10 Ένα Σχέδιο Πετυχαίνει

Τα μάτια της Ηλαίην άνοιξαν στο σκοτάδι κι αντίκρισε αμυδρές σκιές που χόρευαν στη θαμπή αχνάδα. Το πρόσωπό της ήταν κρύο και το υπόλοιπο κορμί της ζεστό κι ιδρωμένο, ενώ κάτι περιόριζε τα χέρια και τα πόδια της. Για μια στιγμή, ο πανικός φούντωσε μέσα της. Κατόπιν, διαισθάνθηκε την παρουσία της Αβιέντα στο δωμάτιο, μια απλή, ανακουφιστική επίγνωση, καθώς και της Μπιργκίτε, που έμοιαζε με ήρεμη γροθιά κι ελεγχόμενος θυμός μέσα στο κεφάλι της. Και μόνο που βρίσκονταν εκεί οι δυο γυναίκες, την έκαναν να νιώθει γαλήνη. Ήταν στην κρεβατοκάμαρά της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκεπασμένη με κουβέρτες, ατενίζοντας τον τεντωμένο λινό θόλο κι έχοντας μποτίλιες με ζεστό νερό σφηνωμένες στα πλευρά της. Οι βαριές, χειμωνιάτικες κουρτίνες του κρεβατιού ήταν τραβηγμένες και δεμένες στα σκαλιστά υποστηρίγματα, ενώ το μόνο φως στο δωμάτιο προερχόταν από τις μικροσκοπικές φλόγες που τρεμόπαιζαν στο τζάκι, φωτισμός αρκετός για να παραμερίσει κάπως τις σκιές, αλλά όχι για να τις διασκορπίσει.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, απλώθηκε για να βρει την Πηγή, και τη βρήκε. Με θαυμαστή επιδεξιότητα, άγγιξε το σαϊντάρ χωρίς καν να απορροφήσει. Μολονότι η επιθυμία να το κάνει φούντωνε μέσα της, η γυναίκα αποσύρθηκε απρόθυμα. Εξαιρετικά απρόθυμα, κι όχι επειδή η θέλησή της να γεμίσει με τη βαθύτερη ζωτικότητα του σαϊντάρ γινόταν συχνά απύθμενη αναγκαιότητα, που έπρεπε να θέσει υπό έλεγχο. Ο μεγαλύτερος φόβος της εκείνες τις ατελείωτες στιγμές του τρόμου δεν ήταν ο θάνατος, αλλά η πιθανότητα να μην μπορέσει να ξαναγγίξει την Πηγή. Κάποτε, θα θεωρούσε κάτι τέτοιο ιδιαίτερα παράξενο.

Άξαφνα, οι μνήμες επανήλθαν κι αμέσως ανασηκώθηκε, ενώ οι κουβέρτες γλίστρησαν έως τη μέση της. Τις τράβηξε ξανά επάνω της. Ο αέρας ήταν πολύ κρύος επάνω στο γυμνό της δέρμα, που γλιστρούσε από τον ιδρώτα. Δεν της είχαν αφήσει ούτε μια πουκαμίσα, κι όσο κι αν προσπαθούσε να μιμηθεί την ανεμελιά της Αβιέντα που ξεγυμνωνόταν μπροστά σε τρίτους, δεν τα κατάφερνε. «Η Ντυέλιν», είπε ανήσυχα, στριφογυρνώντας, για να χωθεί καλύτερα κάτω από τις κουβέρτες. Οι κινήσεις της ήταν κάπως αδέξιες. Ένιωθε πιεσμένη και κάπως ασταθής. «Κι οι Φρουροί. Είναι...;»

«Ο άντρας δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά», είπε η Νυνάβε προβάλλοντας ανάμεσα στις κινούμενες σκιές, μια σκιά κι η ίδια. Ακούμπησε την παλάμη της στο μέτωπο της Ηλαίην και μούγκρισε ικανοποιημένη μόλις διαπίστωσε πως ήταν δροσερό. «Θεράπευσα την Ντυέλιν. Ωστόσο, θα της πάρει κάμποσο χρόνο να ανανήψει πλήρως. Έχασε αρκετό αίμα. Όσο για σένα, καλά τα πας. Προς στιγμήν, νόμισα πως θα ανέβαζες πυρετό, κάτι που συμβαίνει πολύ απότομα σε εξασθενημένους οργανισμούς».

«Αντί για Θεραπεία, σου έδωσε βότανα», είπε ξινά η Μπιργκίτε, από το κάθισμά της στα πόδια του κρεβατιού. Στο ημίφως, έμοιαζε με κοντόχοντρη, δυσοίωνη μορφή.

«Η Νυνάβε αλ’Μεάρα είναι αρκετά σοφή, ώστε ξέρει τι δεν μπορεί να κάνει», είπε η Αβιέντα με μια επίπεδη χροιά στη φωνή της. Μονάχα η άσπρη της μπλούζα κι η λάμψη από το γυαλιστερό ασήμι ήταν ορατά χαμηλά, με φόντο τον τοίχο. Ως συνήθως, είχε διαλέξει να καθίσει στο πάτωμα αντί στην καρέκλα. «Αναγνώρισε τη γεύση της διχαλόριζας στο τσάι, αλλά δεν ήξερε πώς φτιάξει μια ύφανση για να την αντιμετωπίσει, οπότε δεν πήρε κάποιο ανόητο ρίσκο».

Η Νυνάβε ρουθούνισε ηχηρά, τόσο για την Αβιέντα που την υπερασπιζόταν, όσο και για τη δηκτικότητα της Μπιργκίτε. Ίσως περισσότερο για τη δεύτερη περίπτωση. Έτσι ήταν η Νυνάβε, η οποία πιθανότατα θα προτιμούσε να μη δίνει κανείς σημασία στο τι δεν γνώριζε και τι δεν μπορούσε να κάνει. Όσον αφορά στη Θεραπεία, τελευταία ήταν πιο ευερέθιστη από ποτέ, ειδικά από τη στιγμή που έγινε ολοφάνερο πως αρκετές από τις γυναίκες του Σογιού ήδη την ξεπερνούσαν σε αυτή την τέχνη. «Θα έπρεπε να την είχες αναγνωρίσει εσύ, Ηλαίην», είπε κοφτά. «Όπως και να έχει, το πρασινόχορτο κι η κατσικόγλωσσα μπορούν να σου φέρουν ύπνο, αλλά είναι πολύ δραστικά για τις στομαχικές κράμπες. Σκέφτηκα πως θα προτιμούσες τον ύπνο».

Ψαρεύοντας τις δερμάτινες μποτίλιες με το ζεστό νερό κάτω από τα σκεπάσματα και πετώντας τες στο χαλί, για να μην αρχίσει να ψήνεται πάλι, η Ηλαίην ανατρίχιασε. Οι μέρες αφότου η Ρόντε Μακούρα είχε ποτίσει με διχαλόριζα εκείνη και τη Νυνάβε ήταν ένα μαρτύριο που πάσχιζε να ξεχάσει. Όποια κι αν ήταν τα βότανα που της είχε δώσει η Νυνάβε, δεν ένιωθε πιο αδύναμη απ’ ό,τι θα ένιωθε με τη διχαλόριζα. Πίστευε πως μπορούσε να περπατήσει, αρκεί να μην πήγαινε μακριά ή να μη στεκόταν όρθια για πολλή ώρα. Επιπλέον, μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Μέσα από τα δίφυλλα παράθυρα περνούσαν οι λεπτές αχτίδες του φεγγαριού. Πόσο περασμένη ήταν η ώρα, άραγε;

Αγκάλιασε ξανά την Πηγή και διαβίβασε τέσσερα νήματα Φωτιάς, φωτίζοντας πρώτα τον έναν όρθιο φανό κι έπειτα έναν άλλον. Οι μικρές φλόγες που καθρεφτίζονταν φώτισαν το χώρο, σκορπίζοντας απότομα το σκοτάδι, κι η Μπιργκίτε σήκωσε το χέρι της για να προστατέψει τα μάτια της. Το πανωφόρι της Στρατηγού πράγματι της ταίριαζε πολύ· το δίχως άλλο, θα εντυπωσίαζε τους εμπόρους.

«Δεν θα έπρεπε να διαβιβάσεις ακόμα», είπε φασαριόζικα η Νυνάβε λοξοκοιτώντας, για να αποφύγει το ξαφνικό φως. Φορούσε ακόμα αυτό το τολμηρό μπλε φόρεμα, με το οποίο την είχε δει η Ηλαίην νωρίτερα, ενώ η εσάρπα με τα κίτρινα κρόσσια ήταν πιασμένη στους αγκώνες της. «Το καλύτερο για σένα είναι λίγες μέρες ανάνηψης και κάμποσος ύπνος». Κοίταξε συνοφρυωμένη τις μποτίλιες με το ζεστό νερό που ήταν πεταμένες στο δάπεδο. «Επίσης, πρέπει να διατηρείσαι ζεστή, για να αποφύγεις έναν πυρετό που θα χρειαστεί επειγόντως Θεραπεία».

«Νομίζω πως η Ντυέλιν απέδειξε την αφοσίωση της σήμερα», είπε η Ηλαίην μετακινώντας τα μαξιλάρια, για να μπορεί να γείρει άνετα πάνω στο πλαίσιο του κρεβατιού, κι η Νυνάβε τίναξε τα χέρια της με αποστροφή. Σε έναν μικρό ασημένιο δίσκο πάνω σε ένα από τα τραπεζάκια που υπήρχαν παράπλευρα του κρεβατιού ήταν ακουμπισμένη μία και μοναδική ασημένια κούπα γεμάτη σκούρο κρασί, κι η Ηλαίην τής έριξε μια σύντομη δύσπιστη ματιά. «Το απέδειξε με τον δύσκολο τρόπο. Έχω την εντύπωση πως έχω τοχ απέναντι της, Αβιέντα».

Η Αβιέντα ανασήκωσε τους ώμους. Μόλις έφθασαν στο Κάεμλυν, επέστρεψε στην Αελίτικη ενδυμασία της, με βιασύνη που καταντούσε κωμική, εγκαταλείποντας τα μετάξια για τις αλγκόντ μπλούζες και τις ογκώδεις μάλλινες φούστες, λες και ξαφνικά φοβήθηκε την πολυτέλεια των υδρόβιων. Με το σκούρο επώμιο τυλιγμένο γύρω από τη μέση της και το μαύρο διπλωμένο μαντίλι να κρατάει δεμένα προς τα πίσω τα μακριά της μαλλιά, ήταν η προσωποποίηση μιας μαθητευομένης των Σοφών, παρ’ όλο που το μοναδικό της κόσμημα ήταν ένα περίπλοκο, ασημένιο περιδέραιο με περίτεχνα δουλεμένους δίσκους, δώρο της Εγκουέν. Η Ηλαίην εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τη βιασύνη της. Η Μελαίν κι οι υπόλοιπες δεν είχαν πρόβλημα να την αφήσουν να κάνει του κεφαλιού της, αρκεί να φορούσε τα ρούχα των υδρόβιων, αλλά τώρα την είχαν στο χέρι, σαν μαθητευόμενη στα χέρια μιας Άες Σεντάι. Ο μόνος λόγος που της επέτρεπαν να παραμείνει όσο ήθελε στο Παλάτι —και στην πόλη, φυσικά— ήταν επειδή εκείνη κι η Ηλαίην ήταν πρωταδελφές.

«Αν το πιστεύεις, έτσι είναι». Ο τόνος της φωνής της, έτσι όπως υποδήλωνε το προφανές, έγινε σιγά-σιγά μια τρυφερή κατσάδα. «Όμως, περιορίσου σε ένα μικρό τοχ, Ηλαίην. Έχεις πολλούς λόγους να αμφιβάλλεις. Δεν μπορείς να αναλάβεις δεσμεύσεις για καθετί που σκέφτεσαι, αδελφή». Γέλασε, λες και ξαφνικά κάτι της φάνηκε πολύ αστείο. «Να πού βρίσκεται η υπερβολική έπαρση, και δεν έχω λόγο να μην είμαι πολύ περήφανη για εσένα, μόνο που οι Σοφές δεν θα καλέσουν εσένα να λογοδοτήσεις».

Η Νυνάβε κοίταξε ψηλά με μια επιδεικτική κίνηση, αλλά η Αβιέντα απλώς κούνησε το κεφάλι, έχοντας κουραστεί να κάνει υπομονή με την άγνοια της άλλης γυναίκας. Είχε διδαχτεί κι άλλα πράγματα δίπλα στις Σοφές εκτός από τη Δύναμη.

«Εν πάση περιπτώσει, καλό θα ήταν εσείς οι δύο να μην είστε τόσο αλαζονικές», είπε η Μπιργκίτε με κάτι που έμοιαζε ύποπτα με καταπιεσμένη ιλαρότητα. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, ανέκφραστο σχεδόν, από την προσπάθεια που κατέβαλε να μην γελάσει.

Η Αβιέντα έριξε μια ματιά στην Μπιργκίτε, και στο πρόσωπό της διαγραφόταν μια ξύλινη επιφυλακτικότητα. Μια κι η ίδια με την Ηλαίην είχαν υιοθετήσει η μία την άλλη, έτσι την είχε υιοθετήσει και η Μπιργκίτε κατά κάποιον τρόπο. Όχι ως Πρόμαχος, βέβαια, αλλά με την ίδια νοοτροπία της μεγαλύτερης αδελφής που συχνά επιδείκνυε κι απέναντι στην Ηλαίην. Η Αβιέντα δεν ήταν και τόσο σίγουρη τι να συμπεράνει από κάτι τέτοιο ή πώς να αντιδράσει. Η συμμετοχή στον στενό κύκλο που ήξερε ποια ήταν στην πραγματικότητα η Μπιργκίτε, σίγουρα δεν είχε βοηθήσει και πολύ. Αμφιταλαντευόταν μεταξύ της ασυγκράτητης αποφασιστικότητας να τους δείξει πως η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο δεν τη φόβιζε και τόσο και της τάσης της να φανεί απρόσμενα πειθήνια, με ενδιάμεσα κενά διαστήματα.

