Ο δρόμος της επιστροφής στην πόλη ήταν μεγαλύτερος από δύο χιλιόμετρα και περνούσε μέσα από χαμηλούς λόφους, που πότε απομάκρυναν τον πόνο από το πόδι του Ματ και πότε τον επανέφεραν, πριν περάσουν την κορυφή τους κι αντικρίσουν μπροστά τους το Έμπου Νταρ, πίσω από τον υπερβολικά παχύ και περασμένο με άσπρο ασβεστοκονίαμα τοίχο, που κανένας πολιορκητικός καταπέλτης δεν είχε σταθεί ικανός να παραβιάσει. Η πόλη στο εσωτερικό ήταν επίσης άσπρη, μολονότι ξεπηδούσαν εδώ κι εκεί μυτεροί θόλοι με χρωματιστές λωρίδες. Τα κτήρια με το λευκό ασβεστοκονίαμα, λευκοί οβελίσκοι, πύργοι και παλάτια, λαμπύριζαν ακόμα και κάτω από αυτό το γκρίζο, χειμωνιάτικο πρωινό. Πού και που διακρινόταν κάποιος πύργος με ακανόνιστη κορυφή ή ένα κενό, εκεί όπου είχε κατεδαφιστεί κάποιο κτήριο, αλλά η αλήθεια ήταν πως η κατάκτηση των Σωντσάν δεν είχε προξενήσει μεγάλες ζημιές. Ήταν πολύ γρήγοροι και δυνατοί και κατέλαβαν την πόλη πριν οι σκόρπιοι αντιστασιακοί προλάβουν να οργανωθούν.
Παραδόξως, το εμπόριο, ειδικά αυτή την εποχή του χρόνου, δεν είχε μειωθεί σχεδόν καθόλου με την πτώση της πόλης. Οι Σωντσάν το ενθάρρυναν, παρ’ όλο που οι έμποροι, οι καπετάνιοι και τα πληρώματά τους έπρεπε να πάρουν όρκο υποταγής στους Προδρόμους, να περιμένουν τον Γυρισμό και να υπηρετούν Αυτούς Που Γυρίζουν στην Πατρίδα. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σήμαινε πως διάγεις τον συνηθισμένο τρόπο ζωής σου, κι έτσι ήταν ελάχιστοι όσοι αντιδρούσαν. Στο πλατύ λιμάνι υπήρχαν όλο και περισσότερα πλοία κάθε φορά που το κοίταζε ο Ματ. Ειδικά αυτό το απόγευμα, θα μπορούσε να περπατήσει από το Έμπου Νταρ έως το Ράχαντ, μια κακόφημη συνοικία, την οποία δεν θα ξαναεπισκεπτόταν σύντομα. Συχνά, τις μέρες που ακολούθησαν από τότε που άρχισε πάλι να περπατάει κανονικά, κατέβαινε στις αποβάθρες για να χαζέψει. Όχι τα σκάφη με τα ραβδωτά πανιά, ούτε τα πλοία των Θαλασσινών, που οι Σωντσάν είχαν αλλάξει τα ξάρτια τους κι είχαν επανδρώσει με δικά τους πληρώματα, αλλά τα σκάφη με τις σημαίες που απεικόνιζαν τις Χρυσές Μέλισσες του Ίλιαν, ή το Ξίφος και το Χέρι του Άραντ Ντόμαν ή τις Ημισελήνους του Δακρύου. Δεν το έκανε πια. Σήμερα, ούτε καν κοίταξε προς το μέρος του λιμανιού. Αυτά τα ζάρια, που στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι του, έμοιαζαν να βρυχώνται σαν κεραυνοί. Ό,τι κι αν συνέβαινε, αμφέβαλλε πολύ αν θα του άρεσε, κάτι που, ούτως ή άλλως, σπανίως συνέβαινε από τη στιγμή που τον προειδοποιούσαν τα ζάρια.
Παρότι η ροή του πλήθους στη μεγάλη αψιδωτή είσοδο ήταν σταθερή κι οι πεζοί έμοιαζαν να στριμώχνονται για να περάσουν, μια πλατιά φάλαγγα από καρότσες και βοϊδάμαξες, που εκτεινόταν μέχρι πέρα, στο ύψωμα, περίμενε να εισέλθει χωρίς να κινείται σχεδόν καθόλου. Όποιος ήταν έφιππος, ήταν εξ ορισμού Σωντσάν, ασχέτως αν είχε σκούρα επιδερμίδα, όπως οι Θαλασσινοί, ή πελιδνή, όπως οι Καιρχινοί. Άλλωστε, δεν ξεχώριζαν μόνο επειδή ήταν έφιπποι. Κάποιοι από τους άντρες φορούσαν πολύπτυχα παντελόνια και παράξενα, σφιχτά πανωφόρια με ψηλούς γιακάδες, που έκλειναν εφαρμοστά μέχρι το σαγόνι, όπως επίσης και σειρές λαμπερά, μεταλλικά κουμπιά στο μπροστινό μέρος, ή χυτά πανωφόρια με περίτεχνα κεντήματα, μακριά σχεδόν όσο ένα φόρεμα. Ανήκαν στη Γενιά, όπως κι οι γυναίκες με τα παράξενα φορέματα ιππασίας, που έμοιαζαν φτιαγμένα από στενές πιέτες, με τις σκιστές φούστες, που αποκάλυπταν χρωματιστές μπότες, και φαρδιά μανίκια που κρέμονταν έως τα πόδια τους, που τα στήριζαν στους αναβολείς. Μερικές φορούσαν δαντελένια βέλα που άφηναν να φανούν μονάχα τα μάτια τους, έτσι που το πρόσωπό τους να μην εκτίθεται στα βλέμματα των κοινών θνητών. Ωστόσο, οι περισσότεροι καβαλάρηδες φορούσαν αρματωσιές με λαμπερά χρώματα ή μεταλλικά λέπια. Υπήρχαν και γυναίκες στρατιώτες, αν και δύσκολα θα τις διέκρινες με αυτές τις βαμμένες περικεφαλαίες, όμοιες με κεφάλια τερατωδών εντόμων. Τουλάχιστον, κανείς δεν φορούσε τις κοκκινόμαυρες στολές των Φρουρών του Θανάτου. Ακόμα κι οι άλλοι Σωντσάν έδειχναν νευρικοί όταν βρίσκονταν κοντά τους, κι αυτό ήταν αρκετή προειδοποίηση για τον Ματ για να τους αποφεύγει.
Όπως και να έχει όμως, κανείς από τους Σωντσάν δεν έριξε δεύτερη ματιά σε τρεις άντρες κι ένα αγόρι που βάδιζαν αργά προς την πόλη, κατά μήκος της φάλαγγας των καροτσιών και των αμαξών. Η αλήθεια ήταν πως οι άντρες περπατούσαν αργά, ενώ ο Όλβερ χοροπηδούσε. Το πόδι του Ματ ήταν η αιτία που επιβράδυνε την πορεία τους, αλλά προσπαθούσε να μη γίνει φανερό πόσο πολύ στηριζόταν στη μαγκούρα του. Τα ζάρια ανήγγελλαν συνήθως περιστατικά που παρά τρίχα κατάφερνε να τη γλιτώσει, όπως διάφορες μάχες ή κάποιο κτήριο που θα έπεφτε στο κεφάλι του. Ή την Τάυλιν. Δεν τολμούσε καν να σκεφτεί τι θα συνέβαινε όταν θα σταματούσαν αυτή τη φορά.
