Το κάρο σε σχήμα κύβου θύμισε στον Ματ εκείνα των Μαστόρων, που είχε δει παλαιότερα κι έμοιαζαν με τροχήλατα σπιτάκια, αν κι ετούτο εδώ, γεμάτο όπως ήταν με ερμάρια και πάγκους εργασίας ενσωματωμένους στα τοιχώματα, δεν προοριζόταν για κατοικία. Σουφρώνοντας τη μύτη του, εξαιτίας των παράξενων και στυφών οσμών που κατέκλυζαν το εσωτερικό, μετακινήθηκε άβολα πάνω στο τρίποδο σκαμνί, το μόνο διαθέσιμο κάθισμα. Το σπασμένο πόδι του και τα πλευρά του είχαν θεραπευτεί σχεδόν, όπως επίσης και τα κοψίματα που είχε υποστεί, όταν εκείνο το καταραμένο κτήριο κατάρρευσε στο κεφάλι του, αλλά οι πληγές εξακολουθούσαν να τον πονούν πού και πού. Επιπλέον, ήλπιζε σε κάποιου είδους συμπόνια. Στις γυναίκες άρεσε να δείχνουν συμπόνια, αν έκανες τις σωστές κινήσεις. Ανάγκασε τον εαυτό του να πάψει να στριφογυρίζει το μεγάλο δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο στο δάχτυλο του. Αν μια γυναίκα συνειδητοποιήσει ότι είσαι αμήχανος και το ερμηνεύσει όπως θέλει, η συμπόνια πάει περίπατο.
«Άκου, Αλούντρα», είπε, και στην έκφρασή του χαράχτηκε το χαμόγελο που τον έβγαζε πάντα νικητή. «Μάλλον έχεις ήδη καταλάβει πως οι Σωντσάν δεν δίνουν σημασία στα πυροτεχνήματα. Αυτές οι νταμέην φτιάχνουν κάτι που λέγεται Ουράνια Φώτα, μπροστά στα οποία τα καλύτερα βεγγαλικά σου μοιάζουν με φωτίτσες που πεταρίζουν από τις καπνοδόχους, όπως έχω ακουστά. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω».
«Προσωπικά, δεν έχω δει ποτέ αυτά τα περιβόητα Ουράνια Φώτα», αποκρίθηκε η γυναίκα αποπεμπτικά, με την έντονη Ταραμπονέζικη προφορά της. Το κεφάλι της ήταν γερμένο πάνω από ένα ξύλινο γουδί σε μέγεθος μεγάλου βαρελιού, ακουμπισμένου πάνω σε έναν από τους εργασιακούς πάγκους, και παρά την πλατιά, μπλε κορδέλα που έδενε χαλαρά τα μαύρα, χυτά μαλλιά της γύρω από τη βάση του λαιμού της, έγειρε μπροστά, για να κρύψει το πρόσωπό της. Η μακρόστενη, λευκή ποδιά με τους σκούρους λεκέδες δεν κάλυπτε εντελώς το βαθυπράσινο φόρεμα που τόσο όμορφα εφάρμοζε στους γοφούς της, αλλά ο Ματ ενδιαφερόταν περισσότερο γι’ αυτό που έκανε η γυναίκα. Ή, τουλάχιστον, αν όχι περισσότερο, το ίδιο. Άλεθε μία τραχιά, μαύρη σκόνη με ένα ξύλινο γουδοχέρι μεγάλο όσο το μπράτσο της. Η σκόνη έμοιαζε κάπως με αυτήν που είχε δει στο εσωτερικό των πυροτεχνημάτων που είχε ανοίξει, αλλά δεν είχε ιδέα από τι αποτελούνταν. «Όπως και να έχει», συνέχισε η γυναίκα, χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι ότι την επιτηρούσε, «δεν πρόκειται να σου αποκαλύψω τα μυστικά της Συντεχνίας. Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι;»
Ο Ματ μόρφασε. Επί μέρες πάσχιζε να την πείσει να συζητήσουν αυτό το θέμα, από τότε που μια τυχαία επίσκεψη στο πανηγύρι του Βάλαν Λούκα τού αποκάλυψε πως βρισκόταν κι αυτή εκεί, στο Έμπου Νταρ, και κάθε λίγο και λιγάκι φοβόταν πως θα ανέφερε τη Συντεχνία των Φωτοδοτών. «Μα, δεν είσαι πια Φωτοδότρια, έτσι δεν είναι; Σε έδιωξαν... εννοώ... είπες ότι έφυγες μόνη σου από τη Συντεχνία». Αναλογίστηκε, όχι για πρώτη φορά, μήπως έπρεπε να της υπενθυμίσει πως κάποτε την είχε σώσει από τέσσερα μέλη της Συντεχνίας, που ήθελαν να της κόψουν τον λαιμό. Κάτι τέτοιο αρκούσε στις περισσότερες γυναίκες για να πέσουν στην αγκαλιά σου, να σε γεμίσουν φιλιά και να σου υποσχεθούν να κάνουν ό,τι θέλεις. Ωστόσο, δεν τον φίλησε καν τότε που την έσωσε, άρα ήταν μάλλον απίθανο να τον φιλήσει τώρα. «Εν πάση περιπτώσει», συνέχισε ο Ματ αεράτα, «δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τη Συντεχνία. Πόσον καιρό φτιάχνεις νυχτολούλουδα; Κανείς δεν εμφανίστηκε για να σε σταματήσει. Θα έβαζα στοίχημα πως δεν έχεις δει ποτέ σου άλλον Φωτοδότη».
«Τι έχεις ακούσει;» ρώτησε η γυναίκα σιγανά, με το κεφάλι ακόμα κατεβασμένο. Η περιστροφική κίνηση του γουδόχερου επιβραδύνθηκε, μέχρι που σχεδόν σταμάτησε. «Πες μου».
