Οι μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονική προσπάθεια του γκόλαμ ήταν εξαιρετικά εκνευριστικές για τον Ματ. Η γκριζάδα του ουρανού είχε καταντήσει μόνιμη, κι η μόνη αλλαγή ήταν όταν έβρεχε.
Οι φήμες στους δρόμους έδιναν κι έπαιρναν, σχετικά με έναν άντρα που είχε βρεθεί σκοτωμένος από λύκο, με τον λαιμό ξεσκισμένο. Κανείς δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα, απλώς ο κόσμος ήταν περίεργος_ χρόνια είχαν να εμφανιστούν λύκοι κοντά στο Έμπου Νταρ. Ο Ματ, όμως, ανησυχούσε. Μπορεί οι ντόπιοι να πίστευαν ότι ένας λύκος είχε προσεγγίσει τα τείχη της πόλης, αλλά αυτός γνώριζε κάτι παραπάνω. Το γκόλαμ δεν είχε απομακρυνθεί και πολύ. Ο Χάρναν κι οι υπόλοιποι Κοκκινόχεροι αρνούνταν πεισματικά να φύγουν, ισχυριζόμενοι πως είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν τα νώτα του, ενώ ο Βάνιν αρνούνταν χωρίς να υπάρχει κανείς εμφανής λόγος, εκτός πιθανόν από κάποιο χαμηλόφωνο σχόλιο σχετικά με την οξυδέρκεια του Ματ για τα γρήγορα άλογα. Πάντως, δεν παρέλειψε να φτύσει ύστερα από αυτά τα λόγια. Η Ρισέλ, με το χαριτωμένο, ελαιόχρωμο πρόσωπό της, που έκανε τους άντρες να ξεροκαταπίνουν, και τα μεγάλα, πονηρά μαύρα μάτια της, που σου στέγνωναν τον λαιμό, ρώτησε να μάθει την ηλικία του Όλβερ, κι όταν ο Ματ τής είπε ότι κόντευε τα δέκα, φάνηκε να εκπλήσσεται και σούφρωσε σκεπτική τα χείλη της. Άσχετα όμως αν προέβη σε αλλαγές στα μαθήματά του, ο Όλβερ δεν έπαψε στιγμή να μουρμουρίζει, τόσο για τα στήθη της, όσο και για τα βιβλία που του διάβαζε. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως ο Όλβερ είχε παρατήσει τις νυχτερινές παρτίδες Φιδιών κι Αλεπούδων εξαιτίας της Ρισέλ και των βιβλίων. Κι όταν ο πιτσιρίκος έβγαινε από τα διαμερίσματα που κάποτε ανήκαν στον Ματ, να σου ο Θομ, που γλιστρούσε μέσα με την άρπα παραμάσχαλα, πράγμα που από μόνο του ήταν ικανό να εξοργίσει τον Ματ, αν και δεν ήταν το μοναδικό.
Ο Θομ κι ο Μπέσλαν έβγαιναν συχνά μαζί χωρίς να τον προσκαλούν, κι έλειπαν τη μισή μέρα ή τη μισή νύχτα. Κανείς τους δεν μιλούσε σχετικά με τα σχέδιά τους, αν κι ο Θομ είχε την καλοσύνη να δείχνει κάπως αμήχανος. Ο Ματ ήλπιζε πως δεν θα σκότωναν κόσμο για το τίποτα, αλλά εκείνοι ενδιαφέρονταν ελάχιστα για τη γνώμη του. Ο Μπέσλαν, μόλις τον έβλεπε, του έριχνε άγριες ματιές. Ο Τζούιλιν εξακολουθούσε να ξεγλιστρά στα άνω διαζώματα, αλλά δεν διέφυγε την προσοχή της Σούροθ, κι έτσι το μόνο που κέρδισε ήταν να τον δέσουν με ιμάντες, να τον κρεμάσουν από τους καρπούς σε έναν πάσσαλο των στάβλων, και να τον αρχίσουν στις βουρδουλιές. Ο Ματ πρόσεξε πως ο Βάνιν ανέλαβε να περιποιηθεί τις πληγές από τον βούρδουλα —ισχυριζόταν πως το να γιατρεύεις ανθρώπους ήταν το ίδιο με το να γιατρεύεις άλογα— και τον προειδοποίησε πως την επόμενη φορά τα πράγματα θα ήταν χειρότερα, αλλά ο βλάκας επανήλθε στα άνω διαζώματα το ίδιο βράδυ, μορφάζοντας από πόνο, μια κι ένιωθε πολύ βαριά την πουκαμίσα στην πλάτη του. Μάλλον ήταν γυναικοδουλειά, αν κι ο ληστοκυνηγός αρνήθηκε να το σχολιάσει. Ο Ματ υποπτευόταν κάποια από τις ευγενείς των Σωντσάν. Αν επρόκειτο για υπηρέτρια του Παλατιού, θα μπορούσε να τον συναντήσει στα διαμερίσματά του, χωρίς την ανάμειξη του Θομ.
Το σίγουρο ήταν πως δεν επρόκειτο για τη Σούροθ, ούτε για την Τουόν, αλλά αυτές δεν ήταν οι μόνες Σωντσάν Υψηλής Γενιάς στο Παλάτι. Η πλειονότητα των Σωντσάν ευγενών ενοικίαζε δωμάτια στην πόλη, ακόμα και σπίτια ολόκληρα, αλλά δεν ήταν λίγοι αυτοί που ακολούθησαν τη Σούροθ, μια χούφτα μάλιστα από δαύτους ήρθαν μαζί με το κορίτσι. Μερικές από τις γυναίκες τους είχαν ευχάριστη όψη, παρότι ήταν οπλισμένες σαν αστακοί και παρά τα λοφία στο κεφάλι τους και τα υποτιμητικά βλέμματα που έριχναν σε οποιονδήποτε δεν είχε ξυρίσει τους κροτάφους του. Αυτό, βέβαια, σε περίπτωση που τους πρόσεχαν κάπως περισσότερο και δεν τους θεωρούσαν απλά έπιπλα. Έμοιαζε απίθανο κάποια από αυτές τις υπεροπτικές γυναίκες να ρίξει δεύτερη ματιά σε έναν άντρα που κοιμόταν στον υπηρετικό τομέα, αλλά το Φως μόνο ξέρει πόσο παράξενα είναι τα γούστα των γυναικών για τους άντρες. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να αφήσει τον Τζούιλιν μοναχό του. Όποια κι αν ήταν η γυναίκα, θα μπορούσε κάλλιστα να αποκεφαλίσει τον ληστοκυνηγό, αλλά αυτού του είδους ο πυρετός έπρεπε να καταλαγιάσει προτού ο άντρας κατόρθωνε να σκεφτεί λογικά. Οι γυναίκες έκαναν μερικές φορές περίεργα πράγματα στο μυαλό ενός άντρα.
