3 Έθιμα

Από την πρώτη κιόλας ώρα της σύλληψης της, η Φάιλε ανησυχούσε για τυχόν κρυοπαγήματα, καθώς πάσχιζε να διασχίσει το χιονισμένο δάσος. Αύρες αναδεύονταν κι έσβηναν, αναδεύονταν κι έσβηναν. Ελάχιστα από τα σκόρπια δέντρα είχαν ακόμα φύλλωμα, κι αυτό κρεμόταν από τα κλαριά καφετί και νεκρό. Οι αύρες στριφογύριζαν ανενόχλητες μέσα στο δάσος, κι όσο αδύναμες κι αν ήταν οι ριπές του ανέμου, έφερναν παγωνιά. Δεν σκεφτόταν ιδιαίτερα τον Πέριν, παρά μόνο με την ελπίδα ότι ο άντρας της είχε πληροφορηθεί με κάποιον τρόπο τις μυστικές δοσοληψίες του Μασέμα. Και των Σάιντο, φυσικά. Έστω κι αν αυτή η τσούλα, η Μπερελαίν, ήταν το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να τον πληροφορήσει σχετικά. Ήλπιζε η Μπερελαίν να είχε γλιτώσει από την ενέδρα και να είχε πει στον Πέριν τα πάντα. Και, μετά, να είχε πέσει σε καμιά τρύπα και να είχε σπάσει τον λαιμό της. Τώρα όμως, είχε πολύ πιο σημαντικές έγνοιες από αυτή για τον σύζυγό της. Είχε αποκαλέσει αυτόν τον καιρό φθινοπωρινό, παρ’ όλο που το φθινόπωρο της Σαλδαία ήταν ικανό να σκοτώσει κόσμο, κι από τα αρχικά της ρούχα διατηρούσε μόνο τις σκούρες μάλλινες κάλτσες της. Είχαν χρησιμοποιήσει τη μία, για να τη δέσουν πισθάγκωνα, ενώ η δεύτερη είχε δεθεί γύρω από τον λαιμό της, παίζοντας τον ρόλο του λουριού. Τα γενναία λόγια ήταν άχρηστο κάλυμμα για τη γυμνωμένη επιδερμίδα. Ήταν τόσο παγωμένη, που δεν μπορούσε καν να ιδρώσει, ωστόσο τα πόδια της σύντομα πόνεσαν από την προσπάθεια να διατηρεί μια λογική απόσταση από αυτούς που την είχαν αιχμαλωτίσει. Η φάλαγγα των Σάιντο, άντρες και Κόρες καλυμμένες με βέλα, επιβράδυνε την πορεία της όταν το χιόνι έφτασε έως τα γόνατά τους, αλλά μόλις αραίωσε πάλι μέχρι τους αστραγάλους τους, επανήλθαν στον σταθερό τους βηματισμό. Έμοιαζαν ακούραστοι. Τα άλογα δεν θα μπορούσαν να κινηθούν ταχύτερα. Ανατριχιάζοντας από το κρύο, η Φάιλε αγκομαχούσε στην άκρη του λουριού της, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να καταπιεί αέρα μέσα από δόντια που εις μάτην πάσχιζε να τα κάνει να μην τρίζουν.

Οι Σάιντο ήταν λιγότεροι απ’ ό,τι είχε υπολογίσει στη διάρκεια της επίθεσης, ίσως όχι παραπάνω από εκατόν πενήντα, σκέφτηκε, και σχεδόν όλοι κουβαλούσαν ακόντια και τόξα. Η πιθανότητα να τους αιφνιδιάσει κάποιος ήταν ελάχιστη. Βρίσκονταν συνεχώς σε επαγρύπνηση και προχωρούσαν σαν φαντάσματα μες στη σιωπή, η οποία διακοπτόταν πού και πού από τον τριζάτο ήχο του χιονιού κάτω από τις μαλακές μπότες τους, που τους έφταναν έως το γόνατο. Οι πράσινες, γκρίζες και καφετιές φορεσιές ξεχώριζαν στο λευκό τοπίο. Το πράσινο είχε προστεθεί στο καντιν’σόρ από τότε που διέσχισαν το Δρακότειχος, έτσι τουλάχιστον της είχαν αναφέρει η Μπάιν κι η Τσιάντ, για να χρησιμεύει ως παραλλαγή στις πρασινάδες των περιοχών εκείνων. Γιατί δεν πρόσθεσαν και το λευκό, για τον χειμώνα; Έτσι όπως ήταν ντυμένοι, ξεχώριζαν από απόσταση. Προσπάθησε να παρατηρεί τα πάντα, να θυμάται όσο το δυνατόν περισσότερα που θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμα αργότερα, όταν θα έφτανε η ώρα να δραπετεύσει. Ήλπιζε να έκαναν το ίδιο κι οι αιχμάλωτες συντρόφισσές της. Ο Πέριν σίγουρα θα εξαπέλυε ανθρωποκυνηγητό, αλλά η σκέψη της διάσωσης δεν περιλαμβανόταν στους υπολογισμούς της. Αν περιμένεις να διασωθείς, μπορεί να περιμένεις επ’ άπειρον. Εξάλλου, έπρεπε να δραπετεύσουν το συντομότερο δυνατόν, προτού οι απαγωγείς τους ενώνονταν με τις υπόλοιπες δυνάμεις των Σάιντο. Δυσκολευόταν να βρει λύση, αλλά σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος. Το μόνο καλό ήταν πως ο κύριος όγκος των Σάιντο μάλλον βρισκόταν μέρες μακριά. Στο συγκεκριμένο κομμάτι της Αμαδισία επικρατούσε χάος, αλλά αποκλείεται να υπήρχαν εκεί χιλιάδες Σάιντο χωρίς η ίδια να έχει πάρει είδηση κάτι.

