Ο άνεμος έπνεε από τα βόρεια κι ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλει εντελώς στον ορίζοντα, κάτι που για τους ντόπιους πάντα σήμαινε βροχή, κι ένας συννεφιασμένος ουρανός ήταν σαφώς απειλητικός καθώς ο Ματ διάβαινε την Πλατεία Μολ Χάρα. Ο συγκεκριμένος κόσμος, άντρες και γυναίκες, που βρισκόταν στην κοινή αίθουσα της Περιπλανώμενης Γυναίκας είχε αλλάξει και τώρα πια δεν έβλεπες πουθενά σουλ’ντάμ ή νταμέην, αλλά ο χώρος εξακολουθούσε να είναι κατάμεστος από Σωντσάν και καπνό πίπας, παρ’ όλο που οι μουσικοί δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη. Οι περισσότεροι από τους παρευρισκομένους στην αίθουσα έπαιρναν το πρωινό τους, μερικοί μάλιστα έριχναν περίεργα βλέμματα στα κύπελλα και στις γαβάθες, λες και δεν ήταν πολύ σίγουροι αν έπρεπε σώνει και καλά να φάνε το περιεχόμενό τους —άλλωστε, κάπως έτσι ένιωθε κι ο ίδιος για τον παράξενο, άσπρο χυλό, που τόσο πολύ άρεσε στους Εμπουνταρινούς για πρωινό— ωστόσο, κάποιοι δεν εστίαζαν το ενδιαφέρον τους στο φαγητό. Τρεις άντρες και μια γυναίκα με μακριούς κεντητούς χιτώνες έπαιζαν χαρτιά και κάπνιζαν πίπες σε ένα τραπέζι. Τα κεφάλια τους ήταν ξυρισμένα, σύμφωνα με τη μόδα των κατώτερων ευγενών. Τα χρυσά νομίσματα στο τραπέζι τους τράβηξαν προς στιγμήν την προσοχή του Ματ· τα στοιχήματα του παιχνιδιού φαίνονταν να είναι αρκετά υψηλά. Η μεγαλύτερη στοίβα νομισμάτων βρισκόταν μπροστά σε έναν μικροκαμωμένο, μαυρομάλλη άντρα, μελαψό σαν την Άναθ, ο οποίος κρυφογελούσε σαν αρπακτικό στους αντιπάλους του, πάνω από το μακρόστενο στέλεχος της αργυροποίκιλτης πίπας του. Ο Ματ, βέβαια, είχε το δικό του χρυσάφι, κι η τύχη του στα χαρτιά δεν ήταν τόσο καλή όσο στα ζάρια.
Η Κυρά Ανάν, πάντως, είχε πάει σε κάποια θελήματα όσο ακόμα ήταν σκοτάδι, έτσι είχε πει η κόρη της, η Μάραχ, η οποία είχε μείνει για να επιβλέπει την κατάσταση. Ήταν μια πλαδαρή αλλά ευχάριστη γυναίκα με μεγάλα, όμορφα μάτια με ανοικτοκάστανη χροιά, όπως και της μητέρας της, κι η φούστα που φορούσε ήταν ραμμένη μέχρι τη μέση του γοφού στην αριστερή πλευρά, κάτι που η Κυρά Ανάν δεν θα επέτρεπε όσο ο Ματ έμενε εκεί. Η Μάραχ δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα που τον είδε, και τον κοίταξε κάπως συνοφρυωμένη όταν την πλησίασε. Δύο άντρες είχαν πεθάνει από το χέρι του μέσα στο πανδοχείο της όσο έμενε εκεί· επρόκειτο για ληστές, βέβαια, οι οποίοι προσπάθησαν να του σπάσουν το κεφάλι, αλλά κάτι τέτοια δεν συνηθίζονταν στην Περιπλανώμενη Γυναίκα. Ήταν προφανές πως θα χαιρόταν να τον δει να φεύγει.
Η Μάραχ δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το τι ήθελε, κι ο Ματ δεν μπήκε στον κόπο να της δώσει εξηγήσεις. Μονάχα η Κυρά Ανάν γνώριζε τι ήταν κρυμμένο στην κουζίνα, έτσι ήθελε να ελπίζει ο ίδιος τουλάχιστον, και σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει λόγο στην κοινή αίθουσα. Έτσι, σκαρφίστηκε μια ιστορία σχετικά με κάτι πιάτα που έχασε η μαγείρισσα και, ρίχνοντας μια ματιά σε αυτό το κραυγαλέα ραμμένο φόρεμα, άφησε να εννοηθεί πως του έλειπε που δεν την έβλεπε πιο συχνά. Δεν καταλάβαινε γιατί θεωρούνταν σκανδαλώδες να αποκαλύπτεις λίγο μισοφόρι, όταν κάθε Εμπουνταρινή κυκλοφορούσε σχεδόν γυμνόστηθη, αλλά αν η Μάραχ ένιωθε διεφθαρμένη, λίγο καλόπιασμα θα διευκόλυνε το έργο του. Της χάρισε το καλύτερο του χαμόγελο.
Χωρίς να δίνει και μεγάλη προσοχή στα λόγια του, η Μάραχ άρπαξε μια υπηρέτρια που περνούσε εκείνη την ώρα, μια γυναίκα με γατίσια μούρη και θολωμένη ματιά, την οποία ο Ματ γνώριζε καλά. «Το ποτήρι του Αρχηγού Αέρος Γιούλαν είναι σχεδόν άδειο, Κάιρα», είπε θυμωμένα η Μάραχ. «Υποτίθεται πως πρέπει να το γεμίζεις αμέσως! Αν δεν μπορείς να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, κορίτσι μου, υπάρχουν κι άλλες στο Έμπου Νταρ που μπορούν!» Η Κάιρα, κάμποσα χρόνια μεγαλύτερη της Μάραχ, υποκλίθηκε περιπαιχτικά κι αγριοκοίταξε τον Ματ. Πριν ακόμα η Κάιρα σηκωθεί όρθια, η Μάραχ γύρισε κι άρπαξε ένα αγόρι που περπατούσε με μεγάλη προσοχή, ισορροπώντας έναν δίσκο με στοίβες από λερωμένα πιάτα. «Σταμάτα να χαζεύεις, Ρος!» τους είπε κοφτά. «Έχεις δουλειά να κάνεις. Κάν’ την, αλλιώς θα σε πάω στους στάβλους, κι εκεί δεν θα σου αρέσει καθόλου, να είσαι βέβαιος!»
Ο νεότερος αδελφός της Μάραχ την αγριοκοίταξε. «Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, όταν θα μπορώ να δουλέψω και πάλι στις βάρκες», μουρμούρισε βλοσυρά. «Από τότε που παντρεύτηκε η Φρίλε, όλο τρώγεσαι με τα ρούχα σου, κι αυτό επειδή είναι μικρότερή σου κι εσένα δεν σε ζήτησε ποτέ κανείς».
Η γυναίκα πήγε να τον χτυπήσει, αλλά εκείνος την απέφυγε εύκολα, αν και τα στοιβαγμένα ποτήρια και πιάτα κροτάλισαν και κόντεψαν να πέσουν. «Γιατί δεν κρεμάς το μισοφόρι σου στις αποβάθρες;» της φώναξε, σπεύδοντας να απομακρυνθεί πριν επιχειρήσει να τον χτυπήσει ξανά.
Ο Ματ άφησε έναν αναστεναγμό μόλις η γυναίκα έστρεψε την προσοχή της επάνω του. Το κρέμασμα του μισοφοριού ήταν κάτι που δεν είχε ξανακούσει, αλλά από την έκφραση στο πρόσωπο της Μάραχ, υπέθεσε πως μάλλον ήταν προσβολή. Η γυναίκα θα πρέπει να έβραζε από μέσα της. «Αν θες να φας, πρέπει να έρθεις λίγο αργότερα. Μπορείς και να περιμένεις, αν θες, αλλά δεν ξέρω πόση ώρα θα κάνουν να σε σερβίρουν».