Τα άρτι αφιχθέντα πλοιάρια άδειαζαν κόσμο, ζώα και φορτία επί μέρες ολόκληρες, σε τόσο μεγάλες ποσότητες, ώστε τα ογκώδη τείχη της πόλης θα εκρήγνυντο από την πίεση αν όλοι αυτοί παρέμεναν στο εσωτερικό της. Ωστόσο, η ροή του όχλου εξακολουθούσε αμείωτη, τόσο μέσα στην πόλη όσο και στην επαρχία, οικογένειες που κουβαλούσαν την τέχνη και το βίος τους, έτοιμες να εγκατασταθούν κάπου για τα καλά. Μαζί τους παρήλαυναν χιλιάδες στρατιώτες, διατεταγμένα τμήματα πεζικού κι ιππικού με την υπεροψία των βετεράνων, κινούμενα προς Βορρά με τις φανταχτερές αρματωσιές τους κι ανατολικά, διασχίζοντας το ποτάμι. Ο Ματ παράτησε την προσπάθεια να τους μετρήσει. Κάποιες φορές έβλεπε παράξενα πλάσματα, αν και τα περισσότερα από δαύτα δεν κουβαλούσαν φορτία κι ίπταντο πάνω από την πόλη, για να αποφύγουν τους δρόμους. Τορμ σαν γάτες σε μέγεθος αλόγων, με τρία μάτια και μπρούντζινες θωρακίσεις, προκαλούσαν ανεξέλεγκτο πανικό στα ίδια τα άλογα απλώς με την παρουσία τους, και κορλμ, σαν τριχωτά, άφτερα πουλιά, ψηλά όσο κι ένας άντρας, με μεγάλα αυτιά που συσπώνταν συνέχεια και τεράστια ράμφη που έδιναν την εντύπωση ότι λαχταρούσαν να ξεσκίσουν σάρκα, όπως επίσης και πελώρια σ’ρέντιτ, με τις μεγάλες μύτες και τους ακόμα μεγαλύτερους χαυλιόδοντες. Τα ράκεν και τα ακόμα ογκωδέστερα το’ράκεν πετούσαν από τις αποβάθρες τους, πίσω από το Ράχαντ, τεράστιες σαύρες με απλωτά, νυχτεριδόμορφα φτερά που κουβαλούσαν ανθρώπους στην πλάτη. Δεν ήταν δύσκολο να θυμάται κανείς τα ονόματα. Κάθε Σωντσάν στρατιώτης ήξερε καλά πόσο απαραίτητη ήταν η ύπαρξη ανιχνευτών στα ράκεν καθώς και την ικανότητα των κορλμ στην ανίχνευση, ενώ τα σ’ρέντιτ ήταν χρήσιμα για βαριές δουλειές ενώ τα τορμ υπερβολικά έξυπνα για να τα εμπιστεύεται κανείς. Ο Ματ έμαθε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα από άντρες που επιθυμούσαν ό,τι κι ένας κοινός στρατιώτης, δηλαδή πιοτό, γυναίκες και τυχερά παιχνίδια, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Κι οι στρατιώτες αυτοί ήταν πράγματι βετεράνοι. Το Σωντσάν ήταν μια Αυτοκρατορία μεγαλύτερη απ’ όλα τα έθνη ανάμεσα στον Ωκεανό Άρυθ και στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, υπό την εξουσία μίας και μοναδικής Αυτοκράτειρας αλλά με ιστορία σχεδόν συνεχόμενων επαναστάσεων κι εξεγέρσεων, που χρησίμευαν για να διατηρούν σε εγρήγορση τις ικανότητες των στρατιωτών. Με τους αγρότες, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα.
Φυσικά, δεν έφυγαν όλοι οι στρατιώτες. Παρέμεινε μια ισχυρή φρουρά, αποτελούμενη όχι μόνο από Σωντσάν αλλά κι από σιδερόφρακτους Ταραμπονέζους λογχοφόρους κι Αμαδισιανούς ακοντιστές με θώρακες βαμμένους, για να μοιάζουν με αρματωσιές Σωντσάν. Υπήρχαν, επίσης, κι Αλταρανοί, δίπλα από τους οπλίτες του Οίκου της Τάυλιν. Σύμφωνα με τους Σωντσάν, οι Αλταρανοί από την ενδοχώρα, με τις κόκκινες ραβδώσεις που διασταυρώνονταν πάνω στις πανοπλίες τους, ανήκαν στην Τάυλιν όσο κι οι τύποι που φρουρούσαν το Παλάτι Τάρασιν, από τους οποίους η Τάυλιν, παραδόξως, δεν φαινόταν να είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Παρόμοια συναισθήματα απέναντι τους έτρεφαν κι οι άλλοι, από την ενδοχώρα. Αυτοί κι οι άντρες με τις πράσινες κι άσπρες στολές των Μίτσομπαρ αλληλοκοιτάζονταν σαν γάτες σε μικρό κλουβί. Τα αγριοκοιτάγματα έδιναν κι έπαιρναν, οι Ταραμπονέζοι με τους Αμαδισιανούς, οι Αμαδισιανοί με τους Αλταρανούς και τούμπαλιν, κι οι παλιές αλλά άσβεστες έχθρες ξεπηδούσαν στην επιφάνεια, αν και κανείς δεν προχωρούσε περισσότερο από το να κουνήσει απειλητικά τη γροθιά του ή να ξεστομίσει κάποια βρισιά. Πεντακόσιοι Φρουροί του Θανάτου είχαν βγει από τα πλοία και, για κάποιο λόγο, παρέμειναν στο Έμπου Νταρ. Τα συνήθη ποσοστά εγκληματικότητας που περιμένει κανείς σε μια μεγάλη πόλη είχαν μειωθεί δραματικά επί Σωντσάν, αλλά οι Φρουροί έκαναν διαρκώς περιπολίες στους δρόμους, λες και περίμεναν ανά πάσα στιγμή να ξεπηδήσουν από τα στενάκια πορτοφολάδες, νταήδες, ακόμα κι οπλισμένες συμμορίες ληστών. Οι Αλταρανοί, οι Αμαδισιανοί κι οι Ταραμπονέζοι κρατούσαν την ψυχραιμία τους. Κανείς δεν τα έβαζε με τους Φρουρούς του Θανάτου, εκτός αν ήταν ανόητος, κι αυτό όχι πάνω από μία φορά. Εκτός όμως από τους Φρουρούς, υπήρχε κι ένα άλλο απόσπασμα που είχε εγκατασταθεί στην πόλη, εκατό Ογκιρανοί —άκουσον, άκουσον— ντυμένοι στα κόκκινα και στα μαύρα. Κάποιες φορές περιπολούσαν μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ άλλες περιπλανιόνταν στην τύχη, με τα τσεκούρια με τις μακριές λαβές ακουμπισμένα στους ώμους τους. Δεν έμοιαζαν καθόλου με τον φίλο του Ματ, τον Λόιαλ. Ναι, μπορεί να είχαν τις ίδιες, πλατιές μύτες, τα θυσανωτά αυτιά και τα μακριά φρύδια, που έπεφταν έως τα μάγουλα, δίπλα στα μάτια που έμοιαζαν με φλιτζάνια, αλλά οι Κηπουροί κοιτούσαν τον καθένα λες κι αναρωτιόνταν κατά πόσον ήταν απαραίτητο να του κλαδέψουν μερικά μέλη. Κανείς δεν ήταν αρκετά τρελός για να τα βάλει, έστω και μία φορά, με τους Κηπουρούς.
Η ροή των Σωντσάν κυλούσε από το Έμπου Νταρ, και τα νέα την ακολουθούσαν. Ακόμα κι όταν χρειαζόταν να κοιμηθούν στις σοφίτες, οι έμποροι στολίζονταν στις κοινόχρηστες αίθουσες των πανδοχείων, φουμάροντας τις πίπες τους και συζητώντας αυτά που κανείς άλλος δεν γνώριζε. Με την προϋπόθεση, βέβαια, πως οι συζητήσεις δεν επηρέαζαν τα κέρδη. Οι φρουροί των εμπόρων δεν ενδιαφέρονταν κι ιδιαίτερα για κέρδη που δεν μπορούσαν να μοιραστούν και να διαδώσουν παντού, μερικοί δηλαδή. Οι θαλασσοπόροι ήταν πρόθυμοι να διηγηθούν ιστορίες σε οποιονδήποτε αγόραζε ένα ποτήρι μπύρα ή, ακόμα καλύτερα, ζεστό αρωματικό κρασί, κι όταν ήταν αρκετά πιωμένοι, μιλούσαν ακόμα περισσότερο, για λιμάνια που επισκέφθηκαν, για γεγονότα των οποίων είχαν υπάρξει μάρτυρες, και για όνειρα που έκαναν από την τελευταία φορά που οι αναθυμιάσεις είχαν γεμίσει τα κεφάλια τους. Ωστόσο, ήταν ολοφάνερο πως ο κόσμος έξω από το Έμπου Νταρ κόχλαζε όπως η Θάλασσα των Καταιγίδων. Από παντού ακούγονταν ιστορίες ότι οι Αελίτες πλιατσικολογούσαν κι έκαιγαν τα πάντα, κι ότι, εκτός των Σωντσάν, είχαν κινητοποιηθεί διάφοροι στρατοί, στο Δάκρυ και στο Μουράντυ, στο Άραντ Ντόμαν, στο Άντορ και στην Αμαδισία, περιοχές που δεν ήλεγχαν πλήρως ακόμα οι Σωντσάν. Φήμες ακούγονταν και για δεκάδες συγκεντρώσεις οπλισμένων αντρών, μικρές ομάδες που δύσκολα θα αποκαλούνταν στρατοί, στην ίδια την καρδιά της Αλτάρα. Εκτός από τους άντρες στην Αλτάρα και στην Αμαδισία, κανείς δεν φαινόταν να είναι σίγουρος ποιος σκοπεύει να πολεμήσει ποιον, ενώ ακόμα και για την ίδια την Αλτάρα υπήρχαν αμφιβολίες. Οι Αλταρανοί είχαν τρόπους να εκμεταλλεύονται τις φασαρίες, προσπαθώντας να ξεπληρώσουν τις αδικίες ενάντια στους γείτονες τους.
