Ο Τροχός του Χρόνου γυρίζει κι οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους μνήμες που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος· ακόμα κι ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που από μερικούς αποκαλείται η Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έφθασε, μια Εποχή από καιρό περασμένη, ένας άνεμος υψώθηκε πάνω από τον Ωκεανό Άρυθ. Ο άνεμος αυτός δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ήταν όμως μια αρχή.
Ο άνεμος έπνευσε ανατολικά, πάνω από τα παγωμένα, φουσκωμένα κύματα του γκριζοπράσινου ωκεανού, με κατεύθυνση το Τάραμπον, όπου τα πλοία είχαν ήδη ξεφορτώσει ή περίμεναν τη σειρά τους να μπουν στο λιμάνι του Τάντσικο, αγκυροβολημένα για μίλια κατά μήκος της χαμηλής ακτογραμμής. Περισσότερα πλοία, μικρά και μεγάλα, γέμιζαν το τεράστιο λιμάνι, όπως επίσης μαούνες, που μετέφεραν στην ξηρά ανθρώπους κι εμπορεύματα, μια και δεν υπήρχε άδειο αραξοβόλι σε καμία από τις αποβάθρες της πόλης. Οι κάτοικοι του Τάντσικο είχαν τρομοκρατηθεί όταν η πόλη έπεσε στα χέρια των νέων αρχόντων της, με τα παράδοξα έθιμα, τα αλλόκοτα πλάσματα και τις δεμένες με λουριά γυναίκες που ήταν ικανές να διαβιβάσουν, και τρομοκρατήθηκαν εκ νέου μόλις κατέφθασε αυτός ο στόλος, το μέγεθος του οποίου σου παρέλυε το μυαλό, κι άρχισε να ξεβράζει όχι μόνο στρατιώτες αλλά κι ανοιχτομάτηδες εμπόρους καθώς και τεχνίτες με τα σύνεργά τους, ακόμα κι ολόκληρες οικογένειες με άμαξες γεμάτες αγροτικά εργαλεία κι άγνωστα φυτά. Υπήρχαν νέος Βασιλιάς και νέα Πανάρχουσα για να ορίζουν τους νόμους, ωστόσο, κι αν ο Βασιλιάς κι η Πανάρχουσα είχαν ορκιστεί πίστη σε κάποια μακρινή Αυτοκράτειρα κι οι ευγενείς των Σωντσάν είχαν καταλάβει πολλά από τα ανάκτορα κι απαιτούσαν μεγαλύτερη υπακοή από οποιονδήποτε Ταραμπονέζο άρχοντα ή αρχόντισσα, η ζωή δεν είχε αλλάξει και πολύ για τον περισσότερο κόσμο, κι αυτό προς το καλύτερο. Η Γενιά των Σωντσάν ελάχιστες επαφές είχε με τον απλό λαό, και τα παράδοξα έθιμα ήταν αποδεκτά. Η αναρχία που είχε διαλύσει τη χώρα ήταν πια μια μακρινή μνήμη, μαζί μ’ αυτήν κι η πείνα. Οι επαναστάτες, οι ληστοσυμμορίτες κι οι Δρακορκισμένοι, που κάποτε λυμαίνονταν τον τόπο, ήταν πια νεκροί, αιχμάλωτοι ή εξόριστοι στην Πεδιάδα του Άλμοθ —όσοι δεν είχαν παραδοθεί, τουλάχιστον— και το εμπόριο κυλούσε ομαλά και πάλι. Οι ορδές των λιμοκτονούντων προσφύγων, που στριμώχνονταν στους δρόμους, είχαν επιστρέψει στα χωριά και στα αγροκτήματά τους. Κι από τους νεοαφιχθέντες στο Τάντσικο δεν παρέμεναν παρά μονάχα αυτοί που η πόλη μπορούσε να θρέψει εύκολα. Παρά το χιόνι, οι στρατιώτες κι οι έμποροι, οι τεχνίτες κι οι αγρότες διασκορπίζονταν προς το εσωτερικό κατά δεκάδες χιλιάδες, αλλά ο παγωμένος αγέρας μαστίγωνε ένα ειρηνικό Τάντσικο κι, έπειτα από όλη αυτή την ταλαιπωρία, ικανοποιημένο με όσα του αναλογούσαν.
