Ο Ραντ βρισκόταν στο δωμάτιο του, στην Κεφαλή του Συμβουλίου, καθισμένος στο κρεβάτι, με τα πόδια διπλωμένα και την πλάτη να ακουμπάει στον τοίχο, παίζοντας το επάργυρο φλάουτο που του είχε χαρίσει ο Θομ Μέριλιν πολύ καιρό πριν. Μία ολόκληρη Εποχή πριν. Το δωμάτιο αυτό, με τα σκαλιστά φατνώματα στους τοίχους και τα παράθυρα που δέσποζαν πάνω από την Αγορά του Νέθβιν, ήταν καλύτερο από εκείνο που είχαν εγκαταλείψει στην Κορώνα του Μαρέντο. Τα μαξιλάρια που είχε στοιβάξει πίσω από την πλάτη του περιείχαν πούπουλα χήνας, το κρεβάτι είχε κεντητό ουρανό και κουρτίνες, κι ο καθρέφτης πάνω από τον νιπτήρα δεν είχε την παραμικρή φουσκάλα. Ακόμα και το υπέρθυρο, πάνω από το πέτρινο τζάκι, είχε κάποια επιφανειακά σκαλίσματα. Ήταν ένα δωμάτιο κατάλληλο για ευκατάστατο αλλοδαπό έμπορο. Ευτυχώς που είχε προνοήσει, ώστε να έχει αρκετό χρυσάφι μαζί του όταν έφυγε από την Καιρχίν. Είχε ξεχάσει τις παλιές του συνήθειες, και δεν κουβαλούσε πια πολλά επάνω του. Τα πάντα ήταν στη διάθεση του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ωστόσο, με αυτό το φλάουτο, όλο και κάποιο κατάλυμα θα έβρισκε. Ο σκοπός που έπαιζε λεγόταν «Θρήνος της Ολονυχτίας», και δεν τον είχε ξανακούσει ποτέ στο παρελθόν, κάτι που δεν ίσχυε όμως για τον Λουζ Θέριν. Ήταν σαν να είχες την ικανότητα να ζωγραφίζεις. Ο Ραντ νόμιζε πως η μελωδία αυτή θα τον φόβιζε ή θα τον θύμωνε, αλλά καθόταν κι έπαιζε ενώ ο Λουζ Θέριν έκλαιγε.
«Για όνομα του Φωτός, Ραντ», μουρμούρισε η Μιν, «θα κάτσεις εκεί όλη μέρα φυσώντας αυτό το πράγμα;» Η φούστα της στροβιλιζόταν καθώς βάδιζε πάνω-κάτω στο λουλουδάτο χαλί. Με βάση τον δεσμό που υπήρχε μεταξύ της ίδιας, της Ηλαίην και της Αβιέντα, διαισθανόταν πως ο Ραντ ούτε ήξερε ούτε ήθελε να κάνει κάτι άλλο. Και μόνο που ανέπνεε, ήταν ενοιμένος μαζί τους. Ήταν και τα δύο εξίσου φυσικά. «Αν πει έστω και μία λάθος λέξη και την ακούσουν, αν την έχει πει ήδη... Δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να σε ρίξει σε ένα κελί εξαιτίας της Ελάιντα!» Δεν διαισθανόταν κάτι παρόμοιο με τον δεσμό της Αλάνα. Δεν είχε αλλάξει από μόνος του, αλλά από εκείνη την ημέρα στο Κάεμλυν έμοιαζε όλο και περισσότερο με παρείσφρηση, σαν κάποιος ξένος που κοιτάει πάνω από τον ώμο του, σαν κόκκος άμμου μέσα στην μπότα του. «Είναι ανάγκη να το παίζεις αυτό; Με κάνει να θέλω να κλάψω και, συγχρόνως, μου προκαλεί ανατριχίλες. Αν κινδυνεύσεις εξαιτίας της...!» Τράβηξε ένα από τα μαχαίρια της από την κρυψώνα του, στο λυμένο της μανίκι, και το έσεισε κρατώντας το σφιχτά στη γροθιά της.
Ο Ραντ τράβηξε το φλάουτο από το στόμα του και την κοίταξε σιωπηλά. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει και, με ένα ξαφνικό γρύλισμα, η γυναίκα πέταξε τη λεπίδα κι αυτή σφηνώθηκε στο ξύλο της πόρτας τρεμουλιάζοντας.
«Εκεί είναι», είπε ο Ραντ, δείχνοντας με το φλάουτο. Ασυνείδητα, ανασήκωσε το μουσικό όργανο, ακολουθώντας το σημείο που βρισκόταν η Αλάνα. «Θα έρθει σύντομα». Βρισκόταν στο Φαρ Μάντινγκ από την προηγούμενη μέρα, αλλά ο Ραντ δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο περίμενε μέχρι τώρα. Η Αλάνα ήταν ένα κουβάρι συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι του, ευέξαπτη κι επιφυλακτική, ανήσυχη κι αποφασισμένη, μα, πάνω απ’ όλα, θυμωμένη. Με δυσκολία συγκρατούσε την οργή της. «Καλύτερα να μην είσαι παρούσα. Μπορείς να περιμένεις...» Η Μιν κούνησε με μανία το κεφάλι της. Ακριβώς δίπλα από το κουβάρι που ήταν η Αλάνα, μέσα στο κεφάλι του, βρισκόταν το κουβάρι που ήταν η ίδια. Άφριζε κι αυτή από ανησυχία και θυμό, αλλά όποτε κοιτούσε προς το μέρος του, συχνά κι όταν δεν κοιτούσε, η αγάπη φώτιζε σαν φάρος. Το ίδιο κι ο φόβος, αν και προσπαθούσε να τον κρύψει.
Ο Ραντ έφερε το φλάουτο ξανά στα χείλη του κι άρχισε να παίζει το «Ο Μεθυσμένος Γυρολόγος», έναν σκοπό τόσο κεφάτο, που ανάσταινε νεκρούς. Ο Λουζ Θέριν γρύλισε.
Η Μιν απέμεινε να τον κοιτάει εξεταστικά, με τα χέρια σταυρωμένα. Ξαφνικά, ίσιωσε απότομα το φόρεμα της, τραβώντας το μέχρι τους γοφούς της. Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ο Ραντ έπαψε να παίζει και περίμενε. Μια γυναίκα που τακτοποιεί αναίτια τα ρούχα της είναι το αντίστοιχο ενός άντρα που σφίγγει τους ιμάντες της θωράκισης του κι ελέγχει την ιπποσκευή της σέλας του. Η Μιν ήταν έτοιμη να επιτεθεί κι, αν έτρεχες μακριά, θα σε πετσόκοβε σαν σκυλί. Η αποφασιστικότητα ήταν έκδηλη επάνω της, εξίσου ισχυρή με της Αλάνα, δύο δίδυμοι ήλιοι που φεγγοβολούσαν στο πίσω μέρος του μυαλού του.
«Δεν θα ξαναμιλήσουμε για την Αλάνα μέχρι να έρθει», είπε με σταθερή φωνή, λες κι ήταν ο Ραντ που επέμενε. Η αποφασιστικότητα κι ο φόβος, δυνατότερα από πριν, υποχωρούσαν και ξεπηδούσαν ξανά και ξανά.