Σχεδόν σε όλες τις καρότσες και τις άμαξες που εγκατέλειπαν την πόλη, υπήρχαν Σωντσάν, οι οποίοι τις οδηγούσαν ή βάδιζαν πλάι τους, ντυμένοι απλούστερα από τους έφιππους και χωρίς να δείχνουν διόλου παράξενοι, αλλά όσοι περίμεναν στη γραμμή ήταν πιθανότατα Εμπουνταρινοί ή κάτοικοι των γύρω περιοχών, άντρες με μακρόστενα γιλέκα ή γυναίκες με φούστες ραμμένες στη μια μεριά, έτσι που να αποκαλύπτουν ένα καλτσωμένο πόδι ή ένα ζωηρόχρωμο μεσοφόρι, ανεβασμένοι πάνω σε άμαξες που, όπως και τα καρότσια τους, τις έσερναν βόδια. Εδώ κι εκεί, κατά μήκος της φάλαγγας, έβλεπες διάφορους ξενομερίτες, εμπόρους με μικρά καραβάνια από άμαξες που τις έσερναν άλογα. Εδώ, στον Νότο, υπήρχε περισσότερο εμπόριο τον χειμώνα παρά στον Βορρά, όπου οι έμποροι έπρεπε να δώσουν μάχη με τους χιονοσκέπαστους δρόμους, άσε που μερικοί έρχονταν από πολύ μακριά. Μια εύσωμη Ντομανή, με ένα όμορφο μπάλωμα πάνω στο χαλκόχρωμο μάγουλό της, επικεφαλής τεσσάρων αμαξών, άδραξε τον λουλουδάτο μανδύα γύρω από το κορμί της κι αγριοκοίταξε έναν μάλλον γλοιώδη άντρα πέντε άμαξες πιο κάτω, που έκρυβε τα μακριά και παχιά του μουστάκια πίσω από ένα Ταραμπονέζικο κάλυμμα και καθόταν δίπλα στον οδηγό. Ανταγωνιστής, αναμφίβολα. Μια λιγνή Καντορινή με ένα τεράστιο μαργαριτάρι στο αριστερό αυτί και με ασημένιες αλυσίδες στο στήθος καθόταν ήρεμα στη σέλα, με το γαντοφορεμένο της χέρι να ακουμπά στο μπροστάρι, αγνοώντας πιθανότατα πως, από τη στιγμή που θα έμπαιναν στην πόλη, τόσο το γκρίζο ευνουχισμένο της ζώο όσο κι οι δικοί της, που βρίσκονταν πάνω στην άμαξα, θα πήγαιναν κατευθείαν στη λοταρία. Ένα στα πέντε άλογα το έπαιρναν από τους ντόπιους και, για να μην παρεμποδίσουν το εμπόριο, ένα στα δέκα από τους ξενομερίτες. Ναι, το πλήρωναν, και μάλιστα η τιμή του ήταν αρκετά τσουχτερή μερικές μέρες, αλλά όχι ικανοποιητική για τις ανάγκες της αγοράς, δεδομένης της ζήτησης. Ο Ματ ανέκαθεν παρατηρούσε τα άλογα, έστω κι αδιάφορα. Ένας χοντρός Καιρχινός, με πανωφόρι εξίσου ατημέλητο με εκείνα των αμαξάδων του, φώναζε αγριεμένα για την καθυστέρηση, ενώ η καστανοκόκκινη φοράδα του έκανε νευρικές κινήσεις. Για φοράδα είχε πολύ καλό σουλούπι, κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει σε αξιωματικό. Τι θα συνέβαινε, άραγε, όταν θα σταματούσαν τα ζάρια;
Οι πλατιές, αψιδωτές πύλες της πόλης είχαν φρουρούς, αν και μόνο οι Σωντσάν τους αναγνώριζαν ως τέτοιους. Οι σουλ’ντάμ, με τις γαλάζιες φορεσιές με τον κεραυνό στο πλαίσιο, πηγαινοέρχονταν μπρος-πίσω στην ακατάπαυτη ροή του πλήθους, με τις γκριζοντυμένες νταμέην δεμένες στα ασημένια α’ντάμ. Ένα και μόνο ζεύγος από δαύτες θα ήταν αρκετό να καταστείλει οποιαδήποτε είδους φασαρία πριν εξελιχθεί σε γενικευμένη επίθεση, ίσως ακόμα κι αυτή, αλλά δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος της παρουσίας τους. Τις πρώτες μέρες που ακολούθησαν την πτώση του Έμπου Νταρ, κι ενώ ο Ματ ήταν ακόμα κατάκοιτος, οι Σωντσάν αλώνιζαν την πόλη σε αναζήτηση των γυναικών που αποκαλούνταν μαράθ’νταμέην, και τώρα φρόντιζαν να μην εισέλθει καμιά τους. Καθεμία σουλ’ντάμ κουβαλούσε ένα επιπλέον λουρί τυλιγμένο στον ώμο της, σε περίπτωση ανάγκης. Ζευγάρια φρουρών περιπολούσαν και τις αποβάθρες, εξετάζοντας κάθε νεοεισερχόμενο πλοιάριο ή βάρκα.
Δίπλα στη φαρδιά, αψιδωτή είσοδο της πόλης, πάνω σε μια μακρόστενη πλατφόρμα, επιδεικνύονταν, σε πασσάλους που υψώνονταν είκοσι πόδια από το έδαφος, τα κατραμαψένα αλλά αναγνωρίσιμα ακόμα κεφάλια περισσότερων από δώδεκα αντρών και δύο γυναικών που είχαν παραβεί τη δικαιοσύνη των Σωντσάν. Από πάνω τους κρεμόταν το σύμβολο αυτής της δικαιοσύνης, ο πέλεκυς του δήμιου με τις επικλινείς άκρες και τη λαβή του τυλιγμένη σε ένα περίτεχνα δεμένο λευκό σχοινί. Σε μια πινακίδα κάτω από κάθε κεφάλι αναγραφόταν το ανάλογο έγκλημα που είχε διαπραχθεί, φόνος ή βιασμός, βίαιη ληστεία ή επίθεση εναντίον μέλους της Γενιάς. Τα μικρότερα αδικήματα τιμωρούνταν με πρόστιμα, μαστίγωμα ή με το να γίνει ο κατηγορούμενος ντα’κοβάλε. Οι Σωντσάν ήταν αμερόληπτοι σε τέτοια ζητήματα. Στην επίδειξη αυτή δεν υπήρχε το κεφάλι κανενός που να ανήκει στη Γενιά —ένας ή δύο που κρίθηκαν ένοχοι και θα εκτελούνταν, στάλθηκαν στους Σωντσάν, ή στραγγαλίστηκαν με το λευκό σχοινί— αλλά τρία από τα κεφάλια σχετίζονταν με τους Σωντσάν, κι η δικαιοσύνη τους έπεφτε πότε περισσότερο και πότε λιγότερο βαριά. Δύο πινακίδες με την ένδειξη ΣΤΑΣΙΑΣΤΕΣ κρέμονταν κάτω από τα κεφάλια της γυναίκας που υπήρξε Κυρά των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε και του άντρα που υπήρξε Κύριος των Λεπίδων.
Ο Ματ είχε περάσει αρκετές φορές την πύλη, κι έτσι ελάχιστα πρόσεξε την επίδειξη. Ο Όλβερ χοροπηδούσε τραγουδώντας ένα ρυθμικό τραγούδι. Ο Μπέσλαν με τον Θομ περπατούσαν δίπλα-δίπλα, και κάποια στιγμή ο Ματ έπιασε μια χαμηλόφωνη φράση, κάτι σαν «επικίνδυνη δουλειά», εκ μέρους του Θομ, αλλά δεν έδινε δεκάρα τι έλεγαν. Κατόπιν, μπήκαν στη μακρόστενη και σκοτεινή σήραγγα, από την οποία ο δρόμος προχωρούσε μέσα από τα τείχη, κι ο βρόντος από τις άμαξες που περνούσαν ήταν τέτοιος, που θα ήταν αδύνατον να ακούσει κάτι, ακόμα κι αν το ήθελε. Περπατώντας κατά μήκος της μίας μεριάς του δρόμου, κρατώντας κάποια απόσταση από τους τροχούς των αμαξών, ο Θομ κι ο Μπέσλαν βάδιζαν συζητώντας χαμηλόφωνα, ενώ ο Όλβερ τους ακολουθούσε κατά πόδας, αλλά όταν ο Ματ ξαναβγήκε στο φως της μέρας, έπεσε πάνω στην πλάτη του Θομ, πριν αντιληφθεί πως όλοι τους είχαν σταματήσει απότομα δίπλα στην είσοδο της σήραγγας. Πάνω που πήγε να κάνει ένα καυστικό σχόλιο, πρόσεξε ξαφνικά τι ήταν αυτό που κοιτούσαν. Οι πεζοί που έβγαιναν από τη σήραγγα, πίσω του, τους παραμέρισαν, αλλά ο Ματ συνέχισε να ατενίζει μπροστά.
