Robert Jordan Η Καρδιά του Χειμώνα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Χιόνι

Το φως από τους τρεις φανούς τρεμόσβηνε, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να φωτίσει το μικροσκοπικό δωμάτιο με τους γυμνούς, λευκούς τοίχους και το ταβάνι. Η Σέαν, ωστόσο, κρατούσε τη ματιά της καρφωμένη πάνω στη βαριά, ξύλινη πόρτα. Ήξερε πως ήταν παράλογο, σχεδόν τρελό για μια Λευκή Καθήμενη. Η ύφανση του σαϊντάρ που είχε δημιουργήσει γύρω από την παραστάδα έφερνε στα αυτιά της περιστασιακούς ψιθύρους από μακρινά βήματα μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο των εξωτερικών διαδρόμων, ψιθύρους που έσβηναν σχεδόν με το πρώτο άκουσμα. Ήταν ένα απλό τέχνασμα που είχε διδαχθεί από μια φίλη της τις παλιές εκείνες μέρες, όταν ήταν ακόμα μαθητευόμενη, και που θα την προειδοποιούσε έγκαιρα, πριν ακόμα προλάβει να πλησιάσει κανείς. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν πολλοί αυτοί που έφταναν τόσο βαθιά, έως το δεύτερο υπόγειο.

Η ύφανση έπιασε το απόμακρο τερέτισμα των αρουραίων. Μα το Φως! Από πότε υπήρχαν αρουραίοι στην Ταρ Βάλον, μέσα στον ίδιο τον Πύργο; Μήπως μερικοί από δαύτους ήταν κατάσκοποι του Σκοτεινού; Έβρεξε τα χείλη της ανήσυχα. Η λογική δεν είχε θέση εδώ. Πράγματι, έτσι ήταν, όσο κι αν φαινόταν παράλογο. Ήθελε να γελάσει. Κατέβαλε προσπάθεια για να απομακρυνθεί από το πρόθυρο της υστερίας. Σκέψου κάτι άλλο, εκτός από τους αρουραίους. Κάτι άλλο, εκτός από... Μια πνιχτή, τσιριχτή κραυγή ακούστηκε από το δωμάτιο δίπλα της, μια κραυγή που γρήγορα έγινε βουβό κλαψούρισμα. Προσπάθησε να στήσει αυτί. Συγκεντρώσου!

Από μια άποψη, η ίδια μαζί με τις συντρόφους της είχαν οδηγηθεί σε αυτό το δωμάτιο, επειδή οι επικεφαλής των Άτζα συνήθιζαν να συναντιούνται στα κρυφά. Είχε προσέξει τη Φεράν Νεχέραν να σιγοψιθυρίζει σε μια απομονωμένη κόχη με την Τζέσε Μπιλάλ, η οποία κατείχε πολύ υψηλό βαθμό στο Καφέ Άτζα, αν όχι τον υψηλότερο. Πίστευε πως ήταν πολύ πιο προσγειωμένη από τη Σουάνα Ντράγκαντ, του Κίτρινου Άτζα. Έτσι πίστευε. Αλλά για ποιο λόγο η Φεράν είχε βγει βόλτα παρέα με τη Σουάνα σε ένα απομονωμένο σημείο του Πύργου, τυλιγμένες και οι δύο με απλούς μανδύες; Οι Καθήμενες διαφορετικών Άτζα εξακολουθούσαν να μιλούν ανοιχτά η μία στην άλλη, αν και ψυχρά. Οι υπόλοιπες είχαν δει παρόμοια πράγματα· φυσικά, δεν ανέφεραν τα ονόματα μελών των δικών τους Άτζα, αλλά δύο τουλάχιστον είχαν αναφέρει τη Φεράν. Περίπλοκος γρίφος. Ο Πύργος ήταν ένα καζάνι που έβραζε αυτές τις μέρες, τα Άτζα πάσχιζαν να αλληλοσπαραχθούν, ωστόσο οι επικεφαλής τους συναντιούνταν σε μυστικές γωνίες. Κανείς εκτός των Άτζα δεν γνώριζε με σιγουριά ποια ηγούνταν του καθενός, αλλά προφανώς οι ηγέτιδες γνωρίζονταν μεταξύ τους. Τι σκάρωναν, άραγε; Τι; Δυστυχώς, δεν μπορούσε να ρωτήσει έτσι απλά τη Φεράν, αλλά ακόμα κι αν η Φεράν καταδεχόταν να απαντήσει, δεν το τολμούσε. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.

Όσο κι αν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, η Σέαν αδυνατούσε να επικεντρώσει το μυαλό της στη συγκεκριμένη ερώτηση. Ήξερε πως ο λόγος που κοιτούσε προς το μέρος της πόρτας, ανησυχώντας για τους διάφορους γρίφους που δεν μπορούσε να λύσει, ήταν για να αποφύγει να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της. Προς τα εκεί όπου ακούγονταν αυτοί οι πνιχτοί κλαυθμυρισμοί και τα ηχηρά βογκητά.

Δες κι η σκέψη των ήχων λειτούργησε επάνω της καταναγκαστικά, έριξε ένα αργό βλέμμα προς τη μεριά των συντρόφων της, με την ανάσα της να γίνεται όλο και πιο ακανόνιστη, καθώς κινούσε αργά το κεφάλι. Ψηλά, από τον ουρανό, το χιόνι έπεφτε βαρύ στην Ταρ Βάλον, αλλά το δωμάτιο έμοιαζε ασυνήθιστα ζεστό. Εξανάγκασε τον εαυτό της να δει!

Με το επώμιο με τα καφετιά κρόσσια τυλιγμένο γύρω από τους αγκώνες της, η Σερίν στεκόταν με τα πόδια ριζωμένα στο έδαφος κι ελαφρώς ανοικτά, ψηλαφώντας τη λαβή του σκαλιστού Αλταρανού εγχειριδίου που είχε περασμένο πίσω από τη ζώνη της. Ψυχρή οργή σκοτείνιαζε τη μελαψή επιδερμίδα της, αρκετά για να κάνει το σημάδι κατά μήκος του σαγονιού της να ξεχωρίζει σαν ωχρή γραμμή. Η Πεβάρα, εκ πρώτης όψεως, έμοιαζε πιο ψύχραιμη, ωστόσο με το ένα χέρι άδραχνε σφιχτά τη φούστα της με τα κόκκινα κεντήματα, ενώ με το άλλο κρατούσε τον λείο λευκό κύλινδρο της Ράβδου των Όρκων λες κι ήταν κάποιο μακρύ ρόπαλο έτοιμο για χρήση. Έπρεπε να βρίσκεται σε ετοιμότητα· η Πεβάρα ήταν πολύ πιο σκληροτράχηλη απ’ ό,τι μαρτυρούσε η πλαδαρή της εμφάνιση, καθώς κι αρκετά αποφασιστική, ώστε η Σερίν να φαντάζει φυγόπονη μπροστά της.

Από την άλλη μεριά του Καθίσματος της Μετάνοιας, η μικροκαμωμένη Γιουκίρι είχε τυλίξει σφιχτά τα μπράτσα της γύρω από το κορμί της. Τα μακρόστενα, ασημόγκριζα κρόσσια του επωμίου της λικνίζονταν κάθε φορά που αναρριγούσε. Περνώντας τη γλώσσα πάνω από τα χείλη της, η Γιουκίρι έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα προς το μέρος της γυναίκας που στεκόταν πλάι της. Η Ντόεσιν, που έμοιαζε πιότερο με κομψό αγόρι παρά με Κίτρινη αδελφή περιωπής, έδειχνε να μην αντιδρά καθόλου σε ό,τι έκαναν. Στην πραγματικότητα, εκείνη χειριζόταν τις υφάνσεις, οι οποίες απλώνονταν έως το Κάθισμα, κοιτώντας το τερ’ανγκριάλ, συγκεντρωμένη τόσο έντονα στη δουλειά της, ώστε ο ιδρώτας σχημάτιζε κόμπους πάνω στο πελιδνό της μέτωπο. Όλες τους ήταν Καθήμενες, συμπεριλαμβανομένης της ψηλής γυναίκας που σφάδαζε πάνω στο Κάθισμα.

Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει την Τάλεν, μετατρέποντας τα χρυσαφένια μαλλιά της σε μια μπερδεμένη μάζα, ποτίζοντας το λινό της ρούχο σε σημείο να κολλάει πάνω της. Τα υπόλοιπα ενδύματά της σχημάτιζαν έναν ανάκατο σωρό σε μια γωνία. Τα κλειστά ματόκλαδά της πετάρισαν κι από το στόμα της βγήκε μια σταθερή ροή από πνιχτά βογκητά και κλαψουρίσματα, σαν σιγανές ικεσίες. Η Σέαν ένιωσε άρρωστη, αλλά αδυνατούσε να αποτραβήξει το βλέμμα της. Η Τάλεν ήταν φίλη της. Είχε υπάρξει φίλη της.

Παρά την ονομασία του, το τερ’ανγκριάλ δεν έμοιαζε διόλου με κάθισμα· απλά, ήταν ένα τεράστιο, ορθογώνιο κομμάτι από γκρίζο μάρμαρο. Κανείς δεν γνώριζε από τι ήταν φτιαγμένο, αλλά το υλικό του ήταν σκληρό σαν ατσάλι, παντού, εκτός από την κυρτή κορυφή. Η αγαλμάτινη Πράσινη ήταν κάπως βυθισμένη σε αυτή την εσοχή, η οποία είχε προσκολληθεί επάνω της, παίρνοντας το σχήμα του κορμιού της, άσχετα από το πόσο ανασκιρτούσε η γυναίκα. Οι υφάνσεις της Ντόεσιν έρρεαν μέσα στη μόνη ρωγμή του Καθίσματος, μία ορθογώνια οπή στη μια πλευρά, μεγέθους παλάμης, με μικροσκοπικές χαρακιές άτακτα σχηματισμένες γύρω της. Όσοι εγκληματίες συλλαμβάνονταν στην Ταρ Βάλον, κατέληγαν εδώ κάτω, για να δουν τι εστί Κάθισμα της Μετάνοιας και για να βιώσουν τις προσεκτικά επιλεγμένες συνέπειες των εγκλημάτων τους. Μόλις αφήνονταν ελεύθεροι, πάντοτε έτρεχαν να φύγουν από το νησί. Δεν υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα στην Ταρ Βάλον. Νιώθοντας κάπως ζαλισμένη, η Σέαν αναρωτήθηκε αν το Κάθισμα είχε ακόμη την ίδια χρήση με εκείνη της Εποχής των Θρύλων.

«Τι... βλέπει;» Παρά τη θέληση της, η ερώτηση βγήκε από το στόμα της ψιθυριστά. Η Τάλεν δεν έβλεπε απλώς· γι’ αυτήν, όλα φάνταζαν αληθινά. Δόξα στο Φως, δεν είχε κανέναν Πρόμαχο, κάτι ανήκουστο για Πράσινη. Ισχυριζόταν πως μια Καθήμενη δεν είχε ανάγκη Προμάχου. Τώρα, όμως, διαφορετικές αετίες ξεπηδούσαν στο μυαλό της.

«Μαστιγώθηκε για τα καλά από αυτούς τους καταραμένους τους Τρόλοκ», είπε με βραχνή φωνή η Ντόεσιν. Στη φωνή της ξεχώριζε κάπως η μητρική της, Καιρχινή προφορά, κάτι που δεν συνέβαινε συχνά, εκτός αν βρισκόταν υπό πίεση. «Όταν τελείωσαν... Βλέπει το καζάνι των Τρόλοκ να βράζει πάνω από τη φωτιά κι έναν Μυρντράαλ να την παρακολουθεί. Μου φαίνεται πως καταλαβαίνει ότι θα είναι η επόμενη ή η μεθεπόμενη. Να με πάρει και να με σηκώσει αν δεν εξουθενωθεί αυτή τη φορά...» Η Ντόεσιν σκούπισε με μια κίνηση όλο εκνευρισμό τον ιδρώτα από το μέτωπό της κι ανάσανε τραχιά. «Σταμάτα να με σκουντάς. Έχει περάσει καιρός από τότε που το έκανα τελευταία φορά».

«Ήδη το έχεις κάνει τρεις φορές», μουρμούρισε η Γιουκίρι. «Δύο είναι αρκετές για να λυγίσει κι ο χειρότερος πεισματάρης κάτω από τις ίδιες του τις ενοχές, αν μη τι άλλο! Κι αν είναι αθώα; Μα το Φως, είναι σαν να κλέβεις πρόβατα μπροστά στα μάτια του τσοπάνη!» Παρά το τρέμουλο, κατάφερνε να φαντάζει μεγαλοπρεπής, αλλά τα λόγια της πάντα έδειχναν αυτό που ήταν στην πραγματικότητα, μια χωριάτισσα δηλαδή. Αγριοκοίταξε τις υπόλοιπες με έναν νοσηρό τρόπο. «Ο νόμος απαγορεύει να χρησιμοποιούμε το Κάθισμα σε μαθητευόμενες. Θα μας καθαιρέσουν όλες! Και σαν να μην φτάνει που θα μας πετάξουν έξω από την Αίθουσα, πιθανόν να μας εξορίσουν κιόλας. Άσε που θα μας μαστιγώσουν πριν μας διώξουν, έτσι για ποικιλία! Που να καώ, αν έχουμε λαθέψει, θα σιγανευτούμε όλες!»

Η Σέαν ανατρίχιασε. Αυτό το τελευταίο θα μπορούσαν να το αποφύγουν, αν οι υποψίες τους αποδεικνύονταν σωστές. Όχι, δεν επρόκειτο για υποψίες αλλά για βεβαιότητες. Σίγουρα είχαν δίκιο! Ακόμα κι έτσι όμως, η Γιουκίρι ήταν σωστή όσον αφορούσε στα υπόλοιπα. Ο νόμος του Πύργου σπανίως άφηνε περιθώρια παράβασής του, σπανίως απέβλεπε στο υποτιθέμενο συμφέρον των πολλών. Ωστόσο, αν είχαν δίκιο, άξιζε τον κόπο. Μακάρι να έδεε το Φως να είχαν δίκιο!

«Είστε τυφλές και κουφές;» πετάχτηκε απότομα η Πεβάρα, κουνώντας τη Ράβδο των Όρκων προς το μέρος της Γιουκίρι. «Αρνήθηκε να πάρει ξανά τον Όρκο ότι δεν θα ξαναπεί ψέματα, κάτι που υπερβαίνει ακόμα κι αυτή την ανόητη έπαρση του Πράσινου Άτζα, ύστερα απ’ όσα έχουμε κάνει ήδη. Όταν τη θωράκισα, προσπάθησε να με μαχαιρώσει! Το κρίνετε τόσο αθώο αυτό; Ε; Το μόνο που περίμενε να κάνουμε ήταν να την κατσαδιάσουμε μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μας! Για ποιο λόγο να περιμένει κάτι παραπάνω;»

«Σας ευχαριστώ και τις δύο», είπε ξερά η Σερίν, «που επισημάνατε το προφανές. Είναι πολύ αργά πια να κάνουμε πίσω, Γιουκίρι, άρα πρέπει να συνεχίσουμε. Στη θέση σου, Πεβάρα, δεν θα έβαζα τις φωνές σε μια από τις τέσσερις γυναίκες σ’ ολόκληρο τον Πύργο που ξέρω ότι μπορώ να εμπιστευτώ».

Η Γιουκίρι αναψοκοκκίνισε κι έσιαξε το επώμιό της, ενώ η Πεβάρα φάνηκε κάπως ταραγμένη. Κάπως. Μπορεί όλες τους να ήταν Καθήμενες, αλλά η Σερίν ήταν σίγουρα η επικεφαλής. Η Σέαν αμφέβαλλε για τα αισθήματά της σχετικά με αυτό το γεγονός. Λίγες ώρες πριν, εκείνη κι η Πεβάρα ήταν δύο παλιές φίλες, μόνες τους σε μια επικίνδυνη αναζήτηση, ισότιμες, παίρνοντας αποφάσεις από κοινού· τώρα είχαν συμμάχους. Θα έπρεπε να είναι ευγνώμων για τις επιπλέον συντρόφους της. Εντούτοις, δεν βρίσκονταν στην Αίθουσα και δεν μπορούσαν να αξιώσουν τα δικαιώματα των Καθήμενων σε αυτό το ζήτημα. Οι ιεραρχίες του Πύργου είχαν αναλάβει, κανονίζοντας με λεπτές —και, μερικές φορές, όχι τόσο λεπτές— διακρίσεις κατά πόσον κάποια ήταν ανώτερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες. Η αλήθεια ήταν πως η Σερίν είχε υπάρξει μαθητευόμενη κι Αποδεχθείσα σχεδόν τον διπλάσιο χρόνο από την πλειονότητα, άλλη σαράντα χρόνια Καθήμενη, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη, ήταν υπεραρκετά. Η Σέαν θα θεωρούνταν τυχερή αν η Σερίν ζητούσε τη γνώμη της, πόσω μάλλον τη συμβουλή της, πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση. Ήταν τρελό, αλλά ένιωθε αυτού του είδους την επίγνωση σαν αγκάθι στο πόδι της.

«Οι Τρόλοκ τη σέρνουν προς το καζάνι», είπε ξαφνικά η Ντόεσιν, κι η φωνή της έμοιαζε με τριγμό. Ένα αχνό μοιρολόι ξέφυγε ανάμεσα από τα σφιχτά δόντια της Τάλεν κι η ίδια τρεμούλιασε τόσο έντονα, που φάνηκε σαν να δονείται. «Δεν... δεν ξέρω αν μπορώ να... να καώ και να...»

«Ξυπνήστε την», πρόσταξε η Σερίν χωρίς να κοιτάξει τριγύρω για να διαπιστώσει τι σκέφτονταν οι υπόλοιπες. «Γιουκίρι, πάψε να είσαι σκυθρωπή, κι ετοιμάσου».

Η Γκρίζα αδελφή τής έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αλαζονεία κι οργή, αλλά όταν η Ντόεσιν άφησε τις υφάνσεις να σβήσουν και τα γαλαζωπά μάτια της Τάλεν τρεμόπαιξαν κι άνοιξαν, η λάμψη του σαϊντάρ περικύκλωσε τη Γιουκίρι, η οποία θωράκισε τη γυναίκα που κειτόταν πάνω στο Κάθισμα χωρίς να προφέρει λέξη. Η Σερίν ήταν επικεφαλής, κάτι που όλες γνώριζαν και δεν άλλαζε με τίποτα. Πολύ μυτερό αυτό το αγκάθι.

Η θωράκιση έμοιαζε περιττή. Με το πρόσωπό της μια μάσκα τρόμου, η Τάλεν αναρρίγησε και βαριανάσανε, λες κι είχε διανύσει δέκα μίλια τρέχοντας σαν τρελή. Εξακολουθούσε να είναι βυθισμένη στη μαλακή επιφάνεια, αλλά μια κι η Ντόεσιν είχε πάψει να διαβιβάζει, η επιφάνεια δεν έπαιρνε πια το σχήμα του κορμιού της. Η Τάλεν κοίταξε την οροφή με μάτια διάπλατα ανοικτά κι ύστερα τα έκλεισε σφικτά, ανοίγοντάς τα ξανά την επόμενη στιγμή. Όποιες μνήμες κι αν βρίσκονταν πίσω από τα βλέφαρά της, δεν είχε καμία διάθεση να τις αντικρίσει.

Καλύπτοντας με δύο δρασκελιές την αηόσταση μέχρι το Κάθισμα, η Πεβάρα τίναξε τη Ράβδο των Όρκων προς το μέρος της ταραγμένης γυναίκας. «Αρνήσου όλους τους όρκους που σε δεσμεύουν και ξαναπάρε τους Τρεις Όρκους, Τάλεν», είπε τραχιά. Η Τάλεν αποτραβήχτηκε από τη Ράβδο, λες κι ήταν δηλητηριώδες φίδι, και τινάχτηκε από την αντίθετη μεριά καθώς η Σερίν έσκυβε από πάνω της.

«Την επόμενη φορά, Τάλεν, ετοιμάσου για το καζάνι ή για την τρυφερή περιποίηση του Μυρντράαλ». Το πρόσωπο της Σερίν ήταν σκληρό, αλλά ο τόνος της φωνής της το έκανε να φαίνεται συγκριτικά μαλακό. «Και δεν θα ξυπνήσεις στο μεταξύ. Ακόμα, όμως, κι αν δεν δουλέψει αυτό, θα υπάρξει κι άλλη φορά, κι άλλη, έστω κι αν χρειαστεί να κάτσουμε εδώ μέχρι το καλοκαίρι». Η Ντόεσιν άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, αλλά τελικά αρκέστηκε σε έναν απλό μορφασμό. Μονάχα αυτή ανάμεσά τους γνώριζε πώς να χειρίζεται το Κάθισμα, αλλά συγκριτικά με τις υπόλοιπες ήταν εξίσου χαμηλόβαθμη με τη Σέαν.

Η Τάλεν εξακολουθούσε να κοιτάζει τη Σερίν. Δάκρυα φάνηκαν στα μεγάλα της μάτια κι άρχισε να κλαψουρίζει, αναρριγώντας με λυγμούς απελπισίας. Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά, ψαχουλεύοντας, μέχρι που η Πεβάρα ακούμπησε τη Ράβδο των Όρκων στην παλάμη της. Αγκαλιάζοντας την Πηγή, η Πεβάρα διαβίβασε ένα νήμα Πνεύματος στη Ράβδο. Η Τάλεν άρπαξε την παχιά σαν τον καρπό της ράβδο τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις της άσπρισαν, ωστόσο απέμεινε ακίνητη να κλαίει με λυγμούς.

Η Σερίν όρθωσε το ανάστημά της. «Φοβάμαι πως είναι ώρα να την κοιμίσουμε πάλι, Ντόεσιν».

Τα δάκρυα ξεχύθηκαν πιο έντονα από τα μάτια της Τάλεν και κάτι μουρμούρισε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Αρνούμαι... όλους τους όρκους... που με δεσμεύουν». Μόλις ξεστόμισε την τελευταία λέξη, άρχισε να ουρλιάζει.

Η Σέαν αναπήδησε και ξεροκατάπιε δυνατά. Γνώριζε από προσωπική πείρα τον πόνο της εξάλειψης ενός απλού όρκου κι είχε αναλογιστεί πολλές φορές την αγωνία της ταυτόχρονης εξάλειψης περισσότερων από έναν όρκων, αλλά τώρα δεν μπορούσε να αρνηθεί αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια της. Η Τάλεν ξελαρυγγιάστηκε στα ουρλιαχτά και πήρε μια βαθιά ανάσα μόνο και μόνο για να αρχίσει να ουρλιάζει ξανά, μέχρι που η Σέαν άρχισε να μισοπιστεύει πως, από στιγμή σε στιγμή, το προσωπικό του Πύργου θα έτρεχε να δει τι συμβαίνει. Η ψηλή Πράσινη αδελφή άρχισε να συσπάται, τινάζοντας χέρια και πόδια στον αέρα· ξαφνικά, το κορμί της σχημάτισε αψίδα, έτσι που μονάχα οι φτέρνες και το κεφάλι της ακουμπούσαν στην γκρίζα επιφάνεια, με κάθε μυώνα της να σφίγγεται κι ολόκληρο το σώμα της να καταλαμβάνεται από άγριους σπασμούς.

Όσο ξαφνικά άρχισε η κατάληψη, τόσο απότομα τελείωσε, με την Τάλεν να καταρρέει, λες κι είχε πάψει να έχει κόκαλα στο κορμί της, και να κείτεται εκεί κλαψουρίζοντας, σαν χαμένο παιδάκι. Η Ράβδος των Όρκων κύλησε από το παράλυτο χέρι της κι έπεσε στην κυρτή, γκρίζα επιφάνεια. Η Γιουκίρι μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε με ένθερμη προσευχή, ενώ η Ντόεσιν ψιθύριζε ξανά και ξανά με τρεμάμενη φωνή: «Μα το Φως! Μα το Φως! Μα το Φως!»

Η Πεβάρα πήρε με μια απότομη κίνηση τη Ράβδο και τύλιξε τα δάχτυλα της Τάλεν ξανά γύρω της. Η φίλη της Σέαν δεν έδειχνε κανέναν οίκτο, όχι σε αυτό το ζήτημα τουλάχιστον. «Τώρα, πάρε τους Τρεις Όρκους», είπε σαν να έφτυνε.

Για μια στιγμή, φάνηκε πως η Τάλεν θα αρνούνταν, αλλά άρχισε να επαναλαμβάνει αργά-αργά τους όρκους που έδιναν σε όλες τους τον τίτλο μιας Άες Σεντάι και τις δέσμευαν. Ποτέ να μην πει ψέματα. Ποτέ να μη στρέψει όπλο σε λάθος άνθρωπο. Ποτέ να μη χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη ως όπλο, καρά μόνο για να υπερασπίσει τη ζωή της ή τη ζωή του Προμάχου της ή κάποιας άλλης αδελφής. Τελικά, άρχισε να κλαίει σιωπηλά και να τρέμει χωρίς να βγάζει λέξη. Ίσως να έφταιγαν οι όρκοι, που ένιωθε να τη σφίγγουν στον κλοιό τους. Πάντα ήταν άβολο όταν τους έπαιρνες για πρώτη φορά. Ίσως.

Κατόπιν, η Πεβάρα πρόφερε τον άλλο όρκο που ήταν απαραίτητος. Η Τάλεν μόρφασε, αλλά μουρμούρισε τα λόγια, σε τόνο που μαρτυρούσε απελπισία. «Ορκίζομαι να υπακούω απόλυτα και στις πέντε από σας». Κατά τ’ άλλα, απλώς κοιτούσε μπροστά της με βλέμμα κενό και με τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της.

«Απάντησέ μου ειλικρινά», της είπε η Σερίν. «Ανήκεις στο Μαύρο Άτζα;»

«Ανήκω». Τα λόγια βγήκαν τριζάτα, λες κι ο λαιμός της Τάλεν είχε σκουριάσει.

Αυτή η απλή δήλωση πάγωσε τη Σέαν με έναν τρόπο που ποτέ δεν περίμενε. Σε τελική ανάλυση, ήταν αποφασισμένη να κυνηγήσει το Μαύρο Άτζα, και πίστευε στο θήραμά της όσο ελάχιστες αδελφές. Είχε αγγίξει με τα χέρια της μια άλλη αδελφή, μια Καθήμενη, είχε βοηθήσει να πάρουν σηκωτή την Τάλεν και να τη σύρουν στους εγκαταλελειμμένους υπόγειους διαδρόμους, τυλιγμένη σε ροές Αέρα, είχε παραβεί μια ντουζίνα νόμους του Πύργου κι είχε διαπράξει σοβαρά εγκλήματα, κι όλα αυτά μόνο και μόνο για να ακούσει μια απάντηση, για την οποία ήταν σχεδόν σίγουρη πριν ακόμα διατυπωθεί η ερώτηση. Και τώρα την είχε ακούσει. Το Μαύρο Άτζα όντως υπήρχε. Ατένιζε μία Μαύρη αδελφή, μία Σκοτεινόφιλη που φορούσε το επώμιο. Η πίστη, όμως, αποδείχτηκε μια ωχρή σκιά της αντιπαράθεσης. Το σαγόνι της ήταν τόσο ερμητικά κλειστό, που κόντευε να πάθει κράμπα, κι αυτό ήταν το μόνο που εμπόδισε τα δόντια της να μην τρίζουν. Πάλεψε να ανασυνταχθεί, να σκεφτεί λογικά. Οι εφιάλτες όμως είχαν ξυπνήσει και βάδιζαν ήδη στον Πύργο.

Κάποια από τις αδελφές ξεφύσηξε βαριά κι η Σέαν αντιλήφθηκε πως δεν ήταν η μόνη που ένιωθε τον κόσμο της να γυρνά ανάποδα. Η Γιουκίρι τη σκούντησε κι έπειτα κάρφωσε τη ματιά της στην Τάλεν, αποφασισμένη, λες, να κρατήσει επάνω της τη θωράκιση, ακόμα και με τη δύναμη της θέλησης εν ανάγκη. Η Ντόεσιν έγλειφε τα χείλη της, ισιώνοντας τη χρυσόμαυρη φούστα της γεμάτη αβεβαιότητα. Μονάχα η Σερίν κι η Πεβάρα έδειχναν ψύχραιμες.

«Λοιπόν», είπε μαλακά η Σερίν. Η λέξη «ασθενικά» ταίριαζε καλύτερα. «Ώστε ανήκεις στο Μαύρο Άτζα». Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ο τόνος της φωνής της έγινε απότομος. «Η θωράκιση είναι πλέον περιττή, Γιουκίρι. Εσύ, Τάλεν, δεν θα προσπαθήσεις ούτε να το σκάσεις ούτε να αντισταθείς με κανέναν τρόπο. Δεν θα αγγίξεις καν την Πηγή χωρίς την άδεια κάποιας από εμάς, αν και θαρρώ πως αυτή την ευθύνη θα την αναλάβει κάποια άλλη από τη στιγμή που θα σε παραδώσουμε. Γιουκίρι;» Η θωράκιση γύρω από την Τάλεν διαλύθηκε, αλλά η λάμψη παρέμεινε γύρω από τη Γιουκίρι, λες και δεν εμπιστευόταν το αποτέλεσμα της Ράβδου πάνω σε μία Μαύρη αδελφή.

Η Πεβάρα συνοφρυώθηκε. «Προτού την παραδώσουμε στην Ελάιντα, Σερίν, θέλω να ανακαλύψουμε ό,τι μπορούμε. Ονόματα, τοποθεσίες, οτιδήποτε. Όλα όσα γνωρίζει!» Οι Σκοτεινόφιλοι είχαν αφανίσει την οικογένεια της Πεβάρα κι η Σέαν ήξερε καλά πως η γυναίκα ήταν αποφασισμένη ακόμη και να εξοριστεί, προκειμένου να καταδιώξει προσωπικά και την τελευταία Μαύρη.

Χωμένη ακόμα στο Κάθισμα, η Τάλεν άφησε έναν ήχο που έμοιαζε κατά το ήμισυ με πικρό γέλιο και κατά το ήμισυ με κλαψούρισμα. «Κάν’ το αυτό, κι είμαστε όλες νεκρές. Νεκρές! Η Ελάιντα ανήκει στο Μαύρο Άτζα!»

«Αδύνατον!» ξέσπασε η Σέαν. «Η ίδια η Ελάιντα με πρόσταξε».

«Κι όμως, είναι πολύ πιθανό», μισοψιθύρισε η Ντόεσιν. «Η Τάλεν πήρε ξανά τους όρκους και μόλις την ονομάτισε!» Η Γιουκίρι ένευσε αποφασιστικά.

«Βάλτε λίγο τα μυαλά σας να δουλέψουν», γρύλισε η Πεβάρα, κουνώντας το κεφάλι της αηδιασμένη. «Ξέρετε εξίσου καλά με μένα πως, αν πιστεύεις σε ένα ψέμα, μπορείς να το λες έτσι ώστε να φαίνεται αλήθεια».

«Κι αυτό είναι αλήθεια», είπε σταθερά η Σερίν. «Τι αποδείξεις έχεις, Τάλεν; Μήπως έχεις συναντήσει την Ελάιντα στις... συγκεντρώσεις σας;» Άδραξε τη λαβή του μαχαιριού της τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις της άσπρισαν. Η Σερίν έπρεπε να παλέψει σκληρότερα από τις περισσότερες για το επώμιο, ακόμα και για το δικαίωμα να παραμείνει στον Πύργο. Για την ίδια, ο Πύργος ήταν κάτι παραπάνω από σπίτι, κάτι πολύ σημαντικότερο κι από την ίδια τη ζωή της. Αν η Τάλεν έδινε λανθασμένη απάντηση, ίσως η Ελάιντα να μη ζούσε για να παραστεί στη δίκη της.

«Δεν κάνουν συγκεντρώσεις», μουρμούρισε βαρύθυμα η Τάλεν. «Εκτός, υποθέτω, από το Ανώτατο Συμβούλιο. Πάντως, μάλλον ανήκει στο Μαύρο Άτζα. Γνωρίζουν πολύ καλά κάθε αναφορά που λαμβάνει, ακόμα και τις μυστικές, κάθε λέξη που της λένε. Ξέρουν κάθε της απόφαση πριν ακόμα την κοινοποιήσει. Μέρες πριν, βδομάδες μερικές φορές. Πώς είναι δυνατόν να τα ξέρουν όλα αυτά, αν δεν τους τα λέει η ίδια;» Ανακάθισε, καταβάλλοντας προσπάθεια, και πάσχισε να καρφώσει καθεμία ξεχωριστά με ένα έντονο βλέμμα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τα μάτια της να πεταρίζουν ανήσυχα από δω κι από κει. «Πρέπει να τρέξουμε μακριά, να βρούμε μια κρυψώνα. Θα σας βοηθήσω —θα σας πω όσα ξέρω!— αλλά, αν δεν φύγουμε μακριά, αυτές θα μας σκοτώσουν».

Ήταν παράξενο, σκέφτηκε η Σέαν, πόσο γρήγορα οι παλιές φίλες της Τάλεν είχαν γίνει «αυτές» καθώς και πόσο έντονα είχε προσπαθήσει να ταυτιστεί με τις υπόλοιπες παριστάμενες. Όχι. Απέφευγε το πραγματικό πρόβλημα κι η αποφυγή ήταν βλακώδης. Άραγε, πράγματι η Ελάιντα την είχε προστάξει να ξετρυπώσει το Μαύρο Άτζα; Δεν το είχε ονοματίσει ούτε μία φορά. Μήπως εννοούσε κάτι άλλο; Η Ελάιντα δεν δίσταζε να επιτεθεί σε κάποιον που απλώς αναφερόταν στις Μαύρες αδελφές. Σχεδόν κάθε αδελφή θα έκανε το ίδιο, ωστόσο...

«Η Ελάιντα αποδείχθηκε ανόητη», είπε η Σερίν, «και το μετάνιωσα περισσότερες από μία φορές που την έχω αντιπροσωπεύσει, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι Μαύρη, όχι χωρίς επιπλέον αποδείξεις τουλάχιστον». Με τα χείλη σφιγμένα, η Πεβάρα έκανε ένα νεύμα ότι συμφωνούσε. Ως Κόκκινη, θα απαιτούσε κάτι πολύ παραπάνω.

«Μπορεί να είναι κι έτσι, Σερίν», είπε η Γιουκίρι, «αλλά δεν μπορούμε να κρατήσουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα την Τάλεν προτού οι Πράσινες αρχίσουν να αναρωτιούνται πού βρίσκεται. Για να μην αναφέρουμε το... το Μαύρο Άτζα. Καλύτερα να αποφασίσουμε γρήγορα τι θα κάνουμε, αλλιώς θα μας αντιληφθούν και δεν θα το έχουμε πάρει είδηση». Η Τάλεν χάρισε ένα αδύναμο χαμόγελο στη Σερίν, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κολακευτικό, το οποίο όμως έσβησε υπό το συνοφρυωμένο βλέμμα της Καφετιάς Καθήμενης.

«Είναι αδύνατον να αναφέρουμε στην Ελάιντα οτιδήποτε μέχρις ότου είμαστε σίγουρες ότι μπορούμε να τσακίσουμε το Μαύρο Άτζα με ένα χτύπημα», είπε τελικά η Σερίν. «Και μην αρπάζεσαι, Πεβάρα. Αυτό υπαγορεύει η κοινή λογική». Η Πεβάρα τίναξε ψηλά τα χέρια της και μια έκφραση πείσματος χαράχθηκε στο πρόσωπό της, αλλά δεν άνοιξε το στόμα της. «Αν η Τάλεν έχει δίκιο», συνέχισε η Σερίν, «το Μαύρο Άτζα γνωρίζει τα πάντα σχετικά με τη Σέαν ή θα τα μάθει πολύ σύντομα, άρα οφείλουμε να την κρύψουμε σε μέρος όσο το δυνατόν πιο ασφαλές. Με μόνο εμάς τις πέντε, δεν θα είναι εύκολο. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν μέχρι να είμαστε σίγουρες! Αν μη τι άλλο, έχουμε την Τάλεν, και ποιος ξέρει τι μπορούμε να μάθουμε από αυτήν πριν τη στύψουν;» Η Τάλεν προσπάθησε να φανεί πρόθυμη για στύψιμο, αλλά καμιά δεν της έδινε σημασία. Ο λαιμός της Σέαν είχε ξεραθεί.

«Μπορεί να μην είμαστε εντελώς μόνες», είπε απρόθυμα η Πεβάρα. «Σέαν, πες τους για εκείνο το μικρό σου σχέδιο με τη Ζέρα και τις φίλες της».