«Μα φυσικά, γυναίκα, αν έτσι σε ευχαριστεί», αποκρίθηκε, γέρνοντας το κεφάλι του με τον χαρακτηριστικό τρόπο επιδοκιμασίας που συνήθιζαν στο Φαρ Μάντινγκ. Η Μιν ρουθούνισε ηχηρά.
«Ραντ, συμπαθώ πολύ την Αλίβια. Όντως τη συμπαθώ, παρ’ όλο που ταλαιπωρεί τη Νυνάβε». Ακούμπησε τη γροθιά στο γοφό της, έγειρε προς το μέρος του κι έστρεψε το δείκτη της στη μύτη του. «Όμως, θα σε σκοτώσει». Έδωσε έμφαση σε κάθε της λέξη.
«Είπες πως θα με βοηθούσε να πεθάνω», απάντησε σιγανά ο Ραντ. «Αυτά ήταν τα λόγια σου». Πώς ήταν, άραγε, να πεθαίνεις; Σίγουρα θα ένιωθε απέραντη λύπη που θα άφηνε τη Μιν, την Ηλαίην και την Αβιέντα. Οδύνη για τον πόνο που τους είχε προκαλέσει. Θα ήθελε να ξαναδεί τον πατέρα του πριν το τέλος. Πέρα από όλα αυτά όμως, σχεδόν πίστευε ότι ο θάνατος θα ήταν ανακούφιση.
Ο θάνατος είναι ανακούφιση, είπε ζωηρά ο Λουζ Θέριν. Τον θέλω τον θάνατο. Τον αξίζουμε!
«Το να με βοηθήσει να πεθάνω δεν είναι το ίδιο με το να με σκοτώσει», συνέχισε ο Ραντ. Είχε μάθει να αγνοεί τη φωνή πλέον. «Εκτός κι αν άλλαξες γνώμη σχετικά με όσα είδες».
Η Μιν τίναξε τα χέρια της ψηλά, εξοργισμένη. «Είδα ό,τι σου είπα, αλλά να με καταπιεί το Χάσμα του Χαμού αν υπάρχει καμιά διαφορά, και δεν μπορώ να καταλάβω πού τη βρίσκεις εσύ!»
«Αργά ή γρήγορα, θα πεθάνω, Μιν», είπε ο Ραντ υπομονετικά. Έτσι του είχαν πει, κι έπρεπε να τους πιστέψει. Για να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις. Δεν έβγαζε κανένα νόημα από αυτό, αλλά παρέμενε ψυχρό γεγονός. Όπως έλεγαν κι οι Προφητείες του Δράκοντα, έπρεπε να πεθάνει. «Ελπίζω όχι σύντομα, δεν σκοπεύω τουλάχιστον. Λυπάμαι, Μιν. Δεν έπρεπε να σε αφήσω να με δεσμεύσεις». Από την άλλη, δεν ήταν τόσο δυνατός, ώστε να αρνηθεί, όπως επίσης δεν ήταν δυνατός ώστε να τη διώξει. Ήταν πολύ αδύναμος για να κάνει όσα έπρεπε. Χρειαζόταν να βάλει μέσα του τον χειμώνα, μέχρι που να κάνει την καρδιά του χειμώνα να μοιάζει Κυριακάτικο απόγευμα.
«Αν δεν το έκανες από μόνος σου, θα σε δέναμε και θα σε αναγκάζαμε να το κάνεις». Αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να μη ρωτήσει τι διαφορά είχε αυτό από όσα έκανε η Αλάνα. Η Μιν πάντως, σίγουρα έβλεπε κάποια διαφορά. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι, κάθισε γονατιστή και πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της. «Άκουσέ με, Ραντ αλ’Θόρ. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να πεθάνεις. Αλλά ακόμα κι αν τα καταφέρεις, για να μου πας κόντρα, θα σε ακολουθήσω και θα σε φέρω πίσω». Ξαφνικά, μια διάθεση θυμηδίας φούντωσε μέσα σε όλη αυτή τη σοβαρότητα που ένιωθε να κατακλύζει το μυαλό του. Ο τόνος της φωνής της είχε έναν αυστηρό σαρκασμό. «Κατόπιν, θα σε φέρω εδώ, για να εξακολουθήσεις να ζεις. Θα σε αναγκάσω να αφήσεις μαλλί μέχρι κάτω από τη μέση σου και να φοράς πιάστρες με φεγγαρόπετρες».
Της χαμογέλασε. Δεν είχε χάσει το ταλέντο της να τον κάνει να χαμογελάει. «Δεν έχω ακούσει ποτέ να μιλούν για μοίρα χειρότερη από τον θάνατο, αλλά νομίζω πως όσα είπες μοιάζουν με κάτι τέτοιο».
Κάποιος χτύπησε την πόρτα, κι η Μιν κοκάλωσε. Με σιγανή φωνή, σαν να ρωτούσε, πρόφερε το όνομα της Αλάνα. Ο Ραντ ένευσε καταφατικά και, προς μεγάλη του έκπληξη, η Μιν τον έσπρωξε πίσω, στα μαξιλάρια, κι ακούμπησε στο στήθος του. Στράφηκε απότομα, ανασήκωσε το κεφάλι της, κι ο Ραντ συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη του νιπτήρα. Τελικά, βρήκε μια θέση της αρεσκείας της, με το μισό της κορμί πάνω στο δικό του, το ένα χέρι στο σβέρκο του και το άλλο δίπλα στο πρόσωπό της που ακουμπούσε στο στήθος του. «Εμπρός», είπε η Μιν.
Η Κάντσουεϊν μπήκε στο δωμάτιο και σταμάτησε απότομα, κοιτώντας συνοφρυωμένη το μαχαίρι που είχε καρφωθεί στο ξύλο της πόρτας. Φορώντας ένα φόρεμα από καλοραμμένο, βαθυπράσινο μάλλινο κι έναν μανδύα με γούνινη επένδυση πιασμένο από μια ασημιά πόρπη στον λαιμό της, η Κάντσουεϊν έδινε την εντύπωση επιτυχημένης εμπόρου ή τραπεζικού, μολονότι τα χρυσαφιά πουλιά και ψάρια, τα αστέρια και τα φεγγάρια που κρέμονταν από τον σκούρο γκρι κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της ήταν πολύ επιδεικτικά και για τις δύο κατηγορίες. Δεν φορούσε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, πράγμα που φανέρωνε πως κατέβαλλε προσπάθεια να περάσει όσο το δυνατόν απαρατήρητη. «Μήπως λογοφέρατε, παιδιά μου;» ρώτησε μελιστάλαχτα.
Ο Ραντ ένιωθε σχεδόν την ακινησία του Λουζ Θέριν, ακινησία συσπειρωμένου αιλουροειδούς που κρύβεται στις σκιές. Ο Λουζ Θέριν ήταν εξίσου επιφυλακτικός με τον ίδιο απέναντι σε αυτή τη γυναίκα.
Η Μιν, αναψοκοκκινισμένη, σηκώθηκε όρθια ισιώνοντας με βιαστικές κινήσεις το ρούχο της. «Μου είπες ότι ήταν η άλλη!» είπε κατηγορώντας τον Ραντ, κι εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Αλάνα. Η Κάντσουεϊν έκλεισε την πόρτα.