Οι δρόμοι του Έμπου Νταρ ήταν ανέκαθεν γεμάτοι κόσμο, αλλά ποτέ δεν επικρατούσε αυτή η κατάσταση. Ήταν σαν να είχε σπάσει κάποιο φράγμα κι ένας καταιγισμός ανθρώπων είχε ξεχυθεί στην πόλη. Το πλήθος στριμωχνόταν στον δρόμο, μπροστά του, καταλαμβάνοντας όλο το φάρδος του, από τη μια μεριά μέχρι την άλλη, κυκλώνοντας ολόκληρες αρμαθιές από κατοικίδια ζώα που ουδέποτε είχε ξαναδεί, άσπρα βόδια με κηλίδες και μακριά κέρατα με κλίση προς τα επάνω, ωχρές, καφετιές κατσίκες καλυμμένες με ραφινάτο μαλλί, που κρεμόταν έως το λιθόστρωτο δάπεδο, και πρόβατα με τέσσερα κέρατα. Όποιον δρόμο και να κοιτούσε, έμοιαζε συνωστισμένος. Άμαξες και καρότσες πάσχιζαν να περάσουν μέσα από όλη αυτή τη μάζα, αν, δηλαδή, μπορούσαν να κινηθούν καθόλου, ενώ οι φωνές κι οι βωμολοχίες των αμαξάδων πνίγονταν στον ορυμαγδό των ζώων. Ο Ματ δεν ξεχώριζε λόγια, αλλά διέκρινε τις προφορές. Αργές και μακρόσυρτες προφορές των Σωντσάν. Κάποιοι από τους άντρες σκουντούσαν τον διπλανό τους κι έδειχναν προς το μέρος του, έτσι όπως ήταν ντυμένος με τα φανταχτερά του ρούχα. Έδειχναν χάσκοντας προς κάθε κατεύθυνση, λες και δεν είχαν ξαναδεί στη ζωή τους πανδοχείο ή μαχαιροποιείο, αλλά ο Ματ εξακολουθούσε να γρυλίζει μέσα από τα δόντια του, τραβώντας το γείσο του καπέλου του χαμηλότερα.
«Ο Γυρισμός», μουρμούρισε ο Θομ, κι αν ο Ματ δεν βρισκόταν ακριβώς πλάι του, δεν θα άκουγε τίποτα. «Όσο εμείς χουζουρεύαμε με τον Λούκα, το Κορίν κατέφθανε».
Ο Ματ σκεφτόταν συχνά τον Γυρισμό, κάτι για το οποίο οι Σωντσάν συνήθιζαν να αναφέρονται ως στρατιωτική εισβολή. Μια γυναίκα που εκτελούσε χρέη αμαξά φώναξε, κουνώντας το μαστίγιό της με τη μακρόστενη λαβή προς το μέρος κάποιων πιτσιρικάδων, που είχαν συρθεί στη μια πλευρά του πλαισίου του κάρου, για να σκαλίσουν κάτι που έμοιαζε με κληματαριές μέσα σε ξύλινους κάδους. Ένα άλλο κάρο κουβαλούσε ένα μακρόστενο πιεστήριο, κι ένα άλλο, που με το ζόρι κατάφερε να χωρέσει στη σήραγγα, μετέφερε αντικείμενα που έμοιαζαν με βαρέλια μπύρας κι ανέδιδαν μια αδιόρατη μυρωδιά λυκίσκου. Κιβώτια με κοτόπουλα, πάπιες και χήνες σε παράδοξα χρώματα στόλιζαν μερικές από αυτές τις άμαξες. Προφανώς, δεν ήταν για πούλημα, έμοιαζαν μάλλον με αποθέματα κάποιου αγρότη. Ναι, ο όχλος αυτός έδινε την εντύπωση στρατού, αλλά όχι όπως τον είχε φανταστεί ο Ματ. Πολύ πιο δύσκολα τα έβγαζες πέρα με δαύτους, παρά με κανονικούς στρατιώτες.
«Που να πάρει και να σηκώσει, πώς θα περάσουμε μέσα από όλο αυτό το πράγμα;» μούγκρισε αηδιασμένος ο Μπέσλαν, κι υψώθηκε στις μύτες των ποδιών του, πασχίζοντας να διακρίνει κάτι πάνω από όλο αυτό το πλήθος. «Πόσο θα μας πάρει να βρούμε άδειο δρόμο;»
Ο Ματ θυμήθηκε έξαφνα αυτό που δεν είχε δει, παρ’ όλο που ήταν μπροστά στα μάτια του, το κατάμεστο από πλοία λιμάνι. Κατάμεστο από πλοία. Θα πρέπει να ήταν δύο, μπορεί και τρεις, φορές περισσότερα από αυτά που υπήρχαν όταν έφυγαν για τον καταυλισμό του Λούκα με το φως της αυγής, μερικά μάλιστα μανουβράριζαν ακόμα με ορθάνοιχτα πανιά. Πράγμα που σήμαινε ότι υπήρχαν κι άλλα που περίμεναν να αγκυροβολήσουν. Μα το Φως! Πόσα από αυτά άδειασαν το εμπόρευμά τους από το πρωί; Πόσα περίμεναν να αδειάσουν; Μα το Φως, πόσο κόσμο κουβαλούσαν τόσο πολλά σκάφη; Και γιατί ήρθαν όλα εδώ αντί να πάνε στο Τάντσικο; Μια ανατριχίλα διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλα.
«Καλύτερα να προσπαθήσεις να πας από τα πίσω δρομάκια και να βρεις κανένα σοκάκι», είπε, υψώνοντας τη φωνή του, για να ακουστεί πάνω από τη βαβούρα. «Αλλιώς, δεν θα φτάσεις στο Παλάτι πριν βραδιάσει».
Ο Μπέσλαν τον κοίταξε συνοφρυωμένος. «Δεν θα επιστρέψεις μαζί μας; Ματ, αν κάνεις πως δωροδοκείς κανέναν, για να σαλπάρεις ξανά... ξέρεις πως δεν θα σου χαριστεί αυτή τη φορά».