Το χαμόγελό της ήταν γεμάτο μοχθηρία. Κανείς δεν διάλεγε την αναμονή σε αυτήν την κοινή αίθουσα. Όλα τα καθίσματα ήταν πιασμένα από τους Σωντσάν, κι υπήρχαν αρκετοί όρθιοι, έτσι που οι υπηρέτριες με τις ποδιές προσπαθούσαν να περάσουν ανάμεσά τους με μεγάλη προσοχή, κρατώντας ψηλά δίσκους γεμάτους με φαγητά και ποτά. Η Κάιρα γέμιζε την κούπα του σκουρόχρωμου, μικροκαμωμένου άντρα, χαρίζοντας του αυτά τα πρόστυχα χαμόγελα που πρόσφερε και στον Ματ, ο οποίος δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο τού φερόταν έτσι εχθρικά, αλλά προς το παρόν είχε τόσο πολλές γυναίκες στη ζωή του, που δεν θα τα έβγαζε πέρα και με άλλες. Και, τι στο καλό ήταν ο Αρχηγός Αέρος; Θα έπρεπε να το ψάξει. Αργότερα.
«Θα περιμένω στην κουζίνα», είπε στη Μάραχ. «Θέλω να πω στην Ένιντ πόσο απολαμβάνω τα φαγητά της».
Η Μάραχ πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά μια Σωντσάν ύψωσε τη φωνή της, απαιτώντας κρασί. Το βλέμμα της ήταν ζοφερό, φορούσε μια γαλαζοπράσινη πανοπλία, είχε μια περικεφαλαία με δύο φτερά υπό μάλης κι ήθελε το τελευταίο της ποτό εδώ και τώρα. Όλες οι υπηρέτριες ήταν απασχολημένες, οπότε η Μάραχ έκανε μία ακόμη γκριμάτσα προς το μέρος του κι έσπευσε βιαστική να εξυπηρετήσει τη γυναίκα, πασχίζοντας να χαμογελά ευχάριστα, αλλά χωρίς να το παρακάνει. Κρατώντας γερά τη μαγκούρα του, ο Ματ έκανε μια επιδεικτική υπόκλιση προς τη φιγούρα της που ξεμάκραινε.
Οι ευωδιές που είχαν αναμειχθεί με τη γλυκιά οσμή του καπνού της πίπας στην κοινή αίθουσα κάλυπταν τις οσμές της κουζίνας, το ψημένο ψάρι, το φουρνιστό ψωμί και τα κρέατα που τσιτσίριζαν στη σούβλα. Το δωμάτιο ήταν ζεστό εξαιτίας των σιδερένιων κλιβάνων, των φούρνων και της φωτιάς στο μεγάλο πλινθόκτιστο τζάκι, ενώ έξι καταϊδρωμένες γυναίκες και τρεις βοηθοί σερβιτόρου πηγαινοέρχονταν υπό τις διαταγές της αρχιμαγείρισσας. Φορώντας μια χιονάτη ποδιά σαν να ήταν επίσημος χιτώνας, και κραδαίνοντας μια ξύλινη κουτάλα με μακριά λαβή, λες κι ηγεμόνευε στο βασίλειό της, η Ένιντ ήταν η στρογγυλότερη γυναίκα που είχε δει ποτέ του ο Ματ. Του έδινε την εντύπωση πως, ακόμα και να ήθελε, ήταν αδύνατον να την αγκαλιάσει. Η γυναίκα τον αναγνώρισε αμέσως κι ένα τσαχπίνικο μειδίαμα χώρισε στα δύο το πλατύ, ελαιόχρωμο πρόσωπό της.
«Λοιπόν, είδες τελικά όχι είχα δίκιο», του είπε, στρέφοντας προς το μέρος του την ξύλινη κουτάλα. «Λάθος πεπόνι ζούληξες κι αποδείχτηκε πως ήταν σκορπίνα μεταμφιεσμένη κι εσύ ένα πλαδαρό γουρουνάκι». Έγειρε πίσω το κεφάλι της κι έσκασε στα γέλια.
Ο Ματ χαμογέλασε ζορισμένα. Αίμα και στάχτες! Όλοι το ήξεραν πια; Πρέπει να φύγω το συντομότερο από αυτή την καταραμένη πόλη, σκέφτηκε μελαγχολικά, ειδάλλως θα γελούν μαζί μου μια ζωή ολόκληρη!
Ξαφνικά, ο φόβος του για το χρυσάφι άρχισε να φαντάζει παράλογος. Η γκρίζα πλάκα του δαπέδου, μπροστά στους φούρνους, έμοιαζε γερή και δεν διέφερε καθόλου από τις υπόλοιπες της κουζίνας. Έπρεπε να ξέρεις το κόλπο για να την ανασηκώσεις. Κι ένα νόμισμα μονάχα να χανόταν στη μεταφορά, ο Λόπιν κι ο Νέριμ θα του το έλεγαν. Άσε που το πιθανότερο ήταν πως, αν κάποιος προσπαθούσε να διαπράξει ληστεία μέσα στο πανδοχείο της, η Κυρά Ανάν θα εντόπιζε τον ένοχο και θα τον έγδερνε ζωντανό. Ίσως ήταν καλύτερα να φύγει. Μπορεί η δύναμη της θέλησης της Αλούντρα να ήταν πιο ευάλωτη αυτή την ώρα, ίσως μάλιστα να του πρόσφερε και πρωινό. Είχε ξεγλιστρήσει από το Παλάτι χωρίς να περιμένει να φάει.
Προκειμένου να μην τραβήξει την περιέργεια σχετικά με την επίσκεψή του, είπε στην Ένιντ πόσο πολύ απόλαυσε τα επίχρυσα ψάρια της, τα οποία ήταν κλάσης ανώτερα αυτών που σερβίρονταν στο Παλάτι Τάρασιν, κι αυτό δεν ήταν διόλου υπερβολή. Η Ένιντ έκανε θαύματα στην κουζίνα. Η γυναίκα έλαμψε από χαρά και, προς μεγάλη του έκπληξη, πήρε ένα από το φούρνο, το τοποθέτησε σε μια πιατέλα και του το έδωσε. «Όποιος το παρήγγειλε στην αίθουσα, ας περιμένει», του είπε, κι ακούμπησε την πιατέλα στην άκρη του μακρόστενου τραπεζιού. Μια κίνηση με την κουτάλα της ήταν αρκετή, ώστε να φέρει ένας ρωμαλέος βοηθός ένα σκαμνί.
Ο Ματ απέμεινε να κοιτάει τον πλευρονήκτη με τη χρυσή κρούστα, κι αισθάνθηκε να του τρέχουν τα σάλια. Το πιθανότερο ήταν πως η Αλούντρα δεν θα ήταν τόσο αδύναμη τώρα από οποιαδήποτε άλλη φορά. Κι αν αναστατωνόταν επειδή την ενόχλησαν τόσο νωρίς, μπορεί να μην του πρόσφερε καν πρωινό. Το στομάχι του γουργούριζε ηχηρά. Κρεμώντας τον μανδύα του σε ένα άγκιστρο δίπλα στην πόρτα της αυλής των στάβλων και στηρίζοντας από κάτω τη μαγκούρα του, δίπλωσε το καπέλο του κάτω από το σκαμνί κι ανασήκωσε τα δαντελωτά μανίκια, για να μη λερωθούν στην πιατέλα.
Όταν η Κυρά Ανάν πέρασε την πόρτα της αυλής, ταρακουνώντας τον μανδύα της και σκορπίζοντας σταγόνες βροχής στο πάτωμα, δεν είχαν μείνει και πολλά, πέρα από μια ταγκή γεύση στη γλώσσα του και μερικά άσπρα κόκαλα στην πιατέλα. Είχε μάθει να απολαμβάνει κάμποσα παράξενα πράγματα από τότε που πάτησε το πόδι του στο Έμπου Νταρ, αφήνοντας τους άλλους να τον κοιτάνε χωρίς να ενοχλείται.