Ο άνεμος φυσούσε ανατολικά για λεύγες ολόκληρες, λυσσομανώντας και καταλαγιάζοντας, διχασμένος αλλά χωρίς να σταματά ποτέ, πάντα από τα ανατολικά και με κατεύθυνοη τον Νότο, διασχίζοντας δάση και πεδιάδες τυλιγμένες στην κουβέρτα του χειμώνα, με γυμνόκλαδα δέντρα και καφετί γρασίδι, φτάνοντας τελικά σε αυτό που κάποτε ήταν το σύνορο μεταξύ του Τάραμπον και της Αμαδισία. Εξακολουθούσε να είναι σύνορο, αλλά μόνο κατ’ όνομα, μια και τα πόστα των τελωνείων είχαν κατεδαφιστεί κι οι φρουροί είχαν φύγει. Ανατολικά και νότια, γύρω από τη νότια έκταση των Ορέων της Ομίχλης, περιδινούμενος γύρω από το Άμαντορ με τα πανύψηλα τείχη. Γύρω από το κατακτημένο Άμαντορ. Το λάβαρο, στην κορυφή του ογκώδους Φρουρίου του Φωτός, κυμάτιζε στον άνεμο, ενώ το χρυσό γεράκι που απεικόνιζε έμοιαζε πράγματι να πετά κρατώντας σφικτά στα νύχια του τους κεραυνούς. Ελάχιστοι από τους ντόπιους άφηναν τα σπίτια τους, εκτός αν ήταν ανάγκη, κι αυτοί οι λίγοι περιδιάβαιναν βιαστικά κατά μήκος των παγωμένων δρόμων με τους μανδύες τυλιγμένους σφιχτά επάνω τους και βλέμματα χαμηλωμένα, όχι μόνο για να προσέχουν το βήμα τους στο γλιστερό λιθόστρωτο, αλλά και για να αποφεύγουν τις ματιές κάποιου περιστασιακού Σωντσάν, που θα τους προσπερνούσε καβάλα πάνω σε ένα θηρίο όμοιο με σιδερόφραχτη γάτα σε μέγεθος αλόγου, ή τους καλυμμένους με ατσάλι Ταραμπονέζους, που θα φυλούσαν ομάδες από τα πάλαι ποτέ Τέκνα του Φωτός, οι οπαδοί των οποίων ήταν τώρα αλυσοδεμένοι σαν ζώα που σέρνουν άμαξες γεμάτες σκουπίδια εκτός πόλεως. Δεν είχε περάσει καλά-καλά ενάμισης μήνας από τότε που οι Σωντσάν τους έκλεισαν στο μαντρί, κι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας της Αμαδισία ένιωθαν τον παγερό άνεμο να τους χτυπά σαν βούρδουλας, κι όσοι δεν καταριόνταν τη μοίρα τους αναλογίζονταν ποιες αμαρτίες τους είχαν οδηγήσει σε αυτό το σημείο.
Ανατολικά ούρλιαξε ο άνεμος, πάνω από μια περιοχή ερημωμένη, όπου απέμεναν αποκαΐδια χωριών και κατεστραμμένων αγροκτημάτων, τα οποία άλλοτε κατοικούνταν. Το χιόνι σκέπαζε σαν κουβέρτα απανθρακωμένα ξύλα κι εγκαταλελειμμένους αχυρώνες, κάνοντας πιο ήπιο το τοπίο, μολονότι υποδήλωνε θάνατο από παγωνιά και πείνα. Το ξίφος, το τσεκούρι κι η λόγχη είχαν ήδη κάνει τη δουλειά τους και περίμεναν να σκοτώσουν ξανά. Ανατολικά, μέχρι που ο άνεμος θρήνησε με γόους πάνω από τα ανοχύρωτα Άμπιλα. Κανένα λάβαρο δεν ανέμιζε πάνω από τα παρατηρητήρια της πόλης, μια κι ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα βρισκόταν εκεί και δεν χρειαζόταν λάβαρα, παρά μόνο το όνομά του. Στα Άμπιλα ο κόσμος αναρριγούσε πιότερο με το όνομα του Προφήτη παρά με τον ψυχρό άνεμο. Εξάλλου, οι άνθρωποι πάντα και παντού ένιωθαν μια ανατριχίλα στο άκουσμα αυτού του ονόματος.
Βγαίνοντας με δρασκελιές έξω από το ψηλό σπίτι του εμπόρου, όπου κατοικούσε ο Μασέμα, ο Πέριν άφησε τον άνεμο να μαστιγώσει τον επενδυμένο με γούνα μανδύα του, καθώς φορούσε τα γάντια του. Ο μεσημεριανός ήλιος δεν εξέπεμπε θερμότητα κι ο αέρας περόνιαζε μέχρι το κόκαλο. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, αλλά ο ίδιος παραήταν θυμωμένος ώστε να νιώσει το κρύο. Μετά βίας συγκρατούσε τα χέρια του, για να μην πιάσουν το τσεκούρι στη ζώνη του. Ο Μασέμα —με τίποτα δεν μπορούσε να αποκαλέσει αυτόν τον άνθρωπο Προφήτη, δεν το χωρούσε καν το μυαλό του!— ήταν πιθανότατα ανόητος και σίγουρα παράφρων. Ένας πανίσχυρος ανόητος όμως, πιο ισχυρός από τους περισσότερους βασιλιάδες, και τρελαμένος από την εξουσία.
Οι φρουροί του Μασέμα γέμιζαν τον δρόμο απ’ άκρη σ’ άκρη, ενώ απλώνονταν και στις γωνίες των επόμενων δρόμων, κοκαλιάρηδες με κλεμμένες, μεταξωτές στολές, αμούστακοι μαθητευόμενοι με σκισμένα πανωφόρια και πάλαι ποτέ πλαδαροί έμποροι με απομεινάρια εξαίσιων μάλλινων. Η ανάσα τους ήταν σαν λευκή πάχνη και μερικοί αναρριγούσαν, αφού δεν φορούσαν χιτώνα, αλλά καθένας τους άδραχνε ένα ακόντιο ή μια βαλλίστρα με το βέλος περασμένο στη χορδή. Ωστόσο, κανείς δεν εκδήλωνε ανοικτή εχθρότητα. Ήξεραν ότι ο Πέριν ισχυριζόταν πως είχε αποκτήσει οικειότητα με τον Προφήτη, κι είχαν μείνει με το στόμα ανοικτό, λες και περίμεναν να τον δουν να πετάει. Ή, τουλάχιστον, να κάνει τούμπες. Ο Πέριν φίλτραρε την οσμή από την καπνιά του ξύλου, που έβγαινε από τις καμινάδες της πόλης. Όλοι τους βρωμοκοπούσαν πολυκαιρισμένο ιδρώτα κι απλυσιά, ζήλο αλλά και φόβο, καθώς κι έναν παράξενο πυρετό, που δεν είχε αναγνωρίσει προηγουμένως και μάλλον αντανακλούσε την παράνοια του Μασέμα. Εχθρικοί ή όχι, θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν, όπως κι οποιονδήποτε άλλον, με μία λέξη του Μασέμα. Μία λέξη του Μασέμα ήταν αρκετή για να σφαγιάσουν ολόκληρα έθνη. Καθώς ο Πέριν τους μύριζε, αισθανόταν μια παγωνιά δριμύτερη κι από χειμερινό άνεμο. Ήταν εξαιρετικά χαρούμενος που δεν είχε αφήσει τη Φάιλε να έρθει μαζί του.
