5 Σημαίες

Έτρεχε διασχίζοντας τη χιονοσκέπαστη πεδιάδα, με το ρύγχος στον άνεμο, κυνηγώντας μια μυρωδιά, μια πολύτιμη μυρωδιά. Το χιόνι που έπεφτε δεν έλιωνε πια πάνω στην παγωμένη γούνα, αλλά το κρύο δεν τον αποθάρρυνε. Τα πέλματα στις πατούσες του είχαν μουδιάσει, ωστόσο τα φλεγόμενα πόδια τον έτρεχαν μανιασμένα, κουβαλώντας τον γοργά, όλο και πιο γοργά, μέχρι που η έκταση της γης θόλωσε μπροστά του. Έπρεπε να τη βρει.

Ξαφνικά, ένας μεγάλος γκριζωπός λύκος, με κουρελιασμένα αυτιά και σημάδια από τις πολλές μάχες, ξεπήδησε από τον ουρανό, παραβγαίνοντας με τον ήλιο δίπλα του. Άλλος ένας μεγάλος γκρίζος λύκος, αλλά όχι τόσο ογκώδης όσο ο ίδιος. Τα δόντια του ήταν ικανά να σκίσουν τους λαιμούς αυτών που την είχαν απαγάγει. Τα σαγόνια του θα συνέθλιβαν τα κόκαλά τους!

Το θηλυκό σου δεν είναι εδώ, του διαμήνυσε ο Άλτης, αλλά εσύ είσαι εδώ πολλή ώρα και πολύ μακριά από το σώμα σου. Πρέπει να επιστρέψεις, Νεαρέ Ταύρε, ειδάλλως θα πεθάνεις.

Πρέπει να τη βρω. Ακόμα κι οι σκέψεις του έμοιαζαν λαχανιασμένες. Δεν σκεφτόταν τον εαυτό του ως Πέριν Αϋμπάρα. Ήταν ο Νεαρός Ταύρος. Κάποτε είχε βρει εδώ το γεράκι, και μπορεί να το έβρισκε ξανά. Έπρεπε να τη βρει. Μπροστά σε αυτή την ανάγκη, ο θάνατος δεν σήμαινε τίποτα.

Με μια ασημένια αναλαμπή, ο άλλος λύκος όρμησε στο πλευρό του, και παρ’ όλο που ο Νεαρός Ταύρος ήταν ογκωδέστερος, αισθανόταν κουρασμένος κι έπεσε βαρύς. Στηρίχτηκε στα πόδια του μέσα στο χιόνι, γρύλισε και χίμηξε σημαδεύοντας τον λαιμό του Άλτη. Τίποτα δεν είχε μεγαλύτερη σημασία από το γεράκι.

Ο σημαδεμένος λύκος πέταξε στον αέρα σαν πουλί κι ο Νεαρός Ταύρος ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς. Ο Άλτης λαμπύρισε στο χιόνι, πίσω του.

Άκου με, λυκόπουλο! Η σκέψη του Άλτη τον χτύπησε ανελέητα. Το μυαλό σου έχει στρεβλωθεί από τον τρόμο! Δεν είναι εδώ και, αν μείνεις κι άλλο, θα πεθάνεις. Βρες την στον κόσμο της εγρήγορσης. Μόνο εκεί μπορείς να τη βρεις. Πήγαινε πίσω και βρες την!

Τα μάτια του Πέριν άνοιξαν απότομα. Ένιωθε ψόφιος από κούραση κι είχε ένα κενό στο στομάχι, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα συγκριτικά με το κενό στο στήθος του. Ήταν ολόκληρος ένα κενό, αποκομμένος ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό, λες κι ήταν ένα άλλο άτομο, που παρακολουθούσε τον Πέριν Αϋμπάρα να υποφέρει. Πάνω από το κεφάλι του, μια σκηνή με χρυσογάλανη οροφή κυμάτιζε στον άνεμο. Το εσωτερικό της σκηνής ήταν θολό και σκοτεινό, παρ’ όλο που το ηλιόφως έκανε το λαμπερό καναβάτσο να λάμπει ελαφρά. Τα χτεσινά γεγονότα δεν αποτελούσαν μεγαλύτερο εφιάλτη από αυτόν με τον Άλτη. Μα το Φως, είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Άλτη και, στα Λυκίσια Όνειρα, ο θάνατος ήταν... οριστικός. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή, αλλά ο Πέριν αναρρίγησε. Ήταν ξαπλωμένος πάνω σε ένα πουπουλένιο στρώμα, σε ένα μεγάλο κρεβάτι με βαριά, σκαλιστά, επιχρυσωμένα στηρίγματα. Μέσα στη μυρωδιά του κάρβουνου, που καιγόταν στο μαγκάλι, ο Πέριν ανίχνευσε ένα ευωδιαστό άρωμα και τη γυναίκα που το φορούσε. Κανείς άλλος δεν ήταν παρών.

Χωρίς καν να σηκώσει το κεφάλι του από το μαξιλάρι, είπε: «Δεν τη βρήκαν ακόμα, Μπερελαίν;» Ένιωθε το κεφάλι του πολύ βαρύ για να το ανασηκώσει.