Η Μπιργκίτε τής χαμογέλασε, ένα χαμόγελο γεμάτο θυμηδία, που έσβησε καθώς τράβηξε από την ποδιά της ένα μικρό πακέτο κι άρχισε να ξετυλίγει με προσοχή το ύφασμα. Όταν αποκαλύφθηκε ένα εγχειρίδιο με δερμάτινη λαβή και μακρόστενη λάμα, η έκφραση του προσώπου της έγινε αυστηρή, ενώ ατόφια οργή ξεπήδησε στον δεσμό. Η Ηλαίην αναγνώρισε αμέσως το μαχαίρι. Είχε δει το δίδυμό του στο χέρι ενός αναμαλλιασμένου φονιά.

«Δεν προσπαθούσαν να σε απαγάγουν, αδελφή», είπε μαλακά η Αβιέντα.

Ο τόνος της Μπιργκίτε ήταν ζοφερός. «Αφού ο Μέλαρ σκότωσε τους δύο πρώτους — τον δεύτερο λογχίζοντάς τον με το ξίφος του από την άλλη άκρη του δωματίου, σαν ήρωας σε αιμοχαρή ιστορία βάρδου», είπε κρατώντας το ξιφίδιο όρθιο από την άκρη της λαβής, «πήρε αυτό από τον άλλον και τον σκότωσε χρησιμοποιώντας το. Υπήρχαν τέσσερα παρόμοια εγχειρίδια. Αυτό εδώ είναι δηλητηριασμένο».

«Αυτές οι καφετιές κηλίδες πάνω στη λάμα είναι γκρίζος μάραθος ανακατεμένος με σκόνη από κουκούτσι ροδάκινου», είπε η Νυνάβε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας. «Μια ματιά στα μάτια και στη γλώσσα του ήταν αρκετή, για να καταλάβω πως αυτά ήταν υπεύθυνα για τον θάνατό του, κι όχι το μαχαίρι».

«Τέλος πάντων», είπε η Ηλαίην μια στιγμή αργότερα. Πράγματι, τι άλλο θα μπορούσε να πει; «Ώστε, λοιπόν, διχαλόριζα, για να μην μπορώ να διαβιβάσω, ούτε καν να σταθώ όρθια, και δύο άντρες να με κρατούν γερά, ενώ ένας τρίτος μου κάρφωνε μία δηλητηριασμένη λάμα. Περίπλοκο σχέδιο».

«Στους υδρόβιους αρέσουν τα περίπλοκα σχέδια», είπε η Αβιέντα. Κοιτώντας την Μπιργκίτε ανήσυχα, μετακινήθηκε κάπως στον τοίχο και πρόσθεσε: «Σε μερικούς, τουλάχιστον».

«Αρκετά απλό, με τον τρόπο του», είπε η Μπιργκίτε, τυλίγοντας ξανά το μαχαίρι με την ίδια φροντίδα που το είχε ξετυλίξει. «Δεν ήταν δύσκολο να σε πλησιάσει κάποιος. Όλοι ξέρουν πως τρως μόνη σου μεσημεριανό». Η μακριά της πλεξούδα πήγε πέρα-δώθε καθώς κούνησε το κεφάλι της. «Στάθηκες τυχερή, επειδή ο πρώτος άντρας που σε προσέγγισε δεν είχε αυτό εδώ. Ένα χτύπημα, και θα ήσουν νεκρή. Ευτυχώς που ο Μέλαρ έτυχε να περνά απ’ έξω κι άκουσε κάποιον να βρίζει μέσα στα διαμερίσματά σου. Μπόλικη τύχη για τα’βίρεν».

Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Θα μπορούσες να είσαι νεκρή κι από ένα αρκετά βαθύ κόψιμο στο μπράτσο σου. Το κουκούτσι είναι το πιο δηλητηριώδες κομμάτι του ροδάκινου. Η Ντυέλιν δεν θα τη γλίτωνε, αν ήταν κι οι άλλες λάμες δηλητηριασμένες».

Η Ηλαίην κοίταξε τριγύρω, στα επίπεδα κι ανέκφραστα πρόσωπα των φίλων της, κι αναστέναξε. Πολύ περίπλοκο σχέδιο. Λες κι οι σπιούνοι μέσα στο ίδιο το Παλάτι δεν ήταν πρόβλημα από μόνοι τους. «Μια μικρή σωματοφυλακή, Μπιργκίτε, είναι αρκετή», είπε τελικά. «Κάτι... διακριτικό». Έπρεπε να ξέρει πως η γυναίκα θα ήταν προετοιμασμένη. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της Μπιργκίτε δεν άλλαξαν ούτε στο ελάχιστο, αλλά μια μικροσκοπική έκρηξη ικανοποίησης ανάβλυσε μέσα από τον κοινό τους δεσμό.

«Οι γυναίκες που σε φύλαξαν σήμερα, για αρχή», είπε, κάνοντας μια προσποιητή παύση, δήθεν για να σκεφτεί, «και μερικές άλλες που θα διαλέξω εγώ. Καμιά εικοσαριά όλες κι όλες. Αν είναι πολύ λίγες, δεν θα μπορούν να σε προστατεύουν νυχθημερόν, και το χρειάζεσαι, που να πάρει», αποτελείωσε την πρόταση της με σταθερή φωνή, παρ’ όλο που η Ηλαίην δεν είχε διαμαρτυρηθεί καθόλου. «Οι γυναίκες μπορούν να σε φρουρούν καλύτερα από τους άντρες, και ταυτόχρονα να είναι διακριτικές, ακριβώς επειδή είναι γυναίκες. Ο περισσότερος κόσμος θα πιστεύει πως παίζουν απλώς τελετουργικό ρόλο —κάτι σαν τις Κόρες του Δόρατος που σου ανήκουν— κι ίσως να ήταν καλό να τους δώσουμε κάτι, μια σάρπα ας πούμε, για να ενισχύσουμε αυτή την εντύπωση». Τα λόγια της ακολούθησε ένα κοφτό βλέμμα εκ μέρους της Αβιέντα, το οποίο έκανε πως δεν πρόσεξε. «Το θέμα είναι ποιος θα τις διοικεί», είπε συνοφρυωμένη και σκεφτική. «Δύο ή τρεις ευγενείς, Κυνηγοί, τσακώνονται για ένα αξίωμα "επαρκές για την κοινωνική τους θέση". Οι καταραμένες οι γυναίκες γνωρίζουν πώς να διατάζουν, αλλά δεν είμαι διόλου σίγουρη κατά πόσον ξέρουν να δώσουν τις κατάλληλες διαταγές. Θα μπορούσα να προάγω την Κάσεϊλ σε λοχαγό, αλλά νομίζω πως κατά βάθος νιώθει περισσότερο σημαιοφόρος». Η Μπιργκίτε ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Κάποια από τις υπόλοιπες μπορεί να είναι πιο υποσχόμενη, αλλά έχω την εντύπωση πως είναι καλύτερες ως οπαδοί παρά ως ηγέτιδες».

Τώρα μάλιστα. Τα είχε σκεφτεί όλα. Καμιά εικοσαριά; Θα έπρεπε να έχει από κοντά την Μπιργκίτε, μη τυχόν και το νούμερο ανέβαινε στις πενήντα ή και παραπάνω. Ικανές να τη φρουρούν καλύτερα από τους άντρες. Η Ηλαίην μόρφασε. Αυτό σήμαινε πως θα είχε φρουρούς ακόμα και στο μπάνιο. «Είμαι σίγουρη πως η Κάσεϊλ θα τα καταφέρει μια χαρά. Μια σημαιοφόρος μπορεί να τα βγάλει πέρα με είκοσι φύλακες». Ήταν επίσης σίγουρη πως μπορούσε να δώσει στην Κάσεϊλ να καταλάβει ότι ήταν αναγκαία η διακριτικότητα. Και να κρατάει τις φρουρούς έξω όσο θα έκανε μπάνιο. «Κι αυτός ο άντρας που περνούσε απ’ έξω την κατάλληλη στιγμή, Μέλαρ — πώς τον είπες; Τι ξέρεις γι’ αυτόν, Μπιργκίτε;»

«Ντόιλιν Μέλαρ», είπε αργά η Μπιργκίτε, και τα φρύδια της τραβήχτηκαν κάτω, σχηματίζοντας μια απότομη γωνία. «Ψυχρός τύπος, αν και χαμογελάει πολύ, ειδικά σε γυναίκες. Κορτάρει τις υπηρέτριες κι, απ’ όσο ξέρω, τις πιο πολλές τις τουμπάρει —του αρέσει να μιλάει για τις "κατακτήσεις" του— αλλά δεν σε πιέζει, αν τυχόν αρνηθείς. Ισχυρίζεται πως έχει δουλέψει ως φύλακας σε έμπορο, έπειτα μισθοφόρος και τώρα Κυνηγός του Κέρατος. Σίγουρα είναι αρκετά επιδέξιος για να τον κάνω υπολοχαγό. Είναι Αντορινός, από κάπου δυτικά, κοντά στο Μπάερλον. Λέει πως πολέμησε για τη μητέρα σου κατά τη διάρκεια της Διαδοχής, αν κι εκείνη την εποχή θα πρέπει να ήταν μικρός ακόμα. Εν πάση περιπτώσει, γνωρίζει τις σωστές απαντήσεις —το ήλεγξα— άρα ίσως να ήταν ανακατεμένος. Οι μισθοφόροι λένε ψέματα για το παρελθόν τους χωρίς δεύτερη σκέψη».

Σταυρώνοντας τα χέρια της κάτω από το στήθος της, η Ηλαίην συλλογίστηκε κάποια πράγματα σχετικά με τον Ντόιλιν Μέλαρ. Το μόνο που θυμόταν ήταν η ανάμνηση ενός νευρώδους άντρα με τραχύ πρόσωπο να πνίγει έναν από τους επιτιθέμενους παλεύοντας πάνω από το δηλητηριασμένο εγχειρίδιο. Ενός άντρα με ικανότητες στρατιώτη, αρκετές για να τον κάνει η Μπιργκίτε αξιωματικό. Φρόντιζε, έτσι ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι αξιοματικοί να ήταν, αν μη τι άλλο, Αντορινοί. Μια διάσωση της τελευταίας στιγμής, ένας άντρας εναντίον τριών κι ένα ξίφος που εκσφενδονίστηκε στο δωμάτιο σαν ακόντιο. Ναι, πράγματι έμοιαζε με ιστορία βάρδου. «Του αξίζει η αρμόζουσα ανταμοιβή. Μια προαγωγή σε Αρχηγό γενικού προστάγματος των σωματοφυλάκων μου, Μπιργκίτε. Η Κάσεϊλ μπορεί να γίνει υπαρχηγός».

«Είσαι παλαβή;» ξέσπασε η Νυνάβε, αλλά η Ηλαίην τής έκανε νόημα να σωπάσει.

«Θα νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια ξέροντας πως είναι εκεί, Νυνάβε. Σίγουρα δεν θα προσπαθήσει να φλερτάρει εμένα, όχι όταν έχει γύρω του την Κάσεϊλ κι άλλες είκοσι φρουρούς σαν αυτή. Με τη φήμη που έχει βγάλει, θα τον παρακολουθούν σαν γεράκια. Πόσες είπες, Μπιργκίτε; Είκοσι; Μέχρι εκεί, καλά είναι».

«Είκοσι», είπε η Μπιργκίτε αφηρημένα. «Ή περίπου». Ωστόσο, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει αφηρημάδα στο βλέμμα που κάρφωσε στην Ηλαίην. Έγειρε έντονα μπροστά, με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στα γόνατά της. «Υποθέτω πως ξέρεις τι κάνεις». Ωραία. Για μια φορά, θα συμπεριφερόταν ως αληθινή Πρόμαχος αντί να καβγαδίζει. «Ο Φρουρός-Υπολοχαγός Μέλαρ γίνεται Φρουρός-Αρχηγός Μέλαρ, επειδή έσωσε τη ζωή της Κόρης-Διαδόχου, κάτι που θα τον κάνει να καυχιέται ακόμα περισσότερο. Εκτός αν νομίζεις πως είναι καλύτερο να το κρατήσουμε μυστικό».

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, όχι, καθόλου. Ας το μάθει όλη η πόλη. Κάποιος προσπάθησε να με δολοφονήσει κι ο Υπολοχαγός-Αρχηγός Μέλαρ μου έσωσε τη ζωή. Το θέμα του δηλητηρίου, όμως, θα το κρατήσουμε μυστικό. Όλο και κάποιου μπορεί να του ξεφύγει κάτι».

Η Νυνάβε ξεφύσηξε και τη λοξοκοίταξε κάπως άγρια. «Κάποια μέρα θα πιάνεις πουλιά στον αέρα, Ηλαίην. Το μυαλό σου θα είναι τόσο κοφτερό, που θα σε κόψει για τα καλά».

«Μα πιάνει πουλιά στον αέρα, Νυνάβε αλ’Μεάρα». Η Αβιέντα ανασηκώθηκε ανάλαφρα και τακτοποίησε τη βαριά της φούστα. Κατόπιν, χάιδεψε μαλακά το μαχαίρι με την κεράτινη λαβή, που είχε περασμένο στη ζώνη της. Δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο η λάμα που είχε ως Κόρη, αποτελούσε ωστόσο ένα αξιόπιστο όπλο. «Κι έχει εμένα για να φυλάω τα νώτα της. Έχω την άδεια να μείνω μαζί της».

Η Νυνάβε θύμωσε κι άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει. Παραδόξως, όμως, το έκλεισε ξανά κι έκανε εμφανή προσπάθεια να ηρεμήσει, βάζοντας σε τάξη τη φούστα της και τα χαρακτηριστικά της. «Τι κοιτάτε όλες σας;» μουρμούρισε. «Αν η Ηλαίην θέλει κοντά της αυτόν τον τύπο, για να την τσιμπάει όποτε του κάνει κέφι, ποια είμαι εγώ που θα διαφωνήσω;» Η Μπιργκίτε έμεινε με το στόμα ανοιχτό κι η Ηλαίην αναρωτήθηκε αν η Αβιέντα ήταν έτοιμη να πνιγεί. Τα μάτια της είχαν πεταχτεί έξω.

