Ένας ακόμα υπηρέτης κόντεψε να αγγίξει το έδαφος με τη μύτη του ενώ υποκλινόταν, κι η Ηλαίην αναστέναξε καθώς προχωρούσε στους διαδρόμους του Παλατιού. Ή, τουλάχιστον, προσπαθούσε να προχωρήσει. Ήταν η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, επιβλητική κι ατάραχη. Ήθελε να τρέξει, αλλά αυτή η σκούρα μπλε φούστα σίγουρα θα την εμπόδιζε, αν το επιχειρούσε. Μπορούσε να νιώσει σχεδόν την αποβλακωμένη ματιά του χοντρού άντρα να ακολουθεί την ίδια και τις συντρόφισσές της. Ο εκνευρισμός ήταν ελάχιστος και σύντομα θα περνούσε. Ένας κόκκος άμμου στο γοβάκι της. Ο Ραντ που-έχει-την-καταραμένη-εντυπωση-πως-ξέρει-το-καλύτε-ρο-για-όλους αλ’Θόρ μού έχει γίνει στενός κορσές! σκέφτηκε. Αν κατάφερνε αυτή τη φορά να της ξεφύγει...!
«Θυμήσου», είπε με σταθερή φωνή. «Δεν πρέπει να μάθει τίποτα περί κατασκόπων, διχαλόριζας και τα τοιαύτα!» Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να αποφασίσει να τη «σώσει». Οι άντρες έκαναν συχνά τέτοιου είδους ανοησίες. Η Νυνάβε έλεγε ότι «σκέφτονται με τις τρίχες στα στέρνα τους». Μα το Φως, το πιθανότερο ήταν πως θα προσπαθούσε να επαναφέρει τους Αελίτες και τους Σαλδαίους στην πόλη! Στο ίδιο το Παλάτι! Όσο απογοητευτικό κι αν ήταν, έπρεπε να παραδεχτεί ότι αδυνατούσε να τον σταματήσει χωρίς να προκαλέσει ανοικτό πόλεμο, αλλά ακόμα κι αυτό ίσως δεν ήταν αρκετό.
«Δεν του λέω πράγματα που δεν χρειάζεται να ξέρει», είπε η Μιν, κοιτώντας συνοφρυωμένη μια ξερακιανή, γουρλομάτα υπηρέτρια, η οποία έκανε μια τόσο βαθιά υπόκλιση, ώστε παραλίγο να καταλήξει φαρδιά-πλατιά στις καφεκόκκινες πλάκες του δαπέδου. Κοιτώντας λοξά τη Μιν, η Ηλαίην θυμήθηκε το διάστημα που φορούσε κι η ίδια παντελόνι, κι αναρωτήθηκε αν θα ήταν φρόνιμο να δοκιμάσει ξανά. Σίγουρα ήταν πιο άνετο από τις φούστες. Σε καμία περίπτωση όμως, αποφάσισε συνετά, δεν θα φορούοε ψηλοτάκουνες μπότες. Έκαναν τη Μιν να φαίνεται εξίσου ψηλή με την Αβιέντα, αλλά ακόμα κι η Μπιργκίτε ταλαντευόταν όταν τις φορούσε, ενώ το άνετο παντελόνι της Μιν και το πανωφόρι, που μετά βίας κάλυπτε τους γοφούς της, της προσέδιδαν ένα σκανδαλώδες παρουσιαστικό.
«Του είπες ψέματα;» Η δυσπιστία ήταν κάτι παραπάνω από ορατή στη φωνή της Αβιέντα. Ακόμα κι ο τρόπος που έσιαξε τη σκούρα εσάρπα στους ώμους της έβριθε αποδοκιμασίας. Το αγριεμένο της βλέμμα προσπέρασε την Ηλαίην κι έπεσε πάνω στη Μιν.
«Όχι, βέβαια», αποκρίθηκε κοφτά η Μιν, ανταποδίδοντάς της το αγριοκοίταγμα. «Δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, εκτός αν ήταν ανάγκη». Η Αβιέντα χαχάνισε κι έπειτα, παραξενεμένη με την αντίδρασή της, σοβάρεψε και τα χαρακτηριστικά της έγιναν σκληρά σαν πέτρα.
Τι θα έκανε με τούτες εδώ; Έπρεπε να συμπαθήσουν η μία την άλλη. Ήταν απαραίτητο. Όμως, οι δύο γυναίκες αλληλοκοιτιόνταν σαν δύο γάτες στο ίδιο δωμάτιο. Ναι, είχαν συμφωνήσει σχεδόν σε όλα —μια και δεν υπήρχε άλλη επιλογή, από τη στιγμή που καμιά τους δεν είχε ιδέα πότε θα έπεφτε στα χέρια τους ξανά αυτός ο άντρας— αλλά ήλπιζε να μη χρειαζόταν στο μέλλον να δείξουν η μία στην άλλη πόσο επιδέξια χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια τους. Μέχρι στιγμής, οι κινήσεις τους ήταν αδιάφορες, δίχως την υπόνοια πραγματικής απειλής, μα χωρίς να την αποκλείουν κιόλας. Από την άλλη, η Αβιέντα είχε εντυπωσιαστεί από τον αριθμό των μαχαιριών που έφερε επάνω της η Μιν.
Ένας ψηλόλιγνος, νεαρός υπηρέτης, που κουβαλούσε έναν δίσκο με ψηλά καλύμματα για τους όρθιους φανούς, υποκλίθηκε καθώς τον προσπέρασε. Δυστυχώς, την ατένιζε με τέτοια προσήλωση, που αμέλησε το φορτίο του. Ο ήχος από τα σπασμένα γυαλιά, που θρυμματίστηκαν στο πάτωμα, γέμισε τον διάδρομο.
Η Ηλαίην αναστέναξε ξανά. Ήλπιζε πως όλοι θα συνήθιζαν σύντομα τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Ωστόσο, το αντικείμενο όλης αυτής της έκπληξης δεν ήταν ούτε η ίδια, ούτε η Αβιέντα, ούτε καν η Μιν, μολονότι η τελευταία τραβούσε κάποια βλέμματα. Όχι, ήταν η Κάσεϊλ κι η Ντένι, που ακολουθούσαν κατά πόδας, αυτές που έκαναν τα μάτια να πετάγονται από τις κόγχες τους και τους υπηρέτες να σκοντάφτουν. Η Ηλαίην είχε οκτώ σωματοφύλακες τώρα, καθώς κι αυτούς που έστεκαν φρουροί στην πόρτα όταν ξύπνησε.
Πιθανότατα, μεγάλο μέρος της έκπληξης οφειλόταν στο γεγονός ότι η Ηλαίην είχε όντως γυναίκες Φρουρούς να την ακολουθούν. Κανείς δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιο θέαμα. Η Μπιργκίτε είχε πει ότι θα τους προσέδιδε τελετουργική εμφάνιση, πράγμα που έκανε. Θα πρέπει να είχε στρώσει στη δουλειά κάθε μοδίστρα και κάθε πιλοποιό του Παλατιού μόλις αποχώρησε από τα διαμερίσματα της Ηλαίην το προηγούμενο βράδυ. Κάθε γυναίκα φορούσε ένα λαμπερό, κόκκινο καπέλο με ένα μακρόστενο, άσπρο φτερό πεσμένο στο μήκος του φαρδιού γείσου, και μια φαρδιά, κόκκινη εσάρπα πλαισιωμένη με μια χιονένια δαντέλα κατά μήκος του στήθους, στην κορυφή του οποίου παρήλαυναν ασυγκράτητα τα Άσπρα Λιοντάρια. Τα πορφυρά πανωφόρια με τους λευκούς γιακάδες ήταν φτιαγμένα από μετάξι και το κόψιμο είχε διαφοροποιηθεί κάπως, έτσι που να είναι πιο ταιριαστά και να κρέμονται σχεδόν έως το γόνατο, πάνω από τα πορφυρά παντελόνια με τη λευκή ρίγα στο εξωτερικό μπατζάκι. Ωχρές δαντέλες κρέμονταν πλούσια από τους καρπούς και τους λαιμούς, ενώ οι μαύρες μπότες είχαν περαστεί με κερί μέχρι να λάμψουν. Έμοιαζαν σφριγηλές, ενώ ακόμα κι η Ντάνι με το γαλήνιο βλέμμα περπατούσε κάπως κορδωμένη. Η Ηλαίην φαντάστηκε πως θα ήταν ακόμα πιο καμαρωτές αν οι ζώνες των σπαθιών και τα χρυσοποίκιλτα θηκάρια κρέμονταν έτοιμα για δράση, όπως κι οι λουστραρισμένες περικεφαλαίες κι οι θώρακες. Η Μπιργκίτε είχε μεριμνήσει να φτιαχτούν θώρακες κατάλληλοι για γυναίκες, κάτι που σίγουρα θα έκανε τα μάτια των οπλοποιών να γουρλώσουν!
Προς το παρόν, η Μπιργκίτε ήταν απασχολημένη, παίρνοντας συνεντεύξεις από γυναίκες, για να αποφασίσει ποιες θα αποτελέσουν τις είκοσι της σωματοφυλακής. Η Ηλαίην μπορούσε να διαισθανθεί την επικέντρωσή της, χωρίς ίχνος φυσικής δραστηριότητας, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον αυτό έκανε, εκτός αν διάβαζε ή έπαιζε λίθους. Σπανίως αποτραβιόταν από τα καθήκοντα της για να ασχοληθεί με τον εαυτό της. Η Ηλαίην ήλπιζε οι σωματοφύλακες να μην υπερέβαιναν τις είκοσι. Ήλπιζε η Μπιργκίτε να ήταν αρκετά απασχολημένη και να μην το πρόσεχε, μέχρι να είναι πολύ αργά, όταν θα απέκρυπτε τον δεσμό. Δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο να ανησυχεί μήπως η Μπιργκίτε διαισθανόταν κάτι που δεν έπρεπε, όταν η λύση περιεχόταν σε μια απλή ερώτηση προς τη Βαντέν. Η δε απάντηση ήταν μια αξιολύπητη υπενθύμιση του πόσο λίγα γνώριζε στην πραγματικότητα για το τι σημαίνει να είσαι μια Άες Σεντάι, κι ειδικά τα σημεία που οι άλλες αδελφές έπαιρναν δεδομένα. Προφανώς, κάθε αδελφή με Πρόμαχο ήξερε τον τρόπο, ακόμα κι όσες παρέμεναν άγαμες.
Είναι παράξενο πώς έρχονται μερικές φορές τα πράγματα. Αν δεν ήταν για τις σωματοφύλακες κι αν δεν αναρωτιόταν με ποιον τρόπο θα κατάφερνε να ξεφύγει από δαύτες και από την Μπιργκίτε, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να ρωτήσει και δεν θα μάθαινε ποτέ έγκαιρα την απόκρυψη. Όχι ότι σχεδίαζε να ξεφύγει από τις φρουρούς της άμεσα, αλλά καλό θα ήταν να ετοιμάζεται για περίπτωση ανάγκης. Η Μπιργκίτε σίγουρα δεν θα επέτρεπε στην ίδια και στην Αβιέντα να σουλατσάρουν στην πόλη μόνες τους νύχτα-μέρα, όχι πια τουλάχιστον.
