29 Εναλλακτικό Σχέδιο

Το υπόγειο της Περιπλανώμενης Γυναίκας είχε δοκάρια για οροφή κι ήταν τεράστιο, ωστόσο φάνταζε εξίσου στριμωγμένο με το δωμάτιο που μοιράζονταν ο Θομ κι ο Τζούιλιν, παρ’ όλο που φιλοξενούσε μόνο πέντε ανθρώπους. Η λάμπα λαδιού, που ήταν τοποθετημένη πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι, έριχνε τρεμουλιαστές σκιές, ενώ λίγο πιο πέρα ο χώρος ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Ο διάδρομος ανάμεσα στα ράφια και οι τραχείς πέτρινοι τοίχοι ήταν ελάχιστα φαρδύτεροι από το ύψος ενός βαρελιού, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που το δωμάτιο έμοιαζε στενάχωρο.

«Τη βοήθειά σας ζήτησα, όχι μια θηλιά στον λαιμό μου», είπε ψυχρά η Τζολίνε. Έπειτα από μία βδομάδα σχεδόν κάτω από τη φτερούγα της Κυράς Ανάν και τρώγοντας το φαγητό της Ένιντ, η Άες Σεντάι δεν έμοιαζε πια τόσο καταβεβλημένη. Το κουρελιασμένο φόρεμα, με το οποίο την είχε πρωτοδεί ο Ματ, δεν υπήρχε πια κι είχε αντικατασταθεί από ένα ψηλόλαιμο, όμορφα κατεργασμένο, μπλε μάλλινο με λίγη δαντέλα στους καρπούς και κάτω από το πηγούνι. Κάτω από έναν διστακτικό φωτισμό, και με το πρόσωπό της εν μέρει σκιερό, η γυναίκα φάνταζε έξαλλη, και το βλέμμα της λες και πάσχιζε να τρυπήσει τη φάτσα του Ματ. «Αν κάτι πάει στραβά —οτιδήποτε!— θα βρεθώ αβοήθητη!» Ο Ματ δεν άκουγε τίποτα. Να τι παθαίνει κανείς όταν προσφέρεται να βοηθήσει με την καλή του την καρδιά. Κούνησε το α’ντάμ κάτω από τη μύτη της, κι αυτό πήγε πέρα-δώθε σαν μακρόστενο, ασημένιο ψίδι, λαμπυρίζοντας στο αχνό φως των φανών, με το κολάρο και το βραχιόλι να ξύνουν το πέτρινο δάπεδο. Η Τζολίνε τράβηξε τη σκούρα φούστα της κι έκανε ένα βήμα πίσω, για να αποφύγει την επαφή με το αντικείμενο. Από τον τρόπο που συστράφηκε το στόμα της, θα έλεγε κανείς πως το θεωρούσε χειρότερο κι από οχιά. Ο Ματ αναρωτήθηκε αν θα της ταίριαζε. Το κολάρο έμοιαζε μεγαλύτερο από τον λεπτοκαμωμένο της λαιμό. «Η Κυρά Ανάν θα σ’ το αφαιρέσει μόλις σε βγάλουμε από τα τείχη», γρύλισε. «Την εμπιστεύεσαι, έτσι; Ρίσκαρε το κεφάλι της για να σε κρύψει εδώ. Σ’ το λέω και πάλι, είναι η μόνη λύση!» Η Τζολίνε ανασήκωσε το πηγούνι της πεισματικά, κι η Κυρά Ανάν μουρμούρισε κάτι θυμωμένα μέσα από τα δόντια της.

«Δεν θέλει να φορέσει αυτό το πράγμα», είπε ο Φεν με επίπεδη φωνή, πίσω από τον Ματ.

«Αφού δεν θέλει, δεν θα το φορέσει», είπε ο Μπλάερικ, πλάι στον Φεν, με φωνή ακόμα πιο ανούσια.

Οι μαυρομάλληδες Πρόμαχοι της Τζολίνε, παρότι διαφορετικοί σαν άντρες, ταίριαζαν παράξενα. Ο Φεν, με τα μαύρα λοξά μάτια του και με πηγούνι που σμίλευε πέτρα, ήταν ελάχιστα κοντύτερος από τον Μπλάερικ, ίσως και λίγο πιο στιβαρός στο στήθος και στους ώμους, ωστόσο μπορούσε να φοράει ο ένας τα ρούχα του άλλου χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Τα ίσια μαύρα μαλλιά του Φεν κρέμονταν σχεδόν έως τους ώμους του, ενώ το κουρεμένο μαλλί του γαλανομάτη Μπλάερικ είχε ένα ελαφρώς πιο ανοιχτό χρώμα. Ο Μπλάερικ ήταν Σιναρανός. Είχε ξυρίσει το λοφίο του κι άφησε τα μαλλιά του να μακρύνουν, για να μην τραβάει την προσοχή, αν και δεν του άρεσε ιδιαίτερα. Ο Φεν ήταν Σαλδαίος και δεν του άρεσαν πολλά πράγματα εκτός από την Τζολίνε, η οποία άρεσε και στους δύο. Οι δυο τους μιλούσαν ταυτόχρονα, σκέφτονταν ταυτόχρονα κι ενεργούσαν ταυτόχρονα. Φορούσαν σκούρες πουκαμίσες κι απλές μάλλινες εργατικές φανέλες, που κρέμονταν κάτω από τους γοφούς τους αλλά, ακόμα και σε αυτό το ημίφως, όποιος τους ταύτιζε με εργάτες, μάλλον ήταν τυφλός. Στο φως της μέρας, στους στάβλους που τους έβαλε να εργάζονται η Κυρά Ανάν... Μα το Φως! Κοιτούσαν τον Ματ σαν λιοντάρια που βλέπουν μια κατσίκα να γυμνώνει τα δόντια προς το μέρος τους. Ο Ματ παραμέρισε λίγο, για να μην αναγκάζεται να παρατηρεί τους Πρόμαχους ούτε με την άκρη του ματιού του. Τα μαχαίρια που έκρυβε σε διάφορα σημεία δεν του έδιναν μεγάλη σιγουριά όταν τους είχε στα νώτα του.

«Αν δεν σκοπεύεις να ακούσεις αυτόν, Τζολίνε Μέιζα, θα ακούσεις εμένα». Τοποθετώντας τις γροθιές πάνω στους γοφούς της, η Σετάλε στράφηκε προς τη λεπτοκαμωμένη Άες Σεντάι, και τα ξανθοκάστανα μάτια της άστραφταν. «Θα σε πάω πίσω, στον Λευκό Πύργο, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε σπρώχνω! Ίσως στον δρόμο μού δείξεις ότι γνωρίζεις τι σημαίνει να είσαι Άες Σεντάι. Πολύ θα ήθελα να μου αποδείξεις, έστω και λίγο, ότι είσαι ώριμη γυναίκα. Μέχρι στιγμής, το μόνο που έχω δει από σένα είναι μια μαθητευόμενη που μυξοκλαίει στο κρεβάτι της και πετάει βρισιές εδώ κι εκεί!»

Η Τζολίνε απέμεινε να την κοιτάει με αυτά τα καστανά μάτια που είχαν ανοίξει διάπλατα, λες και δεν πίστευε στα αυτιά της. Ο Ματ δεν ήταν καν σίγουρος αν πίστευε στα δικά του. Οι πανδοχείς δεν συνήθιζαν να πιάνουν τις Άες Σεντάι από τον λαιμό. Ο Φεν μούγκρισε κι ο Μπλάερικ μουρμούρισε κάτι που ακούστηκε ταπεινωτικό.

«Δεν είναι ανάγκη να απομακρυνθείς πολύ, αρκεί να μη βρίσκεσαι στο οπτικό πεδίο των φρουρών της πύλης», είπε βιαστικά ο Ματ στη Σετάλε, ελπίζοντας να αποτρέψει την έκρηξη που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει εκ μέρους της Τζολίνε. «Κράτα την κουκούλα του μανδύα σου τραβηγμένη...» Μα το Φως, έπρεπε να της βρει έναν από εκείνους τους περίεργους μανδύες! Τέλος πάντων, αν ο Τζούιλιν κατάφερε να βουτήξει ένα α’ντάμ, δεν θα ήταν δύσκολο να βρει κι έναν καταραμένο μανδύα, «...και το μόνο που θα δουν οι φρουροί θα είναι ακόμα μία σουλ’ντάμ. Θα βρίσκεσαι πίσω πριν από την αυγή και θα είναι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, εκτός αν επιμένεις να φοράς το γαμήλιο μαχαίρι σου». Γέλασε με το αστείο του, αλλά η γυναίκα δεν το συμμερίστηκε.