Ο Ματ ανταπέδωσε το συνοφρύωμα στον γιο της Βασίλισσας. «Θέλω απλώς να κάνω μια βόλτα στα πέριξ», είπε ψέματα. Μόλις επέστρεφε στο Παλάτι, η Τάυλιν θα άρχιζε να τον παραχαϊδεύει και να τον κανακεύει. Όχι ότι θα ήταν κι άσχημα, μόνο που η γυναίκα δεν έδινε πεντάρα ποιος θα την έβλεπε να του χαϊδεύει τα μάγουλα και να ψιθυρίζει λόγια στοργής στο αυτί του, συμπεριλαμβανομένου του γιου της. Επιπλέον, τι θα συνέβαινε αν ο χορός των ζαριών μέσα στο κεφάλι του σταματούσε όταν θα έφτανε κοντά της; Η λέξη «κτητική» δεν ήταν κατάλληλη για την Τάυλιν ετούτες τις μέρες. Αίμα και στάχτες, μπορεί αυτή η γυναίκα να είχε αποφασίσει να τον παντρευτεί! Ο ίδιος δεν ήθελε να παντρευτεί ακόμα, άσε που ήξερε ποια θα παντρευόταν, κι αυτή σίγουρα δεν ήταν η Τάυλιν Κουιντάρα Μίτσομπαρ. Τι θα έκανε, όμως, αν εκείνη είχε άλλη γνώμη;
Ξαφνικά, θυμήθηκε τα λόγια του Θομ περί «επικίνδυνης δουλειάς». Ήξερε τον Θομ τόσο καλά όσο και τον Μπέσλαν. Ο Όλβερ παρατηρούσε τους Σωντσάν με βλέμμα σκληρό, όσο σκληρό ήταν και το δικό τους όταν παρατηρούσαν τους άλλους τριγύρω. Κίνησε προς το μέρος τους για να τους δει κάπως καλύτερα, αλλά ο Ματ τον άδραξε από τον ώμο πάνω στην ώρα και, βάζοντάς του τις φωνές, τον έσπρωξε στην αγκαλιά του Θομ. «Πάρε το αγόρι στο Παλάτι και δώσ’ του ένα μάθημα μόλις η Ρισέλ ξεμπερδέψει μαζί του. Και ξέχνα όποια τρέλα έχεις κατά νου. Τα κεφάλια σας, και της Τάυλιν μαζί, μπορεί να κρεμαστούν ως έκθεμα έξω από την πύλη». Και το δικό του, επίσης. Καλύτερα να μην το ξεχνούσε αυτό!
Οι δύο άντρες κοίταξαν προς το μέρος του ανέκφραστοι, λες κι επιβεβαίωναν τις υποψίες του.
«Ίσως θα έπρεπε να σε συνοδεύσω στη βόλτα σου», είπε τελικά ο Θομ. «θα μπορούσαμε να συζητήσουμε. Είσαι αξιοσημείωτα τυχερός, Ματ, κι η αλήθεια είναι πως έχεις μια κλίση για... πώς να το πούμε... περιπέτεια, έτσι;» Ο Μπέσλαν συγκατάνευσε. Ο Όλβερ σφάδαζε στην αρπάγη του Θομ, πασχίζοντας ταυτόχρονα να κοιτάει όλο αυτό το παράξενο πλήθος και χωρίς να τον νοιάζει διόλου τι συζητούσαν οι μεγαλύτεροι του.
Ο Ματ γρύλισε ξινά. Γιατί, άραγε, όλοι ήθελαν να τον βλέπουν ως ήρωα; Αργά ή γρήγορα, αυτό θα τον σκότωνε. «Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε τίποτα. Βρίσκονται εδώ, Μπέσλαν. Αν δεν μπορέσεις να τους σταματήσεις για να μην μπουν, είναι σίγουρο, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, ότι μετά δεν θα καταφέρεις να τους διώξεις. Βέβαια, αν πιστέψουμε τις φήμες, θα τους αναλάβει ο Ραντ». Για άλλη μια φορά, εκείνα τα περιδινούμενα χρώματα άρχισαν να στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι του, εξαλείφοντας για μια στιγμή τον ήχο των ζαριών. «Πήρες αυτόν τον καταραμένο όρκο, να περιμένεις τον Γυρισμό. Όλοι τον πήραμε». Η άρνηση είχε ως αποτέλεσμα να σε αλυσοδέσουν και να σε βάλουν να δουλεύεις στις αποβάθρες ή να καθαρίζεις τις διώρυγες του Ράχαντ, κάτι που, για τα δεδομένα του Ματ, ήταν άσχετο με οποιονδήποτε όρκο. «Υπηρετούμε τον Ραντ». Τα χρώματα επανήλθαν και χάθηκαν ξανά. Αίμα και στάχτες! Έπρεπε να πάψει να σκέφτεται... κάποια συγκεκριμένα άτομα. Τα χρώματα στροβιλίστηκαν και πάλι. «Μπορεί να εμφανιστεί σύντομα, αν του δώσεις χρόνο».
«Δεν κατάλαβες, Ματ», είπε ο Μπέσλαν σχεδόν έξαλλος. «Η μητέρα εξακολουθεί να κατέχει τον θρόνο κι η Σούροθ λέει πως θα κυβερνήσει όλη την Αλτάρα, όχι μόνο τις περιοχές γύρω από το Έμπου Νταρ. Ίσως να διοικήσει κι άλλα εδάφη, αλλά πρέπει να είναι υποτελής και να ορκιστεί πίστη σε μια γυναίκα που βρίσκεται στην απέναντι μεριά του Ωκεανού Άρυθ. Η Σούροθ λέει πως θα νυμφευθώ κάποια γυναίκα από τη Γενιά τους κι ότι θα ξυρίσω τα πλάγια του κεφαλιού μου, κι η μητέρα την ακούει. Μπορεί η Σούροθ να προσποιείται πως είναι ίσες, αλλά η μητέρα πρέπει να την ακούει όποτε μιλάει. Άσχετα όμως από τα λεγόμενα της Σούροθ, το Έμπου Νταρ δεν μας ανήκει πια κι ούτε οι υπόλοιπες περιοχές θα γίνουν ποτέ δικές μας. Ίσως να είναι δύσκολο να τους διώξουμε με τη βία, αλλά μπορούμε να τους κάνουμε τον βίο αβίωτο. Βρες τους Λευκομανδίτες και ρώτα τους τι εννοούν λέγοντας "Αλταρανή Μεσημβρία"».
Ο Ματ μπορούσε να συμπεράνει για τι πράγμα μιλούσε ο νεαρός χωρίς να ρωτήσει διευκρινίσεις. Κρατήθηκε να μην αναφέρει πως στο Έμπου Νταρ υπήρχαν περισσότεροι στρατιώτες Σωντσάν παρά Λευκομανδίτες σε όλη την Αλτάρα κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Λευκομανδιτών. Ένας δρόμος γεμάτος Σωντσάν δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να σου λυθεί η γλώσσα, κι ας ήταν οι περισσότεροι αγρότες και τεχνίτες. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, φιρί-φιρί το πας να βρεθεί το κεφάλι σου καρφωμένο στον πάσσαλο», είπε σιγανά, όσο σιγανά μπορούσε, για να ακουστεί πάνω από τον ορυμαγδό των φωνών, των βοδιών που μουγκάνιζαν και των χηνών που έκρωζαν. «Έχεις ακουστά τους Αφουγκραστές τους. Αυτός εκεί ο τύπος, που μοιάζει με σταβλίτη, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τέτοιος, ή ακόμα κι εκείνη η κοκαλιάρα, με τον μπόγο στην πλάτη».
Ο Μπέσλαν αγριοκοίταξε τόσο έντονα τους δύο που έδειχνε ο Ματ, οι οποίοι, αν όντως ήταν Αφουγκραστές, θα τον ανέφεραν γι’ αυτό και μόνο. «Μάλλον θα αλλάξεις βιολί όταν φτάσουν στο Άντορ», γρύλισε κι άνοιξε δρόμο μέσα από τον όχλο σπρώχνοντας όποιον έβρισκε μπρος του. Ο Ματ δεν θα εκπλησσόταν αν ξεσπούσε καυγάς. Είχε μια υποψία ότι ο Μπέσλαν πήγαινε γυρεύοντας.
Ο Θομ στράφηκε να τον ακολουθήσει μαζί με τον Όλβερ, αλλά ο Ματ τον έπιασε από το μανίκι. «Ηρέμησε τον αν μπορείς, Θομ. Και δείξε ψυχραιμία. Θα έλεγα πως αρκετά πέρασες κι εσύ, για να κάνεις τα στραβά μάτια».