Ο αχνός ήχος του γκονγκ που σήμανε την ώρα, στην κορυφή του ψηλότερου πύργου του Παλατιού, την έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένη. Η ώρα ήταν πιο προχωρημένη απ’ όσο νόμιζε. «Νυνάβε, η Εγκουέν ίσως μας περιμένει ήδη». Δεν έβλεπε πουθενά τα ρούχα της. «Πού είναι το πουγκί μου; Έχω μέσα το δαχτυλίδι μου». Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό βρισκόταν περασμένο στο δάχτυλο της, αλλά δεν εννοούσε αυτό.

«Θα δω μόνη μου την Εγκουέν», είπε η Νυνάβε με σταθερή φωνή. «Δεν είσαι σε θέση να μπεις στον Τελ’αράν’ριοντ. Άσε που κοιμόσουν όλο το απόγευμα. Στοιχηματίζω πως δεν θα μπορέσεις να ξανακοιμηθείς. Και ξέρω καλά πως δεν κατάφερες να μπεις σε εκστατική εγρήγορση, άρα άλλος τρόπος δεν υπάρχει». Χαμογέλασε αυτάρεσκα, σίγουρη για τη νίκη της. Η ίδια είχε αλληθωρίσει κι ένιωθε ζαλάδα όταν προσπάθησε να μπει στην εκστατική εγρήγορση που προσπάθησε να τους μάθει η Εγκουέν.

«Θα στοιχημάτιζες;» μουρμούρισε η Ηλαίην. «Τι στοίχημα θα έβαζες; Γιατί εγώ σκοπεύω να το πιω αυτό», είπε ρίχνοντας μια ματιά στην ασημένια κούπα, πάνω στο παράπλευρο τραπεζάκι, «και στοιχηματίζω πως θα πέσω αμέσως για ύπνο. Όλα αυτά, φυσικά, αν δεν έχεις βάλει τίποτα μέσα κι αν δεν έχεις σκοπό να με αναγκάσεις να το πιω με κάποια κατεργαριά... Κάτι που δεν θα έκανες, βέβαια. Λοιπόν, τι θα στοιχηματίσουμε;»

Το ανυπόφορο χαμόγελο γλίστρησε με έναν γλοιώδη τρόπο από το πρόσωπο της Νυνάβε κι αντικαταστάθηκε από ένα αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της.

«Πολύ ωραία», είπε η Μπιργκίτε, και σηκώθηκε. Με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της, καθόταν άκαμπτη πλάι στο ένα πόδι του κρεβατιού, με έκφραση και τόνο φωνής γεμάτα μομφή. «Η γυναίκα σού έδωσε να φας κι εσύ την κατσαδιάζεις, όπως η Κυρα Πρις. Ίσως αν πιεις αυτό το φλιτζάνι, πέσεις για ύπνο και ξεχάσεις για απόψε τις περιπέτειες στον Κόσμο των Ονείρων, αποφασίσω πως είσαι αρκετά ώριμη για να σου εμπιστευθώ λιγότερους από εκατό φρουρούς να σε προστατεύουν. Ή, μήπως, πρέπει να σου κλείσω τη μύτη, για να σε αναγκάσω να το πιεις;» Όπως και να έχει, η Ηλαίην δεν περίμενε πως η Μπιργκίτε θα συγκρατούνταν για πολύ ακόμα. Λιγότερους από εκατό, είπε;

Η Αβιέντα στράφηκε απότομα για να κοιτάξει την Μπιργκίτε, πριν η τελευταία ολοκληρώσει την πρόταση της, και χωρίς καλά-καλά να περιμένει να προφέρει την τελευταία της λέξη. «Δεν θα έπρεπε να της απευθύνεσαι με αυτόν τον τρόπο, Μπιργκίτε Τραχέλιον», είπε, και ορθώθηκε σε μια προσπάθεια να της επιβληθεί, καθότι ψηλότερη. Τα ψηλά τακούνια στις μπότες της Μπιργκίτε απάλυναν κάπως την εικόνα, αλλά έτσι όπως είχε ρίξει την εσάρπα σφιχτά πάνω στα στήθη της έμοιαζε πιότερο με Σοφή παρά με μαθητευομένη. Τα πρόσωπα μερικών γυναικών δεν ήταν και πολύ γηραιότερα από το δικό της. «Είσαι η Πρόμαχός της. Ρώτησε τον Άαν’αλέιν πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι. Είναι σπουδαίος άντρας, ωστόσο υπακούει τυφλά σε ό,τι του πει η Νυνάβε». Ο Άαν’αλέιν ήταν ο Λαν, ο Μοναχικός Άντρας, η ιστορία του οποίου ήταν πασίγνωστη και τύγχανε μεγάλης αποδοχής μεταξύ των Αελιτών.

Η Μπιργκίτε την κοίταξε από την κορυφή έως τα νύχια, σαν να την αναμετρούσε, και πήρε μια νωχελική στάση, που την έκανε να χάσει το πλεονέκτημα των μερικών ιντσών ύψους, που της προσέφεραν τα τακούνια στις μπότες της. Με ένα χλευαστικό χαμόγελο, άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, έτοιμη προφανώς να τα ψάλει, αν μπορούσε, στην Αβιέντα για το λογύδριό της. Και, συνήθως, το κατόρθωνε. Πριν όμως προλάβει να πει λέξη, η Νυνάβε μίλησε ήρεμα και σταθερά.

«Για όνομα του Φωτός, παράτα τα πια, Μπιργκίτε. Αφού η Ηλαίην λέει ότι θέλει να πάει, θα πάει. Τέρμα, ούτε λέξη παραπάνω». Έτεινε ένα δάχτυλο προς το μέρος της άλλης γυναίκας. «Ούτε εσύ. Θα τα συζητήσουμε αργότερα».

Η Μπιργκίτε κοίταξε τη Νυνάβε, με τα χείλη της να κινούνται άηχα και με ένα έντονο μείγμα οργής κι απόγνωσης να διαπερνά τον δεσμό του Προμάχου. Τελικά, κάθισε βαριά στο κάθισμά της, με τα πόδια τεντωμένα και τις μπότες να ισορροπούν πάνω στα σπιρούνια με τις λεοντοκεφαλές, κι άρχισε να σιγομουρμουράει δύσθυμα. Αν η Ηλαίην δεν τη γνώριζε καλύτερα, θα έπαιρνε όρκο πως επρόκειτο για γυναίκα που πάσχει από μελαγχολία. Μακάρι να ήξερε πώς τα είχε καταφέρει η Νυνάβε. Κάποτε η Νυνάβε έτρεμε τόσο την Μπιργκίτε όσο η Αβιέντα, αλλά όλα αυτά είχαν πλέον αλλάξει άρδην. Τώρα, η Νυνάβε είχε φθάσει στο σημείο να κάνει τον νταή στην Μπιργκίτε, όπως και τόσοι άλλοι, και μάλιστα με μεγαλύτερη επιτυχία από τους περισσότερους. Γυναίκα είναι κι αυτή, όπως οποιαδήποτε άλλη, είχε πει η Νυνάβε. Μου το είπε η ίδια κι αντιλήφθηκα πως είχε δίκιο. Λες κι αυτό εξηγούσε τα πάντα. Η Μπιργκίτε εξακολουθούσε να είναι πάντα η Μπιργκίτε.

«Το πουγκί μου;» είπε η Ηλαίην και, πρώτη απ’ όλους, η Μπιργκίτε έσπευσε να φέρει από την γκαρνταρόμπα το χρυσοκέντητο κόκκινο πουγκί. Βέβαια, ένας Πρόμαχος πάντα έσπευδε πρώτος, αλλά η Μπιργκίτε όλο και κάποιο σχόλιο έκανε σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν επέστρεψε πάντως, η συμπεριφορά της ήταν πράγματι άξια σχολίων. Έδωσε το πουγκί στην Ηλαίην με μια υπόκλιση γεμάτη μεγαλοπρέπεια, στραβώνοντας τα χείλη της προς το μέρος της Νυνάβε και της Αβιέντα. Η Ηλαίην αναστέναξε. Δεν ήταν ότι οι γυναίκες έτρεφαν αντιπάθεια η μία για την άλλη. Η αλήθεια ήταν πως τα πήγαιναν πολύ καλά, αρκεί να αγνοούσες αυτές τις ιδιοτροπίες. Απλώς, μερικές φορές έψαχναν αφορμές να αλληλοεξοργίζονται.

Το αλλόκοτα παραμορφωμένο πέτρινο δαχτυλίδι ήταν δεμένο πάνω σε μια απλή δερμάτινη θηλιά, ακουμπισμένο στον πάτο του πουγκιού, κάτω από έναν όγκο ανάκατων νομισμάτων, δίπλα στο προσεκτικά τυλιγμένο μεταξένιο μαντίλι, που ήταν γεμάτο με φτερά, τα οποία η Ηλαίην θεωρούσε τον μεγαλύτερό της θησαυρό. Το τερ’ανγκριάλ έμοιαζε πέτρινο ούτως ή άλλως, με όλα αυτά τα γαλάζια, κόκκινα και καφετιά στίγματα και ρίγες, αλλά το ένιωθες στο χέρι σου σκληρό και στιλπνό σαν ατσάλι, και πολύ βαρύ για να είναι κάτι τέτοιο. Τοποθετώντας το δερμάτινο κορδόνι γύρω από τον λαιμό της και το δαχτυλίδι ανάμεσα στα στήθη της, έσφιξε τα σχοινάκια κι άφησε το πουγκί στο παράπλευρο τραπεζάκι, παίρνοντας στο χέρι της την ασημένια κούπα. Το άρωμα που ανέδιδε θύμιζε καλό κρασί, αλλά η Ηλαίην ανασήκωσε τα φρύδια της και χαμογέλασε στη Νυνάβε.

«Πάω στο δωμάτιο μου», είπε ξερά η Νυνάβε. Σηκώθηκε από το στρώμα και μοιράστηκε μια βλοσυρή ματιά με την Μπιργκίτε και την Αβιέντα. Το κι’σάιν στο μέτωπό της την έκανε να φαίνεται ακόμα περισσότερο ανένδοτη. «Οι δυο σας θα μείνετε ξύπνιες και θα έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα! Μέχρι να βρείτε τις γυναίκες που θα την προστατεύουν, η Ηλαίην εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Ελπίζω να μη χρειαστεί να σας το υπενθυμίσω ξανά».

«Λες να μην το ξέρω;» διαμαρτυρήθηκε η Αβιέντα, και την ίδια στιγμή η Μπιργκίτε γρύλισε: «Δεν είμαι χαζή, Νυνάβε!»

«Έτσι λέτε εσείς», τους αποκρίθηκε η Νυνάβε. «Ελπίζω πως όχι, για το καλό της Ηλαίην και το δικό σας». Μάζεψε γύρω της την εσάρπα και γλίστρησε έξω από το δωμάτιο, με τη μεγαλοπρέπεια μιας Άες Σεντάι. Ήταν πολύ καλή σε κάτι τέτοια.

«Λες κι είναι αυτή η βασίλισσα εδώ πέρα», μουρμούρισε η Μπιργκίτε.

«Είναι ακατάδεχτη, Μπιργκίτε Τραχέλιον», γόγγυξε η Αβιέντα. «Ακατάδεκτη σαν Σάιντο με μια κατσίκα». Οι δύο γυναίκες ένευσαν συμφωνώντας.

Η Ηλαίην όμως παρατήρησε πως περίμεναν να κλείσει η πόρτα πίσω από τη Νυνάβε για να μιλήσουν. Η γυναίκα που αρνούνταν πεισματικά να γίνει Άες Σεντάι γινόταν τελικά από τις καλύτερες Άες Σεντάι. Ίσως να είχε κι ο Λαν κάποια σχέση με αυτό. Μπορεί να την προγύμναζε με βάση την πείρα του. Βέβαια, ήθελε δουλειά ακόμα στο θέμα της αυτοπειθαρχίας, αλλά φαίνεται πως γινόταν όλο κι ευκολότερο, από τον παράξενο γάμο τους κι ύστερα.

Η πρώτη γουλιά που ήπιε είχε τη γεύση κρασιού, ενός πολύ καλού κρασιού, αλλά η Ηλαίην συνοφρυώθηκε κοιτώντας την κούπα και δίστασε, μέχρι τουλάχιστον να συνειδητοποιήσει τι έκανε και για ποιο λόγο. Η ανάμνηση της διχαλόριζας που ήταν κρυμμένη στο τσάι της εξακολουθούσε να είναι έντονη. Τι είχε βάλει η Νυνάβε εδώ μέσα; Όχι διχαλόριζα, ασφαλώς, αλλά τι; Της φάνηκε εξαιρετικά δύσκολο να σηκώσει το φλιτζάνι για να ρουφήξει το περιεχόμενο, ωστόσο, με μια απροκάλυπτη κίνηση, το αποστράγγισε. Διψούσα, αυτό είναι όλο, σκέφτηκε απλώνοντας το χέρι της, για να ακουμπήσει την κούπα στον ασημένιο δίσκο. Το σίγουρο είναι ότι δεν προσπαθούσα να αποδείξω τίποτα.

Οι δύο άλλες γυναίκες την παρακολουθούσαν, αλλά καθώς η Ηλαίην βόλεψε το κορμί της σε μια πιο βολική θέση για ύπνο, η μία στράφηκε να μιλήσει στην άλλη.

«Θα επαγρυπνώ στο καθιστικό», είπε η Μπιργκίτε. «Έτσι κι αλλιώς, εκεί έχω το τόξο και τη φαρέτρα μου. Εσύ μείνε εδώ, σε περίπτωση που χρειαστεί κάτι».

Αντί διαφωνίας, η Αβιέντα τράβηξε το μαχαίρι της ζώνης της και γονάτισε, έτοιμη να ξεπεταχτεί από τη μια μεριά, όπου θα μπορούσε να δει κάποιον να περνάει την πόρτα πριν τη δει αυτός. «Χτύπα δύο φορές, έπειτα μία και πες το όνομά σου πριν μπεις», είπε. «Ειδάλλως, θα θεωρήσω ότι πρόκειται για εχθρό». Η Μπιργκίτε ένευσε καταφατικά, λες κι αυτό ήταν το λογικότερο πράγμα στον κόσμο.

