20 Ερωτήσεις περί Προδοσίας

Σκαρφαλώνοντας στα στενόχωρα σπιτάκια, στην κορυφή του Παλατιού Τάρασιν, η Μπέθαμιν κρατούσε προσεκτικά τον πίνακα σημειώσεων. Μερικές φορές, το πώμα του μελανοδοχείου χαλάρωνε κι οι κηλίδες μελανιού έφευγαν δύσκολα από τα ρούχα. Προσπαθούσε να είναι πάντα εμφανίσιμη, λες και την καλούσαν να εμφανιστεί μπροστά σε κάποιον της Υψηλής Γενιάς. Δεν μιλούσε καθόλου στη Ρέννα, η οποία είχε καθήκον να επιθεωρεί μαζί της, καθώς ανέβαιναν τις σκάλες. Υποτίθεται πως έπρεπε να φέρουν εις πέρας ένα συγκεκριμένο έργο, όχι να κουτσομπολεύουν. Αποτελούσε κομμάτι του τρόπου σκέψης της. Εκεί που άλλες αγωνίζονταν να ολοκληρωθούν με ας αγαπημένες τους νταμέην και κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια τα παράξενα αξιοθέατα αυτής της γης, αναλογιζόμενες τυχόν πλεονεκτήματα και κέρδη, εκείνη επικεντρωνόταν στα καθήκοντά της, επιδιώκοντας πάντα να καθυποτάξει την πιο δύστροπη μαράθ’νταμέην και να της περάσει το α’ντάμ, δουλεύοντας δύο φορές πιο σκληρά και δύο φορές περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.

Η βροχή είχε κοπάσει, επιτέλους, αφήνοντας τα σπιτάκια σε ησυχία. Αν μη τι άλλο, σήμερα οι νταμέην θα μπορούσαν να εξασκηθούν λιγάκι —οι περισσότερες ήταν κατηφείς, επειδή τις περιόριζαν μέσα σ’ αυτά τα σπιτάκια για πολύ καιρό, κι όντως αυτά τα πρόχειρα οικήματα παραήταν περιοριστικά— αλλά, δυατυχώς, η δουλειά που της είχε ανατεθεί σήμερα δεν περιλάμβανε βάδισμα. Άλλωστε, η Ρέννα ποτέ δεν είχε κλίση στο περπάτημα, παρ’ όλο που κάποτε ήταν η καλύτερη εκπαιδεύτρια της Σούροθ, και μάλιστα την εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Μπορεί μερικές φορές να ήταν λίγο άγρια, αλλά διέθετε μεγάλη επιδεξιότητα. Κάποτε, όλοι θα συμφωνούσαν πως, παρά το νεαρό της ηλικίας της, θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ντερ’σουλ’ντάμ, αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ανέκαθεν υπήρχαν περισσότερες σουλ’ντάμ από νταμέην, ωστόσο κανείς δεν θυμόταν τη Ρέννα ολοκληρωμένη από την εποχή του Φάλμε, κάτι που ίσχυε και για τη Σέτα, την οποία η Σούροθ είχε προσλάβει στην προσωπική της υπηρεσία έπειτα από το Φάλμε. Στην Μπέθαμιν άρεσε να κουτσομπολεύει τα περί Γενιάς κι αυτούς που την υπηρετούν πίνοντας κρασί, αλλά ποτέ της δεν εξέφραζε κάποια γνώμη όταν η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τη Ρέννα και τη Σέτα. Πάντως, τις σκεφτόταν συχνά και τις δύο.

«Ξεκινάς από την άλλη πλευρά, Ρέννα», τη διέταξε. «Ή μήπως προτιμάς να σε αναφέρω ξανά στην Εσόντε για τεμπελιά;»

Πριν από το Φάλμε, η κοντύτερη γυναίκα ήταν σχεδόν γεμάτη αυτοπεποίθηση, αλλά τώρα ένας μυώνας συσπάστηκε στο ωχρό της μάγουλο και χάρισε στην Μπέθαμιν ένα αρρωστημένο και δουλοπρεπές χαμόγελο, πριν τρέξει βιαστικά στα πυκνοκατοικημένα σπιτάκια με τα στενά περάσματα, κρατώντας με το χέρι της τα μακριά της μαλλιά, λες και φοβόταν μήπως ανακατωθούν. Όλοι, εκτός από τους στενότερους φίλους της, αρέσκονταν να τη φοβερίζουν για να ξεπληρώσουν την πρωτύτερη υπεροψία της. Αν συμπεριφερόσουν διαφορετικά, τραβούσες την προσοχή, κάτι που η Μπέθαμιν απέφευγε να κάνει, παρεκτός με συγκεκριμένους και προσεκτικά επιλεγμένους τρόπους. Τα προσωπικά της μυστικά ήταν θαμμένα όσο βαθύτερα γινόταν, και σιωπούσε αναφορικά με μυστικά που κανείς δεν ήξερε ότι γνώριζε, αλλά το μήνυμα που ήθελε να περάσει στον καθένα ήταν πως η Μπέθαμιν Ζεάμι ήταν η προσωποποίηση της τέλειας σουλ’ντάμ. Αυτό που επιδίωκε πάντα ήταν η απόλυτη τελειότητα, τόσο για την ίδια όσο και για την νταμέην που εκπαίδευε.

Ασχολήθηκε με την επιθεώρηση της ζωηρά κι αποτελεσματικά, ελέγχοντας κατά πόσον οι νταμέην διατηρούσαν καθαρούς τους εαυτούς τους κι είχαν τακτοποιημένα τα σπιτάκια τους, κρατώντας με το λεπτοκαμωμένο της χέρι μια σύντομη σημείωση στην πρώτη σελίδα που ήταν καρφωμένη στον πίνακα, σε περίπτωση που κάποια από δαύτες δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντά της, και δεν χασομερούσε, παρά μόνο για να δώσει μερικά γλυκίσματα στις λίγες που τα είχαν πάει πολύ καλά στην εκπαίδευσή τους. Οι περισσότερες από εκείνες με τις οποίες είχε ολοκληρώσει τη χαιρετούσαν με χαμόγελα, ακόμα κι αν έπρεπε να γονατίσουν. Ασχέτως αν προέρχονταν από την Αυτοκρατορία ή από αυτή την πλευρά του ωκεανού, ήξεραν πως η Μπέθαμιν ήταν αυστηρή αλλά δίκαιη. Ωστόσο, υπήρχαν κι άλλες που δεν χαμογελούσαν. Στην πλειονότητά τους, οι Άθα’αν Μιέρε νταμέην την κοίταζαν με πέτρινα πρόσωπα, σκοτεινά όσο και το δικό της, ή με καταπιεσμένο θυμό, που πίστευαν ότι έκρυβαν αποτελεσματικά.