«Σχέδιο;» είπε η Σερίν. «Ποια είναι η Ζέρα; Σέαν; Σέαν!»

Η Σέαν τινάχτηκε. «Τι πράγμα; Α, η Πεβάρα κι εγώ ξετρυπώσαμε μια μικρή φωλιά επαναστατριών εδώ, στον Πύργο», άρχισε να λέει δίχως να πάρει ανάσα. «Δέκα αδελφές σκόπευαν να σπείρουν τη διχογνωμία». Η Σερίν ήθελε να εξασφαλίσει την ασφάλεια της, σωστά; Ούτε καν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει. Ήταν κι η ίδια Καθήμενη κι Άες Σεντάι για σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια. Με ποιο δικαίωμα η Σερίν ή οποιαδήποτε άλλη ήθελαν να...; «Η Πεβάρα κι εγώ δώσαμε τέλος στις προθέσεις τους. Ήδη αναγκάσαμε τη μία εξ αυτών, τη Ζέρα Ντάκαν, να πάρει τον ίδιο επιπλέον όρκο με την Τάλεν, και της είπαμε να φέρει την Μπέρναϊλ Γκέλμπαρ στα διαμερίσματά μου απόψε το βράδυ, χωρίς να την κάνει να υποψιαστεί τίποτα». Μα το Φως, όλες οι αδελφές εκτός αυτού του δωματίου θα μπορούσαν να ανήκουν στο Μαύρο Άτζα. Όλες. «Σε αυτή την περίπτωση, θα χρησιμοποιήσουμε αυτές τις δύο για να φέρουμε άλλη μία, μέχρι να τις αναγκάσουμε όλες να ορκιστούν υπακοή. Φυσικά, θα τους κάνουμε την ίδια ερώτηση που κάναμε και στη Ζέρα, όπως και στην Τάλεν». Το Μαύρο Άτζα ίσως να ήξερε ήδη το όνομά της, ίσως να γνώριζε ήδη πως ήταν αποφασισμένη να το κυνηγήσει. Πώς θα της έβρισκε η Σερίν ασφαλές καταφύγιο; «Όσες δώσουν λάθος απάντηση, θα ανακριθούν, κι όσες απαντήσουν σωστά, μπορούν να επανορθώσουν κάπως την προδοσία τους κυνηγώντας τις Μαύρες υπό τη δική μας καθοδήγηση». Μα το Φως, πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο;

Μόλις ολοκλήρωσε, οι υπόλοιπες συζήτησαν το θέμα επί μακρόν, πράγμα που σήμαινε ότι η Σερίν δεν ήταν διόλου σίγουρη τι απόφαση να πάρει. Η Γιουκίρι επέμενε να παραδώσουν αμέσως τη Ζέρα και τις συμμάχους της στον νόμο — αν, φυσικά, μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο δίχως να αποκαλυφθούν όσα είχαν κάνει με την Τάλεν. Η Πεβάρα διαφώνησε, αν και με μισή καρδιά, στο να χρησιμοποιήσουν τις επαναστάτριες. Η διχογνωμία, για την οποία ήταν υπεύθυνες, επικεντρωνόταν σε χυδαίες ιστορίες σχετικά με το Κόκκινο Άτζα και τους ψεύτικους Δράκοντες. Η Ντόεσιν πρότεινε λίγο-πολύ να απαγάγουν όλες τις αδελφές του Πύργου και να τις αναγκάσουν να πάρουν τον επιπρόσθετο όρκο, αλλά οι άλλες τρεις δεν της έδωσαν πολλή σημασία.

Η Σέαν δεν πήρε μέρος στην κουβέντα. Σκέφτηκε πως μόνο μία συγκεκριμένη αντίδραση μπορούσε να έχει στη δυσχερή κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί. Τρικλίζοντας προς την πλησιέστερη γωνία, έκανε εμετό.


Η Ηλαίην πάσχισε να μην τρίξει τα δόντια της. Έξω, μία ακόμη χιονοθύελλα σφυροκοπούσε το Κάεμλυν, σκοτεινιάζοντας τον μεσημεριανό ουρανό τόσο, ώστε να καθιστά αναγκαίους τους αναμμένους φανούς κατά μήκος των επενδυμένων τοίχων του καθιστικού. Σφοδρές ριπές έκαναν τα τζάμια στα δίφυλλα παράθυρα, χωμένα στις ψηλές, αψιδωτές κόγχες, να τρίζουν. Αστραπές φώτιζαν τους καθαρούς υαλοπίνακες κι οι κεραυνοί μπουμπούνιζαν κούφια πάνω από το κεφάλι της. Βροντές και χιόνι, το χειρότερο είδος χειμερινής θύελλας, το πλέον βίαιο. Το δωμάτιο δεν ήταν ακριβώς κρύο, αλλά... Πλησιάζοντας τα δάχτυλά της μπροστά στα κούτσουρα που τριζοβολούσαν στο πλατύ, μαρμάρινο τζάκι, μπορούσε να νιώσει την ψυχράδα να περνάει μέσα από τα χαλιά, που ήταν απλωμένα πάνω στα πλακάκια, καθώς και μέσα από τα χοντρά, βελούδινα πασούμια της. Ο φαρδύς, μαύρος γιακάς από γούνα αλεπούς και τα μανικέτια στο ασπροκόκκινο φόρεμά της ήταν όμορφα, αλλά δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον πρόσθεταν περισσότερη ζεστασιά από τα μαργαριτάρια στα μανίκια της. Μπορεί να αρνούνταν να αφήσει το κρύο να την αγγίξει, αλλά δεν σήμαινε πως δεν είχε επίγνωση.

Πού ήταν η Νυνάβε; Κι η Βαντέν; Οι σκέψεις αλυχτούσαν μέσα στο κεφάλι της σαν τον καιρό. Θα έπρεπε να έχουν έρθει! Μα το Φως! Μακάρι να μπορούσα να κάνω χωρίς ύπνο, κι ας έρχονταν με την ησυχία τους! Όχι, δεν ήταν δίκαιο κάτι τέτοιο. Η τυπική της διεκδίκηση για τον Θρόνο του Λιονταριού είχε λάβει χώρα μόλις λίγες μέρες πριν κι, όσον αφορούσε στην ίδια, οτιδήποτε άλλο έπρεπε να μπει σε δεύτερη μοίρα προς το παρόν. Η Νυνάβε κι η Βαντέν είχαν άλλες προτεραιότητες, άλλες ευθύνες, όπως το έβλεπαν οι ίδιες. Η Νυνάβε ήταν πνιγμένη, πασχίζοντας μαζί με τη Ρεάνε και τις υπόλοιπες του Πλεχτού Κύκλου να βρουν έναν τρόπο να βγάλουν τις γυναίκες του Σογιού από τις περιοχές που ήλεγχαν οι Σωντσάν πριν ανακαλυφθούν κι αιχμαλωτιστούν. Οι γυναίκες του Σογιού ήταν καλές στο να διατηρούν χαμηλό προφίλ, αλλά οι Σωντσάν δύσκολα θα τις περνούσαν για αδέσποτες, όπως είχαν κάνει οι Άες Σεντάι. Προφανώς, η Βαντέν εξακολουθούσε να είναι συγκλονισμένη από τον φόνο της αδελφής της, καθότι έτρωγε ελάχιστα και μετά βίας έδινε κάποια συμβουλή. Κι, ως προς το θέμα του φαγητού, μπορεί να μην υπήρχε πρόβλημα, αλλά αυτό που τη βασάνιζε ήταν η ανακάλυψη του δολοφόνου. Περιδιάβαινε κατηφής τους διαδρόμους τις μικρές ώρες, κυνηγώντας κρυφά τη Σκοτεινόφιλη που υπήρχε ανάμεσά τους. Μόλις τρεις μέρες πριν, και μόνο η σκέψη θα έφερνε ανατριχίλες στην Ηλαίην· τώρα, δεν ήταν παρά μόνο ένας κίνδυνος ανάμεσα σε πολλούς. Πιο οικείος, είναι αλήθεια, αλλά κίνδυνος.

Έφερναν εις πέρας σημαντικά εγχειρήματα, με την έγκριση και παρότρυνση της Εγκουέν, αλλά μακάρι να έκαναν πιο γρήγορα, όσο εγωιστικό κι αν ακουγόταν αυτό. Η Βαντέν διέθετε πλούτο καλών συμβουλών, πλεονεκτώντας λόγω μεγάλης πείρας και διεξοδικής μελέτης, και τα χρόνια που πέρασε η Νυνάβε έχοντας πάρε-δώσε με το Συμβούλιο του Χωριού και με τον Κύκλο των Γυναικών, στο Πεδίο του Έμοντ, την έκαναν ειδήμονα στην πρακτική πολιτική, ασχέτως αν η ίδια αρνούνταν κάτι τέτοιο. Που να με πάρει και να με σηκώσει, έχω να κάνω εκατό πράγματα, κάποια εδώ, στο Παλάτι, και τις χρειάζομαι! Αν ήταν στο χέρι της, η Νυνάβε αλ’Μεάρα θα γινόταν η Άες Σεντάι σύμβουλος της επόμενης Βασίλισσας του Άντορ. Είχε άμεση ανάγκη οποιαδήποτε βοήθεια — προερχόμενη από οποιονδήποτε θα μπορούσε να εμπιστευθεί.

Περνώντας το χέρι από το πρόσωπό της, έστρεψε το κεφάλι της μακριά από τις φλόγες του τζακιού. Δεκατρείς πολυθρόνες με ψηλή ράχη, απέριττα σκαλισμένες αλλά από χέρι δεξιοτέχνη, σχημάτιζαν μια πεταλωτή διάταξη μπροστά από το τζάκι. Παραδόξως, ο χώρος των τιμών, όπου θα δεχόταν η Βασίλισσα τις επισκέψεις της, βρισκόταν αρκετά μακριά από τη ζεστασιά της φωτιάς. Πράγματι. Η πλάτη της άρχισε να ζεσταίνεται αμέσως, ενώ το μπροστινό μέρος του κορμιού της να κρυώνει. Έξω, η χιονόπτωση συνεχιζόταν, τα αστροπελέκια βροντούσαν κι οι αστραπές φώτιζαν τον ουρανό. Ακριβώς ό,τι συνέβαινε και μέσα στο κεφάλι της. Ηρεμία. Μια αρχηγός χρειάζεται ηρεμία όσο κι οποιαδήποτε Άες Σεντάι.

«Θα πρέπει να είναι οι μισθοφόροι», είπε χωρίς να καταφέρει να κρύψει μια δόση θλίψης στη φωνή της. Οι οπλίτες από τα μέρη της θα κατέφθαναν μέσα στο μήνα —μόλις μάθαιναν πως ήταν ζωντανή— αλλά θα είχε φτάσει η άνοιξη πριν καταφθάσουν σε μεγάλους αριθμούς, ενώ οι άντρες που στρατολογούσε η Μπιργκίτε θα χρειάζονταν σίγουρα τουλάχιστον μισό χρόνο μέχρι να μάθουν να ιππεύουν και να κρατούν ξίφος ταυτόχρονα. «Οι Κυνηγοί του Κέρατος, επίσης, θα υπογράψουν και θα πάρουν τον όρκο, αν μη τι άλλο». Υπήρχαν κάμποσοι κι από τις δύο μεριές παγιδευμένοι στο Κάεμλυν εξαιτίας του καιρού. Αρκετοί, όπως ισχυριζόταν ο κόσμος, που περνούσαν τον καιρό τους μεθοκοπώντας, καυγαδίζοντας και παρενοχλώντας γυναίκες που δεν είχαν καμιά διάθεση να παίξουν τα παιχνίδια τους. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει για να σταματούν φασαρίες αντί να τις ξεκινούν. Ευχήθηκε να μη σκεφτόταν ότι εξακολουθούσε να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της σχετικά με αυτό το ζήτημα. «Είναι δαπανηρό, αλλά τα ταμεία θα καλύψουν τα έξοδα». Για λίγο, τουλάχιστον. Καλύτερα να ξεκινούσε να εισπράττει σύντομα τα έσοδα από την περιουσία της.

Και, ω του θαύματος, οι δύο γυναίκες που στέκονταν μπροστά της αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο.

Η Ντυέλιν έβγαλε έναν βρυχηθμό που υποδήλωνε οργή. Μια μεγάλη, στρογγυλή, ασημένια καρφίτσα, η οποία απεικόνιζε την Κουκουβάγια και τη Βελανιδιά των Τάρασιν, ήταν πιασμένη ψηλά στον λαιμό του σκουροπράσινου φορέματός της, αποτελώντας το μοναδικό κόσμημά της. Δεν ήταν παρά μια επίδειξη έπαρσης του Οίκου της, υπερβολική μάλλον. Η Υψηλή Έδρα του Οίκου των Τάρασιν ήταν, ούτως ή άλλως, μια εξαιρετικά υπερήφανη γυναίκα. Η γκριζάδα χάραζε τα χρυσαφιά της μαλλιά, και λεπτές γραμμές, όμοιες με ιστούς αράχνης, στόλιζαν τις άκρες των ματιών της. Ωστόσο, το πρόσωπό της φάνταζε δυνατό, το βλέμμα της ευθύ κι αιχμηρό. Το μυαλό της ήταν ξυράφι ή, καλύτερα, σπαθί. Μία ειλικρινής γυναίκα —έτσι έμοιαζε, τουλάχιστον— που σε καμία περίπτωση δεν έκρυβε την άποψή της.

«Οι μισθοφόροι κάνουν καλή δουλειά», είπε κάπως υποτιμητικά, «αλλά δεν ελέγχονται εύκολα, Ηλαίην. Όταν τους λες να κάνουν κάτι διακριτικά, γίνονται απότομοι, κι όταν χρειάζεσαι κάτι πιο δυναμικό, πιθανόν να έχουν σκορπίσει από δω κι από κει, κλέβοντας τον κοσμάκη. Είναι πιστοί μόνο στο χρυσάφι, κι αυτό όσο είναι δυνατόν να τους το παρέχεις. Αν, δηλαδή, δεν σε προδώσουν στο μεταξύ, επειδή κάποιος άλλος τους έδωσε περισσότερο. Είμαι σίγουρη πως η Αρχόντισσα Μπιργκίτε θα συμφωνήσει μαζί μου, για μία φορά έστω».

Η Μπιργκίτε, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τα στήθη της και με τα τακούνια από τις μπότες της καρφωμένα στο έδαφος σε διάσταση, μόρφασε, όπως συνήθιζε κάθε φορά που κάποιος χρησιμοποιούσε τον νέο της τίτλο. Η Ηλαίην τής είχε παραχωρήσει ένα κτήμα μόλις έφτασαν στο Κάεμλυν, όπου και θα μπορούσε να καταχωριστεί. Ιδιαιτέρως, η Μπιργκίτε γκρίνιαζε αδιάκοπα γι’ αυτό το θέμα, καθώς και για τις άλλες αλλαγές στη ζωή της. Το γαλάζιο της παντελόνι ήταν κομμένο και ραμμένο όπως αυτά που φορούσε συνήθως, κυματιστό και μαζεμένο στους αστραγάλους, αλλά το κοντό, κόκκινο πανωφόρι της είχε ένα ψηλό, λευκό γιλέκο και φαρδιά, λευκά μανικέτια με χρυσαφιές λωρίδες. Ήταν η Αρχόντισσα Μπιργκίτε Τραχέλιον, καθώς επίσης κι η Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς, και μπορούσε να μουρμουρίζει και να γκρινιάζει όσο ήθελε, αρκεί να μην το έκανε στα φανερά.

«Συμφωνώ», γρύλισε κάπως απρόθυμα, ρίχνοντας στην Ντυέλιν μια κάπως λοξή κι αγριεμένη ματιά. Ο δεσμός της Προμάχου αποκάλυπτε στην Ηλαίην αυτό που διαισθανόταν κι η ίδια από το πρωί. Απογοήτευση, εκνευρισμό, αποφασιστικότητα. Κάποια από αυτά τα συναισθήματα αντανακλούσαν και κι δικά της, ωστόσο. Αντικαθρέφτιζαν η μία την άλλη με παράξενους τρόπους από τη στιγμή που ο δεσμός είχε τεθεί σε λειτουργία, συναισθηματικά κυρίως. Σε τελική ανάλυση, ο κύκλος των μαθημάτων της είχε επιταχυνθεί κατά μία βδομάδα τουλάχιστον για να καταφέρει να συναγωνιστεί το επίπεδο της άλλης γυναίκας!

Η απροθυμία της Μπιργκίτε να ασχοληθεί με το δεύτερο επιχείρημα ήταν το ίδιο μεγάλη με την απροθυμία της να συμφωνήσει. «Οι Κυνηγοί δεν είναι πολύ καλύτεροι, Ηλαίην», μουρμούρισε. «Παίρνουν τον Όρκο του Κυνηγού μόνο και μόνο για χάρη της περιπέτειας κι, αν είναι δυνατόν, για να μείνουν στην ιστορία. Δεν τους απασχολεί και τόσο η τήρηση του νόμου. Οι μισοί από δαύτους είναι αλαζόνες ηθικολόγοι και σε κοιτάνε αφ’ υψηλού. Οι υπόλοιποι δεν παίρνουν καν τα απαραίτητα ρίσκα, αλλά κοιτάνε πως θα τη βολέψουν. Άσε που η αναφορά και μόνο στο Κέρας του Βαλίρ είναι αρκετή να κάνει τους δύο στους τρεις να το βάλουν στα πόδια».

Η Ντυέλιν χαμογέλασε αχνά, σαν να είχε κερδίσει έναν πόντο. Η ασυμβατότητα λαδιού και νερού δεν ήταν τίποτα συγκρινόμενη με τούτες τις δυο. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να διαφωνούσε σε κάποια λογικά πλαίσια, αλλά για κάποιον λόγο αυτές οι δύο γυναίκες ήταν ικανές να μαλώνουν για το αν το κάρβουνο έχει μαύρο χρώμα ή όχι. Κι αυτό έκαναν. «Επιπλέον, τόσο οι Κυνηγοί όσο κι οι μισθοφόροι, δεν είναι παρά ξένοι. Δεν έχει και τόση σημασία αν κάποιοι είναι καλύτεροι από άλλους. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες είναι να ξεσπάσει επανάσταση». Τα αστροπελέκια άστραψαν, φωτίζοντας φευγαλέα τις παραστάδες των παραθύρων, και μια ιδιαίτερα δυνατή βροντή διέκοψε τα λόγια της. Μέσα σε χίλια χρόνια, εφτά Βασίλισσες του Άντορ είχαν ανατραπεί από ανταρσίες, ενώ οι δύο που επέζησαν μάλλον εύχονταν να μην τα είχαν καταφέρει.

Η Ηλαίην έπνιξε έναν αναστεναγμό. Σε ένα από τα μικρά, διακοσμητικά τραπεζάκια κατά μήκος των τοίχων υπήρχε ένας βαρύς, αργυρόπλεκτος δίσκος με κούπες και μια ψηλή κανάτα με ζεστό, αρωματικό κρασί. Για την ακρίβεια, χλιαρό τώρα πια. Διαβίβασε Φωτιά για λίγο και μια λεπτή τούφα ατμού ξεπήδησε από την κανάτα. Η αναθέρμανση του υγρού είχε ως αποτέλεσμα μια ελαφριά πικράδα στο άρωμα, αλλά η ζεστασιά από τις δουλεμένες με ασήμι κούπες μέσα στα χέρια της την αντάμειψε. Πάσχισε να αντισταθεί στην τάση που είχε να ζεστάνει τον αέρα του δωματίου με τη χρήση της Δύναμης, κι απελευθέρωσε την Πηγή. Ούτως ή άλλως, η ζεστασιά δεν θα διαρκούσε πολύ, εκτός αν διατηρούσε τις υφάνσεις. Είχε καταπολεμήσει την απροθυμία της να αφήνει την Πηγή κάθε φορά που απορροφούσε το σαϊντάρ —έως ένα σημείο, τουλάχιστον— αλλά, τελευταία, η επιθυμία της να απορροφά όλο και πιο πολύ αυξανόταν διαρκώς. Κάθε αδελφή αντιμετώπιζε αργά ή γρήγορα αυτή την επικίνδυνη επιθυμία. Έκανε νόημα κι οι υπόλοιπες γυναίκες γέμισαν τα ποτήρια τους με κρασί.

«Γνωρίζετε καλά πώς έχει η κατάσταση», τους είπε. «Μονάχα ένας ανόητος θα πίστευε πως δεν έχει πάρει άσχημη τροπή, κι εσείς δεν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία». Η Φρουρά δεν ήταν παρά ένα κέλυφος, μια χούφτα άντρες της προκοπής κι άλλοι τόσοι —και περισσότεροι— ψωμωμένοι και παλικαράδες, κατάλληλοι μόνο για να πετούν τους μεθυσμένους έξω από τις ταβέρνες ή για να πετάγονται οι ίδιοι. Ειδικά από τότε που οι Σαλδαίοι κι οι Αελίτες ήταν φευγάτοι, το έγκλημα ανθούσε σαν τα ζιζάνια την άνοιξη. Η Ηλαίην πίστευε πως το χιόνι θα ελάττωνε τις εγκληματικές πράξεις, αλλά κάθε μέρα γίνονταν ληστείες, εμπρησμοί κι άλλα, ακόμη χειρότερα. Κάθε μέρα που περνούσε, η κατάσταση χειροτέρευε. «Με αυτούς τους ρυθμούς, θα ξεσπάσουν ταραχές μέσα σε λίγες εβδομάδες, ίσως και συντομότερα. Αν δεν καταφέρω να βάλω τάξη στο ίδιο το Κάεμλυν, ο λαός σίγουρα θα στραφεί εναντίον μου». Αν δεν ήταν ικανή να διατηρήσει την τάξη στην πρωτεύουσα, ας ανακοίνωνε στον λαό την ανικανότητά της να κυβερνήσει. «Δεν μου αρέσει, αλλά πρέπει να γίνει, και θα γίνει». Οι άλλες δύο γυναίκες άνοιξαν τα στόματά τους ταυτόχρονα, έτοιμες να λογομαχήσουν με την πρώτη ευκαιρία, αλλά η Ηλαίην δεν τους την πρόσφερε. Η φωνή της ακουγόταν ιδιαίτερα σταθερή. «Θα γίνει».

Η χρυσαφιά πλεξούδα της Μπιργκίτε, που της έφτανε έως τη μέση, ταρακουνήθηκε, καθώς η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της, αλλά η μνησίκακη αποδοχή φιλτραρίστηκε μέσα από τον δεσμό. Ήταν σίγουρα παράξενο το πρίσμα μέσα από το οποίο έβλεπε τη σχέση μεταξύ μιας Άες Σεντάι και του Προμάχου της, αλλά είχε μάθει να αναγνωρίζει πότε δεν έπρεπε να πιέζει την Ηλαίην. Κατά κάποιον τρόπο, είχε μάθει. Κυρίως όσον αφορούσε σε θέματα όπως τα περιουσιακά κι οι τίτλοι, η διοίκηση της Φρουράς και μερικά ακόμη μικροπράματα.

Η Ντυέλιν έγειρε κάπως το κεφάλι της, ίσως αδιόρατα και τα γόνατά της· η κίνησή της θα μπορούσε να εκληφθεί ως υπόκλιση, αν το πρόσωπό της δεν ήταν τόσο πέτρινο. Καλό ήταν να θυμάται πως αρκετοί από αυτούς που δεν ήθελαν την Ηλαίην Τράκαντ στον Θρόνο του Λιονταριού θα επιθυμούσαν να δουν στη θέση της την Ντυέλιν Τάραβιν. Η γυναίκα μπορεί απλώς να ήταν πρόθυμη να βοηθήσει, αλλά ήταν αρχή ακόμα κι υπήρχαν φορές που η Ηλαίην άκουγε στο βάθος του κεφαλιού της μια ψιλή φωνή να ψιθυρίζει. Μήπως η Ντυέλιν περίμενε το πρώτο στραβοπάτημα της Ηλαίην, για να αδράξει την ευκαιρία και να «σώσει» το Άντορ; Κάποιος αρκετά συνετός κι αρκετά ύπουλος μπορεί να ακολουθούσε αυτό το μονοπάτι, ίσως να πετύχαινε κιόλας.

Η Ηλαίην ανασήκωσε το χέρι της να τρίψει τους κροτάφους της, αλλά, αντί γι’ αυτό, έσιαξε τα μαλλιά της. Τόση καχυποψία, τόσο λίγη εμπιστοσύνη. Το Παιχνίδι των Οίκων είχε μολύνει το Άντορ από τότε που έφυγε για την Ταρ Βάλον. Δεν μετάνιωσε καθόλου για τους μήνες που είχε περάσει ανάμεσα στις Άες Σεντάι, μαθαίνοντας πολλά σχετικά με τη Δύναμη. Για τις περισσότερες αδελφές, το Ντάες Νταε’μάρ ήταν το παν. Ήταν ευγνώμων, επίσης, για τη διδασκαλία του Θομ. Χωρίς αυτά τα δύο, ίσως να μην κατάφερνε να επιβιώσει ώστε να επιστρέψει. Είθε το Φως να έδινε ο Θομ να ήταν ασφαλής και μαζί με τον Ματ και τους άλλους να είχε ξεφύγει από τους Σωντσάν και να βρισκόταν καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν. Δεν πέρασε μέρα από τότε που είχαν φύγει από το Έμπου Νταρ που να μην προοευχήθηκε για την ασφάλειά τους, αλλά τώρα πια μόνο γι’ αυτή τη σύντομη προσευχή είχε χρόνο.

Κάθισε στο κάθισμα στο κέντρο της τοξοειδούς διάταξης, στο κάθισμα της Βασίλισσας, και προσπάθησε να δείχνει σαν βασίλισσα, ισιώνοντας την πλάτη της κι ακουμπώντας ανάλαφρα το ελεύθερο χέρι της στο σκαλιστό μπράτσο της πολυθρόνας. Δεν είναι αρκετό να δείχνεις σαν βασίλισσα, της έλεγε συχνά η μητέρα της, αλλά το κοφτερό μυαλό, η διορατικότητα κι η γενναιότητα δεν μετρούν καθόλου, αν ο λαός δεν σε βλέπει ως βασίλισσα. Η Μπιργκίτε την παρατηρούσε διερευνητικά, καχύποπτα σχεδόν. Μερικές φορές, ο δεσμός ήταν εξαιρετικά άβολος! Η Ντυέλιν σήκωσε την κούπα με το κρασί και την έφερε στα χείλη της.

Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. Η ερώτηση αυτή τη βασάνιζε πολύ συχνά, αλλά δεν έβλεπε άλλο τρόπο. «Μπιργκίτε, με τον ερχομό της άνοιξης, θέλω ο στρατός μας να ισοδυναμεί με οτιδήποτε ανάλογο μπορούν να παρουσιάσουν δέκα Οίκοι». Πιθανότατα, ήταν αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά και μόνο η προσπάθεια σήμαινε πως είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τους μισθοφόρους που είχαν υπογράψει, ίσως μάλιστα να έβρισκαν κι άλλους, όπως επίσης κάθε άντρα που έδειχνε την ανάλογη προθυμία. Μα το Φως, τι μπέρδεμα!

Η Ντυέλιν πνίγηκε και τα μάτια της κόντεψαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Σκούρο κρασί πετάχτηκε από το στόμα της. Πλαταγίζοντας τη γλώσσα της, τράβηξε ένα μαντίλι με δαντελωτές άκρες από το μανίκι της και σκούπισε ελαφρά το πηγούνι της.

Ένα κύμα πανικού ξεπήδησε από τον δεσμό με την Μπιργκίτε. «Που να με πάρει και να με σηκώσει, Ηλαίην, δεν μπορεί να εννοείς ότι...! Τοξότρια είμαι, όχι στρατάρχης! Όλη μου τη ζωή αυτό ήμουν, δεν το καταλαβαίνεις; Έκανα ό,τι έπρεπε, ανάλογα με το πώς με ανάγκαζαν να πράξω οι περιστάσεις! Όπως και να έχει, δεν είμαι πια εκείνο το άτομο. Είμαι ο εαυτός μου και...!» Σταμάτησε να μιλάει, αναγνωρίζοντας πως ίσως είχε πει πολλά. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει κι η Ντυέλιν την κοιτούσε περίεργα.

Είχε διαδοθεί πως η Μπιργκίτε καταγόταν από το Κάντορ, όπου οι ντόπιες γυναίκες φορούσαν παρόμοια ρούχα με τα δικά της, αλλά ήταν φως φανάρι πως η Ντυέλιν υποψιαζόταν πως επρόκειτο για ψέμα. Κάθε φορά που η Μπιργκίτε δεν έβαζε χαλινάρι στη γλώσσα της, κινδύνευε να αποκαλύψει το μυστικό της. Η Ηλαίην τής έριξε ένα βλέμμα που υποδήλωνε πως αργότερα έπρεπε να ετοιμαστεί για κατσάδα.

Δύσκολα θα κοκκίνιζαν περισσότερο τα μάγουλα της Μπιργκίτε. Η αίσθηση της αυτοτιμωρίας πλημμύρισε τον δεσμό, καταπνίγοντας οτιδήποτε άλλο, μέχρι που η Ηλαίην αισθάνθηκε να φουντώνουν και τα δικά της μάγουλα. Πήρε στα γρήγορα μια αυστηρή έκφραση, ελπίζοντας πως τα ροδαλά της μάγουλα θα υποδήλωναν κάτι άλλο πέρα από την έντονη ανάγκη που ένιωθε να κουλουριαστεί στο κάθισμά της εξαιτίας του εξευτελισμού της Μπιργκίτε. Αυτό το αντικατοπτριζόμενο αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από δυσάρεστο!

Η Ντυέλιν δεν ασχολήθηκε πάνω από ένα λεπτό με την Μπιργκίτε. Διπλώνοντας το μαντίλι της και τοποθετώντας το στη θέση του, ακούμπησε προσεκτικά την κούπα στον δίσκο κι έβαλε τα χέρια στους γοφούς της. Η έκφρασή της ήταν συννεφιασμένη. «Οι Φρουροί ήταν ανέκαθεν ο πυρήνας του στρατού του Άντορ, Ηλαίην, αλλά αυτό πια... για όνομα του Φωτός, αυτό πια είναι τρέλα! Το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να στραφούν όλοι εναντίον σου, από τον Ποταμό Ερινίν έως τα Όρη της Ομίχλης!»

Η Ηλαίην πάσχισε να φανεί ψύχραιμη. Αν έκανε λάθος, το Άντορ θα είχε την τύχη της Καιρχίν, θα γινόταν άλλη μια περιοχή ποτισμένη στο αίμα, όπου θα βασίλευε το χάος. Κι αυτή, φυσικά, θα πέθαινε, κάτι που μάλλον δεν άξιζε τον κόπο. Το να μην προσπαθούσε, πάλι, ήταν αδιανόητο, άσε που το αποτέλεσμα θα ήταν εξίσου ατυχές για το Άντορ. Ψύχραιμη, συγκροτημένη, ακλόνητη σαν ατσάλι. Μια βασίλισσα δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να δείχνει φοβισμένη, ακόμα κι αν ήταν. Ειδικά όταν ήταν. Η μητέρα της ανέκαθεν της έλεγε να αποφεύγει κατά το δυνατόν να επεξηγεί τις αποφάσεις της. Όσο πιο συχνά ανέλυες κάτι, τόσο πιο απαραίτητες γίνονταν οι επεξηγήσεις, μέχρι που δεν είχες χρόνο για οτιδήποτε άλλο. Ο Γκάρεθ Μπράυν έλεγε πως είναι καλό να δίνεις εξηγήσεις, γιατί οι άνθρωποί σου τα καταφέρνουν καλύτερα όταν γνωρίζουν το πώς και το γιατί. Σήμερα, θα ακολουθούσε τη συμβουλή του Γκάρεθ Μπράυν. Δεν ήταν και λίγες οι νίκες στο ενεργητικό της, ακολουθώντας τις συμβουλές του.

«Έχω να αντιμετωπίσω τρεις επίσημες προκλήσεις». Ίσως ακόμα μία, ανεπίσημη. Εξανάγκασε τον εαυτό της να συναντήσει το βλέμμα της Ντυέλιν, αν και δεν υπήρχε οργή στη ματιά της. Απλώς, οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν κατάματα. Ίσως η Ντυέλιν εξέλαβε το βλέμμα της Ηλαίην ως θυμωμένο, το σφίξιμο στο σαγόνι και το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπο κάτι τέτοιο φανέρωναν, αλλά αυτό ήταν δικό της πρόβλημα. «Η Αρυμίλα, από μόνη της, είναι αμελητέα, αλλά ο Νάσιν έχει συμμαχήσει με τον Οίκο των Κάερεν, κι ασχέτως αν είναι στα καλά του ή όχι, η υποστήριξη του σημαίνει πως η Αρυμίλα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. Η Νάεαν κι η Ελένια είναι φυλακισμένες, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους οπλίτες τους. Οι άνθρωποι της Νάεαν μπορεί να αμφιταλαντεύονται και να τσακώνονται ωσότου βρουν ηγέτη, αλλά ο Τζάριντ είναι Υψηλή Έδρα των Σάραντ και θα αδράξει την ευκαιρία να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της γυναίκας του. Ο Οίκος Μπάρυν κι ο Οίκος Άνσαρ φλερτάρουν και με τους δύο. Το καλύτερο που μπορώ να ελπίζω είναι να ταχθεί ο ένας με τους Σάραντ κι ο άλλος με τους Άρων. Στο Άντορ υπάρχουν δεκαεννέα Οίκοι, τόσο ισχυροί, ώστε οι ελάσσονες μπορούν κάλλιστα να τους ακολουθούν. Έξι είναι στραμμένοι εναντίον μου, ενώ έχω δύο με το μέρος μου». Έξι μέχρι στιγμής, δηλαδή, και το Φως μόνο ήξερε αν είχε υπέρ της κι αυτούς τους δύο! Δεν ανέφερε καν τους τρεις μεγάλους Οίκους που είχαν ταχθεί υπέρ της Ντυέλιν. Αυτούς, τουλάχιστον, τους είχε καθηλώσει η Εγκουέν στο Μουράντυ προς το παρόν.

Ένευσε προς ένα κοντινό της κάθισμα κι η Ντυέλιν κάθισε, τακτοποιώντας προσεκτικά τη φούστα της. Η συννεφιασμένη έκφραση είχε χαθεί από το πρόσωπο της μεγαλύτερης γυναίκας. Κοίταξε την Ηλαίην εξεταστικά, χωρίς να προδώσει το παραμικρό αναφορικά με τις απορίες ή τα συμπεράσματα που είχε βγάλει. «Όλα αυτά τα γνωρίζω τόσο καλά όσο κι εσύ, Ηλαίην, αλλά ο Λούαν κι η Ελόριεν θα θέσουν τους Οίκους τους με το μέρος σου, όπως επίσης κι ο Αμπέλε, είμαι σίγουρη». Η ένταση της φωνής της ήταν μετρημένη, αλλά όσο μιλούσε, τόσο πιο πολύ ενθουσιαζόταν. «Θα υπάρξουν κι άλλοι Οίκοι που θα κοιτάξουν το συμφέρον τους, εκτός αν τους φοβίσεις και πράξουν παράλογα. Μα το Φως, Ηλαίην, εδώ δεν πρόκειται για Διαδοχή. Μία Τράκαντ διαδέχεται μία άλλη Τράκαντ, όχι έναν άλλο Οίκο. Αλλά ακόμα και για Διαδοχή να επρόκειτο, σπάνια καταλήγει σε ανοιχτή μάχη! Αν κάνεις τους Φρουρούς ολόκληρο στρατό, ρισκάρεις τα πάντα».