«Αυτό είναι σαχ...», η Ηλαίην κατέπνιξε ένα χασμουρητό με το χέρι της. «Σαχλό», αποτελείωσε την πρόταση της με το που μπόρεσε να μιλήσει ξανά. «Κανείς δεν πρόκειται να προσπαθήσει να...» Άλλο ένα χασμουρητό, και τώρα κόντεψε να βάλει ολόκληρη τη γροθιά μέσα στο στόμα της! Μα το Φως, τι είχε βάλει η Νυνάβε σ’ αυτό το κρασί; «Να με σκοτώσει... απόψε», είπε νυσταγμένα, «και το... γνωρίζετε καλά... κι οι δυο σας...» Τα βλέφαρα της ήταν βαριά κι έκλειναν, παρά τις προσπάθειές της να τα κρατήσει ανοιχτά. Ασυναίσθητα, έχωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και πάσχισε να αποτελειώσει αυτό που έλεγε, αλλά...

Βρισκόταν στη Μεγάλη Αίθουσα, το δωμάτιο του θρόνου τού Παλατιού. Στην αντανάκλαση της Μεγάλης Αίθουσας στον Τελ’αράν’ριοντ. Εδώ, το στρεβλωμένο πέτρινο δαχτυλίδι, που το ένιωθε τόσο βαρύ για το μέγεθός του στον κανονικό κόσμο, φάνταζε αρκετά ελαφρύ, ώστε να ταλαντεύεται ανάμεσα στα στήθη της. Το φως ήταν άπλετο και φαινόταν να έρχεται από παντού και πουθενά. Δεν έμοιαζε με ηλιόφως ή με φως από φανούς, αλλά, ακόμα κι όταν εδώ ήταν νύχτα, το αλλόκοτο φως ήταν αρκετό για να βλέπεις. Όπως σε όνειρο. Η απανταχού παρούσα αίσθηση αόρατων ματιών που σε παρακολουθούν δεν είχε κάτι το ονειρικό —περισσότερο εφιαλτική ήταν— αλλά η Ηλαίην την είχε συνηθίσει.

Η Μεγάλη Αίθουσα φιλοξενούσε συνήθως μεγάλα ακροατήρια, ξένους πρέσβεις που τους δέχονταν με επισημότητες, σημαντικές διαπραγματεύσεις, κηρύξεις πολέμων που ανακοινώνονταν στους παρευρισκόμενους αξιωματούχους, και γενικά ο μακρόστενος χώρος ανταποκρινόταν στο όνομα και στη χρηστικότητά του. Άδεια από κόσμο, εκτός της Ηλαίην, φάνταζε σπηλαιώδης. Δύο σειρές από χοντρές λαμπερές άσπρες κολόνες, δέκα πιθαμές ύψος, ήταν παραταγμένες σε όλη την έκταση του δωματίου και, στη μία άκρη, ο Θρόνος του Λιονταριού στεκόταν σε ένα μαρμάρινο βάθρο, με πορφυρά χαλιά να σκαρφαλώνουν τα λευκά σκαλοπάτια, που ξεκινούσαν από τις ερυθρόλευκες πλάκες του δαπέδου. Ο θρόνος είχε το κατάλληλο μέγεθος για να κάθεται γυναίκα, αλλά έμοιαζε ογκώδης, έτσι όπως στηριζόταν στα βαριά, σκαλιστά κι επιχρυσωμένα λεοντοπόδαρα, με τις φεγγαρόπετρες που σχημάτιζαν το Λευκό Λιοντάρι να ξεχωρίζουν, με φόντο τα ρουμπίνια στην κορυφή της υψηλής ράχης, που υποδήλωνε στον καθένα πως όποιος καθόταν εδώ κυβερνούσε ένα πανίσχυρο έθνος. Από τα τεράστια, πολύχρωμα παράθυρα, τοποθετημένα ψηλά, στην αψιδωτή οροφή, οι βασίλισσες που ίδρυσαν το Άντορ κοιτούσαν χαμηλά, με τις φιγούρες τους να εναλλάσσονται με το Λευκό Λιοντάρι και σκηνές από τις μάχες που είχαν δώσει για να χτίσουν το Άντορ και να το κάνουν από μια απλή πόλη στη διαλυμένη αυτοκρατορία του Άρτουρ του Γερακόφτερου ολόκληρο έθνος. Αρκετές χώρες απ’ όσες είχαν ξεπηδήσει έπειτα από τον Εκατονταετή Πόλεμο δεν υπήρχαν πια, ωστόσο το Άντορ είχε επιζήσει για χίλια χρόνια κι ευημερούσε. Υπήρχαν φορές που η Ηλαίην ένιωθε αυτές τις φιγούρες να την κρίνουν, να υπολογίζουν κατά πόσον ήταν ικανή να ακολουθήσει τα χνάρια τους.

Με το που βρέθηκε στη Μεγάλη Αίθουσα, εμφανίστηκε άλλη μία γυναίκα, καθισμένη στον Θρόνο του Λιονταριού, μια μαυρομάλλα νεαρή με χυτό φόρεμα από κόκκινο μετάξι, κεντητό με ασημένια λιοντάρια στα μανίκια και στο στρίφωμα, με ένα νήμα φλογοσταγόνες μεγάλες σαν αυγά περιστεριού γύρω από τον λαιμό της και με το Ρόδινο Στέμμα να αναπαύεται στο κεφάλι της. Ατένιζε ηγεμονικά την Αίθουσα, με το ένα της χέρι ακουμπισμένο ανάλαφρα στο μπράτσο με τις λεοντοκεφαλές. Έπειτα, η ματιά της έπεσε πάνω στην Ηλαίην και κάτι σαν αναγνώριση ανακατεμένη με σύγχυση φάνηκε στη ματιά της. Το στέμμα, οι φλογοσταγόνες και τα μετάξια χάθηκαν κι αντικαταστάθηκαν από ένα απλό μάλλινο φόρεμα και μια μακριά ποδιά. Μια στιγμή αργότερα, εξαφανίστηκε κι η ίδια η γυναίκα.

Η Ηλαίην χαμογέλασε σαν να διασκέδαζε. Ακόμα κι οι λαντζιέρηδες ονειρεύονταν να καθίσουν στον Θρόνο του Λιονταριού. Ήλπιζε η νεαρή γυναίκα να μην ξυπνούσε τρομαγμένη από το ξάφνιασμα ή, τουλάχιστον, να είχε μεταφερθεί σε ένα άλλο, πιο ευχάριστο όνειρο. Ένα όνειρο πιο ασφαλές από τον Τελ’αράν’ριοντ.

Υπήρχαν κι άλλα πράγματα στην αίθουσα του θρόνου που έμοιαζαν να αλλάζουν θέσεις. Οι περίτεχνα δουλεμένοι όρθιοι φανοί, που σχημάτιζαν σειρές σε όλο το μήκος του δωματίου, έμοιαζαν να δονούνται, με φόντο τους ψηλούς κίονες. Οι μεγάλες αψιδωτές πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν στο ανοιγόκλεισμα του ματιού. Μόνο όσα πράγματα παρέμεναν ακίνητα σ’ ένα μέρος για κάμποση ώρα είχαν μια σταθερή και μόνιμη αντανάκλαση στον Κόσμο των Ονείρων.

Η Ηλαίην φαντάστηκε έναν όρθιο φανό, κι αυτός αμέσως υλοποιήθηκε μπρος της, αντανακλώντας το είδωλό της με το ψηλόλαιμο πράσινο μεταξωτό δουλεμένο με ασήμι κατά μήκος του μπούστου της, με σμαράγδια στ’ αυτιά και μερικά μικρότερα κοσμήματα πιασμένα στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της. Έκανε τα σμαράγδια να χαθούν από τα μαλλιά της κι ένευσε. Μπορεί να ταίριαζαν σε μια Κόρη-Διάδοχο, αλλά δεν ήταν πολύ φανταχτερά. Έπρεπε να προσέχει κανείς πώς φανταζόταν τον εαυτό του σε αυτό το μέρος, αλλιώς... Η σεμνή εσθήτα από πράσινο μετάξι μεταμορφώθηκε στα συμμαζεμένα και στενά στριφώματα μιας τυπικής Ταραμπονέζικης εσθήτας, κι έπειτα τα ρούχα άλλαξαν πάλι σε σκούρα φαρδιά παντελόνια των Θαλασσινών, ενώ η Ηλαίην πρόσεξε πως ήταν ξυπόλητη και γεμάτη χρυσά σκουλαρίκια, κρίκους στη μύτη, αλυσίδες που υπερχείλιζαν από μενταγιόν, ακόμα και μαύρα τατουάζ πάνω στα χέρια της. Χωρίς όμως μπλούζα, ακριβώς όπως ήταν οι Άθα’αν Μιέρε στη θάλασσα. Αισθάνθηκε να αναψοκοκκινίζει, και βιαστικά επανάφερε την προηγούμενη κατάσταση, αλλά άλλαξε τα σμαραγδένια σκουλαρίκια σε απλούς ασημένιους κρίκους. Όσο πιο απλό φανταζόσουν τον ρουχισμό σου, τόσο πιο εύκολο ήταν να τον διατηρήσεις.

Κάνοντας τον όρθιο φανό να εξαφανιστεί —απλώς έπαψε να συγκεντρώνεται επάνω του— κοίταξε αυτά τα αυστηρά πρόσωπα πάνω από το κεφάλι της. «Γυναίκες νεαρές όσο κι εγώ πήραν τον θρόνο κατά καιρούς», τους είπε. Δεν ήταν και πολλές, δηλαδή, μονάχα εφτά που κατάφεραν να φορέσουν το Ρόδινο Στέμμα για αρκετό καιρό. «Και γυναίκες νεότερες από μένα». Τρεις μονάχα. Κι η μία από αυτές μόλις που κράτησε ένα χρόνο. «Δεν ισχυρίζομαι πως μπορώ να σας φτάσω στη μεγαλοσύνη, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σας ντροπιάσω. Θα είμαι καλή βασίλισσα».

«Μιλάς στα παράθυρα;» είπε η Νυνάβε, αναγκάζοντας την Ηλαίην να αναπηδήσει ξαφνιασμένη. Χρησιμοποιώντας ένα αντίγραφο του δαχτυλιδιού που η Ηλαίην δεν αποχωριζόταν, έμοιαζε ομιχλώδης, διάφανη σχεδόν. Με βλέμμα βλοσυρό, προσπάθησε να προχωρήσει προς την Ηλαίην, αλλά παραπάτησε και κόντεψε να μπερδέψει τα πόδια της στον ποδόγυρο του σκούρου μπλε Ταραμπονέζικου φορέματος, που ήταν πολύ πιο στενό από αυτό που είχε φανταστεί η Ηλαίην πάνω στο κορμί της. Η Νυνάβε το κοίταξε με ανοικτό το στόμα, κι αυτό ξαφνικά έγινε Αντορινή, μεταξωτή εσθήτα στο ίδιο χρώμα, με κεντητό χρυσάφι στα μανίκια και στην κορυφή του μπούστου. Εξακολουθούσε να επιμένει ότι το κατάλληλο φόρεμα γι’ αυτήν ήταν το «καλό και γερό μάλλινο των Δύο Ποταμών», αλλά ακόμα κι εδώ, που αν ήθελε, θα μπορούσε να το φοράει, δεν το έκανε σχεδόν ποτέ.

«Τι έβαλες μέσα σ’ εκείνο το κρασί, Νυνάβε;» ρώτησε η Ηλαίην. «Ένιωσα να σβήνω σαν κεράκι».

«Μην πας να αλλάξεις θέμα τώρα. Αν όντως μιλάς στα παράθυρα, θα έπρεπε πράγματι να κοιμάσαι αντί να είσαι εδώ. Έτοιμη είμαι να σε διατάξω...»

«Όχι, σε παρακαλώ. Δεν είμαι η Βαντέν, Νυνάβε. Μα το Φως, δεν ξέρω ούτε τα μισά έθιμα από αυτά που η Βαντέν κι οι υπόλοιπες παίρνουν τοις μετρητοίς. Θα προτιμούσα όμως να μη σε παρακούσω, οπότε σταμάτα».

Η Νυνάβε την κοίταξε βλοσυρά και τράβηξε κάπως άγρια την πλεξούδα της. Οι λεπτομέρειες των ρούχων της άλλαζαν διαρκώς, οι φούστες γίνονταν κάπως πιο πλούσιες, τα σχέδια στα κεντήματα μεταβάλλονταν, ο ψηλός λαιμός κόνταινε και μετά ψήλωνε ξανά, ενώ ξεπηδούσαν δαντέλες. Απλώς, δεν ήταν και τόσο καλή στην απαιτούμενη συγκέντρωση. Το κόκκινο σημάδι στο μέτωπό της, πάντως, παρέμενε αναλλοίωτο.

«Πολύ καλά», είπε ήρεμα, και το κατσούφιασμα χάθηκε. Η εσάρπα με τα κίτρινα κρόσσια εμφανίστηκε στους ώμους της, ενώ στο πρόσωπό της φάνηκε κάτι από τη θαλερότητα των Άες Σεντάι. Τα μαλλιά στους κροτάφους της ήταν λευκά. Τα λόγια της, όμως, έρχονταν σε αντίθεση με την εμφάνιση και με τον μετρημένο τόνο της φωνής της. «Άσε να μιλήσω εγώ όταν εμφανιστεί η Εγκουέν. Εννοώ, σχετικά με τα σημερινά γεγονότα. Εσύ πάντα φλυαρείς αδιάφορα, λες και χτενίζετε η μία την άλλη για να πέσετε για ύπνο. Μα το Φως! Δεν θέλω να έρθει μαζί μου στην Άμερλιν, και ξέρεις καλά πως θα τα βάλει και με τις δυο μας, αν το ανακαλύψει».