«Έχεις την εντύπωση πως θα μπορούσα να μείνω για πολύ σε ένα μέρος που συμπεριφέρονται στις γυναίκες σαν να είναι ζώα, επειδή έχουν την ικανότητα της διαβίβασης;» τον ρώτησε απαιτητικά, βαδίζοντας κορδωμένη προς το μέρος του, μέχρι που στάθηκε προκλητικά απέναντί του. «Νομίζεις πως θα άφηνα την οικογένειά μου σε ένα τέτοιο μέρος;» Αν τα μάτια της είχαν αγριοκοιτάξει την Τζολίνε, έβγαζαν φλόγες στον Ματ. Η αλήθεια ήταν πως ο Ματ δεν είχε αναλογιστεί πως μπορεί να του έκανε μια τέτοια ερώτηση. Σίγουρα θα του άρεσε να δει ελεύθερη την νταμέην, αλλά γιατί άραγε είχε τόση σημασία για την ίδια; Κι όμως, θα πρέπει να είχε. Το χέρι της γλίστρησε στη λαβή του μακρόστενου γυριστού εγχειριδίου, που ήταν σφηνωμένο πίσω από τη ζώνη της, χαϊδεύοντάς το. Οι Εμπουνταρινές δεν ανέχονταν προσβολές, κι η γυναίκα ήταν Εμπουνταρινή μέχρι το κόκαλο. «Άρχισα να διαπραγματεύομαι την πώληση της Περιπλανώμενης Γυναίκας δύο μέρες αφότου έφθασαν οι Σωντσάν, μόλις αντιλήφθηκα με τι είδους ανθρώπους είχα να κάνω. Έπρεπε να είχα παραδώσει τα πάντα στη Λάιντελ Έλονιντ πριν από μέρες, αλλά κρατήθηκα, γιατί η Λάιντελ σίγουρα δεν θα περίμενε να βρει μια Άες Σεντάι στο υπόγειο. Μόλις είσαι έτοιμος να φύγεις, θα παραδώσω τα κλειδιά και θα σε ακολουθήσω. Η Λάιντελ ανυπομονεί», πρόσθεσε εμφατικά, κοιτώντας την Τζολίνε πάνω από τον ώμο της.

Και το χρυσάφι του; ήθελε να ρωτήσει αγανακτισμένος. Θα τον άφηνε η Λάιντελ να το πάρει, ξέροντας ότι υπήρχε ένα τόσο μεγάλο κελεπούρι κάτω από το πάτωμα της κουζίνας της; Πάντως, ο λόγος που ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό ήταν άλλος. Ξαφνικά, φαντάστηκε τον εαυτό του να προχωράει καβάλα, μαζί με ολόκληρη την οικογένεια της Κυράς Ανάν, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονταν οι νυμφευμένοι γιοι και θυγατέρες μαζί με τα παιδιά, καθώς και μερικές θείες, θείοι, και ξαδέλφια, κάμποσοι από δαύτους, μερικές δεκάδες ίσως. Μπορεί η ίδια να καταγόταν από κάπου αλλού, αλλά ο σύζυγός της είχε συγγένειες σε ολόκληρη την πόλη. Ο Μπλάερικ τον χτύπησε στον ώμο τόσο δυνατά, που ταρακουνήθηκε.

Γύμνωσε τα δόντια του, ελπίζοντας πως ο Σιναρανός θα ερμήνευε την έκφρασή του ως ευχαριστήριο χαμόγελο. Ο Μπλάερικ παρέμενε πάντα ανέκφραστος. Καταραμένοι Πρόμαχοι! Καταραμένες Άες Σεντάι! Καταραμένοι πανδοχείς!

«Κυρά Ανάν», είπε προσεκτικά, «η έξοδός μας από το Έμπου Νταρ, όπως την εννοώ εγώ, δεν αφήνει χώρο για τόσο πολύ κόσμο». Δεν της είχε μιλήσει ακόμα για τον θίασο του Λούκα, μια κι υπήρχε περίπτωση να μην κατάφερνε να πείσει τον άντρα, τελικά. Άσε που όσο περισσότεροι ήταν αυτοί που έπρεπε να πείσει τον Λούκα να πάρει μαζί του, τόσο πιο δύσκολο γινόταν το εγχείρημα. «Γύρνα πίσω μόλις βγούμε από την πόλη. Αν πρέπει σώνει και καλά να φύγεις, πάρε μια ψαρόβαρκα του άντρα σου. Πάντως, θα σου πρότεινα να περιμένεις λίγες μέρες, ίσως καμιά βδομάδα. Όταν οι Σωντσάν ανακαλύψουν ότι λείπουν δύο νταμέην, θα ελέγχουν όποιον πάει να βγει εκτός πόλεως».

«Δύο, είπες;» παρενέβη απότομα η Τζολίνε. «Η Τέσλυν και ποια άλλη;»

Ο Ματ μόρφασε. Δεν είχε σκοπό να προβεί σε αποκαλύψεις. Η Τζολίνε ένιωθε ταπεινωμένη κι ευερέθιστη, κι είχε γίνει πεισματάρα και κακομαθημένη, αυτές ήταν οι λέξεις που αμέσως ξεπήδησαν στο μυαλό του. Οτιδήποτε θα την έκανε να σκεφτεί πως το εγχείρημα ήταν δύσκολο και με μεγάλες πιθανότητες αποτυχίας, ίσως αποδεικνυόταν αρκετό για να την κάνει να βάλει σε εφαρμογή κανένα θεοπάλαβο σχέδιο δικής της έμπνευσης, που αναμφίβολα θα κατάστρεφε ολοκληρωτικά τα δικά του σχέδια. Σίγουρα θα τη συλλάμβαναν αν έκανε του κεφαλιού της, κι αυτή θα πολεμούσε. Κι από τη στιγμή που οι Σωντσάν συνειδητοποιούσαν πως κυκλοφορούσε μια Άες Σεντάι στην πόλη, και μάλιστα κάτω από τη μύτη τους, θα ενέτειναν τις έρευνές τους για τη μαράθ’νταμέην, θα αύξαιναν τις περιπολίες στους δρόμους κατά πολύ περισσότερο απ’ ότι είχαν κάνει ήδη ψάχνοντας τον «παρανοϊκό δολοφόνο», και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως η έξοδος από τις πύλες θα δυσκόλευε κι άλλο.

«Η Εντεσίνα Αζέντιν», είπε κάπως απρόθυμα. «Δεν γνωρίζω τίποτα παραπάνω γι’ αυτήν».

«Η Εντεσίνα», είπε αργά η Τζολίνε. Ένα ελαφρύ συνοφρύωμα χάραξε το γαλήνιο μέτωπό της. «Άκουσα πως...» Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε ακούσει, έκλεισε ερμητικά τα χείλη της και τον κάρφωσε με ένα μανιασμένο βλέμμα. «Κρατούν κι άλλες αδελφές; Αν ελευθερωθεί η Τέσλυν, δεν πρόκειται να αφήσω στα χέρια τους καμία άλλη αδελφή!»

Ο Ματ χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μη μείνει με το στόμα ανοικτό. Ταπεινωμένη κι ευερέθιστη; Μάλλον με λέαινα έμοιαζε, ικανή να φάει ακόμα και τον Μπλάερικ και τον Φεν. «Πίστεψε με, δεν πρόκειται να αφήσω καμιά Άες Σεντάι στις τρώγλες, εκτός κι αν θέλει η ίδια να μείνει», της είπε, κάνοντας τη φωνή του όσο πιο πικρή μπορούσε. Η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι ξεροκέφαλη. Ίσως επέμενε να προσπαθήσουν να απελευθερώσουν και τις άλλες δύο όπως την Πιούρα. Μα το Φως, δεν έπρεπε να μπλέξει με τις Άες Σεντάι, και δεν ήταν απαραίτητες οι αρχαίες αναμνήσεις για να τον προειδοποιήθουν για κάτι τέτοιο! Οι δικές του έφταναν και περίσσευαν.

