, και διόλου ευχαριστημένη. Σε μια γωνιά του δωματίου βρισκόταν ένας άτσαλα ντυμένος κι ασουλούπωτος τύπος με μια αηδιαστική κρεατσελιά στη μύτη και με ένα δισάκι να κρέμεται βαριά από τον ένα του ώμο.

«Αυτός εδώ ισχυρίζεται πως έχει κάτι επείγον για σένα», είπε η Κυρά Χάρφορ κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση. Πολύ σύντομη, αλλά ευπρεπέστατη. Δεν έμπαινε στον κόπο να υποκλίνεται στον καθένα, εκτός από την Ηλαίην. Η χροιά της φωνής της ακουγόταν αποδοκιμαστική, τόσο για τη Νυνάβε, όσο και για τον τύπο με την κρεατοελιά. «Δεν διστάζω να σας αναφέρω ότι δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη».

Η Νυνάβε ήταν κουρασμένη και το να αγκαλιάσει την Πηγή έμοιαζε πέραν των δυνάμεων της, ωστόσο τα κατάφερε μέσα σε μια στιγμή, αφού στο μυαλό της ξεπήδησαν σκέψεις περί δολοφόνων και το Φως μόνο ξέρει τι άλλο. Ο Λαν θα πρέπει να παρατήρησε κάποια αλλαγή στο πρόσωπό της, γιατί έκανε ένα βήμα μπρος, προς το μέρος του τύπου με την κρεατοελιά. Δεν άγγιξε καν το ξίφος του, αλλά ξαφνικά πήρε μια στάση λες κι η λάμα είχε ήδη τραβηχτεί. Η Νυνάβε δεν μπορούσε να καταλάβει με ποιον τρόπο διάβαζε το μυαλό της μερικές φορές, όταν μάλιστα κάποια άλλη κρατούσε τον δεσμό του, αλλά όπως και να έχει ήταν ευχαριστημένη. Μπορεί να κατάφερε να ανταγωνιστεί την Τάλααν —στη δύναμη, τουλάχιστον— αλλά δεν ήταν σίγουρη αν εκείνη την ώρα μπορούσε να διαβιβάσει αρκετά για να αναποδογυρίσει μια καρέκλα. «Δεν νομίζω», άρχισε να λέει.

«Με το συμπάθιο, Αρχόντισσα», μουρμούρισε βιαστικά ο ασουλούπωτος τύπος, τραβώντας το λιγδιασμένο του τσουλούφι. «Η Κυρά Θέην είπε πως επιθυμείς να με δεις αμέσως. Μια δουλειά για τον Κύκλο των Γυναικών. Κάτι σχετικό με τον Τσεν Μπούι».

Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε, αλλά ένα λεπτό αργότερα θυμήθηκε να κλείσει το στόμα της, «Ναι», είπε αργόσυρτα, κοιτώντας τον άντρα. Ήταν δύσκολο να αποστρέψει τη ματιά της από εκείνη την απαίσια κρεατοελιά, αλλά ήταν σίγουρη πως δεν είχε ξαναδεί αυτόν τον τύπο. Δουλειά για τον Κύκλο των Γυναικών, είπε; Μα δεν επιτρεπόταν σε κανέναν άντρα να χώνει τη μύτη του σε τέτοια θέματα. Αποτελούσαν μυστικό. Ωστόσο, εξακολούθησε να κρατά το σαϊντάρ. «Ναι... τώρα θυμήθηκα. Σε ευχαριστώ, Κυρά Χάρφορ. Σίγουρα θα σε περιμένουν κάμποσες δουλειές».

Αντί να πιάσει το υπονοούμενο, η Αρχιυπηρέτρια δίστασε και της έριξε ένα βλοσυρό και κάπως ύποπτο βλέμμα. Κατόπιν, το βλοσυρό βλέμμα γλίστρησε προς το μέρος του ασουλούπωτου άντρα, κοντοστάθηκε στον Λαν και χάθηκε. Ένευσε, λες κι η παρουσία του Πρόμαχου έκανε όλη τη διαφορά! «Λοιπόν, σας αφήνω. Σίγουρα ο Άρχοντας Λαν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τούτον εδώ».

