32 Μία Στάλα Σοφίας

Ο Χρυσός Τροχός ήταν ένα μεγάλο πανδοχείο, λίγο πιο έξω από την Αγορά της Άβχαριν, με μια μεγάλη κοινή αίθουσα, με σανιδωτό ταβάνι και μικρά τετράγωνα τραπεζάκια, που στριμώχνονταν στο εσωτερικό της. Ωστόσο, ακόμα και τώρα, το καταμεσήμερο, μονάχα ένα στα πέντε τραπέζια ήταν κατειλημμένο, συνήθως από κάποιον ξενομερίτη έμπορο, που είχε απέναντι του μια γυναίκα ντυμένη με ρούχα σε απαλές αποχρώσεις, με τα μαλλιά πιασμένα στην κορυφή του κεφαλιού της ή μαζεμένα στον αυχένα της. Οι γυναίκες ήταν επίσης έμποροι ή τραπεζίτες. Στο Φαρ Μάντινγκ, τόσο οι τραπεζικές δουλειές όσο και το εμπόριο απαγορεύονταν για τους άντρες. Όλοι οι ξένοι στην κοινή αίθουσα ήταν γένους αρσενικού, μια κι όσες γυναίκες υπήρχαν ανάμεσά τους είχαν μαζευτεί στο Δωμάτιο Γυναικών. Στην ατμόσφαιρα πλανιόνταν μυρωδιές από ψάρι κι αρνίσιο κρέας, που μαγειρεύονταν στην κουζίνα, ενώ πού και πού τα κελεύσματα από κάποιο τραπέζι ανάγκαζαν κάποιον σερβιτόρο από όλους αυτούς που περίμεναν στη σειρά, στο πίσω μέρος του δωματίου, να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Κατά τ’ άλλα, τόσο οι έμποροι όσο κι οι τραπεζίτες μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ο ήχος της βροχής, απ’ έξω, ήταν πιο δυνατός.

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Ραντ, παίρνοντας την τσαλακωμένη ζωγραφιά από έναν σερβιτόρο με προτεταμένο σαγόνι, τον οποίον είχε τραβήξει στη μια μεριά του δωματίου.

«Νομίζω πως αυτός είναι», αποκρίθηκε κάπως αβέβαια ο άλλος, σκουπίζοντας τα χέρια του σε μια μεγάλη ποδιά, πάνω στην οποία απεικονιζόταν ένας κεντητός κίτρινος τροχός άμαξας. «Του μοιάζει. Θα επιστρέψει, λογικά, όπου να ’ναι». Το βλέμμα του έπεσε κάπου πέρα από τον Ραντ κι αναστέναξε. «Καλύτερα πάρε κάτι να πιεις, ή φύγε. Η Κυρά Γκάλγκερ δεν θέλει να πιάνουμε κουβέντα όταν πρέπει να βγει η δουλειά. Άσε που δεν θα της άρεσε διόλου, αν μάθαινε ότι μιλάω για τους πατρόνες της».

Ο Ραντ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Μια αδύνατη γυναίκα, με μια ψηλή φιλντισένια χτένα γαντζωμένη πάνω στον μαύρο κότσο της, στεκόταν στην κιτρινοβαμμένη αψίδα που οδηγούσε στο Δωμάτιο Γυναικών. Από τον τρόπο που κοιτούσε την κοινή αίθουσα —λίγο σαν βασίλισσα που επιθεωρεί την επικράτειά της, λίγο σαν αγρότισσα που επιθεωρεί τα χωράφια της, δυσαρεστημένη, ωστόσο, από την καχεκτική εικόνα του εμπορίου που αντίκριζε— κατάλαβε πως αυτή ήταν η πανδοχέας. Μόλις το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Ραντ και στον υπηρέτη με το προτεταμένο σαγόνι, η γυναίκα συνοφρυώθηκε.

«Αραιωμένο κρασί», είπε ο Ραντ, δίνοντας μερικά κέρματα στον άντρα, νομίσματα για το κρασί κι ένα ασημένιο μάρκο για την πληροφορία του, μολονότι δεν ήταν σίγουρα έγκυρη. Είχε περάσει πάνω από μια βδομάδα από τότε που σκότωσε τον Ρόσεντ κι ο Κίσμαν το είχε σκάσει, και στο διάστημα όλων αυτών των ημερών ήταν η πρώτη φορά που έβγαλε κάποια άκρη όταν έδειξε το σκίτσο.

Υπήρχε μια ντουζίνα άδεια διαθέσιμα τραπέζια, αλλά εκείνος ήθελε να κάτσει στη γωνία, στο μπροστινό μέρος της αίθουσας, όπου μπορούσε να δει ποιος μπαίνει μέσα χωρίς να τον βλέπουν. Καθώς ελισσόταν ανάμεσα στα τραπέζια, όλο και κάποιες σκόρπιες λέξεις έφταναν στα αυτιά του.

Μια ψηλή, χλωμή γυναίκα με βαθυπράσινα μεταξωτά ρούχα κούνησε το κεφάλι της προς τη μεριά ενός στιβαρού άντρα, που φορούσε ένα εφαρμοστό μαύρο Δακρυνό πανωφόρι. Ένας κότσος, σε χρώμα γκρίζο σαν σίδερο, την έκανε να μοιάζει κάπως με την Κάντσουεϊν όταν την κοιτούσες από το πλάι. Ο άντρας φάνταζε σαν ογκόλιθος, αλλά το σκοτεινό, τετραγωνισμένο του πρόσωπο έμοιαζε κάπως ανήσυχο. «Μη σκέφτεσαι το Άντορ, Αφέντη Άντμιρα», είπε η γυναίκα κατευναστικά. «Πίστεψέ με, οι Αντορινοί μπορεί να φοβερίζονται μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν καταλήγουν σε αιματοχυσία. Σε συμφέρει να υποστηρίξεις την παρούσα κατάσταση, για το δικό σου συμφέρον. Η Καιρχίν θα σε φορολογήσει πέντε φορές περισσότερο από το Φαρ Μάντινγκ. Σκέψου τα πρόσθετα έξοδα». Ο Δακρυνός μόρφασε, σαν να το σκεφτόταν σοβαρά ή σαν να αναρωτιόταν αν όντως τα συμφέροντά του συνέπιπταν με τα δικά της.

«Άκουσα πως το πτώμα ήταν μαύρο και πρησμένο», είπε από ένα διπλανό τραπέζι ένας ισχνός Ιλιανός με λευκή γενειάδα. «Άκουσα, επίσης, πως οι Σύμβουλοι διέταξαν να καεί». Ανασήκωσε με νόημα τα φρύδια του και χτύπησε ελαφρά την άκρη της σουβλερής μύτης του που του έδινε όψη νυφίτσας.