Πάντως, απέφευγε να κρατήσει σημείωση του θυμού τους για μελλοντική τιμωρία, όπως θα έκαναν άλλες. Εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι αντιστέκονταν, αλλά οι άστοχες απαιτήσεις τους για την επιστροφή των φανταχτερών κοσμημάτων ανήκε ήδη στο παρελθόν. Τώρα, γονάτιζαν και μιλούσαν ευγενικά. Ένα καινούργιο όνομα χρησίμευε σαν καλό εργαλείο στις περισσότερες δύσκολες περιπτώσεις, καθότι δημιουργούσε έναν διαχωρισμό με όσα είχαν συμβεί παλαιότερα. Αν κι απρόθυμα, οι γυναίκες ανταποκρίνονταν σε αυτό. Η απροθυμία έσβηνε σύντομα, μαζί με την κατήφεια, και τελικά κατέληγαν να μη θυμούνται καν το πρωτύτερο όνομά τους. Το πρότυπο ήταν γνώριμο, σίγουρο, και δεν αποτύγχανε ποτέ. Μερικές το αποδέχονταν αμέσως, ενώ άλλες σοκάρονταν όταν μάθαιναν τι είναι. Πάντα θα υπήρχε μια χούφτα από δαύτες που θα τους έπαιρνε μήνες να συνηθίσουν, ενώ άλλες πάλι τη μια μέρα διαμαρτύρονταν έντονα ότι είχε γίνει κάποιο τρομερό λάθος κι ότι δεν είχαν αποτύχει στη δοκιμασία, και την επομένη ήταν δεκτικές κι ήρεμες. Οι λεπτομέρειες διέφεραν από αυτή τη μεριά του ωκεανού αλλά, είτε εδώ είτε στην Αυτοκρατορία, το τελικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

Για δύο από τις νταμέην κράτησε σημειώσεις που δεν είχαν να κάνουν με την τάξη. Η Ζούσι, μια Άθα’αν Μιέρε νταμέην πιο ψηλή από την ίδια, σημειώθηκε για μαστίγωση. Το φόρεμά της ήταν τσαλακωμένο, τα μαλλιά της ανάκατα και το κρεβάτι της ξέστρωτο. Το πρόσωπό της , όμως, είχε πρηστεί από το κλάμα, και δεν είχε προλάβει να γονατίσει όταν ένας καινούργιος καταιγισμός λυγμών τη διέτρεξε και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν σαν χείμαρρος στα μάγουλά της. Το γκρίζο φόρεμα, που κάποτε ήταν εφαρμοστό επάνω της, τώρα κρεμόταν χαλαρό, παρότι η ίδια δεν ήταν διόλου πλαδαρή. Η Μπέθαμιν είχε ονοματίσει αυτοπροσώπως τη Ζούσι και νοιαζόταν ιδιαίτερα για το άτομό της. Αφαίρεσε το καπάκι της πένας με τη μεταλλική αιχμή, τη βύθισε στο μελάνι κι έγραψε μια εισήγηση να μετακινηθεί η Ζούσι από το Παλάτι και να πάει σε κάποιο διπλό σπιτάκι παρέα με μια νταμέην από την Αυτοκρατορία, κατά προτίμηση κάποια με αρκετή εμπειρία στο να γίνει καρδιακή φίλη μιας νταμέην με πρόσφατο περιλαίμιο. Αργά ή γρήγορα, κάτι τέτοιο θα έβαζε τέρμα στα δάκρυα.

Ωστόσο, δεν ήταν διόλου σίγουρη ότι θα το επέτρεπε η Σούροθ, η οποία διεκδικούσε τις συγκεκριμένες νταμέην για την Αυτοκράτειρα —οποιοσδήποτε είχε στην κατοχή του το ένα δέκατο από δαύτες, μπορούσε να εγείρει υποψίες ότι υποκινούσε επανάσταση, ή και να κατηγορηθεί ευθέως— ωστόσο συμπεριφερόταν λες κι ήταν ιδιοκτησία της. Αν η Σούροθ απέρριπτε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος. Η Μπέθαμιν αρνούνταν κατηγορηματικά να χάσει μια νταμέην εξαιτίας της απελπισίας. Αρνούνταν να χάσει μια νταμέην για οποιονδήποτε λόγο! Η δεύτερη με εξέχουσα σημασία ήταν η Τέσι, κι εκεί δεν περίμενε να βρει κανένα εμπόδιο.

Η Ιλιανή νταμέην γονάτισε με χάρη, διπλώνοντας τα χέρια στη μέση, μόλις η Μπέθαμιν άνοιξε την πόρτα. Το κρεβάτι της ήταν καλοστρωμένο, τα γκρίζα φορέματά της κρέμονταν τακτοποιημένα από τα κρεμαστάρια τους, η βούρτσα κι η χτένα της ήταν τοποθετημένες με ακρίβεια δίπλα στον νιπτήρα, και το πάτωμα είχε σκουπιστεί. Η Μπέθαμιν δεν περίμενε τίποτα λιγότερο. Η Τέσι ήταν νοικοκυρεμένη εξ αρχής. Τώρα μάλιστα που είχε μάθει να καθαρίζει και το πιάτο της, είχε γίνει χαριτωμένα στρουμπουλή. Με εξαίρεση τα κεράσματα, το διαιτολόγιο μιας νταμέην ήταν αυστηρό. Μια άρρωστη νταμέην ήταν για πέταμα. Η Τέσι, βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να στολιστεί ποτέ με κορδέλες και να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς για την πιο όμορφη νταμέην. Το πρόσωπό της φάνταζε μονίμως θυμωμένο, ακόμα κι όταν χαλάρωνε. Σήμερα, όμως, ένα ανάλαφρο χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλη της, κι η Μπέθαμιν ήταν σίγουρη πως χαμογελούσε πριν μπει ακόμα. Η Τέσι δεν ανήκε στην κατηγορία των ατόμων από τα οποία περιμένεις να χαμογελάσουν, όχι ακόμα τουλάχιστον.

«Πώς νιώθει σήμερα η μικρή μου Τέσι;» τη ρώτησε.

«Η Τέσι αισθάνεται θαυμάσια», αποκρίθηκε ήρεμα η νταμέην. Μέχρι τώρα, πάντα κατέβαλλε προσπάθεια για να μιλήσει ευγενικά, και μόλις χτες κατάφερε να καταπνίξει τον αρνητισμό που παρουσίαζε συνήθως.