Η Ηλαίην τίναξε πίσω το κεφάλι της, αλλά στο γέλιο της δεν υπήρχε ίχνος ευθυμίας. Έμοιαζε περισσότερο με βροντή. «Ρίσκαρα τα πάντα τη μέρα που επέστρεψα, Ντυέλιν. Λες ότι ο Νοργουέλυν κι ο Τρεμέιν θα ταχθούν με το μέρος μου, μαζί με τον Πένταρ; Πολύ ωραία, έτσι έχω πέντε υπέρ μου κι έξι κατά. Όμως, δεν νομίζω πως οι υπόλοιποι Οίκοι θα "κοιτάξουν το συμφέρον τους", όπως το έθεσες. Αν κάποιος από αυτούς ενεργήσει προτού το Στέμμα του Ρόδου γίνει δικό μου, θα το κάνει για να στραφεί εναντίον μου, όχι υπέρ μου». Με λίγη τύχη, όλοι αυτοί οι αριστοκράτες κι οι αριστοκράτισσες θα απέφευγαν να συνάψουν σχέσεις με τα φιλαράκια του Άρχοντα Γκάεμπριλ, αλλά δεν της άρεσε να εξαρτάται από την τύχη. Δεν ήταν Ματ Κώθον. Μα το Φως, ο περισσότερος κόσμος ήταν σίγουρος πως ο Ραντ είχε σκοτώσει τη μητέρα της, αλλά ελάχιστοι πίστευαν πως ο «Άρχοντας Γκάεμπριλ» ήταν ένας από τους Αποδιωγμένους. Μπορεί να της έπαιρνε μια ζωή να επανορθώσει τη ζημιά που είχε κάνει στο Άντορ ο Ράχβιν, ακόμα κι αν κατάφερνε να επιβιώσει όσο οι γυναίκες του Σογιού! Μερικοί Οίκοι θα απέφευγαν να την υποστηρίξουν εξαιτίας των προσβολών που είχε διαπράξει ο Γκάεμπριλ στο όνομα της Μοργκέις, ενώ άλλοι επειδή ο Ραντ είχε πει πως σκόπευε να της «παραδώσει» τον θρόνο. Τον αγαπούσε όσο τίποτα άλλο αλλά, ανάθεμά τον, ήταν ανάγκη να εκφραστεί έτσι; Έστω κι αν αυτό φρέναρε την Ντυέλιν. Κι ο πιο άθλιος μικροκτηματίας του Άντορ θα φορτωνόταν στον ώμο το δρεπάνι του, για να απαλλάξει τον Θρόνο του Λιονταριού από μια μαριονέτα!

«Θα ήθελα, αν γίνεται, να αποφύγω τους αλληλοσκοτωμούς Αντορινών, Ντυέλιν αλλά, ασχέτως Διαδοχής, ο Τζάριντ είναι έτοιμος να πολεμήσει, ακόμα κι αν η Ελένια είναι φυλακισμένη. Κι η Νάεαν, επίσης, είναι έτοιμη να μπει στη μάχη». Το καλύτερο ήταν να φέρει και τις δύο γυναίκες στο Κάεμλυν το συντομότερο. Η πιθανότητα να υποκλέψουν από το Αρινγκίλ κάποια μηνύματα και διαταγές ήταν μεγάλη. «Η Αρυμίλα είναι έτοιμη, έχοντας τους άντρες του Νάσιν. Για τα δεδομένα τους, πρόκειται όντως περί Διαδοχής, κι ο μόνος τρόπος να τους σταματήσει κανείς από το να δώσουν μάχη είναι να ισχυροποιηθείς τόσο, ώστε να μην το τολμήσουν καν. Αν η Μπιργκίτε κατορθώσει να μετατρέψει τους Φρουρούς σε κανονικό στρατό μέχρι την άνοιξη, όλα καλά, γιατί αν δεν διαθέτω μέχρι τότε στρατό, θα τον χρειαστώ οπωσδήποτε. Και, σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, θυμηθείτε και τους Σωντσάν. Δεν πρόκειται να μείνουν ικανοποιημένοι με το Τάντσικο και το Έμπου Νταρ. Τα θέλουν όλα, αλλά εγώ, Ντυέλιν, δεν θα τους αφήσω να πάρουν το Άντορ, ούτε αυτούς ούτε την Αρυμίλα». Κεραυνοί βρυχήθηκαν πάνω από τα κεφάλια τους.

Γυρίζοντας κάπως το κεφάλι της, για να κοιτάξει την Μπιργκίτε, η Ντυέλιν ύγρανε τα χείλη της. Τα δάχτυλά της τραβούσαν με ασυνείδητες κινήσεις τη φούστα της. Ελάχιστα πράγματα την τρόμαζαν, αλλά οι ιστορίες σχετικά με τους Σωντσάν ήταν ένα από αυτά. Ωστόσο, κάτι φάνηκε να μουρμουρίζει, λες και μιλούσε μόνη της. «Ήλπιζα να αποφύγω τον ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο». Πράγμα που μπορεί να σήμαινε πολλά ή τίποτα! Ίσως, με λίγη αναδίφηση, το πράγμα να ξεκαθάριζε.

«Ο Γκάγουιν», είπε ξαφνικά η Μπιργκίτε. Το πρόσωπό της ήταν φωτισμένο, όπως επίσης και τα συναισθήματα που έρεαν μέσω του δεσμού. Η ανακούφιση ήταν έκδηλη. «Μόλις έρθει, θα αναλάβει την αρχηγία. Θα γίνει ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού».

«Μα το μανόγαλο στην κούπα!» πετάχτηκε απότομα η Ηλαίην, κι οι αστραπές φώτισαν τα παράθυρα, θέλοντας λες να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στα λόγια της. Ήταν ανάγκη αυτή η γυναίκα να αλλάξει θέμα τώρα; Η Ντυέλιν ξαφνιάστηκε και το αναψοκοκκίνισμα χρωμάτισε ξανά το πρόσωπο της Ηλαίην. Κρίνοντας από το ορθάνοιχτο στόμα της μεγαλύτερης γυναίκας, καταλάβαινε πόσο χονδροκομμένη ήταν αυτή η βρισιά. Την έκανε να αισθάνεται παράδοξα αμήχανη. Ωστόσο, δεν θα μετρούσε και τόσο, αν η Ντυέλιν δεν ήταν φίλη της μητέρας της. Χωρίς να το σκεφτεί, κατάπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί — και κόντεψε να πνιγεί από την πικράδα. Κατέπνιξε στα γρήγορα τις εικόνες που ξεπήδησαν στο μυαλό της, δηλαδή τη Λίνι που την απειλούσε να της ξεπλύνει το στόμα, κι υπενθύμισε στον εαυτό της πως ήταν πια ώριμη γυναίκα κι ότι είχε έναν θρόνο να διεκδικήσει. Αμφέβαλλε αν η μάνα της ένιωθε τόσο συχνά ότι ήταν ανόητη.

«Ναι, θα γίνει, Μπιργκίτε», συνέχισε πιο ήρεμα τώρα. «Όταν έρθει». Τρεις αγγελιαφόροι κατευθύνονταν στην Ταρ Βάλον. Ακόμα κι αν κανείς τους δεν κατόρθωνε να περάσει το εμπόδιο της Ελάιντα, ο Γκάγουιν θα μάθαινε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι διεκδικούσε τον θρόνο και θα ερχόταν κοντά της. Τον χρειαζόταν απεγνωσμένα. Δεν έτρεφε αυταπάτες πως τάχα η ίδια θα γινόταν στρατηγός— η δε Μπιργκίτε φοβόταν τόσο πολύ ότι δεν θα κατάφερνε να ανταποκριθεί στους θρύλους που συνόδευαν το όνομά της, ώστε μερικές φορές φοβόταν να προσπαθήσει καν. Το να έρθει αντιμέτωπη με έναν ολόκληρο στρατό ήταν κατανοητό. Το να ηγηθεί η ίδια ενός στρατού, αδιανόητο!

Η Μπιργκίτε είχε πλήρη επίγνωση του μπερδέματος μέσα στο μυαλό της. Τη συγκεκριμένη στιγμή, το πρόσωπό της ήταν παγερό, αλλά τα συναισθήματά της γεμάτα θυμό κι αμηχανία για τον εαυτό της, με τον θυμό να κερδίζει έδαφος. Ξαφνικά, η Ηλαίην φούντωσε από οργή κι άνοιξε το στόμα της, για να ανταπαντήσει στην αναφορά της Ντυέλιν σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο, πριν ακόμα προβληματιστεί για τον θυμό που ένιωθε η Μπιργκίτε.

Όμως δεν πρόλαβε να προφέρει λέξη κι οι ψηλές, πορφυρές πόρτες άνοιξαν. Οι ελπίδες της να δει τη Νυνάβε ή τη Βαντέν εξανεμίστηκαν μόλις μπήκαν μέσα δύο Θαλασσινές, ξυπόλητες παρά τον άσχημο καιρό.

Μια ευωδιαστή μοσχοβολιά προηγήθηκε της παρουσίας τους, ενώ οι ίδιες έμοιαζαν με παρέλαση λαμπερών, χρυσοΰφαντων, μεταξένιων παντελονιών και χιτωνίων, εγχειριδίων στολισμένων με πετράδια και περιδεραίων από χρυσάφι και φίλντισι. Βέβαια, υπήρχαν κι άλλα κοσμήματα επάνω τους. Ίσια, μαύρα μαλλιά, γκριζωπά στους κροτάφους, έκρυβαν σχεδόν τα δέκα μικρά και χοντρά, χρυσά δαχτυλίδια στα αυτιά της Ρενάιλ ντιν Κάλον, αλλά η αλαζονεία στα σκοτεινά της μάτια ήταν τόσο φανερή όσο η χρυσή και γεμάτη μενταγιόν, χρυσή αλυσίδα που συνέδεε το ένα σκουλαρίκι με τον κρίκο της μύτης της. Το πρόσωπό της ήταν αυστηρό και, παρά το χαριτωμένο λίκνισμα στο περπάτημά της, έμοιαζε έτοιμη να περάσει μέσα από τοίχο με μια δρασκελιά. Σχεδόν μία σπιθαμή κοντύτερη από τη σύντροφό της και πιο σκουρόχρωμη από κάρβουνο, η Ζάιντα ντιν Παρέντε φορούσε άλλα τόσα και περισσότερα χρυσά μενταγιόν, που κρέμονταν από το αριστερό της μάγουλο, κι απέπνεε έναν αέρα πιότερο εξουσίας παρά αλαζονείας, μια βεβαιότητα ότι όλοι θα υπάκουαν στα λόγια της. Η γκριζάδα σχημάτιζε νιφάδες στο λοφίο με τους σφιχτούς, μαύρους βοστρύχους· ωστόσο, η Ζάιντα ήταν εντυπωσιακή, ανήκε στο είδος των γυναικών που όσο μεγάλωναν, τόσο ομόρφαιναν.

Η Ντυέλιν μαζεύτηκε μόλις τις είδε και μισοσήκωσε το χέρι της, φέρνοντάς το στη μύτη της, πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Ήταν μια τετριμμένη αντίδραση όσων δεν είχαν συνηθίσει στη θέα των Άθα’αν Μιέρε. Η Ηλαίην έκανε έναν μορφασμό, που δεν είχε σχέση με τους κρίκους που φορούσαν στη μύτη τους. Έτοιμη ήταν να ξεστομίσει άλλη μια βρισιά, κάτι πιο... πικάντικο. Με εξαίρεση τους Αποδιωγμένους, οι δύο Θαλασσινές ήταν οι μόνες υπάρξεις που δεν είχε καμιά διάθεση να δει εκείνη τη στιγμή. Η Ρενέ υποτίθεται πως έπρεπε να φροντίσει να μη συμβεί κάτι τέτοιο!

«Συγχωρήστε με», είπε, καθώς ανασηκωνόταν ελαφρά, «αλλά είμαι πολύ απασχολημένη αυτή τη στιγμή. Κρατικές υποθέσεις, καταλαβαίνετε, αλλιώς δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να σας υποδεχτώ όπως αρμόζει στον βαθμό σας». Οι Θαλασσινές ήταν πολύ σχολαστικές όσον αφορά στα τελετουργικά και στην ευπρέπεια, σύμφωνα τουλάχιστον για τα δικά τους δεδομένα. Το πιο πιθανό ήταν πως πέρασαν από την Πρώτη Κόρη χωρίς να της αναφέρουν πως ήθελαν να δουν την Ηλαίην, αλλά σίγουρα θα προσβάλλονταν αν τις υποδεχόταν καθιστή, τη στιγμή που το στέμμα δεν της ανήκε ακόμα. Και το Φως μόνο ήξερε πως δεν την έπαιρνε να τις προσβάλει. Η Μπιργκίτε εμφανίστηκε πλάι της, κάνοντας μια τυπική υπόκλιση και παίρνοντας την κούπα της. Ο δεσμός του Προμάχου συνιστούσε επιφυλακτικότητα. Ανέκαθεν ένιωθε ενεργητικότητα όταν ήταν παρούσες οι Θαλασσινές. Η γλώσσα της δε πολλές φορές ολίσθαινε παρουσία τους. «Θα σας δω αργότερα», αποτελείωσε την πρότασή της η Ηλαίην, και πρόσθεσε: «Φωτός θέλοντος». Ήταν, επίσης, πολύ καλές στις τελετουργικές λεκτικές διατυπώσεις, και τούτη εδώ έσφυζε από αβροφροσύνη κι εκκεντρικότητα.

Η Ρενάιλ δεν σταμάτησε, μέχρι που στάθηκε ακριβώς μπροστά από την Ηλαίην, και μάλιστα αρκετά κοντά. Έκανε ένα νεύμα με ένα χέρι γεμάτο τατουάζ, επιτρέποντάς της να καθίσει. Σαν να της έδινε την άδεια! «Με απέφευγες». Η φωνή της ηχούσε βαθιά για γυναίκα, παγερή, όπως το χιόνι που έπεφτε στη στέγη. «Να θυμάσαι πως είμαι η Ανεμοσκόπος της Νέστα ντιν Ρέας Δύο Σελήνες, Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε. Θα πρέπει να ολοκληρώσεις τη συμφωνία που έκανες σχετικά με τον Λευκό Πύργο». Οι Θαλασσινές γνώριζαν σχετικά με το σχίσμα του Πύργου —μέχρι εκείνη τη στιγμή το ήξεραν όλες, συμπεριλαμβανομένης της αδελφής της— αλλά η Ηλαίην δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει πιο δύσκολη τη ζωή της δημοσιοποιώντας σε ποια πλευρά ανήκε. Όχι ακόμα. Η Ρενάιλ αποτελείωσε τη φράση της, κι ο τόνος της φωνής της είχε κάτι το αυτοκρατορικό και προστακτικό. «Θα συνάψεις συμφωνία μαζί μου, και μάλιστα τώρα!» Αυτά όσον αφορά στην τυπικότητα και στην ευπρέπεια.

«Πιστεύω πως εμένα απέφευγε, Ανεμοσκόπε, όχι εσένα». Αντίθετα με τη Ρενάιλ, η Ζάιντα ακουγόταν σαν να έκανε απλή κουβεντούλα. Αντί να βηματίζει πέρα-δώθε στα χαλιά, κινούνταν τεμπέλικα γύρω στο δωμάτιο, σταματώντας μονάχα για να αγγίξει ένα ψηλό βάζο από λεπτή, πράσινη πορσελάνη ή να ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών της, για να ρίξει μια ματιά μέσα από ένα καλειδοσκόπιο με τέσσερις κυλίνδρους, τοποθετημένο σε ένα ψηλό στήριγμα. Όταν το βλέμμα της έπεσε φευγαλέα πάνω στην Ηλαίην και στη Ρενάιλ, μια παιχνιδιάρικη λάμψη τρεμόπαιξε στα μαύρα της μάτια. «Στο τέλος-τέλος, η συμφωνία έγινε με τη Νέστα ντιν Ρέας, μιλώντας για τα πλοία». Εκτός από Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Κάτελαρ, η Ζάιντα εκτελούσε και χρέη πρέσβειρας της Κυράς των Πλοίων. Απέναντι στον Ραντ, βέβαια, όχι στο Άντορ, αν κι η εξουσιοδότηση που είχε της έδινε τη δικαιοδοσία να μιλάει και να κλείνει συμφωνίες εκπροσωπώντας την ίδια τη Νέστα. Αλλαξε έναν χρυσοποίκιλτο κύλινδρο με έναν άλλον και στάθηκε ξανά στις μύτες των ποδιών της, για να κοιτάξει μέσα από το προσοφθάλμιο. «Υποσχέθηκες στους Άθα’αν Μιέρε είκοσι δασκάλες, Ηλαίην. Μέχρι στιγμής, μας έχεις στείλει μία».

Η είσοδός τους ήταν τόσο ξαφνική κι εντυπωσιακή, που η Ηλαίην εξεπλάγη βλέποντας τη Μέριλιλ να στρέφεται πριν κλείσει τις πόρτες. Πιο κοντή κι από τη Ζάιντα, η Γκρίζα αδελφή ήταν ιδιαίτερα κομψή, με το σκούρο μπλε μάλλινο ρούχο της, διακοσμημένο με ασημιά γούνα και κεντητές, μικρές φεγγαρόπετρες κατά μήκος του μπούστου. Δεν είχαν περάσει ούτε δυο βδομάδες που δίδασκε τις Ανεμοσκόπους κι οι αλλαγές ήταν εμφανείς. Οι περισσότερες ήταν πανίσχυρες γυναίκες με δίψα για γνώση, πανέτοιμες να ξεζουμίσουν τη Μέριλιλ σαν σταφύλι στο πατητήρι, αδημονώντας για την τελευταία σταγόνα χυμού. Κάποτε η Ηλαίην τη θεωρούσε τόσο φλεγματική, που δεν την εξέπληττε τίποτα, αλλά τώρα η Μέριλιλ ήταν μονίμως με τα μάτια γουρλωμένα και με τα χείλη μισάνοιχτα, λες κι είχε μείνει άφωνη από την έκπληξη και περίμενε ανά πάσα στιγμή το επόμενο ξάφνιασμα. Με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση, περίμενε στην είσοδο, μοιάζοντας ανακουφισμένη που δεν ήταν το επίκεντρο της προσοχής.

Δείχνοντας με έντονο τρόπο τη δυσαρέσκειά της, η Ντυέλιν αγριοκοίταξε τη Ζάιντα και τη Ρενάιλ. «Προσέχετε πώς μιλάτε», γρύλισε. «Βρίσκεστε στο Άντορ, όχι σε κάποιο από τα πλοία σας, κι η Ηλαίην Τράκαντ είναι η μελλοντική Βασίλισσα του Άντορ! Η συμφωνία στην οποία αναφέρεστε θα κλειστεί εν καιρώ. Προς το παρόν, μας απασχολούν σπουδαιότερα ζητήματα».

«Υπό το Φως, δεν υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο», βρόντηξε με τη σειρά της η Ρενάιλ, στρεφόμενη εναντίον της. «Πολύ σίγουρη είσαι σχετικά με το κλείσιμο της συμφωνίας. Να ξέρεις πως υπάρχει περίπτωση να βρεθείς κρεμασμένη ανάποδα στα ξάρτια, αν...»

Η Ζάιντα έκανε στράκα με τα δάχτυλά της, κάτι που ήταν αρκετό για να νιώσει η Ρενάιλ μια τρεμούλα να τη διαπερνά. Αρπάζοντας το χρυσό, μυρωμένο κουτί που κρεμόταν από ένα από τα περιδέραιά της, το πίεσε πάνω στη μύτη της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μπορεί να ήταν Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων, δηλαδή μια γυναίκα με μεγάλη εξουσία και δύναμη ανάμεσα στους Άθα’αν Μιέρε, αλλά για τη Ζάιντα ήταν απλώς μια... Ανεμοσκόπος, η οποία επιδεικνυόταν υπερβολικά. Η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως υπήρχε τρόπος να το εκμεταλλευτεί αυτό, για να τις κρατήσει μακριά, αλλά δεν τον είχε ανακαλύψει ακόμα. Το σίγουρο ήταν πως, για καλό ή για κακό, βίωνε το Ντάες Νταε’μάρ μέχρι το κόκαλο τώρα πια.

Περπάτησε ανάλαφρα γύρω από μια σιωπηλή κι εξαγριωμένη Ρενάιλ σαν να ήταν απλώς μια ακόμα κολόνα του δωματίου, αν και δεν κατευθύνθηκε προς το μέρος της Ζάιντα. Αν κάποια είχε δικαίωμα να είναι αδιάφορη εδώ, ήταν η ίδια. Δεν είχε ούτε στο ελάχιστο την πολυτέλεια να αφήσει τη Ζάιντα να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση, αλλιώς η Κυρά των Κυμάτων θα της ξερίζωνε τα μαλλιά και θα τα έδινε σε αυτούς που κατασκεύαζαν περούκες. Πλησίασε το τζάκι κι άπλωσε τα χέρια της μπροστά στις φλόγες.

«Η Νέστα ντιν Ρέας μάς εμπιστεύτηκε για την ολοκλήρωση της συμφωνίας, αλλιώς θα είχε αντιρρήσεις εξ αρχής», είπε ήρεμα. «Πήρατε πίσω το Κύπελλο των Ανέμων, αλλά για να συγκεντρωθούν δεκαεννέα ακόμα αδελφές, χρειάζεται χρόνος. Γνωρίζω καλά πως ανησυχείτε για τα πλοία που βρίσκονταν στο Έμπου Νταρ όταν ήρθαν οι Σωντσάν. Πείτε στη Ρενάιλ να φτιάξει μια πύλη προς το Δάκρυ. Εκεί υπάρχουν εκατοντάδες σκάφη των Άθα’αν Μιέρε». Έτσι έλεγαν οι αναφορές. «Μπορείτε να μάθετε όσα ξέρουν και να επανασυνδεθείτε με τους δικούς σας. Θα σας χρειαστούν ενάντια στους Σωντσάν». Κι η ίδια θα τις ξεφορτωνόταν. «Οι υπόλοιπες αδελφές θα σας σταλούν το συντομότερο». Η Μέριλιλ δεν κουνήθηκε καν από την πόρτα, αλλά το πρόσωπό της πήρε μια πρασινωπή χροιά πανικού με την πιθανότητα να βρεθεί μόνη της ανάμεσα στις Θαλασσινές.

Η Ζάιντα έπαψε να βλέπει μέσα από το καλειδοσκόπιο και κοίταξε λοξά την Ηλαίην. Ένα χαμόγελο λάξευσε τα σαρκώδη της χείλια. «Πρέπει να παραμείνω εδώ, τουλάχιστον μέχρι να μιλήσω με τον Ραντ αλ’Θόρ. Αν έρθει ποτέ, δηλαδή». Το χαμόγελο έγινε σφικτό για μια στιγμή κι έπειτα φούντωσε ξανά. Ο Ραντ θα περνούσε δύσκολες στιγμές μαζί της. «Και, προς το παρόν, θα κρατήσω μαζί μου τη Ρενάιλ και τις συντρόφους της. Μια χούφτα περισσότερες ή λιγότερες Ανεμοσκόποι δεν παίζουν μεγάλο ρόλο απέναντι σε αυτούς τους Σωντσάν, κι εδώ, Φωτός θέλοντος, μπορεί να μάθουν κάτι χρήσιμο». Η Ρενάιλ ρουθούνισε αρκετά δυνατά, έτσι ώστε να ακουστεί. Η Ζάιντα συνοφρυώθηκε για λίγο κι άρχισε να παίζει αφηρημένα με το προσοφθάλμιο που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με την κορυφή του κεφαλιού της. «Μέσα σε αυτό το παλάτι υπάρχουν πέντε Άες Σεντάι, μαζί μ’ εσένα», μουρμούρισε σκεφτική. «Ίσως κάποιες από εσάς μπορούν να μας διδάξουν», είπε, λες κι η ιδέα μόλις είχε ξεπηδήσει στο μυαλό της. Ακόμα κι έτσι να ήταν, η Ηλαίην μπορούσε κάλλιστα να ανασηκώσει και τις δύο Θαλασσινές με το ένα χέρι!

«Μα, φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν θαυμάσιο», ξέσπασε η Μέριλιλ, κάνοντας ένα βήμα μπρος. Κατόπιν, έριξε μια ματιά στη Ρενάιλ και κόπασε, ενώ ένα αναψοκοκκίνισμα διαχεόταν πάνω στην Καιρχινή ωχρότητά της. Σταύρωσε για άλλη μια φορά τα χέρια στη μέση της κι η πραότητα τη σκέπασε σαν δεύτερο δέρμα. Η Μπιργκίτε κούνησε το κεφάλι της έκπληκτη, ενώ η Ντυέλιν κοιτούσε σαν να μην είχε ξαναδεί την Άες Σεντάι στο παρελθόν.

«Φωτός θέλοντος, κάτι πρέπει να γίνει», είπε επιφυλακτικά η Ηλαίην. Έπρεπε να καταβάλλει προσπάθεια για να μην αρχίσει να τρίβει τους κροτάφους της. Ευχήθηκε να μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο στον πόνο που ένιωθε μέσα στο κρανίο της εξαιτίας των ακατάπαυστων κεραυνών. Η Νυνάβε θα γινόταν έξαλλη και μόνο με την πρόταση, ενώ η Βαντέν απλώς θα την αγνοούσε, αλλά η Κάρεαν κι η Σάριθα ίσως να δέχονταν. «Όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούν να διαθέσουν πάνω από λίγες ώρες τη μέρα. Όταν έχουν ελεύθερο χρόνο». Απέφυγε να κοιτάξει τη Μέριλιλ. Ακόμα κι η Κάρεαν κι η Σάριθα μπορεί να επαναστατούσαν στην προοπτική να τις ρίξουν μέσα σε αυτό το πατητήρι.

Η Ζάιντα έφερε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στο στόμα της. «Συμφωνούμε, υπό το Φως».

Η Ηλαίην βλεφάρισε. Πολύ ανησυχητικό αυτό· στα μάτια της Κυράς των Κυμάτων, είχαν προφανώς κλείσει μία ακόμη συμφωνία. Η περιορισμένη πείρα της με τους Άθα’αν Μιέρε τής έλεγε πως θα έπρεπε να θεωρείται τυχερή αν είχε κατορθώσει να εφαρμόσει το τέχνασμά της. Τέλος πάντων, αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελίσσονταν αλλιώς. Για παράδειγμα, τι κέρδος θα είχαν οι αδελφές; Μία συμφωνία προϋποθέτει δύο πλευρές. Η Ζάιντα χαμογέλασε σαν να γνώριζε όσα σκεφτόταν η Ηλαίην, κι αυτό τη διασκέδαζε. Το ξαφνικό άνοιγμα της μίας από τις πόρτες λειτούργησε ανακουφιστικά για την Ηλαίην, καθώς της έδινε τη δικαιολογία να στρέψει το βλέμμα της μακριά από τη Θαλασσινή.

Η Ρενέ Χάρφορ μπήκε ανάλαφρα στο δωμάτιο, με σεβασμό αλλά διόλου δουλικότητα, ενώ η υπόκλιση της ήταν συγκρατημένη, κατάλληλη για την Υψηλή Έδρα ενός πανίσχυρου Οίκου της Βασίλισσας της. Από την άλλη, κάθε Υψηλή Έδρα που σεβόταν τον εαυτό της γνώριζε πως όφειλε να δείξει τον ανάλογο σεβασμό στην Αρχιυπηρέτρια. Τα γκρίζα της μαλλιά ήταν μαζεμένα στην κορυφή του κεφαλιού της σε κότσο, που έμοιαζε με στέμμα, και φορούσε έναν πορφυρό, κοντό χιτώνα πάνω από το ασπροκόκκινο φόρεμά της, με τον Λευκό Λέοντα του Άντορ να αναπαύεται στο πληθωρικό της στήθος. Στη Ρενέ δεν έπεφτε λόγος για το ποια θα καθόταν στον θρόνο, αλλά, με τον ερχομό της Ηλαίην, είχε βάλει το επίσημο φόρεμα λες κι υποδεχόταν την ίδια τη Βασίλισσα. Το στρογγυλό πρόσωπό της σφίχτηκε στιγμιαία μόλις πρόσεξε τις Άθα’αν Μιέρε, οι οποίες την προσπέρασαν, αλλά δεν τους έδωσε περαιτέρω σημασία. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Σύντομα θα μάθαιναν από την καλή τι σήμαινε να προκαλούν την έχθρα της Αρχιυπηρέτριας.

«Ο Μάζριμ Τάιμ έφτασε επιτέλους, Αρχόντισσά μου». Η Ρενέ πάσχισε να τους δώσει να καταλάβουν ότι εννοούσε «Βασίλισσά μου». «Να του πω να περιμένει;»

Όχι τόσο γρήγορα! μουρμούρισε από μέσα της η Ηλαίην. Τον είχε καλέσει δυο μέρες πριν! «Ναι, Κυρά Χάρφορ. Δώσε του κρασί, το τρίτο καλύτερο. Πληροφόρησέ τον πως θα τον δεχτώ το συντομότερο...»

Ο Τάιμ μπήκε αγέρωχα στο δωμάτιο, λες κι όλο το Παλάτι ανήκε στην κατοχή του. Δεν χρειαζόταν καν αναγγελία ή συστάσεις. Χρυσογάλανοι Δράκοντες ήταν κεντημένοι γύρω από τα μανίκια του μαύρου πανωφοριού του, από τους αγκώνες μέχρι τις μανσέτες, σε μια απομίμηση των Δρακόντων στα μπράτσα του Ραντ, παρ’ όλο που η Ηλαίην υποψιαζόταν πως ο άντρας δεν θα εκτιμούσε ιδιαίτερα τη σχετική παρατήρηση. Ήταν ψηλός σχεδόν όσο ο Ραντ, με μύτη γαμψή και μάτια μαύρα, που έμοιαζαν να σε διαπερνούν σαν τρυπάνια, ένας πολύ δυνατός άντρας, που κινούνταν με τη θανατερή χάρη ενός Προμάχου, αν κι έμοιαζε να ακολουθείται από σκιές, λες κι οι μισοί φανοί του δωματίου είχαν σβήσει. Δεν επρόκειτο για αληθινές σκιές, ήταν περισσότερο μια αίσθηση επικείμενης βιαιότητας, αρκετά απτής ώστε να διαποτίζει το φως.

Δύο ακόμα μαυροφορεμένοι άντρες τον ακολουθούσαν κατά πόδας, ένας καραφλός τύπος με μια μακρόστενη, φαιά γενειάδα και λάγνα, γαλάζια μάτια, κι ένας νεαρότερος, λυγερός σαν φίδι και μαυρομάλλης, με έντονη επάνω του την περιφρονητική αλαζονεία που υιοθετούν οι νέοι πριν η ζωή τούς διδάξει. Και οι δύο φορούσαν στους ψηλούς τους γιακάδες το ασημί Ξίφος και τον κόκκινο επισμαλτωμένο Δράκοντα. Ωστόσο, κανείς τους δεν είχε επάνω του ξίφος. Δεν το χρειάζονταν. Ξαφνικά, το δωμάτιο φάνταζε μικρότερο και συνωστισμένο.

Ενστικτωδώς, η Ηλαίην αγκάλιασε το σαϊντάρ κι απλώθηκε για να συνδεθεί. Η Μέριλιλ γλίστρησε εύκολα μέσα στον κύκλο. Παραδόξως, το ίδιο έκανε κι η Ρενάιλ. Μια σύντομη ματιά προς το μέρος της Ανεμοσκόπου ελάττωσε την έκπληξή της. Με χλωμό πρόσωπό, η Ρενάιλ είχε αδράξει τόσο δυνατά το εγχειρίδιο που ήταν τοποθετημένο πίσω από την εσάρπα της, που η Ηλαίην ένιωθε τον πόνο στις αρθρώσεις των δακτύλων της μέσω του συνδέσμου. Είχε μείνει αρκετό καιρό στο Κάεμλυν, έτσι ώστε να καταλαβαίνει τι ήταν ένας Άσα’μαν.

Οι άντρες ήξεραν, φυσικά, ότι κάποια είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ, μολονότι δεν μπορούσαν να διακρίνουν τη λάμψη που περιτριγύριζε τις τρεις γυναίκες. Ο καραφλός κοκάλωσε στη θέση του κι ο λυγερόκορμος νεαρός έσφιξε τις γροθιές του. Κοιτούσαν τριγύρω θυμωμένα. Σίγουρα είχαν αδράξει το σαϊντίν. Η Ηλαίην μετάνιωσε που αφέθηκε να δράσει ενστικτωδώς, αλλά δεν σκόπευε να αφήσει την Πηγή, όχι τώρα τουλάχιστον. Ο Τάιμ απέπνεε κίνδυνο, όπως η φωτιά εκπέμπει θερμότητα, Απορρόφησε αρκετή ενέργεια μέσω του συνδέσμου, μέχρι που η κατακλυσμική αίσθηση της ζωής μετατράπηκε σε απότομα, προειδοποιητικά τσιμπήματα. Αλλά ακόμα κι αυτά άφηναν μια αίσθηση... χαράς. Με τόση ποσότητα Δύναμης μέσα της θα μπορούσε κάλλιστα να ερημώσει ολόκληρο το Παλάτι. Ωστόσο, αναρωτιόταν κατά πόσον ήταν αρκετή για να αντιμετωπίσει τον Τάιμ και τους άλλους δύο. Ευχήθηκε να είχε κοντά της ένα από τα τρία ανγκριάλ που είχαν ανακαλύψει στο Έμπου Νταρ και που τώρα ήταν κλειδωμένο κι ασφαλές με τα υπόλοιπα πράγματα της κρύπτης, μέχρι να βρει καιρό να τα μελετήσει ξανά.

Ο Τάιμ κούνησε το κεφάλι του περιφρονητικά, με ένα μειδίαμα να τρεμοπαίζει στα χείλη του. «Χρησιμοποιήστε τα μάτια σας». Η φωνή του ήταν σιγανή, αλλά σκληρή και χλευαστική. «Υπάρχουν δύο Άες Σεντάι εδώ. Φοβάστε δυο Άες Σεντάι; Αφήστε που μάλλον δεν θα θέλατε να τρομάξετε τη μελλοντική Βασίλισσα του Άντορ». Οι σύντροφοί του χαλάρωσαν κι ύστερα άρχισαν να μιμούνται την αστόχαστη υπεροχή της στάσης του.

Η Ρενέ δεν είχε ιδέα περί σαϊντάρ ή σαϊντίν. Περπάτησε γύρω από τους άντρες μόλις μπήκαν στο δωμάτιο, κοιτώντας τους με δυσαρέσκεια. Ασχέτως αν ήταν Άσα’μαν ή όχι, περίμενε να έχουν ευπρεπή συμπεριφορά. Μουρμούρισε κάτι σχεδόν μέσα από τα δόντια της, αν κι όλο και κάτι ακούστηκε, όπως η φράση «πανούργοι αρουραίοι».

Η Αρχιυπηρέτρια αναψοκοκκίνισε μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε ακουστεί στον γύρω χώρο, κι η Ηλαίην είχε την ευκαιρία να δει τη Ρενέ Χάρφορ αναστατωμένη. Ωστόσο, η γυναίκα σηκώθηκε όρθια και, με μια γοητεία κι επιβλητικότητα που θα ζήλευε οποιοσδήποτε ηγεμόνας, είπε: «Συγχώρεσέ με, Αρχόντισσα Ηλαίην, αλλά πληροφορήθηκα ότι αρουραίοι λυμαίνονται τις αποθήκες. Ασυνήθιστο γι’ αυτή την εποχή του χρόνου, κι είναι πολλοί μάλιστα. Με την άδειά σου, θα πρέπει να σιγουρευτώ αν οι ποντικοπιάστες εκτέλεσαν τις διαταγές μου να βάλουν παντού ποντικοπαγίδες».

«Μείνε», της απάντησε ψυχρά η Ηλαίην. Ψύχραιμα. «Με τα ζωύφια θα ασχοληθούμε συν τω χρόνω». Δύο Άες Σεντάι. Ο άντρας δεν αντιλήφθηκε πως η Ρενάιλ μπορούσε να διαβιβάσει, αλλά είχε δώσει έμφαση στις δύο Άες Σεντάι. Τρεις αποτελούσαν σημαντικό πλεονέκτημα, άραγε; Ή μήπως απαιτούνταν περισσότερες; Ήταν ολοφάνερο πως οι Άσα’μαν γνώριζαν πως οι γυναίκες είχαν κάποιο πλεονέκτημα όταν ήταν λιγότερες από τον κύκλο των δεκατριών. Καλύτερα να έπαιζε τον ρόλο του χωρίς την άδειά της, έτσι δεν είναι; «Μπορείς να συνοδεύσεις έξω αυτούς τους καλούς κυρίους μόλις τελειώσω μαζί τους». Οι σύντροφοι του Τάιμ κατσούφιασαν που τους αποκάλεσε «καλούς κυρίους», αλλά ο ίδιος αρκέστηκε σε ένα ακόμα από αυτά τα μειδιάματα. Ήταν αρκετά εύστροφος για να καταλάβει πως, όταν η Ηλαίην μιλούσε για ζωύφια, είχε εκείνον στο μυαλό της. Μα το Φως! Ίσως κάποτε ο Ραντ να είχε ανάγκη αυτόν τον άνθρωπο, αλλά γιατί εξακολουθούσε να τον έχει στη δούλεψή του και, μάλιστα, παραχωρώντας του τέτοια εξουσία; Όπως και να είχε όμως, η εξουσία του δεν μετρούσε καθόλου εδώ.

