Περπατώντας στα καφετιά χορτάρια στο Πεδίο του Έμοντ, παρέα με την Εγκουέν, η Ηλαίην αισθάνθηκε θλίψη εξαιτίας των αλλαγών, ενώ η Εγκουέν έμοιαζε εμβρόντητη. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στον Τελ’αράν’ριοντ, μια μακρόστενη πλεξούδα αιωρούνταν στην πλάτη της Εγκουέν, η οποία φορούσε —άκουσον, άκουσον— ένα απλό μάλλινο φόρεμα και κάτι χοντρά παπούτσια, που εξείχαν κάτω από τη φούστα της καθώς περπατούσε. Η Ηλαίην υπέθεσε πως τέτοια ρούχα φορούσε κι όταν έμενε στους Δύο Ποταμούς. Τώρα, τα μαύρα μαλλιά της Εγκουέν κρέμονταν στους ώμους της, πιασμένα από ένα μικρό δαντελωτό κάλυμμα, ενώ το φόρεμά της ήταν εξίσου κομψό με της Ηλαίην, σε εξαίσια μπλε απόχρωση, κεντητό με ασήμι στο μπούστο και στον ψηλό λαιμό, όπως επίσης και στο μήκος του στριφώματος της φούστας και στα μανικέτια. Βελούδινα αργυροποίκιλτα γοβάκια αντικαθιστούσαν τα βαριά δερμάτινα παπούτσια. Η Ηλαίην έκανε τα πάντα για να αποφύγει να αλλάξει το πράσινο μεταξωτό φόρεμα ιππασίας σε κάτι πιο ξεδιάντροπο, αλλά για τη φίλη της οι αλλαγές ήταν αναμφίβολα σκόπιμες.
Ήλπιζε πως ο Ραντ εξακολουθούσε να αγαπάει το Πεδίο του Έμοντ, το οποίο όμως είχε πάψει πια να είναι το χωριό όπου είχε μεγαλώσει μαζί με την Εγκουέν. Εδώ, στον Κόσμο των Ονείρων, δεν υπήρχαν άνθρωποι, ωστόσο ήταν ολοφάνερο πως το Πεδίο του Έμοντ είχε γίνει πλέον μια υπολογίσιμη πόλη, μάλιστα ακμάζουσα, και σχεδόν ένα στα τρία σπίτια ήταν κτισμένο με δουλεμένη πέτρα, ενώ υπήρχαν κι αρκετά τριώροφα. Πολλές σκεπές καλύπτονταν πλέον από κεραμίδια σε κάθε απόχρωση του ουράνιου τόξου κι όχι από καλαμωτές. Μερικοί δρόμοι ήταν στρωμένοι με λείες πέτρες, κομμένες με ακρίβεια, καινούργιες κι άφθαρτες ακόμα, ενώ υπήρχε κι ένα βαρύ, πέτρινο τείχος, που έζωνε την πόλη, με πύργους και σιδηρόφρακτες πύλες, που θα ταίριαζαν σε πόλη της. Μεθορίου. Εκτός των τειχών, υπήρχαν αλευρόμυλοι και πριονιστήρια, ένα χυτήριο σιδήρου και μεγάλες βιοτεχνίες ύφανσης μάλλινων ρούχων και κιλιμιών, ενώ στο εσωτερικό ξεφύτρωναν μαγαζιά που τα διεύθυναν επιπλοποιοί, αγγειοπλάστες, ραφτάδες, μαχαιροποιοί, χρυσοχόοι κι αργυροχόοι, πολλά εκ των οποίων θα μπορούσαν κάλλιστα να συγκριθούν σε ποιότητα με αυτά του Κάεμλυν, μολονότι κάποιες τεχνοτροπίες παρέπεμπαν στις αντίστοιχες του Άραντ Ντόμαν ή του Τάραμπον.
Ο αέρας ήταν ψυχρός αλλά όχι παγερός και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπήρχε ίχνος χιονιού στο έδαφος. Ο ήλιος βρισκόταν ακριβώς στο ζενίθ του, αν κι η Ηλαίην ήλπιζε να είναι ακόμα νύχτα στον κόσμο της εγρήγορσης. Επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο λίγες ώρες πραγματικού ύπνου πριν ξημερώσει. Τις τελευταίες μέρες ήταν μονίμως κουρασμένη. Υπήρχαν τόσο πολλά που έπρεπε να γίνουν, κι οι ώρες ήταν τόσο λίγες.
Είχαν έρθει εδώ επειδή έμοιαζε απίθανο να τις ανακαλύψει κάποιος κατάσκοπος, αλλά η Εγκουέν χασομερούσε, παρατηρώντας την κάθε είδους αλλαγή που είχε υποστεί η γενέτειρά της. Η Ηλαίην είχε τους δικούς της λόγους, πέρα από τον Ραντ, να θέλει να επιθεωρήσει το Πεδίο του Έμοντ. Το πρόβλημα ή, μάλλον, ένα από τα προβλήματα, ήταν πως μία ώρα στον κόσμο της εγρήγορσης ισοδυναμούσε με πέντε ή δέκα ώρες στον Κόσμο των Ονείρων, αλλά μπορούσε να συμβεί και το αντίστροφο. Ίσως στο Κάεμλυν να ήταν ήδη πρωί.
Σταματώντας στην άκρη της πρασιάς, η Εγκουέν αντίκρισε τη φαρδιά πέτρινη αψιδωιή γέφυρα πάνω από το ολοένα και πιο πλατύ ρέμα, το οποίο ξεχυνόταν από μια πηγή που ανάβλυζε από μια πέτρινη προεξοχή, με δύναμη αρκετή για να ρίξει κάτω έναν άντρα. Μια ογκώδης μαρμάρινη κυλινδρική στήλη, σκαλισμένη πανιού με ονόματα ξεφύτρωνε καταμεσής της πρασιάς, όπως επίσης και δύο ψηλά κοντάρια, στερεωμένα σε πέτρινες βάσεις. «Μνημείο μάχης», μουρμούρισε. «Ποιος θα φανταζόταν κάτι τέτοιο στο Πεδίο του Έμοντ; Αν κι η Μουαραίν έλεγε πως κάποτε μια μεγάλη μάχη έλαβε χώρα σε αυτό το σημείο, στους Πολέμους των Τρόλοκ, όταν πέθανε η Μανέθερεν».
«Ναι, υπήρχε μια καταγραφή στην ιστορία που μελετούσα», είπε ήσυχα η Ηλαίην, ρίχνοντας ματιές στα γυμνά κοντάρια. Γυμνά προς το παρόν, δηλαδή. Εδώ, δεν διαισθανόταν καθόλου τον Ραντ, παρ’ όλο που εξακολουθούσε να βρίσκεται μέσα στο κεφάλι της, όπως κι η Μπιργκίτε, ένας βραχώδης όζος συναισθημάτων κι αισθήσεων, που ήταν πιο δύσκολο να ερμηνευθεί τώρα που βρισκόταν μακριά. Εδώ, στον Τελ’αράν’ριοντ, ήταν αδύνατον να γνωρίζει προς ποια κατεύθυνση βρισκόταν, κι η γνώση αυτή, όσο ασήμαντη κι αν ήταν, της έλειπε, όπως επίσης της έλειπε κι ο ίδιος.
Λάβαρα εμφανίστηκαν στην κορυφή των κονταριών κι άρχισαν να αναδεύονται τεμπέλικα στο φύσημα του αγέρα. Σε κάποιο από αυτά προλάβαινες να διακρίνεις έναν κόκκινο αετό, που πετούσε πάνω από μια θαλασσιά πεδιάδα. Όχι απλώς έναν κόκκινο αετό, αλλά τον Κόκκινο Αετό. Κάποτε, όταν είχε επισκεφθεί τον Τελ’αράν’ριοντ παρέα με τη Νυνάβε, νόμισε ότι τον είδε, αλλά αποφάσισε πως μάλλον έκανε λάθος. Ο Αφέντης Νόρυ είχε αρχίσει να τη βάζει στον ίσιο δρόμο. Αγαπούσε τον Ραντ, αλλά αν κάποιος στη γενέτειρά του πάσχιζε να αναστήσει τη Μανέθερεν από τον αρχαίο της τάφο, έπρεπε να του επιστήσει την προσοχή, όσο επώδυνο κι αν ήταν αυτό. Το λάβαρο αυτό και το συγκεκριμένο όνομα είχαν αρκετή δύναμη ώστε να απειλήσουν ακόμη και το Άντορ.