Αισθάνθηκε τις τρίχες του κεφαλιού του να ορθώνονται. Πώς το έκαναν αυτό οι γυναίκες; Απόκρυψε τους την παραμικρή ένδειξη, και θα εστιάσουν ακριβώς σε αυτό που θες να αποκρύψεις. «Τι εννοείς; Υποθέτω πως έχουμε ακούσει κι οι δύο τα ίδια κουτσομπολιά. Σχετικά με τους Σωντσάν, κυρίως».
Η γυναίκα στράφηκε τόσο απότομα, που τα μαλλιά της τινάχτηκαν σαν μαστίγιο. Άρπαξε το βαρύ γουδοχέρι και με τα δυο της χέρια και το έσεισε πάνω από το κεφάλι της. Ίσως να ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, με μεγάλα, σκοτεινά μάτια κι ένα μικρό αλλά παχουλό στόμα, που συνήθως έμοιαζε έτοιμο για φίλημα. Ο Ματ είχε σκεφτεί να τη φιλήσει μια-δυο φορές. Οι περισσότερες γυναίκες γίνονταν πιο υπάκουες έπειτα από μερικά φιλιά. Τα δόντια της ήταν γυμνωμένα, κι έμοιαζε έτοιμη να του δαγκώσει τη μύτη. «Πες μου!» τον πρόσταξε.
«Έπαιζα ζάρια με μερικούς Σωντσάν κάτω, στην αποβάθρα», άρχισε να λέει απρόθυμα ο Ματ, ρίχνοντας επιφυλακτικές ματιές προς το ανασηκωμένο γουδοχέρι. Ένας άντρας θα μπορούσε κάλλιστα να μπλοφάρει κάνοντας τον παλικαρά και να σηκωθεί να φύγει, αν το θέμα δεν ήταν τόσο σοβαρό, αλλά μια γυναίκα μπορεί να σου έσπαζε το κεφάλι έτσι, από καπρίτσιο. Ο γοφός του πονούσε κι είχε γίνει άκαμπτος από το πολύ καθιστό. Δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον είχε τη δυνατότητα να κινηθεί γρήγορα από το σκαμνί που καθόταν. «Δεν σκόπευα να είμαι εγώ αυτός που θα σου μιλούσε, αλλά... Η Συντεχνία δεν υπάρχει πια, Αλούντρα. Η αντιπροσωπεία που υπήρχε στο Τάντσικο χάθηκε». Ήταν κι η μοναδική αληθινή αντιπροσωπεία της Συντεχνίας. Αυτή που υπήρχε στην Καιρχίν είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού, κι όσο για τις υπόλοιπες, οι Φωτοδότες τις επισκέπτονταν περιστασιακά, για να επιδεικνύονται στους τοπικούς άρχοντες και στους ευγενείς. «Αρνήθηκαν στους στρατιώτες των Σωντσάν την είσοδο στο εσωτερικό του οικήματος κι έδωσαν μάχη ή, τουλάχιστον, προσπάθησαν, αλλά εκείνοι έσπασαν τον κλοιό και μπήκαν. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη —ίσως κάποιος στρατιώτης πήρε έναν φανό, αν και δεν έπρεπε— αλλά, απ’ όσο κατάλαβα, το μισό οίκημα ανατινάχτηκε. Μπορεί να πρόκειται για υπερβολή, αλλά οι Σωντσάν πιστεύουν πως κάποιος Φωτοδότης έκανε χρήση της Μίας Δύναμης και...» Αναστέναξε, πασχίζοντας να κάνει τη φωνή του να ακούγεται ευγενική. Αίμα και στάχτες, δεν ήθελε με τίποτα να της τα πει όλα αυτά! Όμως, η γυναίκα τον αγριοκοίταζε, κι αυτό το καταραμένο γουδοχέρι κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του, έτοιμο να του τσακίσει το κρανίο. «Αλούντρα, οι Σωντσάν μάζεψαν όποιον βρήκαν ζωντανό στην αντιπροσωπεία, όπως και κάποιους Φωτοδότες που είχαν πάει στο Άμαντορ, καθώς κι οποιονδήποτε έμοιαζε με Φωτοδότη, και τους έκαναν όλους ντα’κοβάλε, που σημαίνει...»
«Ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει!» αποκρίθηκε μανιασμένα η γυναίκα. Έστρεψε ξανά την προσοχή της στο μεγάλο γουδί κι άρχισε να κοπανάει με το γουδοχέρι τόσο δυνατά, ώστε ο Ματ φοβήθηκε ότι αυτή η σκόνη, που έμπαινε μέσα στα βεγγαλικά, θα ανατιναζόταν. «Ηλίθιοι!» μουρμούρισε η γυναίκα θυμωμένη, κοπανώντας με θόρυβο το γουδοχέρι. «Θεότυφλοι ηλίθιοι! Μα τη Μία Δύναμη, πρέπει να κρατάς χαμηλωμένο το κεφάλι και να προχωράς αμέριμνος, για να μη δίνεις στόχο, αλλά αυτοί δεν λένε να καταλάβουν!» Ρουθούνισε και σκούπισε με το επάνω μέρος της παλάμης τα μάγουλά της. «Κάνεις λάθος, νεαρέ μου φίλε. Όσο ζει έστω κι ένας Φωτοδότης, ζει κι η Συντεχνία, κι εγώ μαζί!» Χωρίς να τον κοιτάει, σκούπισε ξανά τα μάγουλά της με το χέρι της. «Και τι θα κάνεις αν σου δώσω τα πυροτεχνήματα; Θα τα εκτοξεύσεις εναντίον των Σωντσάν από τον καταπέλτη;» Το κοροϊδευτικό ξεφύσημά της μαρτυρούσε τι άποψη είχε επ’ αυτού.