Χωρίς να βιάζεται, η Ηλαίην ξανακάθισε κι ασχολήθηκε επί ένα λεπτό με το ίσιωμα της φούστας της. Οι άντρες θα έπρεπε να κάνουν γύρο και να έρθουν μπροστά της, σαν ικέτες, αλλιώς θα αρκούνταν να της μιλούν από το πλάι κι αυτή να μην καταδέχεται να τους ρίξει ματιά. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να παραδώσει τον έλεγχο του μικρού κύκλου. Οι Άσα’μαν σίγουρα θα έστρεφαν την προσοχή τους επάνω της. Η Ρενάιλ, πάντως, εξακολουθούσε να είναι σκυθρωπή, με την οργή και τον φόβο να εναλλάσσονται μέσα της. Με το που θα γινόταν δικός της ο σύνδεσμος, μπορεί να έδινε το πρώτο χτύπημα. Η Μέριλιλ φοβόταν κάπως, αν κι ήλεγχε τον φόβο της, ο οποίος ήταν ανακατεμένος με μια αίσθηση... αγαθοσύνης, ανάλογη των γουρλωμένων ματιών και των μισάνοιχτων χειλιών της· μόνο το Φως ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει αν έπαιρνε στα χέρια της τον σύνδεσμο.

Η Ντυέλιν προχώρησε ανάλαφρα δίπλα στην Ηλαίην, λες κι ήθελε να τη θωρακίσει από τους Άσα’μαν. Άσχετα με τις ενδότερες σκέψεις της Υψηλής Έδρας των Τάραβιν, το πρόσωπό της ήταν βλοσυρό κι άφοβο. Οι υπόλοιπες γυναίκες δεν έχασαν καιρό κι ετοιμάστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Η Ζάιντα στεκόταν ακίνητη δίπλα στο καλειδοσκόπιο, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι της για να φανεί ασήμαντη κι άκακη, αλλά τα χέρια της βρίσκονταν πίσω από την πλάτη της και το εγχειρίδιο έλειπε από τη θήκη πίσω από την εσάρπα της. Η Μπιργκίτε ραχάτευε πλάι στο τζάκι, με το αριστερό της χέρι ακουμπισμένο στον παραστάτη, φαινομενικά ατάραχη, αλλά το θηκάρι από το μαχαίρι της ζώνης της ήταν άδειο κι, από τον τρόπο που το άλλο της χέρι αναπαυόταν στο πλάι, έμοιαζε έτοιμη να δώσει ένα ύπουλο χτύπημα. Ο δεσμός βοηθούσε την... εστίαση. Το βέλος ήταν περασμένο στην υποδοχή κι η χορδή τεντωμένη μέχρι το μάγουλο, έτοιμη να ελευθερωθεί.

Η Ηλαίην δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει πέρα από την Ντυέλιν, προς το μέρος των τριών αντρών. «Κατ’ αρχάς, άργησες να ανταποκριθείς στο κάλεσμά μου, Άρχοντα Τάιμ, και κατά δεύτερον εμφανίστηκες από το πουθενά». Μα το Φως, είχε αδράξει, άραγε, το σαϊντίν; Υπήρχαν μέθοδοι τύπου θωράκισης για να τα βγάλεις πέρα με έναν άντρα ικανό να διαβιβάσει, αλλά ήταν δύσκολο και παρακινδυνευμένο εγχείρημα, κι η ίδια δεν ήξερε και πολλά πέρα από τη θεωρία.

Ο άντρας ήρθε και στάθηκε μπροστά της, σε απόσταση μερικών βημάτων, χωρίς να μοιάζει διόλου με ικέτη. Ο Μάζριμ Τάιμ είχε πλήρη αυτογνωσία, ήξερε καλά τι άξιζε και, προφανώς, τοποθετούσε τον εαυτό του ψηλότερα κι από τα ουράνια. Τα αστροπελέκια που άστραφταν από τα παράθυρα σχημάτιζαν παράξενα φώτα πάνω στο πρόσωπό του. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που θα κατατρόμαζαν με το παρουσιαστικό του, ακόμα κι αν δεν φορούσε αυτό το φανταχτερό πανωφόρι, ακόμα κι αν δεν είχε αυτό το διαβόητο όνομα. Η Ηλαίην, όμως, δεν τρόμαξε. Δεν έπρεπε να τρομάξει!

Ο Τάιμ έτριψε το πηγούνι του, σκεφτικός. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, υπέστειλες τα λάβαρα του Δράκοντα σε όλη την επικράτεια του Κάεμλυν, Αρχόντισσα Ηλαίην». Η βαθιά του φωνή —αν όχι και το βλέμμα του!— υποδήλωνε πως το διασκέδαζε. Η Ντυέλιν σύρισε κάτι, ανεπαίσθητα και γεμάτη οργή, προς την Ηλαίην, αλλά ο άντρας την αγνόησε. «Άκουσα πως οι Σαλδαίοι αποσύρθηκαν στο στρατόπεδο της Λεγεώνας του Δράκοντα και σύντομα κι οι τελευταίοι Αελίτες θα βρίσκονται σε καταυλισμούς εκτός πόλεως. Τι θα πει όταν μάθει κάτι τέτοιο;» Δεν υπήρχε αμφιβολία ποιον εννοούσε. «Και, μάλιστα, όταν σου στέλνει κι ένα δώρο. Από τον Νότο. Θα σου το παραδώσω αργότερα».

«Πολύ σύντομα, το Άντορ θα συμμαχήσει με τον Αναγεννημένο Δράκοντα», του αποκρίθηκε ψυχρά. «Μόνο που το Άντορ δεν είναι κατακτημένη επαρχία και δεν ανήκει ούτε σε αυτόν ούτε και σε κανέναν άλλον». Κατέβαλε προσπάθεια να χαλαρώσει τα χέρια της πάνω στα μπράτσα του καθίσματος. Μα το Φως, το μεγαλύτερο επίτευγμά της μέχρι στιγμής ήταν να πείσει τους Αελίτες και τους Σαλδαίους να φύγουν, πράγμα απαραίτητο, ακόμα και με την κορύφωση της εγκληματικότητας! «Όπως και να έχει, Άρχοντα Τάιμ, δεν είναι δουλειά σου να μου πεις τι θα κάνω. Αν ο Ραντ έχει αντιρρήσεις, θα το συζητήσω μαζί του!» Ο Τάιμ ανασήκωσε το ένα του φρύδι, εξακολουθώντας να έχει στα χείλη του εκείνο το περίεργο μειδίαμα.

Που να καώ, σκέφτηκε αγανακτισμένη, δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσω το όνομα του Ραντ! Ήταν ολοφάνερο πως αυτός ο άντρας νόμιζε πως γνώριζε επακριβώς με ποιον τρόπο η Ηλαίην θα καταπράυνε την οργή του καταραμένου του Αναγεννημένου Δράκοντα! Και το χειρότερο ήταν πως, αν παγίδευε τον Ραντ σε κανένα κρεβάτι, θα τα κατάφερνε. Κι όχι επειδή έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει κάποια συμφωνία μαζί του, αλλά επειδή το ήθελε η ίδια. Τι είδους δώρο τής έστελνε;

Ο θυμός σκλήρυνε τη φωνή της. Θυμός εξαιτίας του τόνου στη φωνή του Τάιμ, εξαιτίας του Ραντ, που έμεινε τόσο πολύ καιρό μακριά, εξαιτίας της ίδιας που αναψοκοκκίνισε και σκεφτόταν τα δώρα. Δώρα! «Έχεις περιτειχίσει το Άντορ τέσσερα ολόκληρα μίλια». Μα το Φως, ήταν κάτι παραπάνω από το μισό της Έσω Πόλης! Πόσους από δαύτους μπορούσε να κρατήσει; Η σκέψη και μόνο την έκανε να ανατριχιάσει. «Με την έγκριση ποιου, Άρχοντα Τάιμ; Μη μου πεις του Αναγεννημένου Δράκοντα. Δεν έχει δικαίωμα να δώσει έγκριση για οτιδήποτε εντός του Άντορ». Η Ντυέλιν ανακινήθηκε δίπλα της. Μπορεί να μην είχε δικαίωμα, αλλά η δύναμη ίσως του έδινε το δικαίωμα. Η Ηλαίην συγκέντρωσε την προσοχή της στον Τάιμ. «Αρνήθηκες την είσοδο της Φρουράς της Βασίλισσας στη... μάντρα σου». Όχι ότι προσπάθησαν πριν επιστρέψει η ίδια. «Ο νόμος του Άντορ ισχύει για όλη την επικράτειά του, Άρχοντα Τάιμ. Η δικαιοσύνη είναι ίδια, είτε είσαι άρχοντας, είτε αγρότης, είτε Άσα’μαν. Ούτε εγώ εξαιρούμαι». Ο άντρας μισογέλασε και πάλι. «Δεν θα ταπείνωνα έτσι τον εαυτό μου. Αλλά, εκτός κι αν επιτραπεί στη Φρουρά της Βασίλισσας να περάσει, σου υπόσχομαι ότι ούτε πατάτα δεν θα διαβεί τις πύλες σου. Γνωρίζω πως μπορείς να Ταξιδεύεις. Άσε τους Άσα’μαν να περνούν τον καιρό τους Ταξιδεύοντας, για να αγοράσουν τρόφιμα». Το μειδίαμα χάθηκε κι αντικαταστάθηκε από έναν αχνό μορφασμό. Οι μπότες του μετακινήθηκαν ελαφρά.

Η ενόχληση δεν κράτησε πάνω από μια στιγμή. «Το φαγητό δεν είναι ιδιαίτερο πρόβλημα», είπε ο άντρας μαλακά, απλώνοντας μπροστά τα χέρια του. «Όπως λες, οι άντρες μου μπορούν και Ταξιδεύουν όπου τους προστάξω. Αμφιβάλλω αν έχεις τη δυνατότητα να με σταματήσεις από το να αγοράσω ό,τι θέλω, ακόμα και σε απόσταση δέκα μιλίων από το Κάεμλυν, αλλά και να την είχες, ποσώς με νοιάζει. Πάντως, είμαι πρόθυμος να επιτρέψω τις επισκέψεις όποτε το θελήσεις. Ελεγχόμενες επισκέψεις, πάντα με συνοδεία. Η εκπαίδευση είναι σκληρή στον Μαύρο Πύργο. Άνθρωποι πεθαίνουν σχεδόν κάθε μέρα. Δεν θα ήθελα να συμβούν ατυχήματα».

Ήταν εκνευριστικά ακριβής όσον αφορά στο πόσο μακριά από το Κάεμλυν είχε ισχύ το ένταλμά της, αλλά τίποτα παραπάνω. Μήπως οι παρατηρήσεις του σχετικά με το Ταξίδεμα όπου τους πρόσταζε και με τα «ατυχήματα» ήταν συγκαλυμμένες απειλές; Σίγουρα όχι. Ένα κύμα οργής τη διαπέρασε, καθώς συνειδητοποίησε πως ήταν σίγουρη ότι δεν την απειλούσε εξαιτίας του Ραντ. Δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από τον Ραντ αλ’Θόρ. Ελεγχόμενες επισκέψεις; Όταν του το ζητούσε; Κανονικά, έπρεπε να κάνει αυτόν τον άντρα κάρβουνο την ίδια στιγμή!

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε την πληροφορία που περνούσε μέσα από τον δεσμό με την Μπιργκίτε: θυμός, μια αντανάκλαση του εαυτού της που ενωνόταν με την Μπιργκίτε, αντικατοπτριζόταν από την Μπιργκίτε στην ίδια κι αναπηδούσε από τη μία στην άλλη, αυτοτροφοδοτούμενος κι ολοένα αυξανόμενος. Το χέρι στο οποίο κρατούσε η Μπιργκίτε το μαχαίρι άρχισε να τρέμει, από τη λαχτάρα της να χτυπήσει. Κι η ίδια; Η οργή ξεχείλιζε από μέσα της! Λίγο ακόμα και θα έχανε την επαφή με ιό σαϊντάρ. Ή θα χανόταν κι αυτή μαζί του.

Καταβάλλοντας προσπάθεια, καταπίεσε τον θυμό, μετατρέποντάς τον σε εικονική ηρεμία, μια όψη κοχλάζουσα και τραχιά. Ξεροκατάπιε και πάσχισε να διατηρήσει τη φωνή της σταθερή. «Οι Φρουροί θα πραγματοποιούν επισκέψεις κάθε μέρα, Άρχοντα Τάιμ». Πώς θα το κατόρθωνε αυτό με τέτοιον καιρό, δεν είχε ιδέα. «Πιθανότατα, θα έρθω κι η ίδια, με μερικές ακόμα αδελφές». Ίσως η σκέψη και μόνο να έχει Άες Σεντάι μέσα στον Μαύρο Πύργο του τον αναστάτωνε, αλλά ο άντρας δεν το έδειξε. Μα το Φως, προσπαθούσε να εξασφαλίσει το κύρος του Άντορ, όχι να τσιγκλήσει ετούτον τον άντρα. Βιαστικά, έκανε μια νοητική άσκηση των μαθητευομένων —το ποτάμι που περικλείεται από την όχθη— ψάχνοντας για λίγη γαλήνη. Λειτούργησε κάπως. Τώρα, το μόνο που ήθελε ήταν να του πετάξει στα μούτρα όλες τις κούπες με το κρασί. «Θα συναινέσω στην αίτησή σου περί συνοδείας, αλλά δεν πρόκειται να κρατήσω τίποτα κρυφό. Δεν θα ανεχτώ εγκλήματα συγκαλυμμένα από τα μυστικά σου. Συνεννοηθήκαμε;»

Η υπόκλιση του Τάιμ ήταν κοροϊδευτική —κοροϊδευτική!— αλλά η φωνή του φάνηκε τεταμένη. «Κατανοώ απόλυτα τα λόγια σου. Ωστόσο, πρέπει να με καταλάβεις. Οι άντρες μου δεν είναι αγρότες που σκύβουν τα κεφάλια όταν περνάς. Ζόρισε έναν Άσα’μαν, και θα μάθεις από την καλή πόσο ισχυρός είναι ο νόμος σου».

Η Ηλαίην άνοιξε το στόμα της, για να του πει ακριβώς πόσο ισχυρός ήταν ο νόμος στο Άντορ.

«Ήρθε η ώρα, Ηλαίην Τράκαντ», ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας από την είσοδο.

«Αίμα και στάχτες!» μουρμούρισε η Ντυέλιν. «Όλος ο κόσμος θα μπει εδώ μέσα;»

Η Ηλαίην αναγνώρισε τη νέα φωνή. Περίμενε τη συγκεκριμένη πρόσκληση, δίχως να γνωρίζει το πότε, μολονότι ήξερε καλά πως έπρεπε να ανταποκριθεί άμεσα. Σηκώθηκε όρθια κι ευχήθηκε να είχε λίγο χρόνο ακόμα να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα με τον Τάιμ. Ο άντρας κοίταξε συνοφρυωμένος τόσο τη νεοφερμένη γυναίκα, όσο και την Ηλαίην, χωρίς να είναι καν σίγουρος τι να συμπεράνει. Ωραία. Θα τον άφηνε να βράσει στο ζουμί του μέχρι να του κάνει λιανά τα ειδικά δικαιώματα που είχαν οι Άσα’μαν στο Άντορ.

Η Νάντερε έστεκε εξίσου ψηλή με τους δύο άντρες στα πλαϊνά της πόρτας, μια εύσωμη γυναίκα, σθεναρή όσο οποιαδήποτε Αελίτισσα είχε δει η Ηλαίην. Τα πρασινωπά της μάτια κοίταξαν εξεταστικά το ζευγάρι για μια στιγμή, πριν πάψουν να του δίνουν σημασία, θεωρώντας το ασήμαντο. Οι Άσα’μαν δεν εντυπωσίαζαν τις Σοφές. Ελάχιστα πράγματα τις εντυπωσίαζαν. Τακτοποιώντας την εσάρπα της με έναν κροταλιστό ήχο από τα βραχιόλια της, η γυναίκα προχώρησε και στάθηκε μπροστά στην Ηλαίην, έχοντας την πλάτη της γυρισμένη στον Τάιμ. Παρά το κρύο, φορούσε μονάχα την εσάρπα πάνω από τη λεπτή, άσπρη μπλούζα της, αν και, παραδόξως, κουβαλούσε έναν βαρύ, μάλλινο μανδύα τυλιγμένο το ένα της μπράτσο. «Πρέπει να έρθεις αμέσως», είπε στην Ηλαίην, «χωρίς καθυστέρηση». Τα φρύδια του Τάιμ ανασηκώθηκαν, λες και πάσχιζαν να φτάσουν στο μέτωπό του. Αναμφίβολα, δεν ήταν συνηθισμένος να του δείχνουν τόση αδιαφορία.

«Μα το Φως στα ουράνια!» είπε ξέπνοα η Ντυέλιν, μαλάσσοντας το μέτωπό της. «Δεν έχω ιδέα περί τίνος πρόκειται, Νάντερε, αλλά ό,τι και να ’ναι, πρέπει να περιμένει, ώσπου...»

Η Ηλαίην ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο της γυναίκας. «Πράγματι δεν έχεις ιδέα, Ντυέλιν, και δεν είναι κάτι που μπορεί να περιμένει. Θα τους διώξω όλους και θα έρθω μαζί σου, Νάντερε».

Η Σοφή κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά. «Ένα ετοιμόγεννο παιδί δεν έχει χρόνο να διώξει τους άλλους». Κούνησε τον χοντρό μανδύα. «Σου έφερα αυτό εδώ, για να προστατέψω την επιδερμίδα σου από την παγωνιά. Ίσως όμως πρέπει να φύγω και να πω στην Αβιέντα πως η αιδημοσύνη σου είναι μεγαλύτερη από τον πόθο σου να γίνεις αδελφή». Η Ντυέλιν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα μόλις συνειδητοποίησε για τι πράγμα μιλούσε. Ο δεσμός του Προμάχου τρεμούλιασε από την οργή της Μπιργκίτε.

Υπήρχε μόνο μία πιθανή επιλογή. Στην πραγματικότητα, ανύπαρκτη. Άφησε να διαλυθεί ο σύνδεσμος με τις άλλες δύο γυναίκες κι απελευθέρωσε το σαϊντάρ. Η λάμψη, ωστόσο, παρέμεινε γύρω από τη Ρενάιλ και τη Μέριλιλ. «Θα με βοηθήσεις με αυτά τα κουμπιά, Ντυέλιν;» Η Ηλαίην ήταν περήφανη που η φωνή της ακουγόταν τόσο σταθερή. Το περίμενε αυτό. Όχι, όμως, με τόσο πολλούς μάρτυρες παρόντες! σκέφτηκε αχνά. Γυρνώντας την πλάτη της στον Τάιμ —δεν ήταν αναγκασμένη να τον βλέπει να την παρακολουθεί, τουλάχιστον!— άρχισε να ξεκουμπώνει τα μικροσκοπικά κουμπιά των μανικιών της. «Αν δεν σου κάνει κόπο, Ντυέλιν; Ντυέλιν;» Μια στιγμή αργότερα, η Ντυέλιν κινήθηκε σαν να υπνοβατούσε κι άρχισε να ψηλαφίζει τα κουμπιά στην πλάτη της Ηλαίην, μουρμουρίζοντας στο εαυτό της κάπως σοκαρισμένη. Ένας από τους Άσα’μαν, κοντά στην πόρτα, κρυφογέλασε.

«Γυρίστε από την άλλη!» είπε κοφτά ο Τάιμ, κι ο ήχος από μπότες που κοπανούν το δάπεδο ακούστηκε από την πόρτα.

Η Ηλαίην δεν ήξερε αν είχε στραφεί κι ο ίδιος —ήταν σίγουρη ότι ένιωθε το βλέμμα του επάνω της— αλλά ξαφνικά οι γυναίκες βρέθηκαν κοντά της, η Μπιργκίτε, η Μέριλιλ, η Ρενέ, η Ζάιντα, ακόμα κι η Ρενάιλ, στριμωγμένες ώμο με ώμο και με τα βλέμματα σκοτεινιασμένα, καθώς σχημάτιζαν ένα τείχος ανάμεσα σε αυτήν και στους άντρες. Ένα όχι ιδιαίτερα επαρκές τείχος. Καμιά τους δεν ήταν τόσο ψηλή όσο η ίδια, κι ούτε η Ζάιντα ούτε η Μέριλιλ ήταν ψηλότερες από το επίπεδο του ώμου της.

Συγκεντρώσου, είπε στον εαυτό της. Είμαι συγκροτημένη, ήρεμη. Είμαι... είμαι εντελώς γυμνή σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, ναι, αυτό είμαι! Γδύθηκε όσο γρηγορότερα γινόταν, αφήνοντας το φουστάνι και το μισοφόρι της να πέσουν στο πάτωμα, ρίχνοντας από πάνω τους τα πασούμια και τις κάλτσες της. Το δέρμα της ανατρίχιασε στον ψυχρό αέρα. Αν αγνοούσε την παγωνιά, απλώς δεν θα αναρριγούσε. Πίστευε πως η θερμότητα που αισθανόταν στα μάγουλά της είχε κάποια σχέση με αυτό.

«Αυτό είναι τρέλα!» μουρμούρισε η Ντυέλιν χαμηλόφωνα, αρπάζοντας από κάτω τα ρούχα. «Παράνοια!»

«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε ψιθυριστά η Μπιργκίτε. «Να έρθω μαζί σου;»

«Πρέπει να πάω μόνη», αποκρίθηκε η Ηλαίην εξίσου ψιθυριστά. «Μην το κάνεις θέμα!» Όχι ότι η Μπιργκίτε άφησε να φανεί κάτι, αλλά ο δεσμός παλλόταν από την ένταση. Έβγαλε τους χρυσαφιούς κρίκους από τα αυτιά της και τους έδωσε στην Μπιργκίτε, κατόπιν δίστασε λίγο πριν της παραδώσει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Οι Σοφές έλεγαν πως πρέπει να πάει όπως τη γέννησε η μάνα της. Είχαν λάβει αρκετές οδηγίες, και πρώτα απ’ όλα να μην πουν σε κανέναν τι επρόκειτο να γίνει. Όσο γι’ αυτό, μακάρι να ήξερε κι η ίδια. Ένα παιδί έρχεται στον κόσμο χωρίς να έχει επίγνωση τι πρόκειται να συμβεί. Το μουρμουρητό της Μπιργκίτε άρχισε να μοιάζει με αυτό της Ντυέλιν.

Η Νάντερε προχώρησε προς το μέρος της κρατώντας τον μανδύα, κι απλώς της τον έδωσε. Η Ηλαίην έπρεπε να τον πάρει και να τον τυλίξει βιαστικά γύρω από το κορμί της. Εξακολουθούσε να είναι σίγουρη πως ένιωθε το βλέμμα του Τάιμ επάνω της. Κράτησε τον βαρύ, μάλλινο μανδύα κι αισθάνθηκε ενστικτωδώς πως έπρεπε να βγει γρήγορα από το δωμάτιο, αλλά, αντί γι’ αυτό, τσιτώθηκε και γύρισε αργά. Δεν επρόκειτο να το βάλει στα πόδια με την ατίμωση να τη σκεπάζει από την κορυφή έως τα νύχια.

Οι άντρες που είχαν έρθει μαζί με τον Τάιμ στάθηκαν ακίνητοι, αντικρίζοντας τις πόρτες, ενώ ο ίδιος ατένιζε το τζάκι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Η ματιά του υποδήλωνε πως ήταν χαμένος στη φαντασία του. Με μοναδική εξαίρεση τη Νάντερε, οι υπόλοιπες γυναίκες κοιτούσαν προς το μέρος της με ένα μείγμα περιέργειας, κατάπληξης και δέους. Η Νάντερε έμοιαζε απλώς ανυπόμονη.

Η Ηλαίην πάσχισε να βάλει στη φωνή της τον πιο βασιλικό τόνο. «Κυρά Χάρφορ, πρόσφερε κρασί στον Άρχοντα Τάιμ και στους άντρες του πριν αναχωρήσουν». Τουλάχιστον, δεν τρεμούλιαζε. «Ντυέλιν, περιποιήσου, σε παρακαλώ, την Κυρά των Κυμάτων και την Ανεμοσκόπο και κοίτα να τις καθησυχάσεις. Μπιργκίτε, περιμένω από εσένα απόψε ένα σχέδιο στρατολόγησης». Οι γυναίκες τις οποίες κατονόμασε βλεφάρισαν ξαφνιασμένες κι ένευσαν χωρίς να πουν λέξη.

Κατόπιν, η Ηλαίην βγήκε από το δωμάτιο, ακολουθούμενη από τη Νάντερε κι ευχόμενη να τα είχε πάει καλύτερα. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν κλείσει η πόρτα πίσω της ήταν η φωνή της Ζάιντα. «Παράξενα έθιμα έχετε εσείς οι στεριανοί».

Μόλις βγήκε στον διάδρομο, προσπάθησε να κινηθεί λίγο ταχύτερα, αν και δεν ήταν εύκολο, επειδή έπρεπε να κρατάει τον μανδύα σφιχτά επάνω της. Οι ερυθρόλευκες πλάκες του δαπέδου ήταν πολύ πιο κρύες από τα χαλιά στο καθιστικό. Μερικοί υπηρέτες, τυλιγμένοι στα ζεστά με τις καλοφτιαγμένες μάλλινες λιβρέες τους, την κοιτούσαν σαν χαζοί μόλις οι ματιές τους έπεφταν επάνω της, κι έπειτα απομακρύνονταν βιαστικά για να ασχοληθούν με τις δουλειές τους. Οι φλόγες τρεμόπαιζαν στους φανοστάτες. Πάντα υπήρχαν ρεύματα στους διαδρόμους. Πού και πού, ο αέρας αναδευόταν, κάνοντας κάποια κουρτίνα του τοίχου να θροϊζει τεμπέλικα.

«Σκόπιμα έγινε αυτό, έτσι;» είπε στη Νάντερε, περισσότερο σαν παρατήρηση παρά σαν ερώτηση. «Όποτε με καλείς, φροντίζεις να υπάρχει αρκετός κόσμος για να παρακολουθήσει. Για να σιγουρευτείς πως η υιοθέτηση της Αβιέντα ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα». Τους είχαν πει πως ήταν σημαντικότερο από οτιδήποτε άλλο. «Τι της έκανες;» Κατά καιρούς, η Αβιέντα επιδείκνυε ελάχιστη σεμνότητα και συχνά τριγυρνούσε γυμνή στα διαμερίσματά της, χωρίς να τη νοιάζει, χωρίς καν να δίνει σημασία στους υπηρέτες που έμπαιναν μέσα. Το να αναγκάσεις αυτήν τη γυναίκα να γδυθεί μπροστά στο πλήθος δεν αποδείκνυε τίποτα.

«Θα σου πει η ίδια, αν το επιθυμεί φυσικά», αποκρίθηκε η Νάντερε με προσήνεια. «Το ότι το πρόσεξες σημαίνει πως είσαι οξυδερκής. Πολλοί δεν προσέχουν τίποτα». Το τεράστιο στήθος της ανεβοκατέβηκε καθώς γρύλισε, αν κι ο ήχος θα μπορούσε να μοιάζει με γέλιο. «Όλοι αυτοί οι άντρες που γυρίζουν την πλάτη τους κι όλες αυτές οι γυναίκες που σε φυλάνε. Θα μπορούσα να βάλω ένα τέλος σε όλα αυτά, αν εκείνος ο άντρας με το κεντητό πανωφόρι δεν κοιτούσε διαρκώς πάνω από τον ώμο του, για να θαυμάσει τους γλουτούς σου. Κι αν εσύ δεν αναψοκοκκίνιζες, πράγμα που έδειχνε πως το καταλάβαινες».

Η Ηλαίην μπέρδεψε τα πόδια της και σκόνταψε. Ο μανδύας ανέμισε, χάνοντας αυτή την ελάχιστη θερμότητα από το σώμα της που είχε παγιδεύσει, πριν τον τραβήξει και πάλι σφικτά επάνω της. «Το ελεεινό γουρούνι!» γρύλισε. «Θα... Θα...!» Που να καιγόταν, τι θα μπορούσε να κάνει; Να το πει στον Ραντ και να αφήσει αυτόν να τα βγάλει πέρα με τον Τάιμ; Ποτέ!

Η Νάντερε την κοίταξε αινιγματικά. «Στους περισσότερους άντρες αρέσει να κοιτάνε τα οπίσθια μιας γυναίκας. Πάψε να σκέφτεσαι τους άντρες κι άρχισε να σκέφτεσαι ποια γυναίκα θες για αδελφή».

Αναψοκοκκινίζοντας για άλλη μία φορά, η Ηλαίην έφερε στο μυαλό της την Αβιέντα, πράγμα όμως που δεν τη βοήθησε καθόλου να ηρεμήσει. Της είχαν πει ότι έπρεπε να σκεφτεί συγκεκριμένα πράγματα πριν από το εθιμοτυπικό, μερικά από τα οποία της προκαλούσαν αμηχανία.

Η Νάντερε συμβάδιζε με την Ηλαίην, η οποία φρόντιζε να μη διακρίνονται τα πόδια της μέσα από τα ανοίγματα του μανδύα —μια και παντού υπήρχε υπηρετικό προσωπικό— οπότε τους πήρε λίγο χρόνο μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Σοφές. Υπήρχε τουλάχιστον μια ντουζίνα από δαύτες, με τις ογκώδεις φούστες, τις λευκές μπλούζες και τις σκουρόχρωμες εσάρπες, στολισμένες με περιδέραια, χρυσά κι ασημένια βραχιόλια, πετράδια και φίλντισι, και με τα μακριά τους μαλλιά πιασμένα πίσω με διπλωμένα μαντίλια. Όλα τα έπιπλα και τα κιλίμια είχαν μετακινηθεί, αφήνοντας εκτεθειμένες και γυμνές τις λευκές πλάκες του δαπέδου, ενώ το τζάκι ήταν σβηστό. Εδώ, βαθιά μέσα στο Παλάτι και χωρίς παράθυρα τριγύρω, η βροντή του κεραυνού μόλις που ακουγόταν.

Το βλέμμα της Ηλαίην καρφώθηκε στην Αβιέντα, η οποία στεκόταν στην απέναντι μεριά του δωματίου. Γυμνή. Γέλασε νευρικά προς το μέρος της Ηλαίην. Νευρικά! Ποια, η Αβιέντα! Πετώντας βιαστικά από πάνω της τον μανδύα, η Ηλαίην ανταπέδωσε το χαμόγελο. Εξίσου νευρικά, όπως συνειδητοποίησε. Η Αβιέντα γέλασε απαλά, και μια στιγμή αργότερα το ίδιο έκανε κι η Ηλαίην. Μα το Φως, η ατμόσφαιρα ήταν παγωμένη! Το δε πάτωμα, ακόμα περισσότερο!

Τις περισσότερες Σοφές που ήταν στο δωμάτιο δεν τις γνώριζε, εκτός από ένα πρόσωπο που ξεπήδησε μπροστά της. Τα πρόωρα λευκά μαλλιά της Άμυς ανακατεύονταν με τα χαρακτηριστικά της μεσήλικης και της έδιναν μια όψη Άες Σεντάι. Θα πρέπει να είχε Ταξιδέψει από την Καιρχίν. Η Εγκουέν είχε διδάξει τις Ονειροβάτισσες να εξοφλούν τη διδασκαλία του Τελ’αράν’ριοντ. Ισχυριζόταν μάλιστα ότι όφειλαν κι ένα χρέος, αν και ποτέ δεν είχε ξεκαθαρίσει τι είδους χρέος ήταν αυτό.

«Ήλπιζα πως θα ήταν εδώ κι η Μελαίν», είπε η Ηλαίην. Συμπαθούσε πολύ τη σύζυγο του Μπάελ, μια γενναιόδωρη γυναίκα όλο ζεστασιά. Όχι όμως και τις άλλες δύο που αναγνώρισε στο δωμάτιο, την κοκαλιάρα Τάμελα, με το οστεώδες πρόσωπο, και την όμορφη Βιέντρε, με το γαλάζιο, αετίσιο βλέμμα. Κι οι δυο τους ήταν ισχυρότερες από την ίδια όσον αφορά στη Δύναμη, ισχυρότερες από οποιαδήποτε αδελφή ήξερε, εκτός της Νυνάβε. Υποτίθεται πως κάτι τέτοιο δεν είχε και πολλή σημασία για τους Αελίτες, αλλά δεν έβλεπε για ποιον άλλο λόγο οι δύο γυναίκες είχαν πάντα ένα χαμόγελο γεμάτο περιφρόνηση κι αλαζονική έκφραση όποτε την κοιτούσαν.

Περίμενε από την Άμυς να πάρει τον έλεγχο —κάτι που φαίνεται πως έκανε συνήθως— αλλά ήταν μια κοντή γυναίκα, ονόματι Μοναέλ, με μαλλιά ξανθωπά κι ελαφρώς κοκκινωπά, που βγήκε μπροστά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο κοντή, αν κι η μοναδική στον γύρω χώρο κοντύτερη από την Ηλαίην. Επίσης, ήταν κι η πιο ανίσχυρη ως προς τη Δύναμη. Αν πήγαινε στην Ταρ Βάλον, μετά βίας θα ήταν ικανή να κερδίσει το επώμιο. Ίσως, όμως, αυτό να μη μετρούσε πολύ για τους Αελίτες.

«Αν ήταν παρούσα η Μελαίν», είπε η Μοναέλ, κι ο τόνος της φωνής της ήταν κάπως απότομος, αν και διόλου εχθρικός, «τα μωρά που κουβαλάει θα ήταν μέρος του δεσμού ανάμεσα σ’ εσένα και στην Αβιέντα, σε περίπτωση που θα τα ακουμπούσαν οι υφάνσεις. Αν επιζούσαν, βέβαια. Τα αγέννητα δεν είναι αρκετά δυνατά για κάτι τέτοιο. Το ερώτημα είναι, εσείς οι δύο είστε;» Έδειξε και με τα δυο της χέρια κάποιες κηλίδες στο πάτωμα, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση. «Ελάτε κι οι δύο στο μέσον του δωματίου».

Για πρώτη φορά, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως το σαϊντάρ θα αποτελούσε τμήμα του τυπικού. Πίστευε πως δεν θα ήταν παρά μια απλή τελετουργία, όπου θα ανταλλάσσονταν προπόσεις και πιθανόν να δίνονταν κάποιοι όρκοι. Τι θα συνέβαινε; Δεν είχε σημασία, εκτός... Τα βήματά της ήταν συρτά καθώς προχωρούσε προς το μέρος της Μοναέλ. «Η Πρόμαχος μου... Ο δεσμός μας... Θα... επηρεαστεί... από αυτό;» Η Αβιέντα, που είχε έρθει αντικριστά της, συνοφρυώθηκε με τον δισταγμό της Ηλαίην, αλλά η συγκεκριμένη ερώτηση την έκανε να ρίξει μια ξαφνιασμένη ματιά προς τη Μοναέλ. Ήταν ολοφάνερο πως αυτό δεν το είχε σκεφτεί ποτέ.

Η κοντή Σοφή κούνησε το κεφάλι της. «Κανείς εκτός αυτού του δωματίου δεν μπορεί να επηρεαστεί από τις υφάνσεις. Ίσως διαισθανθεί μόνο ένα μέρος από αυτό που μοιράζεστε, εξαιτίας του δεσμού της μαζί σου, αλλά τίποτα περισσότερο». Η Αβιέντα άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης κι η Ηλαίην τη μιμήθηκε.

«Λοιπόν», συνέχισε η Μοναέλ. «Υπάρχουν ορισμένοι τύποι που πρέπει να τηρηθούν. Ελάτε. Δεν είμαστε αρχηγοί φυλών που ικετεύουν για νερό πίνοντας όοσκουαϊ». Γελώντας και κάνοντας αστεία σχετικά με τους αρχηγούς φυλών και το δυνατό ποτό των Αελιτών, οι υπόλοιπες γυναίκες σχημάτισαν κύκλο γύρω από την Αβιέντα και την Ηλαίην. Η Μοναέλ κάθισε με χάρη στο δάπεδο σταυροπόδι και σε απόσταση μόλις δύο βημάτων από τη μια πλευρά των γυμνών γυναικών. Το γέλιο έπαψε, καθώς η φωνή της πήρε μια τυπική χροιά. «Συγκεντρωθήκαμε εδώ, επειδή δύο γυναίκες επιθυμούν να γίνουν πρωταδελφές. Θα δούμε κατά πόσον είναι δυνατές κι, αν είναι, θα τις βοηθήσουμε. Είναι παρούσες οι μητέρες τους;»

Η Ηλαίην αναπήδησε ξαφνιασμένη, αλλά την επόμενη στιγμή η Βιέντρε βρέθηκε πίσω της. «Αντιπροσωπεύω τη μητέρα της Ηλαίην Τράκαντ, η οποία δεν δύναται να παρευρεθεί». Με τα χέρια της πάνω στους ώμους της Ηλαίην, η Βιέντρε την έσπρωξε μπροστά και την πίεσε προς τα κάτω, μέχρι που την ανάγκασε να γονατίσει πάνω στις ψυχρές πλάκες, μπροστά από την Αβιέντα. Κατόπιν, γονάτισε κι η ίδια πίσω της. «Παραδίδω τη θυγατέρα μου στη δοκιμασία της».