Ψηλαφώντας σκεφτική το πηγούνι της, η Μπέθαμιν κοίταξε εξεταστικά τη γονυπετή νταμέην. Ήταν πολύ καχύποπτη απέναντι σε οποιαδήποτε νταμέην αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι. Η ιστορία τη γοήτευε κι είχε διαβάσει τις μεταφράσεις των μυριάδων γλωσσών που προϋπήρχαν της Συνένωσης. Εκείνοι οι αρχαίοι ηγεμόνες αρέσκονταν σε δολοφονικούς κι ιδιότροπους τρόπους διοίκησης κι ήταν υπέρ το δέον ευχαριστημένοι όταν διηγούνταν με ποιον τρόπο ήρθαν στην εξουσία, πώς τσάκισαν τα γειτονικά βασίλεια και πώς έθεσαν υπό την εξουσία τους άλλους ηγεμόνες. Οι περισσότεροι είχαν δολοφονηθεί, συχνά από το χέρι των διαδόχων ή των ακολούθων τους. Η Μπέθαμιν γνώριζε πολύ καλά τους τρόπους των Άες Σεντάι.

«Η Τέσι είναι πολύ καλή νταμέην», μουρμούρισε θερμά, παίρνοντας ένα από τα σκληρά γλυκίσματα από ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί, στο πουγκί που είχε περασμένο στη ζώνη της. Η Τέσι έγειρε μπροστά για να το πάρει, και φίλησε το χέρι της ευχαριστώντας την, αλλά το χαμόγελο τρεμόπαιξε προς στιγμή, για να επανέλθει μόλις μπούκωσε το στόμα της με το κόκκινο γλύκισμα. Ώστε, έτσι λοιπόν. Η προσποίηση της αποδοχής έτσι που να ξεγελάσει μία σουλ’ντάμ δεν ήταν κάτι άγνωστο, αλλά, με δεδομένο πώς σκεφτόταν η Τέσι, το πιθανότερο ήταν πως σχεδίαζε να δραπετεύσει.

Όταν ξαναβγήκε στον διάδρομο, η Μπέθαμιν έγραψε μια έντονη εισήγηση να διπλασιαστεί ο χρόνος εκπαίδευσης της Τέσι και παράλληλα η τιμωρία της, οι δε ανταμοιβές της να γίνουν πιο σποραδικές, έτσι που να μην είναι ποτέ σίγουρη ότι, ακόμα κι αν κάνει κάτι τέλεια, θα κερδίσει κάτι παραπάνω από ένα φιλικό χτύπημα στο κεφάλι. Ήταν σκληρή μέθοδος και συνήθως την απέφευγε, αλλά για κάποιο λόγο μετέτρεπε σε ελάχιστο χρόνο τις πιο δύστροπες μαράθ’νταμέην σε εξημερωμένες νταμέην. Επίσης, ήταν ο μόνος τρόπος για να κάνει τις νταμέην ακόμα πιο πειθήνιες. Δεν της άρεσε να σπάει το ηθικό των νταμέην, η Τέσι ωστόσο έπρεπε απαραίτητα να συνδεθεί με το α’ντάμ, για να ξεχάσει το παρελθόν. Στο τέλος, θα έλεγε κι ευχαριστώ.

Τελειώνοντας νωρίτερα από τη Ρέννα, η Μπέθαμιν περίμενε στη βάση της σκάλας, μέχρι να κατέβει κι η άλλη σουλ’ντάμ. «Δώσε αυτό στην Εσόντε όταν πας προς τα εκεί», είπε, πετώντας προς το μέρος της Ρέννα τον πίνακα, πριν η τελευταία πατήσει καλά-καλά κάτω. Δεν ήταν διόλου παράξενο που η γυναίκα αποδέχτηκε ήπια τη διαταγή της, όπως ακριβώς είχε κάνει και προηγουμένως, κι έφυγε βιαστικά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πίνακα, σαν να αναρωτιόταν μήπως οι σελίδες του περιείχαν κάποια αναφορά για την ίδια. Είχε αλλάξει πολύ έπειτα από τα γεγονότα του Φάλμε.

Η Μπέθαμιν φόρεσε τον μανδύα της κι άφησε το Παλάτι, σκοπεύοντας να επιστρέψει στο πανδοχείο όπου, εξ ανάγκης, μοιραζόταν ένα κρεβάτι με άλλες δυο σουλ’ντάμ, ίσα-ίσα για να πάρει μερικά χρήματα από το χρηματοκιβώτιό της. Η επιθεώρηση ήταν η μόνη υπηρεσία της για σήμερα, και τις υπόλοιπες ώρες μπορούσε να τις αφιερώσει στον εαυτό της. Για αλλαγή, λοιπόν, αντί να αναζητήσει καινούργια καθήκοντα, θα περνούσε την ώρα της αγοράζοντας αναμνηστικά. Ίσως να αγόραζε κανένα από αυτά τα μαχαίρια που οι ντόπιες είχαν κρεμασμένα στον λαιμό τους, αρκεί να έβρισκε κάποιο δίχως τα κοσμήματα, που τόσο τους άρεσε να τοποθετούν στη λαβή. Και στιλβωμένο, φυσικά. Εδώ, μπορούσε να βρει κάτι εξίσου καλό όσο και στην υπόλοιπη Αυτοκρατορία, τα δε σχέδια ήταν τόσο... ξένα. Τα ψώνια θα την ηρεμούσαν και χρειαζόταν ηρεμία όσο τίποτε άλλο.

Το λιθόστρωτο της Πλατείας Μολ Χάρα εξακολουθούσε να είναι νοτισμένο και να γυαλίζει από την πρωινή βροχή, ενώ μια ευχάριστη ταγκάδα αλμύρας γέμιζε τον αέρα, θυμίζοντάς της το χωριό στη Θάλασσα του Λ’Χέιε, όπου είχε γεννηθεί, αν και το τσουχτερό κρύο την ανάγκαζε να κρατάει σφιχτά τον μανδύα πάνω στο κορμί της. Στο Αμπουνάι δεν έκανε ποτέ κρύο, κι η Μπέθαμιν δεν το είχε συνηθίσει παρά τα μακρινά της ταξίδια. Ωστόσο, οι αναμνήσεις της πατρίδας δεν την παρηγορούσαν τώρα. Καθώς προχωρούσε στους πολυπληθείς δρόμους, η Ρέννα κι η Σέτα απασχολούσαν τις σκέψεις της τόσο, ώστε δεν πρόσεχε πού πήγαινε, κι έπεφτε πάνω στον κόσμο. Μια φορά, μάλιστα, βρέθηκε σχεδόν μπροστά σε ένα καραβάνι άμαξες κάποιου εμπόρου που άφηνε την πόλη. Η κραυγή της γυναίκας που εκτελούσε χρέη αμαξά τής τράβηξε την προσοχή κι έκανε πίσω εγκαίρως. Η άμαξα πέρασε βροντώντας πάνω στο πλακόστρωτο, εκεί ακριβώς που στεκόταν η Μπέθαμιν δευτερόλεπτα πριν, κι η γυναίκα που χειριζόταν το μαστίγιο ούτε που την κοίταξε. Ετούτοι εδώ οι ξένοι δεν έτρεφαν κανένα σεβασμό για μια σουλ’ντάμ.