Το πρόχειρο κάθισμα του καταυλισμού έτριξε αδιόρατα καθώς η γυναίκα μετακινήθηκε. Ο Πέριν είχε βρεθεί εδώ κι άλλες φορές στο παρελθόν, μαζί με τη Φάιλε, για να συζητήσουν διάφορα σχέδια. Η σκηνή ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει ολόκληρη οικογένεια, και τα περίτεχνα έπιπλα της Μπερελαίν δεν θα φάνταζαν αταίριαστα ακόμα και σε ένα παλάτι, έτσι όπως ήταν σκαλιστά κι επιχρυσωμένα με περίπλοκο τρόπο, ασχέτως αν όλα, τραπέζια, καθίσματα, ακόμα και το ίδιο το κρεβάτι, συγκρατούνταν με ξύλινα καρφιά. Θα μπορούσαν να αποσυναρμολογηθούν και να αποθηκευτούν σε μια άμαξα, αλλά τα καρφιά δεν ήταν κι ιδιαίτερα γερά.

Κάτω από το άρωμα, η Μπερελαίν ανέδιδε μια μυρωδιά έκπληξης, επειδή ο άντρας είχε αντιληφθεί την παρουσία της, αν κι η φωνή της ήταν συγκρατημένη. «Όχι. Οι ανιχνευτές σου δεν γύρισαν ακόμα, κι οι δικοί μου... Όταν δεν επέστρεψαν μέχρι που έπεσε το σούρουπο, έστειλα μια ολόκληρη διμοιρία. Βρήκαν τους άντρες μου νεκρούς, πιασμένους σε ενέδρα, ούτε πέντε-έξι μίλια από δω. Διέταξα τον Άρχοντα Γκαλίν να παρακολουθεί στενά τους γύρω καταυλισμούς. Ο Αργκάντα έχει βάλει ισχυρές φρουρές στα υψώματα, αλλά έστειλε κι αυτός περιπόλους. Ενάντια στη συμβουλή μου. Ο άνθρωπος είναι τρελός. Νομίζει πως κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο δεν μπορεί να βρει την Αλιάντρε. Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσον πιστεύει ότι προσπαθούν κι άλλοι γι’ αυτόν τον σκοπό, κι όχι οι Αελίτες βέβαια».

Τα χέρια του Πέριν σφίχτηκαν πάνω στις μαλακές μάλλινες κουβέρτες που τον σκέπαζαν. Ο Γκαούλ ή ο Τζόνταϊν σίγουρα δεν θα αιφνιδιάζονταν, ούτε καν από τους Αελίτες. Έψαχναν ακόμα, πράγμα που σήμαινε πως η Φάιλε εξακολουθούσε να είναι ζωντανή. Αν έβρισκαν το πτώμα της, θα είχαν επιστρέψει προ πολλού. Δεν είχε λόγους να μην το πιστεύει. Ανασήκωσε κάπως μια από τις μπλε κουβέρτες. Ήταν γυμνός από κάτω. «Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό;»

Ο τόνος της φωνής της δεν άλλαξε καθόλου, αλλά η επιφυλακτικότητα τρεμόφεγγε στην οσμή της. «Εσύ κι ο οπλίτης σου θα ξεπαγιάζατε μέχρι θανάτου, αν δεν σας έψαχνα, όταν ο Νουρέλ επέστρεψε με τα νέα από τους ανιχνευτές μου. Κανείς άλλος δεν είχε το θάρρος να σε ενοχλήσει. Γρύλιζες σαν λύκος σε οποιονδήποτε προσπαθούσε να το κάνει. Όταν σε βρήκα, ήσουν τόσο αναίσθητος, ώστε δεν άκουγες καν ποιος σου μιλούσε, ενώ ο άλλος άντρας ήταν έτοιμος να σωριαστεί. Τον κράτησε όρθιο αυτή η γυναίκα, η Λίνι —λίγη ζεστή σούπα και κουβέρτες του ήταν αρκετά— αλλά εγώ διέταξα να σε μεταφέρουν εδώ. Δίχως τη βοήθεια της Ανούρα, μπορεί να έχανες μερικά δάχτυλα. Φοβόταν πως... πως ίσως και να πέθαινες, παρά τη Θεραπεία που σου πρόσφερε. Κοιμήθηκες σαν νεκρός. Μου είπε ότι έμοιαζες με άνθρωπο που έχει χάσει την ψυχή του κι ότι ήσουν κρύος, άσχετα από το πόσες κουβέρτες σε σκέπασαν. Το ένιωσα κι εγώ μόλις σε άγγιξα».

Αρκετές εξηγήσεις, αλλά δεν αρκούσαν. Φούντωσε από οργή, μια μακρινή οργή, αλλά την κατέπνιξε. Η Φάιλε πάντα ζήλευε όταν ο Πέριν έβαζε τις φωνές στην Μπερελαίν. Η γυναίκα δεν σήκωνε φωνές από αυτόν. «Είτε ο Γκρέηντυ είτε ο Νιλντ έπρεπε να κάνουν ό,τι ήταν απαραίτητο», είπε με επίπεδη φωνή. «Ακόμα κι η Σέονιντ με τη Μασούρι ήταν πιο κοντά».

«Η πρώτη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν η σύμβουλός μου. Δεν σκέφτηκα τις άλλες, μέχρι που επέστρεψα εδώ. Τέλος πάντων, έχει σημασία ποια έκανε τη Θεραπεία;»

Ήταν τόσο γλυκομίλητη. Κι αν τη ρωτούσε για ποιο λόγο τον επέβλεπε η ίδια η Πρώτη του Μαγιέν μέσα σε μια μισοσκότεινη σκηνή, αντί αυτό να το κάνουν οι υπηρέτριες της ή κάποιοι από τους στρατιώτες ή, έστω, η Ανούρα, σίγουρα θα λάμβανε μια ακόμα εύσχημη απάντηση. Δεν ήθελε να την ακούσει.