Κάποια στιγμή, νωρίτερα, προσπάθησε να ρίξει μια ματιά στις γυναίκες που είχαν αιχμαλωτιστεί μαζί της, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σκοντάψει σε μια χιονισμένη πλαγιά. Μισοθαμμένη ακόμα στη λευκή πούδρα, αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα, αφ’ ενός από το παγερό ξάφνιασμα κι αφ’ ετέρου από τον ογκώδη Σάιντο, που κρατούσε το λουρί της κι ο οποίος την τράβηξε, για να τη στηρίξει ξανά στα πόδια της. Πλατύστερνος όσο ο Πέριν κι ένα κεφάλι ψηλότερος, ο Ρόλαν απλά τη σήκωσε αρπάζοντας την από μια τούφα μαλλιά, κι έπειτα την ανάγκασε να κινηθεί ξανά, ραπίζοντας με δύναμη τα γυμνά της οπίσθια, ενώ ο ίδιος επανήλθε στον γνωστό του διασκελισμό, που την ανάγκαζε να περπατάει γρήγορα. Το ράπισμα θα μπορούσε να αναγκάσει ακόμα κι ένα πόνυ να κινηθεί. Παρά τη γύμνια της, τα γαλανά μάτια του Ρόλαν δεν αντικατόπτριζαν το βλέμμα ενός άντρα που κοιτούσε μια γυναίκα. Η Φάιλε αισθανόταν εν μέρει ευγνώμων κι εν μέρει... ξαφνιασμένη, αν και κάπως αόριστα. Σίγουρα δεν είχε καμιά όρεξη να την κοιτάζουν λάγνα ή, έστω, με ενδιαφέρον, αλλά αυτές οι ανέκφραστες ματιές καταντούσαν σχεδόν προσβλητικές! Έπειτα από αυτό το περιστατικό, πρόσεχε να μην πέσει ξανά, αν και, καθώς οι ώρες περνούσαν χωρίς την παραμικρή στάση στην πορεία τους, το να παραμείνει όρθια απαιτούσε όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια.

Αρχικά, ανησυχούσε για το ποια μέρη του κορμιού της θα πάγωναν πρώτα, αλλά όσο το πρωινό παραχωρούσε τη θέση του στο απόγευμα, χωρίς η φάλαγγα να έχει κάνει καμία στάση, όλη της η προσοχή επικεντρώθηκε στα πόδια της. Τα πόδια του Ρόλαν κι όσων προπορεύονταν άνοιγαν ένα είδος μονοπατιού, ωστόσο η χιονένια κρούστα σχημάτιζε κοφτερές άκρες κι η γυναίκα άφηνε κόκκινες κηλίδες που πάγωναν μαζί με τα χνάρια της. Το χειρότερο όμως ήταν το ίδιο το κρύο. Είχε δει κρυοπαγήματα. Πόσο θα άντεχε ακόμα μέχρι οι πατούσες της να γίνουν μαύρες; Τρικλίζοντας, τέντωνε το κάθε της πόδι καθώς το άπλωνε μπροστά, τρίβοντας διαρκώς τα χέρια της μεταξύ τους. Τα δάχτυλα χεριών και ποδιών αποτελούσαν τον χειρότερο κίνδυνο, μολονότι οποιοδήποτε εκτεθειμένο μέρος του σώματος δεν βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα. Για το πρόσωπο και το υπόλοιπο κορμί της μόνο να ελπίζει μπορούσε. Το τέντωμα πονούσε, κι ένιωθε τις πληγές των ποδιών της να καίνε, αλλά οποιαδήποτε αίσθηση ήταν καλύτερη από το τίποτα. Όταν θα έφτανε η στιγμή που δεν θα ένιωθε πια το παραμικρό, ο χρόνος που θα της απέμενε θα ήταν πολύ λίγος. Τέντωμα και δρασκελιά, τέντωμα και δρασκελιά. Ήταν η μόνη σκέψη που γέμιζε το νου της. Συνέχισε να προχωράει με τρεμάμενα πόδια, πασχίζοντας να μην παγώσουν τα άνω και κάτω άκρα της. Συνέχισε να προχωράει.

Ξάφνου, σκόνταψε κι έπεσε πάνω στον Ρόλαν, αναπηδώντας λαχανιασμένη από το πλατύ του στήθος. Κάτι παραπάνω από μισοζαλισμένη, δεν αντιλήφθηκε ότι ο άντρας είχε σταματήσει, κάτι που είχαν κάνει κι οι υπόλοιποι που προπορεύονταν, μερικοί εκ των οποίων κοιτούσαν προς τα πίσω, ενώ άλλοι ήταν στραμμένοι μπροστά, σε επιφυλακή, με τα όπλα προτεταμένα σαν να περίμεναν επίθεση. Μόνο αυτό πρόλαβε να δει, πριν ο Ρόλαν την αδράξει ξανά από μια τούφα μαλλιά και σκύψει να τη σηκώσει από το ένα πόδι. Μα το Φως, αυτός ο άντρας όντως της συμπεριφερόταν σαν να ήταν πόνυ!

Αποδεσμεύοντας το χέρι του από τα μαλλιά της κι από το πόδι της, γλίστρησε το μπράτσο του γύρω από τα δυο της πόδια και την επόμενη στιγμή η όρασή της θόλωσε, καθώς ο άντρας την τοποθετούσε στους ώμους του, με το κεφάλι κάτω, πλάι στο κεράτινο τόξο που ήταν θηκαρωμένο στην πλάτη του. Η αγανάκτηση την έπνιξε, καθώς τη μετακινούσε από δω κι από κει, μέχρι να βρει την πιο βολική θέση για να την κουβαλήσει, αλλά η Φάιλε κατέπνιξε τα αισθήματά της πριν ακόμα εκδηλωθούν. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, ούτε ο κατάλληλος τόπος για κάτι τέτοιο. Το μόνο που είχε σημασία. ήταν ότι τα πόδια της, επιτέλους, δεν ακουμπούσαν πάνω στο χιόνι. Επιπλέον, ανάσαινε και πάλι κανονικά. Πάντως, θα μπορούσε να την προειδοποιήσει.

Καταβάλλοντας προσπάθεια, ανασήκωσε τον λαιμό της, έτσι ώστε να μπορεί να κοιτάζει τις συντρόφισσές της, κι αισθάνθηκε ανακούφιση που ήταν όλες εκεί. Γυμνές αιχμάλωτες, πράγματι, αλλά ήταν σίγουρη πως μόνο ένα πτώμα θα έμενε πίσω. Οι υπόλοιπες, που περπατούσαν, είχαν για λαιμαριές λωρίδες από κάλτσες ή κουρέλια κομμένα από τα χαμένα τους ρούχα, ενώ οι περισσότερες ήταν δεμένες πισθάγκωνα. Η Αλιάντρε είχε πάψει πια να προσπαθεί να διπλωθεί στα δύο για να θωρακίσει τον εαυτό της. Η Βασίλισσα της Γκεάλνταν είχε άλλες έγνοιες τώρα, σημαντικότερες από τη σεμνότητα. Τρέμοντας και λαχανιάζοντας, θα είχε σωριαστεί από ώρα, αν ο κοντόχοντρος Σάιντο, που εξέταζε τις πατούσες των ποδιών της, δεν τη στήριζε από τους δεμένους της αγκώνες. Το να είναι ένας Αελίτης κοντόχοντρος σήμαινε πως μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τα πιο πολλά μέρη, αν και θα τον μαρτυρούσαν οι ώμοι του, που ήταν σχεδόν εξίσου φαρδιοί με του Ρόλαν. Τα μαύρα μαλλιά, που έπεφταν στην πλάτη της Αλιάντρε, ανέμιζαν, και το πρόσωπό της ήταν καταβεβλημένο. Πίσω της, η Μάιντιν έμοιαζε να έχει τα ίδια χάλια. Πάσχιζε να ανασάνει, και τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της ήταν ανάκατα, ενώ τα γαλανά της μάτια κοιτούσαν στο πουθενά. Ωστόσο, κατάφερνε να στέκεται όρθια από μόνη της, με μια κοκαλιάρα Κόρη να της στηρίζει το πόδι. Όλως περιέργως, η υπηρέτρια της Φάιλε έμοιαζε πιο πολύ με βασίλισσα απ’ ό,τι η Αλιάντρε, αν κι ατημέλητη βασίλισσα.