«Τι κακό έχει αυτή η ιδέα;» τη ρώτησε αμυνόμενος. Ένας σκορπιός, καταπέλτης ανοιχτού χώρου δηλαδή, είχε τη δυνατότητα να πετάξει μια πέτρα βάρους πέντε κιλών σε απόσταση πεντακοσίων ποδών, και πέντε κιλά βεγγαλικών θα έκαναν περισσότερη ζημιά από οποιαδήποτε πέτρα. «Τέλος πάντων, έχω μια καλύτερη ιδέα. Είδα αυτούς τους σωλήνες, με τους οποίους ρίχνεις νυχτολούλουδα στον ουρανό. Τριακόσια πόδια και παραπάνω, έτσι είπες. Στρέβλωσε λίγο τον έναν από τη μια μεριά, και στοιχηματίζω ότι μπορεί να ρίξει ένα νυχτολούλουδο στα χίλια πόδια».
Η γυναίκα απέμεινε να κοιτάει το γουδί και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. «Σαν πολύ μιλάω», έτσι του φάνηκε του Ματ ότι είπε, όπως επίσης και κάτι για όμορφα μάτια, αλλά δεν έβγαινε νόημα. Έσπευσε να τη σταματήσει από το να αρχίσει πάλι να μιλάει περί Συντεχνιακών μυστικών. «Αυτοί οι σωλήνες είναι πολύ μικρότεροι από τους καταπέλτες, Αλούντρα. Αν, μάλιστα, είναι καλά κρυμμένοι, οι Σωντσάν δεν θα πάρουν είδηση από πού τους έρχονται. Σκέψου ότι, έτσι, θα πληρώσουν για όσα έκαναν στην αντιπροσωπεία».
Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον κοίταξε με σεβασμό. Που ήταν ανακατεμένος με έκπληξη, αλλά ο Ματ κατάφερε να αγνοήσει το γεγονός. Τα μάτια της ήταν κόκκινα γύρω-γύρω, και στα μαγουλά της υπήρχαν σημάδια από δάκρυα. Ίσως αν τοποθετούσε το χέρι του γύρω από... Συνήθως, οι γυναίκες εκτιμούν την παρηγοριά όταν κλαίνε.
Πριν προλάβει καλά-καλά να κάνει κάποια κίνηση, η Αλούντρα στριφογύρισε το γουδοχέρι, βάζοντάς το ανάμεσά τους και στρέφοντας το προς το μέρος του, σαν σπαθί που το κρατούσε με το ένα χέρι. Αυτά τα λεπτεπίλεπτα μπράτσα μάλλον ήταν δυνατότερα απ’ όσο έδειχναν— το ξύλινο ρόπαλο δεν έτρεμε διόλου στο χέρι της. Λία το Φως, σκέφτηκε, δεν μπορεί να ήξερε τι σκόπευα να κάνω!
«Η ιδέα δεν είναι κακή, για κάποιον που απλώς είδε τους σωλήνες των εκτοξευτήρων λίγες μέρες πριν», είπε. «Εγώ, όμως, το έχω σκεφτεί αυτό πολύ πριν από σένα. Είχα τους λόγους μου». Για μια στιγμή, μια πικρία φάνηκε στη φωνή της, αλλά ένα λεπτό αργότερα η φωνή της μαλάκωσε ξανά, παίρνοντας μάλιστα μια εύθυμη χροιά. «Μια κι είσαι τόσο ξύπνιος, θα σου βάλω ένα αίνιγμα, εντάξει;» είπε, ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι. Πράγματι, κάτι υπήρχε που τη διασκέδαζε. «Θα μου πεις τι κέρδος θα έχω από έναν καμπανοχύτη, κι εγώ θα σου αποκαλύψω όλα τα μυστικά μου. Ακόμα κι αυτά που θα σε κάνουν να κοκκινίσεις, ναι;»
Λυτό, μάλιστα, ακουγόταν ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα βεγγαλικά ήταν πιο σημαντικά από μια ώρα εναγκαλισμών μαζί της. Τι είδους μυστικά να είχε, άραγε, που θα τον έκαναν να κοκκινίσει; Πάντως, θα μπορούσε να την αιφνιδιάσει. Όλες αυτές οι αναμνήσεις των αντρών που είχαν σφηνωθεί μέσα στο κεφάλι του δεν είχαν να κάνουν πάντα με μάχες. «Ένας καμπανοχύτης», άρχισε να λέει σαν να ρέμβαζε, και χωρίς να έχει ιδέα πώς να συνεχίσει. Καμιά από όλες αυτές τις παλιές αναμνήσεις δεν του έδινε την παραμικρή νύξη. «Λοιπόν... υποθέτω πως ένας καμπανοχύτης θα μπορούσε... Ίσως...»
«Όχι», του αποκρίθηκε με ξαφνική ζωηράδα. «Θα φύγεις και θα ξαναέρθεις σε δυο-τρεις μέρες. Έχω δουλειά να κάνω, κι εσύ μου αποσπάς την προσοχή με όλες αυτές τις ερωτήσεις και τα καλοπιάσματα. Όχι, δεν σηκώνω κουβέντα. Θα φύγεις τώρα».
Με βλέμμα βλοσυρό, ο Ματ σηκώθηκε και τοποθέτησε το πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι του. Καλοπιάσματα; Άκου καλοπιάσματα! Αίμα και στάχτες! Είχε ρίξει τον μανδύα του όπως-όπως στην είσοδο και, καθώς έσκυψε να τον σηκώσει, μούγκρισε ελαφρά. Καθόταν πάνω σε εκείνο το σκαμνί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Από την άλλη, ίσως είχε κάνει κάποια πρόοδο ως προς την Αλούντρα. Αρκεί να έλυνε το αίνιγμά της. Κώδωνες κινδύνου. Γκονγκ που ανήγγελλαν την ώρα. Δεν έβγαινε νόημα.
«Μπορεί και να φιλούσα έναν τόσο έξυπνο, νεαρό άντρα όπως εσύ, αν δεν ανήκες σε άλλη», μουρμούρισε η γυναίκα, με εξαιρετική θέρμη στον τόνο της φωνής της. «Έχεις τόσο όμορφα οπίσθια».