«Πού είναι τα ρούχα μου;» ρώτησε κι ανασηκώθηκε στους αγκώνες του. Ο τόνος της φωνής του εξακολουθούσε να είναι ανέκφραστος.

Ένα κερί ακουμπισμένο σε ένα μικρό τραπέζι, δίπλα στο κάθισμα της Μπερελαίν, ήταν η μοναδική πραγματική πηγή φωτός στη σκηνή, αλλά τα μάτια του, τσιμπλιασμένα καθώς ήταν από την εξάντληση, δεν άντεχαν ούτε αυτό. Η γυναίκα ήταν αρκετά κόσμια ντυμένη, με ένα ψηλόλαιμο, βαθυπράσινο φόρεμα ιππασίας, που έκανε το πηγούνι της να ακουμπάει σε μια πυκνή, δαντελωτή γουνίτσα. Για την Μπερελαίν, το να είναι κόσμια ντυμένη ισοδυναμούσε με το να φορέσεις δέρμα προβάτου σε αλητόγατο. Το πρόσωπό της ήταν ελαφρά σκιώδες, όμορφο κι αναξιόπιστο. Θα έκανε όσα είχε υποσχεθεί, αλλά —όπως κάθε καλή Άες Σεντάι— για προσωπικό της όφελος· όσο για όλα αυτά για τα οποία δεν είχε υποσχεθεί τίποτα, θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να σε καρφώσει πισώπλατα.

«Εκεί, πάνω στο σεντούκι», είπε, κάνοντας μια κίνηση γεμάτη χάρη με ένα χέρι σχεδόν κρυμμένο κάτω από την ανοιχτόχρωμη δαντέλα. «Έβαλα τη Ροζέν και τη Νάνα να τα καθαρίσουν, αλλά νομίζω ότι πιο πολύ χρειάζεσαι φαγητό και ξεκούραση παρά ρούχα. Και πριν ασχοληθούμε με το φαγητό και με τις διάφορες δουλειές μας, θέλω να ξέρεις πως κανείς δεν πιστεύει περισσότερο από εμένα ότι η Φάιλε ζει». Η έκφραση της ήταν τόσο αληθινή κι ειλικρινής, που θα μπορούσε να την πιστέψει, αν ήταν κάποια άλλη. Ακόμα κι η οσμή της ήταν ειλικρινής!

«Θέλω τα ρούχα μου τώρα». Στριφογύρισε, για να κάτσει στη μια πλευρά του κρεβατιού, με τις κουβέρτες τραβηγμένες στα πόδια του. Τα ρούχα που φορούσε κείτονταν προσεκτικά διπλωμένα σε ένα ραβδωτό, ταξιδιωτικό σεντούκι, σκαλισμένο κι επιχρυσωμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος. Ο μανδύας με τη φοδραρισμένη γούνα ήταν πτυχωμένος στο μήκος της μιας πλευράς του σεντουκιού, και το τσεκούρι του ήταν ακουμπισμένο γερτά δίπλα στις γκέτες του, πάνω στα απλωτά, λουλουδάτα κιλίμια που έπαιζαν ρόλο πατώματος. Μα το Φως, ήταν ψόφιος. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα βρισκόταν στο Λυκίσιο Όνειρο, αλλά αν ξυπνούσες εκεί, ήταν σαν να ξυπνούσες κανονικά, σωματικά τουλάχιστον. Το στομάχι του γουργούριζε ηχηρά. «Επίσης, θέλω να φάω».

Ο λαιμός της Μπερελαίν παρήγαγε έναν οργισμένο ήχο κι η γυναίκα σηκώθηκε ισιώνοντας τη φούστα της και με το πηγούνι υψωμένο αποδοκιμαστικά. «Η Ανούρα θα δυσαρεστηθεί από τη συμπεριφορά σου μόλις γυρίσει από τις συνομιλίες με τις Σοφές», είπε με σταθερή φωνή. «Δεν μπορείς να αγνοείς μια Άες Σεντάι έτσι απλά. Δεν είσαι ο Ραντ αλ’Θόρ, όπως θα σου αποδείξουν αργά ή γρήγορα».

Ωστόσο, βγήκε από τη σκηνή, επιτρέποντας την είσοδο σε έναν στρόβιλο παγωμένου αέρα. Πάνω στη σύγχυση της, δι:ν σκέφτηκε καν να πάρει τον μανδύα της. Μέσα από το στιγμιαίο άνοιγμα στην υφασμάτινη θύρα, ο Πέριν είδε πως εξακολουθούσε να χιονίζει. Όχι τόσο έντονα όσο την προηγούμενη νύχτα, αλλά οι λευκές νιφάδες έπεφταν με σταθερό ρυθμό. Ακόμα κι ο Τζόνταϊν θα δυσκολευόταν να βρει κάποιο ίχνος έπειτα από τη χθεσινή νύχτα. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται.

