27 Προς Έκπληξη Βασιλισσών και Βασιλιάδων

Δεν ήταν τόσο απλό να φύγει, όσο το παρουσίαζε, φυσικά. «Αυτό δεν είναι διόλου συνετό, αδελφή», είπε σκοτεινιασμένη η Αβιέντα καθώς η Μέριλιλ έσπευδε να φρεσκαριστεί. Πράγματι, έδειχνε ιδιαίτερα βιαστική. Η Γκρίζα αδελφή έριχνε γύρω-γύρω ματιές, μήπως και δει πουθενά καμιά Θαλασσινή, πριν προλάβει καν να φτάσει στην είσοδο του καθιστικού. Όταν μια αδελφή του επιπέδου της Ηλαίην έλεγε «φύγε», η Μέριλιλ έφευγε. Με τα χέρια σταυρωτά και την εσάρπα ριγμένη γύρω της έτσι, που να μοιάζει πολύ με Σοφή, η Αβιέντα στάθηκε πάνω από την Ηλαίην, η οποία καθόταν στο γραφείο της. «Διόλου συνετό».

«Συνετό;» γρύλισε η Μπιργκίτε, με τα πόδια στυλωμένα στο πάτωμα και τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της. «Συνετό; Η κοπέλα δεν ξέρει τι σημαίνει η λέξη, ακόμα κι αν τη δει μπροστά της! Προς τι αυτή η βιασύνη; Άσε τη Μέριλιλ να κάνει ό,τι κάνουν οι Γκρίζες, να κανονίσει μια διάσκεψη εντός λίγων ημερών ή μίας εβδομάδας. Οι βασίλισσες μισούν τις εκπλήξεις, οι δε βασιλιάδες τις περιφρονούν. Πίστεψέ με, το ξέρω εκ πικράς πείρας. Βρίσκουν τρόπους να σε κάνουν να το μετανιώσεις». Ο δεσμός της Προμάχου αντικατόπτριζε τον θυμό και τη μανία της.

«Θέλω όσο τίποτα άλλο να τους πιάσω εξαπίνης, Μπιργκίτε. Θα με βοηθήσει να μάθω πόσα ξέρουν για μένα». Κάνοντας μια γκριμάτσα, η Ηλαίην πέταξε την κηλιδωμένη σελίδα και πήρε ένα άλλο φύλλο από το διακοσμημένο χαρτοκιβώτιο από ροδόξυλο. Η κούρασή της είχε εξαφανιστεί με τα νέα που της έφερε η Μέριλιλ, μα φάνταζε δύσκολο να γράψει ευανάγνωστα, με σταθερό χέρι. Ωστόσο, η διατύπωση έπρεπε να είναι σωστή. Δεν επρόκειτο για επιστολή εκ μέρους της Κόρης-Διαδόχου του Άντορ, αλλά εκ μέρους της Ηλαίην Τράκαντ, Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Έπρεπε να καταλάβουν όσα ήθελε η ίδια να καταλάβουν.

«Προσπάθησε να τη λογικέψεις, Αβιέντα», μουρμούρισε η Μπιργκίτε. «Σε περίπτωση που δεν μπορείς, καλύτερα να φροντίσω να έχει την κατάλληλη συνοδεία».

«Καμία συνοδεία, Μπιργκίτε. Μόνον εσύ. Μια Άες Σεντάι κι η Πρόμαχός της. Κι η Αβιέντα, φυσικά». Η Ηλαίην σταμάτησε να γράφει, για να χαμογελάσει προς το μέρος της αδελφής της, η οποία δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο.

«Γνωρίζω το θάρρος σου, Ηλαίην», είπε η Αβιέντα, «και το θαυμάζω. Όμως, ακόμα και οι Σά’μαντ Κόντε ξέρουν πότε πρέπει να προσέχουν!» Η Αβιέντα μιλούσε για προσοχή; Η Αβιέντα δεν γνώριζε τι σημαίνει η λέξη, ακόμα κι αν... ακόμα κι αν την έβλεπε μπροστά της!

«Μια Άες Σεντάι κι η Πρόμαχός της;» αναφώνησε η Μπιργκίτε. «Σ’ το έχω ξαναπεί, δεν μπορείς να γυρνάς από δω κι από κει ψάχνοντας για περιπέτεια!»

«Καμία συνοδεία», είπε η Ηλαίην με σταθερή φωνή, βυθίζοντας την πένα της στο μελανοδοχείο, για άλλη μια προσπάθεια. «Δεν πρόκειται για περιπέτεια. Απλώς, έτσι πρέπει να γίνουν τα πράγματα». Η Μπιργκίτε τίναξε τα χέρια της ψηλά κι άρχισε να γρυλίζει και να βλαστημά, αν και δεν είπε κάτι που να μην είχε ακούσει και στο παρελθόν η Ηλαίην.

Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Μέλαρ δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση να μείνει πίσω. Μια συνάντηση με τέσσερις ηγέτες σίγουρα δεν θα ήταν τόσο βαρετή όσο μια αντίστοιχη με εμπόρους αλλά, μια και δεν τον χρειαζόταν, ο άντρας ζήτησε να φύγει, γιατί τον καλούσαν τα καθήκοντά του, κι αυτό την ευχαρίστησε πολύ. Ένας Αρχηγός της Βασιλικής Φρουράς θα ανάγκαζε τους Μεθορίτες να την αναγνωρίσουν ως Κόρη-Διάδοχο συντομότερα απ’ άσο θα ήθελε. Άσε που ο Μέλαρ μπορεί να αποφάσιζε να της ρίξει κανένα πονηρό βλέμμα.

Ωστόσο, τα υπόλοιπα μέλη της σωματοφυλακής της δεν συμμερίζονταν την αδιαφορία του Λοχαγού Μέλαρ. Προφανώς, κάποια από τις Φρουρούς είχε ειδοποιήσει την Κάσεϊλ, γιατί η ψηλόσωμη Αραφελινή μπήκε με μεγάλες δρασκελιές στο καθιστικό ενόσω η Ηλαίην έγραφε ακόμα, απαιτώντας να συνοδεύσει την Ηλαίην με ολόκληρη τη σωματοφυλακή της. Η Μπιργκίτε αναγκάστηκε να τη διώξει για να την κάνει να σταματήσει τις διαμαρτυρίες της.

Για πρώτη φορά, η Μπιργκίτε φάνηκε να αναγνωρίζει το γεγονός πως η Ηλαίην δεν επρόκειτο να υποχωρήσει, κι έφυγε μαζί με την Κάσεϊλ, για να αλλάξει ρούχα. Βάδιζε με βήμα αγέρωχο, μουρμουρίζοντας διάφορες βρισιές, κι έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω της. Τουλάχιστον, είχε φύγει. Θα έλεγε κανείς πως θα χαιρόταν για την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε να βγάλει το πανωφόρι της Στρατηγού, αλλά ο δεσμός αντηχούσε ακόμα από τις βλαστήμιες της. Η Αβιέντα δεν έβριζε, αλλά συνέχισε τις νουθεσίες. Όλα έπρεπε να γίνουν τόσο γοργά, σαν να τα παρασέρνει ανεμοστρόβιλος, επομένως η Ηλαίην είχε κάθε δικαιολογία να αγνοήσει τις συμβουλές.

Κάλεσαν την Εσάντε, η οποία άρχισε να τακτοποιεί τις κατάλληλες φορεσιές, ενώ η Ηλαίην έτρωγε βιαστικά το μεσημεριανό της, αν κι ήταν κάπως νωρίς. Δεν το είχε παραγγείλει η ίδια αλλά η Αβιέντα. Προφανώς, η Μοναέλ επέμενε πως η παράλειψη ενδιάμεσων γευμάτων ήταν εξίσου κακή με την υπερκατανάλωση φαγητού. Η Κυρά Χάρφορ, μόλις πληροφορήθηκε πως πρέπει να δεξιωθεί τους υαλοποιούς και τις άλλες αντιπροσωπείες, έκανε μια αδιόρατη γκριμάτσα, αν κι έγειρε ελαφρά το κεφάλι της σε αποδοχή. Πριν απομακρυνθεί, ανακοίνωσε πως είχε εξασφαλίσει κατσίκες για το Παλάτι. Η Ηλαίην έπρεπε να πίνει κατσικίσιο γάλα, και μάλιστα πολύ. Η Κάρεαν μούγκρισε μόλις άκουσε πως έπρεπε να διδάξει τις Ανεμοσκόπους το βράδυ, αλλά τουλάχιστον δεν έκανε κανένα σχόλιο για τη δίαιτά της. Η αλήθεια είναι πως η Ηλαίην ήλπιζε να γυρίσει στο Παλάτι πριν βραδιάσει, αλλά το πιθανότερο ήταν πως θα ένιωθε τόσο κουρασμένη όσο κι αν είχε κάνει εκείνα τα μαθήματα. Η Βαντέν δεν μπήκε στον κόπο να δώσει κανενός είδους συμβουλή. Η Ηλαίην είχε μελετήσει τα έθνη του Σταχτοσύνορου, όπως επίσης κι οποιαδήποτε άλλη περιοχή, ως μέρος της εκπαίδευσής της, κι είχε συζητήσει τους σκοπούς της με την ασπρομάλλα Πράσινη, που γνώριζε πολύ καλά τις Μεθόριες χώρες. Ωστόσο, επιθυμούσε διακαώς να πάρει μαζί της τη Βαντέν. Άλλωστε, κάποια που είχε ζήσει στις Μεθόριες χώρες μπορούσε να διακρίνει τυχόν λεπτές διαφορές, που θα ξέφευγαν από την ίδια. Πάντως, δεν τολμούσε παρά να κάνει μερικές βιαστικές ερωτήσεις ενόσω η Εσάντε την έντυνε, κι αυτές περισσότερο για να εφησυχάσει για ορισμένα θέματα, περί των οποίων η Βαντέν την είχε ήδη ενημερώσει. Όχι ότι ήθελε καμιά ιδιαίτερη επιβεβαίωση, όπως συνειδητοποίησε. Ήταν συγκεντρωμένη, όπως η Μπιργκίτε όταν τέντωνε τη χορδή του τόξου.