Η Ρέννα κι η Σέτα. Όποιος είχε βρεθεί στο Φάλμε, διατηρούσε μνήμες που αυτές ήθελαν να ξεχάσουν, μνήμες για τις οποίες κανείς δεν έκανε λόγο, εκτός κι αν ήταν μεθυσμένος. Κάτι που έκανε κι η ίδια, μόνο που οι δικές της δεν αφορούσαν στο σοκ τού να πολεμάει με φαντάσματα των θρύλων εν μέρει αναγνωρίσιμα, ούτε στον τρόμο που προκαλούσε η ήττα, ούτε σε τρελά οράματα στον ουρανό. Πόσο συχνά ευχόταν να μην είχε ανέβει επάνω εκείνη τη μέρα; Μακάρι να μην είχε αναρωτηθεί ποτέ πώς τα πήγαινε η Τάλι, η νταμέην με τη θαυμαστή ικανότητα στα μέταλλα. Όμως, είχε κοιτάξει μέσα στο σπιτάκι της Τάλι. Κι είχε δει τη Ρέννα και τη Σέτα να πασχίζουν μαντωδώς να βγάλουν το α’ντάμ η μία από τον λαιμό της άλλης, ουρλιάζοντας από πόνο, με τα γόνατά τους να τρικλίζουν από τη ναυτία, χωρίς ωστόσο να παύουν στιγμή να ψηλαφούν τις λαιμαριές τους. Κηλίδες εμετού είχαν βρωμίσει το μπροστινό μέρος των ρούχων τους. Μέσα στη λύσσα τους, δεν την πρόσεξαν να απομακρύνεται τρομαγμένη.

Ο τρόμος της δεν είχε να κάνει μόνο με το ότι έγινε μάρτυρας δύο σουλ’ντάμ που αποκαλύφθηκε ότι ήταν μαράθ’νταμέην, αλλά ήταν κάτι πολύ πιο προσωπικό. Συχνά σκεφτόταν ότι μπορούσε να παρατηρήσει σχεδόν τις υφάνσεις των νταμέην, κι ότι πάντα μπορούσε να διαισθανθεί την παρουσία μιας νταμέην και να καταλάβει πόσο ισχυρή ήταν. Πολλές σουλ’ντάμ είχαν αυτή την ικανότητα, κι όλοι ήξεραν πως ήταν προϊόν της μακρόχρονης πείρας τους στον χειρισμό του α’ντάμ. Ωστόσο, η θέα αυτού του απεγνωσμένου ζευγαριού ξεσήκωνε μέσα της ανεπιθύμητες σκέψεις, δίνοντας μια διαφορετική αλλά και τρομακτική χροιά σε αυτό που ανέκαθεν αποδεχόταν. Άραγε, είχε δει τις υφάνσεις στην ολότητα τους ή σχεδόν; Υπήρχαν φορές που νόμιζε ότι μπορούσε να διαισθανθεί τη διαβίβαση. Ακόμα κι οι σουλ’ντάμ έπρεπε να υφίστανται την ετήσια δοκιμασία μέχρι τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά τους, κι η Μπέθαμιν δεν είχε αποτύχει ούτε μία φορά. Μόνο που... Η δοκιμασία θα άλλαζε αφού έβρισκαν τη Ρέννα και τη Σέτα, μια κι έπρεπε οπωσδήποτε να ανακαλυφθεί η μαράθ’νταμέην, που με κάποιο τρόπο είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από την πρώτη. Η ίδια η Αυτοκρατορία θα ταρακουνιόταν συθέμελα από ένα τέτοιο χτύπημα. Έτσι, με τις εικόνες της Ρέννα και της Σέτα να καίνε το μυαλό της, ήξερε με απόλυτη σιγουριά ότι, έπειτα από αυτή τη δοκιμασία, η Μπέθαμιν Ζεάμι δεν θα ανήκε πλέον στους ευυπολήπτους πολίτες. Αντί γι’ αυτό, μια νταμέην ονόματι Μπέθαμιν θα υπηρετούσε την Αυτοκρατορία.

Η αισχύνη είχε σχηματίσει θρόμβους μέσα της. Είχε τοποθετήσει προσωπικούς φόβους υπεράνω των αναγκών της Αυτοκρατορίας, υπεράνω όλων αυτών για τα οποία ήξερε ότι ήταν σωστά, αληθινά και καλά. Ο πόλεμος κι οι εφιάλτες είχαν καταφθάσει στο Φάλμε, αλλά αυτή δεν έσπευσε να ολοκληρωθεί με μια νταμέην και να βρεθεί στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, με προκάλυμμα όλη αυτή την αναστάτωση, έσπευσε να βρει ένα άλογο και να το σκάσει, να τρέξει όσο πιο γρήγορα κι όσο πιο μακριά γινόταν.

Συνειδητοποίησε ότι είχε σταματήσει να περπατάει κι ότι κοιτούσε τη βιτρίνα του μαγαζιού μιας ράφτρας, χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπει όσα υπήρχαν στο εσωτερικό. Όχι πως είχε καμιά όρεξη. Το γαλάζιο φόρεμα με το κόκκινο πλαίσιο που απεικόνιζε τον κεραυνό ήταν το μόνο που εδώ και χρόνια είχε σκεφτεί να φορέσει. Ωστόσο, με τίποτα δεν θα φορούσε κάτι που θα την εξέθετε τόσο άσεμνα. Με τον περίγυρο της φούστας να στριφογυρίζει γύρω από τους αστραγάλους της, συνέχισε να περπατάει, δίχως να μπορέσει στιγμή να βγάλει από το μυαλό της τη Ρέννα, τη Σέτα, αλλά και τη Σούροθ.

Προφανώς, η Αλχουιν είχε ξετρυπώσει το ζευγάρι των σουλ’ντάμ με τα περιλαίμια και το είχε αναφέρει στη Σούροθ. Η δε Σούροθ είχε προασπίσει την Αυτοκρατορία προστατεύοντας τη Ρέννα και τη Σέτα, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν αυτό. Τι θα γινόταν, όμως, αν ξαφνικά άρχιζαν να διαβιβάζουν; Ίσως ήταν καλύτερο για την Αυτοκρατορία να έβρισκε τρόπο να τις σκοτώσει, μολονότι η δολοφονία μιας σουλ’ντάμ θεωρούνταν φόνος ακόμα και για τα δεδομένα της Υψηλής Γενιάς. Δύο ύποπτοι θάνατοι μεταξύ των σουλ’ντάμ σίγουρα θα αποτελούσαν αιτία να έρθουν οι Αναζητητές. Έτσι, η Ρέννα κι η Σέτα ήταν ελεύθερες, αν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο τη στιγμή που δεν τους επέτρεπαν να είναι ολοκληρωμένες. Η Άλχουιν είχε κάνει το καθήκον της κι είχε τιμηθεί με το να γίνει η Φωνή της Σούροθ, η οποία είχε κάνει κι αυτή το καθήκον της, άσχετα από την αποκρουστικότητά του. Δεν υπήρχε καινούργια δοκιμασία. Το φευγιό της ήταν άσκοπο. Επιπλέον, αν έμενε πίσω, δεν θα κατέληγε στο Τάντσικο, σε εκείνον τον εφιάλτη που επιθυμούσε να ξεχάσει περισσότερο κι από το Φάλμε.