«Αν πράγματι είχε ξεσπάσει πανούκλα στην πόλη, Αφέντη Αζέρεος, οι Σύμβουλοι θα το είχαν ανακοινώσει», απάντησε ήρεμα η λεπτοκαμωμένη γυναίκα που καθόταν απέναντι του. Με δύο περίτεχνα φιλντισένια χτενάκια στα τυλιχτά μαλλιά της, ήταν όμορφη, ενώ το πρόσωπό της έμοιαζε κάπως αλεπουδίσιο και ψυχρό, σαν να ανήκε σε Άες Σεντάι, παρά τις αδιόρατες ρυτίδες στις άκρες των καστανών ματιών της. «Εμμένω στην πρότασή μου να μεταφέρεις το εμπόριό σου στο Λάγκαρντ. Το Μουράντυ δεν παρέχει καμία σταθερότητα. Οι ευγενείς δεν πρόκειται ποτέ να ενισχύσουν τον Ρέντραν για να φτιάξει στρατό. Άσε που είναι ανακατεμένες κι οι Άες Σεντάι, όπως θα έχεις ακούσει μάλλον. Μόνο το Φως ξέρει τι σκοπεύουν να κάνουν». Ο Ιλιανός ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας κάπως άβολα. Ετούτες τις μέρες, κανείς δεν ήταν σίγουρος για το πώς θα ενεργούσαν οι Άες Σεντάι, όχι ότι ήταν και ποτέ, δηλαδή.

Ένας Καντορινός, με γκρίζες λωρίδες στη διχαλωτή γενειάδα του κι ένα μεγάλο σμαράγδι στο αριστερό του αυτί, έσκυβε προς το μέρος μιας γεροδεμένης γυναίκας, η οποία φορούσε ένα σκούρο γκρίζο μεταξωτό φόρεμα κι είχε τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα σε ρολό στην κορυφή του κεφαλιού της. «Άκουσα πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας στέφθηκε Βασιλιάς του Ίλιαν, Κυρά Σίμελ», είπε ο άντρας συνοφρυωμένος, κάτι που πρόσθεσε κι άλλες ρυτίδες στο μέτωπό του. «Δεδομένης της διακήρυξης του Λευκού Πύργου, σκέφτομαι να στείλω τις ανοιξιάτικες άμαξες να ταξιδέψουν κατά μήκος του Ερινίν προς το Δάκρυ. Ο Ποταμόδρομος μπορεί να είναι δυσκολότερος ως διαδρομή, αλλά το Ίλιαν δεν είναι και τόσο πρόσφορο έδαφος για την αγορά γουναρικών, οπότε δεν μπορώ να πάρω μεγάλα ρίσκα ως προς το δεύτερο».

Η γεροδεμένη γυναίκα χαμογέλασε, ένα χαμόγελο πολύ λεπτό για τόσο στρογγυλό πρόσωπο. «Απ’ ό,τι μου έχουν πει, δεν τον έχουν δει στο Ίλιαν από τότε που πήρε την κορώνα, Αφέντη Ποσάβινα. Όπως και να έχει, θα ασχοληθεί μαζί του ο Πύργος, αν δεν το έχει κάνει ήδη. Σήμερα το πρωί, πληροφορήθηκα πως η Πέτρα του Δακρύου πολιορκείται, πράγμα που σημαίνει πως η κατάσταση δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για εμπόριο γουναρικών, έτσι δεν είναι; Όχι, το Δάκρυ δεν είναι μέρος όπου μπορείς να αποφύγεις τα ρίσκα». Οι ρυτίδες στο μέτωπο του Αφέντη Ποσάβινα βάθυναν κι άλλο.

Φτάνοντας σε ένα μικρό γωνιακό τραπεζάκι, ο Ραντ έριξε τον μανδύα του στην πλάτη του καθίσματος και κάθισε με την πλάτη στον τοίχο, ψηλαφώντας τον γιακά του. Ο τύπος με το προτεταμένο σαγόνι τού έφερε μια κασσιτέρινη κούπα, γεμάτη με αχνιστό αρωματικό κρασί, μουρμούρισε ένα βιαστικό «ευχαριστώ» για το ασημένιο νόμισμα κι απομακρύνθηκε γοργά μόλις τον φώναξαν από κάποιο άλλο τραπέζι. Δύο πελώρια τζάκια, αντικριστά στο δωμάτιο, απορροφούσαν την ψύχρα της ατμόσφαιρας, αλλά ακόμα κι αν κάποιος παρατηρούσε ότι ο Ραντ εξακολουθούσε να φοράει τα γάντια του, δεν θα έδινε περαιτέρω προσοχή. Προσποιούνταν πως περιεργαζόταν το περιεχόμενο της κούπας που κρατούσε στα δυο του χέρια, αλλά, στην πραγματικότητα, το βλέμμα του πεταγόταν στην πόρτα, που έβλεπε στον δρόμο.

Τα περισσότερα απ’ όσα είχε πάρει το αυτί του δεν τον ενδιέφεραν και πολύ. Τα είχε ακούσει και στο παρελθόν, πολλές φορές μάλιστα τύγχανε να ξέρει πιο πολλά από εκείνους που τα έλεγαν. Η Ηλαίην, για παράδειγμα, συμφωνούσε με τη χλωμή γυναίκα, και μάλλον γνώριζε το Άντορ καλύτερα απ’ οποιονδήποτε έμπορο του Φαρ Μάντινγκ. Ωστόσο, η πολιορκία της Πέτρας ήταν είδηση, παρ’ όλο που δεν χρειαζόταν να τον προβληματίζει ακόμα. Η Πέτρα δεν είχε πέσει ποτέ, παρά μόνο στον ίδιο, κι ήξερε ότι η Αλάνα βρισκόταν κάπου στο Δάκρυ. Την είχε διαισθανθεί να μεταπηδάει από τα βόρεια του Φαρ Μάντινγκ σε κάποιο σημείο ακόμα πιο βόρεια και, μια μέρα μετά, κάπου μακριά, προς τα νοτιοανατολικά. Βρισκόταν αρκετά μακριά ώστε να μπορεί να πει αν ήταν στο Χάντον Μιρκ ή στην ίδια την πόλη του Δακρύου, αλλά ήταν βέβαιος ότι ή στο ένα σημείο βρισκόταν ή στο άλλο, μαζί με τέσσερις ακόμα έμπιστες αδελφές. Αν η Μεράνα κι η Ραφέλα κατόρθωναν να ανακαλύψουν όσα έψαχνε από τις Θαλασσινές, θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο και με τους Δακρυνούς. Η Ραφέλα ήταν Δακρυνή, κι αυτό θα βοηθούσε πολύ. Δεν βαριέσαι, ο κόσμος μπορούσε να κάνει και χωρίς αυτόν για λίγο. Για την ακρίβεια, έπρεπε.

Ένας πανύψηλος άντρας, τυλιγμένος με έναν μακρύ, μουσκεμένο χιτώνα και με την κουκούλα τραβηγμένη, έτσι ώστε να κρύβει το πρόσωπό του, μπήκε από τη μεριά του δρόμου, και το βλέμμα του Ραντ τον ακολούθησε στα σκαλοπάτια, στο πίσω μέρος του δωματίου. Αρχίζοντας να ανεβαίνει, ο τύπος τίναξε την κουκούλα, αποκαλύπτοντας μια τούφα γκρίζων μαλλιών κι ένα ωχρό, στενό πρόσωπο. Μάλλον δεν ήταν αυτός που εννοούσε ο υπηρέτης. Ούτε τυφλός δεν θα τον μπέρδευε με τον Πέραλ Τόρβαλ.