Η Αλάνα έριξε μια ματιά στη Μιν και μετά την αγνόησε, εστιάζοντας όλη την προσοχή της στον Ραντ. Χωρίς να αποστρέψει τα σκούρα μάτια της από πάνω του, έβγαλε με μια κίνηση τον μανδύα και τον πέταξε σε μια από τις δύο καρέκλες του δωματίου. Άδραξε με τα χέρια τη σκούρα γκρίζα φούστα της. Ούτε εκείνη φορούσε το χρυσό δαχτυλίδι των Άες Σεντάι. Από τη στιγμή που η ματιά της καρφώθηκε επάνω του, η χαρά φούντωσε σε όλο το μήκος του δεσμού. Βέβαια, όλα τα υπόλοιπα παρέμεναν, η νευρικότητα, η οργή, αλλά ο Ραντ δεν περίμενε ποτέ εκ μέρους της να αισθανθεί χαρά!
Χωρίς να μετακινηθεί διόλου από το σημείο που βρισκόταν, ο Ραντ άρπαξε το φλάουτο κι άρχισε να παίζει μαζί του. «Μήπως θα ’πρεπε να εκπλαγώ που σε βλέπω, Κάντσουεϊν; Ξεπηδάς πολύ συχνά εκεί όπου δεν σε σπέρνουν, κι αυτό είναι ύποπτο. Ποιος σε δίδαξε να Ταξιδεύεις;» Μάλλον δεν έκανε λάθος. Τη μια στιγμή η Αλάνα δεν ήταν παρά μια αόριστη επίγνωση, στις παρυφές της σκέψης, και την επόμενη υλοποιούνταν ολόκληρη μέσα στο κεφάλι του. Αρχικά, νόμισε πως είχε μάθει μόνη της με κάποιον τρόπο να Ταξιδεύει, αλλά βλέποντας την Κάντσουεϊν, κατάλαβε.
Το στόμα της Αλάνα σφίχτηκε, ενώ ακόμα κι η Μιν έμοιαζε να αποδοκιμάζει τα λόγια του. Τα αισθήματα που έρρεαν σε όλο το μήκος του δεσμού του Προμάχου ήταν από τη μια μεριά αλματώδη και φευγαλέα κι από την άλλη γεμάτα θυμό ανακατεμένο με τέρψη. Για ποιο λόγο, άραγε, ένιωθε χαρούμενη η Αλάνα;
«Απ’ ό,τι βλέπω, παραμένεις αγροίκος στους τρόπους», είπε ξερά η Κάντσουεϊν. «Αγόρι μου, δεν νομίζω πως χρειάζομαι την έγκριση σου για να επισκεφθώ τη γενέτειρά μου. Όσον αφορά στο Ταξίδεμα, δεν είναι δικό σου θέμα πού και πότε το έμαθα». Ξεκούμπωσε τον μανδύα της, πέρασε την πόρπη στη ζώνη της για να την έχει έτοιμη, και δίπλωσε τον μανδύα στο ένα της χέρι, λες και το να έχει τακτοποιημένο το ρούχο της ήταν γι’ αυτήν πιο σημαντικό κι από τον ίδιο τον Ραντ. Η φωνή της είχε μια χροιά οργής. «Από δω το πήγες, από κει το πήγες, μου φόρτωσες κάμποσες συντρόφους στο ταξίδι. Η Αλάνα έκανε σαν τρελή να σε ξαναδεί, και μόνο αν η καρδιά μου ήταν φτιαγμένη από πέτρα, θα μπορούσα να της το αρνηθώ, ενώ η Σορίλεα έλεγε ότι κάποιες από τις υπόλοιπες που είχαν δεσμευτεί απέναντι σου θα έκαναν τα πάντα για να τους επιτραπεί να ακολουθήσουν την Αλάνα, οπότε κατέληξα να φέρω μαζί μου τη Νεσούνε, τη Σαρίνε, την Έριαν, την Μπελντάινε και την Έλζα. Α, ξέχασα τη Χαρίνε, συν την αδελφή της και τον Κύριο των Σπαθιών της. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να λιποθυμήσει, να ουρλιάξει ή να αρχίσει να δαγκώνει, όταν ανακάλυψε πως η Αλάνα άρχισε να σε ψάχνει. Επιπλέον, υπάρχουν κι αυτοί οι τρεις μαυροντυμένοι φίλοι σου. Δεν ξέρω πόσο διακαής είναι ο πόθος τους να σε δουν, αλλά βρίσκονται κι αυτοί εδώ. Λοιπόν, τώρα που σε εντοπίσαμε, μπορώ να σου στείλω τις Θαλασσινές και τις αδελφές και να σε αφήσω να τα βγάλεις πέρα μαζί τους».
Ο Ραντ πήδηξε όρθιος και μούγκρισε μια βρισιά. «Όχι! Κράτα τες μακριά μου!»
Τα σκοτεινά μάτια της Κάντσουεϊν στένεψαν. «Σε προειδοποίησα να προσέχεις πώς μιλάς. Δεν θα υπάρξει δεύτερη προειδοποίηση». Τον κοίταξε βλοσυρά για λίγη ώρα κι έπειτα ένευσε, σαν να πίστεψε πως ο άντρας είχε πάρει το μάθημά του. «Τι σε κάνει να νομίζεις πως μπορείς να μου λες τι να κάνω, αγόρι μου;»
Ο Ραντ τα έβαλε με τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να δίνει διαταγές εδώ πέρα. Τη δε Κάντσουεϊν δεν μπόρεσε να τη διατάξει ποτέ και πουθενά. Η Μιν έλεγε ότι την είχε ανάγκη αυτή τη γυναίκα, για να του διδάξει κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει, αλλά το μόνο που πετύχαινε ήταν να τον κάνει να νιώθει πιο άβολα απέναντι της. «Θέλω να τελειώνω με τις δουλειές μου εδώ και να φύγω ήσυχα-ήσυχα», είπε τελικά ο Ραντ. «Αν πρόκειται να τους το πεις, τουλάχιστον φρόντισε να μη με πλησιάσουν μέχρι να ετοιμαστώ για αναχώρηση». Η γυναίκα ανασήκωσε ένα φρύδι, σαν περίμενε να της πει κάτι, κι ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Γιατί της άρεσε πάντα να δυσκολεύει τα πράγματα; «Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν δεν έλεγες σε κανέναν πού βρίσκομαι. Σε παρακαλώ», πρόσθεσε αρκετά απρόθυμα. Η Μιν ξεφύσηξε, λες και τόση ώρα κρατούσε την ανάσα της.
«Ωραία», είπε η Κάντσουεϊν μια στιγμή μετά. «Όταν θες, μπορείς να δείξεις καλούς τρόπους, ακόμα κι αν αυτό δίνει την εντύπωση πως έχεις πονόδοντο. Θαρρώ, πάντως, ότι προς το παρόν μπορώ να κρατήσω αυτό το μικρό σου μυστικό. Δεν το ξέρουν όλες πως είσαι στην πόλη. Α, ναι. Ξέχασα να σου πω πως η Μερίς δέσμευσε τον Ναρίσμα, η Κόρελε τον Ντάμερ ενώ ο νεαρός Χόπγουιλ ανήκει στην Ντάιγκιαν». Από τον τρόπο που το είπε, θα έλεγε κανείς πως επρόκειτο για ασήμαντη πληροφορία, από αυτές που εύκολα ξεχνάς.
Ο Ραντ, αυτή τη φορά, δεν μπήκε καν στον κόπο να βρίσει μέσα από τα δόντια του, και το χαστούκι της Κάντσουεϊν κόντεψε να του εξαρθρώσει το σαγόνι. Είδε αστράκια να χορεύουν στο οπτικό του πεδίο. Μια από τις άλλες γυναίκες ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.