Τελικά, χρειάστηκε να κληθεί ξανά η Ρεάνε, που προσπαθούσε να πείσει μία πρώην σουλ’ντάμ ότι μπορούσε να διαβιβάζει. Η Ρεάνε έφτιαχνε αυτή την ύφανση στην αυλή των στάβλων κάθε μέρα από τότε που είχε υφάνει για πρώτη φορά με σκοπό να πάει η Μέριλιλ στην αποστολή της. Μπορούσε να ανοίξει την πύλη στο ίδιο ακριβώς σημείο, στο Δάσος Μπρημ, χωρίς δυσκολία. Στο Παλάτι δεν υπήρχαν αρκετά καλοί χάρτες της περιοχής κι η Μέριλιλ δεν μπορούσε να σημαδέψει με ακρίβεια την τοποθεσία του στρατοπέδου, οπότε αν η Ηλαίην ή η Αβιέντα ύφαιναν την πύλη, ίσως αυτή να άνοιγε σε απόσταση δέκα και παραπάνω μιλίων από τους καταυλισμούς κι από το μικρό ξέφωτο που ήξερε η Ρεάνε. Η χιονόπτωση είχε σταματήσει στο Δάσος Μπρημ πριν ακόμα επιστρέψει η Γκρίζα αδελφή, αλλά, και πάλι, δέκα μίλια μέσα στο χιόνι σήμαινε πορεία τουλάχιστον δυο ωρών ακόμα. Η Ηλαίην ήθελε να τελειώνουν γρήγορα. Ταχύτητα. Έπρεπε όλοι να κινηθούν τάχιστα.

Οι Θαλασσινές θα πρέπει να είχαν αντιληφθεί την ανακατωσούρα που επικρατούσε στο Παλάτι, με τις Φρουρούς να τρέχουν πάνω-κάτω στους διαδρόμους κουβαλώντας μηνύματα ή συνοδεύοντας διάφορα πρόσωπα, αλλά η Ηλαίην σιγουρεύτηκε ότι δεν ήξεραν το παραμικρό. Αν, υποθετικά μιλώντας, η Ζάιντα αποφάσιζε να παρευρεθεί, ήταν ικανή να βάλει μια Ανεμοσκόπο να της φτιάξει πύλη, σε περίπτωση που η Ηλαίην τής το αρνούνταν· η παρουσία της Κυράς των Κυμάτων θα έκανε τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα, άρα καλό θα ήταν να αποφευχθεί. Η γυναίκα συμπεριφερόταν ήδη λες κι είχε τα ίδια δικαιώματα με την Ηλαίην στο Παλάτι. Μια τυραννική Ζάιντα μπορούσε κάλλιστα να καταστρέψει τα πάντα, το ίδιο σίγουρα με τις λάγνες ματιές του Μέλαρ.

Η σβελτάδα μάλλον ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις της Εσάντε, παρότι όλες οι υπόλοιπες κινούνταν ταχύτατα, και μόλις ο ήλιος σκαρφάλωσε στο ζενίθ, η Ηλαίην βρισκόταν ήδη καβάλα στον Πυρόκαρδο, που προχωρούσε αργά μέσα από τα χιόνια του Δάσους Μπρημ, πενήντα σχεδόν λεύγες βόρεια του Κάεμλυν, σύμφωνα με το πέταγμα της άγριας χήνας, αλλά μόνο ένα βήμα μέσα από την πύλη, που έβγαζε στο πυκνό δάσος των πανύψηλων πεύκων, των χαμοδαφνών και των βελανιδιών, τα οποία ανακατεύονταν με τα γκρίζα κλαριά άφυλλων δέντρων. Πού και πού, όλο και κάποιο πλατύ λιβάδι ανοιγόταν μπροστά τους, στρωμένο με χιόνι που έδινε την εντύπωση λευκού χαλιού, ακηλίδωτο εκτός από τα ίχνη των οπλών του τρεχάτου αλόγου της Μέριλιλ. Η Μέριλιλ είχε φύγει νωρίτερα με την επιστολή, ενώ η Ηλαίην, η Αβιέντα κι η Μπιργκίτε ακολούθησαν μία ώρα μετά, για να της δώσουν χρόνο να φτάσει πρώτη στους Μεθορίτες. Ο δρόμος από το Κάεμλυν προς το Νέο Μπρημ εκτεινόταν μερικά μίλια δυτικά. Εδώ, απείχαν κάπου χίλιες λεύγες απόσταση από οποιαδήποτε ανθρώπινη κατοικία.

Για την Ηλαίην, το ντύσιμο ήταν εξίσου σοβαρό με την επιλογή αρματωσιάς. Ο μανδύας της είχε επένδυση νυφίτσας για πρόσθετη ζεστασιά, αλλά το υλικό ήταν βαθυπράσινο μάλλινο, μαλακό αλλά και παχύ, ενώ το φόρεμα ιππασίας ήταν από πράσινο μετάξι, δίχως στολίδια. Ακόμα και τα βολικά γάντια ιππασίας ήταν φτιαγμένα από απλό βαθυπράσινο δέρμα. Εκτός κι αν τραβούσαν τα ξίφη, αυτή ήταν η περιβολή με την οποία μια Άες Σεντάι εμφανιζόταν απέναντι στους ηγέτες. Το μοναδικό ορατό κόσμημά της ήταν μια μικρή κεχριμπαρένια πόρπη με μορφή χελώνας, και δεν την ένοιαζε διόλου αν το έβρισκαν αλλόκοτο. Μια στρατιά Μεθοριτών δεν κινδύνευε από οποιαδήποτε παγίδα κι αν της έστηναν οι αντίπαλοι της, ακόμα κι η ίδια η Ελάιντα, αλλά εκείνες οι δέκα αδελφές —ίσως και πάνω από δέκα— μπορεί να ανήκαν στην Ελάιντα. Δεν σκόπευε να αφήσει να την πάνε σαν σακί πίσω, στον Λευκό Πύργο.

«Μπορούμε να επιστρέψουμε χωρίς να προκύψει τοχ, Ηλαίην». Η Αβιέντα εξακολουθούσε να είναι κατηφής, φορώντας την Αελίτικη ενδυμασία της, με το μοναδικό ασημένιο περιδέραιο και τα βαριά βραχιόλια από φίλντισι. Το κοντόχοντρο, καστανοκόκκινο άλογό της ήταν τουλάχιστον ένα χέρι κοντύτερο από τον Πυρόκαρδο ή από το λιγνό γκρίζο της Μπιργκίτε, τη Σαΐτα, και πολύ πιο πράο στον χειρισμό του, παρ’ όλο που ίππευε πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Όπως είχε καβαλικέψει πάνω στη σέλα, φαίνονταν τα πόδια της με τις σκούρες κάλτσες, γυμνά από το γόνατο και πάνω, κι έμοιαζε ζεστή παρά την εσάρπα που είχε τυλίξει γύρω από το κεφάλι της. Αντίθετα με την Μπιργκίτε, δεν είχε σταματήσει τις προσπάθειες της να μεταπείσει την Ηλαίην. «Καλή κι η έκπληξη, αλλά θα δείξουν περισσότερο σέβας απέναντι σου αν σε συναντήσουν στα μισά της διαδρομής».

«Δεν γίνεται να εγκαταλείψω τη Μέριλιλ», αποκρίθηκε η Ηλαίην, δείχνοντας μεγαλύτερη υπομονή απ’ όση ένιωθε. Ίσως να μην ήταν πια τόσο κουρασμένη, αν και σίγουρα δεν ένιωθε ιδιαίτερα αναζωογονημένη, διόλου έτοιμη να ανεχτεί ενοχλητικές ερωτήσεις. Από την άλλη, δεν είχε όρεξη να αρπαχτεί με την Αβιέντα. «Θα αισθανθεί σαν χαζή, στέκοντας εκεί και κρατώντας μια επιστολή που αναγγέλλει την άφιξή μου, αν εγώ δεν εμφανιστώ. Μάλλον, ακόμα χειρότερα, εγώ θα αισθανόμουν σαν χαζή».

«Καλύτερα να αισθάνεσαι χαζή παρά να είσαι», μουρμούρισε η Μπιργκίτε, μέσα από τα δόντια της σχεδόν. Ο σκούρος μανδύας της ήταν απλωμένος πίσω από τη σέλα της κι η περίτεχνη πλεξούδα κρεμόταν από το άνοιγμα της κουκούλας έως τη μέση της περίπου. Το τράβηγμα της κουκούλας μπροστά, έτσι που να πλαισιώνει το πρόσωπό της, ήταν η μοναδική παραχώρηση που είχε κάνει απέναντι στο κρύο και στον μανιασμένο άνεμο, που μερικές φορές σήκωνε το φρέσκο χιόνι από το έδαφος σαν να ήταν φτερό. Ήθελε να μην εμποδίζεται η όρασή της. Το κάλυμμα στη φαρέτρα του τόξου της, που ήταν δεμένη πάνω στη σέλα, είχε σκοπό να διατηρεί τη χορδή στεγνή και κρεμόταν προς τα κάτω, έτσι που να μπορεί να φτάνει το τόξο με ευκολία. Η πρόταση να φέρει και ξίφος είχε απορριφθεί με αγανάκτηση, λες κι ήταν κάτι που είχε ζητήσει η Ηλαίην από την Αβιέντα. Η Μπιργκίτε ήταν ειδική στο τόξο, αλλά ισχυριζόταν πως, αν προσπαθούσε να τραβήξει ξίφος, μπορεί να κάρφωνε τον εαυτό της. Ο κοντός πράσινος χιτώνας της, πάντως, δεν θα ξεχώριζε από τους δασότοπους σε άλλες εποχές του χρόνου, και το εκπληκτικότερο ήταν πως το φαρδύ της παντελόνι είχε το ίδιο χρώμα. Τώρα, ήταν Πρόμαχος, όχι Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς, ωστόσο ο τίτλος δεν την χαροποιούσε όσο θα περίμενε κανείς. Στον δεσμό έρρεε τόσο η απογοήτευση όσο κι η επαγρύπνηση.