Ο Ραντ άρχισε να περιεργάζεται ξανά την επιφάνεια του κρασιού του, με τις σκέψεις του να γίνονται όλο και πιο δυσάρεστες. Η Μιν κι η Νυνάβε είχαν αρνηθεί να σπαταλήσουν μία ακόμη ώρα σουλατσάροντας στους δρόμους, όπως το είχε θέσει η Μιν, κι υποψιαζόταν πως η Αλίβια το μόνο που έκανε ήταν να δείχνει τα σκίτσα, αν το έκανε κι αυτό δηλαδή. Είχαν βγει και οι τρεις εκτός πόλεως, προς τη μεριά των λόφων, κρίνοντας από αυτά που τον πληροφορούσε ο δεσμός του με τη Μιν, η οποία, για κάποιο λόγο, έμοιαζε κατενθουσιασμένη. Οι τρεις γυναίκες πίστευαν πως ο Κίσμαν το είχε σκάσει, αφού απέτυχε να δολοφονήσει τον Ραντ, κι οι υπόλοιποι αποστάτες ή είχαν πάει μαζί του ή δεν είχαν έρθει καθόλου. Εδώ και μέρες προσπαθούσαν να τον πείσουν να φύγει. Ο Λαν, αν μη τι άλλο, δεν τα είχε παρατήσει ακόμα.

Και γιατί να μην έχουν δίκιο οι γυναίκες; ψιθύρισε μανιασμένα ο Λουζ Θέριν μέσα στο κεφάλι του. Η πόλη αυτή είναι χειρότερη κι από φυλακή. Εδώ, δεν υπάρχει Πηγή! Γιατί να μείνουν; Γιατί να παραμείνει οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος; Θα μπορούσαμε να βγούμε έξω, μακριά από τον φραγμό, έστω για μία μέρα ή λίγες ώρες. Μα το Φως, για λίγες ώρες μονάχα! Η φωνή άρχισε να γελάει άγρια κι ανεξέλεγκτα. Φως μου, γιατί να έχω έναν παράφρονα μέσα στο κεφάλι μου; Γιατί, γιατί;

Θυμωμένα, ο Ραντ εξανάγκασε τον Λουζ Θέριν σε έναν βουβό βόμβο, σαν μπάμπουρας που βουίζει εκεί κοντά. Είχε σκεφτεί να συνοδεύσει τις γυναίκες στη βόλτα τους, απλώς και μόνο για να αισθανθεί ξανά την Πηγή, αλλά η μόνη που έδειξε ενθουσιώδης στην ιδέα ήταν η Μιν. Η Νυνάβε κι η Αλίβια δεν είχαν φανερώσει γιατί ήθελαν να βολτάρουν εκτός, μολονότι ο πρωινός ουρανός προμήνυε τη βροχή που τώρα έπεφτε βαριά. Ο Ραντ υποπτευόταν πως δεν ήταν η πρώτη φορά που είχαν βγει έξω για να αισθανθούν την Πηγή και για να απορροφήσουν τη Μία Δύναμη ξανά, έστω και για λίγο. Τέλος πάντων, θα άντεχε την αδυναμία διαβίβασης, όπως και την απουσία της Πηγής. Ναι, μπορούσε να τα αντέξει! Έπρεπε να το κάνει, προκειμένου να καταφέρει να σκοτώσει όσους προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν.

Δεν είναι λόγος αυτός! φώναξε μέσα στο μυαλό του ο Λουζ Θέριν, παρακάμπτοντας τις προσπάθειες του Ραντ να τον κάνει να σωπάσει. Φοβάσαι! Αν η αρρώστια σε χτυπήσει ενώ πασχίζεις να χρησιμοποιήσεις το τερ’ανγκριάλ πρόσβασης, θα σε σκοτώσει ή κάτι ακόμα χειρότερο! Θα μας σκοτώσει όλους! κραύγασε σπαρακτικά ο Λουζ Θέριν.

Λίγο κρασί χύθηκε στον καρπό του Ραντ, μουσκεύοντας το μανίκι του πανωφοριού του κι αναγκάζοντάς τον να χαλαρώσει τη λαβή του στην κούπα, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν ήταν εντελώς στρογγυλή, και δεν την είχε στραβώσει τόσο ώστε να το προσέξει κανείς. Δεν φοβόταν! Αρνούνταν να αφήσει τον φόβο να τον αγγίξει. Μα το Φως, τελικά θα πέθαινε. Το είχε αποδεχθεί.

Προσπάθησαν να με σκοτώσουν, και τους θέλω νεκρούς γι’ αυτό που πήγαν να κάνουν, συλλογίστηκε. Ίσως πάρει λίγο καιρό, αλλά η αρρώστια θα έχει περάσει έως τότε. Που να καείς, πρέπει να επιβιώσω μέχρι τη στιγμή της Τελευταίας Μάχης. Ο Λουζ Θέριν, μέσα στο κεφάλι του, γέλασε πιο άγρια από ποτέ.

Άλλος ένας ψηλός άντρας μπήκε κορδωτός, μέσα από την πόρτα που οδηγούσε στην αυλή των στάβλων, φτάνοντας σχεδόν μέχρι το πλατύσκαλο, στο πίσω μέρος του δωματίου. Τίναξε τις σταγόνες της βροχής από τον χιτώνα του, τράβηξε προς τα πίσω την κουκούλα του και βάδισε καμαρωτός προς την είσοδο του Δωματίου Γυναικών. Στο στόμα του υπήρχε χαραγμένο ένα χλευαστικό χαμόγελο, που σε συνδυασμό με τη γαμψή μύτη κι ένα βλέμμα που έπεφτε περιφρονητικά σε όσους κάθονταν στα τραπέζια, έδινε την εντύπωση πως επρόκειτο για τον Τόρβαλ, είκοσι χρόνια μεγαλύτερο και με δέκα τουλάχιστον παραπανίσια κιλά στο κορμί του. Έριξε μια ερευνητική ματιά μέσα από την κίτρινη αψίδα και φώναξε με φωνή τσιριχτή και λεπτεπίλεπτη, γεμάτη ωστόσο από τη χαρακτηριστική προφορά του Ίλιαν. «Κυρά Γκάλγκερ, πρόκειται να φύγω το πρωί. Νωρίς, άρα έχε υπ’ όψιν σου να μη με χρεώσεις για αύριο!» Ο Τόρβαλ ήταν Ταραμπονέζος.

Ο Ραντ τράβηξε τον μανδύα πάνω στο κορμί του, άφησε την κούπα με το κρασί πάνω στο τραπέζι και δεν έριξε ματιά πίσω.