Ο Ματ τινάχτηκε όρθιος, εξακολουθώντας να της έχει στραμμένη την πλάτη του. Το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπό του ήταν γνήσια οργή, άρα η γυναίκα ήξερε τι έλεγε όταν του είχε πει ότι θα κοκκίνιζε. Συνήθως, ξεχνούσε τι φορούσε, εκτός αν του το υπενθύμιζε κάποιος. Είχαν συμβεί δυο-τρία τέτοια περιστατικά σε ταβέρνες. Ενώ ήταν πεσμένος ανάσκελα με το πόδι σε νάρθηκα και τα πλευρά γεμάτα επιδέσμους, η Τάυλιν τού είχε κρύψει τα ρούχα. Δεν είχε βρει ακόμα το σημείο, αλλά σίγουρα ήταν κρυμμένα, όχι καμένα. Σε τελική ανάλυση, δεν σκόπευε να τον κρατήσει για πάντα. Το μόνο δικό του που απέμεινε ήταν το καπέλο του και το μαύρο μεταξωτό φουλάρι, που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του. Και το ασημένιο μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή, φυσικά, που κρεμόταν από ένα δερμάτινο κορδόνι κάτω από την πουκαμίσα του. Και τα μαχαίρια του. Πράγματι, θα ένιωθε χαμένος δίχως αυτά. Όταν, τελικά, κατάφερε να συρθεί από το καταραμένο κρεβάτι, η καταραμένη γυναίκα είχε φροντίσει να του ράψουν καινούργια ρούχα, ενώ η ίδια καθόταν απαθής, παρακολουθώντας τις καταραμένες τις μοδίστρες να του παίρνουν μέτρα! Η χιονάτη δαντέλα στους καρπούς του έκρυβε σχεδόν τα καταραμένα του χέρια, εκτός κι αν ήταν προσεκτικός, ενώ η υπόλοιπη δαντέλα κατέβαινε από τον λαιμό του μέχρι σχεδόν τη μέση, που έκαιγε από τον πόνο. Στην Τάυλιν άρεσαν οι άντρες που φορούσαν δαντέλες. Ο μανδύας του είχε ένα ζωηρό, πορφυρό χρώμα, εξίσου κόκκινο με το εφαρμοστό του παντελόνι, στη δε κόψη του ήταν, άκουσον-άκουοον, διακοσμημένος με στριφογυριστές έλικες και ρόδα. Για να μην αναφέρουμε το λευκό οβάλ στον αριστερό του ώμο, με το πράσινο Ξίφος και την Άγκυρα, έμβλημα του Οίκου των Μίτσομπαρ. Το πανωφόρι του ήταν επαρκώς γαλάζιο για Μάστορα, δουλεμένο με κόκκινους και χρυσαφιούς Δακρυνούς δαιδάλους πάνω στο στήθος και σε όλο το μήκος των μανικιών. Ούτε που ήθελε να θυμάται τι πέρασε μέχρι να πείσει την Τάυλιν να μη συμπεριλάβει τα μαργαριτάρια, τα ζαφείρια και το Φως μόνο ξέρει τι άλλο είχε στο μυαλό της. Εκτός των άλλων, ήταν και πολύ κοντό. Ανάρμοστα κοντό! Στην Τάυλιν άρεσαν τα καταραμένα τα οπίσθιά του, και δεν έμοιαζε να νοιάζεται αν τα κοιτάνε κι άλλες!
Τοποθέτησε τον μανδύα γύρω από τους ώμους του —κάτι ήταν κι αυτό— κι άδραξε την ψηλή έως τον ώμο του μαγκούρα από το σημείο που την είχε αφήσει γερτή, δίπλα στην πόρτα. Ο γοφός και το πόδι του εξακολουθούσαν να πονούν, και μόνο ο ίδιος μπορούσε να διώξει τον πόνο. «Σε δυο-τρεις μέρες, λοιπόν», είπε με τη μέγιστη δυνατή αξιοπρέπεια.
Η Αλούντρα γέλασε ελαφρώς, μα αρκετά δυνατά, ώστε να την ακούσει. Μα το Φως, το γέλιο μιας γυναίκας μπορούσε να σε επηρεάσει περισσότερο από τις βρισιές ενός αχθοφόρου στην αποβάθρα! Επιπλέον, το γέλιο μιας γυναίκας έκρυβε πάντα σκοπιμότητα.
Βγήκε κουτσαίνοντας και, μόλις κατέβηκε τα πρώτα ξύλινα σκαλοπάτια, που ήταν προσαρμοσμένα στο υποστήριγμα του κάρου, έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Ο απογευματινός ουρανός έμοιαζε πολύ με τον πρωινό: γκρίζος, ανεμώδης και καλυμμένος από μελαγχολικά σύννεφα. Ένας δυνατός άνεμος έπνεε κατά ριπάς, συμπληρώνοντας την ατμόσφαιρα. Στην πραγματικότητα, η Αλτάρα δεν είχε κανονικό χειμώνα, αν κι ο καιρός της δεν διέφερε ιδιαίτερα. Αντί για χιόνι, υπήρχαν παγερές βροχές και καταιγίδες που λυσσομανούσαν μέχρι τη θάλασσα, ενώ η υγρασία έκανε το ψύχος δριμύτερο. Το έδαφος, κάτω από τις μπότες σου, έμοιαζε μουσκεμένο, παρότι ξερό. Συνοφρυωμένος, ο Ματ ξεμάκρυνε κουτσαίνοντας από την άμαξα.