Η άφιξη τους έξω από την πόρτα της Νυνάβε την έκανε να ξεχάσει τελείως την Μπιργκίτε, εκτός από το ότι δεν έπρεπε επ’ ουδενί να συγκαλύψει τον δεσμό έως την τελευταία στιγμή. Από την άλλη μεριά της πόρτας βρισκόταν ο Ραντ, ο οποίος μερικές φορές γέμιζε τις σκέψεις της μέχρις σημείου που η Ηλαίην αναρωτιόταν αν ήταν σαν κι αυτές τις ανόητες γυναίκες στις ιστορίες, που παθαίνουν κατάθλιψη εξαιτίας ενός άντρα. Ανέκαθεν πίστευε πως οι ιστορίες αυτές γράφονται από άντρες, μόνο που κάποιες φορές ο Ραντ την έκανε να νιώθει άμυαλη. Αν μη τι άλλο πάντως, ο ίδιος δεν το αντιλαμβανόταν, δόξα στο Φως.
«Περιμένετε εδώ έξω και μην επιτρέψετε σε κανέναν να περάσει», διέταξε τις Φρουρούς της. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να διασπαστεί η προσοχή της. Με λίγη τύχη, κανείς δεν θα αναγνώριζε τι σήμαιναν αυτές οι όμορφες στολές που φορούσαν οι σωματοφύλακές της, μια και κανείς δεν ήξερε την ύπαρξή τους. «Δεν θα κάνω πάνω από λίγα λεπτά».
Οι γυναίκες χαιρέτησαν βιαστικά, με τον βραχίονα στο στήθος, και πήραν θέσεις αμφοτέρωθεν της εισόδου. Η Κάσεϊλ με το πέτρινο πρόσωπο είχε τυλίξει την παλάμη της γύρω από τη λαβή του σπαθιού της, ενώ η Ντάνι κρατούσε και με τα δυο χέρια το μακρόστενο ρόπαλο και χαμογελούσε αδιόρατα. Η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως η γεροδεμένη γυναίκα πίστευε ότι η Μιν την είχε φέρει μέχρις εδώ για να συναντήσει κάποιον κρυφό εραστή. Το ίδιο μάλλον πίστευε κι η Κάσεϊλ. Δεν ήταν και τόσο διακριτικές όσο θα έπρεπε μπροστά στις δύο γυναίκες. Καμιά τους δεν είχε αναφέρει κάποιο όνομα, αλλά δεν είχαν πάψει να μιλούν για «αυτόν που έκανε ετούτο ή το άλλο». Τουλάχιστον, καμία από τις δύο φρουρούς δεν προσπάθησε να βρει κάποια δικαιολογία για να φύγει και να το αναφέρει στην Μπιργκίτε. Σε τελική ανάλυση, αποτελούσαν τη δική της σωματοφυλακή, όχι της Μπιργκίτε. Μόνο που θα ήταν δύσκολο να εμποδίσουν την παρέμβαση της Προμάχου, αν η Ηλαίην συγκάλυπτε σύντομα τον δεσμό.
Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ήταν ταραγμένη. Ο άντρας που ονειρευόταν κάθε νύχτα στεκόταν πίσω από αυτή την πόρτα, κι εκείνη καθόταν εκεί, ακίνητη σαν άγαλμα. Τον περίμενε τόσο καιρό, τον ήθελε όσο τίποτε άλλο, και τώρα σχεδόν φοβόταν. Δεν μπορούσε να αφήσει να γίνει κάποιο λάθος. Καταβάλλοντας προσπάθεια, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της.
«Είσαι έτοιμη;» Ο τόνος της φωνής της δεν ήταν τόσο δυνατός όσο ήλπιζε, αλλά τουλάχιστον δεν τρεμούλιαζε. Ένιωσε πεταλούδες, μεγάλες σαν αλεπούδες, να πεταρίζουν στο στομάχι της. Κάτι τέτοιο είχε να συμβεί πολύ καιρό.
«Ασφαλώς», αποκρίθηκε η Αβιέντα, ξεροκαταπίνοντας.
«Κι εγώ είμαι έτοιμη», είπε κι η Μιν.
Μπήκαν χωρίς να χτυπήσουν, κι έκλεισαν βιαστικά την πόρτα πίσω τους.
Η Νυνάβε αναπήδησε, ξαφνιασμένη και με τα μάτια γουρλωμένα, πριν ακόμα προχωρήσουν στο καθιστικό, αλλά η Ηλαίην δεν πρόσεξε ούτε αυτή ούτε τον Λαν, παρ’ όλο που η γλυκιά μυρωδιά της πίπας τού Προμάχου γέμιζε τον χώρο. Ναι, ο Ραντ όντως βρισκόταν εκεί, μολονότι η Ηλαίην δυσκολευόταν να το πιστέψει. Αυτή η απαίσια μεταμφίεση που είχε περιγράψει η Μιν είχε εξαφανιστεί, εκτός από την κουρελιασμένη φορεσιά και τα τραχιά γάντια, κι ο ίδιος ήταν... όμορφος.
Μόλις την είδε, αναπήδησε από το κάθισμα του, αλλά πριν ακόμα καταφέρει να σηκωθεί όρθιος, τρίκλισε κι άδραξε το τραπέζι και με τα δύο χέρια, αναγουλιάζοντας κι έτοιμος να κάνει εμετό. Η Ηλαίην αγκάλιασε την Πηγή κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, κατόπιν σταμάτησε κι άφησε τη Δύναμη. Η ικανότητά της στη Θεραπεία ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και η Νυνάβε είχε κινηθεί το ίδιο γοργά, με τη λάμψη του σαϊντάρ να την περιτριγυρίζει και με τα χέρια ανασηκωμένα προς το μέρος του Ραντ.
Ο άντρας οπισθοχώρησε και της έκανε νόημα να απομακρυνθεί. «Δεν υπάρχει τίποτα για να Θεραπεύσεις, Νυνάβε», της είπε τραχιά. «Όπως και να έχει, φαίνεται πως έχεις δίκιο». Το πρόσωπό του ήταν μια άκαμπτη μάσκα, που έκρυβε διάφορα συναισθήματα, αλλά η Ηλαίην είχε την εντύπωση πως τα μάτια του ρουφούσαν την ίδια και την Αβιέντα. Παραξενεύτηκε που κάτι τέτοιο την ευχαρίστησε. Ήλπιζε να εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα, ήλπιζε να τα κατάφερνε για το καλό της αδελφής της, και τώρα δεν χρειαζόταν να κάνει την παραμικρή προσπάθεια. Ο Ραντ χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να ισιώσει το κορμί του, όπως και για να αποτραβήξει το βλέμμα του από την Ηλαίην και την Αβιέντα, αν και προσπάθησε να τα κρύψει και τα δύο. «Πέρασε η ώρα, Μιν», είπε.
Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοικτό. «Νομίζεις πως μπορείς να φύγεις έτσι απλά, χωρίς να μας πεις κουβέντα;» κατάφερε να ψελλίσει.
«Άντρες!» αναφώνησαν με μια ανάσα η Μιν κι η Αβιέντα σχεδόν ταυτόχρονα, ανταλλάσσοντας ξαφνιασμένα βλέμματα. Ξεδίπλωσαν βιαστικά τα μπράτσα τους. Για μια στιγμή, και παρά τις ασυμφωνίες που τις χαρακτήριζαν, ήταν κι οι δύο αντικαθρέφτισμα της γυναικείας αποστροφής.
«Αυτοί που προσπάθησαν να με σκοτώσουν στην Καιρχίν θα μετέτρεπαν αυτό το παλάτι σε μπάζα, αν ήξεραν ότι βρίσκομαι εδώ», είπε ήσυχα ο Ραντ. «Ακόμα κι αν το υποπτεύονταν απλώς, θα ήταν αρκετό. Υποθέτω πως η Μιν σάς ανέφερε ότι επρόκειτο για Άσα’μαν. Μην εμπιστεύεστε κανέναν, εκτός από τρεις ίσως. Τον Ντάμερ Φλιν, τον Τζαχάρ Ναρίσμα και τον Έμπεν Χόπγουιλ. Αυτούς να εμπιστεύεστε. Για τους υπόλοιπους...» Έσφιξε τις γαντοφορεμένες του παλάμες στα πλευρά του, χωρίς φαινομενικά να το πάρει είδηση. «Μερικές φορές, ένα ξίφος σε προδίδει, αλλά εγώ εξακολουθώ να το χρειάζομαι. Τέλος πάντων, μείνετε μακριά από άντρες με μαύρα πανωφόρια. Λοιπόν, δεν έχουμε χρόνο για κουβέντες. Καλύτερα να φεύγω το γρηγορότερο». Η Ηλαίην είχε λαθέψει. Ο Ραντ δεν ήταν ακριβώς όπως τον είχε ονειρευτεί. Μερικές φορές υπήρχε επάνω του κάτι το παιδιάστικο, αλλά φαίνεται ότι είχε εξατμιστεί κι αυτό. Τον λυπήθηκε, αν και δεν πίστευε ότι ο ίδιος θα μπορούσε ποτέ να λυπηθεί τον εαυτό του.
«Για ένα πράγμα έχει δίκιο», είπε ο Λαν, κοιτώντας τους πάνω από το στέλεχος της πίπας του, ήρεμος όπως και πριν. Άλλος ένας άντρας που, φαινομενικά, δεν υπήρξε ποτέ μικρό αγόρι. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του γαλάζιου πάγου κάτω από την πλεχτή δερμάτινη ταινία που φορούσε πάνω από τα φρύδια του. «Όποιος βρίσκεται κοντά του, κινδυνεύει θανάσιμα, κι αυτό ισχύει για οποιονδήποτε». Η Νυνάβε, για κάποιο λόγο, ρουθούνισε κι έπειτα ακούμπησε το χέρι της στο δερμάτινο δισάκι με τα εξογκώματα, πάνω στο τραπέζι, και χαμογέλασε. Δευτερόλεπτα αργότερα, το χαμόγελο της εξασθένησε.
«Λες εγώ κι η πρωταδελφή μου να φοβόμαστε τον θάνατο;» ρώτησε απαιτητικά η Αβιέντα, ακουμπώντας τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της. Η εσάρπα γλίστρησε από τους ώμους της κι έπεσε στο πάτωμα, αλλά η κοπέλα ήταν τόσο προσηλωμένη στα δρώμενα, που ούτε καν το πρόσεξε. «Ο άνθρωπος αυτός έχει τοχ απέναντί μας, καθότι Άαν’αλέιν, όπως κι εμείς απέναντι του. Πρέπει να το μελετήσουμε το θέμα».
Η Μιν άπλωσε τα χέρια της. «Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε, αλλά δεν πάω πουθενά μέχρι να τους δώσεις κάποιες εξηγήσεις, Ραντ!» Προσποιήθηκε πως δεν πρόσεξε το αγριεμένο βλέμμα της Αβιέντα.
Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ο Ραντ ακούμπησε στη γωνία του τραπεζιού και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τις σκούρες, κοκκινωπές μπούκλες που κρέμονταν στον λαιμό του. Έμοιαζε λες και λογόφερνε με τον ίδιο του τον εαυτό.
«Λυπάμαι που καταλήξατε μαζί με τις σουλ’ντάμ και τις νταμέην», είπε τελικά. Όντως φάνταζε λυπημένος, αλλά όχι και πολύ· θα μπορούσε κάλλιστα να είναι θλιμμένος λόγω του κρύου. «Υποτίθεται πως ο Τάιμ θα τις παρέδιδε στις αδελφές, που νόμιζα πως ήταν μαζί σας. Όμως, όλοι κάνουν λάθη. Ίσως νόμισε πως όλες αυτές οι Σοφίες κι οι Σοφές Γυναίκες που μάζεψε η Νυνάβε ήταν Άες Σεντάι». Το χαμόγελό του ήταν ήρεμο. Και δεν έφτασε έως τα μάτια του.