Ένας ουλαμός Φρουρών του Θανάτου προέλασε μπροστά της, μεγαλειώδεις μέσα στις πανοπλίες τους, κι η Μπέθαμιν σταμάτησε για να τους παρακολουθήσει. Το πέρασμά τους προξένησε αναταραχή στο πλήθος, σαν τα απόνερα που αφήνει ένα τεράστιο πλοίο. Η πόλη ήταν χαρούμενη κι όλη η χώρα γιόρταζε όταν τελικά παρουσιάστηκε η Τουόν, τα δε πανηγύρια είχαν τέτοια ένταση λες και μόλις είχε καταφθάσει. Αισθάνθηκε μια ένοχη ευχαρίστηση με τις συγκεκριμένες σκέψεις για την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών, όπως τότε που ήταν παιδούλα κι είχε κάνει κάποια σοβαρή σκανδαλιά, αν και, μέχρι η Τουόν να αφαιρέσει το πέπλο της, δεν ήταν παρά η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν, ισότιμη σχεδόν με τη Σούροθ. Οι Φρουροί του Θανάτου συνέχισαν την περιφορά τους, αφοσιωμένοι ψυχή και σώμα στην Αυτοκράτειρα και στην Αυτοκρατορία, κι η Μπέθαμιν κίνησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κατ’ αναλογίαν, κι αυτή ήταν αφοσιωμένη ψυχή και σώμα στο να διατηρήσει την προσωπική της ελευθερία.

Η ονομασία Χρυσοί Κύκνοι του Ουρανού φάνταζε μεγαλόπρεπη για ένα τόσο μικρό πανδοχείο, στριμωγμένο ανάμεσα σε έναν δημόσιο στάβλο και σ’ ένα μαγαζί με βερνίκια, το οποίο ήταν κατάμεστο από αξιωματικούς που αγόραζαν τα πάντα, ενώ ο στάβλος έβριθε από μη παραδομένα ακόμα άλογα, αγορασμένα στη λοταρία. Το δε πανδοχείο ήταν γεμάτο σουλ’ντάμ. Σχεδόν γεμάτο, τουλάχιστον μέχρι το βράδυ. Η Μπέθαμιν στάθηκε τυχερή που μοιράστηκε το κρεβάτι της μόνο με άλλες δύο. Έχοντας πάρει διαταγές να βολέψει όσο πιο πολλούς μπορούσε, η πανδοχέας παρείχε ένα κρεβάτι για τέσσερα ή πέντε άτομα, αν πίστευε πως μπορούν να βολευτούν. Πάντως, τα στρωσίδια ήταν καθαρά και το φαγητό καλό, αν και κάπως περίεργο. Δεδομένου μάλιστα πως η εναλλακτική λύση ήταν να κοιμηθεί σε αχυρώνα, δεν είχε κανένα πρόβλημα να μοιραστεί το κρεβάτι της.

Αυτή την ώρα, τα στρογγυλά τραπέζια στην κοινή αίθουσα ήταν άδεια. Κάποιες από τις σουλ’ντάμ που έμεναν εκεί σίγουρα θα ασχολούνταν με διάφορες δουλειές, ενώ οι υπόλοιπες ήθελαν απλά να αποφύγουν την πανδοχέα. Με τα χέρια σταυρωμένα, η Νταρνέλα Σόραν παρακολουθούσε συνοφρυωμένη μερικές υπηρέτριες να σκουπίζουν με ζήλο τις πράσινες πλάκες του δαπέδου. Μια κοκαλιάρα με γκρίζα μαλλιά, πιασμένα και διπλωμένα στο σβέρκο της, και μακρόστενο σαγόνι, που της προσέδιδε μάλλον εχθρική όψη, θα πρέπει να ήταν ντερ’σουλ’ντάμ, παρά το γελοίο μαχαίρι που φορούσε, η λαβή του οποίου ήταν διακοσμημένη με φθηνά ερυθρόλευκα πετράδια. Υποθετικά, οι υπηρέτριες ήταν ελεύθερες, αλλά όποτε η πανδοχέας άνοιγε το στόμα της, αναπηδούσαν λες κι αποτελούσαν ιδιοκτησία της.

Ακόμα κι η ίδια η Μπέθαμιν αναπήδησε ελαφρά μόλις η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος της. «Είσαι ενήμερη των κανονισμών μου σχετικά με τους άντρες, Κυρά Ζεάμι;» τη ρώτησε απαιτητικά. Έπειτα από τόσον καιρό, η αργόσυρτη προφορά αυτών των ανθρώπων φάνταζε κάπως παράξενη. «Έχω ακουστά την ξενική νοοτροπία σου, αλλά αυτό είναι δικό σου θέμα και δεν μπορείς να την εφαρμόσεις κάτω από τη στέγη μου. Αν θες να συνευρεθείς με άντρες, κάν’ το κάπου αλλού!»

«Σε διαβεβαιώ πως δεν πρόκειται να συνευρεθώ με άντρα, ούτε εδώ ούτε πουθενά αλλού, Κυρά Σόραν».

Η πανδοχέας την κοίταξε βλοσυρά, γεμάτη επιφύλαξη. «Πάντως, κάποιος ήρθε και σε ζήτησε με το όνομά σου. Ένα γλυκούλης ξανθός, ούτε ιδιαίτερα νεαρός, ούτε και μεγάλος σε ηλικία. Μάλλον κάποιος δικός σου, που μιλούσε μέσα από τα δόντια του, έτσι που ελάχιστα τον καταλάβαινα».