Η Ηλαίην αναστέναξε, κι η αναπνοή της ήταν ομιχλώδης. «Εσείς οι δύο γνωρίζετε καλά τι ελπίζω να καταφέρω εδώ. Το ξέρατε από τότε που το αποφάσισα. Γιατί, λοιπόν, μου συμπεριφέρεστε ξαφνικά λες κι είμαι φτιαγμένη από γυαλί;»

Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν ματιές και κοίταξαν παραπέρα, περιμένοντας η μία από την άλλη να μιλήσει πρώτη. Κατόπιν, σιωπηλά, τα βλέμματά τους καρφώθηκαν ευθεία μπροστά, και ξαφνικά η Ηλαίην κατάλαβε.

«Όταν γεννηθεί το παιδί μου», είπε ξερά, «μπορείτε κι οι δύο να δηλώσετε υποψηφιότητα για παραμάνα». Αν, φυσικά, επρόκειτο για κοριτσάκι. Αν η Μιν ανέφερε κάτι, η πληροφορία εκείνης της νύχτας είχε χαθεί στις θολές από το κρασί αναμνήσεις της Αβιέντα και της Μπιργκίτε. Ίσως ήταν καλύτερο να κάνει γιο αρχικά, έτσι που να ξεκινήσει την εκπαίδευσή του πριν καταφθάσει η κόρη. Μια θυγατέρα εξασφάλιζε τη διαδοχή, ενώ κανείς δεν θα έδινε σημασία σε έναν μόνο γιο, κι όσο κι αν η ίδια επιθυμούσε να κάνει κι άλλο παιδί, δεν ήταν διόλου σίγουρο ότι θα τα κατάφερνε. Το Φως να δεήσει να αποκτούσε κι άλλα παιδιά από τον Ραντ, ωστόσο έπρεπε να το βλέπει κάπως πρακτικά το ζήτημα. «Προσωπικά, δεν χρειάζομαι παραμάνα».

Τα ηλιοκαμένα μάγουλα της Αβιέντα έγιναν ακόμα πιο σκούρα από αμηχανία. Η έκφραση στο πρόσωπο της Μπιργκίτε δεν άλλαξε διόλου, αλλά το ίδιο συναίσθημα ανάβλυζε σε όλο το μήκος του δεσμού του Προμάχου.

Ίππευαν αργά, ακολουθώντας τα χνάρια της Μέριλιλ για δύο ώρες περίπου, κι η Ηλαίην σκεφτόταν πως ο πλησιέστερος καταυλισμός δεν πρέπει να απείχε πολύ, όταν ξαφνικά η Μπιργκίτε έδειξε κάπου μπροστά κι είπε «Σιναρανοί», πιάνοντας ανάλαφρα τη θήκη του τόξου της. Η ετοιμότητα εξάλειψε την απογοήτευση, όπως κι οτιδήποτε άλλο, στον δεσμό. Η Αβιέντα άγγιξε τη λαβή του μαχαιριού που είχε περασμένο στη ζώνη της, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί πως βρισκόταν εκεί.

Περιμένοντας κάτω από τα δέντρα, στη μια πλευρά της διαδρομής που οχημάτιζαν τα ίχνη της Μέριλιλ, άντρες κι άλογα κάθονταν τόσο ακίνητοι, ώστε η Ηλαίην αρχικά τους πέρασε για φυσικές προεξοχές, μέχρι που διέκρινε τα παράξενα κυματιστά λοφία πάνω στις περικεφαλαίες τους. Τα υποζύγιά τους δεν έφεραν θωράκιση, όπως συνέβαινε συχνά με τα ζώα βαρέος ιππικού των Σιναρανών, αλλά οι άντρες φορούσαν μεταλλικούς θώρακες, ενώ στις πλάτες τους είχαν ζωσμένα ξίφη με μακρόστενες λαβές. Σπαθιά και ρόπαλα κρέμονταν από τις ζώνες και τις σέλες τους. Τα σκοτεινά μάτια τους δεν ανοιγόκλειναν καθόλου. Κάποιο από τα άλογα κούνησε την ουρά του, κι η κίνηση αυτή φάνηκε να ξαφνιάζει.

Ένας άντρας με αυστηρό πρόσωπο και τραχιά φωνή μίλησε καθώς η Ηλαίην κι οι άλλες γυναίκες σταμάτησαν μπροστά του. Το λοφίο πάνω στην περικεφαλαία του έμοιαζε με λεπτές φτερούγες. «Ο Βασιλιάς Ήζαρ εγγυάται την ασφάλειά σας, Ηλαίην Σεντάι, και σε αυτή του την εγγύηση προσθέτω κι εγώ τη δική μου. Είμαι ο Κάγιεν Γιοκάτα, Άρχοντας του Φαλ Έισεν, κι είθε να μ’ εγκαταλείψει η Ειρήνη κι η Μάστιγα να καταβροχθίσει την ψυχή μου, αν πάθεις κακό εσύ ή οποιαδήποτε σύντροφός σου στον καταυλισμό μας».

Τα λόγια του δεν ήταν τόσο ανακουφιστικά όσο ήλπιζε η Ηλαίην. Το μόνο που φανέρωναν όλες αυτές οι εγγυήσεις περί της ασφάλειάς της ήταν ότι το αμφισβητούμενο του θέματος. «Άραγε, μια Άες Σεντάι χρειάζεται εγγυήσεις από Σιναρανούς;» ρώτησε. Έθεσε σε εφαρμογή μια άσκηση των μαθητευομένων για ψυχική ηρεμία, αλλά αντιλήφθηκε πως δεν ήταν απαραίτητο. Πολύ παράξενο. «Ας ξεκινήσουμε, Άρχοντα Κάγιεν». Ο άντρας ένευσε και γύρισε το άλογό του.

Μερικοί Σιναρανοί έριχναν ανέκφραστες ματιές στην Αβιέντα, αναγνωρίζοντας μια Αελίτισσα, αλλά οι περισσότεροι απλώς ακολούθησαν. Μονάχα οι οπλές των αλόγων, που τσάκιζαν το σκληρό χιόνι κάτω από το φρέσκο, έσπαγαν τη σιωπή της σύντομης διαδρομής τους. Είχε δίκιο. Το στρατόπεδο των Σιναρανών δεν ήταν μακριά. Λίγα λεπτά αργότερα, είδε έφιππους και θωρακισμένους φρουρούς, κι αμέσως μετά μπήκαν στο στρατόπεδο των Σιναρανών.

Άτακτα απλωμένος ανάμεσα στα δέντρα, ο καταυλισμός φάνταζε μεγαλύτερος απ’ όσο είχε φανταστεί. Όπου κι αν κοιτούσε, έβλεπε σκηνές, πυρές μαγειρέματος, άλογα δεμένα σε πασσάλους και σειρές ολόκληρες από άμαξες, που χάνονταν πέρα από το πεδίο της όρασης της. Καθώς περνούσε με τη συνοδεία της, οι στρατιώτες κοιτούσαν με περιέργεια, άντρες με σκληρά πρόσωπα και ξυρισμένα κεφάλια, εκτός από έναν θύσανο στην κορυφή, που κάποιες φορές ήταν μακρύς κι έφτανε έως τους ώμους. Ορισμένοι εξ αυτών φορούσαν μέρος της εξάρτυσης τους, αλλά τόσο οι πανοπλίες όσο και τα όπλα ήταν πάντα δίπλα τους, έτοιμα για χρήση. Η μυρωδιά δεν ήταν τόσο δυσάρεστη όσο είχε περιγράψει η Μέριλιλ, αν και μπορούσε να διακρίνει την αδιόρατη οσμή των αφοδευτηρίων και της κοπριάς κάτω από το άρωμα που ανέδιδε ό,τι κι αν ήταν αυτό που έβραζε στις κατσαρόλες. Κανείς δεν έμοιαζε πεινασμένος, αν κι οι περισσότεροι ήταν λιπόσαρκοι. Ωστόσο, η σωματική κατασκευή τους δεν είχε να κάνει με την ισχνότητα της λιμοκτονίας, απλώς ο οργανισμός τους δεν διατηρούσε πολύ λίπος. Η Ηλαίην παρατήρησε δε πως, πάνω από τις φωτιές, δεν υπήρχαν σούβλες. Το κρέας ήταν μάλλον δυσεύρετο, σε αντίθεση με τα σιτηρά, αν και τα τελευταία κάθε άλλο παρά αφθονούσαν στο καταχείμωνο. Η κριθαρόσουπα δεν δυνάμωνε έναν άντρα όπως το κρέας. Έπρεπε να μετακινηθούν σύντομα· τέσσερις στρατιές αυτού του μεγέθους δεν θα μπορούσαν να μείνουν πουθενά για πολύ. Έπρεπε να φρονήσει η ίδια να ακολουθήσουν τη σωστή κατεύθυνση.

Φυσικά, δεν ήταν όλοι στρατιώτες με ξυρισμένα κεφάλια, μολονότι οι υπόλοιποι άντρες έμοιαζαν εξίσου σκληροί. Έβλεπε κατασκευαστές βελών επί το έργον, αμαξουργούς να κάνουν μερεμέτια, πεταλωτές να πεταλώνουν άλογα, πλύστρες να ανακατεύουν χύτρες, και γυναίκες, που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ράφτρες ή απλώς σύζυγοι, να ασχολούνται με βελονιές. Ένας μεγάλος στρατός ακολουθείται πάντα από μεγάλο αριθμό ανθρώπων που, πολλές φορές, είναι ανάλογος του αριθμού των στρατιωτών. Ωστόσο, δεν είδε καμία γυναίκα που θα μπορούσε να είναι Άες Σεντάι. Ήταν μάλλον απίθανο να δει ανασκουμπωμένες αδελφές να ασχολούνται με τα πλυσταριό ή να φορούν μπαλωμένα μάλλινα και να κάθονται να μαντάρουν βράκες. Γιατί ήθελαν να παραμείνουν κρυμμένες; Ανιστάθηκε στην επιθυμία να αγκαλιάσει την Πηγή, να απορροφήσει το σαϊντάρ μέσω του χελωνόσχημου ανγκριάλ που είχε καρφιτσωμένο στο στήθος. Μία-μία οι μάχες, και πρώτη απ’ όλες η μάχη για τη διάσωση του Άντορ.