«Ραντ», είπε η Μιν, με χαμηλό αλλά προειδοποιητικό τόνο.
Είχε το θάρρος να την κοιτάξει ερωτηματικά, λες και δεν καταλάβαινε. Ωστόσο, συνέχισε να μιλάει. «Τέλος πάντων, φαίνεται πως διαθέτετε αρκετές από δαύτες, για να συγκρατήσετε μια χούφτα γυναίκες και να τις παραδώσετε στις... υπόλοιπες αδελφές, αυτές που βρίσκονται μαζί με την Εγκουέν. Πολλές φορές, τα πράγματα δεν πάνε όπως τα περιμένεις, έτσι; Ποιος θα έλεγε πως μερικές αδελφές που το έσκασαν από την Ελάιντα θα σήκωναν μπαϊράκι εναντίον του Λευκού Πύργου; Και, μάλιστα, με την Εγκουέν ως Άμερλιν! Κι έχοντας για στρατό της την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού. Υποθέτω πως ο Ματ μπορεί να παραμείνει εκεί λίγο ακόμη». Για κάποιο λόγο, βλεφάρισε αγγίζοντας το μέτωπό του, κι έπειτα μίλησε με αυτόν τον εκνευριστικά αδιάφορο τόνο. «Λοιπόν. Τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Με τους ρυθμούς αυτούς, δεν θα ξαφνιαζόμουν αν οι φίλες μου στον Πύργο μάζευαν αρκετό κουράγιο για να εμφανιστούν απροκάλυπτα».
Ανασηκώνοντας το ένα φρύδι, η Ηλαίην έριξε μια ματιά στη Νυνάβε. Σοφίες και Σοφές Γυναίκες; Η Ομάδα αποτελούσε τον στρατό της Εγκουέν κι ο Ματ ήταν μαζί τους; Η προσπάθεια της Νυνάβε να φανεί αθώα γουρλώνοντας τα μάτια της, την έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με ένοχη καρφωμένη στην πόρτα. Η Ηλαίην υπέθεσε πως δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Ο Ραντ θα μάθαινε σύντομα την αλήθεια, αν μπορούσε να πειστεί να πάει στην Εγκουέν. Όπως και να έχει, υπήρχαν πιο σπουδαία πράγματα που έπρεπε να συζητήσει μαζί του. Ο άνθρωπος φλυαρούσε, άσχετα αν κατάφερνε να δείχνει ότι αυτοσχεδιάζει, τονίζοντας οποιαδήποτε λεπτομέρεια ήλπιζε ότι θα μπορούσε να τους αποσπάσει την προσοχή.
«Άσ’ το καλύτερα, Ραντ». Η Ηλαίην έσφιξε τις παλάμες της πάνω στη φούστα της, μόνο και μόνο για να συγκρατηθεί να μην κουνήσει κάποιο δάχτυλο προς το μέρος του. Ή τη γροθιά της, δεν ήξερε τι από τα δύο. Οι υπόλοιπες αδελφές; Ήταν έτοιμος να πει οι αληθινές Άες Σεντάι. Πώς τολμούσε; Άκου λέει, οι φίλες του στον Πύργο! Πώς ήταν δυνατόν να πιστεύει ακόμα το παράξενο γράμμα της Αλβιάριν; Ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός, άκαμπτος και σταθερός, κι ήταν ολοφάνερο πως δεν ανεχόταν κανενός είδους ανοησίες. «Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει την παραμικρή σημασία πια. Η συζήτηση πρέπει να περιστραφεί γύρω από σένα, εμένα, την Αβιέντα και τη Μιν. Κι αυτό θα γίνει. Θα γίνει, Ραντ αλ’Θόρ, ειδάλλως δεν πρόκειται να φύγεις από αυτό εδώ το Παλάτι μέχρι να φύγουμε κι εμείς!»
Απέμεινε να την παρατηρεί για αρκετή ώρα, κι η έκφραση του δεν άλλαξε στο ελάχιστο. Κατόπιν, εισέπνευσε ηχηρά και το πρόσωπό του έγινε γρανιτένιο. «Σε αγαπώ, Ηλαίην». Συνέχισε να μιλάει χωρίς την παραμικρή παύση, και τα λόγια ξεχύθηκαν από μέσα του σαν νερό που σπάει το φράγμα. Το πρόσωπό του έμοιαζε με πέτρινο τοίχο. «Σε αγαπώ, Αβιέντα. Σε αγαπώ, Μιν, και μάλιστα διόλου περισσότερο ή λιγότερο από τις άλλες δυο. Δεν θέλω μόνο μία από εσάς, σας θέλω και τις τρεις. Ορίστε, λοιπόν. Ένας λεχρίτης είμαι. Τώρα, μπορείτε να φύγετε χωρίς να ρίξετε ματιά πίσω σας. Είναι παράνοια, ούτως ή άλλως. Αδυνατώ να αγαπάω τους πάντες!»
«Ραντ αλ’Θόρ», στρίγγλισε η Νυνάβε, «αυτά είναι τα πιο εξωφρενικά λόγια που άκουσα ποτέ να βγαίνουν από το στόμα σου! Και μόνο η ιδέα που είχες, να πεις σε τρεις γυναίκες ότι τις αγαπάς, είναι αποτρόπαιη! Είσαι χειρότερος από λεχρίτης! Ζήτα συγγνώμη τώρα αμέσως!» Ο Λαν είχε αρπάξει την πίπα από το στόμα του και κοιτούσε έκπληκτος τον Ραντ.
«Σε αγαπάω, Ραντ», είπε απλά η Ηλαίην, «και, παρ’ όλο που δεν μου το ζήτησες ποτέ, θέλω να σε παντρευτώ». Αναψοκοκκίνισε ελαφρά, αλλά ούτως ή άλλως σκόπευε να μιλήσει με ειλικρίνεια, οπότε υπέθεσε πως δεν είχε μεγάλη σημασία. Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, αλλά τα λόγια δεν βγήκαν.
«Η καρδιά μου βρίσκεται στα χέρια σου, Ραντ», είπε η Αβιέντα, μεταχειριζόμενη το όνομά του σαν κάτι σπάνιο και πολύτιμο. «Αν φτιάξεις νυφικό στεφάνι για την πρωταδελφή μου κι εμένα, θα το δεχτώ». Αναψοκοκκίνισε επίσης και προσπάθησε να το κρύψει σκύβοντας να μαζέψει την εσάρπα από το πάτωμα, στερεώνοντάς την πάνω στα μπράτσα της. Σύμφωνα με τα Αελίτικα έθιμα, δεν έπρεπε να αναφέρει τίποτε από όλα αυτά. Η Νυνάβε άφησε τελικά να ξεφύγει ένας ήχος από το στόμα της. Μια τσιρίδα.
«Αν δεν έχεις καταλάβει μέχρι τώρα ότι σε αγαπάω», είπε η Μιν, «τότε είσαι τυφλός, κουφός και νεκρός!» Αυτή δεν αναψοκοκκίνισε. Στα σκούρα της μάτια υπήρχε μια σκανδαλιάρικη λάμψη, κι έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα γέλια. «Όσο για τον γάμο, καλά, αυτό μπορούμε να το κανονίσουμε οι τρεις μας!» Η Νυνάβε άδραξε και με τα δύο χέρια τις πλεξούδες της και τις τράβηξε απότομα, με την ανάσα της να βγαίνει βαριά μέσα από τα ρουθούνια της. Ο Λαν είχε αρχίσει να εξετάζει το περιεχόμενο του κοιλώματος της πίπας του.
Ο Ραντ κοίταξε εξεταστικά τις τρεις τους, λες και δεν είχε ξαναδεί γυναίκα στο παρελθόν κι αναρωτιόταν τι σόι πλάσματα ήταν. «Είστε τρελές», είπε τελικά. «Θα σας παντρευόμουν όλες —ναι, θα το έκανα, το Φως να με βοηθήσει— αλλά δεν γίνεται, και το γνωρίζετε καλά». Η Νυνάβε κατέρρευσε σε μια καρέκλα, κουνώντας το κεφάλι της. Άρχισε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια της, και το μόνο που έπιασε η Ηλαίην ήταν κάτι σχετικά με τα μέλη του Κύκλου των Γυναικών που θα κατάπιναν τη γλώσσα τους.
«Υπάρχει και κάτι άλλο προς συζήτηση», είπε η Ηλαίην. Μα το Φως, η έκφραση της Μιν και της Αβιέντα ήταν λες και κοιτούσαν κάποιο γλύκισμα! Καταβάλλοντας προσπάθεια, κατάφερε να κάνει το χαμόγελο της να φανεί κάπως λιγότερο... ενθουσιώδες. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να το συζητήσουμε στα διαμερίσματά μου. Δεν υπάρχει λόγος να ενοχλούμε τη Νυνάβε και τον Λαν». Φοβόταν πως, αν η Νυνάβε τους άκουγε, θα προσπαθούσε να τους κάνει να πάψουν. Αυτή η γυναίκα ήταν πολύ γρήγορη σε θέματα σχετικά με την εξουσία των Άες Σεντάι.
«Ναι», είπε αργά ο Ραντ. Κι ύστερα, παραδόξως, πρόσθεσε: «Είπα ότι κέρδισες, Νυνάβε. Δεν θα φύγω χωρίς να σε ξαναδώ».
«Α!» ξαφνιάστηκε η Νυνάβε. «Ναι. Φυσικά και όχι. Τον είδα να μεγαλώνει», αερολόγησε, χαρίζοντας ένα χαμόγελο ναυτίας στην Ηλαίην. «Τον ξέρω από πιτσιρίκο. Παρακολούθησα τα πρώτα του βήματα. Δεν μπορεί να φύγει αν δεν συζητήσουμε πρώτα εκτενώς».
Η Ηλαίην την κοίταξε κάπως καχύποπτα. Μα το Φως, μιλούσε σαν γερασμένη τροφός. Η Λίνι, πάντως, δεν φλυαρούσε ποτέ. Ήλπιζε να είναι γερή και δυνατή, αλλά φοβόταν πως τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε. Γιατί η Νυνάβε συμπεριφερόταν έτσι; Κάτι σκάρωνε, κι αν δεν έκανε χρήση του αξιώματός της για να το αναιρέσει, ήξερε ότι όλα θα πήγαιναν στραβά.
Ξαφνικά, ο Ραντ φάνηκε να τρεμουλιάζει, λες κι ο αέρας γύρω του σπιθοβολούσε από ζέστη, κι όσα απασχολούσαν μέχρι πρότινος το μυαλό της Ηλαίην εξαφανίστηκαν απότομα. Μέσα σε μια στιγμή έγινε... κάποιος άλλος, πιο κοντός και πιο παχύς, χοντροκομμένος και κτηνώδης. Ήταν τόσο αποκρουστικός, ώστε η γυναίκα δεν σκέφτηκε καν ότι χρησιμοποιούσε το αρσενικό μέρος της Δύναμης. Λιγδερά, μαύρα μαλλιά κρέμονταν σε ένα αρρωστημένο, ωχρό πρόσωπο γεμάτο τριχωτές κρεατοελιές, μία εκ των οποίων βρισκόταν πάνω στη βολβοειδή μύτη πάνω από τα παχιά, γλιστερά χείλη που λίγο απείχαν από το να αρχίσουν να σαλιαρίζουν. Έκλεισε τα μάτια του ερμητικά και ξεροκατάπιε, με τις παλάμες του να σφίγγουν τα μπράτσα του καθίσματος του, λες και δεν άντεχε να τον κοιτάνε.