Καθώς ο Ματ σκούπιζε το στόμα του με μια λινή πετσέτα, άλλη μία γυναίκα γλίστρησε πίσω από την Ανάν. Έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω της, αλλά ούτε έβγαλε από πάνω της τον μουσκεμένο μανδύα, ούτε τράβηξε προς τα πίσω την κουκούλα, που ήταν ριγμένη πάνω στο κεφάλι της. Ο Ματ σηκώθηκε, έριξε μια σύντομη ματιά στο πρόσωπο μέσα από την κουκούλα και παραλίγο να αναποδογυρίσει το σκαμνί. Πίστευε ότι έκρυψε την έκπληξη του καθώς υποκλινόταν στις γυναίκες, αλλά το κεφάλι του γύριζε.
«Ευτυχώς που σε πετύχαμε εδώ, Άρχοντά μου», είπε ζωηρά η Κυρά Ανάν, πασάροντας τον μανδύα της σε έναν βοηθό. «Ειδάλλως, θα έστελνα κάποιον να σε φωνάξει. Ένιντ, καθάρισε την κουζίνα, σε παρακαλώ, και πρόσεχε την πόρτα. Πρέπει να κουβεντιάσω ιδιαιτέρως με τον νεαρό άρχοντα».
Η μαγείρισσα οδήγησε με ζωηρές κινήσεις τους βοηθούς έξω, στην αυλή των στάβλων, και παρά τη μουρμούρα τους περί βροχής και τα παράπονά τους ότι θα καιγόταν το φαγητό, ήταν ολοφάνερο πως είχαν συνηθίσει σε τέτοια μεταχείριση, όπως κι η ίδια η Ένιντ εξάλλου, η οποία δεν έριξε καν δεύτερη ματιά στην Κυρά Ανάν και στη σύντροφό της, παρά μόνο βγήκε βιαστικά από την πόρτα στο καθιστικό, ανεμίζοντας τη μακρόστενη κουτάλα σαν σπαθί.
«Τι έκπληξη», είπε η Τζολίνε Μέιζα, ρίχνοντας πίσω την κουκούλα της. Το σκούρο μάλλινο φόρεμά της, με το βαθύ ντεκολτέ σε ντόπιο στυλ, ήταν χαλαρό επάνω της κι έμοιαζε φθαρμένο και ξεφτισμένο, κάτι που δεν θα έλεγες όμως πως οφειλόταν στην ανέμελη ιδιοσυγκρασία της. «Όταν μου ανέφερε η Κυρά Ανάν ότι ήξερε έναν άντρα που θα μπορούσε να με πάρει μαζί του φεύγοντας από το Έμπου Νταρ, δεν πήγε το μυαλό μου ότι μπορεί να ήσουν εσύ». Χαριτωμένη και καστανομάτα, είχε ένα χαμόγελο σχεδόν εξίσου θερμό με της Κάιρα, κι ένα αγέραστο πρόσωπο που φώναζε από μακριά ότι ήταν Άες Σεντάι. Κι όλα αυτά, με μερικές ντουζίνες Σωντσάν από την άλλη μεριά της πόρτας, που τους φρουρούσε μια μαγείρισσα με μια κουτάλα.
Βγάζοντας τον μανδύα της, η Τζολίνε στράφηκε να τον κρεμάσει σε ένα από τα άγκιστρα, κι από το λαρύγγι της Κυράς Ανάν ακούστηκε ένας θυμωμένος ήχος. «Δεν είναι ακόμα ασφαλές, Τζολίνε», είπε, κι ακουγόταν λες και μιλούσε σε κάποια θυγατέρα της παρά σε μια Άες Σεντάι. «Μέχρι να βεβαιωθούμε ότι...»
Ξαφνικά, μια αναταραχή ακούστηκε από την πόρτα που έβγαζε στην κοινή αίθουσα. Η Ένιντ διαμαρτυρόταν έντονα ότι δεν επιτρεπόταν να μπει κανείς στην κουζίνα, και μια δυνατή φωνή με τη χαρακτηριστική προφορά των Σωντσάν απαιτούσε να κάνει στην άκρη.
Αγνοώντας το πόδι του, που διαμαρτυρόταν, ο Ματ κινήθηκε γρηγορότερα από ποτέ, αρπάζοντας την Τζολίνε από τη μέση κι ορμώντας προς τον πάγκο, δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε στην αυλή των στάβλων, βάζοντας την Άες Σεντάι να κάτσει πάνω στα γόνατά του. Αγκαλιάζοντας τη σφιχτά, προσποιήθηκε πως τη φιλούσε. Ήταν κάπως αλλόκοτος τρόπος να προσπαθήσει να κρύψει το πρόσωπό της, αλλά το μόνο που σκέφτηκε ο Ματ ήταν να ρίξει τον μανδύα πάνω στο κεφάλι της. Η γυναίκα άφησε μια άναρθρη, αγανακτισμένη κραυγή, αλλά ο τρόμος έκανε τα μάτια της να γουρλώσουν μόλις άκουσε τη φωνή των Σωντσάν, και μέσα σε μια στιγμή είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω του. Προσευχόμενος να μην τον εγκαταλείψει η τύχη του, ο Ματ παρακολουθούσε την πόρτα να ανοίγει. Εξακολουθώντας να διαμαρτύρεται έντονα, η Ένιντ οπισθοχώρησε μέσα στην κουζίνα, χτυπώντας με την κουτάλα της τον σο’τζίν με τον βρεγμένο μανδύα, που του κρεμόταν στην πλάτη, ο οποίος την έσπρωχνε μπροστά. Ήταν ένας γεροδεμένος και κατηφής άντρας με ένα υπόλειμμα πλεξούδας, που δεν έφτανε καν στους ώμους του, κι απέκρουε τα περισσότερα χτυπήματά της με το ελεύθερο χέρι, ενώ έμοιαζε να αγνοεί τα λίγα που δεν κατόρθωνε να αποκρούσει. Ήταν ο πρώτος γενειοφόρος σο’τζίν που έβλεπε ο Ματ. Ο άντρας τον λοξοκοίταξε, διατρέχοντας με τα δάχτυλά του την απόσταση από τη δεξιά πλευρά του πηγουνιού του μέχρι την αριστερή, σταματώντας απότομα στα μισά του αυτιού του. Μια ψηλή γυναίκα με διαπεραστικά, γαλάζια μάτια και με χλωμό αλλά αυστηρό πρόσωπο τον ακολουθούσε, παραμερίζοντας έναν περίτεχνα κεντημένο γαλάζιο μανδύα, δεμένο στον λαιμό της από μια μεγάλη ασημένια καρφίτσα σε σχήμα ξίφους, για να αποκαλύψει ένα πλισαρισμένο φόρεμα σε αχνότερο γαλάζιο χρώμα. Τα κοντά, μαύρα της μαλλιά ήταν κομμένα έτσι, ώστε να σχηματίζουν μια κούπα στο μέσον του κεφαλιού της, ενώ τα υπόλοιπα ήταν ξυρισμένα μέχρι πάνω από τα αυτιά της. Ωστόσο, ήταν καλύτερη από μια σουλ’ντάμ με την νταμέην της. Κάπως καλύτερη, δηλαδή. Αντιλαμβανόμενη πως η μάχη είχε χαθεί, η Ένιντ απομακρύνθηκε από τον άντρα, αλλά από τον τρόπο που άδραχνε την κουτάλα της και τον αγριοκοίταζε, θα έλεγε κανείς πως έτοιμη ήταν να πηδήσει ξανά επάνω του μέσα σε μια στιγμή, με το που θα τη διέταζε η Κυρά Ανάν.
«Ένας τύπος, εκεί έξω, μας είπε πως πρόσεξε την πανδοχέα να μπαίνει από πίσω», ανακοίνωσε ο σο’τζίν. Κοιτούσε τη Σετάλε, αλλά έριχνε κι επιφυλακτικές ματιές προς το μέρος της Ένιντ. «Αν είσαι η Σετάλε Ανάν, μάθε πως ενώπιον σου βρίσκεται η Κυβερνήτρια του Πρασίνου Αρχόντισσα Εγκήνιν Τάμαραθ, η οποία έχει στην κατοχή της μια διαταγή για τα δωμάτια, υπογεγραμμένη από την ίδια την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ Σάμπελε Μέλνταραθ». Ο τόνος της φωνής του άλλαξε κι έγινε λιγότερο απαγγελτικός. Τώρα, ακουγόταν σαν κάποιος που απλώς ζητούσε κατάλυμα. «Υπ’ όψιν ότι τα δωμάτια πρέπει να είναι τα καλύτερα, με άνετα κρεβάτια, θέα στην πλατεία και τζάκι χωρίς καπνιά».