Η Τάμελα εμφανίστηκε πίσω από την Αβιέντα, πιέζοντάς την προς τα κάτω, με τα γόνατά της να ακουμπούν σχεδόν αυτά της Ηλαίην, και γονατίζοντας κι η ίδια στην πλάτη της. «Αντιπροσωπεύω τη μητέρα της Αβιέντα, η οποία δεν δύναται να παρευρεθεί. Παραδίδω τη θυγατέρα μου στη δοκιμασία της».

Υπό άλλες συνθήκες, η Ηλαίην θα χασκογελούσε. Καμιά από τις δύο γυναίκες δεν έμοιαζε μεγαλύτερη της ίδιας και της Αβιέντα πάνω από πέντε έξι χρόνια. Όλα αυτά, όμως, ίσχυαν υπό άλλες συνθήκες. Όχι τώρα. Τα πρόσωπα των όρθιων Σοφών ήταν σοβαρά. Κοιτούσαν εξεταστικά την ίδια και την Αβιέντα σαν να τις ζύγιζαν, αβέβαιες αν εκπλήρωναν τις αναγκαίες προδιαγραφές.

«Ποια θα υποφέρει τις ωδίνες του τοκετού για λογαριασμό τους;» ρώτησε η Μοναέλ, κι η Άμυς έκανε ένα βήμα μπρος.

Την ακολούθησαν δύο ακόμη γυναίκες, μια φλογερή κοκκινομάλλα ονόματι Σαϊάντα, την οποία η Ηλαίην είχε δει παρέα με τη Μελαίν, και μια γκριζομάλλα, που δεν τη γνώριζε καθόλου. Βοήθησαν την Άμυς να βγάλει τα ρούχα της. Περήφανη μέσα στη γύμνια της, η Άμυς αντίκρισε τη Μοναέλ και χτύπησε ελαφρά τη σφικτή της κοιλιά. «Έφερα στον κόσμο παιδιά. Τα θήλασα», είπε χουφτώνοντας τα στήθη της, που έμοιαζαν σαν να μην είχε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. «Προσφέρω τον εαυτό μου».

Με ένα τιμητικό νεύμα αποδοχής από τη Μοναέλ, η Άμυς γονάτισε δύο βήματα παράπλευρα της Ηλαίην και της Αβιέντα, ακουμπώντας πάνω στις φτέρνες της. Η Σαϊάντα κι η γκριζαρισμένη Σοφή γονάτισαν κι αυτές, μία σε κάθε πλευρά της. Άξαφνα, η λάμψη της Δύναμης περικύκλωσε όσες γυναίκες βρίσκονταν στο δωμάτιο, εκτός από την Ηλαίην, την Αβιέντα και την Άμυς.

Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα, παρατηρώντας την Αβιέντα να τη μιμείται. Πού και πού, όλο και κάποιο βραχιόλι κροτάλιζε πάνω σε κάποιο άλλο ανάμεσα στις Σοφές, πράγμα που ήταν κι ο μοναδικός ήχος στον γύρω χώρο, πέρα από τις ανάσες και τους αδύναμους, μακρινούς κεραυνούς. Όταν μίλησε η Μοναέλ, όλες σχεδόν ξαφνιάστηκαν.

«Θα πράξετε κι οι δύο σύμφωνα με τις οδηγίες που λάβατε. Αν κομπιάζετε ή έχετε απορίες, η αφοσίωσή σας δεν είναι αρκετά ισχυρή. Θα σας διώξω κι αυτό θα είναι το τέλος, για πάντα. Θα σας κάνω κάποιες ερωτήσεις κι εσείς πρέπει να πείτε την αλήθεια. Αν αρνηθείτε να απαντήσετε, ή αν κάποια από εσάς πει ψέματα, θα σας διώξω. Φυσικά, μπορείτε να φύγετε από μόνες σας όποτε το επιθυμήσετε. Πράγμα που, επίσης, θα είναι το τέλος για πάντα. Δεύτερες ευκαιρίες δεν υπάρχουν. Λοιπόν. Τι ακριβώς γνωρίζετε για τη γυναίκα που θέλετε να γίνει πρωταδελφή σας;»

Η Ηλαίην ήταν σχεδόν σίγουρη για αυτή την ερώτηση. Αποτελούσε μέρος όσων της είχαν πει να σκεφτεί καλά. Το να διαλέξει ένα προσόν ανάμεσα σε άλλα δεν ήταν και τόσο εύκολο, ωστόσο είχε έτοιμη την απάντηση. Όταν μίλησε, οι ροές του σαϊντάρ υφάνθηκαν ανάμεσα στην ίδια και στην Αβιέντα, χωρίς καμία από τις δύο γυναίκες να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ένα κομμάτι του μυαλού της καταβρόχθισε τις υφάνσεις. Ακόμα και τώρα, η προσπάθεια για μάθηση αποτελούσε μέρος του εαυτού της, όπως το χρώμα των ματιών της. Οι υφάνσεις χάθηκαν μόλις τα χείλη της έκλεισαν σφικτά.

«Η Αβιέντα είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια. Δεν τη νοιάζει διόλου τι θα σκεφτούν για το άτομό της. Είναι αυτό που θέλει η ίδια να είναι». Η Ηλαίην άκουγε τον εαυτό της να μιλάει την ίδια στιγμή που ακούγονταν και τα λόγια της Αβιέντα. «Ακόμα κι όταν η Ηλαίην είναι τόσο φοβισμένη, που ξεραίνεται το στόμα της, το πνεύμα της δεν λυγίζει. Είναι γενναιότερη από οποιονδήποτε έχω γνωρίσει».

Η Ηλαίην κοίταξε έκπληκτη τη φίλη της. Η Αβιέντα τη θεωρούσε γενναία; Μα το Φως, όχι ότι ήταν καμιά δειλή, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν γενναία. Παραδόξως, και η Αβιέντα την κοιτούσε με δυσπιστία.

«Το θάρρος είναι ένα πηγάδι», είπε η Βιέντρε στο αυτί της Ηλαίην. «Σε κάποιους είναι βαθύ, σε άλλους ρηχό. Άσχετα, όμως, αν είναι βαθύ ή ρηχό, τα πηγάδια στεγνώνουν κάποτε, ακόμα κι αν αργότερα ξαναγεμίσουν. Θα έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με αυτό που δεν τολμάς. Ο τρόμος θα μετατρέψει τα κόκαλά σου σε άμορφη μάζα, και το θάρρος, για το οποίο καυχιέσαι, θα σε παρατήσει, και θα απομείνεις να κλαψουρίζεις και να κυλιέσαι στο χώμα. Θα έρθει κι αυτή η μέρα». Τα λόγια της μαρτυρούσαν πως πολύ θα ήθελε να παρευρίσκεται κ« η ίδια όταν θα γινόταν αυτό. Η Ηλαίην ένευσε κοφτά. Ήξερε πόσο εύκολα μπορούσαν τα κόκαλά της να μετατραπούν σε άμορφη μάζα· το καταπολεμούσε κάθε μέρα.

Η Τάμελα μιλούσε στην Αβιέντα με φωνή εξίσου πειστική με της Βιέντρε. «Το τζι’ε’τόχ σάς δένει με ατσάλινα δεσμά. Σύμφωνα με το τζι, θα γίνεις αυτό που όλοι περιμένουν να γίνεις, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Σύμφωνα με το τοχ, αν κριθεί απαραίτητο, θα ταπεινωθείς και θα συρθείς στο χώμα. Γιατί θα σε πονάει μέχρι το μεδούλι τι θα σκέφτονται οι άλλοι για εσένα».

Η Ηλαίην ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Αυτό ήταν πολύ βαρύ κι άδικο. Γνώριζε κάποια πράγματα για το τζι’ε’τόχ, όχι όμως κι η Αβιέντα. Ωστόσο, την είδε να νεύει καταφατικά, όπως ακριβώς έκανε κι η ίδια. Μια βεβιασμένη παραδοχή αυτού που ήξερε ήδη.

«Εκλεπτυσμένα κι αρεστά γνωρίσματα σε μια πρωταδελφή», είπε η Μοναέλ, τραβώντας την εσάρπα έως τους αγκώνες της. «Μπορείς να μας μιλήσεις, όμως, και για την άσχημη πλευρά της;»

Η Ηλαίην μετακινήθηκε, νιώθοντας τα γόνατά της παγωμένα, κι έγλειψε τα χείλη της προτού μιλήσει. Το φοβόταν αυτό. Δεν ήταν μονάχα η προειδοποίηση της Μοναέλ. Η Αβιέντα είχε πει πως έπρεπε να πουν όλη την αλήθεια. Έτσι έπρεπε να κάνουν, αλλιώς τι αξία είχε η αδελφική σχέση; Για άλλη μία φορά, οι υφάνσεις αιχμαλώτισαν τα λόγια τους μέχρι να τελειώσουν.

«Η Αβιέντα...» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Ηλαίην, κάπως διστακτική, «νομίζει... πιστεύει πως η απάντηση βρίσκεται πάντα στη βία. Υπάρχουν φορές που το μόνο που σκέφτεται είναι το μαχαίρι της ζώνης της. Μερικές φορές φέρεται σαν ανώριμο αγοράκι!»

«Η Ηλαίην ξέρει ότι...» άρχισε να λέει η Αβιέντα, έπειτα ξεροκατάπιε και συνέχισε πιο βιαστικά, «ξέρει πολύ καλά πόσο όμορφη είναι κι ότι αυτό της δίνει εξουσία πάνω στους άντρες. Μερικές φορές αφήνει το μισό της στήθος εκτεθειμένο σε κοινή θέα και χαμογελάει, για να αναγκάσει τους άντρες να κάνουν αυτό που θέλει».

Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Ώστε αυτό πίστευε η Αβιέντα για το άτομό της; Έτσι όπως τα έλεγε, την έκανε να μοιάζει με ανασηκωμένο ποδόγυρο! Η Αβιέντα συνοφρυώθηκε και μισάνοιξε το στόμα της, αλλά η Τάμελα την πίεσε ξανά στον ώμο κι άρχισε να μιλάει.

«Πιστεύεις πως οι άντρες δεν σε επιδοκιμάζουν;» Υπήρχε μια δριμύτητα στη φωνή της Σοφής, ενώ το πρόσωπό της μόνο ως δυναμικό θα μπορούσε να περιγραφεί. «Νομίζεις πως δεν κοιτούν τα στήθη σου στη σκηνή του μόχθου; Δεν θαυμάζουν τους γοφούς σου; Είσαι όμορφη και το ξέρεις. Αν το αρνείσαι, αρνείσαι τον ίδιο σου τον εαυτό! Σου αρέσει να σε κοιτούν οι άντρες, και συνήθως τους χαμογελάς. Δεν θα χαμογελούσες σε έναν άντρα, για να κάνεις πιο πειστικά τα επιχειρήματά σου, δεν θα άγγιζες το μπράτσο του, για να τον αποσπάσεις από την αδυναμία των επιχειρημάτων σου; Θα το έκανες, και με το παραπάνω μάλιστα».

Τα μάγουλα της Αβιέντα αναψοκοκκίνισαν, αλλά η Ηλαίην έπρεπε να ακούσει τη Βιέντρε και να καταπολεμήσει το δικό της αναψοκοκκίνισμα. «Έχεις τη βία μέσα σου. Αρνήσου το, κι αρνείσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Ποτέ δεν ένιωσες τέτοια οργή, που να θες να χτυπήσεις; Ποτέ δεν μάτωσες κάποιον; Ποτέ δεν ευχήθηκες να το είχες κάνει χωρίς να σκεφτείς κάποια εναλλακτική λύση; Χωρίς να σκεφτείς απολύτως τίποτε άλλο; Όσο αναπνέεις, η οργή θα είναι κομμάτι του εαυτού σου». Η Ηλαίην σκέφτηκε τον Τάιμ, καθώς και μερικά ακόμα περιστατικά, κι αισθάνθηκε το πρόσωπό της να φουντώνει.

Αυτή τη φορά, υπήρξε πάνω από μία ανταπόκριση.

«Τα μπράτσα σου θα εξασθενήσουν», έλεγε η Τάμελα στην Αβιέντα. «Τα πόδια σου θα χάσουν την ευκινησία τους. Ακόμα κι ένα παιδάκι θα μπορεί να σου πάρει το μαχαίρι από το χέρι. Και τότε, σε τι θα σε ωφελήσουν η δεξιοτεχνία κι η θηριωδία; Τα μόνα αληθινά όπλα είναι η καρδιά και το μυαλό. Άλλωστε, δεν έμαθες μέσα σε μία μέρα να χειρίζεσαι το δόρυ όταν ήσουν Κόρη, έτσι δεν είναι; Αν δεν ακονίσεις το μυαλό και την καρδιά σου τώρα, θα γεράσεις, και τα παιδιά θα σε αποβλακώσουν. Οι αρχηγοί των φυλών θα σε βάλουν σε μια γωνιά, για να μην μπερδεύεσαι στα πόδια τους, κι, όταν μιλάς, αυτοί θα ακούν τον άνεμο. Κανόνισε την πορεία σου όσο ακόμα μπορείς».

«Η ομορφιά έρχεται και παρέρχεται», συνέχισε η Βιέντρε απευθυνόμενη στην Ηλαίην. «Με τον καιρό, τα στήθη σου θα πέσουν, η σάρκα σου θα χαλαρώσει και το δέρμα σου θα γίνει σαν πετσί. Άντρες που χαμογελούσαν και μόνο στη θέα του προσώπου σου, θα σου μιλάνε σαν να είσαι ένας ακόμη άντρας. Μπορεί ο σύζυγός σου να σε βλέπει πάντα όπως όταν σε πρωτογνώρισε, αλλά δεν θα βρίσκεσαι πια στα όνειρα κανενός άλλου. Αυτό σημαίνει πως θα πάψεις να είσαι εσύ; Το σώμα είναι μονάχα το περίβλημα. Η σάρκα θα μαραζώσει, αλλά εσύ είσαι η καρδιά και το μυαλό, τα οποία δεν αλλάζουν, παρά μόνο για να γίνουν δυνατότερα».

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της, όχι για να διαψεύσει τα λόγια της γυναίκας. Ποτέ της δεν είχε αναλογιστεί τα γηρατειά, ειδικά από τότε που πήγε στον Πύργο. Τα χρόνια επηρέαζαν ελάχιστα ακόμα και τις γηραιότερες Άες Σεντάι. Τι θα γινόταν όμως, αν ζούσε όσο οι γυναίκες του Σογιού; Αυτό, βέβαια, σήμαινε πως θα έπρεπε να πάψει να είναι Άες Σεντάι, αλλά τι θα γινόταν αν όντως το έκανε; Οι γυναίκες του Σογιού αργούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ρυτίδες, πράγμα που όμως συνέβαινε τελικά. Τι να σκεφτόταν, άραγε, η Αβιέντα; Έτσι γονατιστή που ήταν, έμοιαζε... μελαγχολική.

«Ποιο είναι το πιο παιδιάστικο πράγμα που ξέρεις για τη γυναίκα που επιθυμείς να γίνει η πρωταδελφή σου;» ρώτησε η Μοναέλ.

Αυτό ήταν ευκολότερο κι όχι τόσο φορτισμένο. Η Ηλαίην κατάφερε ακόμα και να χαμογελάσει καθώς μιλούσε. Η Αβιέντα χαμογέλασε κι αυτή, αφήνοντας πίσω τη μελαγχολία της. Για άλλη μία φορά, οι υφάνσεις πήραν τα λόγια τους και τα ελευθέρωσαν μαζί, φωνές ανακατεμένες με γέλιο.

«Η Αβιέντα δεν με άφηνε να τη μάθω κολύμπι. Προσπάθησα. Είναι ατρόμητη απέναντι σε οτιδήποτε, εκτός αν βρεθεί μέσα σε νερό βαθύτερο από την μπανιέρα της».

«Η Ηλαίην περιδρομιάζει τα γλυκά και με τα δύο χέρια, σαν παιδάκι που διέφυγε την προσοχή της μαμάς του. Αν συνεχίσει έτσι, θα χοντρύνει σαν γουρουνίτσα πριν προλάβει να γεράσει».

Η Ηλαίην τινάχτηκε. Περιδρομιάζει; Περιδρομιάζει; Τσιμπολογούσε πού και πού. Θα χοντρύνει; Για ποιο λόγο την αγριοκοίταζε η Αβιέντα; Το να αρνείσαι να μπεις σε νερό περισσότερο από το ύψος του γονάτου ήταν πράγματι παιδιάστικο.

Η Μοναέλ έφερε την παλάμη μπροστά στο στόμα της για να κρύψει, δήθεν, έναν αμήχανο βήχα, αλλά η Ηλαίην πίστευε πως έκρυψε ένα γελάκι. Κάποιες από τις όρθιες Σοφές, πάντως, γέλασαν στα φανερά. Με την κουταμάρα της Αβιέντα, άραγε, ή με το δικό της... περιδρόμιαομα;

Η Μοναέλ ανέκτησε τη μεγαλοπρεπή της έκφραση κι έσιαξε τη φούστα της, που ήταν απλωμένη στο πάτωμα, μολονότι στη φωνή της υπήρχε ακόμα μια χροιά χλευασμού. «Τι ζηλεύει περισσότερο η γυναίκα που επιθυμείς για πρωταδελφή;»

Η Ηλαίην θα μπορούσε να καλύψει την απάντησή της, παρά την αναγκαιότητα να πει την αλήθεια. Η αλήθεια είχε ξεπηδήσει μέσα της με το που της είπαν να τη σκεφτεί, αλλά είχε ανακαλύψει και κάτι άλλο, λιγότερο σημαντικό και περίπλοκο και για τις δυο τους, που θα μπορούσε να διαφύγει την προσοχή της συνάθροισης. Ίσως, δηλαδή. Υπήρχε, όμως, κι αυτό το σχόλιο σχετικά με τα χαμόγελα που έριχνε στους άντρες και την επίδειξη του στήθους της. Εντάξει, μπορεί να χαμογελούσε, αλλά η Αβιέντα περπατούσε ολόγυμνη μπροστά στους υπηρέτες, που κοκκίνιζαν από ντροπή, και δεν έμοιαζε καν να τους προσέχει! Ώστε, περιδρόμιαζε γλυκά, ε; Και θα πάχαινε κιόλας; Είπε τη μαύρη αλήθεια, ενώ οι υφάνσεις πήραν τα λόγια της και το στόμα της Αβιέντα άρχισε να κινείται κάτω από μια βαριά σιωπή, μέχρι που τελικά όσα είχαν να πουν έγιναν ακουστά.

«Η Αβιέντα έπεσε στην αγκαλιά του άντρα που αγαπώ, κάτι που εγώ δεν έκανα ποτέ κι ίσως και να μην το κάνω, πράγμα για το οποίο ξέρω ότι θα θρηνήσω!»

«Η Ηλαίην έχει εξασφαλίσει την αγάπη του Ραντ αλ’Θ... του Ραντ! Η καρδιά μου έχει γίνει κομμάτια, γιατί θέλω να αγαπήσει εμένα, αλλά δεν ξέρω αν θα το κάνει ποτέ».

Η Ηλαίην περιεργάστηκε το πρόσωπο της Αβιέντα. Τη ζήλευε εξαιτίας του Ραντ; Τη στιγμή που ο άντρας αυτός απέφευγε την Ηλαίην Τράκαντ λες κι είχε κακάδια; Δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί περισσότερο.

«Χτύπα τη με την παλάμη σου όσο πιο δυνατά μπορείς», είπε η Τάμελα στην Αβιέντα, απομακρύνοντας τα χέρια της από τους ώμους της γυναίκας.

Η Βιέντρε έσφιξε ελαφρά την Ηλαίην. «Μην αντιδράσεις». Δεν είχαν αναφέρει τίποτα τέτοιο! Σίγουρα, η Αβιέντα δεν θα τολμούσε να...

Βλεφαρίζοντας, η Ηλαίην σηκώθηκε από το παγωμένο πάτωμα. Χάιδεψε ανάλαφρα το μάγουλό της και μόρφασε. Για το υπόλοιπο της ημέρας θα είχε επάνω του το αποτύπωμα μιας παλάμης. Δεν ήταν ανάγκη να τη χτυπήσει τόσο δυνατά.

Όλοι περίμεναν μέχρι να γονατίσει ξανά, κι ύστερα η Βιέντρε έσκυψε κοντύτερα. «Χτύπα τη με την παλάμη σου όσο πιο δυνατά μπορείς».

Ε, λοιπόν, δεν θα χτυπούσε την Αβιέντα στο αυτί. Δεν θα... Η ανοικτή της παλάμη έστειλε την Αβιέντα να πέσει φαρδιά πλατιά, γλιστρώντας με το στήθος πάνω στις πλάκες σχεδόν μέχρι το σημείο όπου στεκόταν η Μοναέλ. Η παλάμη της Ηλαίην πονούσε όσο σχεδόν και το μάγουλό της.

Η Αβιέντα μισοσηκώθηκε, κούνησε το κεφάλι της ζαλισμένη και ξαναπήρε τη θέση της. «Χτύπα τη με το άλλο χέρι», είπε η Τάμελα.

Αυτή τη φορά, η Ηλαίην γλίστρησε πάνω στις παγωμένες πλάκες μέχρι τα γόνατα της Άμυς, με το κεφάλι της να κουδουνίζει και τα δυο της μάγουλα να καίνε. Κι όταν στάθηκε μπροστά στην Αβιέντα κι η Βιέντρε της είπε να χτυπήσει, έβαλε όλη της τη δύναμη σε αυτό το χτύπημα, τόσο που κόντεψε να πέσει πάνω στην Αβιέντα καθώς η γυναίκα γκρεμοτσακιζόταν.

«Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα», είπε η Μοναέλ.

Η ματιά της Ηλαίην τινάχτηκε προς το μέρος της Σοφής. Η Αβιέντα, που είχε ήδη μισοσηκωθεί στα γόνατά της, έμεινε ακίνητη σαν πέτρα.

«Αν το επιθυμείτε, δηλαδή», συνέχισε η Μοναέλ. «Οι άντρες συνήθως φεύγουν σε αυτό το σημείο, αν όχι και νωρίτερα, όπως και πολλές γυναίκες. Αν όμως εξακολουθείτε να αγαπάτε αρκετά η μία την άλλη, ώστε να συνεχίσετε, αγκαλιαστείτε».

Η Ηλαίην έπεσε πάνω στην Αβιέντα, κι η ανταπόκριση ήταν τόσο έντονη που σχεδόν την έριξε προς τα πίσω. Έμειναν σφιχταγκαλιασμένες. Η Ηλαίην ένιωσε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της κι αντιλήφθηκε πως κι η Αβιέντα έκλαιγε. «Συγγνώμη», ψιθύρισε θερμά η Ηλαίην. «Συγγνώμη, Αβιέντα».

«Συγχώρα με», ψιθύρισε η Αβιέντα. «Συγχώρα με».

Η Μοναέλ στεκόταν από πάνω τους τώρα. «Θα νιώσετε ξανά θυμό η μία για την άλλη, θα ανταλλάξετε πικρά λόγια, αλλά πάντα θα θυμάστε ότι ανταλλάξατε χτυπήματα. Και, μάλιστα, επειδή σας το ζήτησαν. Κι αυτά τα χτυπήματα θα εκπροσωπούν όλα τα μελλοντικά. Έχετε τοχ μεταξύ σας, τοχ που δεν μπορείτε να ανταποδώσετε κι ούτε καν θα προσπαθήσετε, γιατί κάθε γυναίκα έχει πάντα χρέος απέναντι στην πρωταδελφή της. Θα γεννηθείτε ξανά».

Η αίσθηση του σαϊντάρ στο δωμάτιο άλλαζε, αλλά η Ηλαίην δεν είχε την ευκαιρία να δει με ποιον τρόπο, ακόμα κι αν το είχε σκεφτεί. Το φως τρεμόσβησε, λες κι οι φανοί ήταν έτοιμοι να σβήσουν. Η αίσθηση από το αγκάλιασμα της Αβιέντα γινόταν όλο και πιο αχνή, το ίδιο κι οι ήχοι. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή της Μοναέλ. «Θα γεννηθείτε ξανά». Όλα γύρω της, ακόμα κι η ίδια, άρχισαν να χάνονται. Έπαψε να υπάρχει.

Άρχισε να αντιλαμβάνεται κάπως. Δεν σκεφτόταν τον εαυτό της ως γυναίκα, δεν σκεφτόταν καν, ωστόσο αντιλαμβανόταν. Έναν ήχο. Κάτι σαν υγρό που στροβιλίζεται, παράγοντας έναν σφυριχτό θόρυβο. Πνιχτά κελαρύσματα και γουργουρίσματα, καθώς κι ένας ρυθμικός γδούπος, που ακουγόταν πάνω απ’ όλα. Ντουπ-ντουπ. Δεν ήξερε τι είναι ικανοποίηση, αλλά ήταν ικανοποιημένη. Ντουπ-ντουπ.

Χρόνος. Δεν ήξερε τι είναι χρόνος, ωστόσο ολόκληρες Εποχές πέρασαν. Ένας ήχος υπήρχε μέσα της, ένας ήχος που ήταν η ίδια. Ντουπ-ντουπ. Ο ίδιος ήχος, ο ίδιος ρυθμός όπως κι ο προηγούμενος. Ντουπ-ντουπ. Προερχόμενος από κάπου αλλού, πιο κοντά. Ντονπ-ντουπ. Κι άλλος. Ντουπ-ντουπ. Ο ίδιος ήχος, ο ίδιος χτύπος με τον δικό της, απαράλλαχτος. Ήταν ολόιδιοι, ήταν ένας. Ντουπ-ντουπ.

Ο παλμός συνεχίστηκε αδιάκοπος, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Άγγιξε την άλλη, που ήταν ο εαυτός της. Αισθανόταν. Ντουπ-ντουπ. Κινήθηκαν κι οι δύο, σφάδασαν, έμπλεξαν τα μέλη τους, απομακρύνθηκαν η μία από την άλλη, αλλά δεν αποχωρίζονταν ποτέ. Ντουπ-ντουπ. Μερικές φορές, υπήρχε φως στο σκοτάδι. Αμυδρό μεν κι ελάχιστα φωτεινό, αλλά λαμπερό για κάποιον που το μόνο που βίωνε ήταν το σκοτάδι. Ντουπ-ντουπ. Άνοιξε τα μάτια της, αντίκρισε τα μάτια της άλλης, που ήταν ο εαυτός της, και τα έκλεισε ξανά, ευχαριστημένη. Ντουπ-ντουπ.

Αλλαγή, ξαφνική και σοκαριστική για κάποιον που δεν έχει ιδέα τι είναι η αλλαγή. Πίεση. Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ. Αυτός ο ανακουφιστικός παλμός ήταν ταχύτερος. Σπασμωδική πίεση. Πάλι και πάλι. Όλο και πιο έντονη. Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ! Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ!

Άξαφνα, ο άλλος, που ήταν ο εαυτός της... χάθηκε. Ήταν μόνη της πια. Δεν γνώριζε τι είναι φόβος, αλλά ήταν φοβιομένη και μόνη. Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ. Πίεση! Μεγαλύτερη από πριν! Πίεση που την έστυβε, τη συνέθλιβε. Αν ήξερε πώς να ουρλιάξει, αν ήξερε καν τι είναι το ουρλιαχτό, θα ούρλιαζε.

Ύστερα, ο χώρος γέμισε φως, εκτυφλωτικό και γεμάτο περιδινούμενα οχήματα. Απέκτησε βάρος. Ποτέ της δεν είχε νιώσει τι είναι βάρος. Ένας οξύς πόνος στη μέση. Κάτι γαργαλούσε το πόδι και την πλάτη της. Αρχικά, δεν συνειδητοποίησε πως αυτός ο θρηνητικός ήχος προερχόταν από την ίδια. Κλώτσησε αδύναμα, κινώντας μέλη που δεν ήξερε πώς να τα κινήσει. Κάτι την ανασήκωσε και την ακούμπησε πάνω σε κάτι πιο μαλακό αλλά σταθερότερο από οτιδήποτε είχε νιώσει ποτέ, εκτός από τις αναμνήσεις της άλλης που ήταν ο εαυτός της, της άλλης που είχε χαθεί. Ντουπ-ντουπ. Ντουπ-ντουπ. Ο ήχος. Ο ίδιος ήχος, ο ίδιος παλμός. Η μοναξιά βασίλευε, αγνώριστη, αλλά υπήρχε ικανοποίηση επίσης.

Οι μνήμες άρχισαν να επιστρέφουν, με αργούς ρυθμούς. Ανασήκωσε το κεφάλι της, που ήταν ακουμπισμένο σε ένα στήθος, και κοίταξε το πρόσωπο της Άμυς. Ναι, της Άμυς. Στιλπνό από τον ιδρώτα και με μάτια κουρασμένα, αλλά χαμογελαστό. Κι αυτή ήταν η Ηλαίην. Ναι, η Ηλαίην Τράκαντ. Υπήρχε όμως κάτι περισσότερο μέσα της τώρα. Δεν είχε σχέση με τον δεσμό του Προμάχου, αλλά έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο. Ήταν πιο αμυδρό, αλλά μεγαλοπρεπέστερο. Αργά, πάνω σε έναν λαιμό που παρέπαιε και ταλαντευόταν, έστρεψε το κεφάλι της να κοιτάξει την άλλη που ήταν ο εαυτός της, που κειτόταν στο άλλο στήθος της Άμυς. Στράφηκε να κοιτάξει την Αβιέντα, τα μαλλιά της οποίας ήταν κατσιασμένα, ενώ το πρόσωπο και το κορμί της έλαμπε από τον. ιδρώτα. Χαμογελούσε από χαρά. Γελούσαν κι έκλαιγαν, καθώς έπεφτε η μία στην αγκαλιά της άλλης, κι έμειναν εκεί, αγκαλιασμένες, λες και δεν σκόπευαν να αποχωριστούν ποτέ.

«Αυτή είναι η θυγατέρα μου Αβιέντα», είπε η Άμυς, «κι αυτή εδώ η θυγατέρα μου Ηλαίην, γεννημένες την ίδια μέρα, την ίδια ώρα. Είθε να διαφυλάξουν για πάντα η μία την άλλη, να αλληλοϋποστηρίζονται και να αγαπιούνται». Γέλασε απαλά, κουρασμένα, στοργικά. «Και τώρα, θα μας φέρει κανείς ρούχα προτού ξεπαγιάσουμε, οι καινούργιες θυγατέρες μου κι εγώ;»

Εκείνη τη στιγμή, η Ηλαίην ποσώς νοιαζόταν αν ξεπάγιαζε. Είχε κολλήσει πάνω στην Αβιέντα, όλο γέλια και δάκρυα. Είχε βρει την αδελφή της. Μα το Φως, είχε βρει την αδελφή της!


Η Τοβέιν Γκάζαλ ξύπνησε από τους ήχους της φασαρίας-διάφορες γυναίκες πηγαινοέρχονταν, μερικές εκ των οποίων μιλούσαν σιγανά. Ξαπλωμένη στο σκληρό, στενό ράντζο, αναστέναξε λυπημένη. Η εικόνα των τυλιγμένων χεριών της γύρω από τον λαιμό της Ελάιντα ήταν απλώς ένα ευχάριστο όνειρο. Αυτό το μικροσκοπικό δωματιάκι με τοίχους από καναβάτσο, η πραγματικότητα. Δεν είχε κοιμηθεί καλά κι ένιωθε αποδυναμωμένη, αποστραγγισμένη. Μάλλον είχε παρακοιμηθεί. Δεν είχε καιρό για πρωινό. Απρόθυμα, πέταξε τις κουβέρτες από πάνω της. Το κτήριο δεν ήταν παρά μια μικρή αποθήκη, με παχιά τοιχώματα και βαριά καδρόνια λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της, διόλου ζεστή. Η ανάσα της σχημάτιζε ομίχλη κι ο τσουχτερός πρωινός αέρας τη σούβλιζε μέσα από το λεπτό της ρούχο, προτού προλάβει να ακουμπήσει τα πόδια της στις τραχιές πλάκες του δαπέδου. Ακόμα κι αν είχε σκοπό να κάτσει στο κρεβάτι, δεν την άφηναν οι διαταγές που είχε πάρει. Ο βρωμερός δεσμός του Λογκαίν καθιστούσε αδύνατη την ανυπακοή, ασχέτως του πόσο συχνά ευχόταν να μην είχε υπακούσει.

Ανέκαθεν προσπαθούσε να τον σκέφτεται απλώς ως Άμπλαρ ή, έστω, Άρχοντα Άμπλαρ, αλλά το όνομα Λογκαίν ήταν αυτό που ερχόταν πάντα στο μυαλό της. Ένα όνομα που είχε φροντίσει ο ίδιος να γίνει συνώνυμο της ατιμίας. Ο Λογκαίν, ο ψεύτικος Δράκοντας που είχε συντρίψει τις στρατιές της πατρίδας του, της Γκεάλνταν. Ο Λογκαίν, που είχε χαράξει ένα φονικό μονοπάτι μέσα από τους λίγους Αλταρανούς και Μουραντιανούς που είχαν αρκετό κουράγιο για να προσπαθήσουν να τον σταματήσουν, μέχρι που έφθασε να απειλεί το ίδιο το Λάγκαρντ. Ο Λογκαίν, που είχε ειρηνευτεί, αλλά εξακολουθούσε με κάποιο τρόπο να διαβιβάζει, κι ο οποίος είχε τολμήσει να στείλει τις καταραμένες υφάνσεις του από σαϊντίν στην Τοβέιν Γκάζαλ. Τι κρίμα που δεν την είχε προστάξει να πάψει να σκέφτεται! Διαισθανόταν τον άντρα στο πίσω μέρος του μυαλού της. Ήταν πάντα εκεί.

Για μια στιγμή, έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Μα το Φως! Το αγρόκτημα της Κυράς Ντόγουιλ έμοιαζε με το Χάσμα του Χαμού. Χρόνια ολόκληρα εξορίας και μετάνοιας χωρίς καμιά διέξοδο, παρά μόνο το αδιανόητο, να γίνει δηλαδή μια κυνηγημένη αποστάτισσα, κάτι που το είχε απορρίψει πριν ακόμα συμπληρωθεί μισή εβδομάδα αιχμαλωσίας της. Αυτό ήταν το Χάσμα του Χαμού. Και δεν υπήρχε σωτηρία. Κούνησε το κεφάλι της θυμωμένη και σκούπισε με τα δάχτυλά της τη λαμπερή υγρασία από τα μάγουλά της. Όχι! Θα έβρισκε τρόπο να δραπετεύσει, μόνο και μόνο για να βάλει τα αληθινά της χέρια γύρω από τον λαιμό της Ελάιντα. Θα έβρισκε τρόπο.

Εκτός από το ράντζο, υπήρχαν ακόμα τρία έπιπλα μόνο, ωστόσο δεν της άφηναν πολύ χώρο για να κινηθεί. Χρησιμοποιώντας το μαχαίρι της ζώνης της, έσπασε τον πάγο στη ριγέ κίτρινη κανάτα πάνω στον νιπτήρα, γέμισε τη ραγισμένη άσπρη λεκάνη και διαβίβασε, για να ζεστάνει το νερό, μέχρι που τολύπες ατμού άρχισαν να ανυψώνονται. Της επιτρεπόταν να διαβιβάσει γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά για κανέναν άλλον. Από συνήθεια, πλύθηκε κι έτριψε τα δόντια της με αλάτι και σόδα, και κατόπιν πήρε μια καθαρή αλλαξιά και κάλτσες από τη μικρή ξύλινη κασέλα, στα πόδια του ράντζου. Το δαχτυλίδι της το άφησε μέσα στην κασέλα, διπλωμένο κάτω από άλλα πράγματα μέσα σε ένα μικρό βελούδινο πουγκί. Άλλη μία διαταγή. Όλα της τα πράγματα βρίσκονταν εδώ, εκτός από το λυόμενο τραπεζάκι της. Ευτυχώς, αυτό είχε χαθεί όταν την πήραν. Τα ρούχα της κρέμονταν σε έναν στατήρα για μανδύες, το τελευταίο «έπιπλο» του δωματίου. Διάλεξε ένα χωρίς να κοιτάει, το φόρεσε μηχανικά και χρησιμοποίησε μια χτένα και μια βούρτσα για να σιάξει τα μαλλιά της.