Γυναίκες! Ωστόσο, η Αλούντρα ήταν αρκετά χαριτωμένη, άσε που ήξερε να φτιάχνει πυροτεχνήματα. Καμπανοχύτης; Ίσως μπορούσε να λύσει τον γρίφο στο πι και φι, μέσα σε δυο μέρες. Αρκεί να μην τον κυνηγούσε η Αλούντρα, κάτι που, τελευταία, αρέσκονταν να κάνουν κάμποσες γυναίκες. Μήπως η Τάυλιν είχε αλλάξει κάτι επάνω του, για να κάνει τις γυναίκες να τον κυνηγούν όπως η ίδια; Όχι, αυτό ήταν γελοίο. Ο άνεμος παρέσυρε τον μανδύα του, κάνοντάς τον να ανεμίζει, αλλά ο Ματ ήταν τόσο απορροφημένος, ώστε δεν έδωσε σημασία. Δύο λυγερόκορμες γυναίκες —μάλλον ακροβάτισσες— του χαμογέλασαν πονηρά καθώς τις προσπερνούσε, κι εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο κι απομακρύνθηκε γρήγορα. Η Τάυλιν δεν τον είχε αλλάξει. Εξακολουθούσε να είναι ο άντρας που ήταν πάντα.
Ο θίασος του Λούκα ήταν πενήντα φορές μεγαλύτερος απ’ όσο του είχε περιγράψει ο Θομ, ίσως και περισσότερο, ένα απλωμένο συνονθύλευμα σκηνών και κάρων, σε μέγεθος μεγάλου χωριού. Παρά τον άσχημο καιρό, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επιδείκνυαν το ταλέντο τους. Μια γυναίκα με χυτή, άσπρη μπλούζα και παντελόνια εφαρμοστά όσο και τα δικά του ταλαντευόταν μπρος-πίσω σε ένα κρεμαστό σχοινί, αναρτημένο ανάμεσα σε δύο ψηλούς πασσάλους, και κατόπιν πετάχτηκε ψηλά και, με κάποιον τρόπο, σκάλωσε το πόδι της στο σχοινί πριν καρφωθεί στο έδαφος. Ύστερα, στριφογύρισε για να ξαναπιάσει το σχοινί, τραβήχτηκε στην προηγούμενη θέση της κι επανέλαβε το ίδιο πράγμα. Όχι πολύ μακριά, ένας τύπος έτρεχε στην κορυφή ενός τροχού σε σχήμα αυγού με μήκος περίπου είκοσι πόδια, σκαρφαλωμένου σε μια πλατφόρμα που, όταν ορμούσε προς τη στενή άκρη, τον έσπρωχνε ψηλά πάνω από το έδαφος, ψηλότερα απ’ ό,τι η γυναίκα που παραλίγο να έσπαγε τον λαιμό της πρωτύτερα. Ο Ματ πρόσεξε έναν γυμνόστηθο άντρα, που κυλούσε τρεις λαμπερές μπάλες κατά μήκος των μπράτσων του και διαγώνια στους ώμους του χωρίς καν να τις αγγίζει με τα χέρια του. Ενδιαφέρον. Μπορεί να τα κατάφερνε κι ο ίδιος. Αν μη τι άλλο, οι μπάλες αυτές ούτε σε μάτωναν ούτε σου άφηναν κουσούρια. Είχε χορτάσει από τέτοια για μια ολόκληρη ζωή.
Ωστόσο, αυτό που του τράβηξε πραγματικά την προσοχή ήταν τα παραταγμένα άλογα, που απλώνονταν σε μια μακριά σειρά, όπου δυο ντουζίνες άντρες, κουκουλωμένοι για να προστατεύονται από το κρύο, φτυάριζαν κοπριά κάνοντας βουναλάκια. Εκατοντάδες άλογα. Πιθανότατα, ο Λούκα είχε προσφέρει καταφύγιο σε κάποιον Σωντσάν εκπαιδευτή ζώων, κι η αμοιβή του ήταν μια εξουσιοδότηση, υπογεγραμμένη από την ίδια την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ, που του επέτρεπε να κρατήσει όλα τα ζώα του. Το άλογο του Ματ, ο Πιπς, ήταν ασφαλές, αφού τη γλίτωσε από τη λοταρία που είχε διατάξει η Σούροθ, επειδή βρισκόταν στους στάβλους του Παλατιού Τάρασιν, ωστόσο ήταν πέρα από τις δυνάμεις του Ματ να βγάλει το μουνούχι του από αυτούς τους στάβλους. Ήταν λες κι η Τάυλιν τού είχε περάσει λαιμαριά, και δεν σκόπευε να τον αφήσει σύντομα.
Απέστρεψε το βλέμμα του και σκέφτηκε μήπως θα ήταν καλή ιδέα να βάλει τον Βάνιν να κλέψει μερικά από τα άλογα του θιάσου, σε περίπτωση που οι συνομιλίες με τον Λούκα δεν είχαν αίσιο τέλος. Απ’ όσα γνώριζε ο Ματ σχετικά με τον Βάνιν, θα ήταν σαν να του έλεγε να κάνει απογευματινό περίπατο. Μπορεί ο Βάνιν να ήταν παχύς, αλλά είχε την ικανότητα να κλέψει και να καβαλήσει οποιοδήποτε άλογο στην οικουμένη. Δυστυχώς, ο Ματ αμφέβαλλε κατά πόσον θα μπορούσε ο ίδιος να καθίσει πάνω σε σέλα για περισσότερο από ένα μίλι. Πάντως, καλό θα ήταν να το σκεφτεί και δεύτερη φορά. Είχε αρχίσει να απελπίζεται.