Ωστόσο, τα νέα που συντάραξαν πιότερο την πόλη αφορούσαν στον Ραντ. Ο Ματ πάσχισε όσο μπορούσε να μη σκέφτεται ούτε εκείνον ούτε τον Πέριν, αλλά στάθηκε πολύ δύσκολο να αποφύγει αυτές τις παράξενες, χρωματιστές δίνες μέσα στο κεφάλι του, τη στιγμή που ο Αναγεννημένος Δράκοντας βρισκόταν στα χείλη όλων. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν νεκρός, δολοφονημένος από τις ίδιες τις Άες Σεντάι, από ολόκληρο τον Λευκό Πύργο που τον καταπλάκωσε στην Καιρχίν, ή μήπως ήταν στο Ίλιαν ή στο Δάκρυ; Όχι, τον είχαν απαγάγει και τον κρατούσαν αιχμάλωτο στον Λευκό Πύργο. Όχι, είχε πάει με δική του πρωτοβουλία στον Λευκό Πύργο, για να ορκιστεί πίστη στην Έδρα της Άμερλιν. Η τελευταία αυτή θεωρία κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος, επειδή κάποιοι ισχυρίζονταν ότι είχαν δει μια διακήρυξη υπογεγραμμένη από την ίδια την Ελάιντα που έκανε τη σχετική ανακοίνωση. Ο Ματ, βέβαια, είχε τις αμφιβολίες του σχετικά με το αν ο Ραντ ήταν νεκρός ή είχε ορκιστεί πίστη. Για κάποιον παράξενο λόγο, ήταν σίγουρος πως θα το μάθαινε αν ο Ραντ είχε πεθάνει, κι όσον αφορά στην άλλη υπόθεση, δεν πίστευε με τίποτα πως ο Ραντ θα έφτανε εκουσίως σε απόσταση εκατό μιλίων από τον Λευκό Πύργο. Είτε ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας είτε όχι, έπρεπε να έχει και λίγη λογική στο κεφάλι του.
Η είδηση —σε όλες τις εκδοχές της— προκάλεσε αναταραχή στους Σωντσάν, όπως ένα κλαράκι αναταράζει μια μυρμηγκοφωλιά. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί με αυστηρά πρόσωπα περιδιάβαιναν νυχθημερόν τους διαδρόμους του Παλατιού Τάρασιν, με τις αλλόκοτες περικεφαλαίες με τα λοφία υπό μάλης και με τις μπότες τους να ηχούν έντονα στις πλάκες του δαπέδου. Οι αγγελιαφόροι πηγαινοέρχονταν από το Έμπου Νταρ πάνω σε άλογα και σε το’ράκεν, ενώ οι σουλ’ντάμ με τις νταμέην περιπολούσαν στους δρόμους αντί να κάθονται φρουροί στις πύλες, κυνηγώντας για άλλη μια φορά γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Ματ απέφευγε τα συναπαντήματα με τους αξιωματικούς κι ένευε ευγενικά στις σουλ’ντάμ όταν διασταυρωνόταν μαζί τους στον δρόμο. Όποια κι αν ήταν η κατάσταση του Ραντ, ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα όσο βρισκόταν εδώ, μια και, πρωτίστως, έπρεπε να βρει τρόπο να φύγει από την πόλη.
Το πρωινό που ακολούθησε τη δολοφονική επίθεση του γκόλαμ, μόλις η Τάυλιν βγήκε από τα διαμερίσματά της, ο Ματ έκαψε στο τζάκι όλο το μάτσο με τις μακρόστενες, ροζ κορδέλες, μία προς μία. Έκαψε επίσης ένα ροζ πανωφόρι, που η Τάυλιν είχε παραγγείλει να φτιάξουν ειδικά γι’ αυτόν, δύο ζευγάρια ροζ παντελόνια κι έναν ροζ μανδύα. Η βρώμα από καμένο μαλλί και μετάξι γέμισε τον χώρο κι ο Ματ άνοιξε μερικά παράθυρα, αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ. Αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση όταν φόρεσε τα εκθαμβωτικά γαλάζια παντελόνια και το κεντητό πράσινο πανωφόρι, όπως επίσης και τον μπλε μανδύα με τα καλοδουλεμένα, εξαίσια στολίδια. Ακόμα κι όλες αυτές οι δαντέλες δεν τον ενοχλούσαν ιδιαίτερα. Τουλάχιστον, καμία δεν ήταν ροζ. Δεν ήθελε ποτέ στη ζωή του να ξαναδεί αντικείμενο με αυτό το χρώμα!
Τοποθετώντας το καπέλο στο κεφάλι του, βγήκε με άχαρα βήματα από το Παλάτι Τάρασιν, νιώθοντας μια αναζωογονημένη αποφασιστικότητα να βρει καμιά καμαρούλα, για να αποθηκεύσει όσα ήταν απαραίτητα για την απόδρασή του, ακόμα κι αν έπρεπε να επισκεφτεί κάθε καπηλειό, πανδοχείο και καταγώγιο στην πόλη από δέκα φορές το καθένα. Ακόμα κι αυτά που υπήρχαν στο Ράχαντ, κι από εκατό φορές, μάλιστα! Γκρίζοι γλάροι και θαλασσοπούλια με μαύρα φτερά έκαναν πιρουέτες στο μουντό, μολυβένιο ουρανό, που υποσχόταν κι άλλη βροχή, ενώ ένας παγερός άνεμος, που κουβαλούσε την ταγκίλα του αλατιού, μαστίγωνε την Πλατεία Μολ Χάρα, κάνοντας τους μανδύες να ανεμίζουν. Πατούσε βαριά πάνω στο λιθόστρωτο, λες και σκόπευε να το διαλύσει. Μα το Φως, εν ανάγκη, θα φορούσε ακόμα και τα ρούχα του Λούκα. Ίσως αυτός να μπορούσε να τον βοηθήσει να περάσει απαρατήρητος, σαν γελωτοποιός! Μπορεί, μάλιστα, και να επέμενε. Αν μη τι άλλο, έτσι θα βρισκόταν κοντά στην Αλούντρα και στα μυστικά της.
Δρασκέλισε την πλατεία σε όλο το πλάτος της, μέχρι που αντιλήφθηκε πως στεκόταν μπροστά σε ένα μεγάλο, λευκό κτίσμα που γνώριζε πολύ καλά. Η ένδειξη πάνω από την αψιδωτή πόρτα δήλωνε πως επρόκειτο για την Περιπλανώμενη Γυναίκα. Ένας ψηλός τύπος με κοκκινόμαυρη αρματωσιά βγήκε έξω, ενώ τρία λεπτά μαύρα λοφία ξεφύτρωναν από το μπροστινό μέρος της περικεφαλαίας που βαστούσε υπό μάλης, και περίμενε να του φέρουν το άλογό του. Είχε γκρίζους κροτάφους, ντόμπρα έκφραση, κι ούτε καν κοίταξε τον Ματ, πράγμα που κι ο Ματ απέφυγε να κάνει. Άσχετα από το πόσο ευχάριστος φαινόταν, δεν έπαυε σε τελική ανάλυση να είναι Φρουρός του Θανάτου, και μάλιστα αρχηγός των σημαιοφόρων. Η Περιπλανώμενη Γυναίκα βρισκόταν πολύ κοντά στο Παλάτι κι όλα της τα δωμάτια είχαν ενοικιαστεί από υψηλόβαθμους Σωντσάν αξιωματικούς, και γι’ αυτό τον λόγο ο Ματ δεν θεώρησε καλό να επιστρέψει πριν βεβαιωθεί πως μπορούσε να περπατήσει φυσιολογικά. Οι συνηθισμένοι Σωντσάν στρατιώτες δεν ήταν και τόσο αντιπαθητικοί —μπορούσαν να παίζουν τυχερά παιχνίδια όλη νύχια, ακόμα και να κεράσουν όταν ερχόταν η σειρά τους— αλλά οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί θα μπορούσαν να είναι ευγενείς. Ωστόσο, από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει.