Τέσσερα μαγκάλια ζέσταιναν την ατμόσφαιρα μέσα στη σκηνή, αλλά η παγωνιά πέρασε στα πόδια του μόλις πάτησε πάνω στα κιλίμια, κι έσπευσε βιαστικά να πάρει τα ρούχα του. Τρίκλισε μάλλον, αν και δεν καθυστέρησε καθόλου. Ήταν τόσο εξουθενωμένος, που θα μπορούσε να ξαπλώσει πάνω στα χαλιά και να ξανακοιμηθεί. Επιπλέον, ένιωθε αδύναμος σαν νεογέννητο αρνάκι. Ίσως το Λυκίσιο Όνειρο να είχε κάποια σχέση μ’ αυτό —το ότι μεταφέρθηκε απότομα εκεί, καθώς κι ο τρόπος που άφησε το σώμα του— αλλά το σίγουρο ήταν πως κι η Θεραπεία είχε επιδεινώσει κάπως τα πράγματα. Χωρίς να έχει φάει τίποτα από το προηγούμενο πρωί κι έπειτα από μία ολόκληρη νύχτα που την πέρασε στο χιόνι, τα αποθέματα ενέργειάς του είχαν περιοριστεί αισθητά. Τα χέρια του έτρεμαν, στην προσπάθεια να φορέσει τα εσώρουχά του. Ο Τζόνταϊν θα την έβρισκε. Ή ο Γκαούλ. Ζωντανή. Τίποτε άλλο στον κόσμο δεν είχε σημασία. Αισθάνθηκε μουδιασμένος.

Δεν περίμενε πως η Μπερελαίν θα ξαναγύριζε, αλλά μια ριπή ψύχους μετέφερε το άρωμά της, ενώ ο Πέριν πάλευε ακόμα να φορέσει το παντελόνι του. Ένιωσε το βλέμμα της στην πλάτη του σαν δάχτυλα που τον χτυπούσαν, αλλά συνέχισε τη δουλειά του λες κι ήταν μόνος. Δεν της έδωσε την ικανοποίηση να τον δει να βιάζεται να ντυθεί επειδή αυτή περίμενε. Ούτε καν την κοίταζε.

«Η Ροζέν σού φέρνει ζεστό φαγητό», είπε η γυναίκα. «Φοβάμαι πως υπάρχει μόνο βραστό αρνί, αλλά της είπα να φέρει αρκετό για τρεις άντρες». Δίστασε, κι ο Πέριν άκουσε τα πασούμια της να σέρνονται πάνω στα χαλιά. Η γυναίκα αναστέναξε ανάλαφρα. «Πέριν, ξέρω πως πονάς. Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που θες να βγάλεις από μέσα σου, αλλά δεν μπορείς να τα πεις σε άντρα. Κι επειδή δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαις στον ώμο της Λίνι, προσφέρομαι εγώ. Προτείνω να κάνουμε ανακωχή μέχρι να βρεθεί η Φάιλε».

«Ανακωχή;» ρώτησε, σκύβοντας προσεκτικά να δέσει τη μία μπότα. Προσεκτικά, για να μην πέσει. Οι γερές, μάλλινες κάλτσες κι οι χοντρές, δερμάτινες σόλες θα ζέσταιναν σύντομα τα πόδια του. «Και τι τη θέλουμε την ανακωχή;» Η γυναίκα παρέμεινε σιωπηλή ενόσω ο Πέριν φορούσε την άλλη μπότα, διπλώνοντάς τη κάτω από τα γόνατα, και δεν μίλησε, μέχρι που εκείνος πέρασε τα κορδόνια του πουκαμίσου του και το έστρωσε μέσα στο παντελόνι του.

«Πολύ καλά, Πέριν. Αφού το θέλεις έτσι». Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, ακούστηκε πολύ αποφασισμένη. Ξαφνικά, ο Πέριν αναρωτήθηκε μήπως η μύτη του είχε κάνει λάθος. Η οσμή της, αν είναι δυνατόν, μαρτυρούσε πως είχε θιχτεί! Όταν την κοίταξε, πάντως, ένα αμυδρό χαμόγελο είχε χαραχθεί στα χείλη της. Από την άλλη όμως, μια λάμψη οργής αχνόφεγγε μέσα σε αυτά τα μεγάλα μάτια. «Οι άντρες του Προφήτη άρχισαν να καταφθάνουν πριν ξημερώσει», είπε η γυναίκα με ζωηρή φωνή, «αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, ο ίδιος δεν έχει έρθει ακόμα. Πριν τον δεις ξανά—»

«Άρχισαν να καταφθάνουν;» τη διέκοψε. «Ο Μασέμα συμφώνησε να φέρει μονάχα μια τιμητική φρουρά, κάπου εκατό άντρες».

«Όποια κι αν ήταν η συμφωνία, την τελευταία φορά που τους είδα, πρόσεξα πως υπήρχαν τρεις-τέσσερις χιλιάδες άντρες —ένας ολόκληρος στρατός από ρουφιάνους, μια και φαίνεται πως πήρε μαζί του κάθε άντρα ικανό να κρατήσει δόρυ— κι έρχονταν κι άλλοι από κάθε κατεύθυνοη».

Ο Πέριν φόρεσε βιαστικά τον μανδύα του και κούμπωσε τη ζώνη του από πάνω, τοποθετώντας το βαρύ τσεκούρι στον γοφό του. Πάντα το ένιωθε βαρύτερο απ’ όσο έπρεπε. «Αυτό θα το δούμε! Που να καώ, δεν θα τον αφήσω να γεμίσει τον χώρο με τα δολοφονικά του καθάρματα!»

«Αυτά τα καθάρματα δεν είναι παρά μια απλή ενόχληση σε σύγκριση με τον ίδιο. Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από τον ίδιον τον Μασέμα». Ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός, αλλά ένας συγκρατημένος φόβος τρεμόπαιζε στην οσμή της. Πάντα συνέβαινε αυτό όταν αναφερόταν στον διαβόητο Προφήτη. «Οι αδελφές κι οι Σοφές έχουν δίκιο. Αν χρειάζεσαι περαιτέρω αποδείξεις από αυτές που σου προσφέρουν τα ίδια σου τα μάτια, ο Μασέμα συναντήθηκε με τους Σωντσάν».