Ο Κάγιεν ξεπέζεψε, βοηθώντας τη να κάνει το ίδιο, μπροστά από μια σκηνή πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες, ωχρό καραβόπανο με μία μακρόστενη αιχμή στην κορυφή. Δίστασε λίγο, αναλογιζόμενος αν έπρεπε να κάνει το ίδιο με την Μπιργκίτε και την Αβιέντα, αλλά η Μπιργκίτε τον έβγαλε από το δίλημμα καθώς ξεπέζεψε μοναχή της με χαρακτηριστική ευκολία κι έδωσε τα γκέμια σε έναν στρατιώτη που περίμενε λίγο πιο πέρα. Η Αβιέντα, όμως, κόντεψε να πέσει από τη σέλα. Είχε σημειώσει πρόοδο στην ιππασία, αλλά εξακολουθούσε να έχει δυσκολίες στο ανέβασμα και στο κατέβασμα από τη σέλα. Αγριοκοιτάζοντας γύρω της, για να δει μήπως είχε γελάσει κανείς, ίσιωσε την ογκώδη φούστα της, ξετύλιξε την εσάρπα από το κεφάλι της και την πέρασε στους ώμους της. Η Μπιργκίτε παρακολουθούσε να οδηγούν το άλογό της παράμερα σαν να μετάνιωνε που δεν είχε πάρει το τόξο και τη φαρέτρα από τη σέλα, Ο Κάγιεν τράβηξε την υφασμάτινη είσοδο κι υποκλίθηκε.

Παίρνοντας μία τελευταία βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει, η Ηλαίην οδήγησε τις άλλες δύο γυναίκες στο εσωτερικό. Δεν τους επέτρεπε να την αντιμετωπίζουν σαν ικέτιδα. Δεν είχε έρθει εδώ ούτε για να παρακαλέσει ούτε για να υπερασπιστεί κάτι. Μερικές φορές, της είχε πει ο Γκάρεθ Μπράυν, όταν ήταν παιδούλα, ανακαλύπτεις ότι ο εχθρός σου έχει την αριθμητική υπεροχή κι ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Να πράττεις πάντα με τρόπο απρόσμενο για τον εχθρό σου, Ηλαίην. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να επιτεθείς. Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει εξ αρχής.

Στο εσωτερικό, είδε τη Μέριλιλ να έρχεται γλιστρώντας προς το μέρος της, αλαφροπατώντας πάνω στα στρωμένα κιλίμια που χρησίμευαν ως δάπεδο. Το χαμόγελο της μικροκαμωμένης Γκρίζας δεν υποδήλωνε ακριβώς ανακούφιση, αλλά ήταν πασιφανές πως ήταν χαρούμενη που έβλεπε την Ηλαίην. Εκτός από την ίδια, παρίσταντο άλλοι πέντε, δυο γυναίκες και τρεις άντρες, ένας εκ των οποίων ήταν υπηρέτης, παλιός καβαλάρης, κρίνοντας από τα στραβά πόδια του και το βλογιοκομμένο του πρόσωπο. Ήρθε προς το μέρος τους για να πάρει τους μανδύες και τα γάντια —βλεφαρίζοντας προς την Αβιέντα— και κατόπιν αποσύρθηκε σε ένα απλό ξύλινο τραπέζι» στην επιφάνεια του οποίου υπήρχε ένας ασημένιος δίσκος, μια ψηλόλαιμη κανάτα και μια σειρά φλιτζάνια. Οι άλλοι τέσσερις διοικούσαν τα έθνη των Μεθόριων Περιοχών. Κάμποσα καθίσματα χωρίς ράχη —κατάλληλα για καταυλισμούς— ήταν σκόρπια εδώ κι εκεί, όπως επίσης και τέσσερα μεγάλα μαγκάλια με ερυθροπυρωμένα κάρβουνα, που συμπλήρωναν την επίπλωση της σκηνής. Δεν ήταν ακριβώς το είδος της υποδοχής που θα περίμενε η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, καθότι έλειπαν οι αυλικοί, οι πολλοί υπηρέτες κι η αργόσχολη ψιλοκουβέντα που προηγείται των σοβαρών συζητήσεων, όπως επίσης οι άντρες κι οι γυναίκες σύμβουλοι, που βρίσκονταν διαρκώς πάνω από τους ώμους των ηγετών. Αυτό που βρήκε, πάντως, ήταν αυτό που ήλπιζε.

Η Θεραπεία είχε εξαλείψει τους σκούρους κύκλους γύρω από τα μάτια της Μέριλιλ πριν ακόμα φύγει από το Παλάτι, κι η Άες Σεντάι κατάφερε να παρουσιάσει με σχετική αξιοπρέπεια την Ηλαίην στους παρισταμένους. «Από δω η Ηλαίην Τράκαντ, του Πράσινου Άτζα, όπως σας είπα». Αυτό και τίποτε άλλο. Η Ηλαίην είχε πληροφορηθεί αρκετά πράγματα από τη Βαντέν, για να μπορέσει να ξεχωρίσει έναν-έναν τους τέσσερις ηγέτες που στέκονταν απέναντί της.

«Σε καλωσορίζω, Ηλαίην Σεντάι», είπε ο Ήζαρ του Σίναρ. «Είθε η Ειρήνη και το Φως να σε ευλογούν». Ήταν κοντός για άντρα, διόλου ψηλότερος από την ίδια, λεπτός και ντυμένος με ένα πανωφόρι στο χρώμα του μπρούντζου, ενώ το πρόσωπό του ήταν αρυτίδωτο, παρά τον μακρόστενο λευκό κεφαλόδεσμο, που κρεμόταν στη μία άκρη του κεφαλιού του. Κοιτώντας τα θλιμμένα του μάτια, η Ηλαίην υπενθύμισε στον εαυτό της πως αυτός ο άνθρωπος θεωρούνταν σοφός ηγέτης, ικανότατος διπλωμάτης και πολύ καλός στρατιώτης. Εμφανισιακά, πάντως, δεν εκπλήρωνε καμία από αυτές τις περιγραφές. «Να σου προσφέρω κρασί; Τα καρυκεύματα δεν είναι πολύ φρέσκα, αλλά ο χρόνος τούς έχει προσθέσει αψάδα».

«Όταν η Μέριλιλ μάς είπε πως θα κάνατε όλον αυτόν τον δρόμο από το Κάεμλυν σήμερα, ομολογώ πως θα αμφέβαλλα για τα λόγια της, αν δεν ήταν κι η ίδια Άες Σεντάι». Η Εθένιελ του Κάντορ, κάπου μισή παλάμη ψηλότερη της Μέριλιλ, ήταν πλαδαρή, και τα μαύρα της μαλλιά ήταν ελαφρώς πασπαλισμένα με γκριζάδα αλλά, παρά το χαμόγελό της, δεν υπήρχε ίχνος στοργής επάνω της. Η βασιλική αξιοπρέπεια την κάλυπτε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, όπως και το καλοφτιαγμένο γαλάζιο μάλλινο ρούχο της. Τα μάτια τής ήταν εξίσου γαλάζια, διαυγή και σταθερά.

«Χαρά μας που ήρθατε», είπε ο Πάιταρ του Άραφελ με μια παράδοξα βαθιά και πλούσια φωνή, που έκανε την Ηλαίην να αισθανθεί περισσότερη ζεστασιά. «Έχουμε πολλά να συζητήσουμε». Η Βαντέν έλεγε πως ήταν ο ομορφότερος άντρας των Μεθόριων περιοχών, κάτι που μπορεί να ίσχυε κάμποσο καιρό πριν, αλλά τώρα ο χρόνος είχε χαράξει βαθιά σημάδια στο πρόσωπό του και μόνο μια φράντζα κοντών γκρίζων μαλλιών παρέμενε στο κεφάλι του. Ωστόσο, ήταν ψηλός και πλατύστερνος, φορούσε απλά πράσινα ρούχα και φάνταζε δυνατός. Επιπλέον, δεν έδινε καθόλου την εντύπωση ηλίθιου.

Εκεί που οι άλλοι δεν έκρυβαν τα χρόνια τους, η Τενόμπια της Σαλδαία επιδείκνυε υπερήφανα τα νιάτα της, αν όχι και την ομορφιά της, με τη γαμψή της μύτη και το πλατύ στόμα. Τα λοξά, σχεδόν μαβιά μάτια της ήταν στο ίδιο επίπεδο με της Ηλαίην και σίγουρα αποτελούσαν το μεγαλύτερο ατού της. Ίσως και το μοναδικό. Εκεί που οι υπόλοιποι ήταν ντυμένοι απλά, ασχέτως αν διοικούσαν ολόκληρα έθνη, το αχνογάλανο φόρεμα αυτής της γυναίκας ήταν κεντημένο με μαργαριτάρια και ζαφείρια, ενώ πρόσθετα ζαφείρια κάλυπταν τα μαλλιά της. Το ντύσιμό της ήταν κατάλληλο για βασιλική αυλή αλλά διόλου για καταυλισμό. Όλοι, πάντως, φέρονταν με αβροφροσύνη.

... «Υπό το Φως, Μέριλιλ Σεντάι», είπε η Τενόμπια συνοφρυωμένη και με διαπεραστική φωνή, «γνωρίζω πως λες αλήθεια, αλλά αυτή η κοπέλα μοιάζει πιότερο με παιδούλα παρά με Άες Σεντάι. Δεν ανέφερες ότι θα έφερνε μαζί της και μια μαυρομάτα Αελίτισσα».

Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Ήζαρ δεν άλλαξαν στο ελάχιστο, αλλά το στόμα του Πάιταρ σφίχτηκε κι η Εθένιελ τόλμησε να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στην Τενόμπια, με ένα βλέμμα που θα μπορούσε να ανήκει σε μητέρα. Σε μια θυμωμένη και δυσαρεστημένη μητέρα.

«Μαυρομάτα;» μουρμούρισε μπερδεμένη η Αβιέντα. «Τα μάτια μου δεν είναι μαύρα. Ποτέ μου δεν είδα μαύρα μάτια, εκτός από αυτά ενός γυρολόγου, μέχρι που πέρασα το Δρακότειχος».

«Γνωρίζεις πολύ καλά πως λέω την αλήθεια, Τενόμπια, και γι’ αυτό σε διαβεβαιώ», άρχισε να λέει η Μέριλιλ.

Η Ηλαίην την έκανε να σωπάσει αγγίζοντάς της το χέρι. «Σου είναι αρκετή η γνώση ότι είμαι Άες Σεντάι, Τενόμπια. Αυτή εδώ είναι η αδελφή μου, η Αβιέντα, της Σέπτας των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ». Η Αβιέντα τούς χαμογέλασε ή, τουλάχιστον, γύμνωσε τα δόντια της. «Κι από δω, η Πρόμαχός μου, η Αρχόντισσα Μπιργκίτε Τραχέλιον». Η Μπιργκίτε έκανε μια μικρή υπόκλιση κι η χρυσαφιά πλεξούδα της ανακινήθηκε.

Η μία ανακοίνωση ήταν πιο παράξενη από την άλλη, προκαλώντας τα ξαφνιασμένα βλέμματα των υπολοίπων —μία Αελίτισσα αδελφή και μία γυναίκα Πρόμαχος;— αλλά η Τενόμπια κι οι υπόλοιποι διοικούσαν περιοχές στην άκρη της Μάστιγας, όπου οι εφιάλτες περπατούν το καταμεσήμερο κι όποιος ξαφνιάζεται υπέρ το δέον θεωρείται νεκρός. Η Ηλαίην, ωστόσο, δεν τους έδωσε την ευκαιρία να συνέλθουν πλήρως. Κάνε επίθεση πριν καταλάβουν καλό-καλά τι συμβαίνει, της είχε πει ο Γκάρεθ Μπράυν, και συνέχισε να επιτίθεσαι μέχρι να τους κατατροπώσεις ή να τους διασκορπίσεις.

«Να θεωρήσουμε ότι έχουν ολοκληρωθεί οι διάφορες αβρότητες;» ρώτησε παίρνοντας στα χέρια της μια κούπα που ανέδιδε το άρωμα μπαχαρικών από τον δίσκο που της πρόσφερε ο γέρος στρατιώτης. Μια ροή επιφυλακτικότητας διέτρεξε τον δεσμό του Προμάχου, κι η Ηλαίην παρατήρησε την Αβιέντα να κοιτάει λοξά την κούπα, αν και δεν είχε υπ’ όψιν της να πιει. Απλώς χάρηκε που καμία από τις δύο δεν μίλησε. «Μόνον ένας ανόητος θα πίστευε ότι κάνατε όλον αυτόν τον δρόμο για να εισβάλετε στο Άντορ», είπε, πηγαίνοντας προς τα καθίσματα για να κάτσει. Ασχέτως αν ήταν ηγέτες ή όχι, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την ακολουθήσουν ή να κοιτάνε την πλάτη της, ή μάλλον την πλάτη της Μπιργκίτε, μια κι αυτή στεκόταν πίσω της. Ως συνήθως, η Αβιέντα κάθισε μαλακά στο πάτωμα κι άπλωσε τη φούστα της σαν βεντάλια. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν. «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας σας φέρνει», συνέχισε η Ηλαίην. «Ζητήσατε αυτή την ακρόαση επειδή ήμουν παρούσα στο Φάλμε. Το ερώτημα είναι, γιατί το θεωρείτε τόσο ενδιαφέρον; Πιστεύετε ότι μπορώ να σας πω περισσότερα για το τι έγινε εκεί απ’ όσα γνωρίζετε ήδη; Το Κέρας του Βαλίρ ήχησε, νεκρά άλογα βγαλμένα από τους θρύλους βάδισαν ενάντια στους κατακτητές Σωντσάν, κι ο Αναγεννημένος Δράκοντας πολέμησε τη Σκιά στα ουράνια, για να το δουν όλοι. Αν αυτά τα γνωρίζετε ήδη, δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο».

«Ακρόαση;» ρώτησε δύσπιστα η Τενόμπια, μένοντας μετέωρη ενώ πήγαινε να καθίσει. Η καρέκλα έτριξε, καθώς έριξε όλο της το βάρος επάνω της. «Κανείς δεν αιτήθηκε ακρόαση! Ακόμα κι αν είχες πάρει τον θρόνο του Άντορ...!»

«Ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα, Τενόμπια», παρενέβη ήπια ο Πάιταρ, ο οποίος στεκόταν όρθιος όλη αυτή την ώρα, ρουφώντας γουλιά-γουλιά το κρασί του. Η Ηλαίην χάρηκε που πρόσεξε τις ρυτίδες στο πρόσωπό του. Κατά τ’ άλλα, αυτή η φωνή θα μπορούσε να κάνει τις σκέψεις μιας γυναίκας να πελαγοδρομήσουν.

Η Εθένιελ έριξε άλλη μια φευγαλέα ματιά στην Τενόμπια ενώ καθόταν, και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. Στην Ηλαίην φάνηκε πως άκουσε τη λέξη «γάμος» να προφέρεται με τρόπο αξιοθρήνητο, αλλά δεν έβγαινε νόημα. Όπως και να έχει, η Εθένιελ έστρεψε την προσοχή της στην Ηλαίην μόλις τακτοποιήθηκε στην καρέκλα. «Υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μου άρεσε η αγριάδα σου, Ηλαίην Σεντάι, αλλά δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι που έπεσα σε μια παγίδα, την οποία βοήθησαν να στηθεί κάποιοι από τους συμμάχους σου». Η Τενόμπια τη στραβοκοίταξε, παρ’ όλο που η Εθένιελ δεν έστρεψε τη διαπεραστική της ματιά προς το μέρος της. «Το τι έγινε στο Φάλμε», είπε στην Ηλαίην η Βασίλισσα του Κάντορ, «δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το τι ακολούθησε. Όχι, Πάιταρ. Πρέπει να τα μάθει. Ήδη γνωρίζει πολύ περισσότερα απ’ οποιονδήποτε άλλον. Ξέρουμε πως ήσουν σύντροφος του Αναγεννημένου Δράκοντα στο Φάλμε, Ηλαίην. Φίλη, ίσως. Έχεις δίκιο. Δεν ήρθαμε έως εδώ για να εισβάλουμε. Ήρθαμε για να βρούμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Κάναμε όλον αυτόν τον δρόμο μόνο και μόνο για να πληροφορηθούμε πως κανείς δεν ξέρει πού είναι. Μήπως εσύ ξέρεις;»

Η Ηλαίην έκρυψε την ανακούφισή της για την αμεσότητα της ερώτησης. Δεν διανοούνταν να ρωτήσει αν πίστευαν ότι έπαιζε κι άλλο ρόλο εκτός από απλή σύντροφος ή φίλη. Επομένως, θα τους έδινε με τη σειρά της μια άμεση απάντηση. Επίθεση και μόνον επίθεση. «Για ποιο λόγο θέλετε να τον βρείτε; Οι απεσταλμένοι κι οι αγγελιαφόροι μπορούν να του μεταφέρουν οτιδήποτε επιθυμείτε να πληροφορηθεί». Ήταν σαν να τους ρωτούσε γιατί είχαν φέρει μαζί τους μια τεράστια στρατιά.

Ο Ήζαρ δεν έπινε, παρά μόνον στεκόταν όρθιος, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς του. «Ο πόλεμος ενάντια στη Σκιά διεξάγεται σε όλο το μήκος της Μάστιγας», είπε σκυθρωπός. «Η Τελευταία Μάχη θα λάβει χώρα στη Μάστιγα, αν όχι στο ίδιο το Σάγιολ Γκουλ. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας αγνοεί τις Μεθόριες Χώρες και τον ενδιαφέρουν μονάχα περιοχές που έχουν να δουν Μυρντράαλ από τους Πολέμους των Τρόλοκ».

«Ο Καρ’α’κάρν αποφασίζει πού θα χορέψουν τα δόρατα, υδρόβιε», είπε η Αβιέντα, ρουθουνίζοντας περιφρονητικά. «Αν τον ακολουθήσεις, θα πολεμήσεις όπου σου πει εκείνος». Κανείς δεν την κοίταξε, μια κι όλοι κοιτούσαν την Ηλαίην. Κανείς δεν άδραξε την ευκαιρία που πρόσφερε η Αβιέντα.

Η Ηλαίην ζορίστηκε να ανασάνει ήρεμα και συνάντησε τις ματιές τους χωρίς να βλεφαρίζει. Ένας ολόκληρος στρατός από Μεθορίτες παραήταν μεγάλη παγίδα εκ μέρους της Ελάιντα μόνο και μόνο για να βάλει στο χέρι την Ηλαίην Τράκαντ, αλλά ο Ραντ αλ’Θόρ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ήταν άλλο ζήτημα. Η Μέριλιλ αναδεύτηκε πάνω στο κάθισμά της, έχοντας πάρει τις οδηγίες της. Ασχέτως των διαπραγματεύσεων που έπρεπε να γίνουν εκ μέρους της Γκρίζας αδελφής, από τη στιγμή που θα άρχιζε να μιλάει η Ηλαίην, η ίδια έπρεπε να παραμείνει σιωπηλή. Η εμπιστοσύνη κύλησε στο μήκος του δεσμού με την Μπιργκίτε. Ο Ραντ δεν ήταν παρά μια πέτρα, μακρινή και δυσανάγνωστη. «Γνωρίζετε την επίσημη προκήρυξη του Λευκού Πύργου σχετικά με το άτομό του;» ρώτησε ήσυχα. Μάλλον τη γνώριζαν.