Η κοινή αίθουσα ήταν σχεδόν όπως τη θυμόταν, ψηλοτάβανη και καλοφωτισμένη από φανούς που έκαιγαν στους τοίχους, παρότι ήταν νωρίς. Συμπαγή παραθυρόφυλλα κάλυπταν τα ψηλά, αψιδωτά παράθυρα, για να κρατούν μέσα τη ζέστη, ενώ φλόγες τριζοβολούσαν και στα δύο μεγάλα τζάκια. Μια αμυδρή θολούρα από καπνό πίπας γέμιζε την ατμόσφαιρα, κι η μυρωδιά καλομαγειρεμένου φαγητού ερχόταν από τη μεριά της κουζίνας. Δύο γυναίκες με αυλούς κι ένας άντρας με ένα τύμπανο ανάμεσα στα γόνατά του έπαιζαν έναν γρήγορο και στριγκό Εμπουνταρινό σκοπό, κι ο Ματ άρχισε να κουνάει το κεφάλι του ακολουθώντας τον ρυθμό. Μέχρι στιγμής, δεν έβλεπε κάτι εξαιρετικά διαφορετικό από τότε που είχε μείνει εκεί. Όμως, όλα τα καθίσματα καταλαμβάνονταν πλέον από Σωντσάν, μερικοί εκ των οποίων φορούσαν θώρακες ενώ άλλοι μακρόστενα κεντητά πανωφόρια. Έπιναν, συζητούσαν και μελετούσαν χάρτες απλωμένους στα τραπέζια. Μια γκριζομάλλα γυναίκα με τη χαρακτηριστική φλόγα της ντερ’σουλ’ντάμ κεντημένη στον ώμο της έμοιαζε να κάνει κάποιου είδους αναφορά πάνω σε ένα τραπέζι, ενώ σε ένα άλλο μια κοκαλιάρα σουλ’ντάμ και μια στρογγυλοπρόσωπη νταμέην, που καθόταν υποτακτικά δίπλα της, φαίνονταν να λαμβάνουν διαταγές. Μερικοί Σωντσάν είχαν ξυρισμένα τα πλευρά και το πίσω μέρος του κεφαλιού τους, δίνοντας την εντύπωση ότι φορούσαν κούπες στα κρανία τους, κι όσα μαλλιά είχαν μείνει στο σβέρκο σχημάτιζαν ένα είδος φαρδιάς ουράς, που κρεμόταν μέχρι τους ώμους στους άντρες και συχνά μέχρι τη μέση στις γυναίκες. Κανείς και καμία δεν έφερε τίτλο Υψηλού Άρχοντα ή Αρχόντισσας, αλλά αυτό δεν είχε πολλή σημασία. Ένας άρχοντας ήταν άρχοντας κι, επιπλέον, οι άντρες κι οι γυναίκες που πηγαινοέρχονταν, για να φέρουν καμιά υπηρέτρια να σερβίρει ποτά, είχαν αυτή την ήρεμη έκφραση καταφρόνιας, που ήταν τόσο χαρακτηριστική μεταξύ των αξιωματικών, πράγμα που σήμαινε πως είχαν αρκετή εξουσία ώστε να προκαλέσουν προβλήματα σε κάποιον. Κάμποσοι από δαύτους πρόσεξαν τον Ματ συνοφρυωμένοι κι εκείνος ετοιμάστηκε να φύγει.
Εκείνη τη στιγμή όμως, είδε την πανδοχέα να κατεβαίνει τις σκάλες δίχως κάγκελα, στο πίσω μέρος του δωματίου, μια επιβλητική γυναίκα με μάτια σε ανοιχτό καστανό χρώμα, με μεγάλους, χρυσούς κρίκους στα αυτιά της και λίγη γκριζάδα στα μαλλιά. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως η Σετάλε Ανάν δεν ήταν Εμπουνταρινή, ούτε καν Αλταρανή, αλλά είχε επάνω της το γαμήλιο μαχαίρι που κρεμόταν με τη λαβή προς τα κάτω από ένα ασημένιο περιλαίμιο και κατέληγε σε ένα βαθύ και στενό ντεκολτέ, όπως επίσης και μια μακρόστενη, γυριστή λεπίδα περασμένη στη μέση της. Η γυναίκα υποτίθεται πως ήξερε ότι ήταν άρχοντας, αλλά δεν ήταν διόλου σίγουρος αν εξακολουθούσε να το πιστεύει και, σε τελική ανάλυση, αν είχε κανένα νόημα να καταπιεί αυτό το παραμύθι. Όπως και να έχει, τον πρόσεξε ταυτόχρονα με εκείνον και του χαμογέλασε, ένα φιλικό κι ευχάριστο χαμόγελο, που έκανε το πρόσωπό της να μοιάζει ακόμα πιο χαριτωμένο. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Ματ ήταν να πάει κοντά της, να τη χαιρετήσει και, χωρίς πολλά-πολλά, να ρωτήσει για την υγεία της. Ο μυώδης σύζυγός της ήταν καπετάνιος σε ψαράδικο κι ο Ματ προτιμούσε να μη σκέφτεται πόσα σημάδια είχε επάνω του ως ενθύμια από μονομαχίες. Η γυναίκα τού ζήτησε χωρίς περιστροφές να μάθει νέα της Νυνάβε και της Ηλαίην και, προς μεγάλη του έκπληξη, τον ρώτησε αν ήξερε τίποτα για το Σόι. Ο Ματ δεν είχε ιδέα ότι η Σετάλε είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτό.
«Το Σόι πήγε μαζί με τη Νυνάβε και την Ηλαίην», ψιθύρισε επιφυλακτικά, κοιτώντας τριγύρω, για να βεβαιωθεί πως κανείς από τους Σωντσάν δεν τους έδινε σημασία. Ούτως ή άλλως, δεν σκόπευε να πει πολλά, αλλά το να μιλάει για το Σόι, τη στιγμή που τόσοι Σωντσάν βρίσκονταν σε απόσταση ακοής, έκανε τις τρίχες του σβέρκου του να σηκώνονται. «Απ’ όσο γνωρίζω, είναι όλες τους ασφαλείς».
«Ωραία. Πολύ θα λυπόμουν αν τους περνούσαν λαιμαριά». Ήταν τόσο ανόητη, που δεν μιλούσε καν χαμηλόφωνα!
«Ναι, πράγματι», μουρμούρισε ο Ματ, κι άρχισε να εξηγεί βιαστικά τι χρειαζόταν, πριν η γυναίκα αρχίσει να φωνάζει πόσο χαρούμενη ήταν που γυναίκες ικανές να διαβιβάζουν κατάφεραν να διαφύγουν τους Σωντσάν. Κι αυτός ήταν χαρούμενος, αλλά δεν άφηνε τη χαρά του να γίνει η αιτία που θα τον αλυσόδεναν.