Οι άντρες που είχε αφήσει με τα υποζύγια έπαιζαν ζάρια πλάι στα ζώα ή βόλταραν σε μια έκταση από λιθόστρωτες πλάκες, η οποία είχε καθαριστεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της από το λασπωμένο χιόνι. Δεν εμπιστευόταν τον Μασέμα ούτε στο ελάχιστο, το ίδιο κι εκείνοι. Είχαν την προσοχή τους περισσότερο στραμμένη στο σπίτι και στους φρουρούς παρά στο παιχνίδι. Οι τρεις Πρόμαχοι πήδηξαν όρθιοι μόλις έκανε την εμφάνισή του, κι οι ματιές τους έπεσαν στους συντρόφους του που έρχονταν ξοπίσω του. Ήξεραν πολύ καλά τι είχαν αισθανθεί οι Άες Σεντάι τους εκεί μέσα. Ο Νιλντ ήταν ο πιο αργός, σταματώντας λίγο για να μαζέψει τα ζάρια και τα νομίσματα. Ο συγκεκριμένος Άσα’μαν δεν ήταν παρά ένας λιμοκοντόρος, που μονίμως έστριβε τα τσιγκελωτά του μουστάκια και περπατούσε καμαρωτά χαζογελώντας μπροστά από τις γυναίκες, μα τώρα είχε σταθεί προσοχή, επιφυλακτικός σαν γάτα.
«Για μια στιγμή, πίστεψα πως θα έπρεπε να δώσουμε μάχη για να βγούμε από εκεί», μουρμούρισε ο Ιλάυας πάνω από τον ώμο του Πέριν. Ωστόσο, τα χρυσαφιά του μάτια ήταν ήρεμα. Ήταν ένας ξερακιανός ηλικιωμένος, με πλατύγυρο καπέλο και με γκρίζα μαλλιά, που κρέμονταν μέχρι τη μέση του, και με μια μακριά γενειάδα, που απλωνόταν σαν δαντέλα πάνω στο στήθος του. Στη ζώνη του είχε περασμένο ένα στενόμακρο μαχαίρι, όχι ένα ξίφος. Κι όμως, είχε υπάρξει Πρόμαχος. Τρόπον τινά, εξακολουθούσε να είναι.
«Είναι το μόνο πράγμα που μας πήγε καλά», του αποκρίθηκε ο Πέριν, παίρνοντας τα γκέμια του Αναχαιτιστή από τον Νιλντ. Ο Άσα’μαν ανασήκωσε ερωτηματικά το ένα φρύδι, αλλά ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να τον ενδιαφέρει ποια ήταν η ερώτηση, κι ο Νιλντ, με μια έκφραση ξινίλας, παρέδωσε στον Ιλάυας τα ηνία του βαθύγκριζου ευνουχισμένου αλόγου του πριν σκαρφαλώσει στη ράχη του διάστικτου δικού του.
Ο Πέριν δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με το κατσούφιασμα του Μουραντιανού. Ο Ραντ τον είχε στείλει να φέρει πίσω τον Μασέμα, κι ο Μασέμα ερχόταν. Όπως πάντα συνέβαινε το τελευταίο διάστημα, κάθε φορά που σκεφτόταν τον Ραντ, χρώματα στροβιλίστηκαν μέσα στο κεφάλι του. Όπως πάντα, τα αγνόησε. Ο Μασέμα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα για τον Πέριν, ώστε δεν είχε χρόνο να ασχολείται με χρώματα. Αυτός ο καταραμένος «προφήτης» θεωρούσε βλασφημία να αγγίζει οποιοσδήποτε, πλην του Ραντ, τη Μία Δύναμη. Φαίνεται πως ο Ραντ δεν ήταν ακριβώς θνητός· ήταν το Φως με σάρκα κι οστά! Οπότε, δεν θα Ταξίδευαν, δεν θα έκαναν το αστραπιαίο άλμα προς την Καιρχίν μέσα από μια πύλη φτιαγμένη από κάποιον Άσα’μαν, άσχετα από το πόσο είχε πασχίσει ο Πέριν να πείσει τον Μασέμα. Έπρεπε να διανύσουν έφιπποι όλες αυτές τις τετρακόσιες και πλέον λεύγες, συναντώντας στον δρόμο τους το Φως μόνο ήξερε τι. Και να κρατήσουν μυστικό ποιοι ήταν, όπως επίσης και τον Μασέμα. Αυτές ήταν οι διαταγές του Ραντ.
«Μόνο έναν τρόπο βλέπω για να γίνει κάτι τέτοιο, αγόρι μου», είπε ο Ιλάυας, λες κι ο Πέριν είχε μιλήσει μεγαλόφωνα. «Η πιθανότητα είναι ελάχιστη. Θα είχαμε ίσως περισσότερες, αν κοπανούσαμε τον τύπο στο κεφάλι και πολεμούσαμε».