Ο Φεν τον τσίγκλησε ελαφρά στον αριστερό ώμο με το σκληρό του δάχτυλο. «Πρόσεχε τη γλώσσα σου», είπε ο Πρόμαχος ως προειδοποίηση.

Ο Μπλάερικ τον τσίγκλησε στον άλλο ώμο. «Και να θυμάσαι σε ποια μιλάς!»

Η Τζολίνε ρουθούνισε προκλητικά με τον τόνο της φωνής του, αλλά δεν έδωσε συνέχεια.

Ο Ματ αισθάνθηκε έναν κόμπο να χαλαρώνει στον σβέρκο του, εκεί όπου θα μπορούσε να πέσει το τσεκούρι ενός δήμιου. Οι Άες Σεντάι διαστρέβλωναν τα λόγια τους όταν μιλούσαν με άλλους, αλλά δεν περίμεναν ποτέ από τους άλλους να χρησιμοποιούν τα δικά τους κόλπα.

Ο Ματ στράφηκε στη Σετάλε. «Κυρά Ανάν, όπως καταλαβαίνεις, οι βάρκες του άντρα σου είναι πολύ καλύτερες...»

«Μπορεί», τον διέκοψε η γυναίκα, «μόνο που ο Τζάσφερ σάλπαρε με τις δέκα βάρκες του κι όλο μας το σόι πριν από τρεις μέρες. Έχω την εντύπωση πως οι συντεχνίες θα θέλουν να του πούνε δυο λογάκια, αν κι όταν επιστρέψει. Υποτίθεται πως δεν επιτρέπεται να παίρνει μαζί του επιβάτες. Πλέουν προς το Ίλιαν, όπου θα με περιμένουν. Βλέπεις, δεν σκοπεύω να φτάσω μέχρι την Ταρ Βάλον».

Αυτή τη φορά, ο Ματ δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει μια σύσπαση στο πρόσωπό του. Σκόπευε να χρησιμοποιήθει τις ψαρόβαρκες του Τζάσφερ Ανάν αν αποτύγχανε να πείσει τον Λούκα. Επικίνδυνη επιλογή, είναι αλήθεια, ίσως και κάτι παραπάνω από επικίνδυνη. Τρελή ίσως. Το πιθανότερο ήταν πως οι σουλ’ντάμ που βρίσκονταν στις αποβάθρες θα ήθελαν να ελέγξουν κάθε είδους διαταγή πριν επιβιβαστούν οι νταμέην στα ψαράδικα, ειδικά καταμεσής της νύχτας. Ωστόσο, οι βάρκες δεν αποτελούσαν την πρώτη του προτεραιότητα. Φαίνεται πως δεν θα απέφευγε να κάνει τον Λούκα να πονέσει, όσο χρειαζόταν τουλάχιστον.

«Άφησες το σόι σου να φύγει τέτοια εποχή;» Η δυσπιστία κι η καταφρόνια ήταν ανακατεμένες στη φωνή της Τζολίνε. «Τώρα που έρχονται οι χειρότερες καταιγίδες;»

Με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος της Άες Σεντάι, η Κυρά Ανάν ανασήκωσε περήφανα το κεφάλι της, αν κι η ίδια δεν έδειχνε την ανάλογη έπαρση. «Έχω τέτοια εμπιστοσύνη στον Τζάσφερ που, εν ανάγκη, θα τον άφηνα να καταπλεύσει στο στόμα ενός κέμαρος. Τον εμπιστεύομαι όσο εσύ τους Προμάχους σου, Πράσινη, κι ακόμα περισσότερο».

Ξαφνικά συνοφρυωμένη, η Τζολίνε τράβηξε τον φανό από τη σιδερένια βάση του και τον έφερε μπροστά από την πανδοχέα, έτσι ώστε το φως του να πέφτει στο πρόσωπό της. «Έχουμε ξανασυναντηθεί; Μερικές φορές, όταν δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου, η φωνή σου μου ακούγεται οικεία».

Αντί να απαντήσει, η Σετάλε πήρε το α’ντάμ από τα χέρια του Ματ και ψαχούλεψε το πλακουτσωτό τμηματικό βραχιόλι στη μια άκρη του στρογγυλού ασημένιου λουριού. Ολόκληρο το αντικείμενο ήταν τμηματικό, συνταιριαγμένο με τέτοια επιδεξιότητα, που αδυνατούσες να πεις με ποιον τρόπο είχε φτιαχτεί. «Ίσως περάσαμε μαζί τη δοκιμασία».

«Δοκιμασία;» ρώτησε ο Ματ, κι εκείνα τα καστανά μάτια τον κατακεραύνωσαν.

«Δεν μπορεί κάθε γυναίκα να γίνει σουλ’ντάμ. Θα έπρεπε να το ξέρεις. Εγώ ελπίζω να μπορώ, αλλά καλύτερα να βεβαιωθούμε τώρα και να μην το αφήσουμε για την τελευταία στιγμή». Αγριοκοιτάζοντας το πεισματικά κλειστό βραχιόλι, το στριφογύρισε στα χέρια της. «Ξέρεις πώς ανοίγει αυτό; Δεν μπορώ να βρω ούτε καν σε ποιο σημείο ανοίγει».

«Ναι», είπε άψυχα ο Ματ. Η μόνη φορά που είχε μιλήσει με τους Σωντσάν περί σουλ’ντάμ και νταμέην ήταν όταν τους ρωτούσε με επιφύλαξη πώς τις χρησιμοποιούσαν στη μάχη. Ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό ο τρόπος που διάλεγαν μία σουλ’ντάμ. Ίσως να αναγκαζόταν να τις πολεμήσει —εκείνες οι αρχαίες αναμνήσεις δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί, και τον έβαζαν να σκέφτεται συνέχεια πώς να πολεμάει— αλλά σίγουρα δεν σκόπευε σε καμιά περίπτωση να τις στρατολογήσει. «Καλύτερα να το δοκιμάσουμε τώρα». Καλύτερα τώρα, παρά... Μα το Φως!

Οι πιάστρες ήταν απλό ζήτημα, το δε βραχιόλι ακόμα πιο εύκολο. Το θέμα ήταν να πιέσει τα κατάλληλα σημεία, από πάνω κι από κάτω, κι όχι την ανάποδη μεριά του λουριού. Μπορούσε να γίνει και με το ένα χέρι. Το βραχιόλι άνοιξε με έναν κοφτό και μεταλλικό ήχο. Το κολάρο ήταν κάπως πιο ζόρικο, κι απαιτούσε τη χρήση και των δύο χεριών. Ο Ματ τοποθέτησε τα δάχτυλά του στα κατάλληλα σημεία, στην κάθε πλευρά της ένωσης με το λουρί, και πίεσε. Κατόπιν, το έστριψε και τράβηξε εξακολουθώντας να πιέζει. Απ’ όσο μπορούσε να δει, δεν έγινε τίποτα, μέχρι που έστριψε και τις δυο πλευρές από την άλλη μεριά κι αυτές χωρίστηκαν ακριβώς δίπλα από το λουρί, με έναν μεταλλικό ήχο εντονότερο από αυτόν που παρήγαγε το βραχιόλι. Απλούστατο. Βέβαια, στο Παλάτι έσπαγε το κεφάλι του σχεδόν μία ώρα μέχρι να βρει τι έπρεπε να κάνει, ακόμα και με τη βοήθεια του Τζούιλιν. Ωστόσο, εδώ κανείς δεν τον επαίνεσε. Ούτε καν τον κοίταξαν σαν να είχε κάνει κάτι αδύνατον γι’ αυτούς!

Τοποθετώντας σφικτά το βραχιόλι γύρω από τον καρπό της, η Σετάλε τύλιξε τους βρόχους του λουριού γύρω από το μπράτσο της και κράτησε ψηλά το ανοικτό κολάρο. Η Τζολίνε το κοιτούσε με αηδία, και τα χέρια της είχαν γίνει γροθιές που άδραχναν τη φούστα της.