Κουνώντας το κεφάλι της, η γυναίκα κάθισε στα σκαλοπάτια κι ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατά της. Η βαθυπράσινη φούστα της, ραμμένη από την αριστερή μεριά, άφηνε να φανούν τα κόκκινα μισοφόρια. Φαίνεται πως οι Εμπουνταρινοί όντως έβαζαν κάτω τους Μάστορες όσον προς την επιλογή χρωμάτων. Ο βόμβος από τις φωνές των Σωντσάν συναγωνιζόταν τη διαπεραστική μουσική που ξεχυνόταν γύρω τους, κι η γυναίκα απέμεινε να τον κοιτάει αυστηρά. «Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρεις τους τρόπους μας», είπε. «Οι ωραίες κι οι ωραίοι είναι ένα παλιό κι αναγνωρισμένο έθιμο στην Αλτάρα. Δεν είναι λίγοι οι άντρες κι οι γυναίκες που, εξαιτίας αυτού του πλεονεκτήματός τους, είναι παραχαϊδευμένοι και τους γεμίζουν δώρα πριν κατασταλάξουν. Βλέπεις, όμως, μια ωραία γυναίκα μπορεί να φύγει όποτε το θελήσει. Η Τάυλιν δεν κάνει καλά που σε μεταχειρίζεται έτσι όπως έχω ακουστά. Βέβαια», πρόσθεσε συνετά, «πρέπει να παραδεχτώ ότι σε ντύνει πολύ κομψά». Έκανε μια κυκλική κίνηση με το ένα της χέρι. «Βγάλε τον μανδύα σου και κάνε μια γύρα, για να σε δω καλύτερα».
Ο Ματ πήρε μια βαθιά, ήρεμη ανάσα, κι έπειτα άλλες τρεις. Το χρώμα που έβαψε τα μάγουλά του ήταν ατόφια οργή. Όχι, δεν αναψοκοκκίνισε. Σίγουρα όχι! Μα το Φως, το ήξερε όλη η πόλη; «Υπάρχει κάποιος ελεύθερος χώρος ή όχι;» ρώτησε απαιτητικά, με πνιχτή φωνή.
Αποδείχτηκε ότι υπήρχε. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει το γείσωμα στο κελάρι της, το οποίο, όπως του είπε, παρέμενε στεγνό ολόκληρο τον χρόνο, και μάλιστα εκεί υπήρχε και το ράφι με το μικρό κοίλωμα κάτω από το πέτρινο πάτωμα της κουζίνας, όπου κάποτε είχε κρύψει το κιβώτιο με το χρυσάφι. Το μόνο που του ζητήθηκε ως ενοίκιο ήταν να βγάλει τον μανδύα του και να κάνει μια γύρα για να τον κοιτάξει καλύτερα. Η γυναίκα μειδιούσε σαν γάτα! Μία Σωντσάν με φάτσα αρπακτικού και κυανέρυθρη αρματωσιά, απολάμβανε τόσο πολύ το θέαμα, ώστε έριξε προς το μέρος του Ματ ένα βαρύ, ασημένιο νόμισμα με παράξενα σημάδια. Στη μία πλευρά, υπήρχε ένα βλοσυρό γυναικείο πρόσωπο, και στην άλλη ένα είδος βαριάς καρέκλας.
Πάντως, είχε βρει μέρος για να αποθηκεύσει τα ρούχα και τα χρήματά του, και μόλις επέστρεψε στο Παλάτι, στα διαμερίσματα της Τάυλιν, πρόσεξε πως είχε κι άλλα ρούχα για αποθήκευση.
«Φοβάμαι πως οι ενδυμασίες του Άρχοντά μου δεν είναι σε καλή κατάσταση», είπε βαρύθυμα ο Νέριμ. Ο κοκαλιάρης, γκριζομάλλης Καιρχινός θα μπορούσε να έχει το ίδιο πένθιμο ύφος, ακόμα κι αν ανακοίνωνε πως του είχαν κάνει δώρο έναν σάκο με φλογοσταγόνες. Το μακρόστενο πρόσωπό του είχε μια μόνιμη έκφραση κατήφειας. Ωστόσο, η ματιά του ήταν μονίμως στραμμένη στην πόρτα, μη τυχόν κι επέστρεφε η Τάυλιν. «Όλα είναι βρώμικα, και φοβάμαι πως η μούχλα έχει καταστρέψει τα καλύτερα πανωφόρια σου, Άρχοντά μου».
«Βρίσκονται όλα σε μια ντουλάπα, μαζί με τα παιδικά παιχνίδια του Πρίγκιπα Μπέσλαν, Άρχοντά μου», γέλασε ο Λόπιν, τραβώντας το πέτο ενός μαύρου πανωφοριού, παρόμοιου με του Τζούιλιν. Ο καραφλός άντρας ήταν το αντίθετο του Νέριμ, ρωμαλέος αντί για καχεκτικός και σκουρόχρωμος αντί για ωχρός, ενώ η στρογγυλή του κοιλιά κουνιόταν πάνω-κάτω όταν γελούσε. Για ένα διάστημα, έπειτα από τον θάνατο του Ναλέσεν, η θλίψη του συναγωνιζόταν τη σκυθρωπότητα του Νέριμ, όπως κι οτιδήποτε άλλο, αλλά στις βδομάδες που μεσολάβησαν ανένηψε κι έγινε ξανά ο κανονικός του εαυτός. Αρκεί να μην του ανέφερε κανείς το όνομα του τέως αφέντη του. «Είναι πολύ σκονισμένα, Άρχοντά μου. Αμφιβάλλω αν άνοιξε κανείς αυτή την ντουλάπα από τότε που ο Πρίγκιπας άφησε εκεί τα στρατιωτάκια του».
Διαισθανόμενος πως η τύχη ήταν επιτέλους με το μέρος του, ο Ματ τούς είπε να πάρουν τα ρούχα του και να τα πάνε στην Περιπλανώμενη Γυναίκα, λίγα κάθε φορά, και σε κάθε διαδρομή να έχουν μαζί τους μια χούφτα χρυσάφι. Το δόρυ του με τη μαύρη λαβή, ακουμπισμένο σε μια γωνία της κρεβατοκάμαρας της Τάυλιν παρέα με το άχορδο Διποταμίτικο τόξο, θα έπρεπε να περιμένει τη σειρά του. Το να το βγάλει έξω μπορεί να αποδεικνυόταν εξίσου δύσκολο με το να βγει ο ίδιος έξω. Φυσικά, μπορούσε κάλλιστα να φτιάξει ένα καινούργιο τόξο, αλλά δεν σκόπευε να εγκαταλείψει το ασανταρέι.
Πλήρωσα μια περιουσία, και θα είναι κρίμα να το αφήσω πίσω, σκέφτηκε, ψηλαφώντας το σημάδι που έκρυβε το μαντίλι, τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του. Ήταν ένα από τα πρώτα του σημάδια, μεταξύ άλλων βέβαια. Μα το Φως, πόσο ωραία θα ήταν να σκέφτεται ότι τον περίμεναν πιο όμορφα πράγματα από σημάδια και μάχες που πολύ θα ήθελε να αποφύγει. Όπως επίσης και μια γυναίκα, που ούτε την ήθελε, ούτε την ήξερε καν. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλα πράγματα στη ζωή. Πρώτα απ’ όλα, πάντως, έπρεπε να φύγει από το Έμπου Νταρ σώος κι αβλαβής. Αυτό πάνω απ’ όλα.
Ο Λόπιν κι ο Νέριμ υποκλίθηκαν κι έφυγαν με δύο γεμάτα πουγκιά κατανεμημένα σε όγκο μέσα στα ρούχα τους, έτσι ώστε να μην εξέχουν επιδεικτικά, αλλά μόλις έφυγαν, εμφανίστηκε η Τάυλιν κι απαίτησε να μάθει για ποιο λόγο οι υπηρέτες της έτρεχαν στους διαδρόμους λες και κυνηγούσαν ο ένας τον άλλον. Αν ο Ματ ένιωθε ιάσεις αυτοκτονίας, θα της έλεγε ότι αλληλοκυνηγιόνταν για το ποιος θα πρωτοφτάσει στο πανδοχείο να παραδώσει το χρυσάφι του, ή ποιος από τους δύο θα καθαρίσει πρώτος τα ρούχα του. Αντί γι’ αυτό όμως, ασχολήθηκε με το πώς θα έστρεφε την προσοχή της αλλού, και σύντομα είχε βγάλει κάθε είδους συλλογισμό από το μυαλό του, εκτός από μια αδιόρατη σκέψη ότι η τύχη του είχε επιτέλους αρχίσει να τον βοηθάει και σε άλλα πράγματα εκτός από τα τυχερά παιχνίδια. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα, σαν κερασάκι στην τούρτα, ήταν να του δώσει η Αλούντρα όσα επιθυμούσε πριν φύγει. Η Τάυλιν επικεντρώθηκε στις ασχολίες της, και για λίγο διάστημα ο Ματ ξέχασε τα πυροτεχνήματα, την Αλούντρα και τα σχέδια για δραπέτευση. Για λίγο, τουλάχιστον.