«Σ’ το είπα», είπε η Κάντσουεϊν ήρεμα. «Όχι δεύτερη προειδοποίηση».
Η Μιν έκανε ένα βήμα προς το μέρος του κι ο Ραντ κούνησε ελαφρά το κεφάλι του, κάτι που τον βοήθησε να εξαλείψει τα αστράκια. Ήθελε να τρίψει το σαγόνι του, αλλά τα χέρια του κρεμάστηκαν άτονα στα πλευρά του. Έπρεπε να αναγκάσει τον εαυτό του να χαλαρώσει τη λαβή πάνω στο φλάουτο. Για την Κάντσουεϊν, αυτό το χαστούκι ήταν σαν να μη δόθηκε ποτέ.
«Γιατί δέχτηκαν τη δέσμευση ο Φλιν κι οι υπόλοιποι;» ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ.
«Άμα τους δεις, ρώτα τους», του αποκρίθηκε η γυναίκα. «Μιν, μου φαίνεται πως η Αλάνα επιθυμεί να μείνει μόνη μαζί του για λίγο». Στρεφόμενη προς την πόρτα δίχως να περιμένει την απάντηση της Μιν, πρόσθεσε: «Αλάνα, θα σε περιμένω κάτω, στο Δωμάτιο Γυναικών. Μην αργήσεις. Θέλω να επιστρέψω στα Ύψη. Μιν;»
Η Μιν αγριοκοίταζε πότε την Αλάνα, πότε τον Ραντ. Κατόπιν, έκανε με τα χέρια της μια κίνηση γεμάτη απόγνωση κι ακολούθησε την Κάντσουεϊν, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της. Έκλεισε την πόρτα με πάταγο πίσω της.
«Μου άρεσες πιο πολύ με τα δικά σου μαλλιά». Η Αλάνα σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της και τον κοίταξε εξεταστικά. Η οργή κι η ευθυμία αλληλοσπαράζονταν μέσω του δεσμού. «Ήλπιζα πως θα ήταν καλύτερο να βρίσκομαι κοντά σου, αλλά εσύ εξακολουθείς να μοιάζεις με πέτρα μες στο μυαλό μου. Ακόμα και τώρα, δύσκολα μπορώ να καταλάβω αν είσαι αναστατωμένος ή όχι. Βέβαια, καλύτερα που είσαι εδώ. Δεν μου αρέσει να αποχωρίζομαι έναν Πρόμαχο για πολύ».
Ο Ραντ αγνόησε τόσο την ίδια όσο και την κυματιστή χαρά που έρρεε μέσω του δεσμού. «Δεν ρώτησε για ποιο λόγο ήρθα στο Φαρ Μάντινγκ», είπε ήσυχα ο Ραντ, κοιτώντας την πόρτα λες και μπορούσε να διακρίνει την Κάντσουεϊν μέσα από το ξύλο. Σίγουρα θα αναρωτιόταν. «Της είπες ότι ήμουν εδώ, Αλάνα. Εσύ θα πρέπει να ήσουν. Τι απέγινε ο όρκος που έδωσες;»
Η Αλάνα πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε ένα λεπτό πριν απαντήσει. «Δεν είμαι διόλου σίγουρη αν η Κάντσουεϊν δίνει δεκάρα για σένα», του είπε κοφτά. «Εξακολουθώ να είμαι πιστή στον όρκο, όσο μπορώ, αλλά εσύ τα κάνεις δύσκολα». Ο τόνος της φωνής της είχε αρχίσει να γίνεται σκληρός, κι η οργή ξεπηδούσε τώρα δυνατότερη μέσα από τον δεσμό. «Χρωστάω αφοσίωση σε έναν άντρα που φεύγει και με αφήνει πίσω. Πώς είναι δυνατόν να σε υπηρετήσω; Και το πιο σημαντικό, τι έκανες;» Διέσχισε το χαλί και στάθηκε μπροστά του κοιτώντας τον, με την οργή να καίει στη ματιά της. Ο Ραντ ήταν πάνω από ένα κεφάλι ψηλότερός της, αλλά δεν έμοιαζε να το προσέχει. «Κάτι έκανες, το ξέρω. Ήμουν αναίσθητη τρεις μέρες! Τι έκανες;»
«Αποφάσισα πως, αν είναι να δεσμευθώ, καλύτερα να γίνει με την έγκρισή μου». Πήγε να της πιάσει το χέρι, αλλά αυτό προσγειώθηκε στο πρόσωπό του. «Αρκετά με χαστουκίσατε σήμερα».
Η γυναίκα τον αγριοκοίταξε, δείχνοντάς του τα δόντια της λες κι επρόκειτο να του ξεσκίσει τον λαιμό. Το μόνο πράγμα που έρρεε πλέον μέσω του δεσμού ήταν μανία κι οργή, αποσταγμένες σε αιχμηρά στιλέτα. «Άφησες κάποια άλλη να σε δεσμεύσει;» του γρύλισε. «Πώς τόλμησες; Όποια κι αν είναι, θα φροντίσω να δικαστεί και να μαστιγωθεί! Είσαι δικός μου!»
«Επειδή εσύ μου το έκανες δια της βίας, Αλάνα», αποκρίθηκε ψυχρά ο Ραντ. «Αν το ήξεραν κι άλλες αδελφές, εσύ θα μαστιγωνόσουν». Η Μιν τού είχε πει κάποτε πως μπορούσε να εμπιστεύεται την Αλάνα και πως είχε «στο χέρι» την Πράσινη και τέσσερις άλλες αδελφές. Όντως την εμπιστευόταν, και μάλιστα με έναν περίεργο τρόπο, αλλά τον είχε κι η Αλάνα «στο χέρι», κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε. «Ελευθέρωσε με, και θα αρνηθώ ότι συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο». Δεν είχε ιδέα αν αυτό ήταν εφικτό, μέχρι που ο Λαν τού μίλησε σχετικά με τον εαυτό του και τη Μυρέλ. «Ελευθέρωσε με, και σε απαλλάσσω από τον όρκο σου».
Τα κύματα του θυμού που έρρεαν μέσω του δεσμού μειώθηκαν χωρίς να εξαφανιστούν εντελώς, αλλά το πρόσωπό της χαλάρωσε κι η φωνή της ηρέμησε. «Μου πονάς τον καρπό».
Το ήξερε. Ένιωθε κι ο ίδιος τον πόνο μέσα από τον δεσμό. Την άφησε, κι η γυναίκα έτριψε τον καρπό της πολύ πιο επιδηκτικά απ’ όσο θα δικαιολογούσε ο πόνος που αισθανόταν. Εξακολουθώντας να τρίβει τον καρπό της, κάθισε στο δεύτερο κάθισμα και σταύρωσε τα πόδια της. Έμοιαζε σαν να είχε πέσει σε περιουλλογή.