Ο μεσημεριανός ουρανός ήταν γκρίζος και κρύος, κι η βροχή ελάχιστα είχε καταλαγιάσει· παρασυρμένη μάλιστα από τους ορμητικούς ανέμους της λίμνης, ήταν αρκετή για να αναγκάσει τους πάντες να αποφεύγουν τους δρόμους. Ο Ραντ κράτησε τον μανδύα επάνω του με το ένα χέρι, τόσο για να προστατέψει το σκίτσο μέσα στην τσέπη του πανωφοριού του, όσο και για να διατηρήσει το υπόλοιπο κορμί του στεγνό. Με το άλλο χέρι κρατούσε την κουκούλα του, για να προστατευθεί από τις ριπές του ανέμου. Οι παρασυρμένες από τον άνεμο βροχοσταγόνες χτυπούσαν το πρόσωπό του σαν παγωμένες νιφάδες. Ένα μοναχικό ατομικό φορείο τον προσπέρασε, με τα μαλλιά των βαστάζων να κρέμονται μουλιασμένα στις πλάτες τους και με τις μπότες τους να πλατσουρίζουν στις λιμνούλες που σχημάτιζε η βροχή πάνω στο πλακόστρωτο. Ελάχιστοι άνθρωποι βαριοσέρνονταν κατά μήκος του δρόμου, τυλιγμένοι στις κάπες τους. Είχαν απομείνει μερικές ώρες προτού νυχτώσει, κι ο Ραντ προσπέρασε ένα χάνι ονόματι Η Καρδιά του Κάμπου, χωρίς να μπει μέσα, κι έπειτα ένα άλλο, που λεγόταν Οι Τρεις Κυράδες του Μαρέντο. Έπεισε τον εαυτό του ότι έφταιγε η βροχή. Ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για να φεύγει από το ένα πανδοχείο και να πηγαίνει στο άλλο. Ωστόσο, ήξερε καλά πως αυτό ήταν ψέμα.

Μια κοντή εύσωμη γυναίκα, που κατηφόριζε τον δρόμο τυλιγμένη με έναν σκούρο μανδύα, έστριψε ξαφνικά προς το μέρος του. Μόλις σταμάτησε μπροστά του κι ανασήκωοε το κεφάλι της, ο Ραντ αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τη Βέριν.

«Ώστε εδώ είσαι τελικά», του είπε. Οι βροχοσταγόνες έπεφταν πάνω στο ανασηκωμένο της πρόσωπο, αλλά δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. «Η πανδοχέας νόμιζε πως σκόπευες να κατευθυνθείς στην Άβχαριν, αλλά δεν ήταν και σίγουρη. Φοβάμαι πως η Κυρά Κην δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στα πέρα-δώθε των αντρών. Να ’μαι λοιπόν, με τα πασούμια και τις κάλτσες μου μούσκεμα. Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να περπατάω στη βροχή, αλλά στην πορεία χάθηκε η γοητεία».

«Μήπως σε έστειλε η Κάντσουεϊν;» τη ρώτησε ο Ραντ, πασχίζοντας να κρύψει την αισιοδοξία στη φωνή του. Είχε κρατήσει το δωμάτιό του στην Κεφαλή του Συμβουλίου αφότου έφυγε η Αλάνα, οπότε δεν ήταν δύσκολο για την Κάντσουεϊν να τον βρει. Δύσκολα θα της τραβούσε την προσοχή, αν έπρεπε να τον κυνηγάει από το ένα χάνι στο άλλο. Ειδικά από τη στιγμή που δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για κυνήγι.

«Μπα, όχι. Δεν θα το έκανε ποτέ αυτό». Η Βέριν ακουγόταν έκπληκτη και μόνο στη σκέψη. «Απλώς σκέφτηκα ότι θα ήθελες να ακούσεις τα νέα. Η Κάντσουεϊν έχει πάει για ιππασία μαζί με τις κοπέλες». Συνοφρυώθηκε σκεφτική, γέρνοντας το κεφάλι της. «Αν και μάλλον δεν θα έπρεπε να αποκαλώ "κοπέλα" την Αλίβια. Πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα, αλλά δυστυχώς αρκετά γερασμένη για μαθητευόμενη. Ναι, πράγματι, στάθηκε άτυχη. Ό,τι κι αν διδαχθεί, το εμπεδώνει. Πιστεύω πως γνωρίζει κάθε δυνατό τρόπο για να καταστρέψει κάτι με τη χρήση της Δύναμης, αλλά δεν ξέρει σχεδόν τίποτε άλλο».

Ο Ραντ την τράβηξε στην άκρη του δρόμου, όπου το κρεμαστό γείσο μιας πέτρινης μονοκατοικίας τούς παρείχε κάποια προστασία από τη βροχή, αν κι όχι από τον άνεμο. Η Κάντσουεϊν ήταν μαζί με τη Μιν και τις υπόλοιπες; Αυτό, βέβαια, μπορεί να μη σήμαινε κάτι. Είχε δει και στο παρελθόν Άες Σεντάι εντυπωσιασμένες με τη Νυνάβε και, σύμφωνα με τη Μιν, η Αλίβια ήταν ακόμα πιο ισχυρή. «Σε τι είδους νέα αναφέρεσαι, Βέριν;» τη ρώτησε ήρεμα.

Η στρουμπουλή και μικροκαμωμένη Άες Σεντάι βλεφάρισε σαν να είχε ξεχάσει τι ήθελε να πει, αλλά ξαφνικά χαμογέλασε. «Α, ναι. Πρόκειται για τους Σωντσάν. Βρίσκονται στο Ίλιαν. Όχι στην πόλη, δηλαδή, μη χλωμιάζεις. Όμως πέρασαν τα σύνορα. Φτιάχνουν οχυρωμένα στρατόπεδα κατά μήκος της ακτής και στην ενδοχώρα. Δεν ξέρω και πολλά από στρατιωτικά θέματα, ανέκαθεν παρέλειπα τα κεφάλαια με τις μάχες όταν διάβαζα ιστορία. Ωστόσο, μου φαίνεται πως, άσχετα από το αν δεν έχουν φτάσει ακόμα στην πόλη, προς τα εκεί κατευθύνονται. Φαίνεται πως δεν πτοήθηκαν από τις μάχες που έδωσες. Να γιατί δεν ασχολούμαι με μάχες. Σπανίως αλλάζουν κάτι μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, ίσως. Είσαι καλά;»

Ο Ραντ ζόρισε τον εαυτό του να ανοίξει τα μάτια του. Η Βέριν τον κοιτούσε σαν κοντόχοντρη καρδερίνα. Όλες αυτές οι μάχες, τόσοι άντρες νεκροί, άντρες που είχε σκοτώσει ο ίδιος, κι όλα αυτά για το τίποτα. Για το τίποτα!

Δεν τα λέει καλά, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν μέσα στο μυαλό του. Οι μάχες μπορούν να αλλάξουν την ιστορία. Δεν ακουγόταν πολύ ευχαριστημένος με αυτό. Το πρόβλημα είναι πως, μερικές φορές, δεν μπορείς να ξέρεις με ποιον τρόπο θα αλλάξει η ιστορία, μέχρι να είναι πολύ αργά.