Καταπνίγοντας την αγανάκτηση της, η Νυνάβε δεν περίμενε καν να κλείσει η πόρτα, πριν γυρίσει στον άτσαλο τύπο και στην κρεατοελιά του. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε απότομα. «Πώς ξέρεις αυτά τα ονόματα; Σίγουρα δεν είσαι από τους Δύο Ποτ...»

Ο άντρας... κυμάτισε. Δεν υπήρχε καλύτερη λέξη για να περιγράψει αυτό που συνέβη. Κυμάτισε, τεντώθηκε, ψήλωσε, και ξαφνικά να σου ο Ραντ, μορφάζοντας και ξεροκαταπίνοντας, φορώντας το τσαλακωμένο του μάλλινο, ενώ αυτά τα απαίσια κεφάλια λαμπύριζαν χρυσοκόκκινα πάνω στα χέρια του και ένα πέτσινο δισάκι ήταν κρεμασμένο από τον ώμο του. Πού το είχε μάθει αυτό το κόλπο; Ποιος τον είχε διδάξει; Η Νυνάβε ίσα-ίσα που συγκρατήθηκε να μη μεταμφιεστεί κι αυτή, για μια στιγμή μόνο, έτσι για να του δείξει πως μπορούσε να κάνει το ίδιο.

«Βλέπω πως δεν ακολούθησες τη συμβουλή σου», είπε ο Ραντ στον Λαν, λες κι η Νυνάβε ήταν απούσα. «Γιατί όμως την αφήνεις να προσποιείται πως είναι Άες Σεντάι; Ακόμα κι αν την αφήνουν οι αληθινές Άες Σεντάι, μπορεί να πάθει κακό».

«Επειδή είναι πράγματι Άες Σεντάι, βοσκέ», αποκρίθηκε ήρεμα ο Λαν. Ούτε αυτός την κοιτούσε! Και, μάλιστα, έμοιαζε έτοιμος να τραβήξει το ξίφος του πάραυτα. «Όσον αφορά στο άλλο που είπες... Μερικές φορές είναι ισχυρότερη από εσένα. Το έπιασες;»

Ο Ραντ την κοίταξε και συνοφρυώθηκε γεμάτος δυσπιστία, ακόμα κι όταν η γυναίκα τακτοποίησε επιδεικτικά την εσάρπα της, έτσι που ταρακουνήθηκαν τα κίτρινα κρόσσια. Ωστόσο, ο Ραντ κούνησε αργά το κεφάλι του κι είπε; «Όχι. Έχεις δίκιο. Μερικές φορές είσαι πολύ κουρασμένος για να κάνεις αυτό που πρέπει».

«Τι μουρμουράτε εσείς οι δυο;» ρώτησε κοφτά η Νυνάβε.

«Αντρικές κουβέντες», αποκρίθηκε ο Λαν.

«Δεν θα καταλάβαινες», είπε ο Ραντ.

Η Νυνάβε ρουθούνισε περιφρονητικά. Εννιά στις δέκα φορές οι «αντρικές κουβέντες» ήταν κουτσομπολιά και φλυαρίες, κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Βαριεστημένα, ελευθέρωσε το σαϊντάρ, αν και κάπως απρόθυμα. Σίγουρα δεν ήταν αναγκαίο να προστατέψει τον εαυτό της ενάντια στον Ραντ, αλλά θα της άρεσε να το κρατήσει λίγο ακόμα, να το αγγίξει μόνο, άσχετα αν ήταν κουρασμένη ή όχι.