Συγκριτικά, η Μπάιν κι η Τσιάντ δεν έδειχναν να βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από τους Σάιντο, παρ’ όλο που το μάγουλο της Τσιάντ ήταν κιτρινισμένο και πρησμένο από το χτύπημα που είχε δεχτεί όταν τις απήγαγαν, ενώ το μαύρο αίμα που είχε σβολιάσει πάνω στα κοντά, φλογάτα μαλλιά της Μπάιν κι είχε απλωθεί στο πρόσωπό της έμοιαζε να έχει παγώσει. Κακό αυτό. Θα μπορούσε να αφήσει σημάδι. Οι δύο Κόρες, εντούτοις, δεν δυσκολεύονταν να πάρουν ανάσα κι είχαν ακόμα δύναμη να σηκώσουν τα πόδια τους για εξέταση. Μονάχα αυτές απ’ όλους τους αιχμαλώτους δεν ήταν δεμένες — εκτός από το έθιμο, που ήταν πιο δυνατό από τις αλυσίδες. Είχαν αποδεχτεί ήρεμα τη μοίρα τους, να υπηρετήσουν δηλαδή τους κύριούς τους ως γκαϊ’σάιν για ένα χρόνο και μια μέρα. Η Μπάιν κι η Τσιάντ ίσως αποδεικνύονταν χρήσιμες στην απόδραση —αν κι η Φάιλε δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον τις περιόριζε το έθιμο— αλλά οι ίδιες δεν υπήρχε περίπτωση να προσπαθήσουν να το σκάσουν.

Οι τελευταίες αιχμάλωτες, η Λασίλ κι η Αρρέλα, πάσχιζαν να μιμηθούν τις Κόρες, φυσικά, με μέτρια αποτελέσματα. Ένας ψηλός Αελίτης είχε πάρει παραμάσχαλα τη μικροκαμωμένη Λασίλ, για να εξετάσει τις πατούσες της, ενώ η αίσθηση της ταπείνωσης κηλίδωνε με πορφυρό χρώμα τα ωχρά της μάγουλα. Η Αρρέλα ήταν ψηλή, αλλά οι δύο Κόρες που την επέβλεπαν ήταν ψηλότερες από τη Φάιλε, και μεταχειρίζονταν τη Δακρυνή γυναίκα με παγερή ευκολία. Ένα κατσούφιασμα διαστρέβλωνε το σκοτεινό της πρόσωπο όταν την τσιγκλούσαν, αλλά ίσως έφταιγε κι η γοργή χειρομιλία που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους. Η Φάιλε ήλπιζε να μη δημιουργήσει πρόβλημα, όχι τώρα τουλάχιστον. Κάθε μέλος των Τσα Φάιλε προσπαθούσε να συμπεριφερθεί σαν Αελίτισσα, να ζήσει όπως νόμιζε ότι ζουν οι Αελίτες, αλλά η Αρρέλα ήθελε πραγματικά να γίνει Κόρη κι είχε πικραθεί από το γεγονός πως η Σούλιν κι οι υπόλοιπες δεν της είχαν μάθει χειρομιλία. Θα ένιωθε πολύ χειρότερα αν μάθαινε πως η Μπάιν κι η Τσιάντ είχαν διδάξει κάποια πράγματα στη Φάιλε. Όχι αρκετά για να καταλάβει κάθε λέξη που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι Κόρες, αλλά ικανοποιητικά. Όσα, τουλάχιστον, αδυνατούσε να κατανοήσει η Αρρέλα. Πίστευαν πως η υδρόβια ήταν μαλθακή και παραχαϊδευμένη, κι αυτό την έκανε έξαλλη.

Όπως αποδείχτηκε, η Φάιλε δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για την Αρρέλα. Η Δακρυνή έγινε άκαμπτη όταν μια από τις Κόρες την ανασήκωσε, για να την ακουμπήσει στον έναν ώμο —προσποιούμενη πως τρικλίζει, η βαρυφορτωμένη γυναίκα χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέρι της, για να μεταδώσει ένα μήνυμα, το οποίο έκανε την άλλη Κόρη να σκάσει στα γέλια πίσω από την καλύπτρα της— αλλά ύστερα από μια ματιά προς το μέρος της Μπάιν και της Τσιάντ, που ήδη αναπαύονταν μπρούμυτα και πειθήνια στους ώμους ενός Αελίτη, η Αρρέλα σκυθρώπιασε κι αφέθηκε να κρεμαστεί άτονα. Η Λασίλ έσκουξε, όταν ο τεράστιος άντρας που την κρατούσε τη γύρισε απότομα, για να την τοποθετήσει στην ίδια θέση, αλλά ύστερα από αυτό ηρέμησε, παρ’ όλο που το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι αναψοκοκκινισμένο. Υπήρχαν κάποια πλεονεκτήματα στο να προσπαθείς να μιμηθείς μια Αελίτισσα.

Η Αλιάντρε κι η Μάιντιν, ωστόσο, οι τελευταίες γυναίκες που θα περίμενε η Φάιλε να δημιουργήσουν προβλήματα, ήταν εντελώς διαφορετικό θέμα. Μόλις συνειδητοποίησαν τι ακριβώς συνέβαινε, άρχισαν να παλεύουν άγρια. Όχι ότι επρόκειτο για καμιά σοβαρή μάχη, καθώς κι οι δύο γυναίκες ήταν γυμνές, ξεθεωμένες και με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, αλλά στριφογύριζαν διαρκώς, φώναζαν και κλωτσούσαν όποιον τις προσέγγιζε, η δε Μάιντιν βύθισε τα δόντια της στο χέρι ενός απρόσεκτου Αελίτη και κρεμάστηκε εκεί σαν κυνηγόσκυλο.