«Πες μου, Βέριν, αν πήγαινα στην Κάντσουεϊν, θα μου μιλούσε; Εννοώ, θα μου έλεγε κάτι περισσότερο από το πόσο απεχθάνεται τους τρόπους μου; Μόνο γι’ αυτό δείχνει να νοιάζεται».

«Αχ, αγαπητέ μου. Φοβάμαι πως η Κάντσουεϊν είναι, με τον τρόπο της, προσηλωμένη στις παραδόσεις, Ραντ. Ποτέ μου δεν την άκουσα να αποκαλεί έναν άντρα ξιπασμένο, αλλά...» Ακούμπησε τα ακροδάχτυλά της πάνω στο στόμα της, βυθισμένη σε σκέψεις, κι έπειτα ένευσε, με τις σταγόνες της βροχής να κυλούν στο πρόσωπό της. «Πιστεύω πως θα ακούσει όσα έχεις να της πεις, αν φυσικά καταφέρεις να εξαλείψεις την άσχημη εντύπωση που της έδωσες. Ή, τουλάχιστον, να τη σβήσεις όσο είναι δυνατόν. Ελάχιστες αδελφές εντυπωσιάζονται από τίτλους και στέμματα, Ραντ, κι η Κάντσουεϊν λιγότερο απ’ όλες. Νοιάζεται πολύ περισσότερο αν ο κόσμος είναι τρελός ή όχι. Αν της αποδείξεις πως εσύ δεν είσαι, θα σε ακούσει».

«Οπότε, πες της...» Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Μα το Φως, πόσο ήθελε να στραγγαλίσει με τα ίδια του τα χέρια τον Κίσμαν και τον Ντασίβα κι όλο το σινάφι! «Πες της πως θα φύγω αύριο από το Φαρ Μάντινγκ κι ότι ελπίζω να έρθει μαζί μου ως σύμβουλος». Ο Λουζ Θέριν ξεφύσηξε ανακουφισμένος ακούγοντας το πρώτο μέρος της δήλωσης του. Αν ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή φωνή, ο Ραντ θα έπαιρνε όρκο πως πέτρωσε μόλις άκουσε τη συνέχεια. «Πες της πως αποδέχομαι τους όρους της. Ζητώ συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου στην Καιρχίν και θα κάνω ό,τι μπορώ για να έχω καλύτερους τρόπους στο μέλλον». Οι δηλώσεις του δεν ήταν και τόσο ζόρικες, αλλά, εκτός κι αν η Μιν έκανε λάθος, είχε ανάγκη την Κάντσουεϊν. Άλλωστε, η Μιν δεν λάθευε ποτέ στα οράματά της.

«Ώστε βρήκες εδώ αυτό που έψαχνες;» Ο Ραντ την κοίταξε βλοσυρά κι εκείνη χαμογέλασε και τον χτύπησε στοργικά στο μπράτσο. «Αν ήρθες στο Φαρ Μάντινγκ με το σκεπτικό ότι θα μπορούσες να κατακτήσεις την πόλη ανακοινώνοντας ποιος είσαι, θα έφευγες μόλις συνειδητοποιούσες ότι αδυνατούσες να διαβιβάσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι ψάχνεις κάτι ή κάποιον».

«Ίσως βρήκα αυτό που χρειάζομαι», της αποκρίθηκε τραχιά. Μόνο που δεν ήταν αυτό που ήθελε.

«Τότε, έλα απόψε στο παλάτι της Μπαρσάλα στα Ύψη, Ραντ. Εκεί θα σου πουν πώς μπορείς να βρεις αυτό που ψάχνεις. Είμαι σίγουρη πως θα θέλει πολύ να ακούσει τι έχεις να πεις». Μετακίνησε τον μανδύα της και φάνηκε να προσέχει για πρώτη φορά την υγρασία πάνω στο μάλλινο. «Να πάρει. Πρέπει να στεγνώσω. Σου προτείνω να κάνεις το ίδιο». Μισογύρισε να φύγει, αλλά σταμάτησε απότομα και κοίταξε πάνω από τον ώμο της, προς τη μεριά του. Τα μαύρα της μάτια δεν βλεφάριζαν διόλου. Ξαφνικά, δεν έμοιαζε καθόλου αναστατωμένη. «Θα μπορούσες να διαλέξεις για σύμβουλο κάποια πολύ χειρότερη από την Κάντσουεϊν, Ραντ, αλλά αμφιβάλλω αν θα διάλεγες καλύτερη. Αν δεχτεί, κι αν φυσικά δεν φανείς ανόητος, θα σου πρότεινα να ακούς τις συμβουλές της». Απομακρύνθηκε γλιστρώντας μέσα στη βροχή, μοιάζοντας όσο ποτέ άλλοτε με κοντόχοντρο κύκνο.

Υπάρχουν φορές που αυτή η γυναίκα με τρομάζει, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν, κι ο Ραντ συγκατένευσε. Η Κάντσουεϊν δεν τον τρόμαζε, αλλά τον έκανε να είναι επιφυλακτικός. Οποιαδήποτε Άες Σεντάι δεν είχε ορκιστεί στο όνομά του, τον έκανε επιφυλακτικό απέναντί της, εκτός από τη Νυνάβε. Αλλά και γι’ αυτήν ακόμα, δεν ήταν απολύτως σίγουρος.

Η βροχή καταλάγιασε ενώ ο Ραντ είχε πάρει τον δρόμο προς την Κεφαλή του Συμβουλίου, δύο μίλια μακρύτερα, αλλά ο αέρας δυνάμωσε κι η πινακίδα πάνω από την είσοδο, ζωγραφιομένη με τη σθεναρή εικόνα μιας γυναίκας που φοράει τη γεμάτη κοσμήματα κορωνίδα της Πρώτης Συμβούλου, κουνιόταν πέρα-δώθε πάνω στους τριζάτους αρμούς της. Η κοινή αίθουσα ήταν μικρότερη από εκείνη του Χρυσού Τροχού, αλλά τα πλαίσια στους τοίχους ήταν σκαλιστά και στιλβωμένα, ενώ τα τραπέζια κάτω από τα κόκκινα δοκάρια της οροφής δεν είχαν πολύ κόσμο. Η είσοδος προς το Δωμάτιο Γυναικών ήταν επίσης βαμμένη κόκκινη και σκαλισμένη σαν περίτεχνη δαντέλα, όπως και τα ανώφλια των ωχρών, μαρμάρινων τζακιών. Στην Κεφαλή του Συμβουλίου, οι υπηρέτες έπιαναν τα μακριά τους μαλλιά με γυαλισμένες αργυρές πιάστρες. Μονάχα δύο ήταν παρόντες. Στέκονταν κοντά στην πόρτα της κουζίνας, αλλά στα τραπέζια υπήρχαν τρεις άντρες όλοι κι όλοι, ξένοι έμποροι που κάθονταν μακριά ο ένας από τον άλλον, καθένας αφοσιωμένος στην κούπα με το κρασί που είχε μπροστά του. Ίσως ήταν ανταγωνιστές, καθότι πού και πού μετακινούνταν πάνω στα καθίσματα τους κι αλληλοκοιτιόνταν συνοφρυωμένοι. Ο ένας από δαύτους, ένας γκριζομάλλης άντρας, φορούσε ένα σκούρο γκρίζο μεταξωτό πανωφόρι, ενώ ένας λιγνός τύπος με σκληρό πρόσωπο είχε κρεμασμένη στο αυτί του μια κόκκινη πέτρα σε μέγεθος αυγού περιστεριού. Η Κεφαλή του Συμβουλίου παρείχε στέγη στους πλουσιότερους ξενομερίτες εμπόρους, και προς το παρόν δεν υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στο Φαρ Μάντινγκ.