Ο Ματ αναπήδησε ξαφνιασμένος μόλις μίλησε ο άντρας, κι η Τζολίνε, νομίζοντας ίσως πως κάποιος ερχόταν προς το μέρος τους, γόγγυξε φοβισμένα καθώς τον φιλούσε. Τα μάτια της έλαμπαν από δάκρυα που δεν είχαν ξεπηδήσει ακόμα, κι έτρεμε στην αγκαλιά του. Η Αρχόντισσα Εγκήνιν Τάμαραθ έριξε μια ματιά στον πάγκο όταν άκουσε το βογκητό της Τζολίνε, κατόπιν μόρφασε με απέχθεια κι έστρεψε αλλού το βλέμμα της, για να μην κοιτάει το ζευγάρι. Ωστόσο, αυτός που τράβηξε το ενδιαφέρον του Ματ ήταν ο άντρας. Πώς στο καλό ένας Ιλιανός είχε καταλήξει να γίνει σο’τζίν; Άσε που η φυσιογνωμία του του φαινόταν γνωστή. Το πιθανότερο ήταν πως επρόκειτο για ένα ακόμα από αυτά τα χιλιάδες, νεκρά από καιρό, πρόσωπα που ανακαλούσε συνεχώς στη μνήμη του.
«Είμαι η Σετάλε Ανάν, και τα καλύτερα δωμάτιά μου είναι κατειλημμένα από τον Αρχηγό Αέρος Άρχοντα Άμπαλνταρ Γιούλαν», είπε ήρεμα η Κυρά Ανάν, χωρίς να φοβάται στο παραμικρό σο’τζίν ή Γενιά. Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από τα στήθη της. «Τα αμέσως επόμενα καλύτερα δωμάτια είναι κατειλημμένα από τον Λαβαροφόρο Στρατηγό Φούριουκ Καρέντε. Των Φρουρών του Θανάτου. Δεν ξέρω κατά πόσον μια Κυβερνήτρια του Πρασίνου θεωρείται ανώτερή τους, αλλά όπως και να έχει, θα πρέπει να βρείτε μεταξύ σας ποιος θα μείνει και ποιος θα τακτοποιηθεί αλλού. Πάγια τακτική μου είναι να μη διώχνω Σωντσάν πελάτες, αρκεί να πληρώνουν το νοίκι».
Ο Ματ σφίχτηκε από τη νευρικότητα, αναμένοντας την έκρηξη —η Σούροθ ήταν ικανή να τη μαστιγώσει ακόμα και για τα μισά απ’ όσα είπε!— αλλά η Εγκήνιν χαμογέλασε. «Ευχαρίστησή μου να διαπραγματεύομαι με κάποια που διαθέτει κότσια», είπε με την αργόσυρτη προφορά της. «Μου φαίνεται πως θα τα πάμε μια χαρά, Κυρά Ανάν, αρκεί να μην το παρακάνεις. Ο Καπετάνιος προστάζει και το πλήρωμα υπακούει, αλλά ποτέ μου δεν ανάγκασα κανέναν να συρθεί στο κατάστρωμα». Ο Ματ συνοφρυώθηκε. Στο κατάστρωμα. Κατάστρωμα πλοίου, εννοούσε. Για ποιο λόγο ένιωθε κάτι να τον τσιγκλάει στο κεφάλι του; Αυτές οι παλιές αναμνήσεις γίνονταν ενοχλητικές μερικές φορές.
Η Κυρά Ανάν συγκατένευσε, χωρίς να πάρει στιγμή τη σκοτεινή ματιά της από τα γαλανά μάτια της Σωντσάν. «Όπως ορίζετε, Αρχόντισσά μου. Ελπίζω, όμως, να μην ξεχνάτε πως η Περιπλανώμενη Γυναίκα είναι το δικό μου καράβι». Ευτυχώς για την ίδια, η Σωντσάν είχε καλή αίσθηση του χιούμορ. Γέλασε.
«Σε αυτή την περίπτωση, είσαι εσύ η καπετάνισσα του πλοίου», χασκογέλασε, «κι εγώ η Καπετάνισσα του Χρυσού». Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Αναστενάζοντας, η Εγκήνιν κούνησε το κεφάλι της. «Η αλήθεια είναι πως, απ’ όσο φαντάζομαι, δεν υπάρχουν πολλοί κατώτεροί μου εδώ, αλλά η Σούροθ με θέλει κοντά της, κι έτσι κάποιοι πρέπει να αποχωρήσουν και κάποιοι άλλοι να αποσυρθούν, εκτός αν θέλουν να πληρώσουν και ποινές». Συνοφρυώθηκε ξαφνικά, κοιτώντας πότε τον Ματ και πότε την Τζολίνε, ενώ τα χείλη της σούφρωσαν από απέχθεια. «Σου έχω εμπιστοσύνη ότι δεν θα αφήσεις να συμβεί κάτι τέτοιο, Κυρά Ανάν, ε;»
«Σας διαβεβαιώ πως παρόμοια πράγματα δεν θα ξανασυμβούν κάτω από αυτή τη στέγη», αποκρίθηκε ήρεμα η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου.
Ο σο’τζίν ατένιζε βλοσυρός τον Ματ, όπως επίσης και τη γυναίκα στα γόνατα του, κι η Εγκήνιν χρειάστηκε να του τραβήξει το μανίκι του πανωφοριού του, ώστε να αναπηδήσει ξαφνιασμένος και να την ακολουθήσει στο καθιστικό. Ο Ματ γρύλισε περιφρονητικά. Ο τύπος μπορούσε να προσποιείται όσο ήθελε ότι ήταν το ίδιο θυμωμένος με την κυρά του— ο Ματ, ωστόσο, είχε ακούσει να μιλούν για τις γιορτές του Ίλιαν, οι οποίες ήταν εξίσου άσχημες με τις γιορτές του Έμπου Νταρ, όπου ο κόσμος έτρεχε σαν παλαβός, άλλοι μισοντυμένοι κι άλλοι σχεδόν γυμνοί. Δεν διέφεραν και πολύ από ντα’κοβάλε ή από εκείνες τις θαλασσινές χορεύτριες, για τις οποίες με τόσο θαυμασμό μιλούσαν οι στρατιώτες.
Προσπάθησε να κατεβάσει την Τζολίνε από τα γόνατά του μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τους δύο Σωντσάν, αλλά η γυναίκα έμεινε γαντζωμένη επάνω του και βύθισε το πρόσωπό της στον ώμο του, μυξοκλαίγοντας. Η Ένιντ αναστέναξε βαριά κι έγειρε πάνω στο τραπέζι εργασίας, λες και τα κόκαλά της είχαν γίνει νερό. Ακόμα κι η Κυρά Ανάν έμοιαζε αναστατωμένη. Κάθισε βαριά πάνω στο σκαμνί που είχε χρησιμοποιήσει ο Ματ, κι ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια της, αλλά μονάχα για μια στιγμή, Κατόπιν, στάθηκε πάλι όρθια.
«Μέιρα έως το πενήντα κι έπειτα φέρ’ τους όλους μέσα, για να μην βρέχονται, Ένιντ», είπε κοφτά. Κανείς δεν θα συμπέρανε πως, μόλις ένα λεπτό πριν, αυτή η γυναίκα έτρεμε. Μαζεύοντας τον μανδύα της Τζολίνε από το άγκιστρο, πήρε ένα μακρόστενο πελεκούδι από ένα κουτί, στο τζάκι, κι έσκυψε για να το ανάψει στις φλόγες, κάτω από τη σούβλα. «Θα είμαι στο κελάρι, αν χρειαστείς τίποτα, αλλά αν με ζητήσει κανείς, δεν έχεις ιδέα πού βρίσκομαι. Μέχρι νεωτέρας, κανείς δεν θα κατέβει εκεί κάτω, εκτός από εμένα κι εσένα». Η Ένιντ συγκατένευσε, λες κι αυτά τα άκουγε κάθε μέρα. «Φέρ’ την», είπε η πανδοχέας στον Ματ, «και μη χασομεράς. Αν χρειαστεί, κουβάλα την».