«Το ξέρω», γρύλισε ο Πέριν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης το είχε σκεφτεί πάνω από μια φορά. Με τους Άσα’μαν, τις Άες Σεντάι και τις Σοφές να διαβιβάζουν, ίσως ήταν εφικτό. Μα είχε δει μάχη να διεξάγεται με τη χρήση της Μίας Δύναμης, άντρες να σκίζονται ασκαρδαμυκτί σε ματωμένα κομμάτια, και φωτιές να φουντώνουν σε όλη τη γη. Τα Άμπιλα θα μετατρέπονταν σε υπαίθριο σφαγείο πριν ακόμα τελειώσουν. Αν ήταν στο χέρι του, θα απέφευγε να παρακολουθήσει ξανά κάτι παρόμοιο.
«Τι πιστεύεις ότι θα καταφέρει αυτός ο Προφήτης με δαύτο;» τον ρώτησε ο Ιλάυας.
Ο Πέριν χρειάστηκε να διώξει από το μυαλό του τα Πηγάδια του Ντουμάι και τα Άμπιλα, που έμοιαζαν με το πεδίο μάχης στα Πηγάδια του Ντουμάι, πριν καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε ο Ιλάυας. Α. Πώς επρόκειτο να πραγματοποιήσει το απίθανο. «Δεν με νοιάζει τι θα καταφέρει». Ο τύπος θα κατάφερνε να δημιουργήσει φασαρίες, αυτό ήταν απολύτως βέβαιο.
Έξυσε τη γενειάδα του, οργισμένος. Έπρεπε να την περιποιηθεί ή, μάλλον, να του την περιποιηθούν. Αν έπιανε το ψαλίδι, η Φάιλε θα του το έπαιρνε από το χέρι και θα το έδινε στον Λάμγκουιν. Εξακολουθούσε να φαντάζει απίθανο ότι αυτός ο ασουλούπωτος ατζαμής με το βλογιοκομμένο πρόσωπο και τις βαθουλωτές αρθρώσεις είχε την ικανότητα και την τέχνη ενός προσωπικού υπηρέτη. Μα το Φως! Ένας προσωπικός υπηρέτης. Είχε εξοικειωθεί με τη Φάιλε και τους παράξενους Σαλδαϊκούς τρόπους της, αλλά όσο εξοικειωμένος κι αν ήταν, τόσο αυτή κατάφερνε να κάνει το δικό της. Βέβαια, οι γυναίκες πάντα έκαναν το δικό τους, όμως μερικές φορές τού φαινόταν πως είχε ανταλλάξει ένα κακό με κάποιο άλλο. Ίσως μπορούσε να δοκιμάσει να της φωνάξει με αυτή τη στεντόρεια φωνή που τόσο της άρεσε. Ένας άντρας είχε δικαίωμα να ψαλιδίσει τη γενειάδα του μονάχος του, αν ήθελε. Ωστόσο, αμφέβαλλε αν μπορούσε να το κάνει. Ήταν δύσκολο να αρχίσει να της φωνάζει, από τη στιγμή που εκείνη θα άρχιζε να φωνάζει πρώτη. Ούτως ή άλλως, ήταν ηλίθιο να σκέφτεται τώρα κάτι τέτοιο.
Περιεργάστηκε τους υπολοίπους καθώς κατευθύνονταν στα άλογά τους, λες και περιεργαζόταν τα εργαλεία που χρειαζόταν για μια δύσκολη δουλειά. Φοβόταν πως ο Μασέμα θα του έκανε τη ζωή δύσκολη σε αυτό το ταξίδι κι ότι τα εργαλεία του ήταν ελαττωματικά.
Η Σέονιντ κι η Μασούρι σταμάτησαν πλάι του, με τις κουκούλες των χιτώνων τους τραβηγμένες μπροστά και με τα πρόσωπά τους στη σκιά. Ένα οξύ τρέμουλο στόλιζε την αχνή οσμή των αρωμάτων τους, φόβος υπό έλεγχο. Ο Μασέμα θα τις είχε σκοτώσει επί τόπου, αν μπορούσε. Το ίδιο θα έκαναν κι οι φρουροί, αν κάποιος εξ αυτών αναγνώριζε τη μορφή μιας Άες Σεντάι. Ανάμεσα σε τόσο πολλούς, σίγουρα υπήρχαν κάποιοι που μπορούσαν να τις αναγνωρίσουν. Παρ’ όλο που η Μασούρι ήταν αρκετούς πόντους ψηλότερη, ο Πέριν χρειαζόταν να χαμηλώσει τη ματιά του αν ήθελε να τις κοιτάξει. Αγνοώντας τον Ιλάυας, οι αδελφές αντάλλαξαν ματιές εξακολουθώντας να καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τις κουκούλες τους. Κατόπιν, η Μασούρι μίλησε σιγανά.
«Βλέπεις, λοιπόν, γιατί πρέπει να πεθάνει; Αυτός ο άνθρωπος είναι... λυσσασμένος». Η Καφετιά αδελφή σπάνια μασούσε τα λόγια της. Ευτυχώς, κανείς από τους φρουρούς δεν βρισκόταν πολύ κοντά για να την ακούσει.
«Μπορούσες να επιλέξεις ένα καλύτερο μέρος για να πεις κάτι τέτοιο», της απάντησε ο Πέριν. Δεν είχε καμιά όρεξη να λογομαχήσει ξανά, ούτε τώρα ούτε αργότερα, αλλά ειδικά τώρα. Και φαίνεται πως δεν χρειαζόταν.