«Εξακολουθείς να είσαι ωραίος, Ραντ», του είπε ευγενικά.
«Χα!» είπε η Μιν. «Με τέτοια φάτσα, θα λιποθυμούσε και τράγος!» Όχι ότι δεν ήταν αλήθεια, αλλά καλό θα ήταν να μην το αναφέρει.
Η Αβιέντα γέλασε. «Έχεις χιούμορ, Μιν Φάρσοου. Με τέτοια φάτσα, θα λιποθυμούσε ολόκληρο κοπάδι από τράγους». Μα το Φως, έτσι ακριβώς ήταν! Η Ηλαίην μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει ένα γελάκι.
«Είμαι αυτός που είμαι», είπε ο Ραντ, και σηκώθηκε από το κάθισμα. «Απλώς, δεν το βλέπετε».
Με το που πρωτοείδε η Ντένι τη μεταμφίεση του Ραντ, το χαμόγελο στράβωσε στα χείλη της στιβαρής γυναίκας. Η Κάσεϊλ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Οι σκέψεις περί κρυφών εραστών σάς μάραναν, σκέφτηκε η Ηλαίην, και ξεκαρδίστηκε στα γέλια από μέσα της. Ήταν σίγουρη πως ο Ραντ τραβούσε τα βλέμματα όσο κι οι γυναίκες Φρουροί, έτσι όπως έσερνε το κορμί του ανάμεσά τους, σκυθρωπός και συνοφρυωμένος. Το σίγουρο ήταν πως κανείς δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί ποιος ήταν. Οι υπηρέτες στους διαδρόμους θα πίστευαν πως επρόκειτο μάλλον για κάποιον που τον συλλάβανε για έγκλημα, άλλωστε για τέτοιος έμοιαζε. Οι ματιές της Κάσεϊλ και της Ντένι ήταν εξίσου σκληρές, λες και πίστευαν επίσης κάτι τέτοιο.
Οι Φρουροί άρχισαν να λογοφέρνουν όταν συνειδητοποίησαν πως η Ηλαίην σκόπευε να τις αφήσει εκτός των διαμερισμάτων της, ενώ εκείνη, η Μιν κι η Αβιέντα μπήκαν μαζί του. Ξαφνικά, η μεταμφίεση του Ραντ έπαψε να είναι διασκεδαστική. Τα χείλη της Κάσεϊλ έγιναν μια λεπτή γραμμή και στο πλατύ πρόσωπο της Ντένι χαράχτηκε μια επίμονη δυσαρέσκεια. Η Ηλαίην χρειάστηκε να κουνήσει κάτω από τις μύτες τους το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, πριν αναγκαστούν να πάρουν θέσεις στα πλαϊνά της πόρτας, κατσουφιάζοντας. Έκλεισε την πόρτα μαλακά, αφήνοντας έξω τις συνοφρυωμένες τους φάτσες, αν και πολύ θα ήθελε να τους τη βροντήξει κατάμουτρα. Μα το Φως, αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να διαλέξει κάτι λιγότερο αηδιαστικό για μεταμφίεση.
Ο Ραντ κατευθύνθηκε αμέσως στο διακοσμημένο τραπέζι κι έγειρε επάνω του καθώς ο αέρας γύρω του σπιθοβόλησε, επαναφέροντάς τον στην κανονική του μορφή. Οι κεφαλές του Δράκοντα, στο πάνω μέρος των χεριών του, έλαμι|;αν μεταλλικά, χρυσοπόρφυρες. «Χρειάζομαι ένα ποτό», μουρμούρισε βαριά, μόλις η ματιά του έπεσε σε μια ασημένια ψηλόλαιμη κανάτα πάνω στο μακρόστενο τραπεζάκι, που ακουμπούσε στον τοίχο.
Εξακολουθώντας να μη ρίχνει ματιά στην Ηλαίην, στη Μιν ή στην Αβιέντα, περπάτησε τρικλίζοντας μέχρι εκεί και γέμισε ένα ασημένιο ποτήρι του κρασιού. Κατόπιν, άδειασε το μισό με μια μεγάλη ρουφηξιά. Το γλυκό, αρωματικό κρασί είχε μείνει εκεί αφότου μάζεψαν τα υπολείμματα του πρωινού της. Θα πρέπει να ήταν κρύο σαν πάγος πλέον. Η Ηλαίην δεν περίμενε ότι θα επέστρεφε τόσο νωρίς στα διαμερίσματά της, κι η φωτιά στην εστία είχε σβήσει κάτω από τις στάχτες. Ωστόσο, ο Ραντ δεν έκανε καμιά εμφανή κίνηση να ζεστάνει το κρασί διαβιβάζοντας. Αν μη τι άλλο, θα το έβλεπε να αναδίδει ατμούς. Και γιατί περπάτησε έως εκεί, αντί να διαβιβάσει και να το φέρει κοντά του; Άλλωστε, πάντα αυτό έκανε. Χρησιμοποιούσε ροές Αέρα, πάνω στις οποίες μετέφερε ποτήρια κρασιού και φανούς.
«Είσαι καλά, Ραντ;» τον ρώτησε η Ηλαίην. «Θέλω να πω, μήπως είσαι άρρωστος;» Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι, στη σκέψη του τι είδους αρρώστια μπορεί να είχε. «Η Νυνάβε μπορεί να...»
«Μια χαρά είμαι», της αποκρίθηκε ο άντρας με επίπεδη φωνή. Εξακολουθούσε να τους έχει γυρισμένη την πλάτη. Άδειασε το ποτήρι και το ξαναγέμισε. «Λοιπόν, τι είναι αυτό που δεν θέλεις να ακούσει η Νυνάβε;»
Τα φρύδια της Ηλαίην ορθώθηκαν, κι αντάλλαξε ματιές με την Αβιέντα και τη Μιν. Αν αυτός είχε διακρίνει κάτι πίσω από το δόλιο τέχνασμά της, τότε σίγουρα θα το είχε διακρίνει κι η Νυνάβε. Γιατί τους άφησε να φύγουν; Και πώς ο Ραντ είχε καταφέρει να καταλάβει κάτι; Η Αβιέντα, παραξενευμένη, κούνησε ελαφρώς το κεφάλι της. Η Μιν κούνησε κι αυτή το δικό της, με ένα μειδίαμα που έλεγε ότι, πού και πού, έπρεπε να περιμένεις κάτι τέτοια από τον Ραντ. Η Ηλαίην ένιωσε μια σουβλιά —σίγουρα όχι ζήλιας, αφού αποκλειόταν, δεδομένων των συνθηκών— οργής, επειδή η Μιν είχε περάσει περισσότερο καιρό μαζί του από την ίδια. Τέλος πάντων, αν ο Ραντ ήθελε να τις εκπλήξει...
«Επιθυμούμε να σε δεσμεύσουμε ως Πρόμαχό μας», είπε, φτιάχνοντας τη φούστα της από κάτω ενώ καθόταν. Η Μιν κάθισε στην άκρη του τραπεζιού, με τα πόδια της να ταλαντεύονται, ενώ η Αβιέντα κάθισε σταυροπόδι πάνω στο χαλί, απλώνοντας προσεκτικά τη βαριά, μάλλινη φούστα της. «Ισχύει και για τις τρεις μας. Καθαρά εθιμοτυπικά, πρέπει να σ’ το ζητήσουμε πρώτα».
Ο Ραντ στράφηκε απότομα προς το μέρος τους, με το κρασί να τινάζεται από το ποτήρι του κι από την κανάτα, πριν καταφέρει να την ξαναστήσει όρθια. Μουρμουρίζοντας μια βρισιά μέσα από τα δόντια του, απομακρύνθηκε από το υγρό που απλωνόταν πάνω στο χαλί και τοποθέτησε την κανάτα στον δίσκο. Μια μεγάλη, υγρή κηλίδα στόλιζε το μπροστινό μέρος στο τραχύ πανωφόρι του, ενώ με το ελεύθερο χέρι του προσπαθούσε να σφουγγίσει τις σταγόνες του σκουρόχρωμου κρασιού. Πολύ ικανοποιητικά.
«Είστε εντελώς τρελές», γρύλισε. «Ξέρετε καλά τι με περιμένει. Ξέρετε τι σημαίνει για κάποια να είναι δεσμευμένη μαζί μου. Ακόμα κι αν δεν χάσω τα λογικά μου, πρέπει να επιβιώσει ενώ εγώ θα πεθαίνω! Και τι εννοείτε, ότι ισχύει και για τις τρεις σας; Η Μιν δεν μπορεί να διαβιβάσει. Όπως και να έχει, η Αλάνα Μοσβάνι το πέτυχε πριν από εσάς, και δεν μπήκε καν στον κόπο να το ζητήσει. Μαζί με τη Βέριν πήραν κάμποσα κορίτσια στον Λευκό Πύργο. Είμαι δεσμευμένος μαζί της επί μήνες τώρα».
«Και μου το κράτησες μυστικό, κουφιοκέφαλε βοσκέ;» τον ρώτησε απαιτητικά η Μιν. «Αν το ήξερα...!» Με μια επιδέξια κίνηση, έβγαλε από το μανίκι της ένα λεπτό μαχαίρι, το κοίταξε αγριεμένη και το ξαναέβαλε μέσα σκυθρωπή. Η ίαση θα ήταν σκληρή, τόσο για τον Ραντ, όσο και για την Αλάνα.
«Πήγε ενάντια στο έθιμο», είπε η Αβιέντα, ρωτώντας εν μέρει. Μετακινήθηκε πάνω στο χαλί και ψηλάφισε το μαχαίρι της ζώνη της.
«Ασφαλώς», αποκρίθηκε κατσούφικα η Ηλαίην. Ήταν αποκρουστικό να κάνει κάτι τέτοιο μια αδελφή σε οποιονδήποτε άντρα, πόσω μάλλον να το κάνει η Αλάνα στον Ραντ...! Θυμήθηκε τη μελαψή, φλογερή Πράσινη με το σπιρτόζικο χιούμορ και το εξίσου σπιρτόζικο ταμπεραμέντο. «Η Αλάνα έχει τόσο τοχ μαζί του, που δεν θα μπορέσει να το ξεπληρώθει για μια ζωή ολόκληρη! Κι απέναντι μας, επίσης. Ακόμα κι αν δεν είχε όμως, θα εύχεται να την είχα σκοτώσει όταν την πιάσω στα χέρια μου!»
«Στα χέρια μας», είπε η Αβιέντα, νεύοντας με νόημα.
«Ώστε έτσι». Ο Ραντ περιεργαζόταν το κρασί του. «Βλέπετε και μόνες σας ότι δεν έχει νόημα. Νομίζω πως... είναι καλύτερα να επιστρέψω στη Νυνάβε. Έρχεσαι, Μιν;» Παρά τα όσα του είπαν, ακουγόταν σαν να μην πίστευε τίποτα, λες κι η Μιν θα τον εγκατέλειπε τώρα. Δεν ακουγόταν φοβισμένος, αλλά πιότερο παραδομένος.