«Κάτι είχα ακούσει περί αλλαγών από την Μποντ Κώθον και τις άλλες μαθητευόμενες στην πατρίδα», συνέχισε η Εγκουέν, κοιτώντας συνοφρυωμένη τα σπίτια της πρασιάς, «αλλά αυτό δεν το περίμενα». Τα περισσότερα σπίτια ήταν λιθόκτιστα. Ένα μικροσκοπικό πανδοχείο στεκόταν ακόμη δίπλα στα πέτρινα θεμέλια ενός πολύ μεγαλύτερου κτηρίου, με μια πελώρια βελανιδιά να φυτρώνει καταμεσής του, αλλά κάτι που έμοιαζε με πολύ μεγαλύτερο πανδοχείο, ήταν σχεδόν τελειωμένο στην άλλη πλευρά των θεμελίων, με μια μεγάλη πινακίδα που έγραφε Οι Τοξότες να κρέμεται ήδη πάνω από την είσοδο. «Αναρωτιέμαι αν ο πατέρας μου είναι ακόμα Δήμαρχος. Είναι καλά η μητέρα μου; Οι αδελφές μου;»
«Ξέρω πως αύριο θέτεις σε κίνηση το στράτευμα», είπε η Ηλαίην, «αν δεν είναι ήδη αύριο, αλλά σίγουρα θα βρεις λίγο καιρό να έρθεις εδώ όταν φθάσεις στην Ταρ Βάλον». Το Ταξίδεμα απλοποιούσε μερικά πράγματα. Ίσως κι η ίδια να έστελνε κάποιον στο Πεδίο του Έμοντ. Αρκεί να ήξερε ποιον να εμπιστευθεί γι’ αυτή την αποστολή. Αν μπορούσε να διαθέσει οποιονδήποτε εμπιστευόταν.
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι της. «Ηλαίην, χρειάστηκε να διατάξω τη μαστίγωση ορισμένων γυναικών μαζί με τις οποίες μεγάλωσα, επειδή δεν πιστεύουν ότι είμαι η Έδρα της Άμερλιν ή, αν το πιστεύουν, δεν υπακούνε στους κανονισμούς, επειδή με γνώριζαν προσωπικά». Ξαφνικά, το επιτραχήλιο με τις εφτά ρίγες κρεμάστηκε από τους ώμους της, αλλά το αντιλήφθηκε και, με μια γκριμάτσα το έβαλε στη θέση του. «Δεν νομίζω πως μπορώ να αντιμετωπίσω το Πεδίο του Έμοντ ως Άμερλιν», είπε λυπημένα. «Όχι ακόμα, τουλάχιστον». Αναδεύτηκε λίγο κι η φωνή της σταθεροποιήθηκε. «Ο Τροχός γυρίζει, Ηλαίην, και τα πάντα αλλάζουν. Πρέπει να το συνηθίσω. Θα το συνηθίσω». Ακουγόταν σαν τη Σιουάν Σάντσε, τότε που τους μιλούσε στην Ταρ Βάλον, προτού αλλάξουν τα πάντα. Με ή χωρίς επιτραχήλιο, η Εγκουέν μιλούσε ως πραγματική Έδρα της Άμερλιν. «Είσαι σίγουρη πως δεν θες να σου στείλω μερικούς στρατιώτες του Γκάρεθ Μπράυν; Για την ασφάλεια του Κάεμλυν, τουλάχιστον;»
Ξαφνικά, περικυκλώθηκαν από λαμπερό χιόνι, που τους έφθανε έως τα γόνατα. Το χιόνι δημιούργησε εκθαμβωτικούς πάλλευκους λοφίσκους πάνω στις στέγες, λες κι είχε προηγηθεί ισχυρή χιονόπτωση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο, κι οι κοπέλες απλά αρνήθηκαν να επιτρέψουν στην αιφνιδιαστική παγωνιά να τις αγγίξει, και φαντάστηκαν πως φορούσαν μανδύες και πιο ζεστά ρούχα.
«Κανείς δεν πρόκειται να κινηθεί εναντίον μου πριν από την άνοιξη», είπε η Ηλαίην. Αν μη τι άλλο, οι στρατοί δεν επιχειρούσαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εκτός κι αν είχαν το πλεονέκτημα του Ταξιδέματος, όπως η στρατιά της Εγκουέν. Το χιόνι τελμάτωνε τα πάντα, ενώ λάσπη κυριαρχούσε στα σημεία όπου έλιωνε. Εκείνοι οι Μεθορίτες είχαν αρχίσει να βαδίζουν νότια, σκεπτόμενοι πως ο χειμώνας δεν θα ερχόταν αυτόν τον χρόνο. «Επιπλέον, θα χρειαστείς οποιονδήποτε διαθέσιμο άντρα, όταν φθάσεις στην Ταρ Βάλον».
Κάπως αβέβαια, η Εγκουέν ένευσε καταφατικά, χωρίς να ξανακάνει την προσφορά της. Ακόμα και με τον τεράστιο όγκο στρατολογημένων του τελευταίου μήνα, ο Γκάρεθ Μπράυν δεν είχε συγκεντρώσει ούτε τους μισούς άντρες απ’ όσους της είχε πει ότι θα ήταν απαραίτητοι για την κατάληψη της Ταρ Βάλον. Σύμφωνα με την Εγκουέν, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει με τους διαθέσιμους, αν κι αυτό της προκαλούσε ανησυχία. «Πρέπει να πάρω σκληρές αποφάσεις, Ηλαίην. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, ωστόσο μόνο εγώ μπορώ να πάρω την απόφαση».
Ενστικτωδώς, η Ηλαίην βάδισε με κόπο μέσα στο χιόνι και τύλιξε με τα μπράτσα της την Εγκουέν, αγκαλιάζοντάς τη. Δηλαδή, προσπάθησε να βαδίσει μέσα στο χιόνι, γιατί, καθώς αγκάλιαζε την άλλη γυναίκα, αυτό εξαφανίστηκε, αφήνοντας μονάχα ένα σημάδι υγρασίας πάνω στα ρούχα τους. Οι δύο γυναίκες τρίκλισαν σαν να χόρευαν, και κόντεψαν να πέσουν κάτω.
«Ξέρω πως θα πάρεις τη σωστή απόφαση», είπε η Ηλαίην γελώντας, παρ’ όλο που δεν το ήθελε. Η Εγκουέν, όμως, δεν γέλασε.
«Ελπίζω», είπε σοβαρά, «μια κι, ό,τι κι αν αποφασίσω, θα πεθάνει κόσμος εξαιτίας του». Χτύπησε χαϊδευτικά το μπράτσο της Ηλαίην. «Νομίζω πως συνειδητοποιείς το είδος αυτής της απόφασης, έτσι; Πρέπει να γυρίσουμε κι οι δυο στα κρεβάτια μας». Δίστασε λίγο, αλλά συνέχισε. «Ηλαίην, αν ο Ραντ έρθει και σε βρει ξανά, πρέπει να με ενημερώσεις για όσα είπε, ασχέτως αν σου αποκαλύψει τι σκοπεύει να κάνει ή πού θα πάει».
«Θα σε ενημερώσω κατά το δυνατόν, Εγκουέν». Η Ηλαίην αισθάνθηκε μια σουβλιά ενοχής. Είχε αποκαλύψει στην Εγκουέν τα πάντα —σχεδόν, δηλαδή— όχι όμως και τον δεσμό του Ραντ με την ίδια, τη Μιν και την Αβιέντα. Ο νόμος του Πύργου δεν απαγόρευε αυτό που είχαν κάνει. Οι προσεκτικές ερωτήσεις που απηύθυναν στη Βαντέν, είχαν ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο κατά πόσον επιτρεπόταν κιόλας. Από την άλλη, όπως είχε πει κι ένας μισθοφόρος Αραφελινός, που είχε στρατολογήσει η Μπιργκίτε, «ό,τι δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται», κάτι που ηχούσε σαν τα παλιά ρητά της Λίνι, μολονότι αμφέβαλλε αν η νταντά της ήταν τόσο ανεκτική. «Αυτός ο άνθρωπος σε προβληματίζει, Εγκουέν. Περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, το βλέπω ξεκάθαρα. Γιατί;»
«Υπάρχει λόγος, Ηλαίην. Οι πράκτορες αναφέρουν ότι κυκλοφορούν πολύ ανησυχητικές φήμες. Απλές φήμες, ελπίζω, αλλά, αν δεν είναι έτσι...» Ήταν πλέον εφάμιλλη μιας Έδρας της Άμερλιν, μια κοντή και λεπτοκαμωμένη νεαρή γυναίκα, που φάνταζε γερή σαν ατσάλι και ψηλή σαν βουνό. Η αποφασιστικότητα φαινόταν στα σκούρα της μάτια και στο θεληματικό της πηγούνι. «Ξέρω καλά πως τον αγαπάς. Κι εγώ τον αγαπώ, αλλά δεν προσπαθώ να Θεραπεύσω τον Λευκό Πύργο, ώστε εκείνος να καταφέρει να αλυσοδέσει τις Άες Σεντάι σαν να ήταν νταμέην. Κοιμήσου κι όνειρα γλυκά, Ηλαίην. Τα ευχάριστα όνειρα έχουν μεγαλύτερη αξία από αυτή που φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος». Και με αυτό, εξαφανίστηκε, επιστρέφοντας στον κόσμο της εγρήγορσης.