Η Εντάρα κι η Καρέλ λούφαξαν πίσω από τις Άες Σεντάι, με τις σκούρες εσάρπες ήδη τυλιγμένες γύρω από τα κεφάλια τους. Τα κομμάτια της εσάρπας που κρέμονταν μπροστά στο στήθος και στην πλάτη δεν έμοιαζαν ικανά να τις προστατέψουν από το κρύο, από την άλλη όμως αυτό που ενοχλούσε περισσότερο τις Σοφές ήταν το χιόνι, ακόμα κι η ίδια του η ύπαρξη. Τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα ήταν εντελώς ανέκφραστα σαν σκαλισμένες πέτρες, η οσμή τους ωστόσο έδινε την εντύπωση ατσάλινης αιχμής. Τα θαλασσιά μάτια της Εντάρα, τόσο ήρεμα συνήθως, ώστε φάνταζαν παράξενα στο νεανικό της πρόσωπο, ήταν τώρα εξίσου σκληρά με αυτή την αιχμή. Φυσικά, η αταραξία της κάλυπτε το ατσάλι. Κοφτερό ατσάλι.
«Δεν είναι μέρος αυτό για κουβέντες», είπε ήρεμα η Καρέλ στην Άες Σεντάι, χώνοντας μια πλεξούδα φλογερά, κόκκινα μαλλιά κάτω από την εσάρπα της. Ήταν ψηλή όσο οι πιο πολλοί άντρες και πάντα ήπια στους τρόπους της. Για Σοφή, τουλάχιστον. Πράγμα που σήμαινε πως δεν θα σου δάγκωνε ποτέ τη μύτη δίχως προειδοποίηση. «Ανεβείτε στα άλογά σας».
Οι κοντύτερες γυναίκες τής απηύθυναν μια ελαφριά υπόκλιση κι έσπευσαν στις σέλες, λες και δεν ήταν καν Άες Σεντάι. Για τις Σοφές, δεν ήταν. Ο Πέριν πίστευε πως δεν θα το συνήθιζε ποτέ αυτό, ακόμα κι αν η Μασούρι κι η Σέονιντ έμοιαζαν εξοικειωμένες με μια τέτοια συμπεριφορά.
Αναστενάζοντας, ανέβηκε στον Αναχαιτιστή, καθώς οι Σοφές ακολουθούσαν τις μαθητευόμενές τους Άες Σεντάι. Ο επιβήτορας, ξεκούραστος πια, ανασκίρτησε λίγα βήματα, αλλά ο Πέριν τον δάμασε με την πίεση των γονάτων του στα πλευρά του και κρατώντας γερά τα γκέμια. Οι Αελίτισσες σκαρφάλωσαν κάπως αδέξια στις ράχες των αλόγων, παρά την εξάσκηση των τελευταίων βδομάδων, κι οι βαριές τους φούστες ανασηκώθηκαν, για να αποκαλύψουν πόδια καλυμμένα με μάλλινες κάλτσες, που έφταναν μέχρι πάνω από το γόνατο. Συμφώνησαν με τις δύο αδελφές σχετικά με τον Μασέμα, το ίδιο κι οι υπόλοιπες Σοφές, στον καταυλισμό του. Το πράγμα ζεματούσε, κι ήταν δύσκολο να πας ως την Καιρχίν χωρίς να καψαλιστείς.
Ο Γκρέηντυ κι ο Άραμ είχαν ιππεύσει ήδη, κι ο Πέριν αδυνατούσε να διακρίνει τις μυρωδιές τους ανάμεσα σε τόσους άλλους. Δεν χρειαζόταν, ωστόσο. Ανέκαθεν θεωρούσε πως ο Γκρέηντυ έμοιαζε με αγρότη, παρά το μαύρο πανωφόρι του και το ασημένιο ξίφος στο πέτο του, αλλά όχι τώρα. Ακίνητος σαν άγαλμα πάνω στη σέλα του, ο στιβαρός Άσα’μαν επιθεωρούσε τούς φρουρούς με τη βλοσυρή ματιά ενός άντρα που υπολογίζει σε ποιο σημείο θα δώσει το πρώτο χτύπημα. Και το δεύτερο, και τρίτο, κι όσα ακόμα χρειάζονταν. Το πρόσωπο του Άραμ, με τον βαθυπράσινο μανδύα του Μάστορα να παραδέρνει στον άνεμο, καθώς ο άντρας έπιανε τα ηνία, και με τη λαβή του σπαθιού του να εξέχει από τους ώμους του, ήταν η προσωποποίηση του ενθουσιασμού κι ο Πέριν αισθάνθηκε την καρδιά του να βουλιάζει. Στο πρόσωπο του Μασέμα ο Άραμ είχε συναντήσει τον άνθρωπο που είχε δοθεί ψυχή και σώμα στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Κι η άποψη του Άραμ ήταν ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας κατατασσόταν λίγο πιο πίσω από τον Πέριν και τη Φάιλε.
Δεν έκανες καμιά χάρη στο αγόρι, του είχε πει ο Ιλάυας. Τον βοήθησες να απαρνηθεί όσα πίστευε, και τώρα πιστεύει μονάχα σε σένα και σ’ αυτό το ξίψος, κάτι που δεν είναι αρκετό για κανέναν. Ο Ιλάυας γνώριζε τον Άραμ από τότε που ο τελευταίος ήταν ακόμα Μάστορας, προτού διαλέξει το ξίφος.
Ναι, το πράγμα ζεματούσε κι ίσως είχε δηλητήριο, για μερικούς.