«Σταματήστε, ανόητες!» φώναξε η Φάιλε. «Αλιάντρε! Μάιντιν! Αφήστε τους να σας κουβαλήσουν! Κάντε αυτό που σας λέω!» Ούτε η υπηρέτριά της όμως, ούτε η υποτελής της έδωσαν την παραμικρή σημασία στα λόγια της. Η Μάιντιν γρύλιζε σαν λιοντάρι, έτσι όπως κρατούσε στο στόμα της το χέρι του Αελίτη, ενώ η Αλιάντρε είχε υποκύψει, αλλά εξακολουθούσε να ουρλιάζει και να τινάζει τα πόδια της. Η Φάιλε άνοιξε το στόμα της, για να τους δώσει άλλη μία διαταγή.

«Οι γκαϊ’σάιν θα ησυχάσουν», μούγκρισε ο Ρόλαν, ραπίζοντάς την ξανά με δύναμη στα οπίσθια.

Η γυναίκα έτριξε τα δόντια της και μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε καλά, πράγμα που της «εξασφάλισε» ένα ακόμα πυγοράπισμα! Ο άντρας τής είχε πάρει τα μαχαίρια και τα είχε βάλει πίσω από τη ζώνη του. Αν μπορούσε να αδράξει ένα έστω...! Όχι. Όσα κι αν έπρεπε να περάσει, θα τα υπέμενε. Σκόπευε να δραπετεύσει, όχι να αναλωθεί σε ενέργειες χωρίς νόημα.

Η Μάιντιν κράτησε λίγο παραπάνω απ’ ό,τι η Αλιάντρε, μέχρι που δύο γεροδεμένοι άντρες —τόσοι χρειάστηκαν— κατάφεραν να αποσπάσουν τα σαγόνια της από το χέρι του Σάιντο. Προς μεγάλη έκπληξη της Φάιλε, ο πληγωμένος άντρας, αντί να χαστουκίσει τη Μάιντιν, τίναξε το αίμα από το χέρι του και γέλασε! Όχι πως κάτι τέτοιο θα την έσωζε. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, η υπηρέτρια της Φάιλε βρέθηκε πεσμένη μπρούμυτα στο χιόνι, δίπλα στη Βασίλισσα. Είχαν ελάχιστες στιγμές στη διάθεση τους για να πάρουν μια ανάσα και να σφαδάσουν από την πρόσθετη παγωνιά. Δύο Σάιντο, η μία εξ αυτών Κόρη, φάνηκαν να βγαίνουν από τα γύρω δέντρα, γδέρνοντας απολειφάδια κλαδιών από κάτι μακρόστενες βέργες με τα βαριά μαχαίρια της ζώνης τους. Ένα πόδι έπεσε βαρύ ανάμεσα στις ωμοπλάτες των δύο γυναικών, μια γροθιά πάνω στους δεμένους αγκώνες, για να ανασηκώσει τα χέρια που τινάζονταν εδώ κι εκεί, έτσι ώστε να μην εμποδίζουν, και κόκκινες λωρίδες άρχισαν να γεμίζουν τους λευκούς γλουτούς.

Αρχικά, κι οι δύο γυναίκες συνέχισαν να παλεύουν, συστρεφόμενες στο έδαφος, παρότι τις κρατούσαν γερά. Η πάλη τους ήταν ακόμα πιο μάταιη απ’ ό,τι όταν ήταν όρθιες. Από τη μέση και πάνω, τα μόνα μέλη εν κινήσει ήταν κεφάλια που τινάζονταν και χέρια που ένευαν αγριεμένα. Η Αλιάντρε δεν έπαψε στιγμή να ουρλιάζει πως δεν είχαν κανένα δικαίωμα να της το κάνουν αυτό, κατανοητό από μια άποψη, μια κι ήταν βασίλισσα, ανόητο όμως δεδομένων των συνθηκών. Ήταν προφανές ότι μπορούσαν να την κάνουν ό,τι θέλουν, πράγμα που συνέβαινε. Περιέργως, η Μάιντιν ύψωνε τη φωνή της με τον ίδιο, διαπεραστικό τρόπο, αρνούμενη να υποκύψει. Θα νόμιζε κανείς ότι είχε κάποιο αξίωμα, όχι πως ήταν υπηρέτρια αρχόντισσας. Η Φάιλε ήξερε στα σίγουρα πως η Λίνι είχε δείρει τη Μάιντιν χωρίς όλους αυτούς τους μελοδραματικούς θεατρινισμούς. Σε κάθε περίπτωση, οι αρνήσεις δεν βγήκαν σε καλό για καμία από τις δύο. Τα μεθοδικά τινάγματα εξακολούθησαν, μέχρι που αμφότερες κλωτσούσαν και κραύγαζαν ακατάληπτα, κάτι που κράτησε λίγο παραπάνω. Όταν, τελικά, τις στοίβαξαν μαζί με τις υπόλοιπες αιχμάλωτες, οι γυναίκες έσκυψαν τα κεφάλια κι άρχισαν να κλαίνε, χωρίς καμία διάθεση για μάχη.

Η Φάιλε δεν ένιωσε συμπόνια. Κατά τη γνώμη της, αυτές οι ανόητες είχαν «κερδίσει» επάξια κάθε βουρδουλιά. Πέρα από τα κρυοπαγήματα και τις πληγές στα πόδια, όσο περισσότερο παρέμεναν γυμνές έξω, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η πιθανότητα για κάποιες να μην επιβιώσουν προκειμένου να δραπετεύσουν. Λογικά, οι Σάιντο θα τις πήγαιναν σε κάποιου είδους καταφύγιο, αλλά η Αλιάντρε κι η Μάιντιν καθυστέρησαν την πορεία με τη συμπεριφορά τους. Όλη αυτή η φασαρία μπορεί να μη διήρκεσε πάνω από ένα τέταρτο, αλλά έστω λίγα λεπτά μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Επιπλέον, ακόμα κι οι Αελίτες θα χαλάρωναν κάπως τη φρούρησή τους από τη στιγμή που θα έβρισκαν καταφύγιο και θα άναβαν φωτιά. Άσε που θα μπορούσαν να ξεκουραστούν, μια και τις κουβαλούσαν, πράγμα που θα τους έδινε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν την πρώτη ευκαιρία που θα τους παρουσιαζόταν.

Κουβαλώντας τη λεία τους, οι Σάιντο ξεκίνησαν ξανά με τον γνωστό βηματισμό, που καταβρόχθιζε τις αποστάσεις. Τουλάχιστον, έμοιαζαν να κινούνται μέσα στο δάσος πιο γρήγορα από πριν. Η σκληρή, πέτσινη θήκη του τόξου αναπηδούσε στα πλευρά της Φάιλε, καθώς η γυναίκα ταλαντευόταν, κάνοντάς τη να αισθάνεται ζαλάδα. Κάθε δρασκελιά του Ρόλαν έστελνε κραδασμούς στη μέση της. Προσπάθησε στα κρυφά να βρει μια θέση, όπου τα τραντάγματα κι οι σκουντιές δεν θα ήταν τόσο έντονα.