Για μια στιγμή, η Ηλαίην απέμεινε να κοιτάει το σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως η Εγκουέν. Τι είχε πει; Ο Ραντ δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο! Δεν θα το έκανε, και μόνο επειδή την αγαπούσε! Τσίγκλησε τον σκληρό σαν πέτρα όζο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Με τον Ραντ να βρίσκεται τόσο μακριά, οι χρυσαφιές φλέβες έλαμπαν μονάχα στη θύμησή της. Ναι, σίγουρα δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ανήσυχη, βγήκε από το όνειρο και βρέθηκε ξανά στο κοιμισμένο της σώμα.
Χρειαζόταν ύπνο, αλλά δεν είχε προλάβει να επιστρέψει στο κορμί της και το ηλιόφως έπεσε πάνω στα βλέφαρά της. Τι ώρα ήταν, Είχε κανονίσει διάφορες συναντήσεις, και τα καθήκοντά της την περίμεναν. Ήθελε να κοιμηθεί για μήνες ολόκληρους. Πάλεψε με την αίσθηση του καθήκοντος, αλλά έχασε. Την περίμενε μια πολυάσχολη μέρα. Κάθε μέρα της ήταν πολυάσχολη. Άνοιξε απότομα τα μάτια της κι αισθάνθηκε τις τσίμπλες, λες και δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Κρίνοντας από τη γωνία των ηλιαχτίδων μέσα από τα παράθυρα, θα πρέπει να ήταν προχωρημένο πρωί. Θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει στο κρεβάτι. Καθήκον. Η Αβιέντα μετακινήθηκε στον ύπνο της κι η Ηλαίην την τσίγκλησε στα πλευρά. Αν έπρεπε, σώνει και καλά, να σηκωθεί, δεν θα άφηνε την Αβιέντα να χουζουρεύει.
Η Αβιέντα ξύπνησε απότομα κι άπλωσε το χέρι της, να πιάσει το μαχαίρι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι παράπλευρα του κρεβατιού, αλλά το αποτράβηξε πριν αγγίξει τη σκούρα κεράτινη λαβή. «Κάτι με ξύπνησε», μουρμούρισε. «Νόμιζα πως ήταν ένας Σάιντο... Κοίτα τον ήλιο! Γιατί με άφησες να κοιμηθώ τόσο πολύ;» ρώτησε απαιτητικά, καθώς ανασηκωνόταν κάπως άγαρμπα από το κρεβάτι. «Το ότι μου επιτρέπεται να βρίσκομαι μαζί σου...», τα λόγια ακούστηκαν πνιχτά για μια στιγμή, καθώς τραβούσε το ζαρωμένο από τον ύπνο νυχτικό πάνω από το κεφάλι της, «...δεν σημαίνει ότι η Μοναέλ δεν θα με βιτσίσει, αν θεωρήσει πως είμαι τεμπέλα. Σκοπεύεις να μείνεις όλη μέρα ξαπλωμένη;»
Η Ηλαίην άφησε ένα μουγκρητό και κατέβηκε από το κρεβάτι. Η Εσάντε την περίμενε ήδη στην πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο ιματισμού. Ποτέ δεν ξυπνούσε την Ηλαίην, εκτός αν η τελευταία θυμόταν να της το πει. Η Ηλαίην παραδόθηκε στις σχεδόν σιωπηλές περιποιήσεις της ασπρομάλλας ενώ η Αβιέντα ντυνόταν, αλλά η αδελφή της κάθε άλλο παρά σιωπηλή ήταν, καθώς άρχισε να γελάει και να κάνει σχόλια σχετικά με το πώς είναι να σε ντύνει κάποιος, κάνοντάς σε να νιώθεις σαν μωρό, και με το ότι η Ηλαίην θα ξεχνούσε να ντύνεται μόνη της και θα χρειαζόταν κάποιον άλλον να την ντύνει. Τα ίδια έκανε κάθε πρωί, από τότε που οι δυο τους μοιράζονταν το κρεβάτι. Η Αβιέντα το έβρισκε αστείο. Η Ηλαίην δεν έλεγε λέξη, παρά μόνο για να απαντήσει στις ενδυματολογικές προτάσεις της υπηρέτριάς της, μέχρι που κούμπωνε και το τελευταίο μαργαριταρένιο κουμπί κι έμενε μόνη, να ατενίζει τον εαυτό της στον ολόσωμο καθρέφτη.
«Εσάντε», είπε κάπως αδιάφορα, «είναι έτοιμα τα ρούχα της Αβιέντα;» Το κομψό θαλασσί μάλλινο με το ασημί κέντημα ήταν κατάλληλο για τις υποχρεώσεις της ημέρας.
Η Εσάντε ζωήρεψε. «Όλα αυτά τα όμορφα μετάξια κι οι δαντέλες της Αρχόντισσας Αβιέντα, Αρχόντισσά μου; Φυσικά. Είναι όλα καθαρά, ξεσκονισμένα, σιδερωμένα και τακτοποιημένα». Έδειξε προς τις ντουλάπες, που κάλυπταν έναν ολόκληρο τοίχο.
Η Ηλαίην χαμογέλασε κι έριξε μια ματιά στην αδελφή της πάνω από τον ώμο της. Η Αβιέντα κοίταξε τις ντουλάπες λες και περιείχαν οχιές, ξεροκατάπιε και τύλιξε με βιαστικές κινήσεις το σκούρο διπλωμένο μαντίλι γύρω από το κεφάλι της.
Μόλις η Ηλαίην έδιωξε την Εσάντε, είπε: «Σε περίπτωση που τα χρειαστείς».
«Πολύ καλά», μουρμούρισε η Αβιέντα, φορώντας το ασημένιο της περιδέραιο. «Τέρμα τα αστεία για τη γυναίκα που σε ντύνει».
«Ωραία. Ειδάλλως, θα της πω να ντύνει κι εσένα. Αυτό κι αν θα είναι αστείο».
Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της κάτι σχετικά με ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν από αστεία, η Αβιέντα προφανώς δεν συμφωνούσε. Η Ηλαίην περίμενε πως θα απαιτούσε από την ίδια να ξεφορτωθεί όλα τα ρούχα που της είχε μαζέψει. Μάλιστα, της έκανε εντύπωση που η Αβιέντα δεν είχε αναφερθεί ήδη σε αυτό το θέμα.
Το πρωινό που είχε στηθεί στο καθιστικό για την Αβιέντα αποτελούνταν από χοιρομέρι γεμιστό με σταφίδες, αβγά μαγειρευτά με αποξηραμένα δαμάσκηνα, αποξηραμένο ψάρι με ψίχα ανανά, φρέσκο ψωμί πασαλειμμένο με βούτυρο, και τσάι σιροπιασμένο με μέλι. Δηλαδή, όχι ακριβώς σιροπιασμένο, αλλά έτσι έμοιαζε. Η Ηλαίην δεν έβαλε βούτυρο στο ψωμί της, ελάχιστο μέλι στο τσάι της κι, αντί των υπολοίπων, έφαγε ένα ζεστό κουρκούτι από δημητριακά και βοτάνια, που υποτίθεται πως ήταν εξαιρετικά υγιεινό. Δεν ένιωθε σαν έγκυος, άσχετα απ’ όσα είχε πει η Μιν στην Αβιέντα, μολονότι το είχε αναφέρει και στην Μπιργκίτε, τότε που οι τρεις τους είχαν μεθύσει. Η Πρόμαχός της, η Ντυέλιν κι η Ρενέ Χάρφορ την είχαν περιορίσει σε μια δίαιτα «κατάλληλη για γυναίκα στην κατάσταση της». Όποτε έστελνε κάποιον στην κουζίνα για να της φέρει ένα γλύκισμα, όλως περιέργως αυτό δεν έφτανε ποτέ στα χέρια της, κι όποτε η ίδια έβρισκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει έως εκεί, οι μάγειρες την κοιτούσαν με τόσο σκυθρωπά κι αποδοκιμαστικά βλέμματα, που αναγκαζόταν να φύγει άπρακτη.