«Ο Πύργος αναθεματίζει οποιονδήποτε προσεγγίζει τον Αναγεννημένο Δράκοντα εκτός από τη διοίκηση του ίδιου του Πύργου», είπε ο Πάιταρ εξίσου ήσυχα. Τελικά, κάθισε κι άρχισε να την περιεργάζεται σοβαρά. «Είσαι Άες Σεντάι, κι αυτό έχει την ίδια βαρύτητα».

«Ο Πύργος χώνει τη μύτη του παντού», μουρμούρισε η Τενόμπια. «Όχι, Εθένιελ! Θα το πω! Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως ο Πύργος είναι διαιρεμένος. Είσαι με το μέρος της Ελάιντα ή με το μέρος των επαναστατριών, Ηλαίην;»

«Ο κόσμος σπάνια έχει πραγματική επίγνωση αυτών που νομίζει πως ξέρει», είπε η Μέριλιλ, με φωνή τόσο ψυχρή, που φάνηκε να ρίχνει τη θερμοκρασία του χώρου. Η μικροκαμωμένη γυναίκα που έτρεχε μόλις τη φώναζε η Ηλαίην και στρίγγλιζε όταν οι Ανεμοσκόποι την κοιτούσαν σηκώθηκε, κορδώθηκε κι ατένισε την Τενόμπια ως Άες Σεντάι, με το λείο πρόσωπό της παγερό όσο κι ο τόνος της φωνής της. «Τα ζητήματα του Πύργου είναι προς γνώση των μυημένων, Τενόμπια. Αν επιθυμείς να διδαχθείς, ζήτα να γραφτεί το όνομά σου στο βιβλίο των μαθητευομένων και μέσα σε είκοσι χρόνια ίσως μάθεις κάτι».

Η Πεφωτισμένη Μεγαλειότης της, Τενόμπια σι Μπασίρε Καζάντι, Ασπίδα του Βορρά και Ξίφος του Σταχτοσύνορου, Υψηλή Έδρα του Οίκου Καζάντι, Αρχόντισσα των Σασέινι, Άσνελ, Κούνγουορ και Γκανάι, αγριοκοίταξε τη Μέριλιλ με τη μανία μιας θύελλας. Δεν είπε τίποτα. Ο σεβασμός της Ηλαίην απέναντι της αυξήθηκε κάπως.

Η παρακοή της Μέριλιλ δεν τη δυσαρέστησε, το αντίθετο μάλιστα. Την έβγαλε από τη δύσκολη θέση τού να καταφύγει σε ανακρίβειες, προσπαθώντας να φανεί πως λέει αλήθεια. Η Εγκουέν είπε πως έπρεπε να προσπαθήσουν να ζουν σαν να είχαν πάρει ήδη τους Τρεις Όρκους, και μάλιστα εδώ και τώρα, κι η Ηλαίην ένιωσε το βάρος των λόγων της. Ο ρόλος της εδώ δεν ήταν αυτός της Κόρης-Διαδόχου του Άντορ, που διεκδικούσε τον θρόνο της μητέρας της, όχι μόνο αυτός τουλάχιστον. Ήταν Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα, κι η λογική της υπαγόρευε περισσότερο να προσέχει τα λόγια της από το να κρύβει απλά αυτό που επιθυμούσε να παραμείνει κρυφό.

«Δεν μπορώ να σας πω πού ακριβώς βρίσκεται». Έλεγε την αλήθεια, καθότι, αφ’ ενός τους είχε δώσει μια γενική κι αόριστη κατεύθυνση, κάπου προς το Δάκρυ, και μάλιστα χωρίς να τους πει πόσο μακριά, κι αφ’ ετέρου, δεν τους εμπιστευόταν επαρκώς ούτε καν γι’ αυτό. Απλώς, έπρεπε να προσέχει τι έλεγε και πώς το έλεγε. «Το μόνο που ξέρω είναι πως, προφανώς, σκοπεύει να παραμείνει εκεί όπου βρίσκεται». Ο Ραντ δεν είχε μετακινηθεί για μέρες· ήταν η πρώτη φορά, από τότε που την είχε αφήσει, που έμενε σε ένα μέρος περισσότερο από μισή μέρα. «Θα σας πω όσα μπορώ, μόνο όμως αν συμφωνήσετε ότι, εντός της εβδομάδας, θα στραφείτε προς τον Νότο. Ούτως ή άλλως, αν παραμείνετε περισσότερο σε αυτό το μέρος, θα αντιμετωπίσετε έλλειψη σιτηρών και κρέατος. Σας υπόσχομαι πως θα βαδίσετε προς τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Κάτι που, ούτως ή άλλως, ήταν ιδιαίτερα πιθανό.

Ο Πάιταρ κούνησε το φαλακρό του κεφάλι. «Θέλεις να εισέλθουμε στο Άντορ; Ηλαίην Σεντάι —ή μήπως πρέπει να σε λέω Αρχόντισσα Ηλαίην πλέον;— εύχομαι να σε ευλογήσει το Φως στην αναζήτησή σου για το στέμμα του Άντορ, αλλά δεν νομίζω πως θα μπορούσα να σου προσφέρω άντρες για να πολεμήσουν».

«Η Ηλαίην Σεντάι κι η Αρχόντισσα Ηλαίην είναι ένα και το αυτό», τους είπε. «Δεν σας ζητάω να πολεμήσετε για μένα. Μάλιστα, για να πω την αλήθεια, ελπίζω με όλη μου την καρδιά να διασχίσετε το Άντορ χωρίς να χρειαστεί να ανοίξει μύτη». Σήκωσε την ασημένια κούπα της κι έβρεξε τα χείλη της χωρίς να πιει. Μια ροή επιφύλαξης κύλησε μέσα από τον δεσμό του Προμάχου και, παρά τη θέληση της, η Ηλαίην γέλασε. Η Αβιέντα την κοιτούσε με την άκρη του ματιού της, συνοφρυωμένη. Ακόμα και τώρα, σκόπευαν να φροντίσουν τη μέλλουσα μητέρα.

«Πολύ χαίρομαι που κάποιος το βρίσκει διασκεδαστικό όλο αυτό», είπε κάπως στριμμένα η Εθένιελ. «Προσπάθησε να σκέφτεσαι σαν Νότιος, Πάιταρ. Εδώ παίζουν το Παιχνίδι των Οίκων κι έχω την εντύπωση πως η Ηλαίην είναι πολύ έξυπνη σε αυτό το παιχνίδι, όπως και θα έπρεπε, υποθέτω. Ανέκαθεν άκουγα πως οι Άες Σεντάι δημιούργησαν το Ντάες Νταε’μάρ».

«Σκέψου στρατηγικές, Πάιταρ». Ο Ήζαρ περιεργαζόταν την Ηλαίην, κι ένα μικρό χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλη του. «Θα κινηθούμε προς το Κάεμλυν σαν εισβολείς, ώστε να μας δουν όλοι οι Αντορινοί. Μπορεί ο χειμώνας να είναι ήπιος εδώ, αλλά σίγουρα θα χρειαστούμε βδομάδες για να φτάσουμε τόσο μακριά. Μέχρι να το κάνουμε, θα έχει συνασπίσει αρκετούς από τους Οίκους του Άντορ εναντίον μας κι υπέρ της και θα έχει φροντίσει να κατακτήσει σχεδόν τον Θρόνο του Λιονταριού. Τελικά, θα έχει τόσο μεγάλη δύναμη μαζεμένη στα χέρια της, που κανείς δεν θα μπορεί να της αντισταθεί για πολύ». Η Τενόμπια μετακινήθηκε στο κάθισμά της, κοιτώντας γύρω της βλοσυρά και τακτοποιώντας τη φούστα της, αλλά μόλις κοίταξε την Ηλαίην, στο βλέμμα της φάνηκε ένας σεβασμός που δεν υπήρχε πριν.

«Κι όταν φθάσουμε στο Κάεμλυν, Ηλαίην Σεντάι», είπε η Εθένιελ, «θα... διαπραγματευτείς... προκειμένου να φύγουμε από το Άντορ χωρίς μάχη». Δεν ήταν ακριβώς ερώτηση, αλλά σχεδόν. «Πράγματι, πολύ έξυπνο».

«Αν όλα λειτουργήσουν όπως τα σχεδιάζει», είπε ο Ήζαρ, και το χαμόγελό του έσβησε. Άπλωσε το χέρι του χωρίς να κοιτάει, κι ο γέρος στρατιώτης ακούμπησε στην παλάμη του μια κούπα με κρασί. «Νομίζω πως οι μάχες, ακόμα κι οι αναίμακτες, σπάνια είναι αποτελεσματικές».

«Πολύ θα ήθελα να είναι αναίμακτες», είπε η Ηλαίην. Μα το Φως, μακάρι να ήταν, ειδάλλως, αντί να σώσει τη χώρα της από εμφύλιο, θα τη βύθιζε σε κάτι χειρότερο. «Θα δουλέψω σκληρά για να αποτρέψω τη βία. Περιμένω από εσάς να κάνετε το ίδιο».

«Μήπως γνωρίζεις, παρεμπιπτόντως, πού βρίσκεται ο θείος μου ο Ντάβραμ, Ηλαίην Σεντάι;» ρώτησε ξαφνικά η Τενόμπια. «Ο Ντάβραμ Μπασίρε; Θα ήθελα να μιλήσω μαζί του τόσο όσο και στον Αναγεννημένο Δράκοντα».

«Ο άρχοντας Ντάβραμ δεν απέχει πολύ από το Κάεμλυν, Τενόμπια. Ωστόσο, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πως θα είναι ακόμα εκεί όταν καταφθάσεις. Αν τελικά συμφωνήσεις, δηλαδή». Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα για να κρύψει την ανησυχία της. Τώρα πια δεν υπήρχε γυρισμός. Ήταν σίγουρη πως θα κινούνταν νότια, αλλά αν δεν συμφωνούσαν, θα γινόταν αιματοκύλισμα.