«Μείνε ακίνητη, αλλιώς θα πέσεις κάτω», μουρμούρισε ο Ρόλαν, χτυπώντας τη στους γλουτούς, σαν να χτυπούσε άλογο για να το ηρεμήσει.

Ανασηκώνοντας το κεφάλι, η Φάιλε κοίταξε κατσουφιασμένη πίσω, προς τη μεριά της Αλιάντρε. Δεν μπορούσε να διακρίνει πολλά από τη Βασίλισσα της Γκεάλνταν, κι ό,τι διέκρινε το έκρυβαν σχεδόν αυτές οι πορφυρές, διασταυρούμενες λωρίδες, που την κάλυπταν από την κορυφή των γοφών έως σχεδόν το πίσω μέρος των γονάτων της. Εδώ που τα λέμε, μια μικρή καθυστέρηση και λίγες ραβδώσεις δεν ήταν μεγάλο τίμημα για τη γυναίκα, η οποία αποπειράθηκε να κόψει με τα δόντια ολόκληρο κομμάτι αυτού του μπουνταλά, που την είχε τσουβαλιάσει σαν σακί με δημητριακά. Μακάρι, βέβαια, να του είχε δαγκώσει τον λαιμό, παρά το χέρι.

Σκέψεις γενναίες, αλλά κάτι χειρότερο από άχρηστες. Ανόητες. Ακόμα κι έτσι που την κουβαλούσαν, ήξερε πως έπρεπε να καταπολεμήσει το ψύχος. Άρχισε να συνειδητοποιεί πως, από μια άποψη, ήταν χειρότερο να κουβαλιέται. Περπατώντας, αν μη τι άλλο, απασχολούσε το μυαλό της με το να παραμένει όρθια, αλλά καθώς το απόγευμα προχωρούσε κι έδινε τη θέση του στη νύχτα, αυτή η λικνιστική κίνηση πάνω στους ώμους του Ρόλαν είχε επάνω της ένα νανουριστικό αποτέλεσμα. Όχι. Ήταν το κρύο που αδρανοποιούσε τον νου της. Που έκανε το αίμα της βραδυκίνητο μέσα στις φλέβες της. Ή θα το πολεμούσε ή θα πέθαινε.

Κούνησε ρυθμικά τα χέρια της και τα δεμένα της μπράτσα, τέντωσε και χαλάρωσε τα πόδια της κάμποσες φορές, αναγκάζοντας τους μυς της να κινηθούν, για να κυκλοφορήσει το αίμα. Σκέφτηκε τον Πέριν, κι οι σκέψεις της ήταν ξεκάθαρες σαν να κατάστρωνε σχέδιο· σκέφτηκε τι θα έκανε για να αντιμετωπίσει τον Μασέμα, και πώς η ίδια θα κατόρθωνε να τον πείσει αν τυχόν έκανε πίσω. Φαντάστηκε τη λογομαχία που θα είχαν μεταξύ τους, μόλις ο Πέριν θα μάθαινε πως η γυναίκα του χρησιμοποιούσε τους Τσα Φάιλε ως κατασκόπους, σχεδίασε τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε και θα μετέστρεφε τον θυμό του. Η καθοδήγηση της οργής ενός άντρα προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η γυναίκα ήταν τέχνη, το είχε μάθει αυτό από μια αυθεντία στο θέμα, την ίδια της τη μάνα. Θα ήταν μια εντυπωσιακή λογομαχία. Και θα ακολουθούσε μια υπέροχη επανασύνδεση.

Η σκέψη της επανασύνδεσης την έκανε να ξεχάσει ότι έπρεπε να κινεί τους μυς της, οπότε πάσχισε να συγκεντρώσει την προσοχή της στη λογομαχία, στο σχέδιο που ετοίμαζε. Το κρύο άμβλυνε το μυαλό της, ωστόσο. Άρχισε να χάνει τον ειρμό, κουνούσε διαρκώς το κεφάλι και ξανάρχιζε. Τα γρυλίσματα του Ρόλαν, που της φώναζε να μείνει ακίνητη, βοήθησαν, μια και μπορούσε να εστιάσει στη φωνή του για να παραμείνει ξύπνια. Ακόμα και τα συνοδευτικά χτυπήματα στα αναποδογυρισμένα της οπίσθια βοήθησαν, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, με το καθένα να χρησιμεύει ως σοκ που την κρατούσε σε εγρήγορση. Λίγο αργότερα, άρχισε να κινείται περισσότερο, να παλεύει με τέτοια ένταση, ώστε κόντευε να πέσει κάτω, προκαλώντας τα άξεστα ραπίσματα. Δεν την ενδιέφερε, αρκεί να μην την έπαιρνε ο ύπνος. Αδυνατούσε να υπολογίσει πόσος χρόνος είχε περάσει, αλλά τα στριφογυρίσματα κι οι ελιγμοί της άρχισαν να εξασθενούν σταδιακά, μέχρι που ο Ρόλαν δεν μούγκριζε πια, ούτε τη χαστούκιζε στα πισινά. Μα το Φως, πόσο ήθελε να συνεχίσει ο άντρας να τη μεταχειρίζεται σαν να ήταν τύμπανο!

Γιατί, στο Φως, να θέλω κάτι τέτοιο; σκέφτηκε νωθρά, και σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού της αντιλήφθηκε πως η μάχη είχε χαθεί. Η νύχτα φάνταζε πιο σκοτεινή απ’ ό,τι συνήθως. Δεν ξεχώριζε καν τη λάμψη του φεγγαριού πάνω στο χιόνι. Αισθανόταν πως γλιστρούσε όλο και πιο γρήγορα προς ένα ακόμα βαθύτερο σκοτάδι. Θρηνώντας σιωπηλά, βυθίστηκε στον λήθαργο.