«Θέλεις να δραπετεύσεις;» τη ρώτησε ήρεμα η πανδοχέας.

Μια στιγμή αργότερα, η Τζολίνε ίσιωσε το κορμί της κι ανασήκωσε το πηγούνι της. Η Σετάλε έκλεισε το κολάρο γύρω από τον λαιμό της Άες Σεντάι, κι ακούστηκε ο ίδιος κοφτός ήχος, όπως κι όταν είχε ανοιχτεί. Ίσως ο Ματ έκανε λάθος ως προς το μέγεθος. Της ταίριαζε γάντι πάνω από το ψηλόλαιμο φόρεμά της. Το στόμα της Τζολίνε συσπάστηκε, αλλά ο Ματ μπορούσε να διαισθανθεί σχεδόν τον Μπλάερικ και τον Φεν να σφίγγονται πίσω του. Κράτησε την ανάσα του.

Πλάι-πλάι, οι δύο γυναίκες έκαναν ένα μικρό βήμα μπροστά, προσπερνώντας τον Ματ, κι εκείνος ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Η Τζολίνε κοιτούσε γύρω της βλοσυρή, γεμάτη αβεβαιότητα. Κατόπιν, έκαναν άλλο ένα βήμα.

Με μια κραυγή, η Άες Σεντάι έπεσε στο πάτωμα κι άρχισε να τινάζεται από την αγωνία. Της ήταν αδύνατον να μιλήσει και το μόνο που έκανε ήταν να βογκάει όλο και πιο δυνατά. Κουλουριάστηκε, ενώ τα μπράτσα της, τα πόδια, ακόμα και τα δάχτυλά της, άρχισαν να συσπώνται και να στραβώνουν σε περίεργες γωνίες.

Η Σετάλε έπεσε στα γόνατα μόλις η Τζολίνε άγγιξε το δάπεδο, απλώνοντας τα χέρια της προς το κολάρο, αλλά δεν ήταν πιο γρήγορη από τον Μπλάερικ και τον Φεν, μολονότι οι πράξεις τους φάνταζαν κάπως αλλόκοτες. Ο Μπλάερικ γονάτισε, ανασήκωσε το κεφάλι της Τζολίνε, που ολοφυρόταν, και τη στήριξε πάνω στο στήθος του, ενώ συγχρόνως μάλαζε τον λαιμό της. Ο Φεν μάλαζε τα μπράτσα της με τα δάχτυλά του. Το κολάρο άνοιξε κι η Σετάλε έπεσε προς τα πίσω, αλλά η Τζολίνε εξακολουθούσε να τινάζεται και να κλαψουρίζει, ενώ οι Πρόμαχοι της συνέχιζαν να μαλάζουν το κορμί της, λες και προσπαθούσαν να την ανακουφίσουν από κράμπες. Έριχναν παγερά βλέμματα προς τη μεριά του Ματ, λες κι έφταιγε εκείνος.

Καταλαβαίνοντας πως τα σχέδιά του είχαν πάει στον βρόντο, ο Ματ δεν τους έριξε ούτε ματιά. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει τώρα, ούτε καν από πού να αρχίσει. Η Τάυλιν ίσως επέστρεφε σε δύο μέρες, και το μόνο σίγουρο ήταν πως ο ίδιος έπρεπε να φύγει πριν από την επιστροφή της.

Περνώντας ξυστά από τη Σετάλε, τη χτύπησε μαλακά στον ώμο. «Πες της ότι θα δοκιμάσουμε κάτι άλλο», μουρμούρισε. Τι, όμως; Ήταν προφανές πως χρειαζόταν μια γυναίκα με τις ικανότητες σουλ’ντάμ για να χειριστεί το α’ντάμ.

Η πανδοχέας τον έπιασε στο σκοτάδι, στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στην κουζίνα, ενώ αυτός μάζευε το καπέλο και τον μανδύα του. Έναν γερό αλλά απλό μάλλινο χιτώνα, χωρίς στολίδια. Ναι, ο άνθρωπος δεν είχε ανάγκη τα στολίδια. Δεν του έλειπαν, ούτε αυτά ούτε εκείνες οι δαντέλες!

«Έχεις έτοιμο κάποιο εναλλακτικό σχέδιο;» τον ρώτησε. Ο Ματ δεν ξεχώριζε το πρόσωπό της στο σκοτάδι, αλλά το ασημένιο μήκος του α’ντάμ λαμπύριζε. Η γυναίκα ψηλάφιζε το μπρασελέ στον καρπό της.

«Πάντα έχω κάποιο εναλλακτικό σχέδιο», της είπε ψέματα, λύνοντας το μπρασελέ για λογαριασμό της. «Αν μη τι άλλο, ξέχνα ότι μπορεί να ρισκάρεις το κεφάλι σου. Μόλις αναλάβω εγώ την Τζολίνε, μπορείς να πας στον σύζυγό σου».

Η πανδοχέας μούγκρισε κι ο Ματ υπέθεσε ότι κατάλαβε πως δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο.

Ήθελε να αποφύγει την κοινή αίθουσα, η οποία ήταν κατάμεστη από Σωντσάν, οπότε πέρασε μέσα από την κουζίνα και βγήκε στους στάβλους κι από εκεί, μέσα από την πύλη, στην Πλατεία Μολ Χάρα. Δεν φοβόταν μήπως τον σταμπάρει κάποιος ή αναρωτηθεί κανείς γιατί βρισκόταν εκεί. Με τα ατημέλητα ρούχα που φορούσε φαίνεται πως τον περνούσαν για παραγιό, που έτρεχε να κάνει τα θελήματα της κυράς του. Πάντως, ανάμεσα στους Σωντσάν υπήρχαν τρεις σουλ’ντάμ, δύο εκ των οποίων είχαν από μία νταμέην. Άρχισε να φοβάται ότι δεν έπρεπε να βγάλει το κολάρο από την Τέσλυν και την Εντεσίνα. Απλώς, εκείνη τη στιγμή δεν είχε διάθεση να κοιτάξει μια νταμέην. Αίμα και στάχτες, είχε δώσει τον λόγο του ότι θα βοηθούσε!

Ο αδύναμος ήλιος εξακολουθούσε να είναι στο ζενίθ του, αλλά είχε αρχίσει να σηκώνεται αέρας από τη θάλασσα, γεμάτος αλάτι και μια παγερή υπόσχεση βροχής. Εκτός από έναν ουλαμό Φρουρών του Θανάτου, άνθρωποι κι όχι Ογκιρανοί, που παρήλαυνε κατά μήκος της πλατείας, όλος ο κόσμος στη Μολ Χάρα βιαζόταν να τελειώνει με τις δουλειές του πριν πιάσει βροχή. Καθώς έφτασε στη βάση του πανύψηλου και γυμνόστηθου αγάλματος της Βασίλισσας Ναριέν, αισθάνθηκε ένα χέρι να πέφτει πάνω στον ώμο του.

«Με αυτά τα αστεία ρούχα δυσκολεύτηκα να σε αναγνωρίσω, Ματ Κώθον».

Ο Ματ στράφηκε κι αντίκρισε τον ογκώδη Ιλιανό σο’τζίν που είχε δει την ημέρα που η Τζολίνε επανεμφανίστηκε στη ζωή του. Η γνωριμία δεν ήταν τόσο ευχάριστη. Ο στρογγυλοπρόσωπος τύπος έμοιαζε πράγματι αλλόκοτος, με αυτή τη γενειάδα και τα μισά μαλλιά στο κεφάλι του να λείπουν εντελώς. Φορούσε μόνο τα εσώρουχά του κι έτρεμε από το κρύο.

«Γνωριζόμαστε;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Ματ.