«Γνωρίζουμε τα πάντα σχετικά με την Καιρχίν, Ραντ», είπε και βυθίστηκε με χάρη σε ένα κάθισμα. Αυτές οι καταραμένες οι Θαλασσινές την είχαν εξουθενώσει! «Γι’ αυτό βρίσκεσαι εδώ ντυμένος έτσι; Αν προσπαθείς να κρυφτείς από κάποιον...» Έμοιαζε κουρασμένος. Κάπως πιο σκληροτράχηλος απ’ όσο θυμόταν, αλλά πολύ κουρασμένος. Ωστόσο, ο Ραντ παρέμεινε όρθιος. Παραδόξως, έμοιαζε με τον Λαν, έτοιμος να τραβήξει ένα ξίφος που δεν φορούσε. Ίσως εκείνη η προσπάθεια δολοφονίας του ήταν αρκετή για να τον λογικέψει. «Ραντ, η Εγκουέν μπορεί να σε βοηθήσει».

«Δεν κρύβομαι ακριβώς», είπε ο Ραντ. «Όχι, τουλάχιστον, μέχρι να σκοτώσω κάποιους που τους αξίζει». Μα το Φως, ήταν εντελώς απόλυτος σε αυτό το θέμα, όπως κι η Αλίβια! Γιατί, άραγε, αντάλλασσαν ματιές με τον Λαν, αμφότεροι προσποιούμενοι πως δεν έτρεχε τίποτα; «Εν πάση περιπτώσει, με ποιον τρόπο μπορεί να βοηθήσει η Εγκουέν;» συνέχισε, ακουμπώντας το δισάκι πάνω στο τραπέζι. Κρίνοντας από τον μαλακό αλλά συμπαγή ήχο που ακούστηκε, θα πρέπει να περιείχε κάποιο φορτίο. «Να υποθέσω πως είναι κι αυτή Άες Σεντάι;» Ο τόνος της φωνής του ακουγόταν εύθυμος! «Βρίσκεται κι αυτή εδώ; Δηλαδή, είστε εσείς οι τρεις και δύο πραγματικές Άες Σεντάι. Δύο μόνο! Όχι. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Σε χρειάζομαι για να φυλάξεις κάτι, μέχρι...»

«Η Εγκουέν είναι Έδρα της Άμερλιν, κουφιοκέφαλε», γρύλισε η Νυνάβε. Αισθάνθηκε ωραία που διέκοψε τα λόγια κάποιου, έτσι για αλλαγή. «Η Ελάιντα είναι σφετερίστρια κι ελπίζω να είσαι αρκετά λογικός, ώστε να μην την πλησιάσεις! Δεν θα έφευγες αρτιμελής από μια τέτοια συνάντηση, σ’ το υπογράφω! Εδώ υπάρχουν πέντε αληθινές Άες Σεντάι, συμπεριλαμβανομένης της αφεντιάς μου, κι άλλες τριακόσιες, που, μαζί με την Εγκουέν κι έναν ολόκληρο στρατό, ετοιμάζονται να ανατρέψουν την Ελάιντα. Κοίτα τα χάλια σου! Παρά τα γενναία λόγια σου, κάποιος κόντεψε να σε σκοτώσει, κι εσύ ψάχνεις να βρεις μέρος να κρυφτείς, ντυμένος σταβλίτης! Υπάρχει πιο ασφαλές μέρος από το να είσαι κοντά στην Εγκουέν; Ακόμα κι οι Άσα’μαν δεν θα τολμούσαν να τα βάλουν με τριακόσιες αδελφές!» Μια χαρά τα πήγε. Ο Ραντ πάσχισε να κρύψει την έκπληξή του, αλλά δεν τα κατάφερε κι απέμεινε να την κοιτάει.

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι τολμούν να κάνουν οι Άσα’μαν», είπε ξερά ύστερα από ένα λεπτό. «Να υποθέσω πως ο Ματ βρίσκεται με τον στρατό της Εγκουέν;» Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του και παραπάτησε.