Για κάμποσες στιγμές επικράτησε σιωπή στη σκηνή, κι ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το τσιτσίρισμα ενός κάρβουνου σε κάποιο μαγκάλι. Η Εθένιελ αντάλλαξε ματιές με τους δύο άντρες.

«Αν πρόκειται να δω τον θείο μου», είπε η Τενόμπια με ζέση, «είμαι σύμφωνη».

«Στον λόγο της τιμής μου, συμφωνώ», είπε αποφασιστικά ο Ήζαρ και σχεδόν αμέσως μετά, αν και με πιο ήπια φωνή, είπε κι ο Πάιταρ: «Υπό το Φως, είμαι σύμφωνος».

«Οπότε, συμφωνούμε όλοι», είπε η Εθένιελ, ανασαίνοντας ανακουφισμένη. «Και τώρα, η σειρά σου, Ηλαίην Σεντάι. Πού θα βρούμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα;»

Ένα ρίγος διαπέρασε την Ηλαίην, που αδυνατούσε να καταλάβει αν οφειλόταν σε ανακούφιση ή σε φόβο. Είχε πραγματοποιήσει αυτά για τα οποία είχε έρθει, ρισκάροντας τόσο για την ίδια όσο και για το Άντορ, κι ο χρόνος θα αποδεικνυόταν ο μόνος κριτής τού αν είχε πράξει σωστά ή όχι. Απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Όπως σας είπα και πριν, δεν ξέρω το ακριβές σημείο. Ωστόσο, μια έρευνα στο Μουράντυ μπορεί να αποδεικνυόταν επωφελής». Ήταν αλήθεια, μολονότι το όποιο όφελος θα αφορούσε περισσότερο στην ίδια παρά στους υπολοίπους. Η Εγκουέν είχε μετακινηθεί από το Μουράντυ μόλις σήμερα, αποτραβώντας τον στρατό που κρατούσε την Αραθέλε Ρένσαρ και τους άλλους ευγενείς στον Νότο. Ίσως οι Μεθορίτες που κινούνταν νότια να ανάγκαζαν την Αραθέλε, τον Λούαν και τον Πέλιβαρ να αποφασίσουν, όπως πίστευε η Ντυέλιν, να την υποστηρίξουν. Το Φως να δεήσει.

Εκτός από την Τενόμπια, οι Μεθορίτες δεν έδειχναν διόλου περιχαρείς μαθαίνοντας πού βρισκόταν ο Ραντ. Η Εθένιελ πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν αναστεναγμό, κι ο Ήζαρ απλώς ένευσε, σουφρώνοντας τα χείλη του σκεφτικός. Ο Πάιταρ άδειασε τη μισή κούπα κρασί, κι ήταν η πρώτη φορά που έπινε με την καρδιά του. Φαίνεται πως, ανεξαρτήτως του πόσο ήθελαν να βρουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, δεν ανυπομονούσαν ιδιαίτερα να τον συναντήσουν. Από την άλλη, η Τενόμπια διέταξε τον ηλικιωμένο στρατιώτη να της φέρει κρασί και συνέχισε να λέει πόσο πολύ επιθυμούσε να δει τον θείο της. Η Ηλαίην δεν πίστευε με τίποτα πως η γυναίκα έτρεφε τόσο βαθιά οικογενειακά αισθήματα.

Η νύχτα έπεφτε νωρίς αυτή την εποχή του χρόνου, και το φως της μέρας δεν θα παρέμενε για πολύ, όπως τους επισήμανε ο Ήζαρ προσφέροντάς τους κρεβάτια. Η Εθένιελ πρότεινε τη δική της σκηνή ως πιο άνετη, αλλά κανείς δεν έδειξε να παρεξηγείται όταν η Ηλαίην είπε πως έπρεπε να φύγει αμέσως.

«Πολύ εντυπωσιακό που κατάφερες να καλύψεις τέτοια απόσταση τόσο γρήγορα», μουρμούρισε η Εθένιελ. «Έχω ακούσει Άες Σεντάι να αναφέρονται σε κάτι που ονομάζεται Ταξίδεμα. Μήπως πρόκειται για κάποιο χαμένο Ταλέντο;»

«Έχεις συναντήσει αρκετές αδελφές στο ταξίδι σου;» ρώτησε η Ηλαίην.

«Μερικές», αποκρίθηκε η Εθένιελ. «Φαίνεται πως παντού ξεφυτρώνουν Άες Σεντάι». Ακόμα κι η Τενόμπια έμεινε ξαφνικά ανέκφραστη.

Επιτρέποντας στην Μπιργκίτε να τοποθετήσει στους ώμους της τον μανδύα με επένδυση νυφίτσας, η Ηλαίην ένευσε καταφατικά. «Έτσι είναι. Θα πείτε να μας φέρουν τα άλογά μας, παρακαλώ;»

Καμιά τους δεν ξαναμίλησε μέχρι που βρέθηκαν εκτός καταυλισμού, προχωρώντας έφιππες ανάμεσα στα δέντρα. Η οσμή των αλόγων κι η βρώμα των αποχωρητηρίων φάνταζαν κάπως πιο ήπιες στο στρατόπεδο, αλλά η απουσία τους εδώ έκανε, με κάποιον τρόπο, τον αέρα να μοιάζει καθαρότερος και το χιόνι λευκότερο.

«Πολύ σιωπηλή ήσουν, Μπιργκίτε Τραχέλιον», είπε η Αβιέντα, τσιγκλώντας ελαφρά με τα σπιρούνια της τα πλευρά του καστανοκόκκινου αλόγου της. Ανέκαθεν πίστευε πως το ζώο θα σταματούσε την πορεία του αν δεν υπήρχε κάτι να του υπενθυμίζει πως έπρεπε να συνεχίσει.

«Μια Πρόμαχος δεν μιλάει ποτέ για την Άες Σεντάι της. Απλώς ακούει και προσέχει τα νώτα της», αποκρίθηκε ξερά η Μπιργκίτε. Δεν ήταν πολύ πιθανό να κυκλοφορεί στο δάσος κάτι απειλητικό, και μάλιστα τόσο κοντά στον καταυλισμό των Σιναρανών, αλλά άφηνε ακάλυπτο το τόξο της και το βλέμμα της ανίχνευε διαρκώς τα δέντρα.

«Οι διαπραγματεύσεις έγιναν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο έχω συνηθίσει, Ηλαίην», είπε η Μέριλιλ. «Υπό άλλες συνθήκες, τα ζητήματα αυτά απαιτούν μέρες ή και βδομάδες συζητήσεων, αν όχι μήνες, πριν συμφωνηθεί κάτι. Τυχερή ήσουν που δεν είχες απέναντι σου Ντομανούς ή Καιρχινούς», παραδέχτηκε με σύνεση. «Οι Μεθορίτες έχουν άλλον αέρα, είναι πιο ανοικτοί κι ευθείς και μπορείς να συνεννοηθείς πολύ πιο εύκολα μαζί τους».

Ανοικτοί κι ευθείς; Η Ηλαίην κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Ναι μεν ήθελαν να βρουν τον Ραντ, αλλά απέκρυβαν για ποιο λόγο, όπως επίσης απέκρυβαν και την παρουσία των αδελφών. Αν μη τι άλλο, θα απομακρύνονταν κι από αυτόν, μόλις τους έδειχνε τον δρόμο για το Μουράντυ. Προς το παρόν, δεν υπήρχε πρόβλημα, αλλά θα έπρεπε να τον προειδοποιήσει, αρκεί να έβρισκε τον τρόπο να το κάνει δίχως να τον θέσει σε κίνδυνο. Φρόντιζε τον, Μιν, σκέφτηκε. Φρόντιζε τον για χάρη μας.

Σε απόσταση λίγων μιλίων από τον καταυλισμό, τράβηξε τα χαλινάρια για να μελετήσει το δάσος με την ίδια ενδελέχεια που έδειχνε κι η Μπιργκίτε. Ειδικά την περιοχή του δάσους που εκτεινόταν στα νώτα τους. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει πάνω από τις δεντροκορυφές. Μια λευκή αλεπού, που τρόχαζε, φάνηκε για μια στιγμή και χάθηκε απότομα. Κάτι τρεμόσβησε φευγαλέα πάνω σε ένα γυμνό γκρίζο κλαδί, πουλί ή σκίουρος μάλλον. Ένα μαύρο γεράκι έπεσε ξαφνικά σαν βαρίδι από τον ουρανό και μια λεπτή στριγκλιά έσκισε τον αέρα και κόπηκε απότομα. Δεν τις ακολουθούσε κανείς. Δεν ανησυχούσε για τους Σιναρανούς αλλά για εκείνες τις κρυμμένες αδελφές. Η κόπωση που είχε χαθεί νωρίτερα, ύστερα από τα νέα της Μέριλιλ, είχε επιστρέψει εκ νέου και δριμύτερη, τώρα που η συνάντηση της με τους Μεθορίτες είχε λάβει τέλος. Δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να ξαπλώσει το συντομότερο στο κρεβάτι της, αλλά ακόμα κι αυτό δεν ήταν τόσο επιθυμητό που να παραδώσει το μυστικό της ύφανσης για το Ταξίδεμα σε αδελφές τις οποίες δεν γνώριζε.

Θα μπορούσε να υφάνει μια πύλη που να βγαίνει στην αυλή των στάβλων του Παλατιού, αλλά υπήρχε κίνδυνος να σκοτώσει κάποιον που τύχαινε να περνάει στο σημείο που άνοιξε, οπότε προτίμησε να ανοίξει μία προς κάποιο άλλο μέρος που γνώριζε εξίσου καλά. Ήταν τόσο κουρασμένη, ώστε χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να υφάνει, κι ούτε καν πέρασε από το μυαλό της το ανγκριάλ που ήταν καρφιτσωμένο στο φόρεμά της, μέχρι που η ασημιά χαρακιά φάνηκε στον αέρα, ανοίγοντας προς μια περιοχή καλυμμένη με καφετί γρασίδι, πατημένο από την πρωτύτερη χιονόπτωση, ένα λιβάδι νότια του Κάεμλυν, όπου ο Γκάρεθ Μπράυν την έπαιρνε συχνά μαζί του για να παρακολουθήσει τους Φρουρούς της Βασίλισσας να περνούν έφιπποι, ενώ μια ηχηρή προσταγή ήταν αρκετή για να σπάσουν τις συστοιχίες τους και να σχηματίσουν συγχρονισμένες γραμμές των τεσσάρων.