Κουτσαίνοντας στο διάβα του, παρατηρώντας νωχελικά τις επιδείξεις των ταχυδακτυλουργών και των ακροβατών, αναρωτήθηκε πώς είχαν φτάσει μέχρι εκεί τα πράγματα. Αίμα και στάχτες! Ήταν τα’βίρεν! Υποτίθεται πως μπορούσε να πλάσει κατά βούληση τον κόσμο γύρω του! Και να πού είχε καταλήξει, κολλημένος στο Έμπου Νταρ, παιχνιδάκι στα χέρια της Ταύλιν —αυτή η γυναίκα δεν τον άφηνε καν να γιατρευτεί εντελώς, πηδούσε επάνω του σαν πάπια που ορμάει σε σκαθάρι!— κι ενώ όλοι οι άλλοι την περνούσαν φίνα. Οι γυναίκες του Σογιού την καλόπιαναν και την κανάκευαν, με τη Νυνάβε να ξεχωρίζει εμφανώς. Μόλις συνειδητοποιούσε η Εγκουέν ότι αυτές οι τρελαμένες Άες Σεντάι, που την είχαν ονοματίσει Άμερλιν, δεν το εννοούσαν πραγματικά, ο Ταλμέηνς κι η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού θα αναλάμβαναν να την εξαφανίσουν. Μα το Φως, η Ηλαίην θα φορούσε πια το Ρόδινο Στέμμα, αν τη γνώριζε! Ο Ραντ κι ο Πέριν πιθανότατα ραχάτευαν δίπλα σε κάποιο τζάκι ανακτόρου, πίνοντας κρασί και λέγοντας αστεία.
Έκανε μια γκριμάτσα κι έτριψε το μέτωπό του, καθώς μια αμυδρή έξαψη χρωμάτων έμοιαζε να στριφογυρίζει μέσα στο κεφάλι του, κάτι που συνέβαινε τελευταία, όποτε σκεφτόταν έναν από τους δύο άντρες. Δεν είχε ιδέα γιατί, ούτε κι ήθελε να μάθει. Το μόνο που ήθελε ήταν να το κάνει να σταματήσει. Μακάρι να μπορούσε να φύγει από το Έμπου Νταρ και να πάρει μαζί του το μυστικό των πυροτεχνημάτων, το οποίο θα μπορούσε να διαρρεύσει από μέρα σε μέρα.
Ο Θομ κι ο Μπέσλαν βρίσκονταν εκεί που τους είχε αφήσει, πίνοντας τα με τον Λούκα, μπροστά από την περίτεχνα διακοσμημένη άμαξα του τελευταίου, αλλά δεν τους πλησίασε αμέσως. Για κάποιο λόγο, ο Λούκα είχε αντιπαθήσει αυτομάτως τον Ματ Κώθον. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, αλλά ο Ματ είχε κάποιον λόγο. Ο Λούκα είχε ένα αυτάρεσκο, ματαιόδοξο ύφος και χαζογελούσε όποτε έβλεπε γυναίκα. Φαινόταν να πιστεύει πως όλες οι γυναίκες του κόσμου απολάμβαναν να τον κοιτάνε. Μα το Φως, ήταν παντρεμένος!
Ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς σε μια επίχρυση καρέκλα, την οποία μάλλον είχε βουτήξει από το παλάτι, ο Λούκα γελούσε κι έκανε διαχυτικές και μεγαλοπρεπείς κινήσεις προς το μέρος του Θομ και του Μπέσλαν, οι οποίοι κάθονταν σε πάγκους, ένας σε κάθε μεριά. Χρυσά άστρα και κομήτες κάλυπταν το λαμπερό, κόκκινο πανωφόρι και τον χιτώνα του Λούκα. Ακόμα κι ένας Μάστορας θα κοκκίνιζε, άσε που θα τον έπιαναν τα κλάματα μόλις έβλεπε την άμαξά του! Κατά πολύ μεγαλύτερο από το κάρο εργασίας της Αλούντρα, αυτό το πράγμα έμοιαζε λουστραρισμένο! Οι φάσεις της σελήνης επαναλαμβάνονταν σε ασημί χρώμα γύρω από την άμαξα, ενώ χρυσά άστρα και κομήτες κάθε μεγέθους κάλυπταν την υπόλοιπη κυανέρυθρη επιφάνεια. Στο σκηνικό αυτό, ο Μπέσλαν έμοιαζε πολύ συνηθισμένος, με το πανωφόρι και τον μανδύα του να απεικονίζουν πουλιά που χιμούν προς τα κάτω. Ο Θομ, σκουπίζοντας με την ανάποδη του χεριού του το κρασί από τα μεγάλα, άσπρα μουστάκια του, έμοιαζε ατημέλητος, έτσι όπως ήταν ντυμένος με το απλό μάλλινο στο χρώμα του χαλκού και τον σκούρο χιτώνα.
Ένα πρόσωπο που, κανονικά, θα έπρεπε να είναι παρόν, δεν υπήρχε, αλλά με μια γρήγορη ματιά τριγύρω, ο Ματ παρατήρησε μια γυναικοπαρέα σε μια γειτονική άμαξα. Οι ηλικίες κυμαίνονταν από τη δική του έως κι ώριμες γυναίκες με γκριζαρισμένα μαλλιά, αλλά όλες έμοιαζαν να χαχανίζουν με κάτι που είχαν περικυκλώσει. Αναστενάζοντας, ο Ματ κίνησε προς το μέρος τους.
«Να, απλώς δεν μπορώ να αποφασίσω», ακούστηκε η τσιριχτή φωνή ενός αγοριού από το κέντρο του κύκλου που είχαν σχηματίσει οι γυναίκες. «Όταν σε κοιτάζω, Μέρισι, τα μάτια σου είναι τα ωραιότερα που έχω δει ποτέ. Όταν, όμως, κοιτάζω εσένα, Νέιλυν, τα δικά σου είναι τα πιο ωραία. Τα χείλη σου μοιάζουν με ώριμα κεράσια, Τζίλιν, ενώ τα δικά σου, Άντρια, με προκαλούν να τα φιλήσω. Ο λαιμός σου, Ζαμέν, είναι γεμάτος χάρη, όπως ενός κύκνου...»