Δεν θρηνούσε τόσο για το αρωματικό κρασί, τα γλυκά και για όσα άλλα δεν της επιτρέπονταν —αν και την ενοχλούσε να βλέπει την Αβιέντα να καταβροχθίζει τάρτες ή πουτίγκες— αυτό που την ένοιαζε ήταν ότι όλοι στο Παλάτι γνώριζαν πως ήταν έγκυος. Και, φυσικά, γνώριζαν πώς είχε συμβεί αυτό, αν όχι και με ποιον. Οι άντρες ήταν κάπως πιο μαζεμένοι, πέρα από το γεγονός ότι γνώριζαν κι ότι κι η ίδια γνώριζε ότι γνώριζαν, αλλά οι γυναίκες δεν έμπαιναν καν στον κόπο να το κρύψουν. Άσχετα από το αν επιδοκίμαζαν ή όχι την κατάσταση, οι μισές την κοιτούσαν σαν να ήταν τρελοκόριτσο κι οι άλλες μισές έμοιαζαν προβληματισμένες. Κατέβαλλε προσπάθεια για να καταπιεί τον χυλό της —όχι ότι ήταν τόσο άνοστος πραγματικά, αλλά σίγουρα θα προτιμούσε λίγο από το χοιρομέρι που έκοβε σε φέτες η Αβιέντα, ή μερικά αυγά με δαμάσκηνα— κουταλίζοντας μεγάλες μπουκιές και χώνοντάς τες στο στόμα της, ανυπομονώντας σχεδόν να αρχίσει η αδιαθεσία της γέννας, έτσι που να μπορεί να μοιράζεται την ευαίσθητη κοιλιά της με αυτή της Μπιργκίτε.
Ο πρώτος επισκέπτης που εισήλθε στα διαμερίσματά της εκείνο το πρωινό, εκτός από την Εσάντε, ήταν αυτός που οι γυναίκες του Παλατιού θεωρούσαν ως πρώτο υποψήφιο για πατέρα του παιδιού που μόλις είχε αρχίσει να σκιρτάει μέσα της.
«Βασίλισσά μου», είπε ο Λοχαγός Μέλαρ, βγάζοντας το πλουμιστό καπέλο του με μια φιγουράτη υπόκλιση. «Ο Αρχιγραμματέας περιμένει την πρόσκληση της Μεγαλειότητάς σας». Τα σκούρα μάτια του άντρα δεν ανοιγόκλειναν καθόλου, μαρτυρώντας ότι ποτέ δεν έβλεπε εφιάλτες για όσους άντρες είχε φονεύσει, ενώ η πλατιά υφασμάτινη λωρίδα με τη δαντελωτή κόψη, που ήταν περασμένη στο στήθος του, και τα σιρίτια στον λαιμό και στους καρπούς τού προσέδιδαν μια ακόμη σκληρότερη όψη. Σκουπίζοντας λίγο λάδι από το πηγούνι της με μια λινή πετσέτα, η Αβιέντα τον παρακολουθούσε ανέκφραστη. Στα πρόσωπα των δύο Φρουρών, που στέκονταν αμφοτέρωθεν της πόρτας, χαράχθηκε ένας αχνός μορφασμός. Ανέκαθεν κυκλοφορούσε η φήμη πως ο Μέλαρ έβαζε χέρι στις γυναίκες Φρουρούς, στις πιο χαριτωμένες τουλάχιστον, κι ότι δυσφημούσε τις ικανότητες τους στα καπηλειά της πόλης. Στα μάτια των γυναικών αυτών, το δεύτερο φάνταζε πολύ χειρότερο.
«Δεν είμαι ακόμα βασίλισσα, Λοχαγέ», είπε κοφτά η Ηλαίην. Πάντα προσπαθούσε να παραμένει σε θέματα ουσίας απέναντί του. «Πώς πάει η στρατολόγηση της σωματοφυλακής μου;»
«Μόνο τριάντα δύο μέχρι στιγμής, Αρχόντισσά μου». Κρατώντας ακόμα το καπέλο του, ο άντρας με το μυτερό πρόσωπο ακούμπησε και τα δυο του χέρια στη λαβή του σπαθιού του, ενώ η τεμπέλικη στάση του ήταν εντελώς ανάρμοστη απέναντι στη γυναίκα που ο ίδιος είχε αποκαλέσει βασίλισσά του. Εξίσου ανάρμοστο φάνταζε και το πλατύ του μειδίαμα. «Η Αρχόντισσα Μπιργκίτε έχει αυστηρά κριτήρια, κι ελάχιστες γυναίκες θα μπορούσαν να τη συναγωνιστούν. Δώσε μου δέκα μέρες, και θα σου βρω εκατό άντρες που θα τις ξεπερνούν σε προσόντα και θα σου είναι πιστοί, όπως εγώ».
«Δεν νομίζω, Λοχαγέ Μέλαρ». Κατέβαλλε προσπάθεια να μη φανεί ψυχρή. Ο Μέλαρ θα πρέπει να είχε πάρει είδηση τις φήμες που κυκλοφορούσαν για τους δυο τους. Μήπως πίστευε, άραγε, πως, επειδή η Ηλαίην δεν τις αρνήθηκε, σήμαινε πως τον έβρισκε... ελκυστικό; Έκανε πέρα τη μισογεμάτη γαβάθα με τον χυλό και κατέπνιξε μια ανατριχίλα. Ώστε, τριάντα δύο μέχρι στιγμής. Οι αριθμοί αυξάνονταν με ταχύτητα. Κάποιοι Κυνηγοί του Κέρατος, που επιθυμούσαν να βρεθούν σε υψηλά αξιώματα, αποφάσισαν πως ήταν κατάλληλοι για να υπηρετήσουν την Ηλαίην ως σωματοφύλακες. Παραδεχόταν πως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να είναι στο πόδι νύχτα-μέρα αλλά, άσχετα από το τι έλεγε η Μπιργκίτε, ο στόχος των εκατό φρουρών φάνταζε υπερβολικός. Από την άλλη, η Μπιργκίτε μουλάρωνε όποτε γινόταν αναφορά σε λιγότερες. «Πες, σε παρακαλώ, στον Αρχιγραμματέα ότι μπορεί να περάσει», είπε στον άντρα, κι αυτός έκανε ακόμα μία περίτεχνη υπόκλιση.
Η Ηλαίην σηκώθηκε και τον ακολούθησε και, καθώς εκείνος τραβούσε μία από τις πόρτες με τα σκαλιστά λιοντάρια, τον ακούμπησε στο μπράτσο και χαμογέλασε. «Σε ευχαριστώ και πάλι που μου έσωσες τη ζωή, Λοχαγέ», του είπε, κι αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής της ήταν ζεστός σαν χάδι.
Ο τύπος της χαζογέλασε! Οι γυναίκες Φρουροί απέμειναν να κοιτάνε ευθεία μπροστά, μαρμαρωμένες, τόσο αυτές που παρατήρησε φευγαλέα στον διάδρομο, πριν οι πόρτες κλείσουν πίσω από τον άντρα, όσο κι εκείνος που βρίσκονταν στο εσωτερικό. Μόλις η Ηλαίην απομακρύνθηκε από την πόρτα, είδε την Αβιέντα να την παρατηρεί με μια έκφραση που δεν διέφερε πολύ από αυτή του Μέλαρ. Ωστόσο, έμοιαζε κάπως έκπληκτη. Η Ηλαίην αναστέναξε.
Διέσχισε το χαλί κι έσκυψε, τοποθετώντας το ένα χέρι γύρω από τους ώμους της αδελφής της και μιλώντας σιγανά, ίσα-ίσα για να την ακούσει. Εμπιστευόταν τις γυναίκες της φρουράς της και τους έλεγε πράγματα που ελάχιστοι γνώριζαν, αλλά υπήρχαν μερικά ζητήματα που δεν τολμούσε να εκμυστηρευθεί ούτε σε εκείνες. «Είδα μια υπηρέτρια να περνάει, Αβιέντα. Οι υπηρέτριες είναι χειρότερες κουτσομπόλες από τους άντρες. Όσο περισσότεροι νομίζουν ότι αυτό το παιδί ανήκει στον Ντόιλιν Μέλαρ, τόσο καλύτερα για μένα. Εν ανάγκη, θα του επιτρέψω να μου βάλει χέρι».