«Πόση ώρα θα την κοιτάς;» τη ρώτησε απαιτητικά η Μπιργκίτε.

Η Ηλαίην βλεφάρισε. Η Αβιέντα με τη Μέριλιλ την περιεργάζονταν με ενδιαφέρον. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Μπιργκίτε ήταν αδιευκρίνιστα, αλλά στον δεσμό έρρεε η ανησυχία.

«Σκεφτόμουν», είπε η Ηλαίην, σπιρουνίζοντας τον Πυρόκαρδο να περάσει την πύλη. Πόσο όμορφο θα ήταν ένα κρεβάτι.

Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη από το παλιό πεδίο εξάσκησης μέχρι τις ψηλές αψιδωτές πύλες, χτισμένες στα ωχρά τείχη των πενήντα ποδών. Τα μακρόστενα κτήρια της αγοράς, παραταγμένα σε σειρά μόλις πλησίαζες τις πύλες, ήταν άδεια αυτή την ώρα, αλλά οι Φρουροί με τις κοφτερές ματιές εξακολουθούσαν να επαγρυπνούν. Παρακολουθούσαν την ίδια και τις συντρόφους της να περνούν έφιππες χωρίς να την αναγνωρίζουν. Το πιθανότερο ήταν να επρόκειτο για μισθοφόρους. Δεν θα τη γνώριζαν, εκτός αν την έβλεπαν πάνω στον Θρόνο του Λιονταριού. Με τη βοήθεια του Φωτός και της τύχης, θα γινόταν κι αυτό.

Το σούρουπο πλησίαζε γοργά, ο ουρανός είχε πάρει ένα βαθύ γκρίζο χρώμα κι οι μακρουλές σκιές έπεφταν λοξά πάνω στους δρόμους. Ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν, σκόρπιες ομάδες που πάσχιζαν να τελειώσουν τις δουλειές της ημέρας πριν πάνε σπίτι για να δειπνήσουν πλάι σε μια ζεστή φωτιά. Δύο βαστάζοι, που κουβαλούσαν το σκούρο και καλογυαλισμένο ατομικό φορείο ενός έμπορου, πέρασαν τροχάζοντας κατά μήκος του δρόμου, μπροστά τους και, λίγες στιγμές μετά, μία από τις τεράστιες άμαξες με αντλία πέρασε με βρόντο στην αντίθετη κατεύθυνση, συρόμενη από οκτώ άλογα κούρσας, ενώ οι τροχοί της με τη σιδερένια επένδυση κροτάλιζαν πάνω στο λιθόστρωτο. Κάπου θα είχε ξεσπάσει φωτιά, κάτι που συνέβαινε συχνά τις νύχτες. Μια περίπολος τεσσάρων έφιππων Φρουρών την προσπέρασε χωρίς να της ρίξει δεύτερη ματιά. Όπως κι οι άντρες της πύλης, ούτε αυτοί την αναγνώρισαν.

Συνέχισε να προχωράει, ταλαντευόμενη πάνω στη σέλα της κι ευχόμενη να βρισκόταν στο κρεβάτι της.

Σοκαρισμένη, συνειδητοποίησε πως κάποιος την ανασήκωνε από τη σέλα. Άνοιξε τα μάτια της, παρ’ όλο που δεν θυμόταν να τα είχε κλείσει, κι αντιλήφθηκε ότι η Μπιργκίτε την κουβαλούσε στα μπράτσα της στο Παλάτι.

«Άσε με κάτω», της είπε κουρασμένα. «Μπορώ και περπατάω ακόμα».

«Ούτε να σταθείς όρθια δεν μπορείς», γρύλλισε η Μπιργκίτε. «Μην κουνιέσαι».

«Δεν γίνεται να μιλήσεις μαζί της!» είπε δυνατά η Αβιέντα.

«Πρέπει οπωσδήποτε να κοιμηθεί», Αφέντη Νόρυ», είπε η Μέριλιλ με σταθερή φωνή. «Κι αύριο μέρα είναι».

«Συγχωρέστε με, αλλά αύριο θα είναι αργά», αποκρίθηκε ο Νόρυ, και παραδόξως κι η δική του φωνή έμοιαζε σταθερή. «Είναι επείγον να της μιλήσω τώρα!»

Το κεφάλι της Ηλαίην ταλαντεύτηκε καθώς το ανασήκωσε. Ο Χάλγουιν Νόρυ κρατούσε σταθερά πάνω στο οστεώδες στήθος του εκείνον τον δερμάτινο φάκελο, όπως πάντα, αλλά ο άχαρος άντρας που μιλούσε για εστεμμένους βασιλιάδες με τον ίδιο, άχαρο τόνο που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε για τις επισκευές της οροφής έμοιαζε σαν να χορεύει, έτσι όπως πάσχιζε να ξεφύγει από την Αβιέντα και τη Μέριλιλ, οι οποίες τον είχαν πιάσει από τα μπράτσα για να τον συγκρατήσουν.

«Άσε με, Μπιργκίτε», είπε ξανά η Ηλαίην και, δεύτερο παράδοξο μέσα σε λίγα λεπτά, η Μπιργκίτε υπάκουσε. Ωστόσο, το χέρι της παρέμεινε περασμένο γύρω από τη μέση της Ηλαίην σαν στήριγμα, πράγμα για το οποίο η Ηλαίην ήταν ευγνώμων. Δεν ήταν καν σίγουρη πως τα πόδια της θα μπορούσαν να την κρατήσουν για πολύ ακόμα. «Τι συμβαίνει, Αφέντη Νόρυ; Άφησέ τον, Αβιέντα. Κι εσύ, Μέριλιλ».

Ο Αρχιγραμματέας όρμησε μπροστά μόλις τον άφησαν. «Μόλις φύγατε, Αρχόντισσά μου, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες», είπε, χωρίς να ακούγεται διόλου άχαρος. Η ανησυχία έκανε τα φρύδια του να σμίξουν. «Υπάρχουν τέσσερις στρατιές... μικρού μεγέθους, θα έλεγα. Μα το Φως, θυμάμαι εποχές που πέντε χιλιάδες άντρες έφτιαχναν στρατό». Πέρασε το χέρι του πάνω στο καραφλό του κεφάλι, αφήνοντας ασυμμάζευτες τις λευκές φουντίτσες πίσω από τα αυτιά του. «Τέσσερις μικρές στρατιές πλησιάζουν το Κάεμλυν από ανατολικά», συνέχισε, κι ο τόνος της φωνής του επανήλθε στο συνηθισμένο. Σχεδόν. «Φοβάμαι πως θα έχουν καταφθάσει εντός της εβδομάδας. Είκοσι χιλιάδες άντρες, ίσως και τριάντα. Δεν είμαι σίγουρος». Μισοάπλωσε τον φάκελο προς το μέρος της, λες και προσφερόταν να της δείξει τα έγγραφα που περιείχε. Ναι, πράγματι ήταν αναστατωμένος.

«Ποιοι είναι;» τον ρώτησε. Η Ελένια είχε κτήματα και δυνάμεις στα ανατολικά, όπως επίσης κι η Νάεαν. Καμιά τους όμως δεν είχε τη δυνατότητα να ξεσηκώσει είκοσι χιλιάδες άντρες. Άσε που το χιόνι κι η λάσπη θα τις εμπόδιζαν τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη. Με τα «θα» και τα «ίσως» δεν βγάζεις τίποτα, φάνηκε να αντηχεί στο μυαλό της η λεπτή φωνή της Λίνι.

«Ιδέα δεν έχω, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε ο Νόρυ. «Προς το παρόν, δηλαδή».

Δεν είχε και πολλή σημασία, υπέθεσε η Ηλαίην. Όποιοι κι αν ήταν, σύντομα θα κατέφθαναν. «Με το πρώτο φως της ημέρας, Αφέντη Νόρυ, θέλω να αρχίσετε να αγοράζετε όλα τα είδη διατροφής που μπορείτε να βρείτε εκτός των τειχών και να τα φέρετε στο εσωτερικό. Μπιργκίτε, πες στον λαβαροφόρο να ανακοινώσει στο στρατολογικό γραφείο πως οι μισθοφόροι έχουν τέσσερις μέρες καιρό για να υπογράψουν συνεργασία με τους Φρουρούς, αλλιώς θα πρέπει να φύγουν από την πόλη. Σχετικές ανακοινώσεις πρέπει να γίνουν και στον κόσμο, Αφέντη Νόρυ. Όποιος θέλει να φύγει πριν αρχίσει η πολιορκία, πρέπει να το κάνει τώρα. Έτσι, αφ’ ενός, θα μειωθούν τα στόματα που πρέπει να τραφούν κι, αφ’ ετέρου, ίσως υπάρξουν μερικοί άντρες ακόμα που θα καταταχθούν στους Φρουρούς». Τραβήχτηκε από το υποστηρικτικό μπράτσο της Μπιργκίτε και κίνησε προς τον διάδρομο, με κατεύθυνση τα διαμερίσματά της. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να την ακολουθήσουν. «Μέριλιλ, ειδοποίησε τις γυναίκες του Σογιού, όπως επίσης και τις Άθα’αν Μιέρε. Ίσως να θέλουν να φύγουν κι αυτές. Τους χάρτες, Μπιργκίτε. Μάζεψε τους πιο αξιόπιστους και φέρ’ τους στο δωμάτιό μου. Και κάτι άλλο, Αφέντη Νόρυ...»

Δεν υπήρχε χρόνος για ύπνο, ούτε για κόπωση. Είχε να υπερασπίσει μια ολόκληρη πόλη.

Загрузка...