Κι ύστερα, ήρθαν τα όνειρα. Καθόταν πάνω στα γόνατα του Πέριν, κι εκείνος είχε περασμένα τα χέρια του γύρω της τόσο σφιχτά, που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, μπροστά από μια μεγάλη φωτιά που βρυχιόταν σε ένα πλατύ, πέτρινο τζάκι. Η σγουρή γενειάδα του της έξυνε τα μάγουλα, καθώς ο άντρας τής δάγκωνε τα αυτιά με έναν σχεδόν επώδυνο τρόπο. Έξαφνα, ένας δυνατός άνεμος σφύριξε, διαπερνώντας το δωμάτιο και σβήνοντας τη φωτιά σαν να ήταν κεράκι. Ο Πέριν έγινε καπνός που εξαφανίστηκε στη θύελλα. Μόνη στο πυκνό σκοτάδι, πάλεψε με τον άνεμο, αλλά αυτός την αναποδογύρισε μέχρι που ζαλίστηκε τόσο, ώστε να μην μπορεί να ξεχωρίσει το πάνω από το κάτω. Μόνη, στριφογυρίζοντας ατέρμονα στο παγερό σκότος, ξέροντας πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Πέριν.

Έτρεχε, διασχίζοντας μια παγωμένη έκταση, τσαλαβουτώντας από χιονοστιβάδα σε χιονοστιβάδα. Έπεφτε και σηκωνόταν ξανά, τρέχοντας πανικόβλητη, ρουφώντας στα πνευμόνια της αέρα τόσο κρύο, που της έσχιζε τον λαιμό σαν να ήταν κομμάτια γυαλί. Παγοκρύσταλλοι στραφτάλιζαν γύρω της πάνω σε γυμνά κλαριά κι ένας ψυχρός άνεμος μοιρολογούσε, περνώντας μέσα από το άφυλλο δάσος. Ο Πέριν ήταν πολύ θυμωμένος κι η Φάιλε έπρεπε να φύγει μακριά. Αδυνατούσε να ανακαλέσει τις λεπτομέρειες της διαφωνίας τους, απλώς θυμόταν πως είχε εξωθήσει τον όμορφο λύκο της στα άκρα, μέχρι που τον έκανε να πετάει πράγματα τριγύρω. Μόνο που ο Πέριν δεν συνήθιζε να πετάει πράγματα. Σε τέτοιες περιστάσεις, την αναποδογύριζε πάνω στα γόνατά του, όπως είχε κάνει μια φορά, πριν από καιρό. Για ποιο λόγο, λοιπόν, έτρεχε μακριά του; Το θέμα της επανασύνδεσης εξακολουθούσε να ισχύει. Φυσικά, θα τον έκανε να πληρώσει αυτόν τον εξευτελισμό. Όπως και να έχει, μια δυο φορές είχε τύχει να τον ματώσει λιγάκι, σημαδεύοντάς τον με μια γαβάθα ή με μια κανάτα, αν και δεν το ήθελε, ήξερε ωστόσο πως εκείνος ποτέ δεν σκόπευε να της κάνει κακό. Ήξερε, επίσης, πως έπρεπε να συνεχίσει να τρέχει, αλλιώς θα πέθαινε.

Αν με πιάσει, σκέφτηκε στεγνά, τουλάχιστον ένα μέρος του εαυτού μου θα ζεσταθεί. Κι άρχισε να γελάει με αυτή της τη σκέψη, μέχρι που η νεκρή, κατάλευκη έκταση στροβιλίστηκε γύρω της κι ήξερε πως σύντομα θα ήταν κι η ίδια νεκρή.

Η πελώρια πυρά δέσποζε από πάνω της, μια πυργωτή στοιβάδα χοντρών κούτσουρων παραδομένων στις φλόγες. Ήταν γυμνή και κρύωνε, κρύωνε πολύ. Άσχετα από το πόσο κοντά βρισκόταν στη φωτιά, ένιωθε τα κόκαλά της παγωμένα και τη σάρκα της έτοιμη να θρυψαλιαστεί με το παραμικρό φύσημα. Πλησίασε λίγο περισσότερο, κι ακόμα περισσότερο. Η θέρμη της φωτιάς αυξήθηκε, μέχρι που η γυναίκα μόρφασε, μα η παγωνιά παρέμενε παγιδευμένη μέσα στη σάρκα της. Πιο κοντά. Μα το Φως, ήταν καυτή, τόσο καυτή, ωστόσο μέσα της εξακολουθούσε να παγώνει! Πιο κοντά. Άρχισε να ουρλιάζει από τον διαπεραστικό πόνο που της προκαλούσε η κάψα, αλλά μέσα της ο πάγος παρέμενε. Πιο κοντά. Πιο κοντά. Θα πέθαινε. Ούρλιαξε, αλλά μονάχα η σιωπή και το κρύο τής αποκρίθηκαν.

Ήταν μέρα, αλλά μολυβένια σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό. Η χιονόπτωση συνεχιζόταν σταθερά, ανάλαφρες χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον άνεμο, μέσα από τα δέντρα. Ο άνεμος δεν ήταν μανιασμένος, όμως έγλειφε με γλώσσες από πάγο την ατμόσφαιρα. Κρούστες από λευκό πυργώνονταν στα κλωνάρια, μέχρι που αποκτούσαν αρκετό ύψος, για να καταρρεύσουν από το ίδιο τους το βάρος και τον άνεμο, πέφτοντας σαν χείμαρροι στο έδαφος. Η πείνα κατέτρωγε τα σωθικά της Φάιλε με στομωμένα δόντια. Ένας πανύψηλος, οστεώδης άντρας με άσπρη μάλλινη κουκούλα, η οποία κάλυπτε το πρόσωπό του, έσπρωξε κάτι στο στόμα της, το χείλος μιας μεγάλης πήλινης κούπας. Τα μάτια του ήταν εντυπωσιακά πράσινα, σαν σμαράγδια, και στεφανωμένα από ρυτιδιασμένες ουλές. Ήταν γονατιστός πλάι της, πάνω σε μια μεγάλη, καφετιά, μάλλινη κουβέρτα, ενώ μια άλλη κουβέρτα με γκρίζες ρίγες σκέπαζε το γυμνό της κορμί. Η γεύση του ζεστού τσαγιού ανακατεμένου με μέλι έμοιαζε να εκρήγνυται στη γλώσσα της, κι η γυναίκα έπιασε αδύναμα και με τα δυο της χέρια τον νευρώδη καρπό του άντρα, σε περίπτωση που εκείνος θα προσπαθούσε να αποτραβήξει την κούπα. Τα δόντια της έτριξαν πάνω στο σκεύος, αλλά κατάπιε άπληστα και με μεγάλες γουλιές το αχνιστό, σιροπιασμένο υγρό.

«Όχι τόσο γρήγορα. Δεν πρέπει να χυθεί έξω», είπε πράα ο πρασινομάτης. Η πραότητα έμοιαζε κάπως παράξενη, προερχόμενη από αυτό το τραχύ πρόσωπο κι από αυτή την αυστηρή φωνή. «Πρόσβαλαν την υπόληψή σας. Όμως, είστε υδρόβιες, οπότε αυτό μπορεί να μη μετράει και πολύ για εσάς».