«Κατάλαβα», είπε αργά η Αβιέντα, κοιτώντας συνοφρυωμένη το πιάτο της, λες κι έβλεπε κάτι άλλο από τα αβγά και τα δαμάσκηνα που σκάλιζε με το κουτάλι της.
Ο Αφέντης Νόρυ παρουσίασε το συνηθισμένο, βαρετό μείγμα της διαχείρισης του παλατιού και της πόλης, αποσπάσματα της αλληλογραφίας του με ξένες πρωτεύουσες, καθώς και πληροφορίες από εμπόρους, τραπεζίτες και διάφορους άλλους που είχαν δοσοληψίες εκτός συνόρων, αλλά τα πρώτα-πρώτα νέα που της ανακοίνωσε ήταν και τα πιο σημαντικά, αν όχι και τα πιο ενδιαφέροντα για την ίδια.
«Οι δύο πιο διακεκριμένοι τραπεζίτες της πόλης είναι... υπόλογοι, Αρχόντισσά μου», είπε με την ξερή φωνή του, λες κι είχε καταπιεί σκόνη. Σφίγγοντας γερά τον δερμάτινο φάκελο πάνω στο στενό του στέρνο, λοξοκοίταξε την Αβιέντα. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα την παρουσία της όταν έκανε την αναφορά του. Ούτε τις Φρουρούς είχε συνηθίσει. Η Αβιέντα τού έδειξε τα δόντια της κι εκείνος βλεφάρισε κι έβηξε πάνω στο κοκαλιάρικο χέρι του. «Ο κύριος Χόφλεϋ κι η κυρία Αντσκέιλ ήταν κάπως... διστακτικοί... αρχικά, αλλά γνωρίζουν εξίσου καλά μ’ εμένα την αγορά της στύψης. Δεν θα ήταν ασφαλές να πω ότι τα θησαυροφυλάκιά τους σας ανήκουν πλέον, αλλά κανόνισα επ’ αμοιβή είκοσι χιλιάδων χρυσών νομισμάτων να μετακινηθούν στο θησαυροφυλάκιο του Παλατιού, και θα έρθουν κι άλλα όταν χρειαστεί».
«Να πληροφορήσετε σχετικά την Αρχόντισσα Μπιργκίτε», του αποκρίθηκε η Ηλαίην, κρύβοντας την ανακούφιση της. Η Μπιργκίτε δεν είχε προσλάβει ακόμα αρκετές Φρουρούς για να κρατήσει μια πόλη μεγάλη σαν το Κάεμλυν, πόσω μάλλον για να κάνει οτιδήποτε άλλο, αλλά η Ηλαίην δεν περίμενε να έχει εισόδημα από τα κτήματά της πριν από την άνοιξη, κι οι μισθοφόροι ήταν όντως ακριβές. Τώρα, δεν σκόπευε να τις χάσει λόγω έλλειψης χρυσού, πριν η Μπιργκίτε στρατολογήσει άντρες προς αντικατάστασή τους. «Επόμενο θέμα, Αφέντη Νόρυ».
«Φοβάμαι πως πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο θέμα των υπονόμων, Αρχόντισσά μου. Οι αρουραίοι πολλαπλασιάζονται σαν να έχουμε άνοιξη, και...»
Τα ανακάτεψε όλα μαζί, ανάλογα με το τι θεωρούσε πιο σημαντικό. Ο Νόρυ έμοιαζε να εκλαμβάνει ως προσωπική αποτυχία το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε μάθει ποιος είχε ελευθερώσει την Ελένια και τη Νάεαν, παρ’ όλο που δεν είχε περάσει καλά-καλά ούτε βδομάδα από τη διάσωση τους. Η τιμή των σιτηρών, όπως κι άλλων τροφίμων, σκαρφάλωνε ανεξέλεγκτα στα ύψη, κι ήταν ήδη ολοφάνερο πως οι επισκευές στην οροφή του Παλατιού θα καθυστερούσαν και θα στοίχιζαν πολύ περισσότερο απ’ όσο είχαν εκτιμήσει αρχικά οι οικοδόμοι, αλλά το φαγητό γινόταν όλο και πιο ακριβό καθώς προχωρούσε ο χειμώνας κι οι οικοδόμοι αύξαιναν ολοένα τις τιμές. Ο Νόρυ παραδέχτηκε πως η τελευταία του αλληλογραφία με το Νέο Μπρημ μετρούσε ήδη αρκετές μέρες, αν κι οι Μεθορίτες δεν φαίνονταν να έχουν αντίρρηση να παραμείνουν εκεί όπου βρίσκονταν, κάτι που αδυνατούσε να κατανοήσει. Μια στρατιά, πόσω μάλλον του μεγέθους που ισχυρίζονταν, θα είχε απογυμνώσει ήδη ας γύρω περιοχές. Η Ηλαίην, και στις δύο περιπτώσεις, δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά αποδεχόταν τα γεγονότα. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Φήμες στην Καιρχίν περί κάποιων Άες Σεντάι που είχαν ορκιστεί αφοσίωση στον Ραντ, ήταν ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας για την Εγκουέν, μολονότι φάνταζε μάλλον απίθανο να προβεί μια αδελφή σε τέτοια ενέργεια. Κατά την εκτίμηση του Νόρυ, αυτές ήταν οι λιγότερο ενδιαφέρουσες ειδήσεις, αλλά η Ηλαίην είχε διαφορετική γνώμη. Ο Ραντ δεν θα ανεχόταν να αποξενώσει τις αδελφές με την Εγκουέν. Δεν θα ανεχόταν να αποξενώσει οποιαδήποτε Άες Σεντάι. Φαινόταν, όμως, να ψάχνει τρόπους για να το κάνει.
Η Ρενέ Χάρφορ αντικατέστησε σύντομα τον Χάλγουιν Νόρυ, νεύοντας προς τις φρουρούς της εισόδου καθώς περνούσε από μπροστά τους και χαρίζοντας ένα διάπλατο χαμόγελο στην Αβιέντα. Αν η πλαδαρή γκριζομάλλα ένιωθε κάπως άβολα, επειδή η Ηλαίην αποκαλούσε την Αβιέντα αδελφή, δεν το έδειχνε· μάλιστα, πλέον έμοιαζε να το επικροτεί κιόλας. Άσχετα πάντως από τα χαμόγελα που μοίραζε, η αναφορά της ήταν πολύ πιο ζοφερή από τις ειδήσεις του Αρχιγραμματέα.
«Ο Τζον Σκέλιτ πληρώνεται από τον Οίκο Άρων για να κατασκοπεύει, Αρχόντισσά μου», είπε η Ρενέ, και το στρογγυλό πρόσωπό της ήταν τόσο βλοσυρό, που δεν διέφερε από δήμιο. «Τον έχουν δει δύο φορές μέχρι στιγμής να λαμβάνει χρήματα από άντρες φίλα προσκείμενους στους Άρων. Επίσης, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η Έστερ Νόρχαμ χρηματίζεται από κάποιον. Δεν κλέβει, αλλά έχει πάνω από πενήντα χρυσές κορώνες κρυμμένες κάτω από μια χαλαρωμένη σανίδα του δαπέδου, και χθες το βράδυ πρόσθεσε άλλες δέκα».
«Πράξε όπως και με τους υπόλοιπους», είπε λυπημένη η Ηλαίην. Η Αρχιυπηρέτρια είχε αποκαλύψει εννέα κατασκόπους, για τους οποίους ήταν, μέχρι στιγμής, σίγουρη. Τέσσερις από δαύτους δούλευαν για ανθρώπους που η Ρενέ δεν είχε καταφέρει ακόμη να ξετρυπώσει. Και μόνο το γεγονός, ότι η Ρενέ είχε βρει έστω κι έναν, ήταν αρκετό για να θυμώσει η Ηλαίην, αλλά ο μπαρμπέρης κι ο κομμωτής ήταν ξεχωριστή περίπτωση. Κι οι δύο βρίσκονταν στην υπηρεσία της μητέρας της. Κρίμα που δεν θεώρησαν απαραίτητο να μεταβιβάσουν την αφοσίωσή τους στη θυγατέρα τής Μοργκέις.