Το ρολόι πάνω στο πρέκι του τζακιού του Δωματίου Γυναικών —ένα ρολόι με ασημένια επένδυση, έτσι είχε πει η Μιν— άρχισε να χτυπάει με έναν σιγανό, καμπανιστό ήχο καθώς ο Ραντ έμπαινε στην κοινή αίθουσα. Πριν ακόμα προλάβει να βγάλει τον μανδύα του, μπήκε ο Λαν. Μόλις ο Πρόμαχος συνάντησε το βλέμμα του Ραντ, κούνησε το κεφάλι του. Ο Ραντ, πάντως, δεν περίμενε να τους βρει ακόμα. Ακόμα και για έναν τα’βίρεν, αυτό φάνταζε σχεδόν απίθανο.

Μόλις σερβιρίστηκαν κι οι δύο αχνιστές κούπες κρασιού και κάθισαν στον μακρόστενο κόκκινο πάγκο μπροστά στο τζάκι, ο Ραντ άρχισε να λέει στον Λαν τι είχε αποφασίσει να κάνει κι, εν μέρει, γιατί, αποκαλύπτοντάς του το σημαντικότερο κομμάτι. «Αν τους είχα στα χέρια μου αυτή τη στιγμή, θα τους σκότωνα και θα ρίσκαρα να δραπετεύσω, αλλά, εδώ που τα λέμε, και να τους σκότωνα, δεν θα άλλαζε τίποτα. Ή, τουλάχιστον, δεν θα άλλαζαν πολλά πράγματα», διόρθωσε τον εαυτό του, κοιτώντας βλοσυρά τις φλόγες. «Με την ελπίδα ότι μπορώ να τους ξετρυπώσω αύριο ή μεθαύριο, ίσως περάσουν βδομάδες και μήνες. Ο κόσμος, όμως, δεν θα περιμένει εμένα. Νόμιζα πως θα είχα τελειώσει μαζί τους, αλλά οι εξελίξεις τρέχουν εντελώς απρόβλεπτα. Και μιλάω μόνο για τα γεγονότα που έχω υπ’ όψιν μου. Μα το Φως, πόσα να έχουν συμβεί που δεν πήρα χαμπάρι, επειδή δεν έτυχε να ακούσω κανέναν έμπορο να μουρμουράει πάνω από το κρασί του;»

«Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τα πάντα», είπε ο Λαν ήσυχα, «άσε που ένα μέρος όσων γνωρίζεις, ίσως και το σημαντικότερο, αποδεικνύεται πάντα λανθασμένο. Αν το συνειδητοποιείς αυτό, έχεις μέσα σου μια στάλα σοφίας, ενώ αν συνεχίζεις να προχωράς παρά τις δυσκολίες, έχεις μέσα σου μια στάλα θάρρους».

Ο Ραντ τέντωσε τα πόδια του προς το μέρος της φωτιάς. «Σου είπε η Νυνάβε πως η ίδια κι οι άλλες κάνουν παρέα στην Κάντσουεϊν; Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχουν βγει για ιππασία». Ή μάλλον επέστρεφαν, μια και διαισθανόταν τη Μιν να πλησιάζει. Δεν θα αργούσε πολύ. Εξακολουθούσε να νιώθει ενθουσιασμό για κάτι, μια αίσθηση που ξεπηδούσε ορμητικά κι υποχωρούσε απότομα, σαν να προσπαθούσε να τη συγκρατήσει.

Ο Λαν χαμογέλασε, κάτι σπάνιο απούσας της Νυνάβε. Ωστόσο, το χαμόγελο δεν έφθασε μέχρι την παγερή του ματιά. «Μου απαγόρεψε να σου το αποκαλύψω, αλλά μια και το ξέρεις ήδη... Αυτή κι η Μιν έπεισαν την Αλίβια πως, αν κατορθώσουν να εξάψουν το ενδιαφέρον της Κάντσουεϊν, αυξάνονται οι πιθανότητες να τη φέρουν πιο κοντά σ’ εσένα. Βρήκαν πού μένει και της ζήτησαν να τις διδάξει». Το χαμόγελο έσβησε, αφήνοντας πίσω ένα πρόσωπο σμιλευμένο σε πέτρα. «Η γυναίκα μου έκανε θυσία για σένα, βοσκέ», του είπε ήσυχα. «Ελπίζω να το θυμάσαι. Δεν πρόκειται να αποκαλύψει πολλά, αλλά έχω την εντύπωση πως η Κάντσουεϊν της συμπεριφέρεται σαν να εξακολουθεί να είναι Αποδεχθείσα, ίσως και μαθητευόμενη ακόμα. Και ξέρεις πολύ καλά πόσο θα δυσκολευτεί να αντέξει κάτι τέτοιο».

«Η Κάντσουεϊν συμπεριφέρεται σε όλες σαν μαθητευόμενες», μουρμούρισε ο Ραντ. Ξιπασιά; Μα το Φως, πώς θα τα έβγαζε πέρα με αυτή τη γυναίκα; Κι όμως, έπρεπε να βρει έναν τρόπο. Οι δύο άντρες έμειναν σιωπηλοί, ατενίζοντας τις φλόγες, μέχρι που καπνός αναδεύτηκε από τις σόλες των απλωμένων μποτών τους.

Ο δεσμός τον προειδοποίησε, κι ο Ραντ κοίταξε τριγύρω, καθώς η Νυνάβε εμφανίστηκε στην είσοδο που οδηγούσε στην αυλή των στάβλων. Ξοπίσω της έρχονταν η Μιν κι η Αλίβια, τινάζοντας τις βροχοσταγόνες από τους χιτώνες τους, τακτοποιώντας τις σκιστές φούστες τους και κατσουψιάζοντας όταν αντίκριζαν νοτερές κηλίδες, λες και θα έβγαιναν ιππασία με αυτόν τον καιρό δίχως να μουσκέψουν. Ως συνήθως, η Νυνάβε φορούσε το διακοσμημένο της τερ’ανγκριάλ, τη ζώνη και το περιδέραιο, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια καθώς και το παράξενο ανγκριάλ που ήταν κάτι ενδιάμεσο μεταξύ βραχιολιού και δαχτυλιδιού.