«Αν ανακαλύψω τι;» είπε η Εγκουέν. Το κεφάλι της Νυνάβε έκανε μια απότομη στροφή, με βλέμμα πανικόβλητο, και για μια στιγμή η εσάρπα με τα κρόσσια κι η μεταξένια εσθήτα αντικαταστάθηκαν από την ολόλευκη ενδυμασία της Αποδεχθείσας. Ακόμα και το κι’σάιν εξαφανίστηκε. Ένα λεπτό αργότερα, επανήλθε στην πρωτύτερη εμφάνιση, με εξαίρεση μόνο την ασπράδα στα μαλλιά της, κάτι αρκετό για να διαγραφεί μια θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπο της Εγκουέν. Γνώριζε πολύ καλά τη Νυνάβε. «Αν ανακαλύψω τι, Νυνάβε;» ρώτησε αυστηρά.

Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. Σκοπός της δεν ήταν ακριβώς να τα κρατήσει όλα κρυφά, ούτε να κρύψει κάτι σημαντικό για την Εγκουέν, Με την παρούσα διάθεση όμως, η Νυνάβε ήταν πολύ πιθανόν να αρχίσει να μωρολογεί ή να πεισμώσει και να επιμένει πως δεν συμβαίνει τίποτα, πράγμα που θα ανάγκαζε την Εγκουέν να ψάξει σε μεγαλύτερο βάθος.

«Κάποιος έβαλε διχαλόριζα στο μεσημεριανό μου τσάι», είπε, και συνέχισε με την περίληψη της ιστορίας σχετικά με τους άντρες με τα μαχαίρια, την απρόοπτη εμφάνιση του Ντόιλιν Μέλαρ και πώς η Ντυέλιν είχε αποδείξει την αφοσίωσή της. Καλού-κακού, πρόσθεσε και τα νέα σχετικά με την Ελένια και τη Νάεαν καθώς και την έρευνα της Αρχιυπηρέτριας για κατασκόπους στο Παλάτι, όπως επίσης και την εκχώρηση της Ζάρυα και της Κίρστιαν στη Βαντέν και την επίθεση στον Ραντ, που είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του. Η Εγκουέν έδειχνε ατάραχη κατά τη διάρκεια της αφήγησης —μέχρι που διέκοψε την Ηλαίην αναφορικά με τον Ραντ, λέγοντάς της ότι το γνώριζε ήδη— αλλά έκανε μια αποπεμπτική κίνηση με το κεφάλι της, ακούγοντας πως η Βαντέν δεν είχε κάνει καμιά πρόοδο να μάθει ποια ήταν η Μαύρη αδελφή, κάτι που την ενδιέφερε πάρα πολύ. «Α, πρόκειται να έχω σωματοφυλακή, επίσης», αποτελείωσε η Ηλαίην. «Είκοσι γυναίκες υπό τις διαταγές του Αρχηγού Μέλαρ. Δεν νομίζω πως η Μπιργκίτε θα καταφέρει να μου βρει τίποτα Κόρες, αλλά θα κάνει ό,τι μπορεί».

Μια πολυθρόνα χωρίς ράχη εμφανίστηκε πίσω από την Εγκουέν, η οποία κάθισε χωρίς δεύτερη ματιά. Ήταν πολύ πιο επιδέξια σε αυτό το θέμα από την Ηλαίην ή τη Νυνάβε. Φορούσε ένα βαθυπράσινο μάλλινο φόρεμα ιππασίας, όμορφο και καλοραμμένο αλλά αστόλιστο, μάλλον τα ρούχα που φορούσε και κατά τη διάρκεια της μέρας στον ξύπνιο της. Το πράσινο μάλλινο ιππασίας παρέμεινε έτσι και στον Κόσμο των Ονείρων. «Θα σου έλεγα να έρθεις μαζί μου στο Μουράντυ αύριο —απόψε, δηλαδή», είπε, «αν η άφιξη των γυναικών του Σογιού δεν άναβε φωτιές στις Καθήμενες».

Η Νυνάβε είχε συνέλθει και, παρ’ όλο που δεν ήταν απαραίτητο, τακτοποίησε τη φούστα της. Το κέντημα στο φόρεμα της ήταν ασημί τώρα. «Νόμιζα πως έχεις υπό τον πλήρη έλεγχό σου την Αίθουσα του Πύργου».

«Είναι σαν να προσπαθείς να κάνεις καλά ένα κουνάβι», απάντησε ξερά η Εγκουέν. «Συσπάται, σπαρταράει κι ελίσσεται, πασχίζοντας να σε δαγκώσει στον καρπό. Εντάξει, θα κάνουν ό,τι τους πω όσον αφορά στον πόλεμο με την Ελάιντα —δεν μπορούν να τον αποφύγουν, άσχετα πόσο γκρινιάζουν για τα έξοδα σε στρατιώτες!— αλλά η συμφωνία με το Σόι δεν αποτελεί μέρος του πολέμου, όπως επίσης το να αφήσουμε το Σόι να μάθει ότι ο Πύργος ήξερε ανέκαθεν για την ύπαρξη του. Δεν πρέπει να τους περάσει καν αυτή η σκέψη. Ολόκληρη η Αίθουσα θα πάθαινε αποπληξία, αν ανακάλυπτε πόσο πολλά δεν γνώριζε. Προσπαθούν σκληρά να βρουν τρόπους να σταματήσουν την εισροή νέων μαθητευομένων».

«Δεν μπορούν, έτσι δεν είναι;» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε. Έφτιαξε ένα κάθισμα για τον εαυτό της, αλλά όταν το κοίταξε, για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί, διαπίστωσε πως ήταν ένα αντίγραφο του καθίσματος της Εγκουέν. Δευτερόλεπτα πριν κάτσει, το κάθισμα ήταν ένα τρίποδο σκαμνί, το οποίο μετατράκηκε σε αγροτική καρέκλα με πλάτη σαν ανεμόσκαλα μόλις βολεύτηκε επάνω του. Τώρα, φορούσε μια σκιστή φούστα. «Έβγαλες διακήρυξη. Κάθε γυναίκα οποιασδήποτε ηλικίας, αρκεί να περάσει τη δοκιμασία της αλήθειας. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βγάλεις άλλη μία για το Σόι». Η Ηλαίην διαμόρφωσε το κάθισμά της σε αντίγραφο ενός καθίσματος του καθιστικού της. Ήταν πολύ πιο εύκολο να το διατηρήσει.

«Ω, η διακήρυξη μιας Άμερλιν ισοδυναμεί με νόμο», είπε η Εγκουέν. «Μέχρις ότου η Αίθουσα βρει τρόπο για να την παρακάμψει. Το καινούργιο παράπονο είναι πως έχουμε μονάχα δεκάξι Αποδεχθείσες, μολονότι οι περισσότερες αδελφές συμπεριφέρονται στη Φαολάιν και στην Τέοντριν σαν να εξακολουθούσαν να είναι Αποδεχθείσες. Ακόμα και δεκαοκτώ όμως δεν είναι ούτε κατά διάνοια αρκετές, για να έχουν οι Αποδεχθείσες την απαιτούμενη εμπειρία. Αντί γι’ αυτό, τις αναλαμβάνουν οι αδελφές. Νομίζω πως μερικές ήλπιζαν ότι λόγω καιρού η προσέλευση δεν θα ήταν μεγάλη, αλλά διαψεύστηκαν». Ξαφνικά χαμογέλασε, και μια σκανταλιάρικη λάμψη φάνηκε στα σκούρα της μάτια. «Έχει έρθει μια καινούργια μαθητευόμενη, που πολύ θα ήθελα να γνωρίσεις, Νυνάβε. Η Σαρίνα Μελόι. Μια γιαγιά. Νομίζω ότι θα συμφωνήσεις πως είναι μια πολύ αξιόλογη γυναίκα».

Το κάθισμα της Νυνάβε εξαφανίστηκε δια μιας κι η ίδια έπεσε στο πάτωμα με έναν ηχηρό γδούπο. Δεν φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία, απλώς καθόταν εκεί και κοιτούσε έκπληκτη την Εγκουέν. «Η Σαρίνα Μελόι;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε. «Μαθητευόμενη είναι;» Το στυλ του φορέματος της ήταν άγνωστο στην Ηλαίην, με χυτά μανίκια κι ένα βαθύ, κοίλο ντεκολτέ, δουλεμένο με κεντητά λουλούδια και μικρά μαργαριτάρια. Τα μαλλιά της ξεχύνονταν έως τη μέση της, κρατημένα από έναν σινιόν με φεγγαρόπετρες και ζαφείρια σε χρυσά συρματάκια, όχι παχύτερα από κλωστές. Στον αριστερό δείκτη της υπήρχε δεμένη μια χρυσή ταινία. Μονάχα το κι’σάιν και το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό παρέμεναν ίδια.

Η Εγκουέν βλεφάρισε. «Πού ξέρεις το όνομα;»

Η Νυνάβε σηκώθηκε όρθια και κοίταξε το φόρεμά της. Ανασήκωσε το αριστερό της χέρι κι άγγιξε σχεδόν διστακτικά το απλό χρυσό δαχτυλίδι. Παραδόξως, τα άφησε όλα ως είχαν. «Ίσως δεν είναι η ίδια γυναίκα», μουρμούρισε. «Δεν μπορεί!» Φτιάχνοντας άλλο ένα κάθισμα παρόμοιο με της Εγκουέν, το κοίταξε βλοσυρά, λες και το πρόσταζε να μείνει σταθερό, αλλά μόλις κάθισε, αυτό απέκτησε και πάλι μια ψηλή, σκαλιστή ράχη. «Υπήρχε μια Σαρίνα Μελόι... Ήταν την εποχή που έδινα εξετάσεις για Αποδεχθείσα», είπε βιαστικά. «Δεν είμαι αναγκασμένη να μιλήσω γι’ αυτό. Είναι νόμος!»

«Φυσικά κι όχι», είπε η Εγκουέν, μολονότι το βλέμμα που έριξε στη Νυνάβε ήταν εξίσου παράξενο με αυτό της Ηλαίην. Ωστόσο, τι άλλο να έκανε; Όταν η Νυνάβε πείσμωνε, ήταν χειρότερη κι από μουλάρι.

«Μια κι ανέφερες το Σόι, Εγκουέν», είπε η Ηλαίην, «σκέφτηκες τίποτε άλλο σχετικά με τη Ράβδο των Όρκων;»

Η Εγκουέν ανασήκωσε το χέρι της, σαν να ήθελε να την κάνει να πάψει, αλλά η απάντησή της ήταν ήρεμη κι ισορροπημένη. «Δεν χρειάζεται να σκεφτείς τίποτε άλλο, Ηλαίην. Οι Τρεις Όρκοι που πήραμε στη Ράβδο είναι αυτοί που μας κάνουν Άες Σεντάι. Στην αρχή, δεν το κατάλαβα, τώρα όμως το συνειδητοποιώ. Την πρώτη κιόλας μέρα που θα μας ανήκει ο Πύργος, θα πάρω τους Τρεις Όρκους στη Ράβδο».

«Αυτό είναι τρέλα!» ξέσπασε η Νυνάβε, γέρνοντας πάνω στο κάθισμά της. Παραδόξως, και το κάθισμα και το φόρεμά της παρέμειναν αναλλοίωτα. Τα χέρια της είχαν γίνει γροθιές, που αναπαύονταν πάνω στα γόνατα της. «Ξέρεις τι επίδραση έχει. Η απόδειξη είναι το ίδιο το Σόι! Πόσες Άες Σεντάι ξεπερνούν τα τριακόσια; Πόσες τα φτάνουν καν; Μη μου λες εμένα ότι δεν πρέπει να αναφέρω θέματα ηλικίας. Πρόκειται για ένα γελοίο έθιμο, και το ξέρεις πολύ καλά. Εγκουέν, η Ρεάνε ονομάστηκε Πρεσβύτερη, επειδή ήταν η γηραιότερη γυναίκα του Σογιού σε ολόκληρο το Έμπου Νταρ. Η γηραιότερη απ’ όλες είναι μια γυναίκα ονόματι Αλοΐσια Νεμόσνι, λαδέμπορος στο Δάκρυ. Εγκουέν, είναι σχεδόν... εξακοσίων! Άμα το ακούσει αυτό η Αίθουσα, στοιχηματίζω πως θα βάλουν τη Ράβδο των Όρκων στο ράφι».

«Το Φως μόνο ξέρει πόσο μεγάλο διάστημα είναι τριακόσια χρόνια», παρενέβη η Ηλαίην, «αλλά δεν θα έλεγα πως χαίρομαι στην προοπτική να κόψω τη ζωή μου στα δύο, Εγκουέν. Τι σκέφτεσαι να κάνεις σχετικά με τη Ράβδο των Όρκων και την υπόσχεση που έδωσες στο Σόι; Η Ρεάνε επιθυμεί διακαώς να γίνει Άες Σεντάι, αλλά τι θα γίνει όταν πάρει τον όρκο; Κι η Αλοΐσια; Μήπως πέσει ξερή; Δεν μπορείς να τους ζητήσεις να ορκιστούν, ειδικά όταν ξέρεις περί τίνος πρόκειται».

«Δεν ζητάω τίποτα». Το πρόσωπο της Εγκουέν εξακολουθούσε να είναι χαλαρό, αλλά είχε ισιώσει την πλάτη της κι η φωνή της είχε γίνει ψυχρή και σκληρή. Το βλέμμα της ήταν διεισδυτικό σαν τρυπάνι. «Κάθε γυναίκα που θέλει να γίνει αδελφή, πρέπει να ορκιστεί. Και καθεμία που αρνείται να το κάνει, συνεχίζοντας να αυτοαποκαλείται Άες Σεντάι, θα νιώσει στο πετσί της τη δικαιοσύνη του Πύργου».

Η Ηλαίην ξεροκατάπιε αντικρίζοντας αυτό το σταθερό βλέμμα. Το πρόσωπο της Νυνάβε χλώμιασε. Δεν υπήρχε περίπτωση να παρερμηνεύσει το νόημα των λόγων της Εγκουέν. Ήταν λόγια που δεν προέρχονταν από φίλη αλλά από την ίδια την Έδρα της Άμερλιν, η οποία δεν λογάριαζε φιλίες όταν επρόκειτο να βγάλει την ετυμηγορία της.