Δεν έκανε ούτε μισό βήμα, κι η Νυνάβε πετάχτηκε από το κάθισμά της, πριν ο Ραντ προλάβει να σταθεροποιηθεί ξανά. Καταβάλλοντας προσπάθεια, αγκάλιασε το σαϊντάρ, άπλωσε τα χέρια της για να πιάσει γερά το κεφάλι του και, με αρκετό κόπο, ύφανε έναν Εντοπισμό γύρω του. Είχε προσπαθήσει να βρει καλύτερο τρόπο για να ανακαλύπτει από τι έπασχε κάποιος, αλλά χωρίς επιτυχία μέχρι στιγμής. Ήταν αρκετό. Μόλις η ύφανση κατακάθισε επάνω του, της κόπηκε η ανάσα. Γνώριζε για την πληγή στο πλευρό του από το Φάλμε, η οποία ποτέ δεν είχε γιατρευτεί τελείως κι αντιστεκόταν σε κάθε είδους Θεραπεία που ήξερε, σαν φλύκταινα κακού πάνω στη σάρκα του. Τώρα, υπήρχε άλλη μία μισογιατρεμένη πληγή πάνω από την παλιά, μια πληγή κακού που παλλόταν κι αυτή. Ωστόσο, ήταν ένα διαφορετικού είδους κακό, κάτι σαν αντικαθρέφτισμα του πρώτου, εξίσου όμως μολυσματικό. Επιπλέον, δεν μπορούσε να αγγίξει κανένα με τη χρήση της Δύναμης. Η αλήθεια ήταν πως δεν το ήθελε —και μόνο η σκέψη την έκανε να ανατριχιάζει!— αλλά προσπάθησε. Κάτι αόρατο την κράτησε σε απόσταση. Κάτι σαν ξόρκι. Ένα ξόρκι που αδυνατούσε να δει. Ένα ξόρκι φτιαγμένο από σαϊντίν, άραγε;

Σταμάτησε να διαβιβάζει κι έκανε πίσω. Αγκιστρώθηκε στην Πηγή. Άσχετα από το πόσο εξουθενωμένη ήταν, έπρεπε να ζοριστεί για να την αφήσει. Καμιά αδελφή δεν θα σκεφτόταν την αρσενική πλευρά της Δύναμης χωρίς τουλάχιστον ένα μικρό άγγιγμα φόβου. Ο Ραντ την κοίταξε ήρεμα, κάτι που την έκανε να αναρριγήσει. Έμοιαζε εντελώς διαφορετικός άνθρωπος από τον Ραντ αλ’Θόρ που είχε παρακολουθήσει να μεγαλώνει. Ήταν πολύ ευχαριστημένη που βρισκόταν κι ο Λαν εκεί, παρ’ όλο που δυσκολευόταν να το παραδεχτεί. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως ο Πρόμαχος δεν είχε χαλαρώσει καθόλου. Μπορεί να κουβέντιαζε με τον Ραντ σαν δύο άντρες που τα πίνουν, αλλά δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει πως ήταν επικίνδυνος. Ο δε Ραντ κοιτούσε τον Λαν σαν να ήξερε τις σκέψεις του και τις αποδεχόταν.

«Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία πια», είπε ο Ραντ, και στράφηκε προς το δισάκι που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι. Η Νυνάβε δεν κατάλαβε αν εννοούσε τις πληγές του ή τον Ματ. Άνοιξε το δισάκι κι έβγαλε δύο αγαλματίδια κάπου ένα πόδι ύψος. Το ένα απεικόνιζε έναν σοφό, γενειοφόρο άντρα και το άλλο μια εξίσου σοφή γυναίκα με γαλήνια χαρακτηριστικά, καθένας εκ των οποίων φορούσε έναν πτυχωτό χιτώνα και κρατούσε ψηλά μια καθάρια, κρυστάλλινη σφαίρα. Από τον τρόπο που κρατούσε τα αγαλματίδια, φαινόταν πως ήταν βαρύτερα απ’ όσο έδειχναν. «Θέλω από εσένα, Νυνάβε, να τα φυλάξεις, μέχρι να στείλω κάποιον να τα ξαναπάρει». Ακούμπησε το ένα του χέρι στη γυναικεία φιγούρα και δίστασε κάπως. «Θα σε χρειαστώ επίσης, όταν έρθει η ώρα να τα χρησιμοποιήσω. Να τα χρησιμοποιήσουμε, καλύτερα. Όλα αυτά, αφού κανονίσω εκείνους τους τύπους. Αυτή είναι η πρώτη μου προτεραιότητα».