Ο σθεναρός άντρας τού χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. «Αμέ, πώς δεν γνωριζόμαστε, μα την τύχη μου. Κάποτε έκανες ένα αξέχαστο ταξίδι με το πλοίο μου, με τους Τρόλοκ και τη Σαντάρ Λογκόθ από τη μια μεριά κι από την άλλη έναν Μυρντράαλ και την Ασπρογέφυρα τυλιγμένη στις φλόγες. Μπέυλ Ντόμον, Αφέντη Κώθον. Με θυμήθηκες τώρα;»

«Σε θυμήθηκα». Κι όντως τον θυμόταν, κατά κάποιον τρόπο. Το μεγαλύτερο μέρος εκείνου του ταξιδιού παρέμενε ομιχλώδες στο μυαλό του, έτσι κουρελιασμένο που ήταν από τις τρύπες που είχαν γεμίσει οι αναμνήσεις άλλων αντρών. «Καμιά φορά πρέπει να κάτσουμε να κουβεντιάσουμε για τα παλιά, πίνοντας ζεστό αρωματικό κρασί». Κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ αν παρατηρούσε πρώτος εκείνος τον Ντόμον. Ό,τι είχε παραμείνει στη μνήμη του από εκείνο το ταξίδι ήταν παράξενο και μάλλον δυσάρεστο, σαν να θυμόταν μια θανατηφόρα αρρώστια. Από μια άποψη, ήταν πράγματι άρρωστος. Άλλη μία δυσάρεστη ανάμνηση.

«Κάλλιο αργά παρά ποτέ», αποκρίθηκε ο Ντόμον, γελώντας κι απλώνοντας ένα παχουλό χέρι γύρω από τους ώμους του Ματ, αναγκάζοντάς τον να κάνει στροφή προς το μέρος της Περιπλανώμενης Γυναίκας.

Εκτός κι αν αντιδρούσε βίαια, φαίνεται πως δεν υπήρχε τρόπος να τον αποφύγει, οπότε ο Ματ πήγε μαζί του. Μια πάλη μέχρι τελικής πτώσης σίγουρα θα τραβούσε τα βλέμματα επάνω του. Άλλωστε, δεν ήταν καν σίγουρος πως θα κέρδιζε. Ο Ντόμον έδειχνε παχύς, αλλά το λίπος επικάλυπτε σκληρούς μυώνες. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα τον έβλαπτε ένα ποτό. Ο Ντόμον δεν έκανε κάποιου είδους λαθρεμπόριο; Άσε που ίσως ήξερε τρόπους για να βγει κανείς από το Έμπου Νταρ, εκεί όπου άλλοι δεν ήξεραν τίποτα, και δεν θα ήταν δύσκολο να τους αποκαλύψει ύστερα από μια διακριτική ανάκριση. Ειδικά συνοδεία κρασιού. Στην τσέπη του πανωφοριού του Ματ υπήρχε ένα φουσκωμένο πουγκί, γεμάτο χρυσάφι, και δεν τον πείραζε να το ξοδέψει όλο, προκειμένου να μεθύσει τον άντρα. Οι μεθυσμένοι άντρες κελαηδούσαν.

Ο Ντόμον τον πέρασε βιαστικά μέσα από την κοινή αίθουσα, υποκλινόμενος δεξιά κι αριστερά προς το Γένος και τους αξιωματικούς, οι οποίοι δεν του έδιναν σχεδόν καμία σημασία, αλλά δεν μπήκε στην κουζίνα, όπου η Ένιντ πιθανότατα θα τους έλεγε να κάτσουν σε κάποιον γωνιακό πάγκο. Αντί γι’ αυτό, οδήγησε τον Ματ στη χωρίς κιγκλίδωμα σκάλα. Μέχρι που τον συνόδευσε σε ένα δωμάτιο, στην πίσω μεριά του πανδοχείου, ο Ματ υπέθετε πως έψαχνε το πανωφόρι και τον μανδύα του. Μια πλούσια φωτιά είχε φουντώσει στο τζάκι, ζεσταίνοντας τον χώρο, όμως ξαφνικά ο Ματ αισθάνθηκε ότι έκανε περισσότερο κρύο από αυτό που επικρατούσε έξω.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω τους, ο Ντόμον στήθηκε μπροστά της με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Βρίσκεσαι ενώπιον της Κυβερνήτριας του Πρασίνου, της Αρχόντισσας Εγκήνιν Τάμαραθ», ανήγγειλε κάπως μονότονα, και κατόπιν συνέχισε σε πιο φυσιολογικό τόνο: «Από δω, ο Ματ Κώθον».

Ο Ματ τράβηξε το βλέμμα του από τον Ντόμον και κοίταξε την ψηλή γυναίκα, που καθόταν βαριά σε μια καρέκλα με βαθμιδωτή πλάτη. Σήμερα, το πλισαρισμένο φόρεμά της είχε απαλό κίτρινο χρώμα, κι από πάνω φορούσε έναν χιτώνα στολισμένο με κεντητά λουλούδια, αλλά ο Ματ θυμήθηκε ποια ήταν. Το χλωμό πρόσωπό της ήταν σκληρό και τα γαλανά μάτια της εξίσου αρπακτικά με της Τάυλιν, με μόνη διαφορά, όπως υπέθεσε ο Ματ, ότι η Εγκήνιν δεν είχε διάθεση για φιλιά. Τα χέρια της ήταν λεπτεπίλεπτα, αν κι οι ρόζοι επάνω τους υποδήλωναν τη σχέση της με τα ξίφη. Δεν είχε την ευκαιρία να ρωτήσει τι σήμαιναν όλα αυτά, και δεν χρειάστηκε κιόλας.

«Ο σο’τζίν μου με πληροφόρησε πως είσαι αρκετά εξοικειωμένος με τον κίνδυνο, Άρχοντα Κώθον», του είπε μόλις σταμάτησε να μιλάει ο Ντόμον. Ο αργός τρόπος ομιλίας κι η τάση βραδυγλωσσίας είχαν έναν επιτακτικό κι αυταρχικό τόνο, άλλωστε η γυναίκα ανήκε στη Γενιά. «Χρειάζομαι τέτοιους άντρες για να επανδρώσω ένα πλοίο. Πληρώνω καλά. Σε χρυσάφι, όχι ασήμι. Αν ξέρεις κι άλλους σαν κι εσένα, τους προσλαμβάνω αμέσως. Πάντως, θα πρέπει να ξέρουν να κρατούν μυστικά. Τα υπόλοιπα είναι δική μου δουλειά. Ο Μπέυλ ανέφερε δύο ακόμα ονόματα, τον Θομ Μέριλιν και τον Τζούιλιν Σάνταρ. Αν βρίσκονται εδώ, στο Έμπου Νταρ, μπορώ να εκμεταλλευτώ τις ικανότητές τους. Με γνωρίζουν, και ξέρουν καλά πως μπορούν να μου εμπιστευθούν τις ζωές τους. Κάτι που ισχύει και για εσένα, Ματ Κώθον».

Ο Ματ κάθισε στο δεύτερο κάθισμα που υπήρχε στο δωμάτιο κι έριξε πίσω τον μανδύα του. Υποτίθεται πως δεν έπρεπε να κάθεται παρουσία έστω κι ενός κατώτερου μέλους της Γενιάς —όπως υποδήλωναν τα σαν μπολ κουρεμένα μαλλιά της και τα πράσινα βερνικωμένα νύχια— αλλά έπρεπε να σκεφτεί. «Διαθέτεις πλοίο;» ρώτησε, για να κερδίσει χρόνο. Η γυναίκα άνοιξε το στόμα της θυμωμένη και πήγε να πει κάτι. Υποτίθεται πως οι ερωτήσεις προς τα μέλη της Γενιάς έπρεπε να διατυπώνονται κομψά.

Ο Ντόμον μούγκρισε και κούνησε το κεφάλι του. Για μια στιγμή, η γυναίκα φάνηκε ακόμα πιο θυμωμένη, αλλά κατόπιν το αυστηρό της πρόσωπο χαλάρωσε. Βέβαια, το βλέμμα της Εγκήνιν εξακολουθούσε να είναι καρφωμένο σαν τρυπάνι πάνω στον Ματ. Σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί του, με τα πόδια ανοιχτά και τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς. «Θα διαθέτω πλεούμενο προς το τέλος της άνοιξης το αργότερο, μόλις φέρω το χρυσάφι μου από το Κάντοριν», αποκρίθηκε με παγερή φωνή.