Η βούρτσα με τη φιλντισένια λαβή άρχισε να κινείται πιο αργά, καθώς η Τοβέιν παρατήρησε τον εαυτό της στον φθηνό και γεμάτο φουσκάλες καθρέφτη του νιπτήρα. Βαριανασαίνοντας, άφησε κάτω τη βούρτσα, πλάι στην πανομοιότυπη χτένα. Το φόρεμα που είχε διαλέξει ήταν χοντρό, εξαίσια υφασμένο μάλλινο σε κόκκινο χρώμα χωρίς στολίδια, τόσο σκούρο που φάνταζε σχεδόν μαύρο. Μαύρο, σαν τον μανδύα ενός Άσα’μαν. Το παραμορφωμένο της είδωλο την ατένιζε μέσα από τον καθρέφτη, με τα χείλη σουφρωμένα. Αν άλλαζε, θα ήταν σαν να παραδίνεται. Με μια αποφασιστική κίνηση, άρπαξε τον γκρίζο μανδύα με γούνα νυφίτσας από τον στατήρα.

Μόλις τράβηξε την πόρτα από καναβάτσο, πρόσεξε περίπου είκοσι αδελφές, που ήδη καταλάμβαναν τον μακρόστενο, κεντρικό διάδρομο σε όλο το μήκος του οποίου υπήρχαν δωμάτια από καναβάτσο. Εδώ κι εκεί, κάποιες από δαύτες μιλούσαν μουρμουριστά, αλλά οι υπόλοιπες απέφευγαν να αλληλοκοιτάζονται, ακόμα κι αν ανήκαν στο ίδιο Άτζα. Ο φόβος ήταν έκδηλος, αλλά αυτό που ήταν εμφανές στα περισσότερα πρόσωπα ήταν η ντροπή. Η Ακούρε, μια ρωμαλέα Γκρίζα, κοιτούσε το χέρι που, φυσιολογικά, φορούσε το δαχτυλίδι της. Η Ντεσάντρε, μια λυγερή Κίτρινη, έκρυβε το δεξί της χέρι στη μασχάλη της.

Το ψιθυριστό κουβεντολόι έσβησε μόλις φάνηκε η Τοβέιν. Κάμποσες από τις γυναίκες την αγριοκοίταζαν φανερά. Ανάμεσά τους ήταν κι η Τζενάρε με τη Λεμάι, από το δικό της Άτζα! Η Ντεσάντρε έδειξε αρκετή ψυχραιμία και της γύρισε υποτιμητικά την πλάτη. Μέσα σε δύο μόνο μέρες, πενήντα μία Άες Σεντάι είχαν αιχμαλωτιστεί από αυτά τα μαυροντυμένα τέρατα, κι οι πενήντα από δαύτες κατηγορούσαν την Τοβέιν Γκάζαλ, λες κι η Ελάιντα α’Ρόιχαν δεν είχε βάλει το χεράκι της σε αυτή την καταστροφή. Αν δεν επενέβαινε ο Λογκαίν, θα είχαν πάρει την εκδίκηση τους από την πρώτη κιόλας νύχτα. Δεν τον αγαπούσε επειδή τις σταμάτησε κι έβαλε την Καρνιέλε να Θεραπεύσει τα σημάδια που άφησαν οι βουρδουλιές; και τις μελανιές από τις μπουνιές και τις κλωτσιές. Καλύτερα να τη σκότωναν στο ξύλο παρά να του χρωστούσε ευγνωμοσύνη.

Έβαλε τον μανδύα στους ώμους της και, προχωρώντας καμαρωτή στον διάδρομο, βγήκε στο ωχρό ηλιόφως του πρωινού, το οποίο ταίριαζε με την κακοκεφιά της. Πίσω της, κάποια από τις αδελφές ξεστόμισε δριμύτατα λόγια, τα οποία κόπηκαν απότομα καθώς έκλεινε η πόρτα. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς φορούσε την κουκούλα της, σφίγγοντας τη μαύρη γούνα γύρω από το πρόσωπό της. Όποιος πρόσβαλλε την Τοβέιν Γκάζαλ, δεν είχε ελπίδες να ξεφύγει. Ακόμα κι η Κυρά Ντόγουιλ, η οποία με τα χρόνια την είχε εξευτελίσει σε μια απομίμηση υποταγής, είχε πάρει το μάθημά της όταν η εξορία της πήρε τέλος. Θα τους έδειχνε. Ολονών!

Ο κοιτώνας που μοιραζόταν με τις άλλες βρισκόταν στην άκρη ενός μεγάλου χωριού, αν και παράξενου. Ήταν ένα χωριό των Άσα’μαν. Παντού τριγύρω, έτσι της είχαν πει, το έδαφος ήταν σημαδεμένο για την κατασκευή οικοδομημάτων που, όπως ισχυρίζονταν, θα έκαναν τον Λευκό Πύργο να μοιάζει νάνος μπροστά τους, εκεί όμως ζούσαν οι περισσότεροι τώρα. Σε πέντε τεράστιους κι ογκώδεις πέτρινους στρατώνες, τοποθετημένους κατά μήκος οδών εξίσου πλατιών με αυτές της Ταρ Βάλον, ο καθένας εκ των οποίων μπορούσε να φιλοξενήσει έως κι εκατό Στρατιώτες Άσα’μαν. Δόξα στο Φως, δεν ήταν ακόμα γεμάτοι, αλλά τα χιονοσκέπαστα ικριώματα περίμεναν την άφιξη εργατών γύρω από τα βαριά τείχη δύο ακόμα στρατώνων, που ήταν σχεδόν έτοιμοι για την τοποθέτηση της καλαμοσκεπής. Είχαν κατασκευαστεί επίσης δώδεκα μικρότερα πέτρινα οικοδομήματα, χωρητικότητας δέκα Αφοσιωμένων το καθένα, ενώ άλλο ένα βρισκόταν υπό κατασκευή. Σκόρπια τριγύρω υπήρχαν διακόσια σχεδόν σπίτια, οπό αυτά που έβλεπε κανείς σε οποιοδήποτε χωριό, όπου ζούσαν κάποιοι από τους νυμφευμένους άντρες, ενώ οι οικογένειες των υπολοίπων δεν απείχαν πολύ κι ήταν σε διαρκή ετοιμότητα.

Οι άντρες που ήταν ικανοί να διαβιβάσουν δεν την τρόμαζαν. Ναι, είναι αλήθεια πως κάποτε είχε πανικοβληθεί για μια στιγμή, αλλά αυτό ήταν άσχετο. Ωστόσο, πεντακόσιοι άντρες ικανοί να διαβιβάσουν ήταν αγκάθι στα πλευρά της και δεν μπορούσε να το βγάλει. Πεντακόσιοι! Μερικοί εκ των οποίων, μάλιστα, μπορούσαν και να Ταξιδεύουν. Τρομερά επώδυνο αγκάθι. Επιπλέον, είχε ήδη διασχίσει περισσότερο από ένα μίλι μέσα από το δάσος προς το τείχος. Αυτό, ό,τι κι αν σήμαινε, την τρόμαζε πιότερο.

Το τείχος δεν τελείωνε παρά μόνο στα δώδεκα ή δεκαπέντε πόδια, εκεί όπου μόλις άρχιζαν να υψώνονται οι πύργοι κι οι προμαχώνες. Υπήρχαν σημεία όπου θα μπορούσε να σκαρφαλώσει πάνω από σωρούς με μαύρες πέτρες, αυτό όμως ερχόταν σε αντίθεση με τις διαταγές που είχε λάβει, δηλαδή να μην προσπαθήσει να δραπετεύσει. Όλο αυτό το πράγμα κάλυπτε μια έκταση οκτώ μιλίων, κι η Τοβέιν είχε αρχίσει να πιστεύει τον Λογκαίν όταν της έλεγε πως η κατασκευή είχε ξεκινήσει λιγότερους από τρεις μήνες πριν. Άλλωστε, την είχε αρκετά του χεριού του για να μπει στον κόπο να της πει ψέματα. Κατά τη γνώμη του, τα τείχη ήταν χάσιμο χρόνου και περιττή προσπάθεια, κι ίσως ήταν, αλλά κατάφερναν να κάνουν τα δόντια της να τρίζουν. Τρεις μόνο μήνες. Φτιάχτηκαν με τη χρήση της Δύναμης. Της αρσενικής πλευράς της Δύναμης. Όταν σκεφτόταν αυτά τα μαύρα τείχη, έβλεπε μια αδυσώπητη, ασταμάτητη δύναμη, μια κατολίσθηση από μαύρες πέτρες, που γλιστρούσαν προς το μέρος του Λευκού Πύργου, για να τον θάψουν κάτω από τον όγκο τους. Αδύνατον, ασφαλώς. Αδύνατον μεν, αλλά όταν δεν ονειρευόταν τον στραγγαλισμό της Ελάιντα, ονειρευόταν αυτό.

Η χιονόπτωση είχε συνεχιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και μια βαριά, λευκή κουβέρτα κάλυπτε τις οροφές, αλλά δεν ήταν ανάγκη να βγει στους πλατιούς δρόμους. Οι πατωμένες βρωμιές είχαν καθαριστεί, μια αγγαρεία που είχαν αναλάβει οι εκπαιδευόμενοι πριν ανατείλει ο ήλιος. Χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη για τα πάντα, από το να γεμίσουν ξυλόκουτα μέχρι να καθαρίσουν τα ρούχα τους! Μαυροντυμένοι άντρες πηγαινοέρχονταν στους δρόμους, κι ακόμα περισσότεροι μαζεύονταν σε σειρές μπροστά από τους στρατώνες τους, ενώ οι αγριοφωνάρες μερικών ακούγονταν παντού. Γυναίκες τυλιγμένες με βαριά ρούχα ενάντια στο κρύο περπατούσαν ανάμεσά τους, κουβαλώντας υπομονετικά καλάθια στην αποθήκη του φροντιστή ή κουβάδες με νερό στην πλησιέστερη πηγή, αν κι η Τοβέιν δεν μπορούσε με τίποτα να κατανοήσει πώς ήταν δυνατόν να παραμένει μια γυναίκα δίπλα σε έναν άντρα όταν ξέρει περί τίνος πρόκειται. Ακόμα πιο παράξενο ήταν το γεγονός πως υπήρχαν και παιδιά, που έτρεχαν πάνω κάτω στον δρόμο, γύρω από τις παρέες των αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης, φωνάζοντας και γελώντας, πλέκοντας στεφάνια, πετώντας ψηλά ζωγραφιστές μπάλες και παίζοντας με κούκλες ή με τα σκυλιά. Μια στάλα ομαλότητας, που έκανε πιο έντονη τη δυσωδία των υπολοίπων.

Μπροστά της, μια έφιππη ομάδα πλησίαζε στον δρόμο με ρυθμικό βηματισμό των αλόγων. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που βρισκόταν εδώ —σε αυτό το ατελείωτο διάστημα, δηλαδή— δεν είχε δει κανέναν έφιππο στο χωριό, εκτός από εργάτες πάνω σε καρότσια ή σε άμαξες. Ούτε καν επισκέπτες, κι ήταν ολοφάνερο πως ορισμένοι από αυτούς ήταν όντως επισκέπτες. Πέντε μαυροντυμένοι άντρες συνόδευαν μια ντουζίνα άλλους, που φορούσαν τα κόκκινα πανωφόρια και τους μανδύες της Φρουράς της Βασίλισσας, με δύο ξανθομάλλες να προηγούνται, η μία με έναν ερυθρόλευκο μανδύα, πλαισιωμένο από μαύρη γούνα, κι η άλλη... Η Τοβέιν ανασήκωσε το ένα της φρύδι. Η άλλη φορούσε τα πράσινα παντελόνια των Καντορινών κι ένα πανωφόρι που έμοιαζε να ανήκει στον Στρατηγό της Φρουράς. Ο κόκκινος χιτώνας της είχε στους ώμους μέχρι και χρυσά γαλόνια που υποδήλωναν τον βαθμό της! Ίσως είχε κάνει λάθος σχετικά με τους άντρες. Τούτη εδώ θα τα έβρισκε σκούρα αν συναντούσε μπροστά της αληθινούς Φρουρούς. Όπως και να έχει όμως, ήταν αρκετά νωρίς για επισκέπτες.

Κάθε φορά που η παράξενη παρέα έφτανε σε κάποιον σχηματισμό, ο άντρας που προπορευόταν φώναζε «Άσα’μαν, προσοχή!» και τα τακούνια από τις μπότες αντηχούσαν με γδούπο πάνω στο σκληρό χώμα, καθώς οι υπόλοιποι άντρες έμεναν ακίνητοι σαν κολόνες.

Τραβώντας την κουκούλα της μπροστά, για να καλύψει καλύτερα το πρόσωπό της, η Τοβέιν μετακινήθηκε στα πλάγια του δρόμου, κοντά στη γωνία ενός μικρότερου πέτρινου καταυλισμού. Ένας άντρας με διχαλωτή γενειάδα και με το ασημένιο ξίφος καρφιτσωμένο στον ψηλό του γιακά βγήκε έξω, ρίχνοντάς της μια περίεργη ματιά, χωρίς να επιβραδύνει τον βηματισμό του.

Σκέφτηκε αυτό που είχε κάνει, κι η σκέψη τη χτύπησε σαν κουβάς με κρύο νερό. Σχεδόν έκλαψε. Κανείς από αυτούς τους ξένους δεν θα μπορούσε να εντοπίσει το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι, έστω κι αν την αναγνώριζαν. Αν κάποια από αυτές τις γυναίκες είχε την ικανότητα της διαβίβασης, πράγμα απίθανο, η ίδια δεν θα περνούσε από κοντά για να την καταλάβουν. Ήταν εξοργισμένη και πάλευε να βρει έναν τρόπο να παρακούσει τον Λογκαίν, αλλά την επόμενη στιγμή έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να φέρει εις πέρας τις οδηγίες του, δίχως καν να το σκεφτεί!

Σχεδόν απροκάλυπτα, σταμάτησε απότομα στο σημείο που βρισκόταν και γύρισε να παρακολουθήσει τους επισκέπτες. Αυτομάτως, τα χέρια της ήλεγξαν την κουκούλα της, πριν προλάβει να τα τραβήξει στα πλευρά της. Ήταν αξιολύπητο και γελοίο. Γνώριζε τον επικεφαλής Άσα’μαν —οπτικά, τουλάχιστον— έναν ογκώδη μεσήλικα με λαδερά, μαύρα μαλλιά, γλοιώδες χαμόγελο και με μάτια οιωνοσκόπου. Από τους υπόλοιπους, όμως, δεν γνώριζε κανέναν. Τι ήλπιζε να κερδίσει μ’ αυτό; Πώς θα εμπιστευόταν ένα μήνυμα σε κάποιον από αυτούς; Ακόμα κι όταν θα έφευγε η συνοδεία, πώς θα τους πλησίαζε για να παραδώσει το μήνυμά της, από τη στιγμή που απαγορευόταν να ανακαλύψει κάποιος ξένος την παρουσία μιας Άες Σεντάι;

Ο τύπος με τα μάτια οιωνοσκόπου έμοιαζε να βαριέται τα καθήκοντά του αυτό το πρωινό, και δεν έμπαινε καν στον κόπο να κρύψει τα χασμουρητά του πίσω από το γαντοφορεμένο του χέρι. «...μόλις τελειώσουμε από δω», έλεγε καθώς προσπερνούσε την Τοβέιν, «θα σας δείξω την Τεχνόπολη. Είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτό εδώ το μέρος. Διαθέτουμε κάθε είδους τεχνίτες, από οικοδόμους και ξυλουργούς μέχρι σιδεράδες και ράφτες. Μπορούμε να φτιάξουμε οτιδήποτε χρειαζόμαστε, Αρχόντισσα Ηλαίην».

«Εκτός από γογγύλια», είπε κεφάτα μια από τις άλλες γυναίκες, κι οι υπόλοιπες γέλασαν.

Το κεφάλι της Τοβέιν τινάχτηκε. Παρακολουθούσε τους καβαλάρηδες να κατηφορίζουν τον δρόμο υπό τη συνοδεία ηχηρών διαταγών και γδούπων από τις μπότες. Αρχόντισσα Ηλαίην; Η Ηλαίην Τράκαντ; Η νεότερη από τις δύο ανταποκρινόταν στην περιγραφή που της είχαν δώσει. Η Ελάιντα δεν είχε αποκαλύψει τον λόγο που επιθυμούσε τόσο πολύ να τσακώσει μια Αποδεχθείσα που είχε λιποτακτήσει, ακόμα κι αν η τελευταία επρόκειτο να γίνει βασίλισσα, αλλά ποτέ δεν άφηνε μια αδελφή να αφήσει τον Πύργο χωρίς διαταγές για το τι να κάνει αν τυχόν συναντούσε κάπου το κορίτσι. Τα μάτια σου δεκατέσσερα, Ηλαίην Τράκαντ, σκέφτηκε η Τοβέιν. Δεν Θα ήθελα να δώσω στην Ελάιντα την ικανοποίηση να σε βάλει στο χέρι.

Πολύ θα ήθελε να αναλογιστεί αν υπήρχε κάποιος τρόπος να χρησιμοποιήσει την παρουσία του κοριτσιού εδώ, αλλά ξαφνικά αντιλήφθηκε διάφορες αισθήσεις στο πίσω μέρος του μυαλού της. Μια γλυκιά ευχαρίστηση και μια ολοένα αυξανόμενη πρόθεση. Ο Λογκαίν είχε τελειώσει το πρωινό του και σύντομα θα έβγαινε έξω. Της είχε πει να είναι εκεί.

Πριν ακόμα το σκεφτεί καλά-καλά, άρχισε να τρέχει. Το αποτέλεσμα ήταν να μπλεχτεί η φούστα στα πόδια της και να κουτρουβαλήσει ατσούμπαλα στο έδαφος, νιώθοντας να της κόβεται η ανάσα. Αισθάνθηκε την οργή και τη μανία να φουντώνουν μέσα της, αλλά σηκώθηκε αμέσως και, χωρίς να σταματήσει, για να τινάξει από πάνω της τη σκόνη, μάζεψε τη φούστα πάνω από τα γόνατά της κι άρχισε να τρέχει ξανά, με τον χιτώνα να ανεμίζει πίσω της. Οι βραχνές φωνές των αντρών την ακολούθησαν σε όλο το μήκος του δρόμου, ενώ τα παιδιά χαχάνιζαν κι έδειχναν προς το μέρος της καθώς η γυναίκα τα προσπερνούσε.

Ξαφνικά, περικυκλώθηκε από μια αγέλη σκυλιά, που άρχισαν να γρυλίζουν και να προσπαθούν να τη δαγκώσουν στις φτέρνες. Η Τοβέιν αναπηδούσε τριγύρω, στριφογύριζε και κλωτσούσε, αλλά αυτά δεν την άφηναν σε ησυχία. Ήθελε να ουρλιάξει από απογοήτευση κι οργή. Τα σκυλιά ήταν ανέκαθεν μεγάλη ενόχληση και δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε φτερό για να τα απομακρύνει. Ένα γκρίζο κυνηγόσκυλο άρπαξε με το στόμα του ένα μέρος της ταλαντευόμενης φούστας της, τραβώντας την πλάγια. Ο πανικός υπερίσχυσε οτιδήποτε άλλου. Αν έπεφτε ξανά, θα την έκαναν κομμάτια.

Μια γυναίκα με καφετιά μάλλινη ζακέτα έβγαλε μια κραυγή και τίναξε το βαρύ καλάθι της προς το μέρος του σκύλου που τραβούσε τη φούστα της Τοβέιν, αναγκάζοντας τον να παραμερίσει. Ο κουβάς μιας παχουλής γυναίκας βρήκε στα πλευρά ένα καφετί κοπρόσκυλο με βούλες κι αυτό έβγαλε μια υλακή και το έβαλε στα πόδια. Η Τοβέιν κοίταζε τριγύρω έκπληκτη, κι εξαιτίας της αφηρημάδας της αναγκάστηκε να τραβήξει απότομα το αριστερό της πόδι από ένα άλλο σκυλί, πληρώνοντας την απροσεξία της με ένα κομμάτι κάλτσα και λίγο δέρμα. Γύρω της είχαν μαζευτεί γυναίκες που χτυπούσαν τα ζώα με ό,τι είχαν πρόχειρο.

«Τρέχα, Άες Σεντάι», της είπε μια λεπτή γκριζομάλλα γυναίκα, δίνοντας κοφτά χτυπήματα με μια βέργα σε ένα σκυλί γεμάτο βούλες. «Δεν θα σε ενοχλήσουν άλλο. Προσωπικά, προτιμώ τις γάτες, αλλά, βλέπεις, δεν αντέχουν τον άντρα μου. Τρέχα».

Η Τοβέιν δεν περίμενε για να ευχαριστήσει τις γυναίκες που την έσωσαν. Άρχισε να τρέχει, με τις σκέψεις να κατακλύζουν το μυαλό της. Οι γυναίκες ήξεραν. Από τη στιγμή που γνώριζε ένας την ύπαρξη της, τη γνώριζαν όλοι. Ωστόσο, ήταν αδύνατον να μεταφέρουν μηνύματα, ήταν αδύνατον να τη βοηθήσουν να δραπετεύσει, όσο τουλάχιστον επιθυμούσαν να παραμείνουν σώες κι αβλαβείς. Δεν θα το έκαναν, αν καταλάβαιναν ποια βοηθούσαν. Αυτό ήταν σίγουρο.

Λίγο πριν φτάσει στο σπίτι του Λογκαίν, που βρισκόταν ανάμεσα σε αρκετά άλλα στον στενό παράδρομο, επιβράδυνε τον βηματισμό της κι έσιαξε βιαστικά τη φούστα της. Οκτώ ή εννιά μαυροντυμένοι περίμεναν έξω, αγόρια, ηλικιωμένοι και μεσήλικες, αλλά από τον ίδιο τον Λογκαίν ούτε ίχνος. Η Τοβέιν εξακολουθούσε να τον διαισθάνεται, γεμάτο πρόθεση αλλά συγκεντρωμένο. Ίσως να διάβαζε. Προχώρησε τον υπόλοιπο δρόμο με βήμα γεμάτο αξιοπρέπεια. Συγκροτημένη και δείχνοντας ολοφάνερα πως ήταν Άες Σεντάι, άσχετα με τις συνέπειες που μπορεί να επεφύλασσε αυτό. Κατάφερε σχεδόν να ξεχάσει το έξαλλο φευγιό της από τα σκυλιά.

Το σπίτι την άφηνε έκπληκτη κάθε φορά που το έβλεπε. Υπήρχαν κι άλλα εξίσου μεγάλα στον ίδιο δρόμο, δύο εκ των οποίων ήταν ακόμα μεγαλύτερα. Δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο, ξύλινο διώροφο, μολονότι η κόκκινη πόρτα, τα παραθυρόφυλλα και το πλαίσιο των παραθύρων φάνταζαν παράξενα. Απέριττες κουρτίνες έκρυβαν το εσωτερικό, αλλά το γυαλί στα παράθυρα ήταν τόσο φθηνό, ώστε αμφέβαλλε αν θα έβλεπε καθαρά ακόμα κι αν οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες. Ένα σπίτι κατάλληλο για κάποιον όχι ιδιαίτερα επιτυχημένο μαγαζάτορα. Δύσκολα θα έλεγες πως ανήκει σε έναν από τους πιο διαβόητους εν ζωή ανθρώπους.

Για μια στιγμή, αναρωτήθηκε τι καθυστερούσε την Γκαμπρέλ. Η άλλη αδελφή που είχε δεσμευθεί από τον Λογκαίν είχε λάβει τις ίδιες ακριβώς οδηγίες και, μέχρι τώρα, πάντα ερχόταν πρώτη. Η Γκαμπρέλ ανέκαθεν ήταν ενθουσιώδης και μελετούσε τους Άσα’μαν σαν να σκόπευε να γράψει βιβλίο γι’ αυτούς. Ίσως και να σκόπευε· οι Καφετιές αδελφές μπορούσαν να γράψουν για οποιοδήποτε θέμα. Έβγαλε την άλλη αδελφή από το μυαλό της, αν και, σε περίπτωση που η Γκαμπρέλ κατέφθανε καθυστερημένη, έπρεπε να αναζητήσει την αιτία. Προς το παρόν, όμως, είχε να ασχοληθεί με τα δικά της θέματα.

Οι άντρες έξω από την κόκκινη πόρτα την κοιτούσαν χωρίς να λένε τίποτα, χωρίς καν να ανταλλάσουν κουβέντες. Ωστόσο, δεν υπήρχε έχθρα στα βλέμματά τους. Απλά περίμεναν. Κανείς τους δεν φορούσε μανδύα, αν κι η ανάσα τους έφτιαχνε αχνά φτερά μπροστά στα πρόσωπά τους. Όλοι τους ήταν Αφοσιωμένοι, με τις καρφίτσες των ασημένιων σπαθιών πάνω στα πέτα τους.

Ήταν όλα ίδια κι απαράλλαχτα κάθε πρωί που αναφερόταν με αυτόν τον τρόπο, αν κι οι άντρες δεν ήταν πάντα οι ίδιοι. Μερικούς τους γνώριζε, ονομαστικά τουλάχιστον, ενώ κάποιοι άλλοι της θύμιζαν κάτι αόριστο. Ο Έβιν Βιντσόβα, ο ομορφονιός που παρίστατο στη σύλληψή της από τον Λογκαίν, ήταν εκεί, γέρνοντας σε μια γωνιά του σπιτιού και παίζοντας με ένα κομμάτι σχοινί. Ο Ντονάλο Σαντομέρε, αν αυτό ήταν το αληθινό του όνομα, με το ζαρωμένο πρόσωπο, χαρακτηριστικό ενός αγρότη, και τη μυτερή και περιποιημένη, λιπαρή γενειάδα, είχε πάρει τη νωθρή στάση που θεωρούσε πως πρέπει να έχει κάθε ευγενής. Ο Ταραμπονέζος Άντρολ Γκένχαλντ, ένας ογκώδης τύπος με τα βαριά του φρύδια σμιγμένα, σαν σε βαθιά σκέψη, και τα χέρια πιασμένα πίσω από την πλάτη του. Φορούσε ένα χρυσό δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, αλλά η Τοβέιν δεν τον θεωρούσε τίποτα περισσότερο από έναν απλό μαθητευόμενο που είχε ξυρίσει το μουστάκι του κι είχε εγκαταλείψει το βέλο του. Ο Μέζαρ Κούριν, ένας Ντομανός με γκρίζους κροτάφους, ο οποίος ψηλάφιζε τον γρανάτη στο αριστερό του αυτί· θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ελάσσων ευγενής. Η Τοβέιν ταξινομούσε ένα ακριβέστατο αρχείο από ονόματα και πρόσωπα μέσα στο κεφάλι της. Αργά ή γρήγορα, όλοι αυτοί θα γίνονταν θηράματα, και κάθε πληροφορία που μπορούσε να βοηθήσει στην αναγνώριση τους θα ήταν χρήσιμη.

Η κόκκινη πόρτα άνοιξε κι οι άντρες στάθηκαν προσοχή, αλλά δεν ήταν ο Λογκαίν αυτός που βγήκε.

Η Τοβέιν ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της κι αντίκρισε με άτονο βλέμμα τα σκουροπράσινα μάτια της Γκαμπρέλ, χωρίς να μπει στον κόπο να κρύψει την αποστροφή της. Ο καταραμένος δεσμός με τον Λογκαίν τής είχε κάνει ξεκάθαρο τι είχε μεσολαβήσει την προηγούμενη νύχτα —φοβόταν πως δεν θα την έπαιρνε ο ύπνος— αλλά δεν υποπτευόταν την Γκαμπρέλ ούτε στις σκοτεινότερες φαντασιώσεις της! Κάποιοι από τους άντρες έμοιαζαν εξίσου ξαφνιασμένοι μ’ αυτήν, ενώ μερικοί άλλοι πάσχιζαν να κρύψουν τα χαμόγελά τους. Ο Κούριν χαμογέλασε ανενδοίαστα και χάιδεψε το λεπτό μουστάκι του με τον αντίχειρα.

Η μελαχρινή γυναίκα δεν μπήκε καν στον κόπο να κοκκινίσει από ντροπή. Ανασήκωσε κάπως την υπεροπτική της μύτη και με τολμηρές κινήσεις τακτοποίησε το σκούρο μπλε φόρεμα πάνω στους γοφούς της, σαν να ήθελε να κάνει γνωστό ότι το είχε φορέσει μόλις πριν από λίγο. Ρίχνοντας τον μανδύα γύρω από τους ώμους της, έδεσε τα κορδόνια και γλίστρησε προς το μέρος της Τοβέιν, γαλήνια κι ήρεμη, λες και βρισκόταν στον Πύργο.

Η Τοβέιν άδραξε το μπράτσο της ψηλότερης γυναίκας και την τράβηξε λίγο πιο μακριά από τους άντρες. «Μπορεί να είμαστε αιχμάλωτες, Γκαμπρέλ», της ψιθύρισε άγρια, «αλλά αυτός δεν είναι λόγος να παραδοθείς, ειδικά στην πρόστυχη λαγνεία του Άμπλαρ!» Η άλλη γυναίκα δεν φαινόταν ούτε καν πτοημένη! Μια σκέψη ξεπήδησε στο μυαλό της. Μα, φυσικά. «Μήπως... μήπως σε διέταξε;»

Με κάτι σαν περιφρονητικό χλευασμό, η Γκαμπρέλ ελευθερώθηκε. «Τοβέιν, μου πήρε δύο μέρες να αποφασίσω αν θα έπρεπε να "παραδοθώ" στη λαγνεία του, όπως το έθεσες. Νιώθω τυχερή που χρειάστηκαν τέσσερις για να τον πείσω να με αφήσει. Εσείς οι Κόκκινες μπορεί να μην το ξέρετε, αλλά στους άντρες αρέσουν οι συζητήσεις και τα κουτσομπολιά. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ακούς ή να προσποιείσαι ότι ακούς, κι ο άντρας θα σου διηγηθεί όλη του τη ζωή». Συνοφρυώθηκε σκεφτική και ζάρες σχηματίστηκαν στο μέτωπό της, ενώ το στρίψιμο στα χείλη της χάθηκε. «Αναρωτιέμαι αν ισχύει το ίδιο και για συνηθισμένες γυναίκες».

«Αν ισχύει τι πράγμα;» τη ρώτησε απαιτητικά η Τοβέιν. Άραγε, η Γκαμπρέλ τον κατασκόπευε; Ή μήπως προσπαθούσε να βρει υλικό για το βιβλίο της; Τούτο εδώ όμως ήταν ανήκουστο, ακόμα και για Καφετιά! «Για τι πράγμα μιλάς;»

Αυτή η ονειροπόλα έκφραση δεν έφυγε από το πρόσωπο της άλλης γυναίκας. «Ένιωσα... ανίσχυρη. Εντάξει, ήταν ευγενικός μαζί μου, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν σκέφτηκα πόσο δυνατά μπορεί να είναι τα μπράτσα ενός άντρα, και μάλιστα τη στιγμή που εγώ αδυνατούσα να διαβιβάσω στο ελάχιστο. Υποθέτω πως αυτός είχε το... πάνω χέρι, αν κι αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Απλώς ήταν... δυνατότερος, πράγμα που ήξερα, κι αυτό με έκανε να νιώθω... παράξενα αναζωογονημένη».

Η Τοβέιν ανατρίχιασε. Η Γκαμπρέλ θα πρέπει να ήταν τρελή! Ήταν έτοιμη να της το πει κατάμουτρα, όταν εμφανίστηκε ο ίδιος ο Λογκαίν, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ήταν ψηλός, ψηλότερος από κάθε άλλον άντρα εκεί, με μαύρα μαλλιά που ακουμπούσαν απαλά τους πλατιούς ώμους του και πλαισίωναν ένα υπεροπτικό πρόσωπο. Ο ψηλός του γιακάς είχε καρφιτσωμένα επάνω του το ασημένιο ξίφος κι εκείνο το γελοίο φίδι με πόδια. Χάρισε ένα χαμόγελο στην Γκαμπρέλ καθώς οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν γύρω του. Το παλιοθήλυκο του το ανταπέδωσε. Η Τοβέιν αναρρίγησε ξανά. Αναζωογονητικό. Αυτή η γυναίκα ήταν πράγματι τρελή!

Όπως όλα τα προηγούμενα πρωινά, οι άντρες άρχισαν να αναφέρονται. Τις περισσότερες φορές, η Τοβέιν δεν έβγαζε άκρη, αλλά άκουγε.

«Βρήκα ακόμα δύο που μοιάζουν να ενδιαφέρονται γι’ αυτό το νέο είδος Θεραπείας που χρησιμοποίησε επάνω σου αυτή η Νυνάβε, Λογκαίν», είπε ο Γκένχαλντ βλοσυρά, «αλλά ο ένας από δαύτους δεν μπορεί να εφαρμόσει τη Θεραπεία που ήδη ξέρουμε κι ο άλλος επιθυμεί να μάθει περισσότερα απ’ όσα μπορώ να του πω».

«Δεν μπορείς να του πεις τίποτα πέρα απ’ όσα ξέρω εγώ ο ίδιος», αποκρίθηκε ο Λογκαίν. «Η Αρχόντισσα αλ’Μεάρα δεν μου αποκάλυψε πολλά ως προς το τι έκανε, και μπόρεσα να μάθω μόνο διάσπαρτες πληροφορίες, ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων αδελφών. Συνέχισε να σπέρνεις, με την ελπίδα πως κάτι θα φυτρώσει. Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις». Κάμποσοι από τους υπόλοιπους άντρες ένευσαν καταφατικά, μαζί με τον Γκένχαλντ.

Η Τοβέιν το καταχώρισε. Η Νυνάβε αλ’Μεάρα. Άκουγε συχνά αυτό το όνομα από τότε που επέστρεψε στον Πύργο. Άλλη μια φυγάδας Αποδεχθείσα, άλλη μια από αυτές που η Ελάιντα ποθούσε να βάλει στο χέρι, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη κοινή φυγάδα. Επίσης, καταγόταν από το ίδιο χωριό με τον αλ’Θόρ και με κάποιον τρόπο συνδεόταν με τον Λογκαίν. Ίσως τελικά αυτό να την οδηγούσε κάπου. Αλλά νέο είδος Θεραπείας; Το οποίο χρησιμοποιούσε μια Αποδεχθείσα; Δεν ήταν και πολύ πιθανό κάτι τέτοιο, αλλά είχε δει το απίθανο να συμβαίνει στο παρελθόν, οπότε το καταχώρισε. Πρόσεξε πως η Γκαμπρέλ άκουγε εξίσου προσεκτικά όσα λέγονταν. Ωστόσο, δεν έπαυε να την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού της.

«Υπάρχει πρόβλημα με μερικούς από εκείνους τους άντρες των Δύο Ποταμών, Λογκαίν», είπε ο Βιντσόβα. Ένα θυμωμένο αναψοκοκκίνισμα φούντωσε στο ήρεμο πρόσωπό του. «Είπα άντρες, αλλά αυτοί οι δύο είναι αγόρια, το πολύ δεκατεσσάρων χρόνων! Δεν λένε και πολλά». Ίσως ο ίδιος να ήταν ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερος, αν κι αμούστακος ακόμα. «Ήταν έγκλημα να έρθουν εδώ».

Ο Λογκαίν κούνησε το κεφάλι του, ίσως από θυμό, ίσως από μετάνοια. «Άκουσα πως ο Λευκός Πύργος παίρνει κορίτσια κι από τα δώδεκά τους χρόνια. Φροντίστε όσο είναι δυνατόν τους Διποταμίτες. Μην τους παραχαϊδέψετε, γιατί οι υπόλοιποι θα στραφούν εναντίον τους, αλλά κοιτάξτε μην κάνουν καμιά βλακεία. Ο Άρχοντας Δράκοντας δεν θα χαρεί και πολύ, αν σκοτώσουμε πολλούς συντοπίτες του».

«Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, δεν φαίνεται να νοιάζεται ιδιαίτερα», μουρμούρισε ένα κομψός τύπος. Η προφορά του Μουράντυ ήταν έντονη στη φωνή του, αν και τα γυριστά μουστάκια του μαρτυρούσαν ολοφάνερα την καταγωγή του. Στριφογύριζε ένα ασημένιο νόμισμα με τη ράχη των δακτύλων του κι έμοιαζε προσηλωμένος τόσο σε αυτό όσο και στον Λογκαίν. «Άκουσα πως ήταν ο ίδιος ο Άρχοντας Δράκοντας εκείνος που είπε στον Μ’Χαήλ να μαζέψει κάθε Διποταμίτικο αρσενικό πλάσμα που να μπορεί να διαβιβάσει, κι ας είναι και κοκόρι. Με όλους αυτούς που έφερε, μου κάνει εντύπωση που δεν κουβάλησε τίποτα κότες και γίδια». Καγχασμοί συνόδευσαν το αστειάκι του, αλλά ο τόνος του Λογκαίν τούς έκοψε σαν λεπίδα.