Ύστερα από λίγη έρευνα στην πόλη, ο Ματ εντόπισε έναν καμπανοχύτη. Στο Έμπου Νταρ υπήρχαν κάμποσοι κατασκευαστές γκονγκ, αλλά μονάχα ένας καμπανοχύτης, το χυτήριο του οποίου βρισκόταν έξω από το δυτικό τείχος. Ο περί ου ο λόγος, ένας κιτρινιάρης κι ανυπόμονος τύπος, ήταν μονίμως ιδρωμένος από τη ζέστη που έβγαζε ο τεράστιος σιδερένιος φούρνος του. Το αποπνικτικό χυτήριο ήταν ένα μακρόστενο δωμάτιο, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αίθουσα βασανιστηρίων. Ανυψωμένες αλυσίδες κρέμονταν από τα καδρόνια της οροφής, ενώ φλόγες ξεπηδούσαν ξαφνικά από τον φούρνο, δημιουργώντας τριγύρω τρεμουλιαστές σκιές κι αφήνοντας τον Ματ μισότυφλο. Δεν προλάβαινε καλά-καλά να συνηθίσει το μετείκασμα της φλόγας που λυσσομανούσε, όταν η επόμενη έκρηξη τον ανάγκαζε να μισοκλείσει ξανά τα μάτια του. Εργάτες που έσταζαν ιδρώτα έχυναν λιωμένο μπρούντζο από το χωνευτήρι του φούρνου σε ένα τετράγωνο καλούπι, μισή φορά ψηλότερο από έναν άντρα, το οποίο, με τη βοήθεια μοχλών, είχε τοποθετηθεί σε πιο χαμηλή θέση πάνω σε κυλίνδρους. Υπήρχαν κι άλλα παρόμοια καλούπια στο πέτρινο πάτωμα, ανάμεσα σε διασκορπισμένα μικρότερα διαφόρων μεγεθών.
«Στον Άρχοντα αρέσει να αστειεύεται», είπε ο Αφέντης Σουτόμα με ένα βεβιασμένο γελάκι, αν και δεν έδειχνε διόλου να διασκεδάζει. Τα υγρά, μαύρα μαλλιά του κρέμονταν και κολλούσαν στο πρόσωπό του. Το γέλιο του ήταν εξίσου κούφιο με τα μάγουλά του, και δεν έπαυε στιγμή να κοιτάει βλοσυρός τους εργάτες του, λες κι υποψιαζόταν ότι, με το που θα έπαυε να τους παρακολουθεί, αυτοί θα στρώνονταν στον ύπνο. Βέβαια, με αυτή την αποπνικτική ζέστη, ούτε πεθαμένος δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Η πουκαμίσα του Ματ σχεδόν κολλούσε επάνω του, ενώ κηλίδες ιδρώτα είχαν κάνει την εμφάνιση τους τόπους-τόπους στο πανωφόρι του. «Δεν γνωρίζω τίποτα για τους Φωτοδότες, Άρχοντά μου, κι ούτε θέλω να μάθω. Όλα αυτά είναι άχρηστα μπιχλιμπίδια, πυροτεχνήματα. Δεν είναι σαν τις καμπάνες. Συγχώρα με, Άρχοντά μου, αλλά έχω πολλή δουλειά. Η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ έχει παραγγείλει δεκατρείς καμπάνες θριαμβικού τύπου, τις μεγαλύτερες που φτιάχτηκαν ποτέ, κι ο Κάλγουιν Σουτόμα θα τις κατασκευάσει!» Το γεγονός ότι επρόκειτο για θρίαμβο εναντίον της ίδιας του της πόλης δεν φαινόταν να απασχολεί τον Σουτόμα ούτε στο ελάχιστο. Αντίθετα, τον έκανε να χαμογελά και να τρίβει ευχαριστημένος τα κοκαλιάρικα χέρια του μεταξύ τους.
Ο Ματ πάσχισε να κάνει την Αλούντρα να ενδώσει, αλλά η γυναίκα ήταν τόσο ανένδοτη, που έμοιαζε κι αυτή φτιαγμένη από μπρούντζο. Βέβαια, μαλάκωσε κάπως, όταν τελικά τον άφησε να περάσει το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της, ωστόσο τα συγκλονιστικά φιλιά δεν κατάφεραν να χαλαρώσουν την αποφασιστικότητά της.
«Προσωπικά, πιστεύω πως ένας άντρας δεν χρειάζεται να ξέρει κάτι παραπάνω από τα αναγκαία», είπε ξέπνοα, καθισμένη πλάι του, σε έναν πάγκο με μαξιλαράκια, μέσα στην άμαξά της. Δεν του επέτρεψε να προχωρήσει σε κάτι παραπάνω από φιλιά, αλλά ως προς αυτά, έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό. Οι λεπτές, χάντρινες πλεξούδες, που συνήθιζε να έχει τον τελευταίο καιρό, είχαν γίνει μια μπερδεμένη μάζα. «Οι άντρες είναι μεγάλοι κουτσομπόληδες, έτσι δεν είναι; Όλο φλυαρούν, και στο τέλος δεν ξέρουν κι οι ίδιοι τι θα πουν την επόμενη στιγμή. Επιπλέον, ίσως όλος αυτός ο γρίφος να ήταν τέχνασμα, για να σε αναγκάσω να επιστρέψεις, ε;» Βάλθηκε να λύσει τα μαλλιά της, όπως και τα δικά του.
Ωστόσο, τα νυχτολούλουδα δεν είχαν θέση από τη στιγμή που ο Ματ τής ανέφερε τα περί αντιπροσωπείας στο Τάντσικο. Επισκέφθηκε δύο ακόμα φορές τον Αφέντη Σουτόμα, αλλά τη δεύτερη φορά βρήκε τις πόρτες κλειστές από τον καμπανοποιό. Ήταν απασχολημένος με το να φτιάξει τα καλούπια των μεγαλύτερων καμπανών που είχαν κατασκευαστεί ποτέ, και δεν θα επέτρεπε σε έναν τρελό ξένο με εξίσου τρελές ερωτήσεις να παρέμβει στο έργο του.
Η Τάυλιν έβαψε τα δύο πρώτα νύχια του κάθε χεριού πράσινα, αν και δεν ξύρισε πλευρικά το κεφάλι της, κάτι που όμως σκόπευε να κάνει, απ’ ό,τι του είπε, τραβώντας προς τα πίσω τα χυτά μαύρα μαλλιά της για να θαυμάσει τον εαυτό της στον καθρέφτη με το χρυσαφί πλαίσιο, στον τοίχο του υπνοδωματίου. Πρώτα, όμως, ήθελε να συνηθίσει στην ιδέα. Βρισκόταν στο στάδιο των διακανονισμών με τους Σωντσάν, κι ο Ματ δεν μπορούσε να την κατηγορήσει γι’ αυτό, ασχέτως αν ο Μπέσλαν ήταν μονίμως μουτρωμένος μαζί της.
Δεν υπήρχε τρόπος να υποπτευθεί κάτι η Τάυλιν για την Αλούντρα, αλλά την επόμενη μέρα από τα φιλιά που είχε ανταλλάξει ο Ματ με τη Φωτοδότρια, οι πράες υπηρέτριες εξαφανίστηκαν από τα διαμερίσματά της κι αντικαταστάθηκαν από ασπρομάλλες, σταψιδιασμένες γυναίκες. Η Τάυλιν άρχισε να κρύβει το γυριστό μαχαίρι της ζώνης της σε έναν από τους στύλους του κρεβατιού, σε μικρή απόσταση από το χέρι της, και να ρεμβάζει φωναχτά, έτσι ώστε να την ακούει, για το πόσο θα του ταίριαζαν οι διάφανοι χιτώνες των ντα’κοβάλε. Η αλήθεια ήταν πως το μαχαίρι δεν το έκρυβε μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Χαμογελαστές υπηρέτριες άρχισαν να τον καλούν στα διαμερίσματα της Τάυλιν, λέγοντάς του απλώς ότι η αφέντρα τους είχε καρφώσει το μαχαίρι στον στύλο, κι εκείνος άρχισε να αποφεύγει οποιαδήποτε γυναίκα φορούσε λιβρέα κι είχε στο πρόσωπο χαραγμένο ένα χαμόγελο. Όχι ότι του κακοφαινόταν που πλάγιαζε με την Τάυλιν, πέρα από το γεγονός πως επρόκειτο για βασίλισσα, ψηλομύτα όπως οποιαδήποτε άλλη αριστοκράτισσα, κι από το ότι τον έκανε να αισθάνεται σαν ποντίκι που το πασπατεύει μια γάτα. Ωστόσο, το φως της ημέρας διαρκούσε πολλές ώρες, περισσότερες απ’ όσες είχε συνηθίσει στην πατρίδα του κατά τη διάρκεια του χειμώνα, κι αναρωτήθηκε προς στιγμήν αν η γυναίκα σκόπευε να τις εκμεταλλευτεί όλες.