«Να τα χρησιμοποιήσουμε;» τον ρώτησε καχύποπτα. Γιατί, όμως, έπρεπε να προηγηθεί η δολοφονία κάποιου; Ωστόσο, δεν ήταν αυτή η σημαντική ερώτηση. «Γιατί; Μήπως είναι τερ’ανγκριάλ;»

Ο Ραντ ένευσε καταφατικά. «Με αυτό εδώ, μπορείς να αγγίξεις το μεγαλύτερο σα’ανγκριάλ που φτιάχτηκε ποτέ για γυναίκα. Απ’ όσο ξέρω, βρίσκεται θαμμένο στο Τρεμάλκινγκ, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία». Το χέρι του μετακινήθηκε προς τη φιγούρα του άντρα. «Με αυτό εδώ, μπορώ να αγγίξω το αρσενικό του δίδυμο. Κάποτε... κάποιος μου είπε ότι ένας άντρας και μια γυναίκα που χρησιμοποιούν αυτά τα σα’ανγκριάλ θα μπορούσαν να αψηφήσουν ακόμα και τον ίδιο τον Σκοτεινό. Μπορεί κάποια μέρα να χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά, μέχρι τότε, ελπίζω πως είναι αρκετά για να εξαγνίσουν την αρσενική πλευρά της Πηγής».

«Αν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, δεν θα το έκαναν στην Εποχή των Θρύλων;» ρώτησε σιγανά ο Λαν, αθόρυβα όπως το ατσάλινο σπαθί που γλιστράει από το θηκάρι. «Είπες κάποτε πως μπορεί να πληγωνόταν εξαιτίας μου». Όσο παράξενο κι αν φαινόταν, η φωνή του είχε γίνει ακόμα πιο σκληρή. «Εσύ, όμως, θα μπορούσες να τη σκοτώσεις, βοσκέ». Ο τόνος της φωνής του καθιστούσε σαφές πως ο Λαν δεν θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί αυτό.

Το βλέμμα του Ραντ συνάντησε τη γαλάζια, ψυχρή ματιά του Λαν κι έγινε εξίσου παγερό. «Δεν ξέρω γιατί δεν το έκαναν, κι ούτε με ενδιαφέρει. Έπρεπε να δοκιμαστεί πρώτα».

Η Νυνάβε δάγκωσε το κάτω χείλος της. Υπέθεσε πως ο Ραντ θα το έκανε θέμα —και κατόπιν θα αποφάσιζε πως ήταν κάτι προσωπικό, αλλά το σίγουρο ήταν πως, μέχρι να αποφασίσει, θα τη ζάλιζε— ωστόσο, δεν νοιαζόταν διόλου που η τοποθέτηση του Λαν ήταν άτοπη. Ήταν λίγο άτσαλος σε αυτά τα ζητήματα, αλλά της άρεσαν οι ειλικρινείς άντρες. Έπρεπε να σκεφτεί, κι όχι για την απόφαση που θα έπαιρνε. Αυτή είχε προκαθοριστεί. Το θέμα ήταν πώς θα την εκπλήρωνε. Ίσως να μην άρεσε στον Ραντ, και σίγουρα δεν θα άρεσε στον Λαν. Τέλος πάντων, οι άντρες θέλουν πάντα να κάνουν το δικό τους. Μερικές φορές, όμως, καλό είναι να τους λέει και κάποιος ότι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει πάντα.

«Νομίζω πως είναι θαυμάσια ιδέα», είπε η Νυνάβε, και δεν έλεγε ακριβώς ψέματα. Ήταν πράγματι θαυμάσια, συγκριτικά με τις εναλλακτικές. «Αλλά δεν βλέπω τον λόγο να κάθομαι εδώ και να περιμένω να με καλέσετε, λες κι είμαι καμιά υπηρέτρια. Θα το κάνω, αλλά θα είμαστε όλοι μαζί».

Είχε δίκιο. Δεν τους άρεσε καθόλου.

Загрузка...