Σιγά-σιγά, συνειδητοποίησε πως δεν επρόκειτο για όνειρο. Η σκέψη ξεπήδησε σαν μια αλληλουχία οκιών που έλιωναν αν προσπαθούσε να τις κρατήσει πολύ έντονα. Ο λευκοντυμένος τραχύς άντρας ήταν γκαϊ’σάιν. Τα λουριά και τα δεσμά της είχαν εξαφανιστεί. Ο άντρας τράβηξε το χέρι του από την εξασθενημένη αρπάγη της, μόνο και μόνο για να σερβίρει αυτό το σκούρο υγρό από έναν πέτσινο ασκό για νερό που κρεμόταν από τον ώμο του. Αχνός αναδύθηκε από την κούπα, μαζί με το άρωμα του τσαγιού.

Τρέμοντας τόσο πολύ, που κόντευε να πέσει κάτω, άδραξε τη χοντρή, ριγωτή κουβέρτα και την έσφιξε πάνω στο κορμί της. Ένας φλογερός πόνος φούντωνε στα πόδια της. Ακόμα και να προσπαθούσε, δεν θα μπορούσε να σηκωθεί όρθια. Όχι ότι το ήθελε· η κουβέρτα κάλυπτε όλο της το σώμα πλην των ποδιών της, όσο τουλάχιστον παρέμενε μαζεμένη. Αν στεκόταν όρθια, τα πόδια της, ίσως κι άλλα μέρη του κορμιού της, θα εκθέτονταν στο κρύο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η ζεστασιά, όχι η αξιοπρέπεια, αν και τίποτα από τα δύο δεν υπήρχε σε αφθονία. Η πείνα εξακολουθούσε να της κατατρώει τα σωθικά, και δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλο με τίποτα. Ήταν παγωμένη εντός της κι η ζεστασιά του τσαγιού αποτελούσε ήδη μακρινή ανάμνηση. Ένιωθε τους μυς της να έχουν μετατραπεί σε παχύρρευστη, μπαγιάτικη πουτίγκα. Ήθελε να ατενίσει τη γεμάτη κούπα, εποφθαλμιώντας το περιεχόμενό της, αλλά εξανάγκασε τον εαυτό της να ψάξει για τις συντρόφισσες της.

Ήταν όλες εκεί, αραδιασμένες στην ίδια σειρά, η Μάιντιν, η Αλιάντρε κι οι υπόλοιπες, γονατισμένες πάνω σε κουβέρτες ή τρέμοντας μέσα από κουβέρτες πασπαλισμένες με χιόνι. Μπροστά από καθεμία καθόταν γονατιστός ένας γκαϊ’σάιν με μία μεγάλη κανάτα νερό και μία κούπα ή ένα ποτήρι, ενώ ακόμα κι η Μπάιν με την Τσιάντ έπιναν λες κι ήταν μισοπεθαμένες από τη δίψα. Κάποιος είχε καθαρίσει το αίμα από το πρόσωπο της Μπάιν, αλλά —αντίθετα με την τελευταία φορά που τις είχε δει η Φάιλε— οι δύο Κόρες ήταν εντελώς αδύναμες και τρίκλιζαν όπως όλες οι άλλες. Από την Αλιάντρε μέχρι τη Λασίλ, οι συντρόφισσές της έμοιαζαν —πώς το είχε πει ο Πέριν;— σαν να τις είχαν σύρει μέσα από μια στενή τρύπα τραβώντας τες προς τα πίσω. Όλες, όμως, ήταν ζωντανές· αυτό ήταν το σημαντικότερο. Μόνο οι ζωντανοί μπορούν να δραπετεύσουν.

Ο Ρόλαν κι οι άλλοι αλγκάι’ντ’σισβάι που ήταν υπεύθυνοι, σχημάτισαν μια ομάδα στην αντικριστή μεριά της γραμμής των γονυπετών. Πέντε άντρες και τρεις γυναίκες, με το χιόνι να φτάνει σχεδόν μέχρι τα γόνατα των Κορών. Με τις μαύρες καλύπτρες να κρέμονται μέχρι τα στήθη τους, παρακολουθούσαν ασυγκίνητοι τις αιχμάλωτες και τους γκαϊ’σάιν. Για μια στιγμή, η Φάιλε τούς κοίταξε συνοφρυωμένη, πασχίζοντας να αρπάξει κάποια αυθόρμητη σκέψη. Ναι, φυσικά. Πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι; Η απόδραση θα ήταν ευκολότερη υπόθεση, αν οι υπόλοιποι είχαν φύγει για κάποιο λόγο. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο, άλλη μία ομιχλώδης ερώτηση, που δεν κατάφερε να συλλάβει.

Ξαφνικά, της τράβηξε την προσοχή κάτι που απλωνόταν πέρα από τους οκτώ Αελίτες, κι η ερώτηση ξεπήδησε σχεδόν ταυτόχρονα με την απάντηση. Από πού είχαν έρθει οι γκαϊ’σάιν; Κάπου εκατό βήματα παραπέρα, κρυμμένη από τα σκόρπια δέντρα και τη χιονόπτωση, μια σταθερή ροή από ανθρώπους κι υποζύγια, καρότσες κι άμαξες. Όχι, δεν ήταν απλή ροή μα ολόκληρη πλημμυρίδα Αελιτών. Αντί για εκατόν πενήντα Σάιντο, έπρεπε να τα βγάλει πέρα με ολόκληρη τη φυλή. Έμοιαζε αδύνατον τόσο πολλοί άνθρωποι να έχουν κατορθώσει να διασχίσουν τα Άμπιλα μέσα σε μία ή δυο μέρες δίχως να προκαλέσουν πανικό, έστω κι αν στις επαρχίες επικρατούσε πλήρης αναρχία, αλλά η απόδειξη βρισκόταν μπροστά στα μάτια της. Αισθάνθηκε ένα μολυβένιο βάρος μέσα της. Ίσως η δραπέτευση να μην ήταν πολύ πιο δύσκολη, αν και δεν το πολυπίστευε.

«Πώς μας πρόσβαλαν;» ρώτησε απότομα, και κατόπιν έκλεισε ερμητικά το στόμα της, για να εμποδίσει το τρίξιμο των δοντιών της. Αναγκάστηκε όμως να το ανοίξει ξανά, όταν ο γκαϊ’σάιν ανασήκωσε την κούπα προς το μέρος της. Ρούφηξε με μεγάλες γουλιές την πολύτιμη ζεστασιά, πνίγηκε, κι εξανάγκασε τον εαυτό της να καταπίνει πιο αργά. Το μέλι, τόσο πηχτό, ώστε θα μπορούσε να είναι συμπαγές υπό άλλες συνθήκες, ημέρεψε για λίγο την πείνα της.