«Σκέφτηκα σοβαρά την περίπτωση να αποδεσμευτούμε», είπε τελικά. «Για την ακρίβεια, την ονειρευόμουν». Άφησε ένα αχνό κι αξιοθρήνητο γελάκι. «Έφτασα στο σημείο να ζητήσω από την Κάντσουεϊν να της μεταφέρω τον δεσμό. Αυτό και μόνο, δείχνει πόσο απελπισμένη ήμουν. Πάντως, αν υπάρχει ένας άνθρωπος που μπορεί να σε χειριστεί, αυτός είναι η Κάντσουεϊν. Μόνο που αρνήθηκε. Έγινε έξαλλη, επειδή το πρότεινα δίχως να σε ρωτήσω, μα ακόμα κι αν συμφωνούσες, εκείνη πάλι θα αρνούνταν». Άπλωσε τα χέρια της. «Οπότε, είσαι δικός μου». Η έκφραση του προσώπου της δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο, αλλά με το που πρόφερε αυτά τα λόγια, η χαρά άστραψε πάλι. «Με όποιον τρόπο κι αν σε απέκτησα, δεν παύεις να είσαι ο Πρόμαχός μου, κι έχω ευθύνη απέναντι σου. Ευθύνη εξίσου ισχυρή με τον όρκο που έδωσα να σε υπακούω. Άρα, δεν πρόκειται να σε ελευθέρωσω για να σε δεσμεύσει καμιά άλλη, εκτός κι αν ξέρω ότι μπορεί να σε χειριστεί καλά. Ποια σε δέσμευσε; Αν είναι τόσο ικανή, θα σε αφήσω να πας μαζί της».
Και μόνο η πιθανότητα να δεχθεί τον δεσμό του η Κάντσουεϊν, προκαλούσε ανατριχίλες στη ραχοκοκαλιά του Ραντ. Η Αλάνα δεν κατάφερε ποτέ να τον ελέγξει με τον δεσμό, κι ο ίδιος δεν πίστευε ότι μπορούσε να το καταφέρει οποιαδήποτε άλλη αδελφή, αλλά δεν σκόπευε να το ρισκάρει με την Κάντσουεϊν. Μα το Φως!
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν νοιάζεται για μένα;» τη ρώτησε απαιτητικά αντί να απαντήσει στην ερώτησή της. Άσχετα αν της είχε εμπιστοσύνη ή όχι, θα φρόντιζε να μη μάθει κανείς την απάντηση. Όσα είχαν κάνει η Ηλαίην, η Μιν κι η Αβιέντα ίσως επιτρέπονταν από τον νόμο του Πύργου, ωστόσο ο φόβος της τιμωρίας από τις υπόλοιπες Άες Σεντάι θα ήταν το λιγότερο που θα τις απασχολούσε, αν τυχόν μαθευόταν πως ήταν δεσμευμένες μαζί του με αυτόν τον τρόπο. Ο Ραντ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και στριφογύρισε στα χέρια του το φλάουτο. «Κι επειδή αρνήθηκε τον δεσμό μου; Ίσως δεν είναι τόσο αδιάφορη για τις συνέπειες όσο εσύ. Ήρθε μαζί μου στην Καιρχίν κι ο μόνος λόγος που έμεινε παραπάνω ήμουν εγώ. Θα πρέπει, δηλαδή, να το χάψω ότι αποφάσισε να επισκεφθεί κάποιους φίλους της ενόσω ήμουν κι εγώ παρών; Σε έφερε μέχρι το Φαρ Μάντινγκ, για να μπορέσει να με ξετρυπώσει».
«Ραντ, ήθελε να ξέρει πού βρίσκεσαι σε καθημερινή βάση», είπε η Αλάνα αποπεμπτικά, «αλλά αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω κι ένας βοσκός στο Σελέισιν που να μην αναρωτιέται που βρίσκεσαι. Όλος ο κόσμος θέλει να το ξέρει. Γνωρίζω πως ήσουν κάπου στον Νότο, αμετακίνητος για μέρες. Όλα αυτά τελείωσαν. Όταν ανακάλυψα πως αυτή κι η Βέριν έρχονταν προς τα εδώ, χρειάστηκε να την παρακαλέσω —γονατιστή!— να με πάρει μαζί. Ωστόσο, ούτε εγώ ήξερα πως ήσουν εδώ, μέχρι που πέρασα την πύλη, στους λόφους πάνω από την πόλη. Πριν από αυτό, νόμιζα πως θα χρειαζόταν να Ταξιδέψω τον μισό δρόμο έως το Δάκρυ για να σε βρω. Η Κάντσουεϊν με δίδαξε μόλις φτάσαμε εδώ, οπότε μη νομίζεις πως μπορείς να με αποφύγεις έτσι εύκολα στο άμεσο μέλλον».
Η Κάντσουεϊν είχε μάθει στην Αλάνα να Ταξιδεύει; Ναι, αλλά το ποιος είχε διδάξει την Κάντσουεϊν παρέμενε άγνωστο. Βέβαια, υπέθετε ότι δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. «Κι ο Ντάμερ με τους άλλους δύο επέτρεψαν στους εαυτούς τους να δεσμευθούν; Ή μήπως εκείνες οι αδελφές τούς πήραν με το "έτσι θέλω", όπως πήρες εσύ εμένα;»
Ένα ελαφρύ φούντωμα κηλίδωσε τα μάγουλά της, αλλά η φωνή της παρέμεινε σταθερή. «Άκουσα τη Μερίς να το ζητάει από τον Τζαχάρ. Του πήρε δύο μέρες να αποδεχθεί κι, απ’ ό,τι είδα, δεν τον πίεσε. Για τους άλλους δεν μπορώ να πω τίποτα, αλλά, όπως είπε η Κάντσουεϊν, μπορείς πάντα να τους ρωτήσεις. Ραντ, πρέπει να καταλάβεις πως αυτοί οι άνθρωποι φοβούνταν να πάνε σε αυτό που αποκαλείς "Μαύρο Πύργο"». Τα χείλη της συστράφηκαν μόλις πρόφερε το όνομα, κι η έκφραση της ξίνισε. «Φοβούνταν πως θα κατηγορηθούν για την επίθεση εναντίον σου. Αν απλώς το έσκαγαν, θα τους έπαιρναν στο κυνήγι σαν να ήταν λιποτάκτες. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, αυτή είναι η επίσημη εντολή σου; Πού αλλού θα πήγαιναν εκτός από τις Άες Σεντάι; Για να μη σου πω ότι, σε τελική ανάλυση, καλά έκαναν». Χαμογέλασε λες και πρόσεξε ξαφνικά κάτι υπέροχο, κι ο τόνος της φωνής της έγινε ενθουσιώδης. «Ραντ, ο Ντάμερ ανακάλυψε έναν τρόπο να Θεραπεύει το σιγάνεμα! Μα το Φως, μπορώ να προφέρω αυτή τη λέξη χωρίς να παγώνει η γλώσσα μου. Θεράπευσε την Ιργκαίην, τη Ρονάιλε και τη Σασέιλ. Έχουν ορκιστεί κι αυτές πίστη απέναντί σου, όπως κι όλες οι άλλες».