Απαντώντας με κατευναστικό τόνο, η Μπέθαμιν έβαλε τα δυνατά της να πείσει την πανδοχέα πως δεν γνώριζε κανέναν που να ανταποκρίνεται σε αυτή την περιγραφή, κι ότι τα καθήκοντά της δεν της άφηναν χρόνο να ασχοληθεί με τους άντρες. Ίσχυαν και τα δύο, μολονότι θα μπορούσε κάλλιστα να πει ψέματα εν ανάγκη. Οι Χρυσοί Κύκνοι δεν είχαν επιταχθεί, και τρεις άνθρωποι σε ένα κρεβάτι ήταν κάτι πολύ προτιμότερο από ύπνο σε αχυρώνα. Προσπάθησε να ανιχνεύσει κατά πόσον η γυναίκα μπορεί να ήθελε κάποιο δώρο, όταν θα έκανε τα ψώνια της, αλλά φαίνεται ότι την πρόσβαλε όταν της πρότεινε να της αγοράσει ένα μαχαίρι με πιο φανταχτερά πετράδια. Δεν εννοούσε τίποτα ακριβό, ούτε καν είχε υπ’ όψιν της να τη δωροδοκήσει, αλλά φαίνεται πως η Κυρά Σόραν κάπως έτσι το εξέλαβε, μια και την κοιτούσε κατσούφικα, συνοφρυωμένη και γεμάτη αγανάκτηση. Όπως και να έχει, δεν ήταν διόλου σίγουρη ότι κατάφερε να αλλάξει στο ελάχιστο τα μυαλά της γυναίκας. Για κάποιο λόγο, η πανδοχέας πίστευε πως όλες τις ελεύθερες ώρες τους τις περνούσαν μέσα στην ακολασία. Εξακολουθούσε να είναι συνοφρυωμένη, όταν η Μπέθαμιν άρχισε να ανεβαίνει τις δίχως κάγκελα σκάλες, στη μια πλευρά της κοινής αίθουσας, προσποιούμενη πως το μόνο που απασχολούσε το μυαλό της ήταν τα ψώνια.

Πάντως, η ταυτότητα του άντρα όντως τριβέλιζε στον νου της. Σίγουρα δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα από την περιγραφή. Το πιθανότερο ήταν πως την αναζητούσε, αλλά σε αυτή την περίπτωση, το γεγονός πως κατόρθωσε να ανιχνεύσει τα ίχνη της σήμαινε πως η διακριτικότητά της δεν ήταν επαρκής. Ίσως, μάλιστα, να ήταν επικίνδυνα ανεπαρκής. Ωστόσο, ήλπιζε να επιστρέψει. Έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει ποιος ήταν. Οπωσδήποτε!

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και πάγωσε. Ήταν περίεργο, αλλά το σιδερένιο κιβώτιο της κλειδαριάς ήταν ακουμπισμένο στο κρεβάτι, με το σκέπασμα ανοικτό. Ήταν πολύ γερή κλειδαριά, και το μοναδικό κλειδί υπήρχε στο βάθος του πουγκιού της ζώνης της. Ο κλέφτης βρισκόταν ακόμα εκεί και, παραδόξως, ξεφύλλιζε το ημερολόγιό της! Πώς στο καλό είχε περάσει αυτός ο άντρας απαρατήρητος από την Κυρά Σόραν;

Η παράλυση διήρκεσε μονάχα μία στιγμή. Αδράχνοντας το μαχαίρι της ζώνης της από τη θήκη, άνοιξε το στόμα της να ουρλιάξει για βοήθεια.

Η έκφραση στο πρόσωπο του άντρα δεν άλλαξε στο ελάχιστο, και δεν προσπάθησε ούτε να τρέξει μακριά, ούτε να της επιτεθεί. Απλώς τράβηξε κάτι μικρό από το σακίδιό του και το κράτησε ψηλά, για να της το δείξει. Η γυναίκα ένιωσε την αναπνοή της να γίνεται βαριά σαν μολύβι στον λαιμό της. Μουδιασμένα, τοποθέτησε το μαχαίρι πίσω, στο θηκάρι, κι άπλωσε μπροστά τα χέρια της, για να του δείξει πως δεν οπλοφορούσε και δεν σκόπευε να τραβήξει άλλο όπλο. Ανάμεσα στα δάχτυλά του υπήρχε μια φιλντισένια πλάκα με επιχρυσωμένο πλαίσιο, πάνω στην οποία ήταν χαραγμένα ένα κοράκι κι ένας πύργος. Ξαφνικά, η ματιά της έπεσε πάνω στον άντρα: ξανθομάλλης και μεσήλικας. Ναι, μπορεί να ήταν χαριτωμένος, όπως είχε πει η Κυρά Σόραν, αλλά μόνο μια τρελή θα σκεφτόταν έτσι για έναν Αναζητητή της Αλήθειας. Δόξα στο Φως, δεν είχε καταγράψει τίποτα επικίνδυνο στο ημερολόγιό της. Ωστόσο, αυτός κάτι θα ήξερε. Την είχε ζητήσει ονομαστικά. Μα το Φως, κάτι πρέπει να ήξερε!

«Κλείσε την πόρτα», της είπε ήσυχα, ξαναβάζοντας την πλάκα στο σακίδιό του, κι εκείνη υπάκουσε. Ήθελε να τρέξει. Ήθελε να ικετεύσει για οίκτο. Ο άντρας αυτός όμως ήταν Αναζητητής, οπότε η Μπέθαμιν έμεινε ακίνητη, τρέμοντας. Προς μεγάλη της έκπληξη, ο άντρας έριξε το ημερολόγιο πίσω, στο κουτί με την κλειδαριά, κι έδειξε προς το μέρος του μοναδικού καθίσματος του δωματίου. «Κάθισε. Δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις άβολα».

Με αργές κινήσεις, η Μπέθαμιν κρέμασε τον μανδύα της και κάθισε στην καρέκλα, χωρίς να τη νοιάζει διόλου πόσο άβολα ένιωθε στην πλάτη της την παράξενη, βαθμιδωτή ράχη. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει την ανατριχίλα της. Ακόμα και μέλος της Γενιάς, ακόμη και μέλος της Υψηλής Γενιάς, θα έτρεμε σύγκορμο αν υποβαλλόταν σε ανάκριση από κάποιον Αναζητητή. Ωστόσο, είχε μια μικρή ελπίδα, εφ’ όσον ο άντρας δεν την είχε διατάξει να τον ακολουθήσει. Ίσως, τελικά, να μην τα γνώριζε όλα.

«Έκανες ερωτήσεις σε διαφόρους περί κάποιας καπετάνισσας ονόματι Εγκήνιν Σάρνα», της είπε. «Γιατί;»

Η ελπίδα τρεμόσβησε κι αισθάνθηκε ένα βάρος στο στήθος της. «Αναζητούσα μια παλιά φίλη», απάντησε με τρεμουλιαστή φωνή. Τα καλύτερα ψέματα περιείχαν πάντα ένα εν δυνάμει ποσοστό αλήθειας. «Ήμαστε μαζί στο Φάλμε και δεν ξέρω αν επέζησε». Τα ψέματα σε Αναζητητή θεωρούνταν προδοσία, αλλά ούτως ή άλλως την πρώτη της προδοσία την είχε διαπράξει όταν λιποτάκτησε κατά τη διάρκεια της μάχης του Φάλμε.