Η Αβιέντα έκανε μια γκριμάτσα καθώς η Κυρά Χάρφορ μουρμούρισε ότι αυτό θα έκανε, αν και δεν υπήρχε λόγος να απαλλάξει τους κατασκόπους ή να τους σκοτώσει, όπως είχε προτείνει η Αβιέντα. Σε αυτή την περίπτωση, θα τους αντικαθιστούσαν άλλοι πληροφοριοδότες, τους οποίους δεν θα ήξερε καν. Μία κατάσκοπος είναι το εργαλείο του εχθρού σον μέχρι να τη γνωρίσεις, της είχε πει η μητέρα της, αλλά τότε μετατρέπεται σε δικό σου εργαλείο. Μόλις ξετρυπώσεις έναν κατάσκοπο, είχε πει ο Θομ, φάσκιωσέ τον μ’ ένα σακί και τάιζέ τον μ’ ένα κουτάλι. Στους άντρες και στις γυναίκες που πρόδωσαν τις υπηρεσίες που προσέφεραν, «επιτρεπόταν» να ανακαλύψουν όσα ήθελε η Ηλαίην να μάθουν, αν και δεν ήταν όλα αληθινά, όπως για παράδειγμα τα νούμερα όσων είχαν στρατολογηθεί από την Μπιργκίτε.
«Τι γίνεται όσον αφορά στο άλλο θέμα, Κυρά Χάρφορ;»
«Τίποτα ακόμη, Αρχόντισσά μου, αλλά τρέφω ελπίδες», αποκρίθηκε η Ρενέ, κάπως πιο δύστροπα από πριν. «Τρέφω ελπίδες».
Ύστερα από την αναχώρηση της Αρχιυπηρέτριας προσήλθαν δύο αντιπροσωπείες εμπόρων, πρώτα μια μεγάλη ομάδα Καντορινών, με σκουλαρίκια φτιαγμένα από πολύτιμους λίθους και με ασημένιες αλυσίδες της συντεχνίας τους περασμένες κατά μήκος του στήθους και, πίσω τους ακριβώς, μισή ντουζίνα Ιλιανοί, με ενδυμασίες που έφεραν ίχνη κεντήματος στα, κατά τ’ άλλα, αυστηρά πανωφόρια και ρούχα. Η Ηλαίην χρησιμοποίησε μία από τις μικρότερες αίθουσες υποδοχής. Τα κρεμαστά διακοσμητικά χαλιά, που στόλιζαν παράπλευρα το μαρμάρινο τζάκι, απεικόνιζαν σκηνές κυνηγιού, όχι το Άσπρο Λιοντάρι, ενώ τα καλογυαλισμένα ξύλινα φατνώματα στους τοίχους ήταν ασκάλιστα. Ήταν έμποροι κι όχι διπλωμάτες, αν και μερικοί έμοιαζαν προσβεβλημένοι που η γυναίκα τους πρόσφερε μονάχα κρασί και δεν ήπιε μαζί τους. Τόσο οι Καντορινοί, όσο κι οι Ιλιανοί, λοξοκοιτούοαν τις δύο Φρουρούς που την ακολούθησαν μέσα στο δωμάτιο και στήθηκαν παράπλευρα της εισόδου. Θα πρέπει να ήταν κουφοί, αν δεν είχαν ακούσει ήδη για την απόπειρα δολοφονίας της. Έξι ακόμη άτομα της σωματοφυλακής της περίμεναν έξω από την πόρτα.
Οι Καντορινοί έριχναν κλεφτές ματιές προς τη μεριά της Αβιέντα όταν δεν είχαν την προσοχή τους στραμμένη σε όσα τους έλεγε η Ηλαίην, ενώ οι Ιλιανοί απέφευγαν να την κοιτάξουν έπειτα από την πρώτη τους έκπληξη. Αναμφίβολα, θεωρούσαν πολύ σημαντική την παρουσία μιας Αελίτισσας, ακόμα κι αν καθόταν σε μια γωνία και δεν έλεγε τίποτα, αλλά, ασχέτως αν ήταν Καντορινοί ή Ιλιανοί, οι έμποροι είχαν μια κοινή επιθυμία, κι αυτή ήταν η διαβεβαίωση εκ μέρους της Ηλαίην ότι δεν θα θύμωνε τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αναγκάζοντάς τον να στείλει τις στρατιές του και τους Αελίτες του να ερημώσουν το Άντορ, κάτι που θα είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις στο εμπόριο. Ωστόσο, δεν τόλμησαν να της το πουν φωναχτά. Ούτε ανέφεραν πως οι Αελίτες κι η Λεγεώνα του Δράκοντα είχαν στρατοπεδεύσει σε έναν τεράστιο καταυλισμό, όχι πολλά μίλια μακριά από το Κάεμλυν. Οι ευγενικές ερωτήσεις τους περί των σχεδίων της, τώρα που είχε αφαιρέσει τα λάβαρα του Δράκοντα και τα Λάβαρα του Φωτός από το Κάεμλυν, ήταν ικανοποιητικές. Η Ηλαίην τους είπε όσα είχε αναφέρει και στους άλλους, ότι δηλαδή το Άντορ θα συμμαχούσε με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, παρ’ όλο που δεν αποτελούσε κατάκτηση του. Σε ανταπόκριση, της πρόσφεραν αόριστες ευχές για ευημερία, υπαινισσόμενοι ότι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ολόψυχα τη θέση της στο Θρόνο του Λιονταριού χωρίς να αναφέρουν τίποτα σχετικό. Σε τελική ανάλυση, αν αποτύγχανε, θα ήθελαν να είναι καλοδεχούμενοι στο Άντορ, όποιος κι αν κέρδιζε την εξουσία.
Μόλις οι Ιλιανοί έκαναν τις υποκλίσεις τους κι αποχώρησαν, η Ηλαίην έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή κι έτριψε τους κροτάφους της. Είχε μια ακόμη συνάντηση με μια αντιπροσωπεία υαλουργών πριν από το μεσημεριανό, ενώ αργότερα ακολουθούσαν άλλες πέντε με εμπόρους και τεχνίτες· πολυάσχολη μέρα, γεμάτη ανειλικρινείς κοινοτοπίες κι αμφιλογίες. Επιπλέον, με τη Νυνάβε και τη Μέριλιλ απούσες, ήταν η σειρά της να κάνει μάθημα το βράδυ στις Ανεμοσκόπους, κάτι που ως εμπειρία ήταν λιγότερο ευχάριστο κι από τη χειρότερη συνάντηση με εμπόρους. Έτσι, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση της να μελετήσει το τερ’ανγκριάλ που είχαν φέρει από το Έμπου Νταρ, γιατί ήταν τόσο κουρασμένη, ώστε αδυνατούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοικτά. Ένιωσε κάπως αμήχανα όταν η Αβιέντα την κουβάλησε σχεδόν στο κρεβάτι, αλλά δεν υπήρχε κι άλλη λύση. Είχε πολλά να κάνει, και μια ολόκληρη μέρα δεν της έφτανε.
Είχε στη διάθεση της μία ώρα ακόμα πριν από τη συνάντηση με τους υαλουργούς, αλλά η Αβιέντα ήταν κάθετη στην πρότασή της να ρίξει μια ματιά στα πράγματα που είχαν φέρει από το Έμπου Νταρ.
«Σου μίλησε η Μπιργκίτε;» ρώτησε απαιτητικά η Ηλαίην, καθώς η αδελφή της την έσερνε σχεδόν στα στενά σκαλοπάτια της πέτρινης σκάλας. Τέσσερις Φρουροί προπορεύονταν, ενώ οι υπόλοιπες ακολουθούσαν αγνοώντας εσκεμμένα όσα διαμείβονταν ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Ωστόσο, η Ηλαίην είχε την εντύπωση πως η Ρασόρια Ντομάντσε, μια θεριεμένη Κυνηγός του Κέρατος με γαλάζια μάτια και χρυσαφιά μαλλιά σαν αυτά που συναντάει κανείς μεταξύ των Δακρυνών, χαμογελούσε αδρά.
«Χρειάζεται να μου πει εκείνη πως έμεινες πολλές ώρες μέσα, αλλά κοιμήθηκες ελάχιστα;» αποκρίθηκε περιφρονητικά η Αβιέντα. «Έχεις ανάγκη από καθαρό αέρα».
Ο αέρας κάτω από τα ψηλά περιστύλια ήταν όντως καθαρός και κάπως τσουχτερός, παρ’ όλο που ο ήλιος μεσουρανούσε σε έναν γκριζωπό ουρανό. Μια κρύα αύρα έπνεε γύρω από τις στιλπνές κολόνες, έτσι που οι γυναίκες Φρουροί, που ήταν έτοιμες να την προστατεύσουν από τα περιστέρια, έπρεπε να κρατούν τα πλουμιστά καπέλα τους για να μη φύγουν. Η Ηλαίην φάνηκε αρκετά ξεροκέφαλη κι αρνήθηκε να αγνοήσει την ψύχρα.