Ευτυχώς, η Τάυλιν περνούσε όλο και περισσότερες ώρες με τη Σούροθ και με την Τουόν. Οι διευθετήσεις της φαίνεται πως έτειναν περισσότερο προς τη φιλία, με την Τουόν τουλάχιστον. Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να πιάσει φιλίες με τη Σούροθ. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, ή η Τάυλιν είχε υιοθετήσει το κορίτσι, ή το κορίτσι την Τάυλιν. Στον Ματ δεν ανέφερε και πολλά για όσα συζητούσαν, παρά μόνο του έδινε μια πολύ γενική ιδέα, πολλές φορές ούτε κι αυτήν. Οι δύο γυναίκες κλείνονταν σε ένα δωμάτιο επί ώρες ολόκληρες ή περιδιάβαιναν τους διαδρόμους του Παλατιού κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα ή γελώντας. Συχνά, η Άναθ ή η Σελούσια, οι χρυσομάλλες σο’τζίν της Τουόν, τις ακολουθούσαν από κοντά, όπως επίσης κι ένα ζευγάρι Φρουρών του Θανάτου με αγριεμένα βλέμματα.
Ο Ματ εξακολουθούσε να μην κατανοεί τη σχέση ανάμεσα στη Σούροθ, την Τουόν και την Άναθ. Επιφανειακά, η Σούροθ με την Τουόν συμπεριφέρονταν ως ίσες η μία προς την άλλη, αλληλοαποκαλούμενες με τα μικρά ονόματα και γελώντας η μία με τα αστεία της άλλης. Η Τουόν σίγουρα δεν είχε προστάξει ποτέ τη Σούροθ, παρόντος του Ματ τουλάχιστον, αλλά η Σούροθ έπαιρνε τις υποδείξεις της ως διαταγές. Η Άναθ, από την άλλη, γινόταν ενοχλητική απέναντι στο κορίτσι, με τη δηκτική κριτική που της ασκούσε και με το να την αποκαλεί συνεχώς ανόητη, αν όχι και κάτι χειρότερο.
«Αυτό είναι χειρότερο κι από βλακεία, κοπέλα μου», την άκουσε να λέει με ψυχρό τόνο ένα μεσημέρι, στους διαδρόμους. Η Τάυλιν δεν είχε στείλει την άξεστη πρόσκλησή της —ακόμα— κι ο Ματ προσπαθούσε να την αποφύγει όπως μπορούσε, πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο και κρυφοκοιτάζοντας στις γωνίες. Είχε σχεδιάσει μια επίσκεψη στον Σουτόμα κι άλλη μία στην Αλούντρα. Είδε τις τρεις Σωντσάν —τέσσερις μαζί με τη Σελούσια, αλλά δεν πίστευε πως εκείνες το έβλεπαν έτσι— μαζεμένες σε ένα σημείο, μόλις έστριψε. Πασχίζοντας να έχει το νου του για καμιά χαμογελαστή υπηρέτρια, περίμενε ανυπόμονα να μετακινηθούν. Ό,τι και να έλεγαν, δεν θα το εκτιμούσαν ιδιαίτερα αν τις διέκοπτε. «Μου φαίνεται πως λίγο ξύλο θα σε βοηθήσει να βγάλεις όλες αυτές τις ανοησίες από το κεφάλι σου», συνέχισε η ψηλή γυναίκα, κι η φωνή της έμοιαζε με πάγο. «Δεν έχεις παρά να το ζητήσεις».
Ο Ματ έβαλε το δάχτυλο μέσα στο αυτί του και κούνησε το κεφάλι του. Μάλλον θα παράκουσε. Η Σελούσια στεκόταν γαλήνια με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση και δεν φαινόταν διόλου εκνευρισμένη.
Η Σούροθ, πάντως, αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα. «Είμαι σίγουρη πως θα την τιμωρήσεις γι’ αυτό!» είπε μιλώντας αργόσυρτα και θυμωμένα, ενώ τα μάτια της είχαν γίνει δυο οπές που αγριοκοίταζαν την Άναθ. Ή προσπαθούσαν, τουλάχιστον. Η ψηλή γυναίκα έδινε τόση σημασία στη Σούροθ όση θα έδινε και σε ένα έπιπλο.
«Δεν καταλαβαίνεις, Σούροθ». Ο αναστεναγμός της Τουόν έκανε το πέπλο που κάλυπτε, αλλά δεν έκρυβε εντελώς, το πρόσωπό της να ανασκιρτήσει. Έμοιαζε... αποκαρδιωμένη. Ο Ματ σοκαρίστηκε όταν έμαθε πως ήταν μόλις λίγα χρόνια νεότερή του. Ο ίδιος θα υπολόγιζε πάνω από δέκα, το λιγότερο έξι ή εφτά. «Άλλα λένε οι οιωνοί, Άναθ», είπε ήρεμα το κορίτσι, διόλου θυμωμένο. Απλώς, επεσήμανε τα γεγονότα. «Σε διαβεβαιώ πως θα σε ενημερώσω σε περίπτωση που αλλάξουν».
Κάποιος τον χτύπησε ανάλαφρα στον ώμο κι, όταν ο Ματ κοίταξε πίσω, βρέθηκε να αντικρίζει το πρόσωπο μιας υπηρέτριας που χαμογελούσε πλατιά. Η αλήθεια ήταν πως δεν ανυπομονούσε και τόσο να φύγει από εκεί.
Η Τουόν τον προβλημάτιζε. Όταν τις προσπέρασε στον διάδρομο, λύγισε ευγενικά το καλό του πόδι και σε αντάλλαγμα εκείνη τον αγνόησε εντελώς, όπως επίσης κι η Σούροθ με την Άναθ, αν και του φαινόταν πλέον πως οι συναντήσεις τους στους διαδρόμους δεν ήταν και τόσο αραιές.
Ένα απόγευμα που είχε μπει στα διαμερίσματα της Τάυλιν, έχοντας ελέγξει προηγουμένος ότι η ίδια βρισκόταν με τη Σούροθ, κλεισμένες σε ένα δωμάτιο και συζητώντας διάφορα θέματα, βρήκε στην κρεβατοκάμαρα την Τουόν να εξετάζει το ασανταρέι. Πάγωσε μόλις την είδε να ψηλαφά τις λέξεις της Παλιάς Γλώσσας, που ήταν σκαλισμένες στη μαύρη λαβή. Αμφοτέρωθεν του κειμένου, υπήρχε από ένα κοράκι φτιαγμένο από κάποιο ακόμα πιο σκούρο μέταλλο, ενώ ένα ζευγάρι κοράκια ήταν χαραγμένο στην ελαφρώς κυρτή λεπίδα. Για τους Σωντσάν, τα κοράκια αποτελούσαν Αυτοκρατορική σφραγίδα. Κρατώντας την αναπνοή του, προσπάθησε να οπισθοχωρήσει χωρίς να προξενήσει τον παραμικρό θόρυβο.