«Κι όμως, έχει νόημα», είπε η Ηλαίην με επιμονή. Έγειρε προς το μέρος του, πασχίζοντας με τη δύναμη της θέλησής της να τον κάνει να αποδεχθεί όσα έλεγε. «Ένας δεσμός δεν σε προστατεύει από έναν άλλον. Οι αδελφές δεν δεσμεύονται με τον ίδιο άντρα εξαιτίας του εθίμον, Ραντ, επειδή δεν επιθυμούν να τον μοιράζονται, κι όχι επειδή δεν μπορεί να γίνει. Επιπλέον, δεν έρχεται σε σύγκρουση με τους νόμους του Πύργου». Βέβαια, μερικά έθιμα είχαν την ισχύ νόμου, στα μάτια των αδελφών τουλάχιστον. Φαίνεται πως η Νυνάβε υποστήριζε κάθε μέρα και περισσότερο τα έθιμα και την αξιοπρέπεια των Άες Σεντάι. Όταν θα το μάθαινε, το πιθανότερο είναι πως θα ξεσπούσε. «Εμείς, λοιπόν, όντως θέλουμε να σε μοιραστούμε! Κι αυτό θα γίνει, αν συμφωνείς κι εσύ».
Πόσο εύκολο ήταν να το πει! Κάποτε, θα έπαιρνε όρκο ότι δεν θα μπορούσε με τίποτα να προφέρει τέτοια λόγια. Μέχρι που συνειδητοποίησε πως αγαπούσε την Αβιέντα όσο κι αυτόν, με διαφορετικό βέβαια τρόπο. Το ίδιο και τη Μιν. Δεν ήταν παρά άλλη μία αδελφή, παρ’ όλο που δεν είχαν υιοθετήσει η μία την άλλη. Σε πρώτη ευκαιρία, θα μαστίγωνε την Αλάνα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, μόνο και μόνο επειδή τον είχε αγγίξει, αλλά με την Αβιέντα και τη Μιν τα πράγματα ήταν αλλιώς. Αποτελούσαν κομμάτι της. Από μια άποψη, αυτές ήταν εκείνη, κι εκείνη αυτές.
Μαλάκωσε τον τόνο της φωνής της. «Σ’ το ζητάω εγώ, Ραντ. Σ’ το ζητάμε κι οι τρεις μας. Σε παρακαλώ, κάνε μας τη χάρη να δεσμευτούμε μαζί σου».
«Μιν», μουρμούρισε ο Ραντ, σχεδόν κατηγορητικά. Η γεμάτη απόγνωση ματιά του είχε καρφωθεί πάνω στην κοπέλα. «Το ήξερες, έτσι δεν είναι; Ήξερες ότι, αν έριχνα έστω και ματιά επάνω τους...» Κούνησε το κεφάλι του, ανίκανος ή απρόθυμος να συνεχίσει.
«Δεν ήξερα τίποτα για τον δεσμό, μέχρι που μου το ανέφεραν, λιγότερο από μία ώρα πριν», είπε η Μιν, συναντώντας το βλέμμα του με την πιο ευγενική ματιά που είχε δει στη ζωή της η Ηλαίην. «Πίστευα όμως ότι ήξερα καλά τι θα συνέβαινε αν τις ξανακοίταζες. Μερικά πράγματα πρέπει να γίνονται, Ραντ. Απλώς, πρέπει να γίνονται».
Ο Ραντ απέμεινε να κοιτάει σαν χαζός το ποτήρι του κρασιού, κι οι ελάχιστες στιγμές φάνταζαν ώρες ολόκληρες, πριν τελικά το ακουμπήσει στον δίσκο. «Εντάξει», είπε σιγανά. «Δύσκολο να ισχυριστώ ότι δεν θέλω κάτι που όντως θέλω, το Φως να με κάψει! Σκεφτείτε, όμως, το τίμημα. Σκεφτείτε ότι ίσως χρειαστεί να το πληρώσετε ακριβά».
Η Ηλαίην δεν χρειαζόταν να σκεφτεί το τίμημα. Το ήξερε εξ αρχής και το είχε συζητήσει με την Αβιέντα, για να βεβαιωθεί ότι το κατανοούσε κι εκείνη. Το είχε εξηγήσει και στη Μιν. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις, έτσι έλεγε η παλιά παροιμία. Καμιά τους δεν χρειαζόταν να σκεφτεί το τίμημα. Είχαν πλήρη επίγνωση κι ήταν πρόθυμες να το πληρώσουν. Ωστόσο, δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Ακόμα και τώρα, τον θεωρούσε ικανό να αποφασίσει ότι το τίμημα ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Λες κι η απόφαση ήταν δική του!
Ανοίχτηκε στο σαϊντάρ και συνδέθηκε με την Αβιέντα. Μοιράστηκε μαζί της ένα χαμόγελο. Ανέκαθεν απολάμβανε με την αδελφή της την ολοένα αυξανόμενη συνειδητοποίηση που είχε η μία για την άλλη, αυτή την οικεία μοιρασιά των συναισθημάτων και των φυσικών αισθημάτων. Έμοιαζε πολύ με αυτό που σύντομα θα μοιράζονταν και με τον Ραντ. Το είχε επεξεργαστεί και μελετήσει προσεκτικά από κάθε παράμετρο. Όσα κατόρθωσε να μάθει σχετικά με τον ενστερνισμό των Αελίτικων υφάνσεων τη βοήθησαν πολύ. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της τελετουργίας, όταν η ιδέα ξεπήδησε για πρώτη φορά στο μυαλό της.
Ύφανε προσεκτικά Πνεύμα, μια ροή εκατό τουλάχιστον νηματίων, με κάθε νημάτιο κατάλληλα τοποθετημένο, κι άπλωσε την ύφανση στην Αβιέντα, που καθόταν στο πάτωμα. Κατόπιν, έκανε το ίδιο και με τη Μιν, που είχε βολευτεί στην άκρη του τραπεζιού, Από μια άποψη, δεν επρόκειτο για δύο ξεχωριστές υφάνσεις. Έλαμπαν με απόλυτη ομοιότητα, κι όταν έβλεπε τη μία, ήταν σαν να βλέπει και την άλλη. Δεν επρόκειτο για τις υφάνσεις που είχαν χρησιμοποιηθεί στην τελετή υιοθεσίας, αλλά οι αρχές ήταν οι ίδιες. Περιέκλειαν· όσα συνέβαιναν σε ένα άτομο μπλεγμένο σε αυτή την ύφανση, συνέβαιναν σε όλους. Μόλις οι υφάνσεις τοποθετήθηκαν κατάλληλα, η Ηλαίην παρέδωσε την αρχηγία του κύκλου των δύο στην Αβιέντα. Οι ήδη υπάρχουσες υφάνσεις παρέμειναν, κι η Αβιέντα ύφανε αμέσως παρόμοιες γύρω από την Ηλαίην και τη Μιν, αναμειγνύοντας τη δεύτερη μέχρι που δεν ξεχώριζε διόλου από αυτή της Ηλαίην, πριν παραχωρήσει και πάλι τον έλεγχο. Το έκαναν πολύ εύκολα ύστερα από τόση εξάσκηση. Τέσσερις υφάνσεις, τρεις μάλλον, κι όμως φάνταζαν όλες σαν μία.
Όλα ήταν έτοιμα πια. Η Αβιέντα ήταν βράχος αυτοπεποίθησης, δυνατή όσο οτιδήποτε είχε διαισθανθεί ποτέ η Ηλαίην εκ μέρους της Μπιργκίτε. Η Μιν άδραχνε την άκρη του τραπεζιού, με τους αστραγάλους της ενωμένους. Δεν μπορούσε να δει τις ροές, αλλά τους χάρισε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης, το οποίο παραμορφώθηκε κάπως μόλις έγλειψε τα χείλη της. Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. Στα δικά της μάτια, οι τρεις τους κυκλώνονταν και συνδέονταν από ένα διακοσμητικό δίκτυο Πνεύματος, που έκανε την πιο περίτεχνη δαντέλα να μοιάζει απλή. Μακάρι να λειτουργούσε κιόλας όπως προσδοκούσε.
Πήρε τις υφάνσεις από καθεμία και τις επεξέτεινε με λεπτές γραμμές προς το μέρος του Ραντ, κουλουριάζοντας τις τρεις γραμμές σε μία κι αλλάζοντάς τη σε δεσμό Προμάχου. Την άπλωσε στον Ραντ, τόσο μαλακά, σαν σκέπαζε ένα μωρό με κουβέρτα. Ο ιστός του Πνεύματος κατακάθισε γύρω του κι επάνω του. Ο άντρας ούτε καν βλεφάρισε. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε. Η Ηλαίην άφησε ελεύθερο το σαϊντάρ. Ολοκληρώθηκε.
Ο Ραντ τις κοίταξε ανέκφραστος και με αργές κινήσεις ακούμπησε τα δάχτυλα στους κροτάφους του.
«Ω, Φως μου, Ραντ, ο πόνος», μουρμούρισε η Μιν με τσακισμένη φωνή. «Δεν το ήξερα. Δεν το φαντάστηκα ποτέ. Πώς το αντέχεις; Υπάρχουν μορφές πόνου για τις οποίες δεν έχεις ιδέα, λες και ζούσες μαζί τους νόσο πολύ, που έγιναν κομμάτι του εαυτού σου. Αυτοί οι ερωδιοί στα χέρια σου. Ακόμα αισθάνεσαι το μαρκάρισμα τους. Αυτά τα πράγματα πάνω στα μπράτσα σου πονάνε! Και το πλευρό σου, επίσης. Ω, Φως, το πλευρό σου! Γιατί δεν κλαις, Ραντ; Γιατί δεν κλαις;»
«Είναι ο Καρ’α’κάρν», απάντησε η Αβιέντα γελώντας, «εξίσου δυνατός με την ίδια την Τρίπτυχη Γη!» Το πρόσωπό της ήταν αγέρωχο —υπερβολικά αγέρωχο— αλλά παρ’ όλο που γελούσε, δάκρυα κυλούσαν στα ηλιοκαμένα της μάγουλα. «Οι χρυσές φλέβες. Ω, οι χρυσές φλέβες. Μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια, Ραντ».
Η Ηλαίην απλώς τον κοιτούσε, τον αισθανόταν μέσα στο μυαλό της. Είχε όντως ξεχάσει τον πόνο από τις πληγές και τα κοψίματα. Όπως, επίσης, είχε ξεχάσει την ένταση και τη δυσπιστία. Το δέος. Τα συναισθήματα του, ωστόσο, ήταν άκαμπτα, σαν όζος από σκληρή ρετσίνα πεύκου που είχε μετατραπεί σε πέτρα. Όμως, οι χρυσές φλέβες σχημάτιζαν δαντέλες ανάμεσά τους, πάλλονταν και λαμπύριζαν όποτε τύχαινε να κοιτάξει τη Μιν ή την Αβιέντα. Ή την ίδια. Ναι, όντως την αγαπούσε. Τις αγαπούσε και τις τρεις. Κι αυτό την έκανε να θέλει να γελάσει από χαρά. Άλλες γυναίκες μπορεί να αμφέβαλλαν, αλλά αυτή θα ήξερε από δω και πέρα πως η αγάπη του ήταν αληθινή.
«Το Φως να δεήσει να καταλάβεις τι έκανες», είπε ο Ραντ χαμηλόφωνα. «Το Φως να δεήσει να μην...» Το ρετσίνι έγινε πιο σκληρό. Ήταν σίγουρος πως θα πάθαιναν κακό, κι ήδη ατσάλωνε τον εαυτό του. «Πρέπει να... φύγω τώρα. Τουλάχιστον, θα ξέρω ότι είστε καλά. Δεν χρειάζεται να ανησυχώ για σας». Ξαφνικά, χαμογέλασε. Αν το χαμόγελο έφτανε έως τα μάτια του, θα φαινόταν παιδιάστικο. «Η Νυνάβε θα είναι έξαλλη, γιατί θα νομίζει πως το έσκασα χωρίς να τη δω. Όχι ότι δεν της αξίζει λίγη αναστάτωση».