«Ζει», είπε κοφτά ο άντρας. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού δίχως να πάρει στιγμή το βλέμμα του από πάνω της. Τα μάτια του ήταν γαλανά, και την έκαναν να θέλει τον μανδύα της πίσω. «Είναι ηρωίδα, προάχθηκε σε Κυβερνήτρια του Πρασίνου κι είναι η Αρχόντισσα Εγκήνιν Τάμαραθ. Αυτή ήταν η ανταμοιβή της εκ μέρους της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ. Βρίσκεται κι αυτή στο Έμπου Νταρ. Μπορείς κάλλιστα να ανανεώσεις τη φιλία σου μαζί της και να μου αναφέρεις ποιον βλέπει, πού πηγαίνει και τι συζητά. Τα πάντα».

Η Μπέθαμιν έκλεισε ερμητικά το στόμα της, για να μην αρχίσει να γελάει υστερικά. Ο άνθρωπος αυτός κυνηγούσε την Εγκήνιν, όχι την ίδια. Δόξα στο Φως και στην απέραντη ευσπλαχνία του! Το μόνο που ήθελε να μάθει ήταν αν η γυναίκα ζούσε κι αν ήταν απαραίτητο να πάρει προφυλάξεις. Η Εγκήνιν την είχε απελευθερώθει κάποτε, ωστόσο στα δέκα χρόνια γνωριμίας τους, που είχαν προηγηθεί, αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα επιτέλεσης καθηκόντων. Ανέκαθεν, έμοιαζε πολύ πιθανό ότι θα μετάνιωνε γι’ αυτή την παρέκκλιση, ασχέτως του πόσο θα της στοίχιζε, αλλά —άκουσον, άκουσον— δεν είχε μετανιώσει. Και τώρα, ο Αναζητητής έψαχνε την Εγκήνιν...! Διάφορες πιθανότητες ξεπήδησαν στο μυαλό της, όπως επίσης και βεβαιότητες, και δεν είχε πια όρεξη να γελάσει. Αντί γι’ αυτό, αρκέστηκε να γλείψει τα χείλη της.

«Πώς...; Πώς θα μπορούσα να ανανεώσω τη φιλία μας;» Άλλωστε, ήταν πιότερο απλή γνωριμία παρά φιλία, αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά για να παραδεχτεί κάτι τέτοιο. «Λες ότι ανατράφηκε από τη Γενιά, άρα μπορεί να προσφέρει κάθε είδους πληροφορία». Ο φόβος την ενθάρρυνε, αλλά της προκάλεσε ταυτόχρονα και πανικό, όπως τότε, στο Φάλμε. «Για ποιο λόγο θες να γίνω εγώ Αφουγκράστριά σου; Μπορείς να την υποβάλεις σε ανάκριση όποτε θελήσεις». Δάγκωσε το μάγουλό της από μέσα, για να συγκρατήσει τη γλώσσα της. Μα το Φως, δεν ήθελε με τίποτα να συμβεί κάτι τέτοιο. Οι Αναζητητές ήταν το κρυφό χέρι της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει αιώνια. Στο όνομα της Αυτοκράτειρας, αυτός ο άντρας είχε δικαίωμα να ανακρίνει ακόμα και τη Σούροθ, ή και την ίδια την Τουόν. Βέβαια, είναι αλήθεια πως θα έβρισκε φρικτό θάνατο αν αποδεικνυόταν πως έκανε λάθος, αλλά με την Εγκήνιν το ρίσκο δεν ήταν υψηλό. Ανήκε στην κατώτερη Γενιά. Αν ανέκρινε την Εγκήνιν...

Προς μεγάλη της έκπληξη, αντί ο άντρας να τη διατάξει να υπακούσει, παρέμεινε καθισμένος, εξακολουθώντας να την περιεργάζεται. «Θα σου εξηγήσω μερικά πράγματα», της είπε, κι αυτό τη σόκαρε ακόμα περισσότερο. Απ’ όσο είχε ακούσει, οι Αναζητητές δεν εξηγούσαν ποτέ τίποτα. «Δεν είσαι χρήσιμη, ούτε για μένα ούτε για την Αυτοκρατορία, εκτός κι αν επιβιώσεις, και δεν θα καταφέρεις να επιβιώσεις παρά μόνο αν κατανοήσεις αυτό που αντιμετωπίζεις. Αν αποκαλύψεις έστω και μια λέξη απ’ όσα σου λέω σε οποιονδήποτε, θα βρεθείς κάπου που θα σε κάνει να αναπολείς τον Πύργο των Κορακιών. Άκου να μαθαίνεις. Η Εγκήνιν εστάλη στο Τάντσικο πριν η πόλη πέσει στα χέρια μας, ως μέρος της προσπάθειας να βρούμε τη σουλ’ντάμ που είχε αφεθεί στο Φάλμε. Παραδόξως, δεν βρήκε κανέναν, κάτι που δεν συνέβη με άλλους, όπως αυτοί που σε βοήθησαν να επιστρέψεις. Αντιθέτως, η Εγκήνιν δολοφόνησε τη σουλ’ντάμ που ανακάλυψε. Εγώ ο ίδιος την κατηγόρησα, κι αυτή δεν μπήκε καν στον κόπο να το αρνηθεί. Δεν έδειξε καν σημάδια θυμού ή αγανάκτησης. Και το χειρότερο ήταν πως συναναστρεφόταν κρυφά με Άες Σεντάι». Ανέφερε το όνομα χωρίς δισταγμό, σαν κατηγορητήριο, χωρίς καν να δείξει τη συνηθισμένη αποστροφή. «Όταν αναχώρησε από το Τάντσικο, ταξίδεψε με ένα πλοίο που είχε καπετάνιο κάποιον ονόματι Μπέυλ Ντόμον, ο οποίος ενοχλήθηκε που θα μετέφερε επιβάτη, οπότε έγινε ιδιοκτησία. Τον αγόρασε και τον έκανε αμέσως σο’τζίν, κάτι που σημαίνει ότι αυτός ο άντρας έχει ξεχωριστή σημασία για την ίδια. Είναι ενδιαφέρον ότι τον παρουσίασε στον Υψηλό Άρχοντα Τούρακ, στο Φάλμε. Φαίνεται πως ο Ντόμον κέρδισε τον σεβασμό του Υψηλού Άρχοντα, τόσο που ο τελευταίος τον καλούσε συχνά για να κουβεντιάσουν». Ο άντρας έκανε μια γκριμάτσα. «Έχεις κρασί; Ή μπράντυ;»

Η Μπέθαμιν τινάχτηκε ξαφνιασμένη. «Η Ιόνα έχει κάπου εδώ ένα φλασκί ντόπιου μπράντυ. Είναι βαρύ ποτό...»