«Το μυαλό μου είναι ήρεμο και θα προσπαθήσω να καλμάρω και το δικό του», αποκρίθηκε ξερά ο Θομ. «Ωστόσο, δεν μπορεί να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Για τη χώρα του πρόκειται». Ένα αχνό χαμόγελο χάραξε το πέτσινο πρόσωπό του. «Λες πως δεν θα ριψοκινδυνεύσεις, αλλά θα το κάνεις. Κι όταν γίνει αυτό, θα κάνεις τα πάντα προκειμένου να φανεί πως εγώ κι ο Μπέσλαν απλώς κάνουμε μια απογευματινή βόλτα στον κήπο. Μ’ εσένα τριγύρω, ακόμα κι ο μπαρμπέρης κάνει τα στραβά μάτια. Έλα, αγόρι μου», είπε και, πιάνοντας τον Όλβερ, τον τοποθέτησε πάνω στους ώμους του. «Η Ρισέλ μπορεί να μη σε αφήσει να ακουμπήσεις το κεφάλι σου στα στήθη της, αν αργήσεις στο μάθημα».
Ο Ματ τον κοίταξε βλοσυρά καθώς απομακρυνόταν. Έμοιαζε να έχει λιγότερες δυσκολίες από τον Μπέσλαν στο να κουβαλάει τον Όλβερ καβάλα στους ώμους του. Τι εννοούσε, άραγε, ο Θομ; Ποτέ, μα ποτέ, δεν έπαιρνε ρίσκα, εκτός κι αν ήταν υποχρεωτικά. Έριξε μια αδιάφορη ματιά προς το μέρος της αποστεωμένης γυναίκας και του τύπου με τις μπότες, που ήταν καλυμμένες με κοπριά. Μα το Φως, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι Αφουγκραστές, κι αυτό ίσχυε για τον οποιονδήποτε. Προς το παρόν, το μόνο που ένιωσε ήταν ένα τσίμπημα ανάμεσα στους ώμους του, λες και τον παρακολουθούσαν.
Προχωρούσε αργά-αργά, διασχίζοντας δρόμους που, όσο προσέγγιζε την αποβάθρα, γέμιζαν ολοένα από κόσμο, ζώα κι άμαξες. Οι πάγκοι στις γέφυρες, πάνω από τις διώρυγες, είχαν κατεβάσει ρολά, οι γυρολόγοι είχαν μαζέψει τις κουβέρτες τους, ενώ οι ακροβάτες κι οι ταχυδακτυλουργοί, που συνήθως διασκέδαζαν τον κόσμο σε κάθε σταυροδρόμι, είχαν φύγει κι αυτοί λόγω έλλειψης χώρου. Οι Σωντσάν ήταν πάρα πολλοί, κι ίσως ένας στους πέντε ήταν στρατιώτης, κάτι που γινόταν εμφανές από τα σκληρά τους βλέμματα κι από την κορμοστασιά τους, η οποία ήταν τελείως διαφορετική από αγρότη ή τεχνίτη, ακόμα κι όταν δεν φορούσαν πανοπλία. Πού και πού, ζευγάρια από σουλ’ντάμ και νταμέην διέσχιζαν τον δρόμο σε μια δίνη ανοικτού χώρου, περισσότερου από αυτόν που καταλάμβαναν οι στρατιώτες. Δεν τους παραχωρούσαν τόσο χώρο από φόβο, όχι οι Σωντσάν τουλάχιστον. Υποκλίνονταν με σεβασμό στις γυναίκες με τα κόκκινα πλαίσια που απεικόνιζαν τον κεραυνό πάνω στα γαλάζια ρούχα τους, και χαμογελούσαν ενθαρρυντικά καθώς τα ζευγάρια τους προσπερνούσαν. Ο Ματ δεν σκεφτόταν πια τον Μπέσλαν. Κανείς δεν θα μπορούσε να διώξει τους Σωντσάν από αυτόν τον τόπο, εκτός από έναν ολόκληρο στρατό Άσα’μαν, όπως ακριβώς φημολογούνταν ότι τους πολέμησαν στα ανατολικά, μια εβδομάδα πριν. Ή από κάποιον οπλισμένο με τα μυστικά των Διαφωτιστών. Τι στο καλό τον ήθελε τον καμπανοχύτη η Αλούντρα;
Πρόσεξε πολύ, έτσι ώστε να μην πλησιάσει την αποβάθρα. Είχε πάρει το μάθημά του. Αυτό που επιθυμούσε κατά βάθος ήταν μια παρτίδα ζάρια, που να διαρκούσε μέχρι το βράδυ. Αν, μάλιστα, τραβούσε έως αργά, η Τάυλιν θα είχε πέσει για ύπνο όταν θα επέστρεφε στο Παλάτι. Του είχε πάρει τα ζάρια, ισχυριζόμενη πως δεν της άρεσε να τον βλέπει να παίζει τυχερά παιχνίδια, κάτι που όμως έκανε η ίδια όταν την έπεισε να βάλει στοίχημα ένα πρόστιμο, όσο αυτός ήταν κρεβατωμένος. Ευτυχώς, δεν ήταν και πολύ δύσκολο να βρει κανείς ζάρια και, καθότι τυχερός, πάντα του έβγαινε σε καλό να χρησιμοποιεί τα ζάρια των άλλων. Δυστυχώς όμως, από τη στιγμή που ο Ματ αντιλήφθηκε πως η γυναίκα δεν επρόκειτο να πληρώσει το πρόστιμο για να αφεθεί ελεύθερος —άλλωστε, προσποιούνταν πως δεν ήξερε για τι πράγμα τής μιλούσε!— τα είχε χρησιμοποιήσει για να της επιστρέψει λιγάκι από το δικό της γιατρικό. Μεγάλο λάθος, παρ’ όλο που εκείνη την ώρα είχε πλάκα. Όταν τα πρόστιμα εξαντλήθηκαν, η γυναίκα έγινε δυο φορές χειρότερη από πριν.
Ωστόσο, τα κουτούκια κι οι κοινές αίθουσες όπου μπήκε ήταν φίσκα από κόσμο όσο κι οι δρόμοι, και δεν υπήρχε χώρος ούτε για να σηκώσεις την κανάτα σου να πιεις, πόσω μάλλον να παίξεις ζάρια. Παντού υπήρχαν Σωντσάν που γελούσαν και τραγουδούσαν, και σκυθρωποί Εμπουνταρινοί που κοιτούσαν τους Σωντσάν κακόκεφα και σιωπηλά. Ρώτησε τους πανδοχείς και τους ταβερνιάρηδες μήπως είχαν ελεύθερη καμιά καμαρούλα για να νοικιάσει, αλλά όλοι κουνούσαν αρνητικά το κεφάλι. Όχι πως περίμενε κάτι διαφορετικό. Ελεύθερα δωμάτια δεν υπήρχαν ούτε πριν από τις νέες αφίξεις. Άρχισε να νιώθει την ίδια μελαγχολία που αισθάνονταν κι οι ξένοι έμποροι, που τους είδε να ατενίζουν με άδειο βλέμμα το κρασί τους και να αναρωτιούνται πώς θα έβγαζαν την πραμάτεια τους εκτός πόλεως δίχως άλογα. Είχε αρκετό χρυσάφι για να πληρώσει όσα ήθελε ο Λούκα, κι ακόμα παραπάνω, αλλά ήταν σφαλισμένο σε ένα σεντούκι στο Παλάτι Τάρασιν, και δεν σκόπευε να προσπαθήσει να βγάλει έξω κάποια ποσότητα, από τη στιγμή μάλιστα που οι υπηρέτες του Παλατιού τον κουβάλησαν από τις αποβάθρες σαν ελάφι που πιάστηκε σε κυνήγι. Το μόνο που έκανε έως τότε ήταν να συζητεί με τους καπετάνιους των πλοίων. Αν η Τάυλιν μάθαινε —και θα το μάθαινε— ότι προσπαθούσε να φύγει από το Παλάτι με περισσότερο χρυσάφι απ’ όσο χρειαζόταν για τζόγο της μιας βραδιάς... Ωχ, όχι! Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει δωμάτιο, ας ήταν και μια μικρή σοφίτα στο υπερώο σε μέγεθος ντουλάπας, οτιδήποτε, αρκεί να έβρισκε μια κρυψώνα για να κρύβει λίγο-λίγο το χρυσάφι, ειδάλλως θα έπρεπε να δοκιμάσει την τύχη του στα ζάρια. Ή το ένα ή το άλλο. Ασχέτως, όμως, του αν τον βοηθούσε η τύχη ή όχι, συνειδητοποίησε τελικά πως σήμερα δεν επρόκειτο να βρει τίποτα. Κι αυτά τα καταραμένα ζάρια δεν έπαψαν στιγμή να κλωθογυρίζουν μέσα στο κεφάλι του.