Η πληροφορία αυτή τον χτύπησε σαν σφυρί, ειδικά μετά τα νέα που έφερε ο Μπάλγουερ σχετικά με τη μάχη στην Αλτάρα. «Πώς το ξέρεις;» τη ρώτησε απαιτητικά. «Οι ληστοκυνηγοί σου σ’ το είπαν;» Η γυναίκα είχε φέρει από το Μαγιέν ένα ζευγάρι ληστοκυνηγών, και τους έστειλε να μάθουν ό,τι ήταν δυνατόν από κάθε πόλη και χωριό που συναντούσαν. Η αλήθεια, όμως, ήταν πως δεν ανακάλυψαν ούτε τα μισά απ’ όσα είχε βρει ο Μπάλγουερ. Όχι ότι του ανέφερε τίποτα, δηλαδή.

Η Μπερελαίν κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, θλιμμένη. «Μου το είπαν οι... ακόλουθοι της Φάιλε. Τρεις από δαύτους ήρθαν και μας βρήκαν λίγο πριν επιτεθούν οι Αελίτες. Μίλησαν με ανθρώπους που είδαν ένα τεράστιο ιπτάμενο πλάσμα να προσγειώνεται». Αναρρίγησε κάπως επιδεικτικά, αλλά, κρίνοντας από την οσμή της, επρόκειτο για ειλικρινή αντίδραση. Τα νέα δεν του έκαναν εντύπωση. Κάποτε είχε δει κι ο ίδιος κάποια από αυτά τα πλάσματα, άλλωστε κι ένας Τρόλοκ δεν μοιάζει περισσότερο με Σκιογέννητο. «Ένα πλάσμα με γυναίκα αναβάτη. Την εντόπισαν στα Άμπιλα, στον Μασέμα. Δεν νομίζω πως επρόκειτο για πρώτη συνάντηση. Σ’ εμένα, ακούγεται σαν να έχει ξανασυμβεί κάμποσες φορές».

Ξαφνικά, τα χείλη της συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο, εν μέρει ειρωνικό, εν μέρει ερωτύλο. Αυτή τη φορά, η οσμή της ταίριαζε με την έκφραση του προσώπου της. «Δεν ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να μου δώσεις την εντύπωση ότι αυτός ο στρυφνός ο γραμματέας σου ξετρύπωσε περισσότερα στοιχεία από τους ληστοκυνηγούς μου, τη στιγμή που έχεις δύο ντουζίνες κατασκόπους μεταμφιεσμένους σε ακόλουθους της Φάιλε. Με ξεγέλασες, οφείλω να το παραδεχτώ. Όλο καινούργιες εκπλήξεις είσαι. Γιατί ξαφνιάζεσαι τόσο; Πιστεύεις όντως πως μπορείς να εμπιστευθείς τον Μασέμα, ύστερα απ’ όσα ακούσαμε κι είδαμε;»

Το απλανές βλέμμα του Πέριν ελάχιστα οφειλόταν στα νέα για τον Μασέμα. Ίσως σήμαιναν πολλά, ίσως τίποτα. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να πίστευε ότι μπορούσε να φέρει τους Σωντσάν στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ήταν αρκετά τρελός, άλλωστε. Ωστόσο... ποιος να του έλεγε ότι η Φάιλε είχε αναθέσει σε αυτούς τους ανόητους να κατασκοπεύουν και να μπουν λαθραία στα Άμπιλα και το Φως μόνο ήξερε πού αλλού. Βέβαια, εκείνη ανέκαθεν διατυμπάνιζε πως η κατασκοπία είναι δουλειά για μια σύζυγο, μα άλλο τα κουτσομπολιά του παλατιού κι άλλο τούτο εδώ. Τουλάχιστον, θα μπορούσε να του το έχει πει. Ή, μήπως είχε τηρήσει σιγήν ιχθύος, επειδή οι ακόλουθοί της δεν ήταν οι μόνοι που έχωναν τη μύτη τους εκεί που δεν έπρεπε; Μπορεί να της έμοιαζαν σ’ αυτό. Η Φάιλε όντως είχε το πνεύμα του γερακιού. Ίσως της άρεσε να κατασκοπεύει κι η ίδια. Όχι, δεν θα της θύμωνε, ειδικά τώρα. Μα το Φως, δεν αποκλείεται να το έβλεπε ως διασκέδαση.

«Χαίρομαι που είσαι διακριτικός», μουρμούρισε η Μπερελαίν. «Δεν σε είχα για τέτοιον, αλλά η διακριτικότητα πάντα ωφελεί. Ειδικά τώρα. Οι δικοί μου δεν σκοτώθηκαν από τους Αελίτες, εκτός αν οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν βαλλίστρες και τσεκούρια».

Τίναξε το κεφάλι του και, παρότι δεν το ήθελε, την αγριοκοίταξε. «Τώρα τα θυμήθηκες όλα αυτά; Μήπως υπάρχει τίποτε άλλο που ξέχασες να μου πεις, κάτι που να σου διέφυγε;»

«Πώς είναι δυνατόν να ρωτάς;» είπε, γελώντας σχεδόν. «Θα έπρεπε να πετάξω τα ρούχα μου, για να σου αποκαλύψω περισσότερα απ’ όσα σου έχω αποκαλύψει ήδη». Άπλωσε διάπλατα τα χέρια της και στριφογύρισε σαν φίδι, λες κι ήθελε να κάνει επίδειξη.