Πράγματι, χρειάστηκε να την κουβαλήσει. Εξακολουθώντας να μυξοκλαίει άηχα, η Τζολίνε δεν χαλάρωσε στιγμή τη λαβή της, ούτε καν ανασήκωσε το κεφάλι της από τους ώμους του. Δόξα στο Φως, η γυναίκα δεν ήταν βαριά, αλλά ένας αμυδρός πόνος άρχισε να ενοχλεί το πόδι του καθώς ο Ματ ακολουθούσε την Κυρά Ανάν προς την πόρτα του κελαριού μαζί με το φορτίο του. Παρά τους παλμούς του πόνου, θα το απολάμβανε, αν η Κυρά Ανάν δεν πήγαινε με το πάσο της.
Λες και δεν υπήρχαν Σωντσάν σε απόσταση εκατό μιλίων, άναψε έναν φανό πάνω σε ένα ράφι, πλάι στη βαριά πόρτα, κι έσβησε προσεκτικά το πελεκούδι πριν τοποθετήσει στη θέση του το ψηλό, γυάλινο πρέκι. Κατόπιν, ακούμπησε το πελεκούδι, που κάπνιζε ακόμα, σε έναν μικρό τσίγκινο δίσκο. Έβγαλε χωρίς βιασύνη ένα μακρόστενο κλειδί από το σακίδιο της ζώνης της, ξεκλείδωσε τη σιδερένια κλειδαριά και του έκανε νόημα να περάσει. Τα σκαλοπάτια, λίγο πιο πέρα, ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρέσει βαρέλι, αλλά ήταν κι απότομα και χάνονταν στο σκοτάδι. Ο Ματ την υπάκουσε, αλλά στάθηκε στο δεύτερο σκαλί ενώ αυτή τραβούσε την πόρτα, για να κλείσει, και την κλείδωνε. Την περίμενε να μπει επικεφαλής, για να κρατάει τον φανό ψηλά. Το μόνο που του έλειπε τώρα ήταν να σκοντάψει και να πέσει.
«Το κάνεις συχνά αυτό;» ρώτησε, μετακινώντας πάνω στα χέρια του την Τζολίνε. Η γυναίκα είχε σταματήσει να κλαίει, αλλά δεν έπαψε στιγμή να τον κρατάει σφιχτά και να τρέμει. «Εννοώ, να κρύβεις Άες Σεντάι».
«Άκουσα να ψιθυρίζεται πως υπάρχει μία ακόμη αδελφή στην πόλη», αποκρίθηκε η Κυρά Ανάν, «και κατάφερα να την ξετρυπώσω πριν από τους Σωντσάν. Δεν μου πήγαινε να αφήσω στα χέρια τους μια αδελφή». Έριξε μια αγριεμένη ματιά πάνω από τον ώμο της, σαν να τον προκαλούσε να διαφωνήσει, πράγμα που ο Ματ πολύ θα ήθελε, αλλά δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια. Υπέθεσε πως, αν είχε τη δυνατότητα, θα μπορούσε να βοηθήσει τους πάντες να το σκάσουν από τους Σωντσάν, κι άλλωστε χρωστούσε μεγάλη χάρη στην Τζολίνε Μέιζα.
Η Περιπλανώμενη Γυναίκα ήταν ένα πανδοχείο με μεγάλα αποθέματα, και το σκοτεινό κελάρι ήταν τεράστιο. Ολόκληροι διάδρομοι εκτείνονταν ανάμεσα στα βαρέλια με τα κρασιά και τις μπύρες, που ήταν στοιβαγμένα κατά μήκος του, ενώ ψηλά τεφροκύανα δοχεία με πατάτες και γογγύλια υψώνονταν από το πέτρινο δάπεδο. Υπήρχαν, ακόμα, σειρές από πανύψηλα ράφια με σακιά αποξηραμένων φασολιών, μπιζελιών και πιπεριών, όπως επίσης και λόφοι ολόκληροι από ξύλινα καφάσια, που το Φως μόνο ξέρει τι περιείχαν. Δεν υπήρχε πολλή σκόνη, αλλά ο αέρας είχε αυτή τη στεγνή οσμή, την τόσο συνηθισμένη σε ασφυκτικά γεμάτες αποθήκες.
Ο Ματ εντόπισε τα ρούχα του, προσεκτικά διπλωμένα πάνω σε ένα καθαρό ράφι —εκτός κι αν κάποιος άλλος συνέλεγε ρουχισμό εδώ κάτω— αλλά δεν είχε την ευκαιρία να τα δει από κοντά. Η Κυρά Ανάν τον οδήγησε στην άλλη άκρη του κελαριού, όπου ακούμπησε μαλακά την Τζολίνε σε ένα αναποδογυρισμένο βαρελάκι. Χρειάστηκε να τραβήξει τα χέρια της από πάνω του για να την αφήσει κουλουριασμένη εκεί. Ρουφώντας ηχηρά τη μύτη της, η γυναίκα τράβηξε ένα μαντιλάκι από το μανίκι της και σκούπισε τα κοκκινισμένα της μάτια. Έτσι όπως ήταν, με το πρόσωπο μουτζουρωμένο, για να μην αναφέρουμε το φθαρμένο της φόρεμα, ανταποκρινόταν ελάχιστα στην εικόνα μιας Άες Σεντάι.
«Της έχουν σπάσει τα νεύρα», είπε η Κυρά Ανάν, τοποθετώντας τη λάμπα πάνω σε ένα βαρέλι, που ήταν επίσης αναποδογυρισμένο και χωρίς βούλωμα. Υπήρχαν κι άλλα άδεια βαρέλια σκόρπια στο πάτωμα, ενώ άλλα πάλι είχαν μετακινηθεί, περιμένοντας την επιστροφή τους στον ζυθοποιό. Ήταν ο μοναδικός άδειος χώρος που είχε δει ο Ματ στο κελάρι. «Από τότε που ήρθαν οι Σωντσάν, κρύβεται. Τις τελευταίες μέρες, οι Πρόμαχοί της αναγκάστηκαν να τη μετακινήσουν κάμποσες φορές από ένα μέρος σε ένα άλλο, όταν οι Σωντσάν αποφάσισαν να ψάχνουν και κτήρια, αντί μονάχα δρόμους. Ε, με όλα αυτά, πώς είναι δυνατόν να μη σπάσουν τα νεύρα κάποιου; Ωστόσο, αμφιβάλλω αν θα μπουν στον κόπο να ψάξουν εδώ».
Αναλογιζόμενος όλους εκείνους τους αξιωματικούς πάνω, ο Ματ έπρεπε να παραδεχθεί πως η γυναίκα είχε μάλλον δίκιο. Πάντως, πολύ ευχαριστήθηκε που δεν έπαιρνε ο ίδιος το ρίσκο. Κάθισε οκλαδόν μπροστά στην Τζολίνε, μουγκρίζοντας από μια σουβλιά πόνου στο πόδι του. «Αν μπορώ, θα σε βοηθήσω», είπε. Δεν είχε ιδέα πώς, αλλά υπήρχε κι εκείνο το χρέος. «Να θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου, που κατάφερες να τους αποφύγεις όλο αυτόν τον καιρό. Η Τέσλυν δεν στάθηκε τόσο τυχερή».