Ο Ματ αναστέναξε. Πράγματι, δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να πάρει μαζί του μια Άες Σεντάι σε ένα πλοίο που κάτοχός του ήταν μια Σωντσάν. «Από πού γνωρίζεις τον Θομ και τον Τζούιλιν;» Ίσως ο Ντόμον της είχε μιλήσει για τον Θομ, αλλά, μα το Φως, τον Τζούιλιν πού τον ήξερε;

«Πολλά ρωτάς», του απάντησε με σταθερή φωνή και στράφηκε αλλού. «Τελικά, φοβάμαι πως δεν έχεις καμιά χρησιμότητα. Μπέυλ, βγάλ’ τον έξω». Αυτό το τελευταίο ακούστηκε σαν επιτακτική διαταγή.

Ο Ντόμον όμως δεν κουνήθηκε ρούπι από την είσοδο. «Πες του», την παρότρυνε. «Αργά ή γρήγορα, πρέπει να πληροφορηθεί τα πάντα, ειδάλλως θα βρεθείς απέναντι σε μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν που αντιμετωπίζεις τώρα. Πες του». Παραήταν αεράτος για σο’τζίν. Οι Σωντσάν υποστήριζαν ότι η ιδιοκτησία έπρεπε να κινείται εντός περιορισμένου πλαισίου, κάτι που έλεγαν ότι ίσχυε για όλους. Η Εγκήνιν, ωστόσο, μάλλον δεν ήταν ούτε κατά το ένα τέταρτο σκληροτράχηλη απ’ όσο έδειχνε.

Τη συγκεκριμένη στιγμή, πάντως, φάνταζε εξαιρετικά σκληροτράχηλη, έτσι όπως ίσιωνε με απότομες κινήσεις τη φούστα της, πηγαίνοντας πάνω-κάτω και ρίχνοντας άγριες ματιές τόσο στον Ντόμον όσο και στον Ματ. Τελικά, έμεινε ακίνητη. «Τους πρόσφερα μια μικρή υποστήριξη στο Τάντσικο», είπε, και πρόσθεσε ένα λεπτό αργότερα: «Σ’ αυτούς και στις δύο γυναίκες που ήταν μαζί τους, την Ηλαίην Τράκαντ και τη Νυνάβε αλ’Μεάρα». Τα μάτια της εστιάστηκαν έντονα επάνω του, θέλοντας να δει κατά πόσον τα ονόματα του έλεγαν κάτι.

Ο Ματ αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν ήταν ακριβώς πόνος, περισσότερο κάτι σαν άγχος, λες και παρακολουθούσε ιπποδρομίες κι αμφέβαλλε αν το άλογο στο οποίο είχε στοιχηματίσει θα περνούσε πρώτο τη γραμμή. Τι στο Φως έκαναν στο Τάντσικο η Ηλαίην με τη Νυνάβε, και μάλιστα παίρνοντας αναγκαία βοήθεια από μια Σωντσάν; Τα στόματα του Θομ και του Τζούιλιν ήταν ερμητικά κλειστά, σαν στρείδια, αναφορικά με τις λεπτομέρειες. Ωστόσο, δεν ήταν αυτό το θέμα. Η Εγκήνιν ήθελε άντρες που μπορούσαν να κρατήσουν τα μυστικά της, κι αψηφούσαν τον κίνδυνο. Άλλωστε, κινδύνευε κι η ίδια. Ο μόνος κίνδυνος για κάποιον που ανήκε στη Γενιά ήταν κάποιος άλλος της Γενιάς, και... «Σε καταδιώκουν οι Αναζητητές», της είπε.

Ο τρόπος που τίναξε το κεφάλι της ήταν αρκετή επιβεβαίωση και το χέρι της απλώθηκε στα πλευρά της, λες κι ήταν έτοιμη να τραβήξει ξίφος. Ο Ντόμον μετακινήθηκε κάπως, λυγίζοντας τα τεράστια χέρια του και κοιτώντας τον Ματ κατάματα. Ξαφνικά, η ματιά του είχε γίνει πιο σκληρή από της Εγκήνιν. Ο παχύς άντρας δεν φάνταζε πια αστείος αλλά επικίνδυνος. Εξίσου ξαφνικά, ο Ματ συνειδητοποίησε πως μπορεί να μην έβγαινε ζωντανός από αυτό το δωμάτιο.

«Αν θέλεις να μη σε βρουν οι Αναζητητές, μπορώ να σε βοηθήσω», της είπε γρήγορα. «Θα πρέπει να πας σε μέρος που δεν ελέγχουν οι Σωντσάν. Οπουδήποτε αλλού, οι Αναζητητές μπορούν να σε ξετρυπώσουν. Και μάλιστα, καλύτερα να κινηθείς το γρηγορότερο. Σημασία έχει να μη σε βρουν πρώτοι οι Αναζητητές, και το χρυσάφι μπορεί να περιμένει. Ο Θομ μού είπε πως δραστηριοποιούνται κι είναι υπ’ ατμόν».

Η Εγκήνιν έμεινε ακίνητη για λίγο, κοιτώντας τον. Τελικά, αντάλλαξε για κάμποση ώρα ματιές με τον Ντόμον. «Ίσως είναι καλή ιδέα να φύγουμε το γρηγορότερο», είπε ξεφυσώντας, κι ο τόνος της φωνής της σταθεροποιήθηκε. Η ανησυχία, που είχε διαγραφεί φευγαλέα στο πρόσωπό της, χάθηκε στη στιγμή. «Πιστεύω πως οι Αναζητητές δεν θα με εμποδίσουν να εγκαταλείψω την πόλη, αλλά νομίζουν ότι μπορούν να με ακολουθήσουν, για να βρουν κάτι που θεωρούν σημαντικότερο κι από εμένα. Θα με ακολουθήσουν και, μέχρι να φύγω από τις περιοχές που ήδη κατέχουν οι Ρυαγκέλ, θα καλέσουν τους στρατιώτες να με συλλάβουν, πράγμα που θα κάνουν μόλις αποφασίσουν πως κατευθύνομαι σε απάτητα μέρη. Κι εκεί είναι που θα χρειαστώ την τέχνη του φίλου σου, του Θομ Μέριλιν, Άρχοντα Κώθον. Στο ενδιάμεσο της απόστασης, πρέπει να χαθώ από το οπτικό πεδίο των Αναζητητών. Μπορεί να μην έχω ακόμα το χρυσάφι από το Κάντοριν, αλλά διαθέτω αρκετό για να ανταμείψω πλουσιοπάροχα τη βοήθειά σου. Να είσαι βέβαιος γι’ αυτό».

«Λέγε με Ματ», της είπε, χαρίζοντάς της το καλύτερο του χαμόγελο. Ακόμα κι η πιο σκληροτράχηλη γυναίκα μαλάκωνε όταν έβλεπε αυτό το χαμόγελο. Δηλαδή, η συγκεκριμένη δεν μαλάκωσε ακριβώς —αν μη τι άλλο, συνοφρυώθηκε κάπως— αλλά αν υπήρχε ένα πράγμα που ήξερε καλά ότι έπιανε με τις γυναίκες, ήταν τα χαμόγελα που τους χάριζε. «Ξέρω πώς να σε κάνω να εξαφανιστείς αμέσως. Δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε, ξέρεις, Οι Αναζητητές μπορεί να αποφασίσουν να σε συλλάβουν αύριο κιόλας». Τα λόγια του έφεραν αποτέλεσμα. Η γυναίκα δεν δείλιασε —ο Ματ υποπτευόταν πως ελάχιστα πράγματα θα την έκαναν να δειλιάσει— και του ένευσε καταφατικά. «Κάτι ακόμα, Εγκήνιν». Αυτό μπορεί και να του έσκαγε στα μούτρα, σαν τα βεγγαλικά της Αλούντρα, αλλά δεν δίστασε. Υπάρχουν φορές που δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ρίξεις το ζάρι. «Δεν χρειάζομαι χρυσάφι, αλλά τρεις σουλ’ντάμ που θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Μπορείς να μου τις βρεις;»

Έπειτα από ένα λεπτό, που του φάνηκε αιώνας, η γυναίκα ένευσε καταφατικά, κι ο Ματ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Είχε κάνει το πρώτο βήμα.

«Ο Ντόμον», είπε ο Θομ με επίπεδη φωνή, δαγκώνοντας την άκρη της πίπας που κρατούσε με τα δόντια του. Ήταν ξαπλωμένος, έχοντας ένα λεπτό μαξιλάρι διπλωμένο κάτω από το κεφάλι του, κι έμοιαζε να μελετά την αδιόρατη γαλάζια αχλή που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα του, δίχως παράθυρα, δωματίου. Ο μοναδικός φανός εξέπεμπε ένα ακανόνιστο φως. «Κι η Εγκήνιν».