«Σε ποιες άλλες αναφέρεσαι;»
«Αναφέρομαι σε όλες τις αδελφές που κρατούσαν αιχμάλωτες οι Αελίτες. Ακόμη κι οι Κόκκινες». Ακουγόταν σαν να μην το πίστευε απόλυτα, και μάλλον έτσι ήταν, αλλά η δυσπιστία έγινε δριμύτητα καθώς η γυναίκα στύλωσε τα πόδια της στο πάτωμα κι έγειρε προς το μέρος του, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της. «Μία προς μία ορκίστηκαν κι αποδέχθηκαν την ποινή που επέβαλες στη Νεσούνε και στις υπόλοιπες, στις πέντε πρώτες που πήραν τον όρκο. Η Κάντσουεϊν δεν τις εμπιστεύεται και δεν θα τις άφηνε ποτέ να φέρουν μαζί κάποιον από τους Προμάχους τους. Παραδέχομαι πως είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου, αλλά νομίζω πως τώρα μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη. Σου ορκίστηκαν πίστη, και ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει αυτό για μια αδελφή. Δεν μπορούμε να σπάσουμε τον όρκο, Ραντ. Είναι αδύνατον».
Ακόμα κι οι Κόκκινες. Είχε εκπλαγεί όταν εκείνες οι πέντε πρώτες αιχμάλωτες του ορκίστηκαν αφοσίωση. Η Ελάιντα τις είχε στείλει να τον απαγάγουν, πράγμα που έκαναν. Ήταν σίγουρος πως αυτό είχε συμβεί επειδή ο ίδιος ήταν τα’βίρεν, αλλά αυτό απλώς αλλοίωνε τις πιθανότητες, κάνοντας βεβαιότητα αυτό που θα μπορούσε να συμβεί μία στο εκατομμύριο. Του ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει πως μια Κόκκινη θα ορκιζόταν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες σε έναν άντρα ικανό να διαβιβάζει.
«Μας χρειάζεσαι, Ραντ». Σηκώθηκε κι έκανε σαν να ήθελε να απομακρυνθεί, αλλά, αντί γι’ αυτό, απέμεινε να τον κοιτάζει, χωρίς να βλεφαρίζει ούτε στο ελάχιστο. Έσιαξε τη φούστα με τα χέρια της, αλλά έμοιαζε να μην ξέρει τι κάνει. «Χρειάζεσαι την υποστήριξη των Άες Σεντάι. Χωρίς αυτή, θα αναγκαστείς να κατακτήσεις το κάθε έθνος ξεχωριστά, και μέχρι στιγμής δεν τα έχεις πάει και τόσο καλά σε αυτόν τον τομέα. Η επανάσταση στην Καιρχίν μπορεί να σου φαίνεται τελειωμένη, αλλά δεν αρέσει σε πολλούς ότι ο Ντομπραίν χρίστηκε Διαχειριστής σου. Αρκετοί ίσως ταχθούν υπέρ του Τόραμ Ριάτιν, αν επανεμφανιστεί. Ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν κάθεται αμέριμνος στην Πέτρα, απ’ ό,τι ακούμε, έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Διαχειριστή σου στο Δάκρυ, αλλά οι επαναστάτες εκεί δεν έσπευσαν από το Χάντον Μιρκ για να τον υποστηρίξουν. Όσον αφορά στο Άντορ δε, η Ηλαίην Τράκαντ μπορεί να ισχυρίζεται πως θα σε στηρίξει μόλις πάρει τον θρόνο, αλλά από την άλλη ανάγκασε τους στρατιώτες σου να φύγουν από το Κάεμλυν, κι η Μάστιγα να με πάρει και να με σηκώσει αν τους επιτρέψει να παραμείνουν στο Άντορ μόλις το πετύχει. Οι αδελφές μπορούν να σε βοηθήσουν κι η Ηλαίην θα μας ακούσει, όπως επίσης κι οι στασιαστές στην Καιρχίν και στο Δάκρυ. Ο Λευκός Πύργος σταματά πολέμους και τερματίζει επαναστάσεις εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Ίσως να μη σου αρέσει η σύμβαση που συνήψαν η Ραφέλα κι η Μεράνα, όταν διαπραγματεύονταν με τη Χαρίνε, αλλά κατάφεραν να πάρουν όσα ζήτησες. Μα το Φως, άνθρωπέ μου, άσε μας να σε βοηθήσουμε!»
Ο Ραντ ένευσε αργά. Το ότι οι Άες Σεντάι τού πρόσφεραν αφοσίωση φάνταζε σαν ένας τρόπος ικανός να εντυπωσιάσει τον κόσμο, καθότι έδειχνε πόσο ισχυρός ήταν. Ο φόβος μήπως τον χρησιμοποιούσαν σαν μαριονέτα, για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς, τον είχε τυφλώσει. Δεν ήθελε να το παραδεχθεί. Είχε φερθεί ανόητα.
Όποιος εμπιστεύεται τους πάντες, είναι ανόητος, είπε ο Λουζ Θέριν, μα κι όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν, είναι ανόητος. Στο τέλος, όλοι είμαστε ανόητοι. Ακουγόταν σχεδόν λογικός.
«Γύρνα πίσω, στην Καιρχίν», είπε ο Ραντ. «Πες στη Ραφέλα και στη Μεράνα ότι θα ήθελα να προσεγγίσουν τους στασιαστές στο Χάντον Μιρκ. Πες τους να πάρουν μαζί τους την Μπέρα και τη Φέλντριν». Ήταν αυτές οι τέσσερις, εκτός από την Αλάνα, που η Μιν τού είχε πει ότι μπορούσε να εμπιστεύεται. Τι είχε πει για τις άλλες πέντε που είχε φέρει μαζί της η Κάντσουεϊν; Ότι καθεμία ξεχωριστά θα τον υπηρετούσε με τον τρόπο της, κάτι που όμως δεν ήταν αρκετό από μόνο του, όχι ακόμα τουλάχιστον. «Θέλω τον Ντάρλιν Σίσνερα για Διαχειριστή μου κι οι νόμοι που θέσπισα να παραμείνουν άθικτοι. Μπορούν να διαπραγματευθούν οτιδήποτε άλλο, αρκεί η επανάσταση να λάβει τέλος. Κατόπιν... Τι συμβαίνει;»
Η Αλάνα κοιτούσε κάτω, ακουμπώντας στη ράχη του καθίσματός της. «Να, έκανα τόσο δρόμο κι εσύ με στέλνεις πάλι πίσω. Μάλλον είναι για καλό, μια κι υπάρχει κι αυτό το κορίτσι». Αναστέναξε. «Δεν έχεις ιδέα τι πέρασα στην Καιρχίν, προσπαθώντας να συγκαλύψω τον δεσμό, ίσα-ίσα για να μπορέσετε εσείς οι δύο να με εμποδίσετε από το να μείνω ξύπνια όλη νύχτα. Κι αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο από το να τον συγκαλύψεις ολότελα, αλλά δεν ήθελα με τίποτα να χάσω εντελώς την επαφή με τους Προμάχους μου. Μόνο που το να γυρίσω στην Καιρχίν θα είναι εξίσου άσχημο».
Ο Ραντ ξερόβηξε. «Αυτό θέλω να κάνεις». Παρ’ όλο που ήξερε καλά πως οι γυναίκες μιλούσαν πιο ξεκάθαρα από τους άντρες για μερικά θέματα, δεν έπαυε να σοκάρεται όποτε το έκαναν. Ήλπιζε πως η Ηλαίην κι η Αβιέντα συγκάλυπταν τον δεσμό όταν έκανε έρωτα με τη Μιν. Όταν ήταν οι δυο τους στο κρεβάτι, δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από αυτήν, όπως συνέβαινε και με την Ηλαίην. Πάντως, δεν ήθελε με τίποτα να το συζητήσει με την Αλάνα. «Μέχρι να αποτελειώσεις τη δουλειά σου στην Καιρχίν, εγώ ίσως να έχω καταστραφεί. Αν όμως... δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, μπορείς να επιστρέψεις. Ωστόσο, θα χρειαστεί να μείνεις μακριά μου εωσότου σε ειδοποιήσω». Ακόμα και με αυτόν τον περιορισμό, η χαρά ξεπήδησε πάλι από μέσα της.