Τραβώντας το μαντίλι από τα μάτια της, η Τζολίνε τού έριξε ένα άγριο βλέμμα. «Τυχερή;» ρώτησε θυμωμένη, σαν να έφτυνε τη λέξη. Αν δεν ήταν Άες Σεντάι, ο Ματ θα έλεγε πως ήταν σκυθρωπή, έτσι όπως έβλεπε το κάτω χείλος της να εξέχει. «Θα μπορούσα κάλλιστα να ξεφύγω! Απ’ ό,τι κατάλαβα, την πρώτη εκείνη μέρα επικρατούσε σύγχυση, αλλά, βλέπεις, ήμουν αναίσθητη. Ο Φεν κι ο Μπλάερικ μόλις που πρόλαβαν να με βγάλουν από το Παλάτι τη στιγμή που ορμούσαν μέσα οι Σωντσάν, και δύο άντρες, που κουβαλούν μια γυναίκα που τρικλίζει, τραβούν εύκολα την προσοχή, μειώνοντας τις πιθανότητες να φτάσουν στις πύλες της πόλης πριν συλληφθούν. Πολύ χαίρομαι που έπιασαν την Τέσλυν! Να ήξερες πόσο χαίρομαι! Κάτι μου έδωσε, είμαι σίγουρη! Γι’ αυτό ο Φεν κι ο Μπλάερικ δεν κατάφεραν να με ξυπνήσουν. Να γιατί κοιμόμουν σε στάβλους και κρυβόμουν σε σοκάκια, με το φόβο ότι αυτά τα τέρατα θα με ξετρυπώσουν. Της ήρθε κουτί!»
Ο Ματ βλεφάρισε ακούγοντας αυτό το πρελούδιο οργής. Αμφέβαλλε κατά πόσον είχε ακούσει ποτέ φωνή που να κρύβει τόσο δηλητήριο, ακόμα και σε εκείνες τις παλιές αναμνήσεις. Η Κυρά Ανάν κοίταξε συνοφρυωμένη την Τζολίνε, ενώ το χέρι της συσπώνταν ελαφρά.
«Εν πάση περιπτώσει, θα σε βοηθήσω όσο μπορώ», είπε βιαστικά ο Ματ. Σηκώθηκε, για να μη βρίσκεται ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Δεν απέκλειε την περίπτωση η Κυρά Ανάν να χαστούκιζε την Τζολίνε, άσχετα από το αν η τελευταία ήταν Άες Σεντάι, κι η Τζολίνε δεν φαινόταν να δίνει πολλή σημασία στην πιθανότητα να υπήρχαν περισσότερες από μία νταμέην επάνω, που θα διαισθάνονταν ό,τι κι αν έκανε σε αντίποινα. Μία ήταν η αλήθεια. Ο Δημιουργός είχε πλάσει τις γυναίκες έτσι, ώστε να κάνει δύσκολη τη ζωή των αντρών. Πώς στο καλό θα φυγάδευε μια Άες Σεντάι από το Έμπου Νταρ; «Σου οφείλω πολλά».
Ένα ελαφρύ συνοφρύωμα ζάρωσε το μέτωπο της Τζολίνε. «Τι μου οφείλεις;»
«Το σημείωμα που μου ζητούσε να προειδοποιήσω τη Νυνάβε και την Ηλαίην», είπε ο Ματ αργά. Έγλειψε τα χείλη του και πρόσθεσε: «Αυτό που άφησες στο μαξιλάρι μου».
Η γυναίκα έκανε μια αποπεμπτική χειρονομία, αλλά η ματιά της εστιάστηκε στο πρόσωπό του, χωρίς να βλεφαρίζει καθόλου. «Η όποια οφειλή ανάμεσά μας τακτοποιήθηκε τη μέρα που με βοήθησες να βγω από τα τείχη της πόλης, Άρχοντα Κώθον», είπε, κι ο τόνος της φωνής της ήταν αυτοκρατορικός, λες και μιλούσε βασίλισσα καθισμένη στον θρόνο της.
Ο Ματ ξεροκατάπιε ηχηρά. Το σημείωμα είχε τοποθετηθεί με κάποιον τρόπο στην τσέπη του πανωφοριού του, δεν είχε αφεθεί στο μαξιλάρι του, κάτι που σήμαινε ότι έκανε λάθος σχετικά με αυτόν στον οποίο χρωστούσε την οφειλή.
Έφυγε δίχως να επισημάνει στην Τζολίνε το ψέμα της —σίγουρα επρόκειτο για ψέμα, ακόμα κι αν δεν λάμβανε κανείς υπ’ όψιν του το λάθος του— και χωρίς να πει τίποτα στην Κυρά Ανάν. Το πρόβλημα ήταν αποκλειστικά δικό του και τον αρρώσταινε. Μακάρι να μην είχε πάρει τίποτα είδηση.
Πίσω, στο Παλάτι Τάρασιν, πήγε κατευθείαν στα διαμερίσματα της Τάυλιν κι άπλωσε τον μανδύα του πάνω σε μια καρέκλα, για να στεγνώσει. Η βροχή έπεφτε βαριά πάνω στα παράθυρα. Ακουμπώντας το καπέλο του πάνω σε μια σκαλιστή κι επιχρυσωμένη ιματιοθήκη, σκούπισε το πρόσωπο και τα χέρια του με μια πετσέτα και σκέφτηκε να αλλάξει ρούχα. Κάποια σημεία του χιτώνα του ήταν μούσκεμα από τη βροχή και το πανωφόρι του είχε υγρανθεί εδώ κι εκεί. Νοτισμένο. Μα το Φως!
Γρυλίζοντας αηδιασμένος, δίπλωσε τη ριγωτή πετσέτα και την πέταξε στο κρεβάτι. Καθυστερούσε επίτηδες, ελπίζοντας —έστω και λίγο— πως η Τάυλιν θα έμπαινε μέσα και θα χτυπούσε τον στύλο του κρεβατιού, έτσι ώστε να τον αναγκάσει να σταματήσει να κάνει ό,τι έκανε. Ό,τι κι αν έκανε. Η Τζολίνε δεν του άφηνε περιθώρια.
Το Παλάτι ήταν απλά σχεδιασμένο, αν έμπαινες στον κόπο να το κοιτάξεις υπό αυτή την οπτική γωνία. Οι υπηρέτες έμεναν στο κατώτερο επίπεδο, εκεί που βρίσκονταν οι κουζίνες, ενώ μερικοί κατοικούσαν στα κελάρια. Ο επόμενος όροφος περιείχε μεγάλους, δημόσιους χώρους και τα στενόχωρα μελετητήρια των γραφιάδων, ενώ ο τρίτος διέθετε διαμερίσματα για λιγότερο επιφανείς φιλοξενούμενους, τα περισσότερα εκ των οποιών είχαν καταληφθεί πλέον από τη Γενιά των Σωντσάν. Στον ψηλότερο όροφο βρίσκονταν τα διαμερίσματα της Τάυλιν, όπως επίσης και δωμάτια επιφανέστερων προσκεκλημένων, όπως η Σούροθ, η Τουόν και μερικοί άλλοι. Βέβαια, ακόμα και τα παλάτια διέθεταν κάποιου είδους σοφίτα.
Σταματώντας στη βάση μιας σκάλας, κρυμμένης σε μια ακίνδυνη γωνία, όπου κανείς δεν θα τους πρόσεχε, ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει αργά την ανάβαση. Το μεγάλο και χωρίς παράθυρα δωμάτιο στην κορυφή της σκάλας, χαμηλοτάβανο και καλυμμένο με τραχιές σανίδες, είχε καθαριστεί από οτιδήποτε περιείχε πριν από τον ερχομό των Σωντσάν, κι ο χώρος είχε γεμίσει με ένα πλέγμα μικρών ξύλινων δωματίων, καθένα εκ των οποίων είχε μία κλειστή πόρτα. Απλοί σιδερένιοι ορθοστάτες με φανούς φώτιζαν τους στενούς διαδρόμους ανάμεσά τους. Η βροχή έπεφτε με δύναμη πάνω στις πλάκες της οροφής, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Ο Ματ σταμάτησε ξανά στο ψηλότερο σκαλί κι ανάσανε ανακουφισμένα όταν αντιλήφθηκε πως δεν άκουγε από πουθενά βήματα. Μια γυναίκα ακουγόταν να κλαίει σε ένα από τα μικροσκοπικά δωμάτια, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί κάποια σουλ’ντάμ και να απαιτήσει να μάθει τι έκανε εκεί. Το πιθανότερο, βέβαια, ήταν πως θα το μάθαιναν, αλλά αν έκανε γρήγορα, θα προλάβαινε να βρει αυτό που ήθελε.
Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ιδέα ποιο ήταν το δωμάτιό της. Πήγε μέχρι το πρώτο κι άνοιξε την πόρτα μια χαραμάδα, αρκετά για να ρίξει μια ματιά μέσα. Μια Άθα’αν Μιέρε, που φορούσε ένα γκρίζο φόρεμα, καθόταν στη μια άκρη ενός στενού κρεβατιού, με τα χέρια διπλωμένα στα γόνατά της. Το κρεβάτι, μαζί με έναν νιπτήρα, ένα μπολ, μια κανάτα κι έναν μικροσκοπικό καθρέφτη, καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου, ενώ κάμποσα γκρίζα ρούχα κρέμονταν από τα άγκιστρα που ήταν καρφωμένα στον τοίχο. Το τμηματικό, ασημένιο λουρί του α’ντάμ σχημάτιζε τόξο, καθώς ένωνε το ασημένιο κολάρο, που ήταν περασμένο γύρω από τον λαιμό της, με τον ασημένιο κρίκο που ήταν πιασμένος σε έναν γάντζο στερεωμένο στον τοίχο. Η γυναίκα βρισκόταν σε απόσταση απλωμένου χεριού από οτιδήποτε υπήρχε στο μικροσκοπικό δωμάτιο. Οι μικρές τρύπες για τα σκουλαρίκια και τον κρίκο της μύτης δεν είχαν κλείσει ακόμα κι έμοιαζαν με πληγές. Μόλις άνοιξε η πόρτα, το κεφάλι της τινάχτηκε με μια φοβισμένη έκφραση που άλλαξε σε απορία, ίσως και σε ελπίδα.
Ο Ματ έκλεισε την πόρτα χωρίς να πει λέξη. Δεν μπορώ να τις σώσω όλες, σκέφτηκε σκληρά. Δεν μπορώ! Μα το Φως, το μισούσε αυτό.
Η επόμενη πόρτα αποκάλυψε παρόμοια δωμάτια και τρεις ακόμα Θαλασσινές, μία εκ των οποίων έκλαιγε γοερά στο κρεβάτι της κι, έπειτα, μια χρυσομάλλα που κοιμόταν, όλες με τα α’ντάμ τους χαλαρωμένα και πιασμένα σε γάντζους. Έκλεισε προσεκτικά την πόρτα, λες και προσπαθούσε να κλέψει το γλυκό της Κυράς αλ’Βέρ κάτω από τη μύτη της. Ίσως η χρυσομάλλα να μην ήταν Σωντσάν, αλλά ο Ματ δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. Μια ντουζίνα πόρτες αργότερα, άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και γλίστρησε μέσα, κλείνοντας την πόρτα ερμητικά πίσω του.
Η Τέσλυν Μπάραντον ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα χέρια της να σχηματίζουν μαξιλάρι για να ακουμπάει το πρόσωπό της. Μονάχα τα σκούρα της μάτια κινούνταν, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της. Δεν είπε τίποτα, απλώς τον κοιτούσε λες κι ήθελε να του ανοίξει τρύπες στο κρανίο με τη ματιά της.
«Έβαλες ένα σημείωμα στην τσέπη του πανωφοριού μου», της είπε ο Ματ ήρεμα. Οι τοίχοι ήταν πολύ λεπτοί κι άκουγε τη διπλανή γυναίκα να κλαίει. «Γιατί;»
«Η Ελάιντα θέλει αυτά τα κορίτσια τόσο, όσο τη ράβδο και το επιτραχήλιο», είπε απλώς η Τέσλυν, χωρίς να κινηθεί καθόλου. Η φωνή της εξακολουθούσε να είναι τραχιά, αλλά κάπως λιγότερο απ’ όσο τη θυμόταν ο Ματ. «Ειδικά την Ηλαίην. Μακάρι να μπορούσα να... της χαλάσω τα σχέδια. Άσ’ την να τις ψάχνει». Άφησε ένα ανάλαφρο γελάκι με μια χροιά πικρίας. «Μέχρι και διχαλόριζα έβαλα στην Τζολίνε, για να μην ανακατευτεί με τα κορίτσια. Και κοίτα το αποτέλεσμα. Η Τζολίνε δραπέτευσε κι εγώ...» Το βλέμμα της πετάχτηκε στο ασημένιο βραχιόλι που κρεμόταν στον γάντζο.
Αναστενάζοντας, ο Ματ έγειρε πάνω στον τοίχο, πλάι στα ρούχα που κρέμονταν στα άγκιστρα. Η γυναίκα γνώριζε τι ήταν γραμμένο στο σημείωμα, μια προειδοποίηση για την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Μα το Φως, ήλπιζε να μην ξέρει τίποτα, και κάποιος άλλος να είχε χώσει αυτό το καταραμένο πράγμα στην τσέπη του. Ούτως ή άλλως, για καλό δεν ήταν. Ήξεραν κι οι δυο τους ότι τους κυνηγούσε η Ελάιντα. Το σημείωμα δεν είχε αλλάξει τίποτα! Στην πραγματικότητα, η γυναίκα δεν προσπαθούσε να τους βοηθήσει, απλώς ήθελε να... χαλάσει τα σχέδια... της Ελάιντα. Μπορούσε κάλλιστα να φύγει έχοντας καθαρή τη συνείδησή του. Αίμα και στάχτες! Δεν έπρεπε να της μιλήσει, εξ αρχής. Τώρα που είχαν ανταλλάξει μερικές λέξεις...
«Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω να δραπετεύσεις, αν μπορώ», της είπε κάπως απρόθυμα.
Η γυναίκα παρέμεινε ακίνητη, πάνω στο κρεβάτι. Ούτε η έκφρασή της άλλαξε, ούτε ο τόνος της φωνής της. Έμοιαζε λες κι εξηγούσε κάτι απλό κι ασήμαντο. «Ακόμα κι αν μου βγάλεις το κολάρο, δεν θα μπορέσω να πάω πολύ μακριά, ίσως ούτε καν να βγω από το Παλάτι. Αλλά και να τα κατάφερνα, καμία γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης δεν μπορεί να περάσει από τις πύλες της πόλης, εκτός αν φοράει α’ντάμ. Ήμουν κι εγώ κάποτε φρουρός εκεί, και ξέρω».
«Κάτι θα σκεφτώ», είπε ο Ματ μουρμουρίζοντας, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. Ναι, κάτι θα σκεφτόταν, αλλά τι; «Μα το Φως, έτσι όπως μιλάς, ακούγεσαι σαν να μη θέλεις να δραπετεύσεις».
«Σοβαρέψου», του ψιθύρισε, τόσο χαμηλόφωνα που σχεδόν δεν την άκουσε. «Αρχικά, σκέφτηκα ότι ο μόνος λόγος που ήρθες ήταν για να με χλευάσεις». Ανασηκώθηκε αργά σε καθιστή θέση κι ακούμπησε τα πόδια της στο πάτωμα. Η ματιά της καρφώθηκε έντονη στη δικιά του, κι η φωνή της πήρε κάπως επιτακτική χροιά. «Με ρωτάς αν θέλω να δραπετεύσω; Όταν κάνω κάτι που τις ευχαριστεί, η σουλ’ντάμ μού δίνει γλυκίσματα. Και διαπιστώνω ότι προσβλέπω σε τέτοιου είδους ανταμοιβές». Ένας ξέπνοος τρόμος παραμόρφωσε τη φωνή της. «Όχι επειδή μου αρέσουν τα γλυκά, αλλά επειδή έκανα κάτι που ευχαρίστησε τη σουλ’ντάμ». Ένα δάκρυ κατηφόρισε από το μάτι της, κι η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αν με βοηθήσεις να το σκάσω, θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις, αρκεί να μην ισοδυναμεί με προδοσία απέναντι στον Λευκό...» Τα χείλη της σφράγισαν ερμητικά και σηκώθηκε. Τον κοιτούσε σαν να έβλεπε πέρα από εκείνον. Ξαφνικά, ένευσε θετικά. «Βοήθησε με να δραπετεύσω, και θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις», είπε.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ», της απάντησε ο Ματ. «Πρέπει να σκεφτώ έναν τρόπο».