«Εσείς οι υδρόβιοι δεν γνωρίζετε τίποτα», είπε αποπεμπτικά ο βλογιοκομμένος άντρας. «Οι γκαϊ’σάιν δεν ντύνονται μέχρι να τους δοθούν τα κατάλληλα ρούχα. Φοβήθηκαν όμως ότι θα ξεπαγιάζατε, και μόνο τα πανωφόρια τους είχαν πρόχειρα για να σας σκεπάσουν. Ντροπιαστήκατε, αν δηλαδή οι υδρόβιοι νιώθουν ντροπή, επειδή σας χαρακτήρισαν άτολμες. Ο Ρόλαν κι αρκετοί από τους υπόλοιπους είναι Μέρα’ντιν, αλλά η Έφαλιν κι οι άλλοι έπρεπε να το σκεφτούν καλύτερα. Η Έφαλιν δεν έπρεπε να επιτρέψει κάτι τέτοιο».

Ντροπιασμένη; Εξοργισμένη ήταν η καταλληλότερη λέξη. Απρόθυμη να στρέψει το κεφάλι της μακριά από την ευλογημένη κούπα, έριξε το βλέμμα της προς το μέρος του ογκώδους γίγαντα, ο οποίος την είχε κουβαλήσει σαν σακί με σιτηρά και την είχε μπατσίσει χωρίς έλεος. Αναπολούσε, κάπως αόριστα, εκείνα τα ραπίσματα, όσο αδύνατον κι αν φάνταζε κάτι τέτοιο. Φυσικά κι ήταν αδύνατον! Ο Ρόλαν δεν έδινε την εντύπωση κάποιου που μπορούσε να βαδίζει με γρηγοράδα νύχτα-μέρα κουβαλώντας ένα σώμα στους ώμους του. Η λευκή αχλή της ανάσας του έβγαινε χωρίς δυσκολία. Μέρα’ντιν; Σκέφτηκε πως ο όρος αυτός σήμαινε Ανάδελφος στην Παλιά Γλώσσα, πράγμα που δεν της έλεγε και πολλά, μα είχε ακουστεί μια χροιά χλευασμού στη φωνή του γκαϊ’σάιν. Μάλλον έπρεπε να ρωτήσει σχετικά την Μπάιν και την Τσιάντ και να ελπίζει ότι δεν ήταν από το είδος των θεμάτων που οι Αελίτες δεν συζητούσαν με τους υδρόβιους, ακόμα κι αν οι τελευταίοι ήταν στενοί τους φίλοι. Οποιουδήποτε είδους πληροφορία μπορεί να βοηθούσε στην απόδρασή της.

Ώστε, λοιπόν, είχαν τυλίξει με κουβέρτες τις αιχμάλωτες για να μην πεθάνουν από το κρύο, ε; Όμως, οι μόνοι που κινδύνευαν από την παγωνιά ήταν ο Ρόλαν κι οι υπόλοιποι. Ωστόσο, ίσως και να του χρωστούσε κάποια χάρη. Πολύ μικρή, είναι η αλήθεια. Μπορεί και να του έκοβε τα αυτιά. Αν, δηλαδή, της παρουσιαζόταν η ευκαιρία, έτσι όπως ήταν περικυκλωμένη από χιλιάδες Σάιντο. Χιλιάδες; Οι συνήθεις αριθμοί των Σάιντο ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες, εκ των οποίων μερικές δεκάδες χιλιάδες ήταν αλγκάι’ντ’σισβάι. Έξαλλη με τον ίδιο της τον εαυτό, προσπάθησε να καταπολεμήσει την απόγνωση. Θα δραπέτευε. Όλες τους θα δραπέτευαν, και θα έπαιρνε μαζί της και τα αυτιά του άντρα για ενθύμιο!

«Θα φροντίσω να το ξεπληρώσει αυτό ο Ρόλαν, όπως του αξίζει», μουρμούρισε η γυναίκα, μόλις ο γκαϊ’σάιν απομάκρυνε την κούπα, για να την ξαναγεμίσει. Της έριξε ένα καχύποπτο βλέμμα με τα στενεμένα του μάτια, κι αυτή συνέχισε βιαστικά. «Όπως είπες κι εσύ, είμαι υδρόβια, όπως οι περισσότερες από εμάς. Δεν ακολουθούμε το τζι’ε’τόχ. Σύμφωνα με τα έθιμά σας, δεν θα έπρεπε καν να γίνουμε γκαϊ’σάιν, καλά δεν λέω;» Το βλογιοκομμένο πρόσωπο του άντρα δεν άλλαξε έκφραση, παρά μόνο κούνησε ελάχιστα τα ματοτσίνορα του. Μια θαμπή σκέψη τής έλεγε πως είχε βιαστεί, καλά-καλά δεν ήξερε σε τι έδαφος πατάει, αλλά οι παγερές από το κρύο σκέψεις έβρισκαν διέξοδο στη γλώσσα της. «Τι θα γίνει αν οι Σάιντο αποφασίσουν να παραβούν κι άλλα έθιμα; Ίσως αποφασίσουν να μη σε αφήσουν να φύγεις όταν έρθει η ώρα σου».

«Οι Σάιντο παραβαίνουν αρκετά έθιμα», της αποκρίθηκε ο άντρας ήρεμα. «Εγώ, όμως, όχι. Μου μένει ακόμα περισσότερος από μισό έτος για να ντυθώ στα λευκά. Μέχρι τότε, θα υπηρετώ όπως απαιτεί το έθιμο. Αφού μπορείς και μιλάς τόσο πολύ, σημαίνει πως δεν θέλεις άλλο τσάι;»

Με μια αδέξια κίνηση, η Φάιλε άρπαξε την κούπα από τον άντρα. Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του, κι η γυναίκα τακτοποίησε το ύφασμα με το ένα χέρι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έχοντας αναψοκοκκινίσει. Ο άντρας σίγουρα καταλάβαινε ότι κοιτούσε μια γυναίκα. Μα το Φως, παρέπαιε σαν τυφλό βόδι! Έπρεπε να σκεφτεί, να συγκεντρωθεί. Το μυαλό της ήταν το μόνο της όπλο. Και, μέχρι στιγμής, ίσως και να μη διέφερε από παγωμένο τυρί. Ρουφώντας άπληστα το ζεστό, γλυκό τσάι βάλθηκε να βρει έναν τρόπο να μετατρέψει σε πλεονέκτημα το γεγονός πως την περικύκλωναν χιλιάδες Σάιντο. Όμως, δεν βρήκε τίποτα. Απολύτως τίποτα.

Загрузка...