Τη διέταξε να του γεμίσει μια κούπα, κι η γυναίκα υπάκουσε βιαστικά. Ήθελε πολύ να συνεχίσει να της μιλάει, θα έκανε οτιδήποτε για να καθυστερήσει το αναπόφευκτο. Ήταν απολύτως σίγουρη πως η Εγκήνιν δεν είχε σκοτώσει καμία σουλ’ντάμ, οι αποδείξεις ωστόσο θα την καταδίκαζαν να μοιραστεί την πικρή μοίρα της Ρέννα και της Σέτα. Κι αυτό, αν ήταν τυχερή κι αν αυτός εδώ ο Αναζητητής έβλεπε το καθήκον του απέναντι στην Αυτοκρατορία όπως το έβλεπε κι η Σούροθ. Ο άντρας βύθισε το βλέμμα του στην κασσιτέρινη κούπα, παρατηρώντας τις περιδινήσεις του σκουρόχρωμου μπράντυ από μήλο, ενώ η Μπέθαμιν καθόταν ξανά στη θέση της.

«Ο Υψηλός Άρχοντας Τούρακ ήταν σπουδαίος άνθρωπος», μουρμούρισε. «Ίσως ένας από τους σπουδαιότερους που ανέδειξε ποτέ η Αυτοκρατορία. Κρίμα που ο σο’τζίν του αποφάσισε να τον ακολουθήσει στον θάνατο. Πολύ τιμητικό για τους ίδιους μεν, αλλά έτσι είναι αδύνατο να βεβαιωθούμε αν ο Ντόμον ανήκε σ’ αυτούς που δολοφόνησαν τον Υψηλό Άρχοντα». Η Μπέθαμιν μόρφασε. Υπήρχαν φορές που τύχαινε κάποιος της Γενιάς να πεθάνει στα χέρια κάποιου άλλου, αλλά ποτέ δεν είχε αναφερθεί η λέξη «φόνος». Ο Αναζητητής συνέχισε να μιλάει, εξακολουθώντας να ατενίζει την κούπα του χωρίς να πίνει. «Ο Υψηλός Άρχοντας μου είχε δώσει εντολή να παρακολουθώ τη Σούροθ. Υποπτευόταν πως αποτελούσε κίνδυνο για ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Έτσι μου είπε. Με τον θάνατό του, η Σούροθ κατάφερε να διοικεί τους Προδρόμους. Δεν έχω καμιά απόδειξη ότι αυτή διέταξε τον θάνατό του, υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις. Η Σούροθ έφερε στο Φάλμε μια νταμέην, μια νεαρή γυναίκα που ήταν Άες Σεντάι». Η προφορά του ονόματος ήταν για άλλη μια φορά μονοκόμματη κι απότομη. «Η γυναίκα αυτή διέφυγε με κάποιον τρόπο τη μέρα που πέθανε ο Τούρακ. Η Σούροθ είχε κι άλλη μία νταμέην στην ακολουθία της, που κάποτε ήταν επίσης Άες Σεντάι. Ποτέ δεν την είχαν δει να μη φοράει τη λαιμαριά, όμως...» Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, λες κι αυτό που πήγε να πει δεν ήταν της στιγμής. Η Μπέθαμιν τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ποιος θα τολμούσε να βγάλει τη λαιμαριά από μια νταμέην; Μια καλοεκπαιδευμένη νταμέην αποτελούσε πηγή χαράς, αλλά αν την ξαμολούσες, μετατρεπόταν σε μεθυσμένο γκρολμ! «Είναι πολύ πιθανό να είχε κρυμμένη κάπου και μια μαράθ’νταμέην», συνέχισε, σαν να απήγγελλε μια λίστα εγκλημάτων ελαφρώς κατώτερων της προδοσίας. «Πιστεύω πως η Σούροθ έδωσε τη διαταγή να φονευτεί η σουλ’ντάμ που κατάφερε να φτάσει στο Τάντσικο, ίσως για να αποκρύψει τις συναντήσεις της Εγκήνιν με τις Άες Σεντάι. Εσείς, οι σουλ’ντάμ, ισχυρίζεστε πως μπορείτε να διακρίνετε με την πρώτη ματιά μια μαράθ’νταμέην, σωστά;»

Ο άντρας την κοίταξε ξαφνικά, κι η Μπέθαμιν κατάφερε να αντικρίσει την παγωμένη του ματιά με ένα χαμόγελο. Το πρόσωπό του θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε οποιονδήποτε άντρα, αλλά αυτά τα μάτια... Πολύ χαιρόταν που ήταν καθιστή. Τα γόνατά της έτρεμαν τόσο, που παραξενεύτηκε που δεν φαίνονταν μέσα από τη φούστα της. «Φοβάμαι πως δεν είναι και τόσο εύκολο». Κατάφερε σχεδόν να διατηρήσει τη φωνή της σταθερή. «Σίγουρα... ξέρεις αρκετά για να προσάψεις στη Σούροθ τη δο... δολοφονία του Υψηλού Άρχοντα Τούρακ». Αν η Σούροθ αποδεικνυόταν ένοχη, ο άντρας δεν θα ανακάτευε ούτε την ίδια ούτε και την Εγκήνιν.

«Ο Τούρακ ήταν σπουδαίος άντρας, αλλά εγώ έχω καθήκον απέναντι στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει αιώνια, και, μέσω αυτής, στην Αυτοκρατορία». Ήπιε μονορούφι το μπράντυ, και το πρόσωπό του έγινε εξίσου σκληρό με τη φωνή του. «Ο θάνατος του Τούρακ είναι κόκκος σκόνης μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Αυτοκρατορία. Οι Άες Σεντάι των περιοχών αυτών επιθυμούν να εξουσιάσουν την Αυτοκρατορία, να επαναφέρουν τις μέρες του χάους και του εγκλήματος, τότε που τη νύχτα έκλεινες τα μάτια σου για να κοιμηθείς και δεν ήξερες αν θα ξυπνούσες, και σε αυτό έχουν την υποστήριξη του δηλητηριώδους σκουληκιού της προδοσίας εκ των έσω. Η Σούροθ μπορεί να μην είναι καν η κεφαλή αυτού του σκουληκιού. Για το καλό της Αυτοκρατορίας, δεν τολμώ να την κατηγορήσω μέχρι να σκοτώσω ολόκληρο το σκουλήκι. Η Εγκήνιν είναι ο μίτος που θα με οδηγήσει στο σκουλήκι, κι εσύ είσαι ο μίτος που θα με οδηγήσει στην Εγκήνιν. Οπότε, θα ανανεώσεις τη φιλία σου μαζί της, με οποιοδήποτε τίμημα. Έγινα κατανοητός;»

«Κατανοώ και υπακούω». Η φωνή της έτρεμε αλλά, για όνομα του Φωτός, τι άλλο θα μπορούσε να πει;

Загрузка...