«Όποιες κι αν είναι οι προσταγές του Άρχοντα Δράκοντα, ελπίζω πως οι δικές μου διαταγές έχουν γίνει κατανοητές». Όλα τα κεφάλια ένευσαν καταφατικά αυτή τη φορά, ενώ μερικοί άντρες μουρμούρισαν «Μάλιστα, Λογκαίν» κι «Όπως προστάζεις, Λογκαίν».

Ο χλευασμός χάθηκε γρήγορα από τα χείλη της Τοβέιν. Αμόρφωτοι χωριάτες. Ο Πύργος αποδεχόταν κορίτσια κάτω των δεκαπέντε μόνο αν μπορούσαν ήδη να διαβιβάσουν. Η άλλη πληροφορία, ωστόσο, ήταν ενδιαφέρουσα. Να πάλι οι Δύο Ποταμοί. Όλοι έλεγαν πως ο αλ’Θόρ είχε γυρίσει την πλάτη στο ίδιο του το σπίτι, αλλά δεν ήταν και τόσο σίγουρη γι’ αυτό. Μα γιατί την κοιτούσε έτσι η Γκαμπρέλ;

«Χθες το βράδυ», είπε ο Σαντομέρε έπειτα από ένα λεπτό, «πληροφορήθηκα πως ο Μισρέιλ πήρε ιδιαίτερα μαθήματα από τον Μ’Χαήλ». Χάιδεψε τη μυτερή του γενειάδα ικανοποιημένος, λες και τους είχε δείξει έναν πολύτιμο λίθο αμύθητης αξίας.

Ίσως και να ήταν έτσι, αν κι η Τοβέιν δεν καταλάβαινε πού αναφερόταν. Ο Λογκαίν ένευσε αργά. Οι υπόλοιποι αντάλλαξαν σιωπηλά βλέμματα, ενώ τα πρόσωπό τους θα μπορούσαν να είναι σκαλισμένα σε πέτρα. Παρακολουθούσε, με την απογοήτευση να την κατατρώει. Αυτό συνέβαινε πολύ συχνά, το να μην σχολιάζουν δηλαδή μερικά θέματα —από φόβο ίσως;— κι αυτή να μην καταλαβαίνει τίποτα, διαισθανόμενη όμως πως όντως υπήρχε κρυμμένο κάτι πολύτιμο, πέρα από την κατανόησή της.

Ένας ευρύστερνος Καιρχινός, το ανάστημα του οποίου μόλις κι έφτανε το στήθος του Λογκαίν, άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά, όποιος κι αν ήταν κι ό,τι κι αν σκόπευε να πει για τον Μισρέιλ, η Τοβέιν δεν το ανακάλυψε ποτέ.

«Λογκαίν!» Ο Γουέλυν Κατζίμα κατηφόριζε τον δρόμο τρέχοντας μανιασμένα, με τα καμπανάκια στις άκρες των κοτσίδων του να κουδουνίζουν. Άλλος ένας Αφοσιωμένος, ένας μεσήλικας που χαμογελούσε πολύ, ήταν κι αυτός παρών όταν τη συνέλαβε ο Λογκαίν. Ο Κατζίμα είχε δεσμεύσει την Τζενάρε. Εξαντλημένος και λαχανιάζοντας βαριά, πέρασε ανάμεσα από τους άλλους άντρες χωρίς να χαμογελάει διόλου τώρα.

«Λογκαίν», είπε με κομμένη την ανάσα, «ο Μ’Χαήλ γύρισε από την Καιρχίν κι ανάρτησε τα ονόματα νέων λιποτακτών στον πίνακα του παλατιού. Δεν θα πιστέψεις ποιοι είναι!» Χωρίς να πάρει ανάσα σχεδόν, άρχισε να διαβάζει από τη λίστα του, ενώ οι κραυγές έκπληξης των υπολοίπων εμπόδιζαν την Τοβέιν να ακούσει κάτι περισσότερο από τυχαία αποσπάσματα.

«Υπήρξαν και στο παρελθόν περιπτώσεις Αφοσιωμένων που λιποτάκτησαν», μουρμούρισε ο Καιρχινός μόλις τελείωσε ο Κατζίμα, «αλλά ποτέ δεν ήταν κάποιος ολοκληρωμένος Άσα’μαν ανάμεσά τους. Και τώρα βρέθηκαν εφτά μαζεμένοι;»

«Αν δεν με πιστεύεις», άρχισε να λέει ο Κατζίμα, και τεντώθηκε προς το μέρος του έτοιμος για καβγά. Ήταν γραμματέας στο Άραφελ.

«Σε πιστεύουμε», είπε ο Γκένχαλντ καθησυχαστικά. «Αλλά ο Γκέντγουιν κι ο Τόρβαλ είναι άντρες του Μ’Χαήλ, όπως επίσης κι ο Ρόσεντ με τον Κίσμαν. Για ποιο λόγο να λιποτακτήσουν; Τους έδωσε όλα όσα θα επιθυμούσε ένας βασιλιάς».

Ο Κατζίμα κούνησε θυμωμένα το κεφάλι του, και τα καμπανάκια κουδούνισαν ξανά. «Όπως ξέρετε καλά, η λίστα ποτέ δεν δίνει αιτιολογίες. Μόνο ονόματα».

«Στα τσακίδια να πάνε», γρύλισε ο Κούριν. «Κι αν δεν είχαμε να τους κυνηγήσουμε, ακόμα καλύτερα».

«Εμένα με απασχολούν οι υπόλοιποι», παρενέβη ο Σαντομέρε. «Ήμουν παρών στα Πηγάδια του Ντουμάι κι είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον Άρχοντα Δράκοντα να κάνει τις επιλογές του. Ο Ντασίβα ονειροβατούσε, όπως πάντα. Αλλά ο Φλιν, ο Χόπγουιλ, ο Ναρίσμα; Δύσκολα θα έβρισκες πιο ικανοποιημένους άντρες. Έμοιαζαν με αρνιά που τα άφησες ελεύθερα σε μια αποθήκη με κριθάρι».

Ένας εύρωστος, γκριζομάλλης τύπος έφτυσε. «Το λοιπόν, εγώ δεν ήμουν στα Πηγάδια, αλλά τράβηξα νότια, ενάντια στους Σωντσάν». Η προφορά του ήταν Αντορινή. «Μπορεί στα αρνιά να μην αρέσει τόσο η αυλή του σφάχτη όσο η αποθήκη με το κριθάρι».

Ο Λογκαίν άκουγε χωρίς να συμμετέχει στην κουβέντα, με τα μπράτσα διπλωμένα στο στήθος του. Η έκφραση στο πρόσωπό του ήταν αδιευκρίνιστη, σαν μάσκα. «Ανησυχείς πολύ για την αυλή του σφάχτη, Κάνλερ;» είπε.

Ο Αντορινός έκανε μια γκριμάτσα κι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Μου φαίνεται πως, αργά ή γρήγορα, όλοι εκεί θα καταλήξουμε, Λογκαίν. Δεν νομίζω πως έχουμε και πολλές επιλογές, αλλά δεν βλέπω τον λόγο να χασκογελάω γι’ αυτό».

«Κάτσε να φτάσει εκείνη η μέρα», είπε ήρεμα ο Λογκαίν. Απευθυνόταν στον άντρα που είχε αποκαλέσει Κάνλερ, αλλά αρκετοί από τους υπόλοιπους ένευσαν καταφατικά.

Κοιτώντας λίγο πιο πέρα από τους άντρες, ο Λογκαίν παρατήρησε την Τοβέιν και την Γκαμπρέλ. Η Τοβέιν προσποιήθηκε πως δεν κρυφάκουγε, αλλά θυμόταν πολύ καλά τα ονόματα. «Μπείτε μέσα, να μην κρυώνετε», τους είπε. «Πιείτε λίγο τσάι, να ζεσταθείτε. Θα επιστρέψω το γρηγορότερο. Μην ανακατέψετε τα χαρτιά μου». Έκανε νόημα στους άλλους άντρες να τον ακολουθήσουν και τους οδήγησε στην κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει ο Κατζίμα.

Η Τοβέιν έτριξε τα δόντια της από απογοήτευση. Αν μη τι άλλο, δεν ήταν ανάγκη να τον ακολουθήσει στο πεδίο εκπαίδευσης, περνώντας μπροστά από το περιβόητο Δέντρο του Προδότη, όπου τα κεφάλια κρέμονταν σαν σάπια φρούτα από τα γυμνά κλαριά, και να παρακολουθήσει τους άντρες να μελετούν μεθόδους καταστροφής με τη χρήση της Δύναμης. Ήλπιζε πως θα είχε άλλη μια μέρα ελευθερίας, για να περιπλανηθεί τριγύρω και να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα. Είχε ακούσει διάφορους άντρες να μιλούν για το «παλάτι» του Τάιμ, και σήμερα ήλπιζε να το βρει και να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στον άντρα, το όνομα του οποίου ήταν εξίσου αμαυρωμένο με του Λογκαίν. Αντί γι’ αυτό όμως, ακολούθησε πειθήνια την άλλη γυναίκα μέσα από την κόκκινη πόρτα. Δεν είχε νόημα να πάει κόντρα.

Μόλις μπήκαν μέσα, έριξε μια ματιά στο μπροστινό δωμάτιο, ενώ η Γκαμπρέλ κρεμούσε τον μανδύα της σε ένα στειλιάρι. Παρά την εξωτερική όψη του κτηρίου, περίμενε κάτι πιο μεγαλόπρεπο για τον Λογκαίν. Μια χαμηλή φωτιά έκαιγε σε ένα τραχύ πέτρινο τζάκι. Στις γυμνές πλάκες του δαπέδου υπήρχε ένα μακρόστενο τραπέζι και καρέκλες με ψηλές πλάτες. Η ματιά της έπεσε πάνω σε ένα γραφείο, ελάχιστα πιο περίτεχνο από την υπόλοιπη επίπλωση. Σωροί από σκεπαστά γραμματοκιβώτια ήταν σκόρπια πάνω στην επιφάνειά του, καθώς και δερμάτινοι φάκελοι, γεμάτοι με φύλλα χαρτιού. Τα δάχτυλά της την έτρωγαν, αλλά ήξερε καλά πως, ακόμα κι αν καθόταν στο γραφείο, δεν θα μπορούσε να αγγίξει τίποτα περισσότερο από την πένα ή το μελανοδοχείο.

Αναστενάζοντας, ακολούθησε την Γκαμπρέλ στην κουζίνα, όπου ένας σιδερένιος φούρνος έβγαζε αποπνικτική ζέστη και βρώμικα πιάτα από το πρωινό ήταν ακουμπισμένα σε ένα χαμηλό έπιπλο κάτω από το παράθυρο. Η Γκαμπρέλ γέμισε ένα τσαγιερό και το ακούμπησε στον φούρνο, κατόπιν πήρε από ένα άλλο έπιπλο μια τσαγιέρα από πράσινο γυαλί κι ένα ξύλινο κουτί. Η Τοβέιν τύλιξε τον μανδύα της πάνω σε μια καρέκλα και κάθισε στο τετράγωνο τραπέζι. Δεν ήθελε τσάι, εκτός αν συνοδευόταν από το πρωινό που έχασε, αλλά ήξερε καλά πως θα το έπινε ούτως ή άλλως.

Η ανόητη Καφετιά συνέχισε να φλυαρεί καθώς ασχολούνταν με τις οικιακές εργασίες, σαν ευχαριστημένη σύζυγος αγρότη. «Έχω ήδη μάθει κάμποσα πράγματα. Ο Λογκαίν είναι ο μόνος ολοκληρωμένος Άσα’μαν που διαμένει στο χωριό. Οι υπόλοιποι ζουν στο "παλάτι" του Τάιμ. Έχουν υπηρέτες υπό τις προσταγές τους, αλλά ο Λογκαίν μίσθωσε τη γυναίκα κάποιου εκπαιδευόμενου για να του μαγειρεύει και να του καθαρίζει. Θα έρθει σύντομα και θεωρεί τον Λογκαίν σωτήρα, άρα ό,τι σημαντικό έχουμε να πούμε, ας το πούμε τώρα, πριν μας προλάβει. Βρήκε το λυόμενο τραπεζάκι σου».

Η Τοβέιν αισθάνθηκε λες και κάποιο παγωμένο χέρι την άδραξε από τον λαιμό. Προσπάθησε να το κρύψει, αλλά η Γκαμπρέλ την κοιτούσε κατάματα.

«Το έκαψε, Τοβέιν. Αφού διάβασε τα περιεχόμενα. Φαινόταν να πιστεύει ότι μας έκανε χάρη».

Το χέρι στον λαιμό της χαλάρωσε τη λαβή του κι η Τοβέιν μπόρεσε να ανασάνει ξανά. «Ανάμεσα στα χαρτιά μου βρίσκονταν κι οι διαταγές της Ελάιντα». Καθάρισε τον λαιμό της για να διώξει τη βραχνάδα. Η διαταγή της Ελάιντα αφορούσε στο ειρήνεμα κάθε άντρα και στον άμεσο απαγχονισμό του, χωρίς να μεσολαβήσει δίκη στην Ταρ Βάλον όπως απαιτούσε ο νόμος του Πύργου. «Επέβαλε πολύ σκληρά μέτρα και τούτοι εδώ οι άντρες θα μπορούσαν να αντιδράσουν πολύ άσχημα αν ήξεραν». Η γυναίκα αναρρ{γησε παρά τη ζέστη του φούρνου. Το χαρτί αυτό ήταν ικανό να τις σινανέψει και να τις κρεμάσει όλες. «Και γιατί να μας κάνει χάρες;»

«Ιδέα δεν έχω, Τοβέιν. Δεν είναι κανένα παλιοτόμαρο, όχι περισσότερο από τους υπόλοιπους άντρες, τουλάχιστον. Ίσως να είναι απλή η εξήγηση». Η Γκαμπρέλ ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο με τραγανιστά ρολά κι άλλο ένα με άσπρο τυρί. «Μπορεί, επίσης, ο δεσμός αυτός να είναι σαν τον δεσμό των Προμάχων με κάποιον τρόπο που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ίσως να μην ήθελε να παραστεί ως μάρτυρας στην εκτέλεση και των δυο μας». Το στομάχι της Τοβέιν γουργούριζε, αλλά πήρε ένα ρολό σαν να ήθελε να δαγκώσει μια μπουκίτσα μονάχα.

«Υποπτεύομαι πως η λέξη "σκληρά" δεν είναι η καταλληλότερη», συνέχισε η Γκαμπρέλ, ρίχνοντας μια κουταλιά τσάι στην τσαγιέρα. «Σε είδα να μαζεύεσαι. Φυσικά, μπήκαν σε μεγάλες φασαρίες για να μας φέρουν μέχρι εδώ. Πενήντα μία αδελφές μέσα στα πόδια τους κι, ακόμα κι αν ισχύει ο δεσμός, θα πρέπει να φοβούνται πως θα βρούμε κάποιον τρόπο να παρακάμψουμε τις διαταγές, κάποιο παραθυράκι που θα τους ξέφυγε. Η προφανής απάντηση πάντως είναι πως, αν εμείς πεθάνουμε, ο Πύργος θα εξοργιστεί. Παραμένοντας ζωντανές κι αιχμάλωτες, ακόμα κι η Ελάιντα θα αναγκαστεί να κάνει πολύ προσεκτικές κινήσεις». Γέλασε σιγανά, σαν να το διασκέδαζε. «Το πρόσωπό σου, Τοβέιν. Τι νομίζεις, πως όλη την ώρα σκεφτόμουν πώς θα ανακατέψω με τα δάχτυλά μου τα μαλλιά του Λογκαίν;»

Η Τοβέιν έκλεισε το στόμα της κι άφησε κάτω το ανέγγιχτο ρολό. Ούτως ή άλλως, είχε κρυώσει κι ήταν σκληρό. Ήταν πολύ συχνό το λάθος να συμπεράνει κανείς πως οι Καφετιές αδιαφορούσαν για τα εγκόσμια, πως ήταν απορροφημένες μονάχα στα βιβλία και στις μελέτες τους, χωρίς να δίνουν σημασία πουθενά αλλού. «Τι άλλο είδες;»

Κρατώντας ακόμα το κουτάλι, η Γκαμπρέλ κάθισε στην απέναντι μεριά του τραπεζιού κι έγειρε μπροστά. «Μπορεί αυτό το τείχος να αποδειχτεί ισχυρό όταν τελειώσει, αλλά το μέρος τούτο είναι γεμάτο ρωγμές. Υπάρχει η κλίκα του Μάζριμ Τάιμ κι η κλίκα του Λογκαίν, αν και δεν είμαι διόλου σίγουρη κατά πόσον υπολογίζει η μία την άλλη. Ίσως να υπάρχουν κι άλλες κλίκες, και σίγουρα υπάρχουν άντρες που δεν έχουν ιδέα για αυτές. Πενήντα μία αδελφές θα μπορούσαν κάλλιστα να βγάλουν κάτι από αυτό, ακόμα κι αν ισχύει ο δεσμός. Η δεύτερη ερώτηση είναι, τι θα βγάλουμε εμείς;»

«Η δεύτερη ερώτηση;» ρώτησε απαιτητικά η Τοβέιν, αλλά η άλλη γυναίκα απλώς περίμενε. «Αν καταφέρουμε να σπάσουμε αυτές τις ρωγμές», είπε τελικά, «θα σκορπίσουμε δέκα, πενήντα ή εκατό ομάδες ανά τον κόσμο, καθεμία εκ των οποίων θα είναι πιο επικίνδυνη από έναν ολόκληρο στρατό. Αν επιχειρήσουν να τις πιάσουν όλες, θα τους πάρει μια ζωή, χώρια που ο κόσμος θα διαλυθεί σαν από ένα νέο Τσάκισμα, και μάλιστα με την αναμενόμενη έλευση της Τάρμον Γκάι’ντον. Δηλαδή, αν αυτός ο τύπος, ο αλ’Θόρ, είναι πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Η Γκαμπρέλ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Τοβέιν την απέτρεψε με μια κίνηση του χεριού της. Το πιθανότερο ήταν πως θα της έλεγε ότι ο αλ’Θόρ ήταν πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Δεν είχε και πολλή σημασία, εδώ και τώρα τουλάχιστον. «Αν, όμως, δεν... Μπορεί να καταπνίξουμε την επανάσταση, να συγκεντρώσουμε πίσω στον Πύργο όλες αυτές τις αδελφές, να ανακαλέσουμε κάθε αποσυρμένη αδελφή, και πάλι δεν είμαι σίγουρη αν όλες ενωμένες μπορούμε να καταστρέψουμε αυτό το μέρος. Μου φαίνεται πως, όπως και να έχει, το μισό προσωπικό του Πύργου θα πεθάνει στην προσπάθεια. Ποια είναι η πρώτη ερώτηση;»

Η Γκαμπρέλ ακούμπησε πίσω, στο κάθισμά της, και στο πρόσωπό της φάνηκε ξαφνικά η εξάντληση. «Ναι, δεν πρόκειται για εύκολη απόφαση. Και κάθε μέρα φέρνουν περισσότερους άντρες. Νομίζω πως, από τότε που ήρθαμε εδώ, έχουν φέρει δεκαπέντε ή είκοσι ακόμα».

«Δεν θα ασχοληθώ με ασημαντότητες, Γκαμπρέλ! Ποια είναι η πρώτη ερώτηση;» Το βλέμμα της Καφετιάς έγινε οξύ, και την κοίταξε για μια παρατεταμένη στιγμή.

«Σύντομα, η πρώτη έκπληξη θα περάσει», είπε τελικά. «Και μετά; Η εξουσία που σου έδωσε η Ελάιντα παίρνει τέλος, το ίδιο κι η αποστολή. Η πρώτη ερώτηση είναι, είμαστε ενωμένες εμείς οι πενήντα μία αδελφές ή επιστρέφουμε στα παλιά, στον διαχωρισμό δηλαδή σε Καφετιές και Κόκκινες, Κίτρινες, Πράσινες και Γκρίζες; Κι η φουκαριάρα η Αγιάκο θα το έχει μετανιώσει, που οι Λευκές επέμεναν να συμπεριληφθεί ανάμεσά μας μια δική τους αδελφή. Η Λεμάι κι η Ντεσάντρε είναι οι πιο υψηλόβαθμες μεταξύ μας». Η Γκαμπρέλ κούνησε το κουτάλι της, σαν να την επέπληττε. «Η μόνη λύση για να μείνουμε ενωμένες είναι εγώ κι εσύ να υποταχτούμε δημοσίως στην εξουσία της Ντεσάντρε. Κι αυτό πρέπει να κάνουμε! Είναι μια αρχή, αν μη τι άλλο. Ελπίζω, δηλαδή. Ναι, θα είναι μια αρχή, αν καταφέρουμε και φέρουμε μερικές ακόμα».

Η Τοβέιν πήρε μια βαθιά ανάσα και προσποιήθηκε πως κοιτούσε στο πουθενά, λες κι ήταν βυθισμένη σε βαθιά σκέψη. Το να υποταχθεί σε μια αδελφή πιο υψηλόβαθμη από την ίδια δεν ήταν κι ιδιαίτερα δύσκολο από μόνο του. Τα Άτζα ανέκαθεν κρατούσαν μυστικά, άσε που μερικές φορές δολοπλοκούσαν το ένα ενάντια στο άλλο, αλλά αυτή η ανοικτή διχόνοια μέσα στον Πύργο την τρόμαζε. Επιπλέον, είχε μάθει πια να είναι ταπεινή μπροστά στην Κυρά Ντόγουιλ. Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν αυτή η γυναίκα να απολαμβάνει τη φτώχια και να δουλεύει σε μια αγροικία για λογαριασμό μιας εργοδότριας πιο σκληρής κι από την ίδια.

«Μπορώ να τα καταφέρω», είπε τελικά. «Αν σκοπεύουμε να πείσουμε την Ντεσάντρε και τη Λεμάι, πρέπει να τους παρουσιάσουμε σχέδιο δράσης». Είχε ήδη κάτι στα σκαριά, αν και δεν σκόπευε να το παρουσιάσει σε κανέναν. «Α, το νερό βράζει, Γκαμπρέλ».

Με ένα ξαφνικό χαμόγελο, η ανόητη γυναίκα σηκώθηκε κι έτρεξε προς τον φούρνο. Τώρα που το σκεφτόταν, οι Καφετιές ήταν ανέκαθεν ικανότερες να διαβάζουν βιβλία παρά να ψυχολογούν ανθρώπους. Προτού ο Λογκαίν, ο Τάιμ κι οι υπόλοιποι αφανιστούν, θα βοηθούσαν την Τοβέιν Γκάζαλ να εκθρονίσει την Ελάιντα.


Η τεράστια πόλη της Καιρχίν ήταν μια ογκώδης μάζα περικυκλωμένη από συμπαγή τείχη, δίπλα στον ποταμό Αλγκουένυα. Ο ουρανός ήταν καθαρός κι ασυννέφιαστος, αλλά φυσούσε ένας ψυχρός άνεμος κι ο ήλιος έλαμπε πάνω σε χιονοσκέπαστες στέγες, αντανακλώντας το φως του σε παγοκρυστάλλους που δεν έδειχναν κανένα σημάδι ότι θα έλιωναν.

Ο Αλγκουένυα δεν ήταν παγωμένος, αλλά μικροί, ακανόνιστοι ογκόπαγοι στροβιλίζονταν στα ρεύματά του, κατεβαίνοντας από το πάνω μέρος του ποταμού και χτυπώντας πού και πού στα σκαριά των πλοίων που περίμεναν τη σειρά τους να μπουν στους κάβους. Το εμπόριο είχε κοπάσει εξαιτίας του χειμώνα και των πολέμων, όπως επίσης και του Αναγεννημένου Δράκοντα, αλλά ποτέ δεν θα σταματούσε πραγματικά, εκτός αν πέθαιναν όλα τα έθνη. Παρά το κρύο, οι άμαξες, τα καρότσια κι ο κόσμος έρεαν στο μήκος των δρόμων, που χάραζαν σαν ξυράφια τους υπερυψωμένους λόφους της πόλης. Η Πόλη, έτσι συνήθιζαν να την αποκαλούν σε τούτα τα μέρη.

Μπροστά από το Παλάτι του Ήλιου με τους τετραγωνισμένους πύργους, ένα πλήθος συνωστιζόταν γύρω από τη μακρόστενη ράμπα της εισόδου, κοιτώντας ψηλά. Έμποροι τυλιγμένοι σε κομψά μάλλινα ρούχα κι ευγενείς ντυμένοι στα μετάξια στέκονταν πλάι-πλάι με μουντζουρωμένους εργάτες κι ακόμα πιο βρώμικους πρόσφυγες. Κανείς δεν νοιαζόταν ποιος στεκόταν στο πλάι του, ενώ ακόμα και οι πορτοφολάδες είχαν ξεχάσει την τέχνη τους. Άντρες και γυναίκες έρχονταν κι έφευγαν κουνώντας τα κεφάλια, ενώ άλλοι έπαιρναν τις θέσεις τους, μερικοί εκ των οποίων σήκωναν ψηλά τα παιδιά τους, για να έχουν καλύτερη θέα της ερημωμένης πτέρυγας του Παλατιού, όπου οι εργάτες καθάριζαν τα μπάζα του τρίτου ορόφου. Σε όλη την επικράτεια της Καιρχίν, ο αέρας ήταν γεμάτος με τον ήχο από τα σφυριά των τεχνιτών και του τριξίματος των τροχών από τις άμαξες, μαζί με τις κραυγές των μαγαζατόρων, τα παράπονα των πελατών και τη μουρμούρα των εμπόρων. Το πλήθος μπροστά στο Παλάτι του Ήλιου ήταν σιωπηλό.

Ένα μίλι μακριά από το Παλάτι, ο Ραντ στεκόταν μπροστά σε ένα παράθυρο, στο κτήριο με το μεγαλοπρεπές όνομα Ακαδημία της Καιρχίν, ατενίζοντας μέσα από τα παγωμένα τζάμια τις πέτρινες πλάκες στην αυλή των στάβλων, από κάτω. Την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, αλλά και πιο πριν, υπήρχαν σχολές που ονομάζονταν Ακαδημίες, κέντρα μάθησης γεμάτα λόγιους από κάθε γωνιά του γνωστού κόσμου. Η έπαρση δεν έπαιζε σπουδαίο ρόλο· ας ανταποκρινόταν σε αυτά που ήθελε κι ας την έλεγαν Ο Αχυρώνας. Πολύ πιο σημαντικά πράγματα απασχολούσαν το μυαλό του. Μήπως είχε κάνει λάθος που επέστρεψε τόσο σύντομα στην Καιρχίν; Ωστόσο, είχε εξαναγκαστεί να φύγει γρήγορα, και μάλλον θα ήταν ήδη γνωστό στα κατάλληλα πρόσωπα ότι, στην πραγματικότητα, το είχε σκάσει. Όλα έγιναν τόσο αστραπιαία, που δεν είχε προλάβει να ετοιμαστεί. Είχε ακόμα πολλές απορίες, ενώ έπρεπε να γίνουν δουλειές που ήταν αδύνατον να αναβάλει. Κι η Μιν ήθελε κι άλλα βιβλία του Αφέντη Φελ. Την άκουγε που μουρμούριζε μόνη της, καθώς ψαχούλευε στα ράφια που είχαν τοποθετηθεί τα βιβλία μετά τον θάνατο του Φελ. Με όλη αυτή τη γαλαντομία για βιβλία και χειρόγραφα που ακόμα δεν διέθετε, η βιβλιοθήκη της Ακαδημίας αναπτυσσόταν πολύ γρήγορα, απαιτώντας πολύ μεγαλύτερο χώρο από τα δωμάτια που της είχαν διατεθεί στο πρώην ανάκτορο του Άρχοντα Μπαρτέηνς. Η Αλάνα βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού του, κατηφής κατά τα φαινόμενα· θα είχε καταλάβει ότι ο Ραντ βρισκόταν στην Πόλη. Ήταν τόσο κοντά, που θα μπορούσε να έρθει να τον βρει με τα πόδια, αλλά αν προσπαθούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ο Ραντ θα το καταλάβαινε. Το ευτύχημα ήταν πως ο Λουζ Θέριν σώπαινε προς το παρόν. Τον τελευταίο καιρό, ο άνθρωπος είχε αποτρελαθεί.

Με το μανίκι του πανωφοριού του καθάρισε ένα σημείο του τζαμιού από την πάχνη. Το χοντρό σκούρο γκρίζο μάλλινο, καλό για κάποιον με ελάχιστα χρήματα και λίγο τσαγανό, σίγουρα δεν ήταν το ρούχο που θα περίμενε κάποιος να φοράει ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η κεφαλή του Δράκοντα με τη χρυσαφένια χαίτη, στο πάνω μέρος του χεριού του, έλαμπε με μια μεταλλική χροιά· στο σημείο εκείνο ήταν ακίνδυνη. Η μπότα του άγγιξε το δερμάτινο δισάκι, τοποθετημένο κάτω από το παράθυρο, καθώς έσκυψε να κοιτάξει έξω.

Στην αυλή του στάβλου, το λιθόστρωτο δάπεδο είχε καθαριστεί από το χιόνι και μια μεγάλη άμαξα στεκόταν ακίνητη, περικυκλωμένη από κουβάδες, που ξεφύτρωναν γύρω της σαν μανιτάρια σε ξέφωτο. Μισή ντουζίνα άντρες με βαριά πανωφόρια, κασκόλ και κασκέτα έμοιαζαν να ασχολούνται με το παράξενο φορτίο της άμαξας, διάφορες μηχανικές συσκευές μαζεμένες γύρω από έναν παχύ, μεταλλικό κύλινδρο, που καταλάμβανε περισσότερο από τον μισό πάτο της άμαξας. Κι ακόμα πιο περίεργο, οι άξονες του οχήματος έλειπαν. Ένας από τους άντρες κουβαλούσε κομμένα καυσόξυλα από ένα μεγάλο καροτσάκι στα πλάγια ενός μεταλλικού κουτιού, τοποθετημένου κάτω από τη μια άκρη του μεγάλου κυλίνδρου. Η ανοικτή πόρτα του κουτιού έλαμπε κόκκινη από την εσωτερική φωτιά, ενώ καπνός ανέβαινε από μια ψηλή, στενή καμινάδα. Ένας άλλος τύπος χόρευε γύρω από την άμαξα, μουσάτος, ασκεπής και καραφλός, κάνοντας νοήματα και, προφανώς, δίνοντας διαταγές, οι οποίες όμως δεν φαίνονταν να επιδρούν στους υπόλοιπους για να κάνουν πιο γρήγορα. Οι ανάσες τους σχημάτιζαν αχνούς λευκούς θυσάνους. Στο εσωτερικό ήταν σχεδόν ζεστά. Η Ακαδημία είχε στη διάθεσή της μεγάλους φούρνους στα κελάρια κι ένα ευρύ σύστημα αεραγωγών. Οι μισόκλειστες αλλά ανίατες πληγές στα πλευρά του έκαιγαν.

Δεν ξεχώριζε τις βρισιές της Μιν —μολονότι ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για βρισιές— αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν τέτοιος, που του καθιστούσε ξεκάθαρο πως δεν θα έφευγαν, εκτός κι αν την έσερνε με το ζόρι. Πάντως, υπήρχαν ακόμα ένα ή δύο σημεία που του προκαλούσαν απορίες. «Τι λέει ο κόσμος; Σχετικά με το Παλάτι, εννοώ».

«Αυτό που θα περίμενες», αποκρίθηκε ο Άρχοντας Ντομπραίν, πίσω του, ήρεμα κι υπομονετικά, ακριβώς όπως απαντούσε σε κάθε ερώτησή του. Ακόμα κι όταν παραδεχόταν πως δεν είχε υπ’ όψιν του κάτι, ο τόνος της φωνής του δεν άλλαζε. «Κάποιοι λένε πως σου επιτέθηκαν οι Αποδιωγμένοι, άλλοι λένε οι Άες Σεντάι. Όσοι πιστεύουν ότι ορκίστηκες πίστη στην Έδρα της Άμερλιν, τάσσονται υπέρ των Αποδιωγμένων. Όπως και να έχει, οι γνώμες ποικίλλουν περί του αν είσαι νεκρός, σε απήγαγαν ή το έσκασες. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ζεις, όπου κι αν είσαι, ή έτσι λένε, τουλάχιστον. Φοβάμαι, όμως, πως είναι αρκετοί αυτοί που πιστεύουν πως...» Η φωνή του έσβησε στη σιωπή.

«Πως τρελάθηκα», αποτελείωσε την πρόταση για λογαριασμό του ο Ραντ, έχοντας τον ίδιο, επίπεδο τόνο στη φωνή του. Ήταν κάτι που ούτε τον ενδιέφερε, ούτε τον εξόργιζε. «Και πως κατέστρεψα ο ίδιος ένα τμήμα του Παλατιού, έτσι;» Του ήταν αδύνατον να αναφερθεί στους νεκρούς. Δεν ήταν τόσοι όσοι σε άλλες εποχές και τόπους, αλλά ήταν αρκετοί, και μάλιστα τα ονόματα κάποιων εμφανίζονταν μπροστά του όποτε έκλεινε τα μάτια του. Ένας από τους άντρες κάτω βγήκε από την άμαξα, αλλά ο καραφλός τύπος τον έπιασε από το μπράτσο και τον τράβηξε ξανά επάνω, αναγκάζοντάς τον να δείξει τι είχε κάνει. Ένας άλλος άντρας, από την άλλη μεριά, πήδηξε κάπως απρόσεκτα στο λιθόστρωτο, γλιστρώντας, κι ο ασκεπής παράτησε το κυνηγητό του πρώτου στην άμαξα κι ανάγκασε τον άλλο να σκαρφαλώσει επάνω μαζί του. Μα τι στο Φως έκαναν; Ο Ραντ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. «Δεν είναι κι εντελώς λάθος».

Ο Ντομπραίν Τάμποργουιν, ένας κοντός άντρας με το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ξυρισμένο κι επίσημα πουδραρισμένο και τα υπόλοιπα μαλλιά του σχεδόν γκρίζα, κοίταξε προς τα πίσω με μάτια σκοτεινά κι ασυγκίνητα. Μπορεί να μην ήταν τόσο ευπαρουσίαστος, αλλά σίγουρα ήταν μεθοδικός. Θαλασσιές και λευκές ρίγες κατηφόριζαν στο μπροστινό μέρος του μαύρου, βελουδένιου πανωφοριού του, από τον λαιμό έως τα γόνατα σχεδόν. Το δαχτυλίδι του με τον σφραγιδόλιθο ήταν ένα σκαλιστό ρουμπίνι, ενώ φορούσε άλλο ένα στο πέτο του, όχι πολύ πιο μεγάλο αλλά αρκετά επιδεικτικό για Καιρχινό. Ήταν Υψηλή Έδρα του Οίκου του κι, έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες μάχες από τον καθένα, ελάχιστα πράγματα τον φόβιζαν. Το είχε αποδείξει στα Πηγάδια του Ντουμάι.

Ωστόσο, η στιβαρή γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά, που περίμενε υπομονετικά τη σειρά της πίσω από τον ώμο του, έμοιαζε εξίσου ατρόμητη. Σε έντονη αντίθεση με την ευγενική κομψότητα του Ντομπραίν, το απλό καφετί μάλλινο ρούχο της Ίντριεν Τάρσιν θα μπορούσε να ανήκει σε μαγαζάτορα, ωστόσο η γυναίκα διέθετε αρκετή εξουσία κι αξιοπρέπεια. Η Ίντριεν ήταν η Διευθύντρια της Ακαδημίας, ένας τίτλος που είχε δώσει η ίδια στον εαυτό της, μια κι οι περισσότεροι λόγιοι και μηχανικοί αυτοαποκαλούνταν καθηγητές του τάδε ή καθηγήτριες του δείνα. Διοικούσε τη σχολή με σιδερένια πυγμή και πίστευε σε πρακτικά πράγματα, όπως οι νέες μέθοδοι διάνοιξης δρόμων ή κατασκευής βαφών, όπως επίσης κι οι βελτιώσεις χυτηρίων και μύλων. Πίστευε, επίσης, στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μπορεί αυτό να μην ήταν και τόσο πρακτικό, ήταν όμως ρεαλιστικό, κι αυτό του αρκούσε.