Δεν έμενε για πολύ σε ένα μέρος, κι όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης παιχνιδιών ή δωματίων. Τα χρωματιστά του ρούχα, αυτά τα ρούχα που με τη λαμπρότητά τους ντρόπιαζαν και Μάστορα, τραβούσαν τη προσοχή. Μερικοί Σωντσάν νόμισαν πως σκοπός του ήταν να τους διασκεδάσει, και τον πλήρωναν για να τους τραγουδήσει! Μια-δυο φορές δέχτηκε κι ο ίδιος, αλλά όταν άκουσαν τη φωνή του, απαίτησαν επιστροφή των χρημάτων τους. Κάποιοι Εμπουνταρινοί, με μακρόστενα, γυριστά μαχαίρια χωμένα πίσω από τα ζωνάρια τους και με αρκετό θυμό, που κατέπνιγαν, για να μην ξεσπάσει στους Σωντσάν, σκέφτηκαν να βγάλουν το άχτι τους με τον παλιάτσο, που το μόνο που του έλειπε για να μοιάζει με ανόητο ευγενή ήταν το βαμμένο πρόσωπο. Όποτε ο Ματ έβλεπε τέτοιους τύπους να τον κοιτάνε, ανακατευόταν με το πλήθος του δρόμου. Είχε μάθει από την καλή πως η παρούσα κατάσταση του δεν του επέτρεπε να συμμετάσχει σε μάχη, κι εξάλλου δεν θα τον ωφελούσε σε τίποτα, ακόμα κι αν το κεφάλι του δολοφόνου του κατέληγε σε κάποιον πάσσαλο, δίπλα στην πύλη της πόλης.
Ο Ματ αναπαυόταν όπου μπορούσε, σε κανένα άδειο βαρέλι εγκαταλειμμένο δίπλα στο στόμιο κάποιας αλέας, σε κάποιον πάγκο που σπάνια έβρισκε μπροστά από καμιά ταβέρνα και που είχε χώρο για άλλον έναν, ή σε κανένα πέτρινο σκαλοπάτι, μέχρι η ιδιοκτήτρια να έβγαινε έξω και να τον έδιωχνε με τη σκούπα. Η κοιλιά του κόντευε να φτάσει στην σπονδυλική του στήλη, κι ένιωθε πως όλοι κοιτούσαν με ανοικτό το στόμα τα φανταχτερά αλλά κακόγουστα ρούχα του. Το νοτερό κρύο τον πάγωνε έως το κόκαλο, και τα μόνα ζάρια που θα έβρισκε ήταν αυτά που εξακολουθούσαν να ηχούν μέσα στο κεφάλι του σαν οπλές αλόγου. Είχε την εντύπωση πως ποτέ στο παρελθόν δεν ηχούσαν τόσο δυνατά.
«Το μόνο πράγμα που έχει νόημα είναι να πάω πίσω και να γίνω ξανά το σκυλάκι της καταραμένης της Βασίλισσας!» γρύλισε, χρησιμοποιώντας τη μαγκούρα του, για να σηκωθεί από το σπασμένο, ξύλινο καφάσι που κειτόταν παράπλευρά στον δρόμο. Μερικοί διαβάτες τον κοίταξαν λες και το πρόσωπό του ήταν ήδη βαμμένο. Τους αγνόησε. Δεν τους έδωσε την παραμικρή σημασία και δεν τους έσπασε τα κεφάλια με τη μαγκούρα, όπως θα τους άξιζε επειδή κοιτούσαν έναν άνθρωπο με γουρλωμένα μάτια.
Οι δρόμοι ήταν εξίσου κατάμεστοι με πριν, και συνειδητοποίησε πως θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν θα έφτανε στο Παλάτι, αν προσπαθούσε να περάσει μέσα από όλο αυτόν τον όχλο. Η Τάυλιν, φυσικά, θα είχε πέσει για ύπνο. Μάλλον. Το στομάχι του γουργούρισε τόσο δυνατά, που κατέπνιξε τον ήχο των ζαριών. Αν αργούσε υπερβολικά, μπορεί να διέταζε το προσωπικό της κουζίνας να μην τον ταΐσει.
Δέκα ακόμα δύσκολα βήματα μέσα στο στριμωξίδι, κι έστριψε σε ένα σοκάκι, στενό, σκοτεινό και χωρίς λιθόστρωτο. Ο λευκός σοβάς στους, δίχως παράθυρα, τοίχους ήταν ραγισμένος κι έπεφτε, αποκαλύπτοντας τα τούβλα που υπήρχαν από κάτω, πολλές φορές ούτε κι αυτά. Ο αέρας ήταν δυσώδης με την αποπνικτική μυρωδιά της σήψης, κι ο Ματ ήλπιζε πως αυτό που έλιωνε κάτω από τις μπότες του ήταν λάσπη, παρ’ όλο που ανέδιδε μια απεχθέστατη οσμή. Άνθρωποι δεν υπήρχαν πουθενά. Προχώρησε με δρασκελιές ή, τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε. Δεν μπορούσε να περιμένει τη μέρα που θα έκανε μερικά χιλιόμετρα χωρίς να λαχανιάσει, να πονέσει, και να χρειαστεί να ακουμπήσει στη μαγκούρα του. Στριφογυριστές αλέες, οι περισσότερες τόσο στενές που οι ώμοι του έτριβαν και τις δυο μεριές τους, διέσχιζαν σταυρωτά την πόλη, δημιουργώντας έναν λαβύρινθο στον οποίο ήταν πανεύκολο να χαθείς, αν δεν ήξερες πού πας. Ωστόσο, ο Ματ ποτέ δεν πήρε λάθος στροφή, ακόμα κι όταν ένα στενό, κυρτό μονοπάτι διακλαδιζόταν ξαφνικά σε άλλα τρία ή τέσσερα, που έμοιαζαν να ελίσσονται προς την ίδια φαινομενικά κατεύθυνση. Δεν ήταν λίγες οι φορές στο Έμπου Νταρ που χρειάστηκε να αποφύγει τα συναπαντήματα, κι αυτά τα σοκάκια τα ήξερε εξίσου καλά με την παλάμη του. Περιέργως, ωστόσο, είχε την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν, κάτι αναμενόμενο όμως, αφού φορούσε αυτά τα καταραμένα ρούχα.