Ο Πέριν γρύλισε αηδιασμένος. Η Φάιλε έλειπε και το Φως μόνο ήξερε αν ήταν ακόμα ζωντανή —μακάρι να ήταν!— κι η Μπερελαίν διάλεξε αυτή τη στιγμή να καμαρώσει όσο ποτέ άλλοτε; Από την άλλη, έτσι ήταν η Μπερελαίν. Θα έπρεπε να είναι κι ευχαριστημένος που είχε δείξει αρκετή αξιοπρέπεια για να τον αφήσει να ντυθεί.

Κοιτώντας τον σκεφτική, διέτρεξε με το ακροδάχτυλό της το κάτω χείλος της. «Παρά τα όσα έχεις ακούσει, θα είσαι μόλις ο τρίτος άντρας με τον οποίο θα μοιραστώ το κρεβάτι μου». Τα μάτια της ήταν... καπνισμένα... σαν να έλεγε απλώς ότι ήταν ο τρίτος άντρας με τον οποίο είχε μιλήσει εκείνη τη μέρα. Η μυρωδιά της... Το μόνο πράγμα που του ερχόταν στο μυαλό ήταν η εικόνα ενός λύκου που κοιτάει ένα ελάφι πιασμένο στα βάτα. «Οι άλλοι δύο ήταν για πολιτικούς λόγους, ενώ εσύ θα είσαι για λόγους ικανοποίησης, και μάλιστα με περισσότερους από έναν τρόπους», αποτελείωσε την πρότασή της με υπέρ το δέον δέλεαρ.

Εκείνη τη στιγμή, η Ροζέν όρμησε στη σκηνή με ένα κύμα παγερού αέρα ξοπίσω της και με τον γαλάζιο μανδύα της ανοικτό, κουβαλώντας έναν οβάλ ασημένιο δίσκο, καλυμμένο με ένα λευκό, λινό ύφασμα. Ο Πέριν έκλεισε απότομα το στόμα του κι ευχήθηκε η κοπέλα να μην είχε ακούσει τίποτα. Η Μπερελαίν εξακολουθούσε να χαμογελάει κι έμοιαζε να μη δίνει σημασία. Τοποθετώντας τον δίσκο πάνω στο μεγαλύτερο τραπέζι, η εύσωμη υπηρέτρια άπλωσε τη φούστα της με τις μπλε και χρυσαφιές ρίγες σε μια βαθιά υπόκλιση προς την Μπερελαίν και σε μια άλλη, λιγότερο βαθιά, προς εκείνον. Τα μαύρα της μάτια έμειναν για μια στιγμή καρφωμένα επάνω του και χαμογέλασε, εξίσου ευχαριστημένη με την κυρά της, πριν μαζέψει ξανά επάνω της τον μανδύα και βγει έξω ύστερα από ένα γρήγορο νεύμα από τη μεριά της Μπερελαίν. Είχε κρυφακούσει, λοιπόν. Ο δίσκος ανέδιδε τις μυρωδιές ζεστού αρνιού κι αρωματισμένου κρασιού, που έκαναν την κοιλιά του Πέριν να γουργουρίζει, αλλά του ήταν αδύνατον να κάτσει να φάει, ακόμα κι αν τα πόδια του ήταν σπασμένα.

Ρίχνοντας τον μανδύα του πάνω από τους ώμους του, βγήκε με βαριά βήματα στην ήπια χιονόπτωση, φορώντας ταυτοχρόνως τα γάντια του. Βαριά σύννεφα κάλυπταν σαν σάβανο τον ήλιο, αλλά, κρίνοντας από την ένταση του φωτός, η αυγή απείχε ακόμα μερικές ώρες. Μονοπάτια είχαν χαραχθεί πάνω στο χιόνι, ωστόσο οι λευκές μάζες που συνέχιζαν να πέφτουν από τον ουρανό συσσωρεύονταν πάνω σε γυμνά κλαριά κι έντυναν τα αειθαλή δέντρα με καινούργια πανωφόρια. Η καταιγίδα δεν είχε τελειώσει ακόμα, κάθε άλλο. Μα το Φως, πώς μπορούσε να του μιλάει έτσι αυτή η γυναίκα, και μάλιστα τώρα;

«Να θυμάσαι», του φώναξε από κάπου πιο πίσω η Μπερελαίν, χωρίς να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια να μην ακουστεί. «Διακριτικότητα». Μορφάζοντας, ο Πέριν επιτάχυνε το βήμα του.

Ελάχιστα βήματα πριν φθάσει στη μεγάλη ριγωτή σκηνή, συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει να ρωτήσει την ακριβή θέση των αντρών του Μασέμα. Όπου κι αν κοιτούσε, Φτερωτοί Φρουροί ζεσταίνονταν γύρω από πυρές, φορώντας τις αρμαχωσιές και τους μανδύες τους, κοντά στα παραταγμένα και σελωμένα τους άτια. Τα δόρατα ήταν τοποθετημένα πλάι τους, σχηματίζοντας κώνους με ατσαλένιες μύτες, από τις οποίες κυμάτιζαν στον άνεμο κόκκινα σημαιάκια. Παρά τον όγκο των δέντρων, οι πυρές θα μπορούσαν κάλλιστα να ενωθούν μεταξύ τους με ευθείες γραμμές, καθότι παρόμοιες όσο το δυνατόν σε μέγεθος. Οι άμαξες με τις προμήθειες που είχαν μαζέψει και που κατευθύνονταν στον Νότο ήταν όλες φορτωμένες και τα άλογα ζεμένα, παραταγμένες σε σειρά κι αυτές.