Καταπίνοντας μια βρισιά, ο Ματ επιτάχυνε όσο μπορούσε το βήμα του και πέρασε μέσα από τη συντροφιά των γυναικών, μουρμουρίζοντας συγγνώμες δεξιά κι αριστερά. Στη μέση του κύκλου στεκόταν ο Όλβερ, ένα κοντό, χλωμό αγόρι, που πόζαρε μειδιώντας πλατιά πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη γυναίκα. Το μειδίαμα αποκάλυπτε τα δόντια του, κι αυτό ήταν αρκετό για να κάνει οποιαδήποτε από τις παρευρισκόμενες γυναίκες να του τραβήξει τα αυτιά.
«Συγχωρήστε τον, παρακαλώ», μουρμούρισε ο Ματ, πιάνοντας το χέρι του αγοριού. «Έλα, Όλβερ. Πρέπει να πάμε πίσω, στην πόλη. Πάψε να ανεμίζεις τον μανδύα σου. Δεν ξέρει τι λέει, κι η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα πού ξετρύπωσε αυτό το πράγμα».
Ευτυχώς, οι γυναίκες γέλασαν κι ανακάτεψαν τα μαλλιά του Όλβερ καθώς ο Ματ τον απομάκρυνε. Μερικές, μάλιστα, ακούστηκαν να λένε πως ήταν γλυκούλης! Μια από δαύτες έβαλε το χέρι της κάτω από τον μανδύα του Ματ και τον τσίμπησε στα πισινά. Γυναίκες!
Μόλις απομακρύνθηκαν, ο Ματ αγριοκοίταξε το αγόρι που περπατούσε ανάλαφρα και χαρούμενα στο πλευρό του. — Ο Όλβερ είχε μεγαλώσει από την τελευταία φορά που τον είδε, αλλά εξακολουθούσε να είναι κοντός για την ηλικία του. Με αυτό το πλατύ στόμα και τα μεγάλα αυτιά δεν θα γινόταν ποτέ ευπαρουσίαστος. «Θα μπλέξεις άσχημα αν μιλάς με αυτόν τον τρόπο στις γυναίκες», του είπε ο Ματ. «Οι γυναίκες θέλουν άντρες ήσυχους και με καλούς τρόπους. Και συγκρατημένους. Συγκρατημένους και κάπως ντροπαλούς. Καλλιέργησε αυτά τα προτερήματα, και θα τα πας πολύ καλά».
Ο Όλβερ τον κοίταξε με ανοικτό το στόμα και του έριξε μια δύσπιστη ματιά, ενώ ο Ματ αναστέναξε. Ένα σωρό θείους είχε αυτό το παιδί να το φροντίζουν, και καθένας τους, εκτός του ίδιου του Ματ, αποτελούσε κακή επιρροή.
Η παρουσία του Θομ και του Μπέσλαν ήταν αρκετή για να ξαναφανεί το μειδίαμα στα χείλη του Όλβερ, ο οποίος τράβηξε το χέρι του από την αρπάγη του Ματ κι έτρεξε προς το μέρος τους γελώντας. Ο Θομ τον είχε διδάξει πώς να κάνει ταχυδακτυλουργικά και πώς να παίζει άρπα κι αυλό, ενώ ο Μπέσλαν πώς να χειρίζεται το ξίφος. Οι υπόλοιποι «θείοι» τον δίδασκαν άλλα πράγματα, σχετικά με ποικίλες τέχνες. Ο Ματ, μόλις ανακτούσε τις δυνάμεις του, σκόπευε να τον μάθει να χειρίζεται το μακρύ ραβδί και το τόξο των Δύο Ποταμών. Τι τον δίδασκαν ο Τσελ Βάνιν κι οι Κοκκινόχεροι, δεν ήθελε καν να το σκέφτεται.
Με το που πλησίασε ο Ματ, ο Λούκα ανασηκώθηκε από τη φανταχτερή καρέκλα του, και το ηλίθιο χαμόγελο μετατράπηκε σε ξινή γκριμάτσα. Κοίταξε τον Ματ από την κορυφή έως τα νύχια, έριξε επάνω του με μια κίνηση γεμάτη φανφάρα τον γελοίο μανδύα του κι ανακοίνωσε με βροντώδη φωνή: «Είμαι πολυάσχολος. Έχω πολλές δουλειές. Πιθανότατα, σύντομα θα έχω την τιμή να φιλοξενήσω την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ για μια ιδιωτική επίδειξη». Απομακρύνθηκε χωρίς άλλη λέξη, κρατώντας τον στολισμένο μανδύα με το ένα χέρι, έτσι που οι ριπές του αέρα τον έκαναν να ανεμίζει πίσω του σαν λάβαρο.
Ο Ματ μάζεψε τον δικό του γύρω από τους ώμους του και τον κράτησε και με τα δύο χέρια. Η αξία ενός μανδύα είναι η ζεστασιά που προσφέρει. Είχε δει τη Σούροθ στο Παλάτι, αλλά ποτέ από κοντά. Όχι από τόσο κοντά όσο θα ήθελε, τουλάχιστον. Του ήταν αδύνατον να φανταστεί ότι αυτή η γυναίκα θα έδινε ποτέ σημασία στο Μεγάλο Ταξιδιωτικό Θέαμα του Βάλαν Λούκα και στη Μεγαλειώδη Επίδειξη Ασυνήθιστων Θαυμάτων του, όπως διατυμπάνιζε με κόκκινα γράμματα και σε ύψος ενός ποδιού το σημαιάκι που ήταν δεμένο ανάμεσα σε δύο ψηλούς πασσάλους, στην είσοδο. Αν το έκανε, το πιθανότερο ήταν να φάει τα λιοντάρια ή να τα τρομάξει θανάσιμα.
«Συμφώνησε, Θομ, ή όχι ακόμα;» ρώτησε ο Ματ ήρεμα, ρίχνοντας μια βλοσυρή ματιά προς το μέρος του Λούκα.