Παρ’ όλο που χρειάστηκε να περάσει μέσα από μια μάζα ανθρώπων και ζώων, διασχίζοντας το ένα σοκάκι μετά το άλλο, και περιστασιακά να στριμωχτεί σε έναν συμπαγές ανθρώπινο τείχος, που έμοιαζε με γέφυρα, βρέθηκε τελικά πίσω, στο Παλάτι, σε χρονικό διάστημα ίσο με αυτό που θα έκανε αν διέσχιζε τρεις δρόμους. Ταχύνοντας το βήμα του σε ένα σκιώδες μονοπάτι, ανάμεσα σε μια καλοψωτισμένη ταβέρνα κι ένα μαγαζί με βερνίκια που είχε κατεβάσει τα ρολά, αναρωτήθηκε τι είδους φαγητό να είχαν ετοιμάσει στην κουζίνα. Πιο ευρύχωρο από τα περισσότερα κι αρκετά φαρδύ για να χωράει τρεις, σχετικά λεπτούς, ανθρώπους, το σοκάκι αυτό οδηγούσε στην Πλατεία Μολ Χάρα, σχεδόν μπροστά στο Παλάτι Τάρασιν. Εκεί ζούσε η Σούροθ, κι οι μάγειρες έβαζαν τα δυνατά τους από τότε που μαστίγωσε τους πιο πολλούς έπειτα από το πρώτο της γεύμα. Μπορεί το μενού να περιλάμβανε στρείδια με κρέμα, ίσως χρυσόψαρα και σουπιές με πιπέρι. Έχοντας κάνει δέκα βήματα στις σκιές, το πόδι του έμπλεξε σε κάτι που δεν έλιωσε υπό το βάρος του, κι ο Ματ, βρίζοντας, βρέθηκε πεσμένος στις παγωμένες λάσπες, στριφογυρίζοντας την τελευταία στιγμή, για να μην πέσει πάνω στο χτυπημένο του πόδι. Τα παγωμένα υγρά μούσκεψαν αμέσως το πανωφόρι του. Ήλπιζε να επρόκειτο για νερό.
Έβρισε ακόμα μια φορά, όταν μια μπότα προσγειώθηκε στον ώμο του. Ο τύπος πήδησε από πάνω του κι, αφήνοντας μια βρισιά, έτρεξε πιο βαθιά στο σοκάκι, αλλά γλίστρησε στη λάσπη κι έπεσε στο ένα γόνατο, καταφέρνοντας την τελευταία στιγμή να κρατηθεί από τον παράπλευρο τοίχο της ταβέρνας για να μην πέσει σαν άμορφος σωρός. Τα μάτια του Ματ είχαν συνηθίσει στο ημίφως κι έτσι διέκρινε μια λιγνή κι απροσδιόριστη φιγούρα. Έναν άντρα, που είχε στο μάγουλό του κάτι που έμοιαζε με βαθιά χαρακιά. Ωστόσο, μάλλον δεν επρόκειτο για άντρα, αλλά για ένα πλάσμα που είχε δει να ξεσχίζει με γυμνό χέρι τον λαιμό του φίλου του, να βγάζει το μαχαίρι από το ίδιο του το στήθος και να το πετάει επάνω του. Το πράγμα θα προσγειωνόταν εύκολα μπροστά του, αν ο Ματ δεν σκόνταφτε. Δόξα στο Φως, κάποιο καπρίτσιο του προσωπείου τα’βίρεν είχε δουλέψει υπέρ του! Όλες αυτές οι σκέψεις άστραψαν μέσα στο κεφάλι του όσο το γκόλαμ ισορροπούσε στον τοίχο κι έστρεφε το κεφάλι του προς τη μεριά του, αγριοκοιτάζοντάς τον.
Αφήνοντας μια βρισιά, ο Ματ άδραξε την πεσμένη μαγκούρα του και με μια αδέξια κίνηση την πέταξε προς το μέρος του πλάσματος, σαν να ήταν δόρυ. Σημάδεψε τα πόδια του, ελπίζοντας να μπουρδουκλωθεί κι έτσι ο ίδιος να κερδίσει λίγο χρόνο. Το πράγμα έκανε στην άκρη με μια ρέουσα κίνηση, σαν να αποτελούνταν από νερό, κι απόφυγε τη μαγκούρα, ενώ οι μπότες του γλίστρησαν στη λάσπη. Κατόπιν, όρμησε επάνω του. Η καθυστέρηση, ωστόσο, ήταν αρκετή. Μόλις η μαγκούρα έφυγε από το χέρι του, ο Ματ άρχισε να ψαχουλεύει μέσα στην πουκαμίσα του για το μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή, σκίζοντας το πέτσινο σχοινί καθώς τραβούσε έξω το αντικείμενο. Το γκόλαμ χίμηξε επάνω του κι ο Ματ στριφογύρισε το μενταγιόν με μια απεγνωσμένη κίνηση. Το ασήμι, που είχε κρυώσει όσο ακουμπούσε πάνω στο στήθος του, ακούμπησε ελάχιστα ένα τεντωμένο χέρι κι ακούστηκε ένας συριστικός ήχος, σαν ψημένο λαρδί, ενώ ο χώρος γέμισε με μυρωδιά καμένης σάρκας. Το πλάσμα, ρευστό σαν υδράργυρος και μουγκρίζοντας, πάσχισε να παραμερίσει το μενταγιόν και να αρπάξει κάποιο εκτεθειμένο σημείο στο σώμα του Ματ. Μόλις τον έπιανε στα χέρια του, θα ήταν ήδη νεκρός. Αυτή τη φορά, δεν θα προσπαθούσε να παίξει μαζί του, όπως είχε κάνει στο Ράχαντ. Κοπανώντας το χωρίς σταματημό, το χτύπησε με την αλεπουδοκεφαλή στο άλλο χέρι και στο πρόσωπο, και κάθε φορά ακουγόταν ένας συριγμός κι ο αέρας γέμιζε με την αναγουλιαστική μυρωδιά της καμένης σάρκας, λες και το χτυπούσε με πυρωμένο σίδερο. Με τα δόντια ξεγυμνωμένα, το γκόλαμ οπισθοχώρησε και κάθισε ανακούρκουδα, με τα γαμψώνυχα προτεταμένα, έτοιμο να πηδήσει στην παραμικρή αδυναμία του αντιπάλου του.
Χωρίς να πάψει να στριφογυρίζει στιγμή το μενταγιόν, ο Ματ στάθηκε στα πόδια του, αν και με κάποια αστάθεια, παρακολουθώντας το πράγμα που έμοιαζε με άντρα. Όσο θέλει εσένα νεκρό, θέλει κι αυτήν, του είχε πει στο Ράχαντ, χαμογελώντας. Τώρα όμως, ούτε μιλούσε ούτε χαμογελούσε. Ο Ματ δεν είχε ιδέα ούτε σε ποιον αναφερόταν ούτε ποια ήταν «αυτή», αλλά τα υπόλοιπα ήταν ξεκάθαρα πια στο νου του. Κι έτσι, είχε βρεθεί εδώ, ανίκανος σχεδόν να στηριχθεί στα πόδια του. Το πόδι του, ο γοφός του και τα πλευρά του πονούσαν λες κι είχαν αρπάξει φωτιά. Το ίδιο κι ο ώμος του, πάνω στον οποίο είχε πατήσει το γκόλαμ. Έπρεπε επειγόντως να ξαναβγεί στον δρόμο, να βρεθεί ανάμεσα σε ανθρώπους. Ίσως, αν το πλήθος ήταν αρκετό, το πλάσμα να αποθαρρυνόταν. Οι ελπίδες του δεν ήταν πολλές, αλλά δεν έβλεπε άλλη λύση. Ο δρόμος δεν ήταν μακριά. Άκουγε ήδη διάφορες φωνές να φλυαρούν, ελάχιστα αμβλυμένες εξαιτίας της απόστασης.
Έκανε ένα προσεκτικό βήμα προς τα πίσω. Η μπότα του γλίστρησε σε κάτι που ανέδιδε δυσωδία κι έπεσε πάνω στον εξωτερικό τοίχο του καπηλειού. Μόνο το στριφογύρισμα της ασημένιας αλεπουδοκεφαλής κρατούσε μακριά το γκόλαμ. Οι φωνές του δρόμου ήταν απελπιστικά κοντά. Θα μπορούσαν να προέρχονται ακόμα κι από την Μπαρσίν, μια πόλη νεκρή από καιρό, όπως νεκρός θα ήταν κι ο ίδιος σε λίγο.
«Εκεί είναι, στο σοκάκι!» φώναξε ένας άντρας. «Ακολουθήστε με! Τρεχάτε! Θα ξεφύγει!»