«Δεν πρόκειται να μου πεις ποια σε δέσμευσε, έτσι;» Ο Ραντ ένευσε αρνητικά κι η γυναίκα αναστέναξε. «Καλύτερα να πηγαίνω». Σηκώθηκε, πήρε τον μανδύα της και τον πέρασε πάνω από τον βραχίονά της. «Η Κάντσουεϊν ανυπομονεί. Η Σορίλεα τη συμβούλευσε να μας φροντίζει σαν κλωσόπουλα, κι αυτό κάνει. Με τον τρόπο της, βέβαια». Σταμάτησε στην πόρτα για να του κάνει μία τελευταία ερώτηση. «Γιατί βρίσκεσαι εδώ, Ραντ; Η Κάντσουεϊν μπορεί να μη νοιάζεται, αλλά νοιάζομαι εγώ. Αν επιθυμείς, θα το κρατήσω μυστικό. Δεν κατάφερα ποτέ να παραμείνω πάνω από λίγες μέρες σε στέντιγκ. Γιατί θέλεις σώνει και καλά να παραμείνεις εδώ, όπου δεν μπορείς καν να αισθανθείς την Πηγή;»
«Ίσως να μην είναι και τόσο άσχημο για μένα», της απάντησε ψέματα. Συνειδητοποίησε πως θα μπορούσε κάλλιστα να της πει την αλήθεια. Όντως την εμπιστευόταν για να το κρατήσει μυστικό. Ωστόσο, τον έβλεπε ως Πρόμαχό της, κι ήταν Πράσινη. Όποια εξήγηση κι αν της έδινε, δεν θα τον άφηνε να το αντιμετωπίσει μόνος, αλλά στο Φαρ Μάντινγκ όσο μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό της, άλλο τόσο μπορούσε να υπερασπίσει και τη Μιν, ίσως και λιγότερο. «Εμπρός, Αλάνα. Αρκετό χρόνο έχασα».
Μόλις έφυγε, ο Ραντ ακούμπησε ξανά την πλάτη του στον τοίχο κι άρχισε να ψηλαφίζει και πάλι το φλάουτο. Αντί να παίξει κάποιον σκοπό, αφέθηκε σε σκέψεις. Η Μιν είπε πως είχε ανάγκη την Κάντσουεϊν, αλλά εκείνη δεν έτρεφε κανένα ενδιαφέρον για τον ίδιον, παρά μόνο σαν να ήταν κάτι αξιοπερίεργο. Μάλιστα, εκδήλωνε κακότροπα την περιέργειά της. Έπρεπε να βρει τρόπο να την κάνει να δείξει ενδιαφέρον, αλλά πώς στο Φως θα κατάφερνε κάτι τέτοιο;
Με κάποια δυσκολία, η Βέριν κατάφερε να βγει από το ατομικό φορείο, στην αυλή του παλατιού της Αλέιζ. Δεν το θεωρούσε κι ό,τι ευχάριστο να βρίσκεται εκεί μέσα, αλλά ήταν ο γρηγορότερος τρόπος μετακίνησης στο Φαρ Μάντινγκ. Οι άμαξες, αργά ή γρήγορα, κολλούσαν μέσα στο πλήθος, άσε που δεν πήγαιναν σε κάποια μέρη που ήθελε. Οι υγροί άνεμοι από τη μεριά της λίμνης γίνονταν όλο και ψυχρότεροι καθώς το απόγευμα βάθαινε ολοένα, παραχωρώντας τη θέση του στο λυκόφως, αλλά δεν έδινε και πολλή σημασία στον αέρα που μαστίγωνε τον μανδύα της ενώ ψαχούλευε το πουγκί της, για να βγάλει δύο αργυρά νομίσματα και να τα δώσει στους βαστάζους. Βέβαια, δεν ήταν αναγκασμένη να το κάνει, μια και τα παλικάρια ανήκαν στην Αλέιζ, αλλά η Εαντουίνα δεν θα το μάθαινε. Κανονικά, δεν θα δέχονταν το φιλοδώρημα, αλλά τα νομίσματα χάθηκαν μέσα στα πανωφόρια τους εν ριπή οφθαλμού, ενώ ο νεότερος σε ηλικία, ένας ευπαρουσίαστος μεσήλικας, έκανε μια φιγουράτη υπόκλιση πριν οι δυο τους ξαναπιάσουν το φορείο και ξεμακρύνουν προς τη μεριά του στάβλου, ένα χαμηλό οικοδόμημα, κτισμένο σε μια γωνιά του μπροστινού τοίχου. Η Βέριν αναστέναξε. Ένα αγόρι στη μέση ηλικία. Δεν της είχε πάρει πολύ καιρό όσο βρισκόταν στο Φαρ Μάντινγκ να αρχίσει να σκέφτεται σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Έπρεπε να προσέχει. Ίσως να κινδύνευε αν η Αλέιζ κι οι υπόλοιπες ανακάλυπταν την απάτη της. Υποψιαζόταν πως τα εντάλματα για την εξορία της Βέριν Μάθγουιν δεν είχαν αναιρεθεί. Στο Φαρ Μάντινγκ τηρούσαν σιγή ιχθύος όταν μια Άες Σεντάι ερχόταν σε σύγκρουση με τον νόμο, αλλά οι Σύμβουλοι δεν είχαν κανέναν λόγο να φοβούνται τις Άες Σεντάι, ενώ ο Πύργος, με τη σειρά του και για δικούς του λόγους, σώπαινε στις σπάνιες περιπτώσεις που μια δικαστική απόφαση καταδίκαζε κάποια αδελφή να δεθεί χειροπόδαρα και να μαστιγωθεί. Δεν σκόπευε να γίνει η ίδια η πιο πρόσφατη περίπτωση, εξαιτίας της οποίας ο Πύργος δεν θα έβγαζε άχνα.
Το παλάτι της Αλέιζ ήταν εμφανώς κατώτερο από το Παλάτι του Ήλιου ή από το Βασιλικό Παλάτι του Άντορ, καθώς κι από κάθε άλλο παλάτι απ’ όπου ηγεμόνευαν βασιλιάδες και βασίλισσες. Ήταν δική της ιδιοκτησία και δεν είχε καμιά σχέση με τη θέση της ως Πρώτης Συμβούλου. Υπήρχαν κι άλλα παλάτια, μικρά και μεγάλα, που απλώνονταν πλευρικά στο δικό της, κυκλωμένο το καθένα από έναν μεγάλο τοίχο, εκτός από το τελευταίο, όπου τα Ύψη, το μοναδικό μέρος του νησιού που θα αποκαλούσε κανείς λόφο, κατέληγαν απότομα στα νερά από κάτω, σχηματίζοντας έναν κατακόρυφο γκρεμό. Ωστόσο, δεν ήταν και τόσο μικρό. Οι γυναίκες της Μπαρσάλα ασχολούνταν ενεργά με το εμπόριο και την πολιτική από τότε που η πόλη ονομαζόταν ακόμα Φελ Μορέινα. Διάδρομοι περιστοιχισμένοι από ψηλούς κίονες διέτρεχαν το παλάτι της Μπαρσάλα και στους δύο ορόφους, ενώ λευκό μάρμαρο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού δαπέδου.