«Μπορούμε να ταξιδέψουμε μαζί του όταν φύγει από το Έμπου Νταρ», αποκρίθηκε ο αποσαθρωμένος άντρας. «Με το αζημίωτο, βέβαια». Ξεφύσηξε με τα ρουθούνια του, και τα μουστάκια του αναδεύτηκαν. Κατόπιν, με μια νευρική κίνηση, πέρασε το χέρι του μέσα από τα άσπρα μαλλιά του. «Με αυτά που ζητάει, θα μπορούσαμε να φάμε και να κοιμηθούμε σαν βασιλιάδες, αλλά επειδή τον ξέρω, αμφιβάλλω αν θα το κάνουμε. Δεν πιστεύει ότι είμαστε εγκληματίες, μια και κυκλοφορούμε ακόμα ελεύθεροι, αλλά ξέρει ότι θέλουμε να ξεφύγουμε από κάτι, αλλιώς θα επιλέγαμε διαφορετική μέθοδο ταξιδιού. Δυστυχώς, δεν σκοπεύει να φύγει, τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη».
Διάφορες βρισιές ξεπήδησαν στο μυαλό του Ματ. Μέχρι την άνοιξη. Μόνο το Φως ήξερε τι θα του είχε κάνει η Τάυλιν έως τότε, ή τι θα τον είχε αναγκάσει να κάνει. Ίσως το να βάλει τον Βάνιν να κλέψει μερικά άλογα δεν ήταν και τόσο άσχημη ιδέα, τελικά. «Σε αυτή την περίπτωση, θα έχω περισσότερο χρόνο για ζάρια», είπε, λες και δεν τον ένοιαζε. «Αν ζητάει όσα λες, θα χρειαστεί να φουσκώσω το πουγκί μου. Ένα καλό που έχουν οι Σωντσάν είναι πως δεν τους νοιάζει αν χάσουν». Προσπάθησε να είναι προσεκτικός με την τύχη του, αφού δεν ήξερε πόσο θα κρατούσε ακόμα, κι η αλήθεια είναι πως δεν είχε αντιμετωπίσει ακόμα απειλές ότι θα του κόψουν τον λαιμό επειδή κλέβει, κι η απόδειξη γι’ αυτό ήταν ότι κατόρθωσε να βγει από το Παλάτι μόνος του. Αρχικά, πίστεψε ότι είχε τύχη βουνό, ή ότι, τελικά, το να είσαι τα’βίρεν είχε και τα καλά του.
Ο Μπέσλαν τού έριξε μια σοβαρή ματιά. Ήταν ένας μελαχρινός, λεπτοκαμωμένος άντρας, λίγο νεότερος του Ματ, φαιδρός κι έκλυτος όταν ο Ματ τον πρωτοσυνάντησε, πάντα έτοιμος για μια τσάρκα στις ταβέρνες, ειδικά αν αυτή η τσάρκα κατέληγε σε γυναικεία παρέα ή σε καυγά. Ωστόσο, από τότε που ήρθαν οι Σωντσάν, είχε σοβαρέψει. Για τον ίδιο, το θέμα των Σωντσάν ήταν πολύ σοβαρό. «Η μητέρα μου θα δυσαρεστηθεί αν μάθει ότι βοήθησα τον καλό της να εγκαταλείψει το Έμπου Νταρ, Ματ. Θα με παντρέψει με καμιά τριχωτή αλλήθωρη, που θα μοιάζει με Ταραμπονέζο στρατιώτη».
Έπειτα από τόσο καιρό, ο Ματ μόρφασε. Δεν μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα ότι ο γιος της Τάυλιν θεωρούσε σωστά όσα έκανε η μάνα του με τον Ματ. Βέβαια, ο Μπέσλαν είχε αρχίσει να πιστεύει πως η μάνα του άρχισε να γίνεται κομμάτι κτητική —ελάχιστα, δηλαδή!— αλλά αυτός ήταν κι ο μοναδικός λόγος που προσφερόταν να βοηθήσει. Ο Μπέσλαν ισχυριζόταν πως ο Ματ ήταν ό,τι χρειαζόταν η μητέρα του για να αποσπάσει την προσοχή της από τις συμφωνίες που είχε αναγκαστεί να κάνει με τους Σωντσάν! Κάποιες φορές, ο Ματ ευχόταν να ήταν πίσω, στους Δυο Ποταμούς, όπου τουλάχιστον καταλάβαινες πώς σκέφτονταν οι άλλοι. Κάποιες φορές.
«Μπορούμε τώρα να γυρίσουμε στο Παλάτι;» ρώτησε ο Όλβερ, απαιτώντας περισσότερο παρά ρωτώντας. «Έχω μάθημα ανάγνωσης με την Αρχόντισσα Ρισέλ. Με αφήνει ν’ ακουμπάω το κεφάλι μου στο στήθος της, ενώ μου διαβάζει».
«Εξαιρετικό κατόρθωμα, Όλβερ», είπε ο Θομ, χαϊδεύοντας τα μουστάκια του για να κρύψει ένα χαμόγελο. Έγειρε πιο κοντά στους άλλους δύο άντρες και τους είπε χαμηλόφωνα, έτσι ώστε να μην ακούσει το αγόρι: «Η γυναίκα αυτή με βάζει να παίζω άρπα πριν μου επιτρέψει να ακουμπήσω το δικό μου κεφάλι σε αυτό το υπέροχο μαξιλάρι».
«Η Ρισέλ τούς βάζει όλους να τη διασκεδάσουν πρώτα», είπε ο Μπέσλαν, κακαρίζοντας πονηρά, κι ο Θομ τον κοίταξε έκπληκτος.
Ο Ματ μούγκρισε. Όχι εξαιτίας του ποδιού του αυτή τη φορά ή λόγω του γεγονότος ότι κάθε άντρας στο Έμπου Νταρ φαινόταν να διαλέγει το στήθος όπου θα έγερνε το κεφάλι του, πλην της αφεντιάς του. Αυτά τα καταραμένα ζάρια άρχισαν ξανά να στριφογυρίζουν μέσα στο μυαλό του. Κάτι κακό βρισκόταν καθ’ οδόν. Κάτι πολύ κακό.