«Η οποία ανήκει στη Γενιά πλέον». Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του, ο Τζούιλιν κοίταξε τα αποκαΐδια στη γέμιση της πίπας του. «Δεν είμαι σίγουρος αν μου αρέσει αυτό».

«Υπονοείς πως δεν μπορούμε να τους εμπιστευθούμε;» ρώτησε απαιτητικά ο Ματ, στουπώνοντας απρόσεχτα το ταμπάκ του με τον αντίχειρα. Το τράβηξε έξω ξεστομίζοντας μια ήπια βρισιά κι έβαλε το δάχτυλο στο στόμα του για να το βυζάξει και να καταπραΰνει το κάψιμο. Οι επιλογές του, για άλλη μια φορά, ήταν να καθίσει στο σκαμνί ή όρθιος, αλλά για πρώτη φορά το σκαμνί δεν τον ενοχλούσε διόλου. Οι απογευματινές δοσοληψίες με την Εγκήνιν είχαν κρατήσει ελάχιστα, αλλά ο Θομ βρισκόταν εκτός Παλατιού μέχρι να βραδιάσει, ενώ ο Τζούιλιν έκανε την εμφάνιση του αρκετά αργότερα. Κανείς από τους δύο δεν φαινόταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος με τα νέα του Ματ, παρ’ όλο που εκείνος περίμενε το αντίθετο. Ο Θομ είχε αναστενάξει με ανακούφιση που είδε τελικά μία από τις αποδεκτές σφραγίδες, αλλά το βλέμμα του Τζούιλιν γινόταν βλοσυρό όποτε κοιτούσε το μάτσο, σε μια γωνία του δωματίου, εκεί όπου το είχε πετάξει. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσει, μια και δεν χρειαζόταν πλέον το φόρεμα μιας σουλ’ντάμ. «Σου λέω και πάλι, τα έχουν κάνει επάνω τους από τότε που αναφέρθηκαν οι Αναζητητές», είπε ο Ματ μόλις έπαψε να τον καίει ο αντίχειρας του. Εντάξει, μπορεί να μην τα είχαν κάνει επάνω τους, αλλά σίγουρα είχαν φοβηθεί αρκετά. «Μπορεί η Εγκήνιν να ανήκει στη Γενιά, αλλά δεν αντέδρασε διόλου όταν της είπα τι ακριβώς ήθελα από μια σουλ’ντάμ. Απλώς μου είπε πως ήξερε τρεις ικανές γι’ αυτή τη δουλειά κι ότι θα τις είχε έτοιμες έως αύριο».

«Τίμια γυναίκα αυτή η Εγκήνιν», αναπόλησε ο Θομ. Κάθε λίγο και λιγάκι, έκανε μια παύση για να δημιουργήσει ένα δαχτυλίδι καπνού. «Όντως, είναι λίγο παράξενο, αλλά από την άλλη μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για Σωντσάν. Νομίζω πως ακόμα κι η Νυνάβε τη συμπαθεί, όπως κι η Ηλαίην. Άλλωστε, κι αυτή ανταποδίδει τη συμπάθεια των δύο γυναικών, έστω κι αν είναι Άες Σεντάι, όπως πιστεύει. Ήταν πολύ χρήσιμη στο Τάντσικο. Πολύ χρήσιμη. Κάτι παραπάνω από επιτήδεια, θα έλεγα. Πολύ θα ήθελα να μάθω πώς κατάφερε να ανελιχθεί στη Γενιά, αλλά, ναι, πιστεύω πως μπορούμε να εμπιστευθούμε την Εγκήνιν, όπως και τον Ντόμον. Ενδιαφέρων τύπος».

«Λαθρέμπορος», μουρμούρισε αποδοκιμαστικά ο Τζούιλιν. «Και τώρα της ανήκει κιόλας. Οι σο’τζίν δεν είναι μονάχα απλή περιουσία, ξέρεις. Υπάρχουν σο’τζίν που έχουν εξουσία πάνω σε άτομα της Γενιάς». Ο Θομ ανασήκωσε ένα δασύτριχο φρύδι προς το μέρος του. Ένα λεπτό μετά, ο ληστοκυνηγός ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Υποθέτω πως ο Ντόμον είναι άξιος εμπιστοσύνης», είπε κάπως διστακτικά. «Για λαθρέμπορος, τουλάχιστον».

Ο Ματ ρουθούνισε. Ίσως τον ζήλευαν. Όπως και να έχει, ήταν τα’βίρεν κι έπρεπε να μάθουν να ζουν με αυτό. «Άρα, αύριο βράδυ φεύγουμε. Η μόνη αλλαγή στο σχέδιο είναι ότι έχουμε μαζί μας τρεις αληθινές σουλ’ντάμ και μία γυναίκα που ανήκει στη Γενιά, για να μας περάσουν από τις πύλες».

«Κι αυτές οι σουλ’ντάμ πρόκειται να βγάλουν εκτός πόλης τρεις Άες Σεντάι, να τις αφήσουν να φύγουν, και να μην περάσει καθόλου από το μυαλό τους να σημάνουν συναγερμό», μουρμούρισε ο Τζούιλιν. «Κάποτε, την εποχή που ο Ραντ αλ’Θόρ βρισκόταν στο Δάκρυ, είδα να πετούν στον αέρα ένα νόμισμα κι αυτό να στέκεται όρθιο πέντε φορές στη σειρά. Τελικά, φύγαμε και το αφήσαμε να στέκεται εκεί, πάνω στο τραπέζι. Πού ξέρεις, όλα γίνονται».

«Ή τους έχεις ή δεν τους έχεις εμπιστοσύνη, Τζούιλιν», γρύλισε ο Ματ. Ο ληστοκυνηγός έριξε μια αγριεμένη ματιά στα ρούχα, που ήταν κουβαριασμένα στη γωνία, κι ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. «Τι έκαναν για να σε βοηθήσουν στο Τάντσικο, Θομ; Αίμα και στάχτες, σταματήστε πια εσείς οι δύο να με κοιτάτε σαν χάνοι! Το ξέρετε, το ξέρουν, και θα μπορούσα να το ξέρω κι εγώ».

«Η Νυνάβε είπε να μην το αναφέρουμε πουθενά», είπε ο Τζούιλιν, λες κι ήταν αυτό το θέμα. «Το ίδιο κι η Ηλαίην. Δώσαμε τον λόγο μας. Δεν θα απείχε και πολύ από την αλήθεια αν έλεγες πως πήραμε όρκο».

Ο Θομ κούνησε το κεφάλι του πάνω στο μαξιλάρι. «Όλα αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση, Τζούιλιν. Όπως και να έχει, δεν πήραμε κανέναν όρκο». Φύσηξε τρία τέλεια δαχτυλίδια καπνού, το ένα μέσα στο άλλο. «Μας βοήθησαν να βρούμε και να διαχειριστούμε ένα είδος αρσενικού α’ντάμ, Ματ. Προφανώς, το Μαύρο Άτζα ήθελε να το χρησιμοποιήσει πάνω στον Ραντ. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί η Νυνάβε κι η Ηλαίην τηρούσαν σιγή ιχθύος. Αν άρχιζε να κυκλοφορεί παντού ότι υπήρχε ένα τέτοιο πράγμα, το Φως μόνο ξέρει τι είδους φήμες θα ξεπηδούσαν».

«Και ποιος νοιάζεται τι θα έλεγε ο κόσμος;» Ένα αρσενικό α’ντάμ; Μα το Φως, αν το Μαύρο Άτζα απειλούσε με αυτό τον Ραντ ή οι Σωντσάν είχαν... Τα χρώματα στροβιλίστηκαν ξανά μέσα στο κεφάλι του, και ζόρισε τον εαυτό του να πάψει να σκέφτεται τον Ραντ. «Το κουτσομπολιό δεν κάνει κακό σε... κανέναν». Τα χρώματα χάθηκαν. Μπορούσε να το αποφύγει, αρκεί να μη σκεφτόταν... Τα χρώματα στροβιλίστηκαν ξανά κι ο Ματ δάγκωσε δυνατά την άκρη της πίπας του.