Η γυναίκα συγκατένευσε, λες και της είχε υποσχεθεί πως μέχρι το βράδυ θα τη φυγάδευε. «Υπάρχει άλλη μία αδελφή που κρατείται αιχμάλωτη εδώ, στο Παλάτι. Η Εντεσίνα Αζέντιν. Πρέπει να έρθει μαζί μας».
«Κι άλλη;» είπε ο Ματ. «Νομίζω πως, μαζί με σένα, είναι τρεις ή τέσσερις. Τέλος πάντων, δεν είμαι καν σίγουρος ότι μπορώ να βγάλω εσένα, πόσω μάλλον...»
«Οι άλλες έχουν... αλλάξει». Το στόμα της Τέσλυν σφίχτηκε. «Η Γκούισιν κι η Μάιλεν —τη γνώριζα ως Σεραίν Καμινέλε, αλλά τώρα θέλει να τη φωνάζουν Μάιλεν— θα μπορούσαν κάλλιστα να μας προδώσουν. Η Εντεσίνα, όμως, εξακολουθεί να είναι ο εαυτός της. Δεν θα την άφηνα πίσω, ακόμα κι αν ήταν αποστάτρια».
«Λοιπόν, κοίτα», είπε ο Ματ με ένα καταπραϋντικό χαμόγελο. «Είπα πως θα προσπάθησω να σε βγάλω έξω, αλλά δεν βλέπω τρόπο να σας βγάλω και τις δύο...»
«Θα ήταν καλύτερα να φύγεις τώρα», τον διέκοψε ξαφνικά. «Δεν επιτρέπονται άντρες εδώ κι, όπως και να έχει, θα εγείρεις υποψίες αν σε βρουν». Τον κοίταξε συνοφρυωμένη και ρουθούνισε. «Θα βοηθούσε αν δεν ντυνόσουν τόσο φανταχτερά. Δέκα μπεκρήδες Μάστορες θα τραβούσαν λιγότερο την προσοχή από σένα. Λοιπόν, φύγε. Γρήγορα. Φύγε!»
Ο Ματ απομακρύνθηκε, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Κλασική αντίδραση μιας Άες Σεντάι. Κάνε πως τη βοηθάς, και θα σε βάλει να σκαρφαλώνεις νυχτιάτικα μια απόκρημνη πλαγιά, για να ελευθερώσεις μοναχός σου πενήντα φυλακισμένους. Αυτά βέβαια, αφορούσαν σ’ έναν άλλον άντρα, νεκρό από καιρό, αλλά η θύμηση ξεπήδησε στο μυαλό του Ματ, και ταίριαζε γάντι στην περίσταση. Αίμα και στάχτες! Δεν ήξερε καλά-καλά πώς να σώσει μία Άες Σεντάι, κι αυτή τον έβαλε να σώσει δύο!
Περπατώντας αγέρωχα προς το μέρος της ακίνδυνης στροφής, στη βάση της σκάλας, έπεσε σχεδόν πάνω στην Τουόν.
«Τα σπιτάκια των νταμέην είναι απαγορευμένα για τους άντρες», του είπε, ατενίζοντάς τον ψυχρά μέσα από το πέπλο της. «Θα μπορούσες να τιμωρηθείς και μόνο για την είσοδό σου».
«Έψαχνα μια Ανεμοσκόπο, Υψηλή Αρχόντισσα», της αποκρίθηκε βιαστικά, γονατίζοντας στο ένα πόδι και βάζοντας το μυαλό του να δουλέψει γρηγορότερα από ποτέ. «Με εξυπηρέτησε κάποτε και σκέφτηκα μήπως ήθελε κάτι από την κουζίνα. Κάποιο γλύκισμα ή τίποτα τέτοιο. Όμως, δεν τη βρήκα πουθενά. Υποθέτω πως δεν την έπιασαν όταν...» Δεν αποτελείωσε την πρότασή του κι απέμεινε να την κοιτάει. Η αυστηρή κι αδέκαστη μάσκα, που ήταν μονίμως χαραγμένη στο πρόσωπο του κοριτσιού, είχε λιώσει κι ένα χαμόγελο είχε πάρει τη θέση της. Πράγματι, ήταν πολύ όμορφη.
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», του είπε. «Είναι πολύ καλό να είσαι ευγενικός απέναντι σε μια νταμέην. Ωστόσο, πρέπει να είσαι προσεκτικός. Μερικοί άντρες βάζουν τις νταμέην στο κρεβάτι τους». Το σαρκώδες στόμα της συστράφηκε με αηδία. «Σίγουρα δεν θα ήθελες να σκεφτεί κανείς ότι είσαι διεστραμμένος». Η αυστηρή έκφραση επανήλθε στο πρόσωπό της. Όλοι οι αιχμάλωτοι θα έπρεπε να εκτελούνται αμέσως.
«Σε ευχαριστώ για την προειδοποίηση, Υψηλή Αρχόντισσα», αποκρίθηκε ο Ματ με κάποια αστάθεια στη φωνή. Τι είδους άντρας θα επιθυμούσε να πλαγιάσει με γυναίκα δεμένη στο λουρί;
Χάθηκε από μπροστά της, κι εκείνη απλώς απομακρύνθηκε με απαλά βήματα στον διάδρομο, σαν να μην είχε συναντήσει κανέναν. Αν μη τι άλλο, για πρώτη φορά η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν δεν τον απασχολούσε καθόλου. Υπήρχε μία Άες Σεντάι κρυμμένη στα κελάρια της Περιπλανώμενης Γυναίκας κι άλλες δύο που φορούσαν τα λουριά των νταμέην και που περίμεναν από το κορόιδο τον Ματ Κώθον να σώσει τους σβέρκους τους. Ήταν σίγουρος πως η Τέσλυν θα έλεγε τα πάντα σε αυτή την Εντεσίνα με την πρώτη ευκαιρία. Τρεις γυναίκες που θα άρχιζαν να εκνευρίζονται, αν αποτύγχανε να τις απελευθερώσει το συντομότερο. Στις γυναίκες άρεσε το κουβεντολόι, αλλά με την πολλή κουβέντα ξέφευγαν και πράγματα που θα ήταν καλύτερο να μη μαθευτούν. Οι ανυπόμονες γυναίκες μιλούσαν πολύ περισσότερο από τις υπόλοιπες. Ο Ματ μπορεί να μην ένιωθε τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του, αλλά σχεδόν άκουγε τον ρυθμικό χτύπο ενός ρολογιού, ενώ το τσεκούρι ενός δήμιου ίσως να σήμανε την ώρα. Στον ύπνο του μπορεί να σχεδίαζε διάφορες μάχες, αλλά αυτές οι παλιές αναμνήσεις δεν βοηθούσαν και πολύ εδώ. Χρειαζόταν έναν δολοπλόκο, κάποιον συνηθισμένο στις ραδιουργίες και σε αλλόκοτους τρόπους σκέψης. Ήρθε η ώρα να αναγκάσει τον Θομ και τον Τζούιλιν να κάτσουν και να συζητήσουν μαζί του.
Ψάχνοντάς τους, άρχισε ασυναίσθητα να σφυρίζει έναν σκοπό, το «Είμαι στον Πάτο του Πηγαδιού». Πράγματι, ήταν, κι η νύχτα έπεφτε κι η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Όπως συνέβαινε συχνά, ένα ακόμα όνομα ξεπήδησε από εκείνες τις παλιές αναμνήσεις, ένα τραγούδι από την Αυλή του Τακέντο, στο Φαρασέλε, που συντρίφτηκε πάνω από χίλια χρόνια πριν από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Ωστόσο, στα χρόνια που μεσολάβησαν, το τραγούδι δεν είχε αλλάξει και πολύ. Τότε, το αποκαλούσαν «Η Τελευταία Στάση στο Μάντεναρ». Όπως και να έχει, ταίριαζε μια χαρά στην περίσταση.