Ο Ματ δεν τράβηξε τη ματιά του από το γκόλαμ. Το βλέμμα του πλάσματος πετάρισε πέρα από αυτόν, προς τη μεριά του δρόμου, διστάζοντας. «Οι διαταγές μου είναι να μη γίνομαι αντιληπτός, εκτός από αυτούς που θερίζω», του είπε, φτύνοντας τις λέξεις, «οπότε θα ζήσεις λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα».
Πήρε στροφή κι απομακρύνθηκε στο σοκάκι, γλιστρώντας λιγάκι στη λάσπη, αν κι εξακολουθούσε να φαίνεται σαν να ρέει καθώς χάθηκε πίσω από την ταβέρνα.
Ο Ματ έτρεξε προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο, εκτός από το γεγονός ότι αυτό το πράγμα προσπάθησε να τον σκοτώσει, και θα προσπαθούσε ξανά. Αισθάνθηκε τις τρίχες του σβέρκου του ανασηκωμένες. Ώστε, λοιπόν, θα τον σκότωνε με την ησυχία του, έτσι; Αν, όμως, το μενταγιόν μπορούσε να του κάνει κακό, ίσως μπορούσε να το σκοτώσει.
Φτάνοντας στη γωνία της ταβέρνας, είδε το γκόλαμ την ίδια στιγμή που στράφηκε κι αυτό να τον κοιτάξει. Το πλάσμα δίστασε για άλλη μια φορά. Η πίσω πόρτα του καπηλειού ήταν μισάνοιχτη κι ήχοι γλεντιού ξεχύνονταν προς τα έξω. Το πλάσμα ακούμπησε το χέρι του στο κενό που είχε δημιουργήσει ένα βγαλμένο τούβλο, στον πίσω τοίχο του οικήματος αντικριστά της ταβέρνας, κι ο Ματ κοκάλωσε. Δεν έμοιαζε να χρειάζεται όπλα, αλλά αν είχε κάποιο κρυμμένο εκεί... Θεωρούσε μάλλον αδύνατο να επιβιώσει, αν αντιμετώπιζε αυτό το πράγμα οπλισμένο. Το γκόλαμ έχωσε στην τρύπα τα χέρια του κι έπειτα το κεφάλι του. Το σαγόνι του Ματ έπεσε. Το στήθος του γκόλαμ γλίστρησε μέσα, ακολούθησαν τα πόδια του, κι ύστερα χάθηκε εντελώς. Το άνοιγμα δεν ήταν μεγαλύτερο από το πλάτος των δύο χεριών του Ματ.
«Δεν νομίζω πως έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο», ακούστηκε μια σιγανή φωνή δίπλα του, κι ο Ματ αναπήδησε τρομαγμένος μόλις συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πια μόνος. Ο ομιλητής ήταν ένας γέρος με καμπουριασμένους ώμους, άσπρα μαλλιά και μια γερακίσια μύτη τοποθετημένη καταμεσής ενός θλιμμένου προσώπου, ενώ στην πλάτη του κρεμόταν ένας μπόγος. Εκείνη τη στιγμή, έκρυβε μια μακρόστενη λεπίδα στο θηκάρι που είχε κάτω από το πανωφόρι του.
«Εγώ έχω», αποκρίθηκε κούφια ο Ματ. «Στη Σαντάρ Λογκόθ». Υπήρχαν φορές που αποσπασματικές μνήμες που θεωρούσε χαμένες για πάντα ξεπηδούσαν στο μυαλό του από το πουθενά, κι αυτή ήταν μία από δαύτες έτσι όπως παρατηρούσε ακίνητος το γκόλαμ. Ωστόσο, ανήκε στις αναμνήσεις που θα προτιμούσε να παρέμεναν χαμένες.
«Δεν επιζούν πολλοί από ένα τέτοιο συναπάντημα», είπε ο γέρος, και τον περιεργάστηκε. Το διαβρωμένο του πρόσωπο φάνταζε κάπως γνώριμο, αλλά ο Ματ αδυνατούσε να το προσδιορίσει. «Πώς βρέθηκες στη Σαντάρ Λογκόθ;»
«Πού είναι οι φίλοι σου;» ρώτησε ο Ματ. «Αυτοί που φώναζες;» Στο σοκάκι υπήρχαν μονάχα οι δυο τους. Οι ήχοι του δρόμου εξακολουθούσαν αμείωτοι, και κανείς δεν έμοιαζε να δίνει σημασία σε κάποιον που είχε φωνάξει ότι, αν δεν βιάζονταν, θα τους ξέφευγε.
Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβε κανείς από δαύτους τι φώναζα. Δεν είναι κι εύκολο να τους καταλάβεις. Τέλος πάντων, θεώρησα πως έτσι θα τρόμαζα εκείνον τον τύπο, αλλά ύστερα από αυτό που είδα...» Έδειξε προς την τρύπα του τοίχου και γέλασε πικρόχολα, αποκαλύπτοντας κενά ανάμεσα στα δόντια του. «Μου φαίνεται πως η τύχη του Σκοτεινού μάς ακολουθεί και τους δύο».
Ο Ματ μόρφασε. Άκουγε συχνά να μιλούν έτσι για τον εαυτό του, και δεν του άρεσε καθόλου. Κυρίως, επειδή δεν ήταν διόλου σίγουρος πως δεν ήταν αλήθεια. «Μπορεί», μουρμούρισε. «Συγχώρα με. Είναι πολύ αγενές να μη συστήνομαι στον άνθρωπο που με έσωσε. Λέγομαι Ματ Κώθον. Είσαι νεοφερμένος στο Έμπου Νταρ;» Το σακίδιο που ήταν δεμένο στην πλάτη του έδινε την εντύπωση πως ο άντρας μετακινούνταν διαρκώς από το ένα μέρος στο άλλο. «Δεν θα βρεις εύκολα μέρος να κοιμηθείς». Πρόσεξε το ροζιασμένο χέρι με το οποίο ο άντρας έπιασε το δικό του. Ήταν γεμάτο ρόζους, λες και κάθε κόκαλο ξεχωριστά είχε σπάσει ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα κι είχε γιατρευτεί πρόχειρα. Ωστόσο, η λαβή του ήταν δυνατή.
«Είμαι ο Νόαλ Τσάριν, Ματ Κώθον. Όχι, έχω κάμποσο καιρό εδώ, αλλά το αχυρόστρωμά μου στη σοφίτα των Χρυσών Παπιών έχει καταληφθεί από έναν χοντρό Ιλιανό λαδέμπορο, τον οποίο έδιωξαν από το δωμάτιό του σήμερα το πρωί, επειδή θα ερχόταν ένας αξιωματικός Σωντσάν. Ίσως βρω ένα μέρος γι’ απόψε σ’ αυτό το σοκάκι». Έτριψε τη μία πλευρά της μεγάλης του μύτης με ένα κυρτό, ροζιασμένο δάχτυλο και χασκογέλασε, λες και του ήταν εντελώς αδιάφορο αν θα κοιμόταν σ’ ένα σοκάκι. «Δεν θα είναι η πρώτη φορά που δεν θα κοιμηθώ στα μαλακά, ακόμα κι εντός πόλεως».
«Νομίζω ότι μπορώ να σου βρω κάτι», του είπε ο Ματ, αλλά τα υπόλοιπα λόγια που ήταν έτοιμος να ξεστομίσει δεν βγήκαν ποτέ από το στόμα του. Συνειδητοποίησε πως τα ζάρια εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι του. Τα είχε ξεχάσει με όλη αυτή την αναστάτωση με το γκόλαμ, αλλά αυτά συνέχιζαν να αναπηδούν στο μυαλό του. Αν τον προειδοποιούσαν για κάτι χειρότερο από το γκόλαμ, δεν ήθελε να το ξέρει. Μόνο που, αναμφίβολα, θα το μάθαινε, και μάλιστα όταν θα ήταν πια πολύ αργά.