«Δεν είναι αλήθεια, Ματ. Οι ιστορίες διαθέτουν δύναμη. Τόσο οι διηγήσεις των αοιδών όσο και τα έπη των βάρδων, ακόμα κι οι διαδόσεις στους δρόμους. Αναμοχλεύουν τα πάθη κι αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο. Σήμερα, άκουσα κάποιον να λέει πως ο Ραντ ορκίστηκε πίστη στην Ελάιντα κι ότι βρισκόταν στον Λευκό Πύργο. Ο τύπος το πίστευε, Ματ. Τι θα γίνει αν αρχίσουν να το πιστεύουν κάμποσοι Δακρυνοί, για παράδειγμα; Οι Δακρυνοί δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τις Άες Σεντάι, καλά δεν τα λέω, Τζούιλιν;»

«Μερικοί τις συμπαθούν», παρενέβη ο Τζούιλιν, και πρόσθεσε, λες κι ο Θομ τού το έβγαλε με το τσιγκέλι: «Οι περισσότεροι. Αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, λίγοι από εμάς έχουν συναντήσει Άες Σεντάι. Άλλωστε, με βάση τον προϋπάρχοντα νόμο, που απαγορεύει τη διαβίβαση, ελάχιστες Άες Σεντάι φτάνουν μέχρι το Δάκρυ και, φυσικά, σπάνια γνωστοποιούν την άφιξή τους».

«Άσχετο αυτό, αγαπητέ μου Δακρυνέ φίλε, φιλικά προσκείμενε στις Άες Σεντάι. Επιπλέον, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο επιχείρημά μου. Το Δάκρυ είναι σταθερά προσκολλημένο στον Ραντ, οι ευγενείς τουλάχιστον, επειδή φοβούνται πως, αν δεν ταχθούν υπέρ του, εκείνος θα επιστρέψει, αλλά αν πιστεύουν πως τον κρατάει δέσμιο ο Πύργος, ίσως και να μην επιστρέψει. Αν πιστεύουν πως είναι εργαλείο στα χέρια του Πύργου, έχουν κάθε λόγο να στραφούν εναντίον του. Αν αυτά τα δύο γίνουν πιστευτά από αρκετούς Δακρυνούς, ο Ραντ θα φύγει από το Δάκρυ τόσο γρήγορα όσο τράβηξε το Καλαντόρ. Αυτή είναι η μία φήμη, που αφορά μονάχα στο Δάκρυ, αλλά εξίσου μεγάλη ζημιά μπορεί να γίνει και στην Καιρχίν, στο Ίλιαν κι οπουδήποτε αλλού. Δεν έχω ιδέα τι είδους ιστορίες μπορεί να ξεπηδήσουν από ένα αρσενικό α’ντάμ, σε έναν κόσμο με τον Αναγεννημένο Δράκοντα και τους Άσα’μαν, αλλά παραείμαι γέρος για να το ανακαλύψω».

Ο Ματ κατάλαβε, τρόπος του λέγειν. Αυτό που προσπαθούσε να κάνει ένας άντρας απέναντι σε κάποιον άλλον, που διοικούσε στρατιές εναντίον του, ήταν να τον αναγκάσει να πιστέψει ότι ενεργεί διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως, ότι ακολουθεί άλλη κατεύθυνση, κι ο εχθρός πάσχιζε να κάνει το ίδιο, αν δηλαδή είχε την ικανότητα. Μερικές φορές, επικρατούσε τόση σύγχυση ανάμεσα στις δύο πλευρές, ώστε συνέβαιναν παράξενα πράγματα. Μέχρι και τραγωδίες. Καίγονταν πόλεις, που κανείς δεν ενδιαφερόταν να κάψει, παρά μόνο οι δράστες, που πίστευαν κάτι αναληθές, και χιλιάδες κόσμος πέθαινε. Σπαρτά καταστρέφονταν για τους ίδιους λόγους, και δεκάδες χιλιάδες πέθαιναν στον επακόλουθο λοιμό.

«Οπότε, δεν θα έκοβα και το κεφάλι μου σχετικά με ετούτο εδώ το αρσενικό α’ντάμ», είπε. «Φαντάζομαι πως κάποιος θα σκέφτηκε να του το... πει;» Τα χρώματα άστραψαν. Ίσως μπορούσε να τα αγνοήσει ή, από την άλλη, να τα συνηθίσει. Εξαφανίστηκαν το ίδιο γρήγορα όσο είχαν εμφανιστεί, και δεν του έκαναν καμία ζημιά. Απλώς, δεν του άρεσαν πράγματα που δεν κατανοούσε, κι ειδικά αν, με κάποιον τρόπο, σχετίζονταν με τη Δύναμη. Η ασημένια κεφαλή της αλεπούς, κάτω από την πουκαμίσα του, μπορεί να τον προστάτευε από τη Δύναμη, αλλά η προστασία αυτή είχε τόσο πολλές τρύπες όσες κι οι αναμνήσεις του.

«Δεν είχαμε κανονική επαφή ακριβώς», είπε ξερά ο Θομ, σείοντας ρυθμικά τα φρύδια του. «Υποθέτω πως η Ηλαίην κι η Νυνάβε βρήκαν τρόπο να του το πουν, αν το θεώρησαν σημαντικό».

«Γιατί θα έπρεπε;» είπε ο Τζούιλιν, σκύβοντας να λύσει την μπότα του και βγάζοντας ένα γρύλισμα. «Το αντικείμενο βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας». Με ύφος βλοσυρό, τίναξε την μπότα στον μπόγο με τα ρούχα, στη γωνία. «Θα μας αφήσεις να κοιμηθούμε καθόλου απόψε, Ματ; Νομίζω πως τον αυριανό ύπνο πρέπει να τον ξεχάσουμε και, τουλάχιστον μέρα παρά μέρα, θα ήθελα να παίρνω έναν υπνάκο».

Το ίδιο βράδυ, ο Ματ προτίμησε να κοιμηθεί στο κρεβάτι της Τάυλιν, όχι όμως για να θυμηθεί τους παλιούς καλούς καιρούς. Η σκέψη και μόνο τον έκανε να γελάσει, αν και το γέλιο του έμοιαζε περισσότερο με κλαψούρισμα και δεν ήταν καθόλου αστείο. Η αιτία που έπεσε να κοιμηθεί εκεί ήταν πως ένα καλό στρώμα κι ένα μαξιλάρι από πούπουλα χήνας ήταν κατά πολύ προτιμότερα από έναν σωρό σανού, όπου δεν είχες ιδέα ποια θα ήταν η επόμενη φορά που θα κοιμόσουν σαν άνθρωπος.

Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν πως δεν τον έπαιρνε ύπνος. Καθόταν εκεί, στο σκοτάδι, με το ένα χέρι βαλμένο κάτω από το κεφάλι του και το δερμάτινο σχοινί του μενταγιόν τυλιγμένο γύρω από τον καρπό του, έτοιμο προς χρήση σε περίπτωση που το γκόλαμ γλιστρούσε από τη χαραμάδα της πόρτας, αλλά και πάλι δεν ήταν η σκέψη του γκόλαμ που τον κρατούσε ξύπνιο. Δεν έπαυε να κλωθογυρίζει μέσα στο μυαλό του το σχέδιό του. Ήταν καλό σχέδιο και, δεδομένων των περιστάσεων, απλό. Μόνο που στις μάχες, ακόμα και τα καλύτερα σχέδια ναυαγούσαν. Οι μεγάλες στρατιωτικές προσωπικότητες κέρδιζαν τη φήμη τους όχι επειδή έθεταν σε εφαρμογή ένα θαυμαστό σχέδιο, αλλά επειδή νικούσαν, ακόμα κι όταν το σχέδιο αυτό αποτύγχανε. Έτσι, όταν το πρώτο φως της μέρας φώτισε τα παράθυρα, ο Ματ ήταν ακόμα ξαπλωμένος εκεί, στριφογυρίζοντας στα δάχτυλά του το μενταγιόν και πασχίζοντας να καταλάβει τι επρόκειτο να πάει στραβά.

Загрузка...