Οι φρουροί κοιτούσαν τον Πέριν με βλέμμα προσηλωμένο και γεμάτο απορία, αλλά δεν έκαναν καμιά κίνηση να τον αφήσουν να περάσει, μέχρι που κάποιος φώναξε μέσα από ένα παράθυρο του σπιτιού. Τότε παραμέρισαν, αφήνοντας αρκετό χώρο στους καβαλάρηδες για να περάσουν σε μονή φάλαγγα. Δεν ήταν εύκολο να φτάσεις μέχρι τον Προφήτη δίχως την άδειά του. Ήταν, όμως, αδύνατο να φύγεις δίχως την άδειά του.
Μόλις απομακρύνθηκαν από τον Μασέμα και τους φρουρούς του, ο Πέριν επιβράδυνε τον βηματισμό των αλόγων, όσο ήταν δυνατόν μέσα στους συνωστισμένους δρόμους. Όχι πολύ καιρό πριν, τα Άμπιλα ήταν μια μεγάλη, ευημερούσα πόλη, με τις πέτρινες αγορές της και τα τετραώροφα κτήρια με τις γερτές στέγες. Εξακολουθούσε να είναι μεγάλη, αλλά οι όγκοι από τα μπάζα σημάδευαν πια τα σημεία όπου είχαν κατεδαφιστεί σπίτια και πανδοχεία. Δεν είχε απομείνει ούτε ένα πανδοχείο όρθιο στα Άμπιλα, ούτε σπίτι κάποιου που καθυστέρησε να διακηρύξει τη δόξα του Άρχοντα Αναγεννημένου Δράκοντα. Η αποδοκιμασία του Μασέμα ποτέ δεν ήταν διακριτική.
Ανάμεσα στο πλήθος, λίγοι έδιναν την εντύπωση ότι εξακολουθούσαν να ζουν στην πόλη, κυρίως κάποιοι ατημέλητοι τύποι με βρώμικα ρούχα, που το έβαζαν στα πόδια φοβισμένοι και χώνονταν στους παράδρομους, ενώ δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά. Ούτε σκυλιά. Η πείνα αποτελούσε μείζον ζήτημα του τόπου αυτού. Όπου και να κοίταζες, ομάδες οπλισμένων αντρών περιπλανιόνταν μέσα στη λάσπη, που τους έφτανε μέχρι τον αστράγαλο και που μόλις την προηγούμενη νύχτα ήταν χιόνι, είκοσι εδώ, πενήντα εκεί, σπρώχνοντας άγρια όσους καθυστερούσαν να παραμερίσουν, αναγκάζοντας ακόμα και τις βοϊδάμαξες να τους παρακάμψουν. Ήδη ήταν ορατές μερικές εκατοντάδες από δαύτους, πράγμα που σήμαινε πως σε ολόκληρη την πόλη θα πρέπει να αριθμούσαν κάμποσες χιλιάδες. Ο στρατός του Μασέμα είχε τα χαρακτηριστικά του όχλου, αλλά αριθμητικά εξισορροπούσε τις όποιες άλλες ελλείψεις. Δόξα στο Φως, είχε συμφωνήσει να φέρει μονάχα εκατό. Η συζήτηση είχε διαρκέσει μία ώρα, αλλά είχε συμφωνήσει. Στο τέλος, η λαχτάρα του Μασέμα να φτάσει γρήγορα στον Ραντ, ακόμα και χωρίς να Ταξιδέψει, είχε κερδίσει έδαφος. Ελάχιστοι από τους ακόλουθούς του διέθεταν άλογα, κι όσο πιο πολλοί ήταν πεζοί, τόσο πιο αργά θα βάδιζαν. Τουλάχιστον, θα έφτανε στον καταυλισμό του Πέριν κατά το σούρουπο.
Ο Πέριν δεν είδε κανέναν άλλον έφιππο εκτός από την ομάδα του, η οποία προσέλκυε τα βλέμματα των οπλισμένων αντρών, βλέμματα πέτρινα, πυρετώδη. Συχνά, έρχονταν στον Προφήτη διάφοροι τύποι με καλοραμμένα ρούχα, ευγενείς κι έμποροι, που ήλπιζαν πως, αν υποτάσσονταν στη θέλησή του αυτοπροσώπως, θα αποκόμιζαν περισσότερα κέρδη και λιγότερες ποινές, αλλά συνήθως αποχωρούσαν άπραγοι. Η έξοδός τους ήταν ανεμπόδιστη, ωστόσο, αν κι ήταν αναγκασμένοι να παρακάμψουν τις συστάδες των οπαδών του Μασέμα. Αν έφευγαν έφιπποι, ήταν θέλημα του ίδιου του Μασέμα. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Πέριν δεν ένιωθε αναγκασμένος να τους πει να παραμείνουν ο ένας κοντά στον άλλο. Υπήρχε μια αίσθηση αναμονής στα Άμπιλα και κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα ήθελε να παρίσταται όταν αυτή η αναμονή θα έπαιρνε τέλος.
Αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση όταν ο Μπάλγουερ σπιρούνισε το ευνουχισμένο του ζώο με την πλακουτσωτή μύτη, για να βγει από έναν παράδρομο, λίγο πριν τη χαμηλή ξύλινη γέφυρα, που οδηγούσε εκτός πόλεως, κι η ανακούφιση συναγωνιζόταν εκείνη που είχε νιώσει όταν διέσχισαν τη γέφυρα, αφήνοντας πίσω και τους τελευταίους φρουρούς. Ο μικρόσωμος άντρας με το σφιγμένο πρόσωπο, τις ροζιασμένες αρθρώσεις και το απέριττο καφετί πανωφόρι του να μοιάζει πιότερο κρεμασμένο πάνω του παρά φορεμένο μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του παρά το παρουσιαστικό του, αλλά η Φάιλε είχε στήσει ένα σπιτικό κατάλληλο για αριστοκράτισσα, και δεν θα της άρεσε διόλου αν εξαιτίας του Πέριν πάθαινε κάτι ο γραμματέας της, που ήταν γραμματέας και του Πέριν. Ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος πώς ένιωθε που είχε γραμματέα, ωστόσο αυτός ο τύπος διέθετε κι άλλες ικανότητες, πέραν της καλλιγραφίας. Ικανότητες τις οποίες επέδειξε μόλις βγήκαν εντελώς από την πόλη, σε ένα σημείο όπου τους κύκλωναν χαμηλοί δασωμένοι λόφοι. Τα περισσότερα κλωνάρια ήταν ολόγυμνα, κι αυτά που διατηρούσαν ακόμα ελάχιστο φύλλωμα ή μερικές βελόνες, αποτελούσαν μια έντονη πράσινη πιτσιλιά πάνω στο λευκό του χιονιού. Ο δρόμος τους ανήκε, αλλά το χιόνι είχε παγώσει στα αυλάκια κι έκανε την πορεία τους δύσκολη.
«Συγχώρησέ με, Άρχοντα Πέριν», μουρμούρισε ο Μπάλγουερ, γέρνοντας πάνω στη σέλα του, για να κοιτάξει πέρα από τον Ιλάυας, «αλλά έτυχε να πάρει κάτι το αυτί μου, που μπορεί να σε ενδιαφέρει». Έβηξε διακριτικά μέσα στο γάντι του κι έπειτα έπιασε βιαστικά τον μανδύα του και τον τράβηξε πάνω στο κορμί του.
Ο Ιλάυας κι ο Άραμ δεν χρειάζονταν την υπόδειξη του Πέριν για να υποχωρήσουν προς το μέρος των υπολοίπων. Όλοι είχαν εξοικειωθεί με την επιθυμία του ξερακιανού, μικρόσωμου άντρα για μυστικότητα. Γιατί ήθελε να προσποιείται πως κανείς άλλος δεν γνώριζε ότι ξετρύπωνε πληροφορίες από κάθε πόλη Και χωριό που περνούσαν; Ο Πέριν αδυνατούσε να μαντέψει. Λογικά, ο Μπάλγουερ θα έπρεπε να ξέρει πως ο Πέριν συζητούσε με τη Φάιλε και τον Ιλάυας όσα μάθαινε. Όπως κι αν είχε όμως, ήταν πολύ καλός στο ξετρύπωμα.
Ο Μπάλγουερ έγειρε το κεφάλι του μονόμπαντα, έτσι ώστε να παρακολουθεί τον Πέριν, καθώς ίππευαν πλάι-πλάι. «Δύο ειδών νέα έχω να σου αναφέρω, Άρχοντα μου, τα μεν σημαντικά, τα δε επείγοντα». Επείγοντα ή όχι, η φωνή του άντρα ακουγόταν ξερή, σαν θρόισμα νεκρών φύλλων.
«Πόσο επείγοντα;» Ο Πέριν έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του για το ποιον θα αφορούσαν οι πρώτες πληροφορίες.
«Ίσως πολύ, Άρχοντά μου. Ο Βασιλιάς Άιλρον προκάλεσε σε μάχη τους Σωντσάν κοντά στην πόλη Τζεραμέλ, περίπου εκατό μίλια δυτικά από δω. Αυτό συνέβη σχεδόν δέκα μέρες πριν». Το στόμα του Μπάλγουερ σούφρωσε στιγμιαία από οργή. Αποστρεφόταν την ανακρίβεια· αποστρεφόταν την άγνοια. «Οι αξιόπιστες πληροφορίες είναι λίγες, αλλά αναμφίβολα οι Αμαδισιανοί στρατιώτες είναι νεκροί, αιχμάλωτοι ή διασκορπισμένοι στα γύρω μέρη. Θα μου έκανε τρομερή εντύπωση αν έχουν παραμείνει καμιά εκατοστή ενωμένοι, κι αυτοί όπου να ’ναι θα καταφύγουν στις ληστείες. Ο ίδιος ο Άιλρον πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με όλη την αυλή του. Η Αμαδισία έπαψε πια να έχει αξιόλογη τάξη ευγενών».
Ο Πέριν σημείωσε στο μυαλό του ότι είχε χάσει το στοίχημα. Συνήθως, ο Μπάλγουερ άρχιζε με τα νέα για τους Λευκομανδίτες. «Πολύ κρίμα για την Αμαδισία. Για όσους αιχμαλωτίστηκαν, τέλος πάντων». Σύμφωνα με τον Μπάλγουερ, οι Σωντσάν εφάρμοζαν σκληρές μεθόδους μεταχείρισης σε όσους συλλαμβάνονταν ως αιχμάλωτοι υπό τα όπλα. Έτσι, η Αμαδιοία είχε απομείνει δίχως στρατό και δίχως ευγενείς που θα μπορούσαν να ηγηθούν ενός καινούργιου στρατεύματος. Τώρα, τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τους Σωντσάν από το να εξαπλωθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, μολονότι φαίνεται πως το κατάφερναν με ταχύτατους ρυθμούς, ακόμα κι όταν συναντούσαν αντίσταση. Το καλύτερο για τον Πέριν ήταν να προωθηθεί ανατολικά μόλις ο Μασέμα έφτανε στον καταυλισμό, κι έπειτα να προχωρήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε και για όσο άντεχαν οι άντρες και τα άλογά τους.
Όλα αυτά τα ανέφερε στον Μπάλγουερ κι εκείνος ένευσε καταφατικά, με ένα ελαφρύ χαμόγελο επιδοκιμασίας. Προφανώς, εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Πέριν όταν αυτός αναγνώριζε την αξία των αναφορών του.