Προφανώς ικανοποιημένη με αυτό που είδε στα πρόσωπά τους, η Εγκουέν χαλάρωσε. «Έχω επίγνωση του προβλήματος», είπε με πιο φυσικό τόνο στη φωνή της. Πιο φυσικό μεν, αλλά χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις. «Περιμένω από κάθε γυναίκα, που το όνομά της βρίσκεται καταχωρισμένο στο βιβλίο των μαθητευομένων, να φτάσει όσο πιο μακριά μπορεί, να κερδίσει το επώμιο αν γίνεται, να υπηρετήσει ως Άες Σεντάι, αλλά δεν θα ήθελα να πεθάνει καμιά σας. Από τη στιγμή που η Αίθουσα θα πληροφορηθεί για την ύπαρξη του Σογιού —κι όταν θα ηρεμήσουν από το αρχικό ξέσπασμα— νομίζω πως μπορώ να καταφέρω να συμφωνήσουν ότι, αν μια αδελφή επιθυμεί να αποσυρθεί, μπορεί να το κάνει όποτε θέλει, και μάλιστα με άρση των Όρκων». Είχαν από καιρό αποφασίσει ότι η Ράβδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για να αποδεσμεύει, όσο και για να δεσμεύσει, ειδάλλως πώς ήταν δυνατόν να ψεύδονται οι Μαύρες αδελφές;

«Το θεωρώ μάλλον σωστό», παρενέβη συνετά η Νυνάβε. Η Ηλαίην απλώς ένευσε. Ήταν σίγουρη πως το θέμα δεν τελείωνε εδώ.

«Αποσύρσου στο Σόι, Νυνάβε», είπε ήσυχα η Εγκουέν. «Με αυτόν τον τρόπο, το Σόι δεσμεύεται με τον Πύργο. Φυσικά, στο Σόι θα διατηρήσουν τα δικά τους τυπικά, τις Αρχές τους, αλλά θα πρέπει να συμφωνήσουν πως ο Πλεχτός Κύκλος τους είναι κατώτερος της Άμερλιν, αν όχι και της Αίθουσας, κι ότι οι γυναίκες του Σογιού είναι κατώτερες των αδελφών. Πολύ θα ήθελα να αποτελέσουν κομμάτι του Πύργου και να μην τραβήξουν τον δικό τους δρόμο. Πιστεύω, πάντως, πως θα δεχτούν».

Η Νυνάβε ένευσε κεφάτα, αλλά το χαμόγελό της έσβησε μόλις συνειδητοποίησε τι σήμαιναν τα λόγια της. Άρχισε να μιλάει ακατάληπτα και συγχυσμένα. «Μα...! Στο Σόι υπάρχει ηλικιακή διαφορά! Οι αδελφές θα παίρνουν διαταγές από γυναίκες που δεν έχουν φθάσει καν στην ηλικία να γίνουν Αποδεχθείσες!»

«Πρώην αδελφές, Νυνάβε». Η Εγκουέν ψηλάφισε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο δεξί της χέρι κι αναστέναξε αδιόρατα. «Ακόμα κι οι γυναίκες του Σογιού που κερδίζουν το δαχτυλίδι, δεν το φορούν. Έτσι, θα χρειαστεί να τα παρατήσουμε. Από δω κι εμπρός, θα είμαστε γυναίκες του Σογιού, Νυνάβε, όχι Άες Σεντάι». Τα λόγια της ηχούσαν λες κι ήδη ένιωθε αυτή τη μακρινή μέρα, τη μακρινή αυτή απώλεια, αλλά τράβηξε το χέρι της από το δαχτυλίδι και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λοιπόν. Κάτι άλλο; Η νύχτα είναι μπροστά μου ακόμα και θα ήθελα να κοιμηθώ λιγάκι, πριν έρθω ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με τις Καθήμενες».

Η Νυνάβε, συνοφρυωμένη, είχε σφίξει τη γροθιά της, ακουμπώντας το άλλο της χέρι από πάνω για να καλύψει τα δαχτυλίδια της, αλλά φαίνεται πως δεν είχε πια όρεξη να τσακώνεται σχετικά με το Σόι. Προς το παρόν, τουλάχιστον. «Σε τυραννούν ακόμα οι πονοκέφαλοι; Αν αυτή η γυναίκα έκανε όντως καλές μαλάξεις, θα σου είχαν περάσει».

«Οι μαλάξεις της Χάλιμα κάνουν θαύματα, Νυνάβε. Χωρίς αυτή, δεν μπορώ καν να κοιμηθώ. Λοιπόν, θα...;» Η πρότασή της κόπηκε, γιατί κοίταξε προς την είσοδο του δωματίου του θρόνου, κι η Ηλαίην στράφηκε να δει με τη σειρά της.

Ένας άντρας στεκόταν εκεί και τις παρακολουθούσε, ψηλός σαν Αελίτης, με σκουροκόκκινα μαλλιά κι αδιόρατες, λευκές λωρίδες, αν και το ψηλόλαιμο, γαλάζιο πανωφόρι του δεν θα φοριόταν ποτέ από Αελίτη. Έμοιαζε μυώδης και το σκληρό του πρόσωπο φάνταζε κάπως οικείο. Μόλις τις πρόσεξε να τον κοιτάνε, γύρισε κι άρχισε να τρέχει στον διάδρομο. Σύντομα, τον έχασαν από τα μάτια τους.

Για μια στιγμή, η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοικτό. Δεν ήταν τυχαίο ότι τον είχε ονειρευτεί στον Τελ’αράν’ριοντ, ειδάλλως θα είχε εξαφανιστεί αμέσως. Ωστόσο, άκουγε ακόμα τον ήχο από τις μπότες του, δυνατό πάνω στα πλακάκια του δαπέδου. Ή επρόκειτο για ονειροβάτη —κάτι σπάνιο για τους άντρες, έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι Σοφές— ή ο άντρας είχε δικό του τερ’ανγκριάλ.

Όρμησε μπροστά κι άρχισε να τον κυνηγάει, αλλά όσο γρήγορη κι αν ήταν, η Εγκουέν ήταν γρηγορότερη. Τη μια στιγμή η Εγκουέν βρισκόταν πίσω της και την επόμενη στεκόταν στην είσοδο, ατενίζοντας προς την κατεύθυνση που είχε χαθεί ο άντρας. Η Ηλαίην πάσχισε να φανταστεί τον εαυτό της να στέκεται πλάι στην Εγκουέν, και τα κατάφερε. Ο διάδρομος ήταν τώρα σιωπηλός κι άδειος, εκτός από τους όρθιους φανούς, τα κιβώτια και τις ταπετσαρίες, τα οποία τρεμόσβηναν κι άλλαζαν θέσεις.

«Πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε, κι άρχισε να τρέχει, με τη φούστα της ανασηκωμένη πάνω από τα γόνατά της. Οι κάλτσες της ήταν από κόκκινο μετάξι! Αφήνοντας βιαστικά τη φούστα να πέσει μόλις αντιλήφθηκε πως η Ηλαίην είχε προσέξει τις κάλτσες της, κοίταξε πάνω κάτω στον διάδρομο. «Πού πήγε; Ίσως τα άκουσε όλα! Τον αναγνώρισες; Κάποιον μου θύμισε, αλλά δεν ξέρω ποιον».

«Τον Ραντ», είπε η Εγκουέν. «Θα μπορούσε να είναι ο θείος του».

Φυσικά, αναλογίστηκε η Ηλαίην. Αν ο Ραντ είχε έναν μοχθηρό θείο.

Ένας μεταλλικός κρότος αντήχησε από την άλλη άκρη του δωματίου του θρόνου. Ήταν οι πόρτες του δωματίου ιματισμού, πίσω από το βάθρο, που έκλειναν. Στον Τελ’αράν’ριοντ οι πόρτες ήταν ανοικτές, κλειστές ή κάτι ενδιάμεσο, αλλά ποτέ δεν έκλειναν ερμητικά.

«Μα το Φως!» μουρμούρισε η Νυνάβε. «Πόσος κόσμος πια κρυψακούει; Άσε το ποιοι είναι και γιατί το κάνουν».

«Όποιοι κι αν είναι», αποκρίθηκε ήρεμα η Εγκουέν, «ολοφάνερα δεν γνωρίζουν τόσο καλά όσο εμείς τον Τελ’αράν’ριοντ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για φίλους, αλλιώς δεν θα κρυφάκουγαν. Πιθανόν να μην είναι και μεταξύ τους φίλοι, αλλιώς για ποιο λόγο να ακούνε από διαφορετικές μεριές του δωματίου; Ο άντρας αυτός φορούσε Σιναρανό πανωφόρι. Στον στρατό μου υπάρχουν αρκετοί Σιναρανοί, αλλά νομίζω πως όλες σας τους ξέρετε καλά. Κανείς τους δεν μοιάζει με τον Ραντ».

Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Τέλος πάντων, όποιος κι αν ήταν, γεγονός είναι πως αρκετός κόσμος κρυφακούει στις γωνίες. Αυτό νομίζω εγώ. Θέλω να επιστρέψω στο σώμα μου, όπου η μόνη μου έγνοια είναι οι κατάσκοποι και τα φαρμακερά μαχαίρια».

Σιναρανοί, σκέφτηκε η Ηλαίην. Μεθορίτες. Πώς ήταν δυνατόν να της διαφύγει κάτι τέτοιο; Βέβαια, υπήρχε κι αυτό το προβληματάκι με τη διχαλόριζα. «Υπάρχει και κάτι άλλο», είπε δυνατά, με φωνή επιφυλακτική, που ήλπιζε να μην ακουστεί πολύ μακρύτερα, κι άρχισε να αφηγείται τα νέα που της είχε φέρει η Ντυέλιν σχετικά με τους Μεθορίτες στο Δάσος Μπρημ. Πρόσθεσε την ανταπόκριση του Αφέντη Νόρυ, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να παρακολουθεί και τη μία μεριά κατά μήκος του διαδρόμου και το δωμάτιο του θρόνου. Δεν είχε καμιά όρεξη να την πιάσει στον ύπνο κι άλλος κατάσκοπος. «Πιστεύω πως και οι τέσσερις αυτοί κυβερνήτες βρίσκονται στο δάσος Μπρημ», ολοκλήρωσε την πρότασή της.

«Ο Ραντ», είπε η Εγκουέν ξεφυσώντας, κι ο τόνος της φωνής της έμοιαζε οργισμένος. «Ακόμα κι όταν είναι άφαντος, έχει την ικανότητα να περιπλέκει τα πράγματα. Έχεις καθόλου ιδέα αν ήρθαν για να του ομολογήσουν υποταγή ή για να προσπαθήσουν να τον παραδώσουν στην Ελάιντα; Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον άλλο λόγο που θα τους έκανε να διανύσουν χίλιες λεύγες. Οι σόλες τους θα είναι τόσο φθαρμένες, που θα τις βράζουν για να φτιάξουν σούπα! Μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι να εφοδιάζεις έναν προελαύνοντα στρατό;»

«Νομίζω πως μπορώ να βρω μια άκρη, είπε η Ηλαίην. «Εννοώ ως προς το γιατί. Ταυτόχρονα, όμως... Μου έδωσες μια ιδέα, Εγκουέν». Δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Να και κάτι καλό σήμερα. «Ίσως θα μπορούσα να τους χρησιμοποιήσω, για να εξασφαλίσω τον Θρόνο του Λιονταριού».


Η Άσνι κοίταξε εξεταστικά το ψηλό τελάρο κεντήματος μπροστά της κι άφησε έναν αναστεναγμό, που μεταβλήθηκε σε χασμουρητό. Το φως από τους φανούς που τρεμόπαιζαν ήταν αμυδρό, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που τα πουλιά στο ύφασμα έμοιαζαν να γέρνουν μονόμπαντα. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να βρίσκεται στο κρεβάτι της, κι άλλωστε περιφρονούσε τα κεντήματα. Όμως, έπρεπε να είναι ξύπνια, κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να αποφύγει τη συζήτηση με την Τσέσμαλ. Ή, τουλάχιστον, αυτό που η Τσέσμαλ αποκαλούσε συζήτηση. Η αυτάρεσκη κι αλαζονική Κίτρινη ήταν απασχολημένη με το κέντημά της, στην απέναντι μεριά του δωματίου, και θεωρούσε δεδομένο πως όποια ασχολούνταν με τη βελόνα, έπρεπε αναγκαστικά να έχει και το ανάλογο ενδιαφέρον με την ίδια. Από την άλλη, η Άσνι ήξερε καλά πως, από τη στιγμή που θα σηκωνόταν από το κάθισμά της, η Τσέσμαλ θα άρχιζε να τη βομβαρδίζει με ιστορίες τού πόσο σημαντική ήταν. Στους μήνες που ακολούθησαν μετά την εξαφάνιση της Μογκέντιεν, είχε ακούσει την εκδοχή της Τσέσμαλ ως προς την ανάκριση στην οποία υπέβαλε την Τάμρα Οσπένια πάνω από είκοσι φορές, και πάνω από πενήντα φορές τής είχε διηγηθεί πώς προέτρεψε τις Κόκκινες να δολοφονήσουν τη Σίεριν Βαϊού πριν αυτή προλάβει να διατάξει τη σύλληψη της! Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Τσέσμαλ, η ίδια είχε σώσει ολομόναχη το Μαύρο Άτζα, κάτι που δεν παρέλειπε να τονίσει με την πρώτη ευκαιρία. Συζητήσεις τέτοιου είδους δεν ήταν μόνο βαρετές αλλά κι επικίνδυνες, ίσως και καταστροφικές, αν μαθευόταν κάτι στο Ανώτατο Συμβούλιο. Έτσι, η Άσνι κατέπνιξε άλλο ένα χασμουρητό, κοίταξε κάπως αλλήθωρα το κέντημά της κι έσπρωξε τη βελόνα μέσα από το σφιχτά τεντωμένο λινό. Ίσως αν κατάφερνε να φτιάξει λίγο μεγαλύτερο το κοκκινοπούλι, να εξισορροπούσε καλύτερα και τις φτερούγες του.