Εξακολουθώντας να φτιασιδώνεται, η Μιν έριξε μια ματιά στον Ραντ και χαμογέλασε, διόλου έκπληκτη που τον έβλεπε εκεί, φυσικά. Ζεστασιά κύλησε κατά μήκος του δεσμού, σαν χάδι, παρ’ όλο που η γυναίκα προσπαθούσε ακόμα να ελέγξει τον ενθουσιασμό της. Στις άλλες δύο γυναίκες πήρε λίγο περισσότερο χρόνο να προσέξουν τον Ραντ και τον Λαν, αλλά όταν το έκαναν, έδωσαν τους χιτώνες τους σε έναν υπηρέτη για να τούς μεταφέρει στα δωμάτιά τους και πήγαν κοντά τους, πλάι στο τζάκι, απλώνοντας τα χέρια τους στη φωτιά για να ζεσταθούν.

«Απόλαυσες τη βροχερή σου βόλια με την Κάντσουεϊν;» ρώτησε ο Ραντ, ανασηκώνοντας την κούπα του, για να πιει μια γερή γουλιά γλυκό κρασί. Το κεφάλι της Μιν τινάχτηκε προς το μέρος του και μια αστραπή ενοχής ξεπετάχτηκε στον δεσμό, αν κι η έκφραση στο πρόσωπό της υποδήλωνε ατόφια αγανάκτηση. Ο Ραντ κόντεψε να πνιγεί καταπίνοντας τη γουλιά του. Πώς ήταν δυνατόν να είναι δικό του λάθος η συνάντηση της με την Κάντσουεϊν; «Πάψε να αγριοκοιτάς τον Λαν, Νυνάβε», είπε, μόλις μπόρεσε να μιλήσει ξανά. «Μου τα είπε όλα η Βέριν». Το σκοτεινό κι άγριο βλέμμα της Νυνάβε έπεσε επάνω του, κι ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Είχε ακούσει κι άλλες γυναίκες στο παρελθόν να λένε πως για όλα έφταιγαν οι άντρες, αλλά φαίνεται ότι μερικές φορές το πίστευαν κιόλας! «Ζητώ συγγνώμη για όσα τράβηξες από εκείνη για χάρη μου», συνέχισε, «αλλά αυτό δεν χρειάζεται να συνεχιστεί. Της ζήτησα να γίνει σύμβουλός μου. Για την ακρίβεια, ζήτησα από τη Βέριν να της το πει. Απόψε. Με λίγη τύχη, θα φύγει μαζί μας αύριο». Περίμενε από τις γυναίκες ξεφωνητά έκπληξης κι ανακούφισης, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε.

«Αξιοπρόσεκτη γυναίκα αυτή η Κάντσουεϊν», είπε η Αλίβια, στρώνοντας τα χρυσαφιά της μαλλιά με τις άσπρες λωρίδες. Η βραχνή και μακρόσυρτη φωνή της έδειχνε ότι είχε εντυπωσιαστεί. «Ακριβολόγα κι ειδική στην ανάθεση καθηκόντων. Κάλλιστα, μπορεί να μας διδάξει».

«Μερικές φορές, κουφιοκεφαλάκη, μπορείς να δεις το δάσος, αν σε σύρουν με το ζόρι από τη μύτη», είπε η Μιν, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από τα στήθη της. Ο δεσμός γέμισε με μια αίσθηση αποδοχής, αλλά ο Ραντ δεν πίστευε ότι είχε να κάνει με την απόφαση της εγκατάλειψης για την εξεύρεση των αποστατών. «Να θυμάσαι πως επιθυμεί μια συγγνώμη για τα γεγονότα της Καιρχίν. Αν καταφέρεις να τη σκέφτεσαι σαν θεία σου που δεν σηκοίνει σαχλαμάρες, θα τα πας καλά μαζί της».

«Η Κάντσουεϊν δεν είναι τόσο κακή όσο φαίνεται». Η Νυνάβε κοίταξε βλοσυρή τις δύο άλλες γυναίκες και το χέρι της κινήθηκε προς την πλεξούδα, που ήταν τραβηγμένη πάνω από τον ώμο της, παρ’ όλο που το μόνο που είχαν κάνει οι άλλες ήταν να την κοιτάξουν. «Δεν είναι διόλου κακή! Εν καιρώ, οι διαφορές μας μπορούν να... λυθούν. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγος χρόνος».

Ο Ραντ αντάλλαξε ματιές με τον Λαν, ο οποίος ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους του κι ήπιε άλλη μία γουλιά. Ο Ραντ ξεφύσηξε αργά. Όντως, η Νυνάβε είχε κάποιες διαφορές με την Κάντσουεϊν που, με τον χρόνο, μπορούσαν να διευθετηθούν, η Μιν έβλεπε μια αυστηρή θεία όταν την αντίκριζε, κι η Αλίβια μια άκαμπτη δασκάλα. Η περίπτωση της Νυνάβε θα περνούσε δια πυρός και σιδήρου, τις άλλες δύο δεν ήθελε καν να τις σκέφτεται. Ωστόσο, ήταν κολλημένος μαζί τους. Ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί.

Οι άντρες στο τραπέζι δεν ήταν σε απόσταση που θα μπορούσαν να κρυφακούσουν, εκτός κι αν η γυναίκα μιλούσε δυνατά, αλλά η Νυνάβε χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της κι έγειρε προς το μέρος του Ραντ. «Η Κάντσουεϊν μού έδειξε τι κάνουν δύο από τα τερ’ανγκριάλ μου», ψιθύρισε, και στα μάτια της φάνηκε μια σπιρτάδα. «Στοιχηματίζω πως όλα αυτά τα στολίδια που φοράει είναι τερ’ανγκριάλ. Αναγνώρισε τα δικά μου με το που τα άγγιξε». Χαμογελώντας, η Νυνάβε ψηλάφισε το ένα από τα τρία δαχτυλίδια του δεξιού της χεριού, αυτό με την αχνοπράσινη πέτρα. «Ήξερα πως, αν το ρύθμιζα, το συγκεκριμένο μπορούσε να ανιχνεύσει κάποιον που διαβιβάζει μέσω του σαϊντάρ από τρία μίλια απόσταση, αλλά η Κάντσουεϊν λέει πως μπορεί να ανιχνεύσει και το σαϊντίν. Πιστεύει ότι μπορεί να διευκρινίσει ακόμα και την κατεύθυνση, αλλά αγνοούμε τον μηχανισμό».