«Και κάτι άλλο, Άρχοντά μου», συνέχισε ο άντρας. «Οι Λευκομανδίτες πήραν μέρος στη μάχη, αλλά φαίνεται πως ο Βάλντα κατάφερε να απομακρύνει τους περισσότερους τελικά. Είχε με το μέρος του την τύχη του Σκοτεινού. Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει πού πήγαν. Για την ακρίβεια, κάθε φήμη αναφέρει και διαφορετική κατεύθυνση. Αν μου επιτρέπεται να εκφραστώ, η εκτίμησή μου είναι πως πήγαν ανατολικά, μακριά από τους Σωντσάν». Προς τα Άμπιλα, φυσικά.
Άρα δεν είχε χαθεί το στοίχημα, παρ’ όλο που δεν ήταν αυτή η πρώτη είδηση που ανέφερε ο άντρας. Ισοπαλία, μάλλον. Πέρα μακριά, ένα γεράκι αρμένιζε ψηλά, στον ασυννέφιαστο ουρανό, κατευθυνόμενο βόρεια. Θα έφτανε στον καταυλισμό πολύ πριν από αυτόν, Ο Πέριν αναπολούσε την εποχή που οι σκοτούρες του ήταν ελάχιστες, όσες κι αυτού του γερακιού. Σε σύγκριση με τις τωρινές, τουλάχιστον. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε.
«Υποψιάζομαι πως οι Λευκομανδίτες ενδιαφέρονται περισσότερο να αποφύγουν τους Σωντσάν παρά να ενοχλήσουν εμάς, Μπάλγουερ. Όπως και να έχει όμως, δεν μπορώ να κινηθώ γρηγορότερα, ούτε από αυτούς, ούτε από τους Σωντσάν. Το δεύτερο νέο αφορούσε στην αφεντιά τους μήπως;»
«Όχι, Άρχοντά μου. Απλώς έκρινα ότι είχε ενδιαφέρον». Ο Μπάλγουερ φαινόταν να μισεί τα Τέκνα του Φωτός, ειδικότερα τον Βάλντα —ζήτημα κακομεταχείρισης του πρώτου από τον δεύτερο στο παρελθόν, υποπτευόταν ο Πέριν— αλλά, όπως κι οτιδήποτε άλλο πάνω σε αυτόν τον άντρα, επρόκειτο για ένα μίσος ξερό, ψυχρό. Αδιάφορο. «Η δεύτερη είδηση έχει να κάνει με άλλη μία μάχη που έδωσαν οι Σωντσάν, αυτή τη φορά στη νότια Αλτάρα. Πιθανότατα εναντίον Άες Σεντάι, αν και κάποιοι αναφέρουν άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης». Μισογυρνώντας πάνω στη σέλα του, ο Μπάλγουερ κοίταξε πίσω, προς τη μεριά του Γκρέηντυ και του Νιλντ με τα μαύρα πανωφόρια. Ο Γκρέηντυ είχε πιάσει κουβέντα με τον Ιλάυας κι ο Νιλντ με τον Άραμ, αλλά κι οι δύο Άσα’μαν έμοιαζαν να έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα δάση, όπως οι Πρόμαχοι στην οπισθοφυλακή. Οι Άες Σεντάι κι οι Σοφές μιλούσαν εξίσου χαμηλόφωνα. «Με όποιον κι αν πολέμησαν, Άρχοντά μου, είναι σαφές πως οι Σωντσάν έχασαν τη μάχη κι αναχαιτίστηκαν στο Έμπου Νταρ».
«Αυτά είναι καλά νέα», είπε ξερά ο Πέριν. Τα Πηγάδια του Ντουμάι άστραψαν στο μυαλό του για άλλη μια φορά, εντονότερα από πριν. Για μια στιγμή, βρέθηκε ξανά πλάτη με πλάτη με τον Λόιαλ, να πολεμά απεγνωσμένα, σίγουρος πως κάθε του ανάσα ήταν κι η τελευταία. Για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, αναρρίγησε. Ο Ραντ, τουλάχιστον, γνώριζε σχετικά με τους Σωντσάν, γι’ αυτό δεν έπρεπε να ανησυχεί.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ο Μπάλγουερ τον κοιτούσε, και μάλιστα εξεταστικά, σαν πουλί που περιεργάζεται ένα παράξενο έντομο. Τον είχε δει που αναρρίγησε. Ο μικρόσωμος άντρας ήθελε να γνωρίζει τα πάντα, αλλά υπήρχαν κάποια μυστικά που ποτέ δεν θα μάθαινε κανείς.
Το βλέμμα του Πέριν στράφηκε ξανά στο γεράκι, το οποίο ήταν μόλις ορατό ακόμα και σε εκείνον. Του έφερε στο μυαλό τη Φάιλε, αυτό το ασυγκράτητο γεράκι, που είχε για σύζυγο. Αυτό το όμορφο γεράκι. Έβγαλε από το μυαλό του τους Σωντσάν, τους Λευκομανδίτες, τις μάχες, ακόμα και τον Μασέμα. Προσωρινά, τουλάχιστον.
«Ας πάμε λίγο πιο γρήγορα», φώναξε στους υπόλοιπους. Το γεράκι θα έβλεπε τη Φάιλε πριν τη δει εκείνος αλλά, αντίθετα από το πουλί, αυτός θα έβλεπε την αγαπημένη της καρδιάς του. Σήμερα, δεν θα της έβαζε τις φωνές, ό,τι κι αν έκανε.