Ο ξερός, μεταλλικός ήχος του μάνταλου της πόρτας ανάγκασε τις δύο γυναίκες να ανασηκώσουν τα κεφάλια τους. Οι δύο υπηρέτες ήξεραν πως δεν έπρεπε με τίποτα να τις ενοχλήσουν, αλλά, όπως κι αν έχει, τόσο η γυναίκα όσο κι ο σύζυγός της θα κοιμούνταν σαν πουλάκια. Η Άσνι αγκάλιασε το σαϊντάρ, ετοιμάζοντας μια ύφανση που θα καψάλιζε τον εισβολέα μέχρι το κόκαλο, κι η λάμψη περικύκλωσε και την Τσέσμαλ. Αν από την πόρτα περνούσε λάθος πρόσωπο, θα το μετάνιωναν για όλη τους τη ζωή.

Ήταν η Έλντριθ, με γάντια στα χέρια και με τον μαύρο μανδύα να κρέμεται ακόμη από την πλάτη της. Το φόρεμα της πλαδαρής Καφετιάς ήταν επίσης μαύρο κι αστόλιστο. Στην Άσνι δεν άρεσε καθόλου να φοράει απλά μάλλινα ρούχα, αλλά ήταν απαραίτητο, για να μην τραβάει την προσοχή. Τα άχαρα ρούχα ταίριαζαν μια χαρά στην Έλντριθ.

Μόλις η γυναίκα τις πρόσεξε, σταμάτησε και βλεφάρισε, έχοντας μια φευγαλέα έκφραση σύγχυσης στο στρογγυλό της πρόσωπο. «Άει στο καλό», είπε. «Μα, ποιος νομίζατε ότι είναι;» Πετώντας τα γάντια στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα, θυμήθηκε ότι φορούσε τον μανδύα και συνοφρυώθηκε, λες και μόλις είχε συνειδητοποιήσει πως τον είχε φορέσει επάνω. Ξεκουμπώνοντας προσεκτικά την ασημένια πόρπη στον λαιμό της, πέταξε το πανωφόρι σε ένα κάθισμα και το άφησε εκεί, κουβάρι.

Η λάμψη από το σαϊντάρ έσβησε αργά γύρω από την Τσέσμαλ, καθώς η γυναίκα άφησε στην άκρη το κέντημα για να σηκωθεί. Το αυστηρό της πρόσωπο την έκανε να φαίνεται ψηλότερη απ’ όσο ήταν, κι όντως ήταν ψηλή. Τα έντονα χρωματιστά λουλούδια που είχε κεντήσει, θα μπορούσαν κάλλιστα να φυτρώνουν σε κήπο. «Πού ήσουν;» ρώτησε απαιτητικά. Η Έλντριθ ήταν η ανώτερη ανάμεσά τους κι, επιπλέον, η Μογκέντιεν την είχε αφήσει υπεύθυνη, αλλά η Τσέσμαλ έβλεπε το θέμα κάπως επιπόλαια πλέον. «Υποτίθεται πως θα γύριζες το απόγευμα, κι ήδη είναι προχωρημένο βράδυ!»

«Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, Τσέσμαλ», αποκρίθηκε η Έλντριθ αφηρημένα, χαμένη φαινομενικά στις σκέψεις της. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που βρέθηκα στο Κάεμλυν. Η Έσω Πόλη είναι εντυπωσιακή κι έφαγα ένα ωραιότατο γεύμα σε ένα πανδοχείο που θυμόμουν από παλιά. Αν και, θα πρέπει να πω, οι αδελφές ήταν πολύ λιγότερες τότε. Πάντως, καμία δεν με αναγνώρισε». Έριξε μια ματιά στην πόρπη της, σαν να αναρωτιόταν από που την είχε πάρει, κι έπειτα την έχωσε στο σακίδιο που είχε περασμένο στη ζώνη της.

«Δεν κατάλαβες πώς πέρασε η ώρα», είπε με επίπεδη φωνή η Τσέσμαλ, σταυρώνοντας τα δάχτυλά της στη μέση της, μάλλον για να μην τα αφήσει να τυλιχτούν γύρω από τον λαιμό της Έλντριθ. Τα μάτια της λαμπύριζαν από οργή. «Δεν κατάλαβες, ε;»

Η Έλντριθ βλεφάρισε ακόμα μια φορά, λες και ξαφνιάστηκε που η γυναίκα απευθυνόταν σε εκείνη. «Α, φοβήθηκες μπας και συνάντησα ξανά τον Κένιτ; Σε διαβεβαιώνω πως, από τη Σαμάρα και μετά, είμαι ιδιαίτερα προσεκτική στο να διατηρώ καλυμμένο τον δεσμό».

Ώρες-ώρες, η Άσνι αναρωτιόταν πόσες από αυτές τις κραυγαλέες αοριστίες της Έλντριθ έκρυβαν κάποια αλήθεια. Καμιά αδελφή τόσο ανήξερη δεν θα μπορούσε να επιβιώσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Από την άλλη, δεν ήταν αρκούντως προσηλωμένη, με αποτέλεσμα η κάλυψη της να έχει ξεγλιστρήσει περισσότερες από μία φορές πριν ακόμα φτάσουν στη Σαμάρα, με κίνδυνο να την εντοπίσει ο Πρόμαχός της. Υπάκουες καθώς ήταν στις εντολές της Μογκέντιεν να περιμένουν την επιστροφή της, είχαν κρυφτεί μέσα στην οχλαγωγία που ακολούθησε την αναχώρηση της, και περίμεναν όσο ο αυτοαποκαλούμενος όχλος του Προφήτη ξεχυνόταν νότια, στην Αμαδισία, παραμένοντας σε αυτή την άθλια κι ερειπωμένη πόλη, ακόμα κι όταν η Άσνι πείστηκε πως η Μογκέντιεν τις είχε εγκαταλείψει οριστικά. Τα χείλη της σούφρωσαν στη θύμηση. Αυτό που πυροδότησε την απόφασή τους να φύγουν ήταν η άφιξη του Κένιτ της Έλντριθ, ο οποίος ήταν σίγουρος πως η γυναίκα ήταν δολοφόνος, πεπεισμένος σχεδόν πως ανήκε στο Μαύρο Άτζα κι αποφασισμένος να τη σκοτώσει, ανεξαρτήτως συνεπειών. Δεν ήταν να απορεί κανείς που η ίδια δεν είχε καμιά διάθεση να αντιμετωπίσει αυτές τις συνέπειες κι αρνούνταν να αφήσει τον οποιονδήποτε να σκοτώσει τον άντρα. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να το σκάσει. Ωστόσο, η Έλντριθ ήταν αυτή που είχε υποδείξει το Κάεμλυν ως τη μοναδική τους ελπίδα.

«Έμαθες τίποτα, Έλντριθ;» ρώτησε ευγενικά η Άσνι. Η Τσέσμαλ ήταν ανόητη. Όσο κουρελιασμένος κι αν έμοιαζε ο κόσμος προς το παρόν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πράγματα θα διορθώνονταν.

«Τι πράγμα; Α! Μονάχα πως η πιπεράτη σάλτσα δεν είναι πια τόσο καλή όσο θυμόμουν. Βέβαια, μιλάμε για πενήντα χρόνια πριν».

Η Άσνι κατέπνιξε έναν αναστεναγμό απόγνωσης. Ίσως, σε τελική ανάλυση, να είχε έρθει η ώρα για να συμβεί ένα μικρό ατύχημα στην Έλντριθ.

Η πόρτα άνοιξε κι η Τεμάιλε γλίστρησε στο δωμάτιο τόσο σιωπηλά, ώστε όλες κατελήφθησαν εξαπίνης. Η μικροσκοπική Γκρίζα με την αλεπουδίσια φάτσα είχε ρίξει στους ώμους της ένα χιτώνιο κεντημένο με λιοντάρια, το οποίο έχασκε στο μπροστινό μέρος, αποκαλύπτοντας ένα κρεμ μεταξωτό νυχτικό, που είχε πάρει με κάπως άσεμνο τρόπο το καλούπι του κορμιού της. Σκεπασμένο κάτω από το ένα της χέρι, κουβαλούσε ένα βραχιόλι φτιαγμένο από διαπλεκόμενους γυάλινους κρίκους. Έμοιαζαν γυάλινοι στο άγγιγμα, τουλάχιστον, αλλά ακόμα κι ένα σφυρί δεν θα μπορούσε να τους αποσπάσει ούτε κομματάκι.

«Είχες πάει στον Τελ’αράν’ριοντ», είπε η Έλντριθ, κοιτώντας συνοφρυωμένη το τερ’ανγκριάλ. Ωστόσο, δεν μιλούσε σθεναρά. Όλες φοβούνταν κάπως την Τεμάιλε, από τότε που η Μογκέντιεν τις είχε αναγκάσει να την παρακολουθήσουν να υποβάλλει σε φριχτά μαρτύρια τη Λίαντριν. Η Άσνι δεν μπορούσε να υπολογίσει πια πόσες φορές είχε σκοτώσει ή βασανίσει στα εκατόν τριάντα και πλέον χρόνια, από τότε που κέρδισε το επώμιο, αλλά σπάνια τύχαινε να δει κάποια τόσο... ενθουσιώδη... όσο η Τεμάιλε. Η Τσέσμαλ παρακολουθούσε την Τεμάιλε προσποιούμενη πως κοιτάει αλλού, χωρίς να συνειδητοποιεί προφανώς ότι έγλειφε τα χείλη της νευρικά. Η Άσνι έβαλε βιαστικά τη γλώσσα πίσω από τα δόντια της, ελπίζοντας πως καμιά δεν είχε παρατηρήσει τίποτα. Η Έλντριθ πάντως, σίγουρα δεν είχε προσέξει το παραμικρό. «Συμφωνήσαμε να μην τα χρησιμοποιήσουμε αυτά», είπε, ικετεύοντας σχεδόν. «Είμαι σίγουρη πως ήταν η Νυνάβε αυτή που έκανε κακό στη Μογκέντιεν, κι αν στον Τελ’αράν’ριοντ είναι καλύτερη από έναν Εκλεκτό, τότε τι πιθανότητες έχουμε;» Βηματίζοντας τριγύρω από τις υπόλοιπες, αποπειράθηκε να δώσει έναν κατηγορητικό τόνο στη φωνή της. «Το ξέρατε εσείς οι δύο;» Είχε καταφέρει να φανεί οξύθυμη.

Το αγανακτισμένο βλέμμα της Τσέσμαλ συνάντησε αυτό της Έλντριθ, ενώ η Άσνι προσποιήθηκε αθωότητα κι έκπληξη ακούγοντας τα νέα. Φυσικά, το ήξεραν, αλλά ποια τολμούσε να σταθεί απέναντι στην Τεμάιλε; Αμφέβαλλε πολύ αν η Έλντριθ θα έκανε κάτι παραπάνω από μια απλή διαμαρτυρία, αν ήταν εκεί.

Η Τεμάιλε γνώριζε επακριβώς την επίδραση της επάνω τους. Θα έπρεπε να έχει χαμηλώσει το κεφάλι στην επίπληξη της Έλντριθ, έτσι μικρόψυχη που ήταν, και να ζητήσει συγγνώμη που δεν ακολούθησε τις επιθυμίες της. Αντί γι’ αυτό, όμως, χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που δεν έφτασε ποτέ μέχρι τα μεγάλα, σκοτεινά κι εξαιρετικά λαμπερά μάτια της. «Είχες δίκιο, Έλντριθ. Δίκιο ότι η Ηλαίην θα ερχόταν έως εδώ παρέα με τη Νυνάβε, απ’ ό,τι φαίνεται. Αυτές πάνε μαζί, κι είναι ολοφάνερο πως βρίσκονται εντός του Παλατιού».

«Ναι», είπε η Έλντριθ, στριφογυρίζοντας ελαφρά κάτω από το βλέμμα της Τεμάιλε. «Λοιπόν». Αυτή τη φορά, ήταν αυτή που έγλειφε τα χείλη της κι άλλαζε διαρκώς θέση στα πόδια της. «Ακόμα κι έτσι, μέχρι να δούμε πώς θα τις προσεγγίσουμε, περνώντας μέσα από όλες αυτές τις αδέσποτες...»

«Είναι αδέσποτες, Έλντριθ». Η Τεμάιλε κάθισε βαριά σε μια καρέκλα, με τα πόδια απλωμένα φαρδιά-πλατιά, κι ο τόνος της φωνής της σκλήρυνε· όχι αρκετά, ώστε να φανεί εξουσιαστικός, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από σταθερός. «Μόνο τρεις αδελφές αποτελούν πρόβλημα, και δεν είναι δύσκολο να τις ξεφορτωθούμε. Μπορούμε να βάλουμε στη συμφωνία τη Νυνάβε, ίσως και την Ηλαίην». Έξαφνα, έγειρε μπροστά, με τα χέρια ακουμπισμένα στα μπράτσα της καρέκλας. Άσχετα με το τσαπατσούλικο ντύσιμο, δεν είχε επάνω της ίχνος νωθρότητας. Η Έλντριθ έκανε πίσω, λες και την έσπρωξε το ίδιο το βλέμμα της Τεμάιλε. «Αλλιώς, γιατί βρισκόμαστε εδώ, Έλντριθ; Γι’ αυτό ήρθαμε».

Καμία δεν είχε να απαντήσει κάτι σ’ αυτό. Είχαν πίσω τους μια ολόκληρη σειρά αποτυχιών —στο Δάκρυ, στο Τάντσικο— που θα μπορούσε κάλλιστα να τους στοιχίσει τις ζωές τους όταν τις τσάκωνε το Ανώτατο Συμβούλιο. Αν όμως είχαν κάποιον από τους Εκλεκτούς για προστάτη, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, κι αν η Μογκέντιεν επιθυμούσε τόσο διακαώς τη Νυνάβε, ίσως να την ήθελαν και κάποιοι άλλοι. Το δύσκολο θα ήταν να βρουν έναν από τους Εκλεκτούς και να του παρουσιάσουν το δώρο τους. Εκτός από την Άσνι, καμία άλλη δεν είχε σκεφτεί τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια.