«Η Ντυέλιν σ’ τα είπε», γρύλισε τουρτουρίζοντας. Η Ντυέλιν ισχυριζόταν ότι μια έγκυος έπρεπε να περπατάει καθημερινά και για αρκετή ώρα. Υπενθύμιζε συνεχώς στην Ηλαίην πως, άσχετα από το αν ήταν Κόρη-Διάδοχος, προς το παρόν εξακολουθούσε να είναι η Υψηλή Έδρα του Οίκου των Τράκαντ, κι αν η Υψηλή Έδρα των Τράκαντ ήθελε να κουβεντιάσει με την Υψηλή Έδρα των Τάραβιν, θα μπορούσε να το κάνει βαδίζοντας πάνω-κάτω στους διαδρόμους του Παλατιού ή να μην το κάνει καθόλου.
«Η Μοναέλ έχει γεννήσει εφτά παιδιά», αποκρίθηκε η Αβιέντα. «Λέει πως πρέπει να φροντίσω να αναπνέεις καθαρό αέρα». Εκτός από την εσάρπα που είχε ρίξει στους ώμους της, δεν έδειχνε καν να αισθάνεται τον άνεμο επάνω της. Βέβαια, οι Αελίτισσες αγνοούσαν εξίσου καλά με τις Άες Σεντάι τα στοιχεία της φύσης. Η Ηλαίην τύλιξε τα μπράτσα γύρω από το κορμί της και συνοφρυώθηκε.
«Σταμάτα να μουτρώνεις, αδελφή», είπε η Αβιέντα. Έδειξε κάτω, σε μία από τις αυλές των στάβλων που ήταν μόλις ορατή πάνω από τις οροφές με τις λευκές πλάκες. «Κοίτα, η Ρεάνε Κόρλυ ελέγχει αν επιστρέφει η Μέριλιλ Κήντεβιν». Η οικεία, κάθετη φωτεινή χαραμάδα εμφανίστηκε στην αυλή, περιστράφηκε κι έγινε μια αιωρούμενη τρύπα, δέκα πόδια ψηλή κι άλλα τόσα πλατιά.
Η Ηλαίην κοίταξε σκυθρωπή το κεφάλι της Ρεάνε. Όχι, δεν μούτρωνε. Ίσως να μην έπρεπε να διδάξει στη Ρεάνε πώς να Ταξιδεύει, μια κι η γυναίκα του Σογιού δεν είχε γίνει ακόμα Άες Σεντάι, αλλά καμία από τις υπόλοιπες αδελφές δεν ήταν αρκετά δυνατή για να θέσει σε λειτουργία της ύφανση και, σε τελική ανάλυση, αν επιτρεπόταν στις Ανεμοσκόπους να μάθουν, γιατί όχι και στις λίγες γυναίκες του Σογιού; Επιπλέον, δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνη της. Μα το Φως, ήταν τόσο παγερός ο χειμώνας, προτού η ίδια μάθει να μην επηρεάζεται από το άγγιγμα της ζέστης και του κρύου;
Προς μεγάλη της έκπληξη, η Μέριλιλ πέρασε μέσα από την πύλη, τινάζοντας χιόνι από τον σκούρο και γαρνιρισμένο με γούνα μανδύα της, ακολουθούμενη από τους Φρουρούς με τις περικεφαλαίες, οι οποίοι είχαν σταλεί μαζί της εφτά μέρες πριν. Η Ζάιντα κι οι Ανεμοσκόποι ήταν επιεικώς δυσαρεστημένες με την εξαφάνισή της, αλλά η Γκρίζα αδελφή είχε αδράξει την ευκαιρία να δραπετεύσει από δαύτες για όσο διάστημα μπορούσε. Θεωρήθηκε απαραίτητο να κάνουν έλεγχο κάθε μέρα, ανοίγοντας μια πύλη στο ίδιο σημείο, αλλά η Ηλαίην δεν την περίμενε να φανεί τουλάχιστον για μία εβδομάδα ακόμα. Καθώς ο τελευταίος από τους δέκα Φρουρούς με τους κόκκινους μανδύες έμπαινε στην αυλή των στάβλων, η λυγερόκορμη και μικροκαμωμένη Γκρίζα αδελφή ξεπέζεψε από τη σέλα, έδωσε τα ηνία σε έναν σταβλίτη κι έσπευσε βιαστικά προς το Παλάτι, πριν η γυναίκα από τους στάβλους προλάβει καλά-καλά να απομακρυνθεί από μπροστά της.
«Πράγματι απολαμβάνω τον καθαρό αέρα», είπε η Ηλαίην, ενώ μόλις και κατάφερνε να συγκρατεί το τρίξιμο των δοντιών της, «αλλά, αν επέστρεψε η Μέριλιλ, εγώ πρέπει να κατέβω». Η Αβιέντα ανασήκωσε ένα φρύδι σαν να υποπτευόταν την υπεκφυγή, αλλά ήταν η πρώτη που κίνησε για τη σκάλα. Η επιστροφή της Μέριλιλ ήταν όντως σημαντική και, κρίνοντας από τη βιασύνη της, έφερνε μαζί της είτε πολύ καλά είτε πολύ άσχημα νέα.
Όταν η Ηλαίην κι η αδελφή της μπήκαν στο καθιστικό —ακολουθούμενες από δυο Φρουρούς, φυσικά, οι οποίες στάθηκαν παράπλευρα της εισόδου— η Μέριλιλ ήταν ήδη εκεί. Ο μανδύας της είχε κηλίδες υγρασίας κι ήταν πεταμένος στη ράχη μιας καρέκλας, τα κιτρινισμένα γκρίζα γάντια ιππασίας ήταν συμμαζεμένα πίσω από τη ζώνη της, ενώ τα μαύρα μαλλιά της χρειάζονταν οπωσδήποτε βούρτσισμα. Έχοντας πορφυρά ημικύκλια κάτω από τα μάτια, το πρόσωπο της Μέριλιλ ήταν σταχτί κι έμοιαζε σχεδόν εξίσου κουρασμένο με της Ηλαίην.
Μολονότι είχε έρθει ταχύτατα από την αυλή των στάβλων, δεν ήταν μόνη. Η Μπιργκίτε, συλλογισμένη και μελαγχολική, στεκόταν με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο σκαλιστό πρέκι του τζακιού. Με το άλλο χέρι άδραχνε τη μακριά χρυσαφένια πλεξούδα της, μιμούμενη τη Νυνάβε. Σήμερα, φορούσε ένα φαρδύ παντελόνι σε βαθυπράσινη απόχρωση κι ένα κοντό κόκκινο πανωφόρι, συνδυασμός που χτυπούσε έντονα στο μάτι. Ο Λοχαγός Μέλαρ έκανε μια περίτεχνη υπόκλιση προς το μέρος της Ηλαίην, ανεμίζοντας το άσπρο πλουμιστό καπέλο του. Δεν είχε θέση εδώ, αλλά τον άφησε να μείνει, χαρίζοντάς του μάλιστα ένα πολύ θερμό χαμόγελο. Πολύ θερμό.
Η πλαδαρή νεαρή υπηρέτρια, που μόλις είχε τοποθετήσει έναν μεγάλο ασημένιο δίσκο σε έναν από τους μπουφέδες, βλεφάρισε και κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον Μέλαρ, πριν θυμηθεί ότι έπρεπε να υποκλιθεί πριν φύγει. Η Ηλαίην συνέχισε να χαμογελά μέχρι να κλείσει η πόρτα. Ήταν διατεθειμένη να κάνει οτιδήποτε θα προστάτευε το μωρό της. Πάνω στον σχοινένιο δίσκο υπήρχε ζεστό αρωματικό κρασί για όλους κι αραιωμένο τσάι για την ίδια. Αν μη τι άλλο, ήταν κι αυτό ζεστό.