Τα δέντρα δεν έκρυβαν εντελώς την κορυφή του λόφου. Οι Διποταμίτες στέκονταν φρουροί εκεί πάνω, αλλά οι σκηνές είχαν κατέβει κι ο Πέριν διέκρινε φορτωμένα υποζύγια. Είχε την εντύπωση πως διέκρινε κι ένα μαύρο πανωφόρι· πιθανόν κάποιος Άσα’μαν, αν και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος ήταν. Ανάμεσα στους Γκεαλντανούς, άντρες σε μπουλούκια στέκονταν ακίνητοι ατενίζοντας ψηλά, στον λόφο, δίνοντας όμως την εντύπωση πως ήταν εξίσου προετοιμασμένοι με τους Μαγιενούς. Οι δύο καταυλισμοί είχαν παρόμοιο σχεδιασμό. Δεν υπήρχε, όμως, πουθενά οποιαδήποτε ένδειξη πως συγκεντρώνονταν χιλιάδες άντρες, πουθενά πατημένα και πλατιά μονοπάτια πάνω στο χιόνι, ούτε καν ίχνη ανάμεσα στους τρεις καταυλισμούς. Αν η Ανούρα βρισκόταν με τις Σοφές, θα ήταν πάνω στον λόφο επί αρκετή ώρα. Για τι πράγμα συζητούσαν, άραγε; Πιθανόν για το πώς θα δολοφονούσαν τον Μασέμα χωρίς να δώσουν κίνητρα στον Πέριν να τις Θεωρήσει υπεύθυνες. Έριξε μια ματιά στη σκηνή της Μπερελαίν, αλλά ανατρίχιασε στη σκέψη να ξαναγυρίσει.

Απέμενε άλλη μια σκηνή, όχι πολύ μακριά, η μικρή ριγωτή σκηνή που ανήκε στις δύο υπηρέτριες της Μπερελαίν. Παρά το ψιλόχιονο, η Ροζέν κι η Νάνα ήταν καθισμένες σε σκαμνιά μπροστά στην είσοδο, φορώντας μανδύες και κουκούλες και ζεσταίνοντας τα χέρια τους πάνω από μια μικρή φωτιά. Ήταν όμοιες σαν δυο σταγόνες νερό και, παρότι ελάχιστα όμορφες, είχαν συντροφιά. Μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχαν μαζευτεί μέσα, κουλουριασμένες γύρω από ένα μαγκάλι. Αναμφίβολα, η Μπερελαίν απαιτούσε περισσότερη κοσμιότητα από τις υπηρέτριες της, κάτι που δεν κατάφερνε να κάνει για τον εαυτό της. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι ληστοκυνηγοί της Μπερελαίν σπάνια έλεγαν πάνω από τρεις λέξεις όλες κι όλες, παρουσία του Πέριν τουλάχιστον, αλλά με τη Ροζέν και τη Νάνα ήταν ιδιαίτερα ζωηροί κι εγκάρδιοι. Ντυμένοι απλά, κι οι δυο έμοιαζαν τόσο ασήμαντοι, που δεν θα τους έριχνες δεύτερη ματιά, ακόμα κι αν σε σκουντουφλούσαν στον δρόμο. Ο Πέριν δεν ήταν καν σίγουρος ποιος ήταν ο Σάντες και ποιος ο Γκένταρ. Ένα μικρό μαγκάλι, στη μια πλευρά της φωτιάς, ανέδιδε μυρωδιά βραστού αρνιού. Προσπάθησε να την αγνοήσει, αλλά το στομάχι του γουργούρισε.

Οι κουβέντες έπαψαν καθώς πλησίασε και, πριν προλάβει να φτάσει στην αναμμένη πυρά, ο Σάντες κι ο Γκένταρ κοίταξαν μία αυτόν και μία τη σκηνή της Μπερελαίν με πρόσωπα κενά, έσφιξαν τους μανδύες πάνω στα κορμιά τους κι έφυγαν βιαστικά, αποφεύγοντας τη ματιά του. Η Ροζέν με τη Νάνα κοιτούσαν πότε τον Πέριν και πότε τη σκηνή, κρυφογελώντας πίσω από τις χούφτες τους. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα αν έπρεπε να κοκκινίσει ή να αρχίσει να ουρλιάζει.

«Μήπως, κατά τύχη, ξέρετε πού έχουν μαζευτεί οι άντρες του Προφήτη;» τις ρώτησε. Δεν ήταν εύκολο να διατηρήσει ήρεμη τη φωνή του, με όλες αυτές τις απορημένες ματιές και τα χαζόγελα. «Η κυρά σας ξέχασε να μου πει». Οι δυο τους αντάλλαξαν ματιές κάτω από τις κουκούλες τους και κακάρισαν ξανά πίσω από τις χούφτες τους. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν ήταν διανοητικά καθυστερημένες, αλλά αμφέβαλλε αν η Μπερελαίν θα ανεχόταν να έχει στην υπηρεσία της δύο κουτές.