«Υπήρχαν κι άλλοι εκεί», συνέχισε η Τεμάιλε, γέρνοντας για άλλη μια φορά προς τα πίσω. Ακουγόταν σχεδόν βαριεστημένη. «Κατασκόπευαν τις δύο Αποδεχθείσες μας. Ένας άντρας που τις άφησε να τον δουν και κάποιος άλλος, τον οποίο δεν κατάφερα να διακρίνω». Κατσούφιασε εκνευρισμένη. Αν μη τι άλλο, το κατσούφιασμα κάλυψε όλο της το πρόσωπο εκτός των ματιών. «Χρειάστηκε να κρυφτώ πίσω από μια κολόνα, για να μη με δουν. Αυτό θα έπρεπε να σε ικανοποιεί, Έλντριθ. Το ότι δεν με είδαν, δηλαδή. Δεν νιώθεις ικανοποιημένη;»

Η Έλντριθ σχεδόν τραύλισε πόσο ευχαριστημένη ήταν.

Η Άσνι αφέθηκε να αισθανθεί τους τέσσερις Προμάχους της, που πλησίαζαν ολοένα. Είχε πάψει πια να κρύβεται από τότε που άφησαν τη Σαμάρα. Μονάχα ο Πόουλ ήταν Φίλος του Σκότους, φυσικά, ωστόσο κι οι υπόλοιποι θα έκαναν και θα πίστευαν ό,τι τους έλεγε. Ήταν απολύτως απαραίτητο να τους κρατήσει κρυφούς από τις άλλες, μέχρι να παραστεί ανάγκη τουλάχιστον, αλλά ήθελε να έχει οπλισμένους άντρες κοντά της. Οι μυώνες και το ατσάλι ήταν πολύ χρήσιμα πράγματα. Αλλά, στην περίπτωση που συνέβαινε το χειρότερο, μπορούσε πάντα να αποκαλύψει τη μακρόστενη, αυλακωτή ράβδο, που η Μογκέντιεν δεν είχε κρύψει τόσο καλά όσο νόμιζε.


Το πρώτο φως του πρωινού, που έμπαινε από τα παράθυρα του καθιστικού, ήταν γκρίζο, μια κι ήταν νωρίτερα από την ώρα που σηκωνόταν συνήθως η Αρχόντισσα Σιάιν, αλλά σήμερα είχε ήδη ντυθεί ενώ έξω ήταν ακόμα σκοτεινά. Αρχόντισσα Σιάιν, έτσι θεωρούσε τον εαυτό της τώρα. Η Μίλι Σκέιν, η κόρη του σαγματοπώλη, είχε ξεχαστεί σχεδόν τελείως. Αυτό που είχε σημασία πλέον ήταν πως επρόκειτο για την Αρχόντισσα Σιάιν Άβαρχιν, κι έτσι ήταν εδώ και χρόνια. Ο Άρχοντας Γουίλιμ Άβαρχιν είχε πτωχεύσει, περιορισμένος να ζει σε ένα ετοιμόρροπο αγροτόσπιτο, το οποίο δεν ήταν καν ικανός να συντηρεί αξιοπρεπώς. Αυτός κι η μοναχοκόρη του, η τελευταία μιας φθίνουσας γενεαλογίας, είχαν παραμείνει στην επαρχία, μακριά από οποιονδήποτε που θα μπορούσε να γίνει μάρτυρας της ανέχειάς τους, και τώρα πια δεν ήταν παρά κόκαλα θαμμένα στο δάσος, δίπλα σε εκείνο το αγροτόσπιτο, η ίδια όμως ήταν η Αρχόντισσα Σιάιν, και μπορεί αυτό το ψηλό και καλοβαλμένο πέτρινο σπίτι να μην ήταν μέγαρο, αλλά δεν έπαυε να είναι περιουσία μιας ευκατάστατης εμπόρισσας. Ήταν κι αυτή νεκρή από καιρό, από τότε που έβαλε την υπογραφή της, για να παραδοθεί το χρυσάφι της στη «διάδοχό» της.

Τα έπιπλα ήταν καλοφτιαγμένα, τα χαλιά πανάκριβα, οι ταπετσαρίες —ακόμα και τα μαξιλαράκια των καθισμάτων— κεντημένα με χρυσοκλωστές, ενώ οι φλόγες μούγκριζαν σε ένα φαρδύ τζάκι με γαλάζια «νερά» στο μάρμαρο του. Το άλλοτε απέριττο πρέκι ήταν σκαλισμένο τώρα γραμμωτά με το έμβλημα των Άβαρχιν, την Καρδιά και το Χέρι.

«Φέρε κι άλλο κρασί, κορίτσι μου», είπε κοφτά, κι η Φάλιον έσπευσε να εκπληρώσει την επιθυμία της, κουβαλώντας την ψηλόλαιμη, ασημένια κανάτα, για να ξαναγεμίσει το κύπελλό της με αχνιστό, αρωματικό κρασί. Η στολή της υπηρέτριας, με την Κόκκινη Καρδιά και το Χρυσό Χέρι στο στήθος, ταίριαζε γάντι στη Φάλιον. Το μακρόστενο πρόσωπό της ήταν μια άκαμπτη μάσκα, καθώς έσπευδε να επανατοποθετήσει την κανάτα στη συρταρωτή ψηλή κασέλα και να πάρει τη θέση της δίπλα στην πόρτα.

«Παίζεις επικίνδυνο παιχνίδι», είπε η Μάριλιν Γκεμάλφιν, κυλώντας ανάμεσα στις παλάμες της το κύπελλό της. Λιπόσαρκη γυναίκα, με άτονα κι ανοιχτά καστανά μαλλιά, η Καφετιά αδελφή δεν έμοιαζε διόλου με Άες Σεντάι. Το στενό της πρόσωπο κι η πλατιά μύτη θα ταίριαζαν καλύτερα πάνω από τη λιβρέα της Φάλιον παρά πάνω από το κομψό, μπλε μάλλινο ρούχο της, ταιριαστό μονάχα για μικρομεσαία εμπόρισσα. «Γνωρίζω πολύ καλά πως, με κάποιον τρόπο, έχει καταφέρει να θωρακιστεί, αλλά μόλις μπορέσει να διαβιβάσει ξανά, θα σε κάνει να το μετανιώσεις». Τα λεπτά της χείλη συστράφηκαν σε ένα διόλου εύθυμο χαμόγελο. «Θα εύχεσαι να μπορούσες να ουρλιάξεις».

«Ο Μοριντίν το επέλεξε για εκείνη», αποκρίθηκε η Σιάιν. «Απέτυχε στο Έμπου Νταρ, κι αυτός διέταξε την τιμωρία της. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες και δεν με νοιάζει άλλωστε, αλλά αν ο Μοριντίν επιθυμεί να τη βυθίσει στη λάσπη, θα συνεισφέρω με τη σειρά μου, ώστε να μη βγει ποτέ από εκεί. Ή, μήπως, προτείνεις να παρακούσω κάποιον από τους Εκλεκτούς;» Μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει μια ανατριχίλα και μόνο στη σκέψη. Η Μάριλιν πάσχισε να κρύψει την έκφραση της πίνοντας κρασί από το κύπελλο, αλλά τα μάτια της στένεψαν. «Κι εσύ, Φάλιον;» ρώτησε η Σιάιν. «Μήπως θες να ζητήσω από τον Μοριντίν να σε απομακρύνει; Ίσως σου βρει κάτι λιγότερο επαχθές». Ναι, και τα μουλάρια μπορεί να τραγουδούν σαν αηδόνια.

Η Φάλιον δεν δίστασε καν. Έκανε τη χαρακτηριστική υπόκλιση της υπηρέτριας με στητή την πλάτη, και το πρόσωπό της χλώμιασε ακόμα περισσότερο. «Όχι, αφέντρα», απάντησε βιαστικά. «Είμαι ικανοποιημένη με την παρούσα κατάστασή μου, αφέντρα».

«Βλέπεις;» είπε η Σιάιν στην άλλη Άες Σεντάι. Αμφέβαλλε πολύ αν όντως η Φάλιον ήταν έστω και στο ελάχιστο ικανοποιημένη, αλλά η γυναίκα θα αποδεχόταν οτιδήποτε, προκειμένου να μην έρθει ευθέως αντιμέτωπη με τη δυσαρέσκεια του Μοριντίν. Για τον ίδιο λόγο, η Σιάιν είχε πλήρη εξουσία επάνω της. Ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να μάθαινε κάποιος από τους Εκλεκτούς και να δυσαρεστηθεί. Η ίδια πίστευε πως η αποτυχία της είχε θαφτεί βαθιά, αλλά δεν θα το ριψοκινδύνευε. «Μόλις μπορέσει να διαβιβάσει ξανά, δεν θα χρειάζεται πια να εκτελεί μόνο χρέη υπηρέτριας, Μάριλιν». Όπως και να έχει, ο Μοριντίν είχε πει πως η Σιάιν είχε το ελεύθερο να τη σκοτώσει, αν ήθελε. Πάντα αυτό γινόταν, όποτε τα έβρισκε σκούρα. Της είχε πει πως, αν επιθυμούσε, μπορούσε να σκοτώσει και τις δύο αδελφές.

«Ας είναι», είπε ζοφερά η Μάριλιν. Έριξε μια πλάγια ματιά στη Φάλιον και μόρφασε. «Λοιπόν, η Μογκέντιεν μού έδωσε εντολές να σου προσφέρω όποια βοήθεια θεωρώ καλύτερη αλλά, σ’ το λέω από τώρα, δεν προτίθεμαι να μπω στο Βασιλικό Παλάτι. Όλη η πόλη βρίθει αδελφών, κάτι που απεχθάνομαι, αλλά επιπλέον το Παλάτι είναι γεμάτο και με αδέσποτες. Δεν θα έκανα ούτε δέκα βήματα χωρίς να με πάρουν χαμπάρι».

Αναστενάζοντας, η Σιάιν έγειρε πίσω και σταύρωσε τα πόδια της, τινάζοντας νωχελικά το ένα πέλμα με το γοβάκι. Γιατί οι άνθρωποι πάντα νομίζουν πως δεν ξέρεις όσα αυτοί; Ο κόσμος ήταν γεμάτος ηλίθιους! «Η Μογκέντιεν σε διέταξε να με υπακούς, Μάριλιν. Το ξέρω επειδή μου το είπε ο Μοριντίν. Το είπε εμμέσως, αλλά νομίζω ότι, μόλις κουνάει το δαχτυλάκι του, η Μογκέντιεν πετάγεται μέχρι εκεί πάνω». Ήταν επικίνδυνο να μιλάει κανείς με αυτόν τον τρόπο για τους Εκλεκτούς, αλλά έπρεπε να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα. «Θες να μου ξαναπείς τι δεν θα έκανες;»

Η στενοπρόσωπη Άες Σεντάι έγλειψε τα χείλη της κι έριξε άλλη μία ματιά στη Φάλιον. Άραγε, η γυναίκα φοβόταν μήπως η ίδια κατέληγε έτσι; Η αλήθεια ήταν πως η Σιάιν θα μπορούσε σε δευτερόλεπτα να ανταλλάξει τη Φάλιον με μια υπηρέτρια κατάλληλη για αρχόντισσα. Τέλος πάντων, όσο έφερνε εις πέρας και τις υπόλοιπες υπηρεσίες της, δεν υπήρχε θέμα. Το πιθανότερο, άλλωστε, ήταν πως αμφότερες θα έπρεπε να πεθάνουν στο τέλος αυτής της ιστορίας. Η Σιάιν δεν ήθελε να αφήνει εκκρεμότητες.

«Δεν είπα ψέματα ως προς αυτό», είπε αργά η Μάριλιν. «Όντως δεν θα έκανα ούτε δέκα βήματα. Υπάρχει, εντούτοις, ήδη μια γυναίκα εντός του Παλατιού. Μπορεί να κάνει όσα χρειάζεσαι. Ωστόσο, θα πάρει λίγο καιρό για να έρθουμε σε επαφή μαζί της».

«Απλώς φρόντισε να μην πάρει πολύ χρόνο, Μάριλιν». Ώστε, κάποια από τις αδελφές στο Παλάτι ανήκε στο Μαύρο Άτζα, ε; Βέβαια, θα έπρεπε να είναι Άες Σεντάι, όχι απλώς Σκοτεινόφιλη για να κάνει όσα χρειαζόταν η Σιάιν.

Η πόρτα άνοιξε κι ο Μούρελιν έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στο εσωτερικό, με τον βαρύ και μυώδη όγκο του να κλείνει σχεδόν την είσοδο. Λίγο πιο πέρα, η γυναίκα διέκρινε κι έναν άλλον άντρα. Με ένα της νεύμα, ο Μούρελιν έκανε στην άκρη κι ένευσε στον Ντάβεντ Χάνλον να περάσει μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο Χάνλον ήταν σκεπασμένος με έναν μαύρο χιτώνα, από τον οποίο έβγαλε το ένα χέρι του σαν φίδι, για να χουφτώσει τα πισινά της Φάλιον μέσα από το φόρεμά της. Εκείνη τον αγριοκοίταξε με πικρία, αλλά δεν απομακρύνθηκε. Ο Χάνλον αποτελούσε μέρος της τιμωρίας της, ωστόσο η Σιάιν δεν είχε καμιά όρεξη να τον βλέπει να πασπατεύει τη γυναίκα.

«Άσ’ τα αυτά γι’ αργότερα», τον διέταξε. «Πέτυχε;» Ένα πλατύ χαμόγελο χώρισε στα δυο το πρόσωπό του που έμοιαζε με τσεκούρι. «Όλα έγιναν όπως τα σχεδίασα, φυσικά». Πέταξε πάνω από τον ώμο του μια πτυχή του μανδύα, αποκαλύπτοντας πάνω στο κόκκινο πανωφόρι του χρυσά σιρίτια, δηλωτικά του βαθμού του. «Μιλάς στον Αρχηγό της Βασιλικής Σωματοφυλακής».

Загрузка...