Το πεπλοφόρο πρόσωπο στράφηκε προς το μέρος του. Όμορφο πρόσωπο, μα την αλήθεια, και θα εξακολουθούσε να ήταν όμορφο, ακόμα κι αν έπαυε να έχει αυτή την έκφραση σαν να επρόκειτο να δαγκώσει ένα κομμάτι ξύλο. Δεν έμοιαζε πια με αγόρι —άλλωστε, αυτές οι σφιχτές και φαρδιές ζώνες που φορούσε πάντα, φρόντιζαν να αναδεικνύονται οι καμπύλες της— αλλά δεν είχε και πολλές διαφορές. Σπανίως έβλεπε ώριμη γυναίκα νεότερη από τη γιαγιά του και να μην του περνούσε, επιπόλαια έστω, η σκέψη πώς θα ήταν να χορέψει μαζί της, να τη φιλήσει ίσως, κι ας είχε αυτή την χαρακτηριστική καταφρόνια της Γενιάς των Σωντσάν, αλλά με την Τουόν δεν γεννιόνταν τέτοιες σκέψεις στο μυαλό του. Μια γυναίκα έπρεπε να έχει κάτι επάνω της που να αξίζει μια αγκαλιά, αλλιώς τι νόημα είχε;
«Δεν νομίζω πως η Τάυλιν θα είχε ποτέ στην κατοχή της κάτι τέτοιο», είπε η Τουόν ψυχρά κι αργόσυρτα, τοποθετώντας το δόρυ με τη μακρόστενη λάμα δίπλα στο τόξο, «συνεπώς, θα πρέπει να είναι δικό σου. Τι είναι; Πώς βρέθηκε στην κατοχή σου;» Τον εκνεύριζαν αυτές οι ψυχρές ερωτήσεις, λες κι είχε απέναντι της κάποιον υπηρέτη, η καταραμένη. Μα το Φως, απ’ όσο ήξερε, δεν γνώριζε ούτε καν πώς τον λένε! Η Τάυλιν του είχε πει πως, από τότε που πρότεινε να τον αγοράσει, η Τουόν ούτε είχε ρωτήσει τίποτα γι’ αυτόν ούτε τον είχε αναφέρει καν.
«Λέγεται δόρυ, Αρχόντισσά μου», είπε, πασχίζοντας να καταπνίξει την τάση που είχε να γείρει πάνω στο κούφωμα της πόρτας και να στηρίξει τους αντίχειρες πίσω από τη ζώνη του. Σε τελική ανάλυση, αυτή η γυναίκα ανήκε στη Γενιά των Σωντσάν. «Το αγόρασα».
«Θα σου δώσω δέκα φορές περισσότερα από την τιμή που το πήρες», είπε η Τουόν. «Πες ένα ποσό».
Ο Ματ κόντεψε να σκάσει στα γέλια. Πολύ θα το ήθελε, όχι μονάχα από απλή ευχαρίστηση, αυτό ήταν σίγουρο. Δεν τον είχε ρωτήσει καν αν το πουλάει, απλώς τον δήλωνε ότι θα το αγόραζε κι ότι πλήρωνε τόσα. «Η τιμή δεν μετριέται σε χρυσάφι, Αρχόντισσά μου». Ασυναίσθητα, το χέρι του πήγε στο μαύρο μαντίλι, για να βεβαιωθεί πως εξακολουθούσε να κρύβει το ραβδωτό σημάδι που κύκλωνε τον λαιμό του. «Μόνο ένας τρελός θα πλήρωνε για να το αγοράσει, πόσω μάλλον να δώσει δέκα φορές περισσότερα».
Τον περιεργάστηκε για μια στιγμή, ανέκφραστη παρά τη διαφάνεια του πέπλου της. Κατόπιν, φάνηκε να εξαφανίζεται σε μια στιγμή. Τον προσπέρασε με γοργά βήματα, σαν να γλιστρούσε, λες κι ο Ματ δεν βρισκόταν πια εκεί, και βγήκε από το δώμα.
Δεν ήταν η μόνη φορά που τη συνάντησε χωρίς τη συνοδεία της. Βέβαια, δεν την ακολουθούσαν πάντα η Άναθ ή η Σελούσια ή οι φρουροί, αλλά όποτε τύχαινε να αποφασίσει να γυρίσει πίσω, για να πάρει κάτι, νόμιζε ότι θα την έβλεπε εκεί να τον κοιτάει, ενώ άλλες φορές πίστευε πως θα την αντίκριζε μόλις άνοιγε την πόρτα. Πάνω από μία φορά έπιασε τον εαυτό του να κοιτάει πάνω από τον ώμο του, καθώς άφηνε το Παλάτι, και το βλέμμα του να πέφτει πάνω σε μια πεπλοφόρα φιγούρα που τον κοιτούσε από ένα παράθυρο. Όχι, βέβαια, ότι είχε κολλήσει τη ματιά της επάνω του. Τον κοίταξε φευγαλέα κι απομακρύνθηκε, λες κι ο Ματ είχε πάψει ξαφνικά να υπάρχει, αποσυρόμενη στο δωμάτιο, μόλις αντιλήφθηκε ότι ο άντρας την παρατηρούσε κι εκείνος. Γι’ αυτήν, ο Ματ ήταν κάτι σαν ορθοστάτης φανού στον διάδρομο ή σαν πέτρα στο λιθόστρωτο της Πλατείας Μολ Χάρα. Ωστόσο, εκείνος είχε αρχίσει να άγχεται. Σε τελική ανάλυση, η γυναίκα είχε προσφερθεί να τον αγοράσει, κι αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να κάνει νευρικό έναν άντρα.
Ακόμα κι η Τουόν, όμως, δεν ήταν ικανή να διαταράξει την ολοένα αυξανόμενη αίσθηση που είχε, ότι τα πράγματα άρχιζαν να στρώνουν σιγά-σιγά. Το γκόλαμ δεν επέστρεψε κι ο Ματ είχε αρχίσει να πιστεύει πως το πλάσμα στράφηκε σε αναζήτηση ευκολότερου «θερισμού». Όπως και να έχει, απέφευγε τα σκοτάδια και τα ερημικά δρομάκια, όπου θα αποτελούσε ευκολότερο στόχο για το τέρας. Μπορεί το μενταγιόν να έκανε καλή δουλειά, αλλά η αίσθηση της πολυκοσμίας βοηθούσε περισσότερο. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας του επίσκεψης στην Αλούντρα, η γυναίκα άφησε να της ξεφύγει κάτι —ήταν σίγουρος γι’ αυτό— αλλά γρήγορα ανέκτησε τον αυτοέλεγχό της και τον έδιωξε βιαστικά από την άμαξα. Αν φιλήσεις αρκετά μια γυναίκα, δεν μπορεί να σου αποκρύψει τίποτα. Έμεινε μακριά από την Περιπλανώμενη Γυναίκα, για να μην υποψιαστεί τίποτα η Τάυλιν, αλλά ο Νέριμ κι ο Λόπιν συνέχισαν να μεταφέρουν τα ρούχα του στο κελάρι του πανδοχείου. Λίγο-λίγο, το μισό περιεχόμενο του σιδηροπαγούς σεντουκιού που βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι της Τάυλιν, διέσχισε την Πλατεία Μολ Χάρα και κατέληξε στην κρυμμένη εσοχή, κάτω από την κουζίνα του πανδοχείου.
Ωστόσο, αυτή η εσοχή είχε αρχίσει να τον προβληματίζει. Φυσικά, ήταν πολύ καλή για να κρύψει κανείς ένα σεντούκι, μια και για να το φτάσει κάποιος, θα χρειαζόταν να πελεκήσει την πέτρα. Ο ίδιος, έμενε τότε επάνω, σε κάποιο δωμάτιο του πανδοχείου. Τώρα όμως, το χρυσάφι θα μπορούσε να σκορπίσει στην τρύπα, αν η Σετάλε καθάριζε την κουζίνα. Κι αν κάποιος άρχιζε να αναρωτιέται γιατί η γυναίκα τους έδιωχνε όλους όταν έρχονταν ο Λόπιν κι ο Νέριμ; Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ανασηκώσει την πέτρα του πατώματος, αν ήξερε που να κοιτάξει. Έπρεπε να το φροντίσει αυτό. Κατόπιν, αρκετά αργότερα, θα έπρεπε να αναρωτηθεί για ποιο λόγο δεν τον προειδοποίησαν τα καταραμένα τα ζάρια.