Ύστερα από κάμποσα ακόμα χαχανητά, διανθισμένα με πεταχτές ματιές προς τη μεριά του και προς την κατεύθυνση της σκηνής της Μπερελαίν, η Νάνα αξιώθηκε να του πει ότι δεν ήταν απολύτως σίγουρη, αλλά πίστευε πως ήταν μαζεμένοι προς εκείνη την κατεύθυνση, ανεμίζοντας αόριστα το χέρι της προς τα νοτιοδυτικά. Η Ροζέν ήταν σίγουρη πως είχε ακούσει την αρχόντισσά της να λέει πως δεν απείχαν πάνω από δυο μίλια, ίσως και τρία. Χασκογελούσαν ακόμα όταν ο Πέριν ξεμάκρυνε με δρασκελισμούς. Ίσως, τελικά, να ήταν πράγματι ηλίθιες.

Περιπλανήθηκε κουρασμένος στον λόφο, αναλογιζόμενος πώς έπρεπε να δράσει. Το βάθος του χιονιού μέσα από το οποίο έπρεπε να διαβεί, από τότε που άφησε πίσω του το στρατόπεδο των Μαγιενών, επιδείνωσε τη διάθεση του. Ούτε οι αποφάσεις στις οποίες κατέληξε τον βοήθησαν να νιώσει καλύτερα. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα από τη στιγμή που έφτασε στον καταυλισμό των δικών του.

Όλα ήταν όπως είχε προστάξει. Καιρχινοί ντυμένοι με χιτώνες κάθονταν πάνω σε φορτωμένες άμαξες, με τα γκέμια τυλιγμένα γύρω από τους καρπούς τους ή διπλωμένα κάτω από τα λαγόνια τους, ενώ διάφορες μικρότερες φιγούρες κινούνταν κατά μήκος των γραμμών των παραταγμένων ίππων, ησυχάζοντας τα ζώα. Όσοι Διποταμίτες δεν βρίσκονταν στη λοφοκορυφή, ήταν καθισμένοι οκλαδόν γύρω από μερικές δεκάδες μικρές πυρές, σκόρπιες ανάμεσα στα δέντρα, φορώντας ρούχα ιππασίας και κρατώντας τα γκέμια των αλόγων τους. Αντίθετα με τους στρατιώτες των άλλων καταυλισμών, μεταξύ τους δεν υπήρχε κάποια μορφή τάξης, ωστόσο είχαν έρθει κι αυτοί αντιμέτωποι με τους Τρόλοκ και τους Αελίτες. Κάθε άντρας είχε το τόξο του περασμένο στην πλάτη και μία γεμάτη φαρέτρα στον γοφό του, η οποία μερικές φορές ισορροπούσε με ένα σπαθί ή κοντόσπαθο περασμένο από την άλλη πλευρά. Παραδόξως, ο Γκρέηντυ καθόταν μπροστά σε μια από αυτές τις φωτιές. Οι δύο Άσα’μαν συνήθως κρατούσαν αποστάσεις από τους υπόλοιπους άντρες και τούμπαλιν. Κανείς δεν μιλούσε, απλώς ήταν συγκεντρωμένοι να παραμείνουν ζεστοί. Τα σκυθρωπά πρόσωπα μαρτυρούσαν στον Πέριν ότι δεν είχε επιστρέψει ακόμα ο Τζόνταϊν, ούτε ο Γκαούλ, ούτε ο Ιλάυας, ούτε κανείς άλλος. Υπήρχε ακόμα μια πιθανότητα να τη φέρουν πίσω. Ή, τουλάχιστον, να ανακαλύψουν το μέρος όπου κρατούνταν αιχμάλωτη. Προς το παρόν, αυτές έμοιαζαν να είναι οι τελευταίες καλές σκέψεις της ημέρας. Ο Κόκκινος Αετός της Μανέθερεν και το δικό του λάβαρο με τη Λυκοκεφαλή κρέμονταν άτονα κάτω από τη χιονόπτωση από δύο κοντάρια που ακουμπούσαν σε μια καρότσα.

Σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει αυτές τις σημαίες με τον Μασέμα, με τον ίδιο τρόπο που είχε κάνει για να κατέβει νότια, κρυμμένος στα ανοιχτά. Αν κάποιος ήταν αρκετά τρελός, ώστε να προσπαθήσει να αποκαταστήσει το αρχαίο κλέος της Μανέθερεν, δεν υπήρχε λόγος να μην προελάσει κι αυτός με τον μικρό του στρατό, κι όσο δεν χρονοτριβούσε, ήταν όλοι αρκετά ευχαριστημένοι για να προσπαθήσουν να σταματήσουν τον προελαύνοντα τρελό. Αρκετά προβλήματα είχε ο τόπος για να βάλει κι άλλα στο κεφάλι του. Άσε κάποιον άλλον να πολεμήσει, να ματώσει και να χάσει πολύτιμους άντρες, που τα κορμιά τους θα γίνονταν λίπασμα για τα φυτά την άνοιξη. Τα ούνορα της Μανέθερεν κάποτε εκτείνονταν σχεδόν έως το σημείο όπου τώρα έστεκε το Μουράντυ, και με λίγη τύχη ο Πέριν θα μπορούσε να έχει βρεθεί στο Άντορ, όπου ο Ραντ είχε ισχυρή εξουσία, προτού χρειαστεί να αφήσει κατά μέρος την πλάνη. Όλα αυτά είχαν αλλάξει τώρα, κι ήξερε ότι το τίμημα αυτής της αλλαγής δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Ήταν έτοιμος να πληρώσει, παρ’ όλο που τελικά δεν θα πλήρωνε αυτός. Όπως και να είχε, δεν θα απέφευγε τους εφιάλτες.

Загрузка...