Η Αλίβια έστρεψε το πρόσωπό της από το τζάκι και ρουθούνισε δυνατά, αλλά μίλησε κι αυτή χαμηλόφωνα. «Κι όταν δεν τα κατάφερε, φάνηκες ικανοποιημένη. Το διέκρινα στην έκφρασή σου. Πώς μπορείς να ικανοποιείσαι με την άγνοια;»

«Ικανοποιήθηκα επειδή δεν ξέρει τα πάντα», μουρμούρισε η Νυνάβε, αγριοκοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της την ψηλότερη γυναίκα, αλλά μια στιγμή αργότερα το χαμόγελο της επέστρεψε. «Το πιο σημαντικό πράγμα, Ραντ, είναι αυτό». Τα χέρια της ακούμπησαν τη λεπτή διακοσμημένη ζώνη, που ήταν περασμένη στη μέση της. «Την αποκαλεί "Πηγάδι"». Ο Ραντ τραβήχτηκε, λες και κάτι πέρασε ξυστά από το πρόσωπό του, κι η Νυνάβε χαχάνισε. Ναι, η Νυνάβε χαχάνισε! «Κι είναι πράγματι ένα πηγάδι», είπε, εξακολουθώντας να γελάει, πιέζοντας τα δάχτυλά της πάνω στο στόμα της. «Ή ένα βαρέλι, τέλος πάντων, γεμάτο σαϊντάρ. Όχι πολύ, είναι αλήθεια, αλλά το μόνο που έχω να κάνω για να το ξαναγεμίσω, είναι να αγκαλιάσω το σαϊντάρ μέσω αυτού, σαν να ήταν ανγκριάλ. Δεν είναι θαυμάσιο;»

«Πράγματι, είναι θαυμάσιο», αποκρίθηκε ο Ραντ χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Ώστε, η Κάντσουεϊν κυκλοφορούσε έχοντας στα μαλλιά της διάφορα τερ’ανγκριάλ, πιθανότατα κι ένα από αυτά τα «πηγάδια», ειδάλλως δεν θα το αναγνώριζε. Μα το Φως, νόμιζε πως δεν υπήρχε άνθρωπος που να έχει ανακαλύψει δύο τερ’ανγκριάλ που να κάνουν το ίδιο πράγμα. Δεν ήταν καλή ιδέα να τη συναντήσει απόψε χωρίς να γνωρίζει ότι η γυναίκα είχε τη δυνατότητα της διαβίβασης ακόμα κι εδώ.

Ήταν έτοιμος να ζητήσει από τη Μιν να έρθει μαζί του, όταν η Κυρά Κην όρμησε μέσα, με τον άσπρο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της τόσο σφιχτά πιασμένο και τραβηγμένο, ώστε έμοιαζε σαν να προσπαθεί να αφαιρέσει το δέρμα από το πρόσωπό της. Έριξε μια ματιά γεμάτη δυσπιστία κι αποδοκιμασία προς το μέρος του Λαν και του Ραντ και σούφρωσε τα χείλη της, λες κι αναλογιζόταν τι είχαν κάνει λάθος οι δυο τους. Ο Ραντ είχε προσέξει πως κάπως έτσι κοιτούσε και τους εμπόρους, στο πανδοχείο. Τους άντρες, τουλάχιστον. Βέβαια, αν τα καταλύματα δεν ήταν τόσο άνετα και το φαγητό τόσο καλό, ίσως να μην είχε καθόλου πελατεία.

«Έλαβα αυτό εδώ για τον σύζυγό σας σήμερα το πρωί, Αρχόντισσα Φάρσοου», είπε παραδίδοντας στη Μιν ένα γράμμα σφραγισμένο με μια ακανόνιστη μουντζαλιά από κόκκινο βουλοκέρι. Το μυτερό πηγούνι της ανασηκώθηκε. «Επιπλέον, τον ζήτησε και μια γυναίκα».

«Η Βέριν», είπε ο Ραντ γοργά, για να αποφύγει τις ερωτήσεις και να ξεφορτωθεί τη γυναίκα. Ποιος ήξερε, άραγε, ότι βρισκόταν εδώ για να του στείλει και γράμμα; Η Κάντσουεϊν ή μήπως κάποιος από τους Άσα’μαν που ήταν μαζί της; Μήπως κάποια από τις υπόλοιπες αδελφές; Κοίταξε συνοφρυωμένος το διπλωμένο φύλλο χαρτιού στα χέρια της Μιν, ανυπομονώντας να ξεκουμπιστεί η πανδοχέας.

Τα χείλη της Μιν συστράφηκαν, κι απέφυγε να τον κοιτάξει αυστηρά, επειδή ήξερε ότι ο ίδιος θα ήταν η αιτία να χαμογελάσει. Η θυμηδία της έρρεε στον δεσμό. «Ευχαριστώ, Κυρά Κην. Η Βέριν είναι φίλη».

Το μυτερό πηγούνι ανασηκώθηκε κι άλλο. «Αν θέλετε τη γνώμη μου, Αρχόντισσα Φάρσοου, από τη στιγμή που έχετε έναν τόσο ωραίο σύζυγο, καλό θα είναι να προσέχετε και τις φίλες σας».

Παρακολουθώντας τη γυναίκα να βγαίνει καμαρωτή από την κόκκινη αψιδωτή πόρτα, τα μάτια της Μιν άστραψαν από την ευθυμία που έρρεε στον δεσμό και κατέβαλε προσπάθεια να μη γελάσει. Αντί να δώσει το μήνυμα στον Ραντ, έσπασε τη σφραγίδα με τον αντίχειρά της κι άνοιξε η ίδια το γράμμα, λες κι ήταν κάτοικος αυτής της παρανοϊκής πόλης.

Συνοφρυώθηκε ελαφρά καθώς το διάβαζε, αλλά η μόνη προειδοποίηση που είχε ο Ραντ ήταν μια φευγαλέα αναλαμπή στον δεσμό. Τσαλάκωσε το γράμμα και στράφηκε προς το τζάκι, Ο Ραντ αναπήδησε από τον πάγκο, για να της το πάρει από το χέρι, πριν η Μιν το πετάξει στις φλόγες.

«Μην είσαι ανόητος», του είπε, αρπάζοντάς τον από τον καρπό. Τον κοίταξε κατάματα, και τα μεγάλα μαύρα της μάτια παραήταν σοβαρά. Το μόνο που λάμβανε ο Ραντ μέσω του δεσμού ήταν μια ζοφερή δριμύτητα. «Σε παρακαλώ, μην είσαι ανόητος».

«Υποσχέθηκα στη Βέριν πως θα προσπαθήσω να μην είμαι», της είπε, αλλά η Μιν δεν χαμογέλασε.

Ο Ραντ ίσιωσε τη σελίδα πάνω στο στήθος του. Ο γραφικός χαρακτήρας του κειμένου ήταν γωνιώδης και δεν τον αναγνώριζε. Επιπλέον, δεν υπήρχε υπογραφή.


Ξέρω ποιος είσαι. Σου εύχομαι υγεία κι ευτυχία, αλλά εύχομαι επίσης να φύγεις από το Φαρ Μάντινγκ. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας αφήνει πίσω του συντρίμμια και θάνατο. Γνωρίζω πολύ καλά γιατί βρίσκεσαι εδώ. Σκότωσες τον Ρόσεντ, κι ο Κίσμαν είναι επίσης νεκρός. Ο Τόρβαλ με τον Γκέντγουιν μένουν στον τελευταίο όροφο, πάνω από το μαγαζί ενός υποδηματοποιού ονόματι Ζέραμ, στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου, ακριβώς πάνω από την Πύλη του Ίλιαν. Σκότωσέ τους, φύγε κι άσε το Φαρ Μάντινγκ στην ησυχία του.


Το ρολόι στο Δωμάτιο Γυναικών ανήγγειλε την ώρα. Το φως της ημέρας θα διαρκούσε αρκετές ώρες ακόμα μέχρι να συναντήσει την Κάντσουεϊν.

Загрузка...