«Κάτι ακόμα, Ραντ», είπε η Ηλαίην, κι έκανε μια παύση ξεροκαταπίνοντας. Μα το Φως, νόμιζε πως αυτό θα ήταν το ευκολότερο.
«Υποθέτω πως εγώ κι η Αβιέντα πρέπει να μιλήσουμε, όσο μπορούμε ακόμα», είπε βιαστικά η Μιν, πηδώντας από το τραπέζι. «Κάπου που να είμαστε μόνες. Μας συγχωρείτε».
Η Αβιέντα σηκώθηκε από το χαλί με μια κίνηση όλο χάρη και τακτοποίησε τη φούστα της. «Ναι. Η Μιν Φάρσοου κι εγώ πρέπει να μάθουμε η μία την άλλη». Έριξε μια διστακτική ματιά προς το μέρος της Μιν, έσιαξε την εσάρπα της κι έφυγαν πιασμένες από το μπράτσο.
Ο Ραντ τις κοιτούσε επιφυλακτικά, λες κι ήξερε πως ήταν κανονισμένο να φύγουν. Ένας λύκος στριμωγμένος στη γωνία. Ωστόσο, εκείνες οι χρυσές φλέβες εξακολουθούσαν να λάμπουν μέσα στο κεφάλι της.
«Υπάρχει κάτι που εκείνες έχουν πάρει από εσένα, μα εγώ όχι», άρχισε να λέει η Ηλαίην, αλλά πνίγηκε. Ένα αναψοκοκκίνισμα φούντωσε το πρόσωπό της. Αίμα και στάχτες! Πώς τα κατάφερναν οι άλλες γυναίκες σε αυτό το θέμα; Προσεκτικά, αναλογίστηκε όλο αυτόν τον συρφετό των αισθήσεων μέσα στο κεφάλι της που ανήκε στον Ραντ, και τον αντίστοιχο συρφετό που ανήκε στην Μπιργκίτε. Όσον αφορά στον δεύτερο, δεν υπήρχε η παραμικρή αλλαγή. Φαντάστηκε να τον τυλίγει σε ένα μαντίλι, που το έδενε σφιχτά, κι η Μπιργκίτε εξαφανίστηκε. Μόνο ο Ραντ υπήρχε πια, καθώς κι αυτές οι λαμπερές, χρυσές φλέβες. Αισθάνθηκε πεταλούδες μεγέθους λυκόσκυλου να πεταρίζουν μέσα στο στομάχι της. Ξεροκατάπιε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θα χρειαστεί να με βοηθήσεις με αυτά τα κουμπιά», είπε με κάποια αστάθεια στη φωνή της. «Δεν μπορώ να βγάλω αυτό το φόρεμα μοναχή μου».
Οι δύο Φρουροί αναδεύτηκαν, μόλις η Μιν κι η Αελίτισσα έκαναν την εμφάνισή τους στον διάδρομο, και τινάχτηκαν όρθιες όταν, καθώς η Μιν έκλεινε την πόρτα, αντιλήφθηκαν πως δεν ήταν κανείς άλλος μαζί τους.
«Δεν είναι δυνατόν να έχει τόσο άσχημο γούστο», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η ογκώδης και νυσταγμένη γυναίκα, με τις παλάμες σφιγμένες γύρω από το μακρόστενο ρόπαλο της. Η Μιν πίστευε πως τα λόγια της δεν προοριζόταν για να τα ακούσει κανείς.
«Υπερβολικό θάρρος αλλά κι υπερβολική αφέλεια», γρύλισε η λεπτόκορμη αντρογυναίκα. «Η Στρατηγός μάς προειδοποίησε». Ακούμπησε ένα γαντοφορεμένο χέρι στο μάνταλο με τη λεοντοκεφαλή.
«Μπες μέσα, και θα σε γδάρει και σένα», είπε χαρωπά η Μιν. «Την έχεις δει ποτέ στις κακές της; Θα έκανε κι αρκούδα να κλάψει!»
Η Αβιέντα ελευθέρωσε το μπράτσο της από αυτό της Μιν κι απομακρύνθηκε σε κάποια απόσταση, κατσουφιάζοντας προς τη μεριά των Φρουρών. «Αμφιβάλλετε ότι η αδελφή μου μπορεί να τα βγάλει πέρα με έναν άντρα; Είναι Άες Σεντάι με καρδιά λιονταριού. Κι εσείς έχετε ορκιστεί να την ακολουθείτε! Θα είστε πάντα κοντά της και δεν θα ξεφυτρώνετε εκεί όπου δεν σας σπέρνουν».
Οι γυναίκες Φρουροί αντάλλαξαν μια παρατεταμένη ματιά κι η βαρύτερη γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους της. Η άλλη, η νευρώδης, έκανε μια γκριμάτσα και πήρε το χέρι της από το πόμολο της πόρτας. «Έχω ορκιστεί να φυλάω τη ζωή αυτού του κοριτσιού», είπε με τραχιά φωνή, «και θα το κάνω. Εσείς, κοριτσόπουλα, πηγαίνετε να παίξετε με τις κούκλες σας, κι αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου».
Η Μιν σκέφτηκε να τραβήξει το μαχαίρι της και να επιδοθεί σι: κάποιες από αυτές τις επιδεικτικές πιρουέτες με τα δάχτυλα, που της είχε διδάξει ο Θομ Μέριλιν. Έτσι, για να τους δείξει ποια απ’ όλες ήταν το κοριτσόπουλο. Η λυγερόκορμη γυναίκα δεν ήταν νέα, αλλά δεν είχε γκρίζα μαλλιά κι έμοιαζε αρκετά δυνατή και γρήγορη. Η Μιν ήθελε να πιστεύει πως ο όγκος της άλλης γυναίκας αποτελούνταν κυρίως από λίπος, αλλά δεν ήταν σίγουρη. Δεν μπορούσε να δει γύρω τους ούτε εικόνα ούτε αύρα, αλλά καμιά τους δεν έμοιαζε φοβισμένη στο ελάχιστο να κάνει αυτό που θεωρούσε απαραίτητο. Τέλος πάντων, αν μη τι άλλο, είχαν αφήσει στην ησυχία τους την Ηλαίην και τον Ραντ. Ίσως, τελικά, να μην ήταν αναγκαίο εκείνο το μαχαίρι.
Με την άκρη του ματιού της παρατήρησε την Αελίτισσα να αφήνει απρόθυμα το χέρι της να πέσει από τη ζώνη του μαχαιριού της. Αν η γυναίκα δεν σταματούσε να τη μιμείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα άρχιζε να πιστεύει ότι υπήρχε και κάτι άλλο πίσω από αυτές τις κατεργαριές με τη Δύναμη, κάτι που δεν της το είχαν αναφέρει κι είχε ξεκινήσει πριν ακόμα εφαρμοστούν όλα αυτά τα κόλπα. Ίσως, τελικά, να έκαναν παρόμοιες σκέψεις, κάτι ιδιαίτερα ενοχλητικό ως ιδέα. Μα το Φως, όλα όσα τους είπε σχετικά με το ότι θα παντρευόταν και τις τρεις τους ήταν ωραία και καλά, αλλά ποία απ’ όλες θα παντρευόταν στην πραγματικότητα;
«Η Ηλαίην είναι θαρραλέα», είπε στις Φρουρούς. «Τόσο θαρραλέα όσο οποιοσδήποτε απ’ όσους έχω συναντήσει. Και δεν είναι χαζή. Αν νομίζετε ότι είναι, θα διαπιστώσετε σύντομα το λάθος σας». Την κοιτούσαν αφ’ υψηλού, με την υπεροχή που τους έδινε η διαφορά των δεκαπέντε ή είκοσι χρόνων, ακλόνητες, ατάραχες κι αποφασισμένες. Σε ένα λεπτό θα της έλεγαν, για άλλη μια φορά, ότι έπρεπε να φύγει. «Λοιπόν, αν πρόκειται να συζητήσουμε, δεν γίνεται να στεκόμαστε εδώ, έτσι δεν είναι Αβιέντα;»
«Όχι», αποκρίθηκε η Αελίτισσα με σφιγμένη φωνή και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, εξακολουθώντας να αγριοκοιτάζει τις Φρουρούς. «Δεν γίνεται να στεκόμαστε εδώ».
Οι Φρουροί δεν έδωσαν την παραμικρή σημασία στην αναχώρησή τους. Έπρεπε να ασχοληθούν με τις δουλειές τους, οι οποίες δεν είχαν καμιά σχέση με την παρακολούθηση των φίλων της Ηλαίην. Η Μιν ήλπιζε να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Δεν είναι διόλου ανόητη, σκέφτηκε. Απλά, μερικές φορές αφήνει το θάρρος της να την παρασύρει. Ήλπιζε πως δεν θα άφηναν την Ηλαίην να μπει σε μπελάδες, από τους οποίους δεν θα ξέμπλεκε ποτέ.
Άρχισε να βαδίζει κατά μήκος του διαδρόμου, λοξοκοιτώντας την Αελίτισσα. Η Αβιέντα προχωρούσε με δρασκελιές όσο πιο μακριά της γινόταν, παραμένοντας στον ίδιο διάδρομο. Χωρίς να ρίξει την παραμικρή ματιά προς τη μεριά της Μιν, τράβηξε ένα φιλντισένιο βραχιόλι γεμάτο σκαλίσματα από το πουγκί της ζώνης της και το τοποθέτησε στον αριστερό της καρπό, ενώ ένα αδιόρατο χαμόγελο ικανοποίησης διαγραφόταν στα χείλη της. Εξ αρχής την απασχολούσε κάτι, κι η Μιν δεν καταλάβαινε τον λόγο. Υποτίθεται ότι οι Αελίτισσες συνήθιζαν να μοιράζονται τον ίδιο άντρα, κάτι που δεν ίσχυε ούτε στο ελάχιστο για την ίδια. Απλώς αγαπούσε τόσο πολύ τον Ραντ, ώστε μπορούσε ακόμη και να τον μοιραστεί, κι η Ηλαίην ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο με τον οποίο θα συναινούσε σε κάτι τέτοιο. Ένιωθε τόσο οικεία μαζί της, που δεν το έβλεπε καν σαν μοιρασιά. Αυτή εδώ η Αελίτισσα, ωστόσο, ήταν μια ξένη. Η Ηλαίην είχε πει ότι ήταν πολύ σημαντικό να γνωριστούν μεταξύ τους, αλλά πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο, αφού η γυναίκα δεν της μιλούσε;
Πάντως, δεν ασχολήθηκε για πολλή ώρα με το θέμα της Ηλαίην ή της Αβιέντα. Μες στο μυαλό της είχε θαυμαστά πράγματα, κι ένα από αυτά ήταν ο ίδιος ο Ραντ. Μια μικρή σφαίρα που της έλεγε τα πάντα γι’ αυτόν. Ήταν σίγουρη πως το όλο θέμα θα αποτύγχανε, για εκείνη τουλάχιστον. Πώς θα ήταν να κάνει έρωτα μαζί του έπειτα απ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που θα γνώριζε τα πάντα; Μα το Φως! Φυσικά, κι εκείνος θα γνώριζε τα πάντα γι’ αυτήν. Δεν ήταν διόλου σίγουρη για το πώς θα ένιωθε!
Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως όλο αυτό το κουβάρι συναισθημάτων κι αισθήσεων δεν ήταν πια το ίδιο όπως αρχικά. Υπήρχε κάτι σαν... κόκκινος βρυχηθμός... σαν μαινόμενη πυρκαγιά από ένα τσακμάκι που πετάχτηκε σε ένα κατάξερο δάσος. Τι στο καλό...; Μα το Φως! Σκόνταψε και λίγο έλειψε να πέσει κάτω σαν κουβάρι. Αν ήξερε ότι αυτό το καμίνι, αυτή η μανιασμένη πείνα, υπήρχε μέσα του, θα φοβόταν ακόμα και να τον αφήσει να την αγγίξει! Από την άλλη... Δεν ήταν καθόλου κακό αν ήξερε πως η ίδια είχε ανάψει τη σπίθα αυτής της κόλασης. Ανυπομονούσε να δει κατά πόσον θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα όπως... Σκόνταψε ξανά, κι αυτή τη φορά χρειάστηκε να πιαστεί από μια περίτεχνα σκαλιστή, ψηλή κασέλα. Ω, Φως μου! Ηλαίην! Το πρόσωπό της έκαιγε σαν φούρνος. Ήταν σαν να κρυφοκοιτάζει από τις κουρτίνες του κρεβατιού!
Προσπάθησε βιαστικά να δοκιμάσει το κόλπο που της είχε πει η Ηλαίην, να φανταστεί δηλαδή αυτή τη σφαίρα των συναισθημάτων δεμένη μέσα σε ένα μαντίλι. Κανένα αποτέλκομα. Φρενιασμένη, προσπάθησε ξανά, αλλά η λυσσασμένη φωτιά παρέμενε! Έπρεπε να σταματήσει να την κοιτάει, να σταματήσει να τη νιώθει. Κάτι άλλο έπρεπε να της τραβήξει την προσοχή! Οτιδήποτε! Μια ιδέα ήταν να αρχίσει να μιλάει.
«Έπρεπε να έχει πιει αυτό το τσάι με τα φύλλα σε σχήμα καρδιάς», άρχισε να φλυαρεί. Ποτέ της δεν ανέφερε τι έβλεπε, εκτός όσων περιλαμβάνονταν σε αυτό, και πάλι αν οι ίδιοι επιθυμούσαν να ακούσουν, αλλά ήταν αναγκαίο να πει κάτι. «Θα της αποφέρει παιδιά, δύο μάλιστα. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, υγιέστατα και δυνατά».
«Η Ηλαίην θέλει να γεννήσει τα παιδιά του», μουρμούρισε η Αελίτισσα. Τα πρασινωπά μάτια της κοιτούσαν μπροστά κι είχε σφίξει το σαγόνι της. Ο ιδρώτας έφτιαχνε κόμπους πάνω στο μέτωπό της. «Προσωπικά, δεν πρόκειται να πιω το τσάι, αν...» Αναδεύτηκε και κοίταξε τη Μιν συνοφρυωμένη, από την άλλη άκρη του διαδρόμου. «Η αδελφή μου κι οι Σοφές μου μίλησαν για σένα. Όντως βλέπεις διάφορα πράγματα για ανθρώπους, που βγαίνουν αληθινά;»
«Κάποιες φορές ναι, κι αν γνωρίζω το νόημά τους, τότε συμβαίνουν και στην πραγματικότητα», αποκρίθηκε η Μιν. Είχαν υψώσει τον τόνο της φωνής τους, για να ακούγονται, και τα λόγια τους μεταφέρονταν από τη μία μεριά του διαδρόμου στην άλλη. Υπηρέτες με ερυθρόλευκες λιβρέες στράφηκαν να τις κοιτάξουν. Η Μιν προχώρησε στο κέντρο του διαδρόμου. Θα συναντούσε την άλλη γυναίκα κάπου στο μέσον. Ένα λεπτό αργότερα, η Αβιέντα ήρθε κοντά της.
Η Μιν αναρωτήθηκε αν έπρεπε να της πει τι είδε όταν ήταν όλες μαζεμένες. Ίσως να ήταν η Αβιέντα αυτή που θα κουβαλούσε στην κοιλιά της τα μωρά του Ραντ. Τέσσερα, μάλιστα! Ωστόσο, κάτι περίεργο υπήρχε εδώ. Τα μωρά θα ήταν υγιή, αλλά κάτι παράξενο συνέβαινε. Συχνά, δεν αρέσει στους ανθρώπους να ακούνε το μέλλον τους, ακόμα κι όταν ισχυρίζονται πως θέλουν. Μακάρι να υπήρχε κάποιος να της πει αν το ήθελε κι η ίδια...
Περπατούσαν σιωπηλές, κι η Αβιέντα σκούπισε με τα δάχτυλά της τον ιδρώτα από το πρόσωπό της και ξεροκατάπιε. Η Μιν ξεροκατάπιε κι αυτή. Όλα όσα αισθανόταν ο Ραντ, υπήρχαν μαζεμένα σε αυτή τη σφαίρα. Όλα!
«Ούτε σε εσένα δούλεψε το κόλπο με το μαντίλι, ε;» ρώτησε με βραχνή φωνή.
Η Αβιέντα βλεφάρισε, κι ένα αναψοκοκκίνισμα έβαψε το πρόσωπό της. Μια στιγμή αργότερα, είπε: «Είμαι καλύτερα τώρα. Σε ευχαριστώ. Με αυτόν διαρκώς στο μυαλό μου, το ξέχασα». Την κοίταξε βλοσυρά. «Δεν δούλεψε για εσένα;»
Η Μιν κούνησε το κεφάλι της απελπισμένη. Αυτό κι αν ήταν απρέπεια! «Η συζήτηση με βοηθάει, πάντως». Αν ήθελε να έχει ελπίδες να λειτουργήσει αυτό το παράδοξο σχέδιο, έπρεπε απαραιτήτως να γίνει φίλη με αυτή τη γυναίκα. «Λυπάμαι για όσα είπα. Δεν ξέρω πολλά σχετικά με τα έθιμά σας. Υπάρχει κάτι σε αυτόν τον άνθρωπο, που με κάνει αναιδή. Δεν ελέγχω τα λόγια μου. Αλλά μη νομίζεις πως θα σου δώσω το δικαίωμα να με χτυπήσεις ή να με χαράξεις. Μπορεί να έχω τοχ, αλλά πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος. Σε πρώτη ευκαιρία, θα μπορούσα κάλλιστα να περιποιηθώ το άλογό σου».
«Είσαι υπερήφανη, όπως ακριβώς κι η αδελφή μου», μουρμούρισε η Αβιέντα συνοφρυωμένη. Τι εννοούσε με αυτό; «Έχεις, επίσης, καλή αίσθηση του χιούμορ». Έμοιαζε λες και μιλούσε στον εαυτό της. «Δεν κορόιδεψες τον εαυτό σου για τον Ραντ και την Ηλαίην, όπως οι περισσότερες υδρόβιες. Άσε που μου θυμίζεις...» Αναστέναξε και τίναξε το επώμιο πάνω στους ώμους της. «Ξέρω πού υπάρχει λίγο όοσκουαϊ. Αν είσαι πολύ μεθυσμένη για να σκεφτείς, τότε...» Σταμάτησε απότομα, ατενίζοντας την άλλη άκρη του διαδρόμου. «Όχι!» γρύλισε. «Όχι ακόμα!»
Μια φασματική μορφή, που έκανε τη Μιν να μείνει με το στόμα ανοικτό, ερχόταν προς το μέρος τους. Ο τρόμος έδιωξε κάθε σκέψη για τον Ραντ. Από διάφορα κουτσομπολιά ήξερε πως Στρατηγός των Φρουρών της Ηλαίην ήταν μια γυναίκα, η οποία τύγχανε και Πρόμαχος της Ηλαίην, αλλά τίποτα παραπάνω. Η γυναίκα ετούτη είχε μια πυκνή, περίτεχνη και χρυσαφιά πλεξούδα περασμένη πάνω από τον ένα ώμο του κοντού, κόκκινου πανωφοριού της με τον λευκό γιακά, ενώ το φαρδύ γαλάζιο παντελόνι της ήταν χωμένο μέσα σε μπότες με τακούνια ψηλά όσο της Μιν. Οι αύρες που χόρευαν γύρω της κι οι εικόνες που τρεμόπαιζαν ήταν περισσότερες απ’ όσες είχε δει ποτέ η Μιν, χιλιάδες ίσως, που αλληλοδιαδέχονταν η μία την άλλη. Η Πρόμαχος της Ηλαίην και Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς... τρίκλιζε... λιγάκι, λες κι ήταν ήδη υπό την επήρεια του όοσκουαϊ. Όσοι υπηρέτες την πρόσεξαν, αποφάσισαν να συνεχίσουν τη δουλειά τους σε κάποιο άλλο σημείο του Παλατιού, αφήνοντας τις τρεις τους μόνες στον διάδρομο. Η γυναίκα δεν έδειξε να προσέχει τη Μιν και την Αβιέντα, μέχρι που έπεσε σχεδόν επάνω τους.
«Τη βοήθησες, που να σε πάρει, έτσι;» γρύλισε, καρφώνοντας τα γυάλινα, γαλάζια της μάτια στην Αβιέντα. «Πρώτα χάνεται σαν ατμός από το μυαλό μου, κι έπειτα...!» Έτρεμε, αν κι ήταν ολοφάνερο πως είχε αυτοέλεγχο, αλλά ακόμα κι έτσι, ανάπνεε βαριά. Τα πόδια της έμοιαζαν να μη θέλουν να την κρατήσουν όρθια. Έγλειψε τα χείλη της, ξεροκατάπιε και συνέχισε θυμωμένη. «Που να καεί, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ αρκετά για να το αποτινάξω! Θα σου πω δυο λογάκια. Αν επιχειρεί να κάνει αυτό που νομίζω, θα την πιάσω από τα μαλλιά και θα τη σέρνω σε ολόκληρο το καταραμένο το Παλάτι, κι έπειτα θα της δώσω τόσο ξύλο, που δεν θα μπορεί να καθίσει για ένα μήνα! Τα ίδια θα πάθεις κι εσύ, ακόμα κι αν χρειαστεί να ξετρυπώσω διχαλόριζα για να τα καταφέρω!»
«Η πρωταδελφή μου είναι ώριμη γυναίκα, Μπιργκίτε Τραχέλιον», είπε επιθετικά η Αβιέντα. Παρά τον έντονο τόνο στη φωνή της, οι ώμοι της ήταν καμπουριασμένοι κι απέφευγε να συναντήσει το βλέμμα της άλλης. «Σταμάτα να μας μεταχειρίζεσαι σαν παιδιά!»
«Όταν συμπεριφερθεί ως ενήλικη, θα σταματήσω κι εγώ να σας συμπεριφέρομαι έτσι, αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα να κάνει αυτό το πράγμα μέσα στο κεφάλι μου. Κανένα!» Ξαφνικά, τα γυάλινα, γαλάζια μάτια της Μπιργκίτε γούρλωσαν. Το στόμα της γυναίκας με τα χρυσαφιά μαλλιά έχασκε ανοικτό, κι η ίδια θα σωριαζόταν στο πάτωμα, αν δεν την έπιαναν από τα χέρια η Μιν κι η Αβιέντα.
Κλείνοντας ερμητικά τα μάτια της, άφησε έναν λυγμό κι άρχισε να κλαψουρίζει. «Δύο μήνες!» Ελευθερώθηκε από τις δυο γυναίκες, σηκώθηκε και κάρφωσε την Αβιέντα με τα γαλανά της μάτια, πεντακάθαρα σαν νερό και σκληρά σαν πάγος. «Θωράκισε την εκ μέρους μου και θα σε απαλλάξω από το μερίδιό σου στην ποινή». Η κακόθυμη και γεμάτη αγανάκτηση ματιά της Αβιέντα εξαφανίστηκε.