«Τυχερή ήμουν», αναστέναξε η Μέριλιλ μόλις κάθισε, ρίχνοντας στον Μέλαρ ένα αβέβαιο βλέμμα πάνω από την κούπα του κρασιού της. Είχε υπ’ όψιν της την ιστορία σχετικά με τη διάσωση της ζωής της Ηλαίην, αλλά είχε φύγει πριν ακόμα αρχίσουν να διαδίδονται οι φήμες. «Τελικά, η Ρεάνε είχε ανοίξει την πύλη ούτε πέντε μίλια μακριά από τους Μεθορίτες, οι οποίοι δεν έχουν κινηθεί ρούπι από τότε που έφτασαν». Ζάρωσε τη μύτη της. «Αν δεν ήταν ο καιρός έτσι, η δυσωδία των απόπατων και της κοπριάς των αλόγων θα ήταν ανυπόφορη. Είχες δίκιο, Ηλαίην. Και οι τέσσερις άρχοντες βρίσκονται εκεί, σε τέσσερις καταυλισμούς σε απόσταση λίγων μιλίων ο ένας από τον άλλον. Καθένας τους διαθέτει από μία στρατιά. Την πρώτη μέρα, βρήκα τους Σιναρανούς και πέρασα τις περισσότερες ώρες μου συζητώντας με τον Ήζαρ του Σίναρ και τους άλλους τρεις. Κάθε μέρα συναντιόμασταν και σε διαφορετικό στρατόπεδο».
«Ελπίζω να μην έμεινες πολλή ώρα μαζί τους», είπε η Μπιργκίτε με σεβασμό, όπως καθόταν μπροστά από την εστία. Σεβόταν κάθε Άες Σεντάι, εκτός από αυτήν με την οποία είχε δεσμό. «Πόσοι είναι;»
«Φαντάζομαι ότι δεν έχεις ακριβή αριθμό», παρενέβη ο Μέλαρ, κι από τον τόνο της φωνής του θα έλεγε κανείς πως αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε. Για πρώτη φορά, το στενό του πρόσωπο ήταν αγέλαστο. Ατένισε το κρασί του κι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Όσα παρατήρησες, πάντως, μπορεί να έχουν κάποια αξία. Αν είναι πολλοί, θα λιμοκτονήσουν πριν καταφέρουν να απειλήσουν το Κάεμλυν. Χωρίς τροφή και προμήθειες, κι η μεγαλύτερη στρατιά του κόσμου δεν είναι παρά πτώματα». Γέλασε. Η Μπιργκίτε ατένισε την πλάτη του συνοφρυωμένη, αλλά η Ηλαίην ανασήκωσε ελαφρά το χέρι της από το πλευρό της κι έκανε νόημα στην άλλη γυναίκα να παραμείνει σιωπηλή.
«Οι προμήθειές τους δεν είναι πολλές, Λοχαγέ», είπε ψυχρά η Μέριλιλ, τεντώνοντας το κορμί της παρά τη φανερή της εξάντληση, «αλλά δεν λιμοκτονούν κιόλας. Όπως και να έχει, δεν υπολογίζω στην ασιτία για να τους νικήσουμε». Έχοντας περάσει ένα χρονικό διάστημα μακριά από τις Θαλασσινές, τα μεγάλα της μάτια δεν ήταν μονίμως έκπληκτα πλέον και, παρά τη γαλήνια αυτοπειθαρχία μιας Άες Σεντάι, ήταν ολοφάνερο πως είχε αποφασίσει ότι δεν συμπαθούσε καθόλου τον Ντόιλιν Μέλαρ, κι ας είχε σώσει τη ζωή της Ηλαίην. «Όσον αφορά στα νούμερα, θα έλεγα πως αριθμούν κάτι παραπάνω από διακόσιες χιλιάδες, κι αμφιβάλλω αν υπάρχει κανείς, εκτός από τους αξιωματικούς τους, που να μπορεί να πει με ακρίβεια. Ακόμα και πεινασμένοι, είναι πολλοί». Ο Μέλαρ ανασήκωσε ξανά τους ώμους του, ενώ τα βλέμματα των Άες Σεντάι δεν έδειχναν να τον ενοχλούν καθόλου.
Η λυγερόκορμη Γκρίζα αδελφή ούτε τον ξανακοίταξε, ούτε τον αγνόησε ιδιαίτερα. Για την ίδια, καθώς συνέχισε να μιλάει, ο άντρας θα μπορούσε να αποτελεί μέρος της επίπλωσης του χώρου. «Υπάρχουν τουλάχιστον δέκα αδελφές μαζί τους, Ηλαίην, μολονότι κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να αποκρύψουν το γεγονός. Δεν νομίζω πως είναι οπαδοί της Εγκουέν, αλλά ούτε και της Ελάιντα. Φοβάμαι πως δεν είναι λίγες οι αδελφές που υποστηρίζουν, φαινομενικά, τη μία πλευρά μέχρι να τελειώσουν τα προβλήματα του Πύργου». Αναστέναξε ξανά, ίσως όχι από κούραση αυτή τη φορά.
Η Ηλαίην άφησε κάτω την κούπα της κι έκανε μια γκριμάτσα. Δεν της είχαν φέρει μέλι από την κουζίνα, και δεν της άρεσε καθόλου το πικρό τσάι. «Τι θέλουν, Μέριλιλ; Οι ηγέτες, εννοώ, όχι οι αδελφές». Δέκα αδελφές ήταν ικανές να κάνουν το στράτευμα δέκα φορές πιο επικίνδυνο, ειδικά για τον Ραντ. Ίσως, όμως, και για οποιονδήποτε. «Δεν νομίζω πως κάθονται στο χιόνι όλο αυτόν τον καιρό επειδή τους αρέσει».
Η Γκρίζα αδελφή ανασήκωσε ελαφρά τα λεπτά της χέρια. «Μακροπρόθεσμα, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι υποθέσεις. Βραχυπρόθεσμα, θέλουν να σε συναντήσουν, και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Έστειλαν καβαλάρηδες στο Κάεμλυν μόλις έφθασαν στο Νέο Μπρημ, αλλά αυτή την εποχή του χρόνου μπορεί να τους πάρει ακόμα μία εβδομάδα, ίσως και παραπάνω, μέχρι να φθάσουν εδώ. Η Τενόμπια της Σαλδαία άφησε να διαρρεύσει, ή έτσι φάνηκε τουλάχιστον, πως γνωρίζουν ότι έχεις επαφές, ίσως και κάποια στενή σχέση, με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρονται πολύ κι οι ίδιοι. Με κάποιον τρόπο, έμαθαν περί της παρουσίας σου στο Φάλμε κατά τη διάρκεια ορισμένων γεγονότων». Ο Μέλαρ συνοφρυώθηκε και φάνηκε μπερδεμένος, αλλά δεν βρέθηκε κανείς να τον διαφωτίσει περί του θέματος. «Εξαιτίας των αδελφών, δεν αποκάλυψα τίποτα περί Ταξιδέματος, αλλά τους είπα πως θα επιστρέψω σύντομα με απαντήσεις».
Η Ηλαίην αντάλλαξε ματιές με την Μπιργκίτε, η οποία ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, αν και στην περίπτωση της θα ήταν δύσκολο να πει κανείς αν το έκανε από αμεριμνησία, περιφρόνηση ή τίποτα από τα δύο. Το πιο αδύνατο σημείο στις ελπίδες της Ηλαίην να χρησιμοποιήσει τους Μεθορίτες για να επηρεάσει τους αντιπάλους της σχετικά με τον θρόνο, ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα προσέγγιζε όλους αυτούς τους ηγεμόνες, που έμοιαζαν να ραχατεύουν εκεί κάτω ενόσω η ίδια δεν ήταν παρά μια απλή Υψηλή Έδρα των Τράκαντ και Κόρη-Διάδοχος μίας αποθανούσας βασίλισσας. Η αδιαφορία της Μπιργκίτε μαρτυρούσε πως θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένη αφού βρέθηκε λύση, αλλά η Ηλαίην αναρωτιόταν πώς αυτοί οι Μεθορίτες είχαν μάθει πράγματα που ήξεραν ελάχιστοι. Κι αν τα ήξεραν αυτοί, σήμαινε πως υπήρχαν κι άλλοι ενήμεροι. Έπρεπε οπωσδήποτε να προστατεύσει το αγέννητο παιδί της.
«Θα ήθελες να επιστρέψεις τώρα αμέσως, Μέριλιλ;» ρώτησε. Η αδελφή δέχτηκε με προθυμία, γουρλώνοντας κάπως τα μάτια της, πράγμα που υποδήλωνε πως ήταν αποφασισμένη να τα βγάλει πέρα με κάθε είδους δυσωδία, προκειμένου να αποφύγει για λίγο ακόμα να επιστρέψει στις Ανεμοσκόπους. «Τότε, θα πάμε μαζί. Αν όντως επιθυμούν να με συναντήθουν το γρηγορότερο, γιατί να μη γίνει σήμερα κιόλας;» Γνώριζαν πολλά, κι η οποιαδήποτε καθυστέρηση θα απέβαινε εις βάρος της. Κανείς και τίποτα δεν έπρεπε να σταθεί απειλή για το παιδί της. Τίποτα!