Βρήκε την Κάντσουεϊν στο καθιστικό, σε έναν χώρο που θα πρόσφερε άπλετη θέα στη λίμνη, αν δεν ήταν τραβηγμένες οι κουρτίνες, για να κρατούν στο εσωτερικό τη ζέστη από τις φλόγες που τριζοβολούσαν στο μεγάλο μαρμάρινο τζάκι. Η Κάντσουεϊν καθόταν, με το καλάθι των ραφτικών ακουμπισμένο σε ένα μικρό, διακοσμημένο με ψηφίδες τραπεζάκι, πλάι στο κάθισμά της, πλέκοντας με βελονάκι. Δεν ήταν μόνη της. Η Βέριν δίπλωσε τον μανδύα της στη ράχη μιας καρέκλας με μαξιλαράκια και τράβηξε ένα άλλο κάθισμα για να καθίσει.
Η Έλζα ούτε που την κοίταξε. Η Πράσινη με το συνήθως ευχάριστο πρόσωπο καθόταν πάνω στο χαλί, μπροστά από την Κάντσουεϊν, κι έμοιαζε έξαλλη. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει και το βλέμμα της ήταν αγριεμένο. Η Έλζα είχε ανέκαθεν επίγνωση της θέσης της απέναντι στις υπόλοιπες αδελφές, μερικές φορές μάλιστα το παράκανε, Για να αγνοεί τη Βέριν, πόσω μάλλον για να έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την Κάντσουεϊν, σήμαινε πως ήταν εξαιρετικά ταραγμένη. «Πώς μπόρεσες να την αφήσεις να φύγει;» ρώτησε απαιτητικά την Κάντσουεϊν. «Πώς θα τον βρούμε δίχως τη βοήθειά της;» Να, λοιπόν.
Το κεφάλι της Κάντσουεϊν εξακολουθούσε να είναι γερμένο πάνω από το εργόχειρό της, κι εκείνη συνέχιζε να φτιάχνει μικρούς πόντους με τη βελόνα της. «Θα πρέπει να περιμένεις έως ότου επιστρέψει», της αποκρίθηκε ήρεμα.
Τα χέρια της Έλζα σφίχτηκαν σε γροθιές στα πλευρά της. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο αδιάφορη;» τη ρώτησε, πάλι απαιτητικά. «Μιλάμε για τον Αναγεννημένο Δράκοντα! Το μέρος ετούτο θα μπορούσε να αποδειχτεί θανάσιμη παγίδα γι’ αυτόν! Πρέπει να...!» Το στόμα της έκλεισε ερμητικά μόλις η Κάντσουεϊν σήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό της, κάτι που συνήθιζε και τις περισσότερες φορές αποδεικνυόταν αρκετό.
«Αρκετά ανέχθηκα την αγένειά σου, Έλζα. Μπορείς να πηγαίνεις. Τώρα!»
Η Έλζα δίστασε, μα δεν είχε άλλη επιλογή. Το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι αναψοκοκκινισμένο καθώς υποκλινόταν, κρατώντας σφιχτά τη βαθυπράσινη φούστα της, αλλά απομακρύνθηκε από το καθιστικό δίχως περαιτέρω καθυστέρηση.
Η Κάντσουεϊν άφησε το εργόχειρο στα γόνατά της κι έγειρε πίσω. «Θα μου ετοιμάσεις λίγο τσάι, Βέριν;»
Η Βέριν, άθελά της, ξαφνιάστηκε. Η άλλη αδελφή δεν είχε ρίξει ούτε ματιά προς το μέρος της. «Φυσικά, Κάντσουεϊν». Μια ασημένια τσαγιέρα με έντονη διακόσμηση ήταν ακουμπισμένη στο τετράποδο στήριγμα, πάνω σε ένα από τα βοηθητικά τραπεζάκια, κι ευτυχώς ήταν ακόμα ζεστή. «Μήπως δεν ήταν τόσο συνετό να διώξεις την Αλάνα;» ρώτησε.
«Δεν θα μπορούσα να τη σταματήσω χωρίς να μάθει το αγόρι περισσότερα απ’ όσα πρέπει, έτσι δεν είναι;» αποκρίθηκε ξερά η Κάντσουεϊν.
Η Βέριν πήρε την τσαγιέρα με αργές κινήσεις και σέρβιρε τσάι σε ένα λεπτό, μπλε πορσελάνινο φλιτζάνι. Δεν ήταν πορσελάνη των Θαλασσινών, αλλά ήταν φίνα. «Έχεις την παραμικρή ιδέα γιατί ο Ραντ επέλεξε να έρθει στο Φαρ Μάντινγκ; Κόντεψα να πνιγώ μόλις σκέφτηκα ότι ο λόγος που έπαψε να γυροφέρνει είναι επειδή ακριβώς βρισκόταν εδώ. Αν πρόκειται για κάτι επικίνδυνο, ίσως θα ήταν καλό να τον σταματήσουμε».
«Βέριν, έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι λαχταρά η καρδιά του, οτιδήποτε, αρκεί να ζήσει μέχρι την Τάρμον Γκάι’ντον. Θα κάνω το παν για να είμαι στο πλευρό του, μέχρι να τον μάθω πώς να γελά και πώς να κλαίει». Κλείνοντας τα μάτια της, έτριψε τους κροτάφους με τα ακροδάχτυλά της κι αναστέναξε. «Γίνεται σκληρός σαν πέτρα, Βέριν, κι αν δεν μάθει πως δεν είναι παρά ένας απλός άνθρωπος, ελάχιστη σημασία θα έχει αν κερδίσει ή χάσει την Τελευταία Μάχη. Η νεαρή Μιν τού είπε ότι με χρειάζεται· το έμαθα από την ίδια, δίχως να την υποψιάσω για κάτι. Όμως, πρέπει να περιμένω να έρθει μόνος του κοντά μου. Βλέπεις πόσο απερίσκεπτα μεταχειρίζεται την Αλάνα και τις υπόλοιπες. Δεν θα είναι πολύ εύκολη δουλειά να τον διδάξω, ακόμα κι αν το ζητήσει. Απεχθάνεται την καθοδήγηση, νομίζει ότι πρέπει να τα κάνει όλα μοναχός του, να τα μάθει όλα, κι αν δεν τον βάλω σε μια σειρά, δεν πρόκειται να διδαχθεί τίποτα». Τα χέρια της ακούμπησαν στο βελονάκι, πάνω στα γόνατά της. «Φαίνεται πως απόψε έχω διάθεση για εκμυστηρεύσεις. Ασυνήθιστο για τα δεδομένα μου. Αν ξεμπερδέψεις ποτέ με αυτό το σερβίρισμα, μπορεί να σου αποκαλύψω κι άλλα».
«Ναι, φυσικά». Η Βέριν γέμισε ταχύτατα ένα δεύτερο φλιτζάνι κι έριξε το μικρό φιαλίδιο στο σακίδιό της, αφήνοντάς το ξεσκέπαστο. Επιτέλους, μπορούσε να νιώσει σιγουριά με την Κάντσουεϊν. «Θέλεις μέλι;» ρώτησε κάπως μπερδεμένη. «Όλο το ξεχνάω».