«Είσαι η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο!» είπε η Μιν με κομμένη την ανάσα. Ήταν σίγουρη πριν ακόμα αναφωνήσει το όνομα η Αβιέντα. Δεν ήταν να απορεί κανείς που η Αελίτισσα συμπεριφερόταν σαν να φοβόταν πως οι απειλές θα έπαιρναν σάρκα κι οστά. Η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο! «Σε είδα στο Φάλμε!»
Η Μπιργκίτε αναπήδησε, λες και της είχαν τσιμπήσει τον πισινό, και κοίταξε τριγύρω βιαστικά. Μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνες, χαλάρωσε. Κάπως, δηλαδή. Κοίταξε τη Μιν από την κορυφή έως τα νύχια. «Ό,τι κι αν είδες, η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο είναι νεκρή», είπε ορθά-κοφτά. «Λέγομαι Μπιργκίτε Τραχέλιον, τελεία και παύλα». Τα χείλη της συσπάστηκαν κάπως πικρόχολα για μια στιγμή. «Η καταραμένη Αρχόντισσα Μπιργκίτε Τραχέλιον, αν έχεις την καταραμένη καλοσύνη. Και να με πάρει και να με σηκώσει αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Ποια νομίζεις ότι θα είσαι όταν γυρίσεις πίσω; Μήπως θα φιγουράρεις όλη την ώρα τα πόδια σου, σαν φτερωτή χορεύτρια;»
«Είμαι η Μιν Φάρσοου», αποκρίθηκε κοφτά η κοπέλα. Αυτή λοιπόν ήταν η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο, η ηρωίδα εκατοντάδων θρύλων; Μα, αυτή εδώ έβριζε! Και τι εννοούσε, όταν έλεγε ότι η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο ήταν νεκρή; Αφού βρισκόταν μπροστά της με σάρκα κι οστά! Επιπλέον, όλο αυτό το πλήθος από εικόνες κι αύρες περνούσαν αστραπιαία από μπροστά της και δυσκολευόταν να τις δει καθαρά, αλλά ήταν σίγουρη πως απεικόνιζαν περισσότερες περιπέτειες απ’ όσες θα μπορούσε να ζήσει μια γυναίκα σε μια ζωή ολόκληρη. Παραδόξως, κάποιες από δαύτες συνδέονταν με έναν άσχημο άντρα, μεγαλύτερο από την ίδια, ενώ άλλες με έναν άσχημο άντρα κατά πολύ νεότερο· ωστόσο, η Μιν ήξερε καλά ότι επρόκειτο για το ίδιο άτομο. Θρύλος ή όχι, αυτή η ανωτερότητα που απέπνεε την εκνεύριζε αφόρητα. «Η Ηλαίην, η Αβιέντα κι εγώ μόλις δεσμευτήκαμε με έναν Πρόμαχο», είπε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Κι αν η Ηλαίην το γιορτάζει λιγάκι, καλύτερα να το ξανασκεφτείς πριν ορμήσεις μέσα, αλλιώς θα βρεις τον μπελά σου».
Όλα αυτά ήταν αρκετά για να στρέψουν την προσοχή της και πάλι στον Ραντ. Αυτό το φλεγόμενο καμίνι εξακολουθούσε να είναι εκεί, χωρίς να έχει καταλαγιάσει ούτε στο ελάχιστο, αλλά, δόξα στο Φως, ο Ραντ δεν ήταν πια... Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αφεθεί στην αγκαλιά του, που είχε νιώσει την ανάσα του στα ανακατωμένα κλινοσκεπάσματα, αλλά τώρα έμοιαζε σαν να παίρνει μάτι!
«Αυτόν;» είπε με μαλακή φωνή η Μπιργκίτε. «Μα το μανόγαλο σε κούπα! Θα μπορούσε να ερωτευτεί πορτοφολά ή αλογοκλέφτη, αλλά τόσο ανόητη είναι, που διάλεξε αυτόν. Απ’ όσο τον πήρε το μάτι μου, σε εκείνο το μέρος που ανέφερες, ο τύπος είναι τόσο όμορφος που δεν κάνει για καμιά γυναίκα. Όπως και να έχει, καλό είναι να μην το συνεχίσει».
«Δεν έχεις κανένα δικαίωμα!» επέμεινε η Αβιέντα με φωνή όλο νεύρο, κι η Μπιργκίτε αποφάσισε να φανεί υπομονετική. Γεμάτη ένταση μεν, υπομονετική δε.
«Μπορεί να είναι ευπρεπής σαν παρθένα από το Ταλμούρι, εκτός κι αν έπρεπε να βάλει το κεφάλι της στον τάκο, αλλά νομίζω πως θα καταναλώσει όλη της την ενέργεια στο να τον ξαποστείλει, κι ακόμη κι αν κάνει ό,τι έκανε, θα το ξεχάσει και θα επιστρέψει στο μυαλό μου. Δεν θα το περάσω δεύτερη καταραμένη φορά αυτό!» Έδειχνε αλαφιασμένη, έτοιμη να ξεχυθεί και να βρεθεί αντιμέτωπη με την Ηλαίην.
«Πες πως είναι αστείο», είπε η Αβιέντα ικετευτικά. Ικετευτικά! «Σου έκανε ένα αστείο, αυτό είναι όλο». Η Μπιργκίτε στράβωσε τα χείλη της, εκδηλώνοντας αυτό που σκεφτόταν.
«Υπάρχει ένα κόλπο, που μου δίδαξε η Ηλαίην», είπε η Μιν βιαστικά, πιάνοντας το μανίκι της Μπιργκίτε. «Με εμένα δεν δούλεψε, αλλά ίσως...» Δυστυχώς, από τη στιγμή που της είχε εξηγήσει...
«Είναι ακόμα εκεί», είπε δύστροπα η Μπιργκίτε ένα λεπτό αργότερα. «Φύγε από μπροστά μου, Μιν Φάρσοου», της είπε ελευθερώνοντας το μπράτσο της, «ειδάλλως...»
«Όοσκουαϊ!» υψώθηκε η απεγνωσμένη φωνή της Αβιέντα, η οποία έσφιγγε τα χέρια της! «Ξέρω πού υπάρχει όοσκουαϊ! Αν μεθύσεις...! Σε παρακαλώ, Μπιργκίτε! Σου δίνω τον λόγο μου ότι θα σε υπακούω όπως μια μαθητευομένη την κυρά της, αλλά σε παρακαλώ, μην τη διακόψεις! Μην την ντροπιάσεις τόσο πολύ!»
«Όοσκουαϊ;» συλλογίστηκε η Μπιργκίτε, τρίβοντας το σαγόνι της. «Μοιάζει με το μπράντυ αυτό; Χμμ. Μου φαίνεται πως το κορίτσι κοκκίνισε από ντροπή! Νομίζω πως παραείναι σεμνή, ξέρεις. Αστείο, είπες;» Ξαφνικά, μειδίασε κι άπλωσε τα χέρια της. «Για δείξε μου αυτό το όοσκουαϊ που λες, Αβιέντα. Δεν ξέρω για εσάς τις δύο, αλλά εγώ σκοπεύω να μεθύσω αρκετά, για να... για να... βγάλω τα ρούχα μου και να αρχίσω να χορεύω πάνω στο τραπέζι. Και πίνω το καταπέτασμα».
Η Μιν δεν κατάλαβε λέξη από όλα αυτά, ούτε καν γιατί η Αβιέντα κοίταξε την Μπιργκίτε κι άρχισε να γελάει σχετικά με το «περίφημο αστείο», αλλά ήταν σίγουρη γιατί είχε αναψοκοκκινίσει η Ηλαίην, αν όντως είχε συμβεί αυτό. Αυτή η σκληρή σφαίρα των συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι της ήταν μια πυρκαγιά που είχε φουντώσει ξανά.
«Λοιπόν, πάμε να βρούμε αυτό το όοσκουαϊ;» είπε. «Θέλω να γίνω τύφλα στο μεθύσι, και γρήγορα!»
Όταν η Ηλαίην σηκώθηκε το επόμενο πρωινό, η κρεβατοκάμαρα ήταν παγωμένη, ένα ανάλαφρο χιόνι έπεφτε στο Κάεμλυν, κι ο Ραντ είχε φύγει, αν και παρέμενε μέσα στο κεφάλι της. Ας είναι. Χαμογέλασε αργά. Προς το παρόν, δεν υπήρχε πρόβλημα. Τεντώθηκε νωθρά κάτω από τα σκεπάσματα, θυμήθηκε τη χθεσινοβραδινή ξεγνοιασιά της —αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της μέρας, επίσης! Δεν πίστευε καν πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο!— και σκέφτηκε πως, κανονικά, έπρεπε να έχει κοκκινίσει από ντροπή! Ωστόσο, ήθελε πολύ να αισθανθεί ξεγνοιασιά παρέα με τον Ραντ, και δεν πίστευε πως θα ένιωθε ξανά ντροπή για οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτόν.
Το καλύτερο, όμως, ήταν ότι της είχε αφήσει ένα δώρο. Μόλις ξύπνησε, είδε στο μαξιλάρι, δίπλα της, έναν χρυσό ανθισμένο κρίνο, με τις δροσοσταλίδες φρέσκες ακόμα πάνω στα φουντωτά του πέταλα. Αδυνατούσε να φανταστεί πού είχε βρει τέτοιο άνθος στην καρδιά του χειμώνα. Ωστόσο, ύφανε μια Συντήρηση ολόγυρά του και τον τοποθέτησε σε ένα παράπλευρο τραπεζάκι, για να τον αντικρίζει κάθε μέρα με το πρωινό ξύπνημα. Την ύφανση αυτή τής την είχε μάθει η Μογκέντιεν και μπορούσε να κρατήσει το άνθος νέο για πάντα, με τις δροσοσταλίδες να μην εξατμίζονται ποτέ, μια αέναη υπενθύμιση του άντρα στον οποίο είχε χαρίσει την καρδιά της.
Το πρωινό της όμως χάλασε, όταν πληροφορήθηκε πως η Αλίβια είχε εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το ζήτημα ήταν σοβαρό, και σίγουρα θα αναστάτωνε το Σόι. Η Ζάιντα ήταν ταραγμένη, αφού η Νυνάβε δεν είχε έρθει για το μάθημα με τις Άθα’αν Μιέρε, κι η Ηλαίην πληροφορήθηκε ότι είχε εξαφανιστεί μαζί με τον Λαν από το Παλάτι. Κανείς δεν ήξερε πότε και με ποιον τρόπο. Αρκετά αργότερα, έμαθε πως από τη συλλογή των ανγκριάλ και τερ’ανγκριάλ που είχαν φέρει από το Έμπου Νταρ, είχαν χαθεί τα πιο ισχυρά από τα τρία ανγκριάλ και κάμποσα άλλα τεμάχια. Ήταν σίγουρη πως μερικά από αυτά προορίζονταν για μια γυναίκα που περίμενε να της επιτεθούν ανά πάσα στιγμή με τη Μία Δύναμη. Κάτι που έκανε το βιαστικά γραμμένο με ορνιθοσκαλίσματα σημείωμα, που είχε αφήσει η Νυνάβε κρυμμένο ανάμεσα στα υπόλοιπα αντικείμενα, εξαιρετικά ανησυχητικό.