Ο Ραντ στράφηκε ξανά στο παράθυρο και καθάρισε για άλλη μια φορά το μπάλωμα πάνω στο γυαλί. Ίσως να τους χρησιμοποιούσαν για να ζεστάνουν νερό —μερικοί από αυτούς τους κουβάδες έμοιαζαν να περιέχουν νερό. Στο Σίναρ χρησιμοποιούσαν μεγάλους καυστήρες, για να ζεστάνουν νερό για τα λουτρά— αλλά γιατί θα έκαναν κάτι τέτοιο σε μια άμαξα; «Έφυγε κανείς ξαφνικά μετά την αναχώρηση μου; Ή μήπως ήρθε κανείς εντελώς απρόσμενα;»

Δεν περίμενε να είχε γίνει κάτι τέτοιο, όχι ιδιαίτερα σημαντικό τουλάχιστον. Κάτι με τα περιστέρια των εμπόρων, κάτι με τους κατασκόπους του Λευκού Πύργου — και τον Μάζριμ Τάιμ, επίσης. Δεν έπρεπε να ξεχνά τον Τάιμ. Ο Λουζ Θέριν άρχισε να γρυλίζει βουβά στο άκουσμα αυτού του ονόματος —και με όλα αυτά τα περιστέρια, τους κατασκόπους και τις κακές γλώσσες, μέσα σε λίγες μέρες όλος ο κόσμος θα είχε μάθει πως είχε εξαφανιστεί από την Καιρχίν. Τουλάχιστον, όλοι όσοι έπαιζαν κάποιον σοβαρό ρόλο στις παρούσες συνθήκες. Η Καιρχίν είχε πάψει να είναι πια το πεδίο που θα λάμβανε χώρα η μάχη. Η απάντηση του Ντομπραίν τον άφησε άναυδο.

«Κανείς, μόνο που... η Άιλιλ Ριάτιν και μερικές υψηλόβαθμες αξιωματούχοι των Θαλασσινών αγνοούνται από τη στιγμή της... επίθεσης». Η παύση που έκανε ήταν αισθητή. Ίσως να μην ήταν κι αυτός τόσο σίγουρος για το τι είχε συμβεί. Ωστόσο, θα κρατούσε τον λόγο του. Το είχε αποδείξει στα Πηγάδια του Ντουμάι. «Δεν βρέθηκαν πουθενά πτώματα, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν σκοτωθεί. Πάντως, η Θαλασσινή Κυρά των Κυμάτων αρνείται να αναλογιστεί αυτή την πιθανότητα. Σηκώνει θύελλα, απαιτώντας την επιστροφή της γυναίκας της. Η αλήθεια είναι πως η Άιλιλ μπορεί να το έχει σκάσει στην επαρχία. Ή να πήγε να βρει τον αδελφό της, παρά τις εγγυήσεις προς το άτομό σου. Οι τρεις Άσα’μαν που έστειλες βρίσκονται ακόμα στο Παλάτι του Ήλιου. Ο Φλιν, ο Ναρίσμα κι ο Χόπγουιλ. Προκαλούν ταραχή στον κόσμο και τον κάνουν ευέξαπτο. Περισσότερο τώρα από πριν». Η Διευθύντρια καθάρισε τον λαιμό της και τα πόδια της μετακινήθηκαν με θόρυβο πάνω στις πλάκες του δαπέδου. Σίγουρα έκαναν την ίδια ευέξαπτη.

Ο Ραντ είχε αποπέμψει τους Άσα’μαν. Εκτός κι αν βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση, εντός του Παλατιού, κανείς δεν ήταν αρκετά δυνατός για να τον διαισθανθεί, αν άνοιγε μια πύλη εδώ. Αυτοί οι τρεις δεν αποτελούσαν μέρος της επίθεσης εναντίον του, αλλά κάποιος που θα κατάστρωνε σοφά το σχέδιο θα λάμβανε υπ’ όψιν του και την πιθανότητα αποτυχίας. Θα σχεδίαζε να έχει κάποιον κοντά του σε περίπτωση που ο Ραντ επιβίωνε. Δεν Θα επιβιώσεις, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Κανείς μας δεν θα επιβιώσει.

Τράβα για ύπνο, σκέφτηκε ο Ραντ θυμωμένα. Ήξερε καλά πως δεν θα επιβίωνε. Αλλά το ήθελε. Ένα χλευαστικό γέλιο αντήχησε μέσα στο κεφάλι του, μα ο ήχος αποδυναμώθηκε και σύντομα χάθηκε. Ο καραφλός άντρας άφηνε τώρα και τους υπόλοιπους να κατέβουν, τρίβοντας τα χέρια του, προφανώς ικανοποιημένος. Αυτός ο τύπος, αν ήταν δυνατόν, έμοιαζε να βγάζει λόγο!

«Η Άιλιλ κι η Σάλον είναι ζωντανές και δεν το έσκασαν», είπε δυνατά ο Ραντ. Τις είχε αφήσει δεμένες και φιμωμένες, χωμένες κάτω από το κρεβάτι, όπου οι υπηρέτες θα τις ανακάλυπταν μέσα σε λίγες ώρες, αν κι η θωράκιση που είχε υφάνει πάνω στη Θαλασσινή Ανεμοσκόπο θα είχε μάλλον διαλυθεί εδώ από ώρα. Οι δύο γυναίκες, λογικά, θα μπορούσαν να ελευθερωθούν. «Απευθυνθείτε στην Κάντσουεϊν. Θα τις έχει στο παλάτι της Αρχόντισσας Άριλυν».

«Η Κάντσουεϊν Σεντάι μπαινοβγαίνει στο Παλάτι του Ήλιου λες και της ανήκει», είπε διακριτικά ο Ντομπραίν, «αλλά με ποιον τρόπο θα κατάφερνε να τις βγάλει χωρίς να τη δει κανείς; Και για ποιο λόγο; Η Άιλιλ είναι αδελφή του Τόραμ, ωστόσο η διεκδίκηση του Θρόνου του Ήλιου εκ μέρους του δεν υφίσταται πλέον, αν υφίστατο καν. Η κοπέλα είναι ασήμαντη ακόμα κι ως αντίπαλος τώρα πια. Όσο για την κράτηση μιας υψηλόβαθμης Άθα’αν Μιέρε... Ποιος ο σκοπός;»

Η φωνή του Ραντ φάνταζε ανάλαφρη, αδιάφορη. «Για ποιο λόγο κρατάει την Αρχόντισσα Κάραλαϊν και τον Υψηλό Άρχοντα Ντάρλιν ως "φιλοξενούμενους", Ντομπραίν; Για ποιο λόγο οι Άες Σεντάι κάνουν το οτιδήποτε; Θα τις βρείτε εκεί που σας είπα. Αν, δηλαδή, σε αφήσει να ρίξεις μια ματιά». Δεν επρόκειτο για ανόητη απορία. Απλώς, ο ίδιος δεν είχε την απάντηση. Βέβαια, η Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ κι η Άιλιλ Ριάτιν αντιπροσώπευαν τους δυο τελευταίους Οίκους για τη διεκδίκηση του Θρόνου του Ήλιου. Ο δε Ντάρλιν Σίσνερα ηγούνταν των ευγενών του Δακρύου που ήθελαν να τον διώξουν από την πολύτιμη Πέτρα τους, από το ίδιο το Δάκρυ.

Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Ήταν σίγουρος πως η Κάντσουεϊν είχε εστιάσει επάνω του, παρότι προσποιούνταν το αντίθετο, αλλά αν δεν επρόκειτο για προσποίηση; Θα ήταν πολύ ανακουφιστικό, αν ίσχυε κάτι τέτοιο. Φυσικά και θα ήταν. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν μια Άες Σεντάι, που νόμιζε πως μπορεί να μπλεχτεί στα πόδια του. Το απευχόταν. Ίσως η Κάντσουεϊν να κατηύθυνε κάπου αλλού την παρέμβαση της. Η Μιν είχε δει τον Σίσνερα να φοράει ένα περίεργο στέμμα· ο Ραντ είχε συλλογιστεί βαθιά αυτό το όραμά της. Ωστόσο, δεν ήθελε να σκέφτεται κάποια άλλα πράγματα που είχε δει η κοπέλα, σχετικά με τον ίδιο και την Πράσινη αδελφή. Άραγε, το θέμα ήταν τόσο απλό, ώστε η Κάντσουεϊν πίστευε ότι μπορούσε να αποφασίσει ποιος θα διοικούσε τόσο το Δάκρυ όσο και την Καιρχίν;

Απλό; Γέλασε. Μα έτσι συμπεριφέρονταν οι Άες Σεντάι. Κι η Σάλον, η Ανεμοσκόπος; Αν την έβαζε στο χέρι, θα έδινε πάτημα στην Κάντσουεϊν αναφορικά με τη Χαρίνε, την Κυρά των Κυμάτων, αν κι είχε μια υποψία ότι την είχαν μαζέψει κι αυτή μαζί με την Άιλιλ, για να προσπαθήσουν να αποκρύψουν αυτή που πήρε την αριστοκράτισσα. Η Κάντσουεϊν έπρεπε να απαλλαχτεί από τις ψευδαισθήσεις της. Είχε ήδη αποφασιστεί ποιος θα κυβερνούσε το Δάκρυ και την Καιρχίν. Θα της το καθιστούσε σαφές. Αργότερα. Το ζήτημα βρισκόταν σε χαμηλή θέση στη λίστα προτεραιοτήτων του.

«Πριν φύγω, Ντομπραίν, πρέπει να σου δώσω—» Τα λόγια πάγωσαν στη γλώσσα του.

Στην αυλή του στάβλου, ο ασκεπής άντρας είχε τραβήξει έναν μοχλό στην άμαξα, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί ξαφνικά το ένα άκρο ενός μακρόστενου, οριζόντιου δοκαριού κι έπειτα να βυθιστεί ξανά, οδηγώντας ένα μικρότερο δοκάρι μέσα σε μια τρύπα ανοιγμένη στο δάπεδο της άμαξας. Κατόπιν, δονούμενη, λες κι επρόκειτο να ανατιναχτεί ολόκληρη, και με τον καπνό να ανυψώνεται από την καμινάδα, η άμαξα όρμησε μπροστά, με τη δοκό να πέφτει και να σηκώνεται, πρώτα αργά κι έπειτα γρηγορότερα. Κινούνταν χωρίς άλογα!

Ο Ραντ δεν αντιλήφθηκε ότι μίλησε δυνατά, μέχρι που η Διευθύντρια του αποκρίθηκε.

«Α, αυτό! Είναι η ατμάμαξα του Μέρβιν Πόελ, όπως την αποκαλεί, Άρχοντα Δράκοντα». Η αποδοκιμασία βάρυνε την οξεία και, παραδόξως, νεανική της φωνή. «Ισχυρίζεται πως με αυτή τη συσκευή μπορεί να σύρει εκατό άμαξες. Αδύνατον, εκτός αν καταφέρει να την κάνει να προχωρήσει πάνω από πενήντα βήματα δίχως να διαλυθεί ή να παγώσει. Απ’ όσο ξέρω, το κατάφερε μια φορά, πριν από καιρό».

Όντως, η —ατμάμαξα;— ταρακουνήθηκε και σταμάτησε περίπου είκοσι βήματα από την αρχική της θέση. Ταρακουνήθηκε για τα καλά, και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε έμοιαζε να σείεται όλο και πιο έντονα. Οι πιο πολλοί άντρες μαζεύτηκαν γύρω της ξανά, κι ένας από δαύτους προσπαθούσε απεγνωσμένα να στρίψει κάτι χρησιμοποιώντας ένα τυλιγμένο κομμάτι ύφασμα στο χέρι του. Ξαφνικά, ατμός σηκώθηκε ψηλά μέσα από έναν σωλήνα, οι δονήσεις επιβραδύνθηκαν κι έπειτα σταμάτησαν τελείως.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Θυμήθηκε πως κάπου είχε συναντήσει αυτόν τον τύπο, τον Μέρβιν, να έχει μια συσκευή που τρεμούλιαζε πάνω στην επιφάνεια ενός τραπεζιού δίχως να κάνει τίποτε άλλο. Κι από εκείνη τη συσκευή ξεπήδησε τούτο εδώ το θαύμα; Νόμιζε πως σκοπός της ήταν να παράγει μουσική. Να, αυτός ο άντρας που χοροπηδούσε και κουνούσε απειλητικά τις γροθιές του προς το μέρος των υπολοίπων θα πρέπει να ήταν ο Μέρβιν. Τι άλλα παράξενα πράγματα, τι είδους θαύματα, έφτιαχναν άραγε εδώ στην Ακαδημία;

Ρώτησε την Ίντριεν, εξακολουθώντας να παρακολουθεί τους άντρες στην αυλή να μαστορεύουν την άμαξα, κι εκείνη ρουθούνισε ηχηρά. Καθώς άρχισε να του εξηγεί, ο σεβασμός προς τον Αναγεννημένο Δράκοντα μόλις που διακρινόταν στη φωνή της, και σύντομα αντικαταστάθηκε από αηδία. «Δεν είναι και τόσο ευχάριστο το γεγονός πως πρέπει να παρέχω χώρο στους φιλόσοφους, στους ιστορικούς, στους μαθηματικούς και σε όλους αυτούς, αλλά εσείς ο ίδιος είπατε να συγκεντρώσω όσους επιθυμούν να καινοτομήσουν σε έναν τομέα και να τους αφήσω να κάνουν τη δουλειά τους μέχρι να σημειώσουν πρόοδο. Θαρρώ πως ελπίζατε να παράγουν καινούργια όπλα, αλλά αυτή τη στιγμή είμαι υπεύθυνη κάμποσων δεκάδων ονειροπόλων και χαραμοφάηδων, καθένας εκ των οποίων έχει στην κατοχή του ένα ή περισσότερα παλιά βιβλία ή χειρόγραφα, κι από αυτά όλα ανάγονται στην εποχή της Συμφωνίας των Δέκα Εθνών, υπ’ όψιν, αν όχι και στην ίδια την Εποχή των Θρύλων, έτσι λένε τουλάχιστον. Προσπαθούν όλοι να βγάλουν νόημα μέσα από δεκάδες σχεδιαγράμματα, σκίτσα και περιγραφές για πράγματα που δεν είδαν ποτέ οι ίδιοι, ούτε και κανείς άλλος πιθανότατα. Προσωπικά, έχω δει παλαιά χειρόγραφα που αναφέρονται σε ανθρώπους με μάτια στην κοιλιά και για ζώα δέκα πόδια ψηλά, με χαυλιόδοντες μεγαλύτερους από έναν άντρα, όπως επίσης και για πόλεις, όπου...»

«Ναι, αλλά τι ακριβώς φτιάχνουν, Διευθύντρια Τάρσιν;» τη ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ. Οι άντρες που δούλευαν σε αυτό το πράγμα, εκεί κάτω, απέπνεαν έναν αέρα αποφασιστικότητας, έμοιαζαν να έχουν στόχους, όχι να αποδέχονται την αποτυχία. Άλλωστε, η άμαξα είχε πάρει μπρος.

Η γυναίκα ρουθούνισε πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Ανοησίες, Άρχοντα Δράκοντα, να τι φτιάχνουν. Ο Κιν Τοβίρ κατασκεύασε το μεγάλο του κιάλι. Μέσα από δαύτο μπορεί κανείς να δει τη σελήνη τόσο καλά όσο και την παλάμη του, όπως επίσης κι άλλους κόσμους, έτσι ισχυρίζεται, αλλά ποιο το όφελος; Τώρα, θέλει να φτιάξει ένα ακόμα μεγαλύτερο. Η Μάρυλ Χάρκε φτιάχνει τεράστιους χαρταετούς, τους οποίους αποκαλεί ανεμόπτερα, και με τον ερχομό της άνοιξης θα πετάξει για άλλη μια φορά από τους λόφους. Σου κόβεται η ανάσα να τη βλέπεις να κατεβαίνει από τους λόφους πάνω σε αυτά τα πράγματα. Την επόμενη φορά που κάποιο από τα ανεμόπτερα θα τυλιχτεί γύρω της, βάζω στοίχημα πως δεν θα σπάσει μονάχα το χέρι της. Ο Τζάντερ Παρεντάκις πιστεύει πως μπορεί να κινήσει ποταμόπλοια με τη χρήση υδραυλικών τροχών από έναν μύλο ή κάτι τέτοιο. Όταν όμως έβαλε κάμποσους άντρες στο πλοίο, για να γυρίσουν τις μανιβέλες, δεν υπήρχε χώρος για φορτίο, επομένως οποιοδήποτε πλεούμενο με πανιά μπορούσε να τους ξεπεράσει. Ο Ρυν Ανχάρα παγιδεύει αστραπές μέσα σε μεγάλα βάζα —αμφιβάλλω αν ξέρει κι ο ίδιος για ποιο λόγο— κι η Νίκο Τοκάμα είναι το ίδιο χαζή με...»

Ο Ραντ στράφηκε προς το μέρος της τόσο γρήγορα, ώστε η γυναίκα έκανε ένα βήμα πίσω, ενώ ο Ντομπραίν αναπήδησε, μια χαρακτηριστική κίνηση ξιφομάχου. Όχι, δεν ήταν διόλου σίγουροι για το άτομό του. «Παγιδεύει αστραπές;» ρώτησε ο Ραντ σιγανά.

Η κατανόηση φούντωσε στο αδιάφορο πρόσωπο της γυναίκας, η οποία άρχισε να κουνάει τα χέρια της. «Όχι, όχι! Δεν είναι σαν... σαν αυτό!» Δεν είναι σαν εσένα, είχε κοντέψει να πει. «Είναι ένα πράγμα με καλώδια και τροχούς και με μεγάλα, πήλινα βάζα, και το Φως μόνο ξέρει τι άλλο. Το αποκαλεί αστραπή, και μια φορά είδα έναν αρουραίο να πηδάει πάνω σε ένα από τα βάζα, πάνω στις μεταλλικές ράβδους που εξείχαν από την κορυφή. Έμοιαζε σαν να τον χτύπησε κεραυνός». Η φωνή της απέκτησε έναν τόνο αισιοδοξίας. «Αν επιθυμείτε, μπορώ να τον κάνω να σταματήσει».

Προσπάθησε να φανταστεί κάποιον να καλπάζει πάνω σε έναν χαρταετό, αλλά η εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό του ήταν γελοία. Το να παγιδεύεις αστραπές μέσα σε βάζα, όμως, ήταν πέραν κάθε φαντασίας. Ωστόσο... «Άφησέ τους να συνεχίσουν τη δουλειά τους, Διευθύντρια. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποια από αυτές τις εφευρέσεις αποδειχθεί σημαντική. Αν, μάλιστα, κάποια από δαύτες δουλέψει, να ανταμείψεις τον εφευρέτη».

Η πέτσινη, ηλιοκαμένη φάτσα του Ντομπραίν έμοιαζε διστακτική, αν και κατάφερνε σχεδόν να το κρύψει. Η Ίντριεν έσκυψε το κεφάλι σε μια δύστροπη συναίνεση, έκανε ακόμα κι υπόκλιση, αλλά ήταν ολοφάνερο πως σκεφτόταν ότι της ζητούσε να βγάλει φτερά στα γουρούνια.

Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος ότι διαφωνούσε. Από την άλλη, ίσως κάποιο γουρούνι να έβγαζε πράγματι φτερά. Σε τελική ανάλυση, η άμαξα είχε όντως μετακινηθεί. Ήθελε απεγνωσμένα να αφήσει κάτι πίσω του, κάτι που θα βοηθούσε τον κόσμο να επιβιώσει από το νέο Τσάκισμα που προμήνυαν οι Προφητείες ότι ο ίδιος θα έφερνε. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να είναι αυτό, εκτός από τις ίδιες τις σχολές. Ποιος ξέρει τι είδους θαύματα θα ξεπηδούσαν από εκεί; Μα το Φως, ήθελε να φτιάξει κάτι που θα έμενε στην ιστορία.

Νόμιζα πως μπορούσα να δημιουργήσω κάτι, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν μέσα στο κεφάλι του. Έκανα λάθος. Δεν είμαστε δημιουργοί, ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε ο άλλος. Είμαστε καταστροφείς. Καταστροφείς.

Ο Ραντ αναρρίγησε και πέρασε τα χέρια του μέσα στα μαλλιά του. Ο άλλος; Υπήρχαν φορές που η φωνή ακουγόταν λογική, ενώ στην πραγματικότητα παραληρούσε. Τον κοίταζαν, ο μεν Ντομπραίν κρύβοντας όσο μπορούσε την αβεβαιότητα του, η δε Ίντριεν χωρίς να μπαίνει στον κόπο να την κρύψει. Όρθωσε το παράστημά του, λες κι όλα ήταν εντάξει, και τράβηξε από το εσωτερικό του πανωφοριού του δύο λεπτά πακέτα, στο εξωτερικό μέρος των οποίων υπήρχε μια μακρόστενη μάζα από κόκκινο κερί που απεικόνιζε τον Δράκοντα. Η αγκράφα της ζώνης που δεν φορούσε εκείνη τη στιγμή είχε χρησιμεύσει ως εντυπωσιακός σφραγιδόλιθος.

«Το πάνω-πάνω σε χρίζει διαχειριστή εκ μέρους μου στην Καιρχίν», είπε, δίνοντας τα πακέτα στον Ντομπραίν. Ένα τρίτο αναπαυόταν κοντά στο στήθος του· προοριζόταν για τον Γκρέγκοριν ντεν Λούσενος, που τον έχριζε διαχειριστή του Ίλιαν. «Έτσι, δεν θα υπάρξει πρόβλημα, αν κάποιος αμφισβητήσει την εξουσία σου εν τη απουσία μου». Ο Ντομπραίν θα μπορούσε κάλλιστα να ρυθμίσει οποιοδήποτε πρόβλημα χρησιμοποιώντας τους οπλίτες του, αλλά καλύτερα να φρόντιζε για την αποφυγή παρεξηγήσεων από άγνοια ή αμφιβολία. Ίσως, πάλι, να μην υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα, αν όλοι πίστευαν πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα τιμωρούσε τους παραβάτες. «Υπάρχουν κάποιες διαταγές για πράγματα που θα ήθελα να γίνουν, αλλά πέρα από αυτό μπορείς να χρησιμοποιήσεις την κρίση σου. Όταν η Αρχόντισσα Ηλαίην διεκδικήσει τον Θρόνο του Ήλιου, φρόντισε να έχει την πλήρη υποστήριξη σου». Η Ηλαίην. Μα το Φως, η Ηλαίην κι η Αβιέντα. Ήταν ασφαλείς, τουλάχιστον. Η φωνή της Μιν ακουγόταν πιο χαρούμενη τώρα· μάλλον είχε ξετρυπώσει τα βιβλία του Αφέντη Φελ, Θα την άφηνε να τον ακολουθήσει, πράγμα που θα την οδηγούσε στον θάνατό της, κι αυτό επειδή δεν ήταν αρκετά δυνατός για να τη σταματήσει. Ιλυένα, βόγκηξε ο Λουζ Θέριν. Συγχώρεσέ με, Ιλυένα! Η φωνή του Ραντ βγήκε παγωμένη, σαν την καρδιά του χειμώνα. «Θα ξέρεις από πριν πότε να παραδώσεις το άλλο πακέτο. Αν πρέπει να το παραδώσεις. Εν ανάγκη, πίεσέ τον κι αποφάσισε με βάση όσα σου πει. Αν η απόφαση σου είναι αρνητική ή αν εκείνος αρνηθεί, θα διαλέξω κάποιον άλλον. Όχι εσάς».

Ίσως ο τρόπος του ήταν τραχύς, αλλά η έκφραση του Ντομπραίν δεν άλλαξε στο ελάχιστο. Τα φρύδια του ανυψώθηκαν ελαφρά με το όνομα που είδε γραμμένο στο δεύτερο πακέτο· αυτό ήταν όλο. Έκανε μια ελαφριά υπόκλιση, όπως συνήθιζαν οι Καιρχινοί. «Θα γίνει όπως επιθυμείς. Συγχώρησέ με, αλλά ακούγεσαι λες και σκοπεύεις να λείψεις καιρό».

Ο Ραντ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Εμπιστευόταν τον Υψηλό Άρχοντα όσο εμπιστευόταν οποιονδήποτε. Περίπου, δηλαδή. «Ποιος ξέρει; Οι καιροί είναι αβέβαιοι. Φρόντισε, ώστε η Διευθύντρια Τάρσιν να έχει κάθε δυνατή χρηματοδότηση κι οι άντρες να αρχίσουν να παρακολουθούν τη σχολή στο Κάεμλυν, όπως και τη σχολή στο Δάκρυ, μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα εκεί».

«Όπως επιθυμείς», επανέλαβε ο Ντομπραίν, χώνοντας τα πακέτα στο πανωφόρι του. Η έκφραση του προσώπου του δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα τώρα. Άλλωστε, ήταν πολύ έμπειρος παίκτης στο Παιχνίδι των Οίκων.

Από μέρους της, η Διευθύντρια κατάφερνε να μοιάζει ταυτόχρονα ευχαριστημένη και πικραμένη, και βάλθηκε να σιάζει τη φούστα της, αν και δεν υπήρχε λόγος, ακριβώς όπως έκαναν οι γυναίκες όταν πιέζονταν και δεν ήθελαν να εκφράσουν τις σκέψεις τους. Μπορεί να διαμαρτυρόταν στο έπακρο για τους ονειροπόλους και τους φιλοσόφους, αλλά κατά βάθος ζήλευε την ευημερία της Ακαδημίας. Δεν θα στεναχωριόταν διόλου αν οι υπόλοιπες σχολές έκλειναν κι οι καθηγητές τους αναγκάζονταν να έρθουν στην Ακαδημία. Ακόμα κι οι φιλόσοφοι. Τι θα σκεφτόταν, άραγε, για μια ειδική εντολή στο πακέτο του Ντομπραίν;

«Βρήκα ό,τι χρειαζόμουν», είπε η Μιν, καθώς εμφανιζόταν από τα ράφια, τρικλίζοντας ελαφρώς υπό το βάρος τριών ογκωδέστατων συγγραμμάτων, που ήταν τυλιγμένα με ύφασμα και κρεμασμένα πάνω της. Το απλό καφετί πανωφόρι της και το παντελόνι της έμοιαζαν πολύ με αυτά που φορούσε όταν την είχε πρωτοδεί στο Μπάερλον. Για κάποιο λόγο, γκρίνιαζε για τα ρούχα της τόσο, ώστε κάποιος που τη γνώριζε θα νόμιζε πως ο Ραντ τής ζητούσε να βάλει φόρεμα. Ωστόσο, τώρα χαμογελούσε ευχαριστημένη και κάπως σκανδαλιάρικα. «Ελπίζω εκείνα τα υποζύγια να βρίσκονται εκεί που τα αφήσαμε, ειδάλλως ο Άρχοντας Δράκοντας θα χρειαστεί σαμάρι».

Η Ίντριεν ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, εμβρόντητη από τον τρόπο που του απευθύνθηκε, αλλά ο Ντομπραίν απλώς μειδίασε. Είχε ξαναδεί τη Μιν μαζί με τον Ραντ.

Ο Ραντ τους ξεφορτώθηκε γρήγορα, αφού είχαν δει κι ακούσει όσα έπρεπε, και τους ξαπόστειλε με μια τελική υπενθύμιση, ότι δεν τον είχαν δει πουθενά τριγύρω. Ο Ντομπραίν ένευσε καταφατικά, λες και περίμενε κάτι τέτοιο, ενώ η Ίντριεν έμοιαζε σκεφτική καθώς έφευγε. Αν, κατά λάθος, της ξέφευγε κάτι παρουσία ενός υπηρέτη ή ενός καθηγητή, θα μαθευόταν σε όλη την Πόλη εντός δύο ημερών. Ούτως ή άλλως, δεν υπήρχε πολύς χρόνος. Ίσως κανείς να μην τύχαινε να βρεθεί τόσο κοντά, ώστε να τον αισθανθεί να ανοίγει πύλη στο σημείο εκείνο, αλλά όποιος αναζητούσε τα σημάδια, θα ήταν ήδη σίγουρος πως υπήρχε ένας τα’βίρεν στην πόλη. Δεν ήταν μέσα στα σχέδιά του να τον ανακαλύψουν ακόμα.

Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, ο Ραντ κοίταξε εξεταστικά τη Μιν για μια στιγμή κι έπειτα πήρε ένα φύλλο από τα συγγράμματα και το κρέμασε στον ώμο του.

«Μόνο ένα;» τον ρώτησε. Αφήνοντας τα υπόλοιπα στο πάτωμα, τοποθέτησε τις γροθιές στους γοφούς της και τον κοίταξε μουτρωμένη. «Μερικές φορές συμπεριφέρεσαι όντως σαν βοσκός. Αυτά τα σακιά θα πρέπει να ζυγίζουν ένα καντάρι το καθένα». Πάντως, έμοιαζε περισσότερο να διασκεδάζει παρά να είναι αναστατωμένη.

«Ας διάλεγες μικρότερα βιβλία», της ανταπάντησε, βάζοντας τα γάντια ιππασίας για να κρύψει τους Δράκοντες. «Ή ελαφρύτερα». Στράφηκε προς το παράθυρο, για να πάρει την περγαμηνή, κι ένα κύμα ζαλάδας τον χτύπησε. Σκόνταψε κάπου, νιώθοντας τα γόνατά του να τρέμουν. Ένα εκτυφλωτικό πρόσωπο, που ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει, άστραψε μες στο κεφάλι του. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, στηρίχθηκε κάπου και πάσχισε να στυλώσει τα πόδια του. Η αίσθηση της περιδίνησης χάθηκε. Ο Λουζ Θέριν βαριανάσαινε βραχνά μες στις σκιές. Άραγε, ήταν το δικό του πρόσωπο αυτό που είδε;

«Αν νομίζεις πως με αυτόν τον τρόπο θα με κάνεις να τα κουβαλήσω εγώ, σκέψου το ξανά», γκρίνιαξε η Μιν. «Οι σταβλίτες προσποιούνται πολύ καλύτερα. Θα μπορούσες, ας πούμε, να προσπαθήσεις να πέσεις».

«Όχι αυτή τη φορά». Ήταν έτοιμος για όσα συνέβαιναν όταν διαβίβαζε· μπορούσε να τα ελέγξει, μέχρις ενός σημείου. Συνήθως. Τις περισσότερες φορές. Όμως αυτή η σκοτοδίνη, χωρίς τη χρήση του σαϊντίν, ήταν πρωτόγνωρη. Ίσως είχε στραφεί πολύ γρήγορα. Ίσως τα γουρούνια πράγματι πετούσαν. Τοποθέτησε τον ιμάντα της περγαμηνής πάνω από τον ελεύθερο ώμο του. Οι άντρες στην αυλή των στάβλων εξακολουθούσαν να είναι απασχολημένοι. Κάτι έφτιαχναν. «Μιν...»

Το μέτωπό της έγειρε αμέσως μπροστά. Έκανε μια στιγμιαία παύση, για να βάλει τα κόκκινα γάντια της, κι άρχισε να χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο δάπεδο. Επικίνδυνο σημάδι αυτό για γυναίκα, ειδικά για κάποια που έχει επάνω της μαχαίρια. «Το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό, αναθεματισμένε Ραντ-καταραμένε-Αναγεννημένε-Δράκοντα-αλ’Θόρ! Δεν πρόκειται να με αφήσεις πίσω!»

«Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό τέτοια σκέψη», της απάντησε αυτός, ψέματα. Ήταν πολύ αδύναμος. Δεν μπορούσε καν να πει τα κατάλληλα λόγια για να την αναγκάσει να μείνει. Πολύ αδύναμος, σκέφτηκε πικρά, κι αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατό της, που το Φως να με κάψει!

Κι αυτό θα γίνει, του υποσχέθηκε με απαλή φωνή ο Λουζ Θέριν.

«Απλά σκέφτηκα πως θα έπρεπε να πληροφορηθείς τι κάνουμε και τι σκοπεύουμε να κάνουμε», συνέχισε ο Ραντ. «Υποθέτω πως δεν ήμουν και πολύ κοινωνικός». Ανασυγκροτήθηκε κι άδραξε το σαϊντίν. Το δωμάτιο φάνηκε να στροβιλίζεται, κι αυτός καβάλησε τη χιονοστιβάδα της φωτιάς, του πάγου και της μιαρότητας, με τη ναυτία να κοχλάζει στο στομάχι του. Ωστόσο, ήταν ικανός πια να στέκεται όρθιος δίχως να τρικλίζει. Σχεδόν, δηλαδή. Μόλις που κατάφερε να υφάνει τις ροές μιας πύλης, η οποία αποκάλυψε ένα χιονοσκέπαστο ξέφωτο, όπου δύο σαμαρωμένα άλογα ήταν δεμένα σε ένα χαμηλό κλαδί μιας βελανιδιάς.

Χάρηκε, διαπιστώνοντας πως τα ζώα βρίσκονταν ακόμα εκεί. Το ξέφωτο απείχε κάμποσο από τον πλησιέστερο δρόμο, ωστόσο υπήρχαν ακόμα περιπλανώμενοι που είχαν γυρίσει τις πλάτες τους σε οικογένειες κι αγροκτήματα, στο εμπόριο και στις τέχνες, μόνο και μόνο επειδή ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε σπάσει όλους τους δεσμούς. Έτσι έλεγαν οι Προφητείες, τουλάχιστον. Από την άλλη, αρκετοί από αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες, μισοπαγωμένοι και με τα πόδια πονεμένα, είχαν κουραστεί να ψάχνουν χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα τι ψάχνουν. Ακόμα κι αυτά τα απερίγραπτα άτια σίγουρα θα εξαφανίζονταν από τον πρώτο άντρα που θα τα έβρισκε ασυνόδευτα. Είχε αρκετό χρυσάφι για να αγοράσει άλλα, μα ήταν σίγουρος πως η Μιν δεν θα απολάμβανε πεζοπορία μίας ώρας μέχρι το χωριό, όπου είχαν αφήσει τα υποζύγια.

Πέρασε βιαστικά στο ξέφωτο, προσποιούμενος πως αυτή η αλλαγή από το δάπεδο του δωματίου στο χιόνι, που του έφτανε έως το γόνατο, είχε ως αποτέλεσμα να σκοντάψει, και περίμενε τη Μιν να πάρει τα σακιά με τα βιβλία και να τον ακολουθήσει τρικλίζοντας. Κατόπιν, ελευθέρωσε τη Δύναμη. Απείχαν πεντακόσια μίλια από την Καιρχίν, αλλά βρίσκονταν πιο κοντά στην Ταρ Βάλον από οπουδήποτε αλλού. Η Αλάνα είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει μες στο μυαλό του όταν έκλεισε η πύλη.

«Κοινωνικός;» ρώτησε η Μιν, κι ακουγόταν καχύποπτη. Ήλπιζε να λέει την αλήθεια για τα κίνητρά του. Η ζαλάδα κι η ναυτία χάθηκαν αργά-αργά. «Ήσουν ανοικτός όσο ένα μύδι, Ραντ, αλλά δεν είμαι τυφλή. Πρώτα Ταξιδέψαμε στο Ρουίντιαν, όπου ρώτησες τόσο πολλά γι’ αυτό το μέρος, το Σάρα, ώστε όλοι θα νόμισαν πως σκόπευες να πας εκεί». Κούνησε το κεφάλι της ελαφρώς συνοφρυωμένη, καθώς έζευε ένα από τα φορτία της στη σέλα του καφετιού, ευνουχισμένου της ζώου. Βόγκηξε από την προσπάθεια, αλλά δεν σκόπευε να αφήσει το άλλο σακί με τα βιβλία πάνω στο χιόνι. «Ποτέ μου δεν φαντάστηκα πως η Ερημιά του Άελ θα έμοιαζε έτσι. Αυτή η πόλη είναι μεγαλύτερη από την Ταρ Βάλον, παρότι μιοοερειπωμένη. Κι όλες αυτές οι πηγές κι η λίμνη... Δεν μπορώ καν να διακρίνω την απέναντι πλευρά. Νόμιζα πως στην Ερημιά δεν υπήρχε νερό. Κι όχι μόνο υπήρχε, αλλά ήταν και κρύο, όπως εδώ. Περίμενα πως το νερό της Ερημιάς θα ήταν ζεστό!»

«Το καλοκαίρι, τη μέρα ψήνεσαι, αλλά τη νύχτα παγώνεις». Ένιωθε αρκετά αναζωογονημένος ή σχεδόν, για να αρχίσει να τοποθετεί το δικό του φορτίο πάνω στο σαμάρι του σταχτιού ζώου, πράγμα που έκανε. «Αν υποθέσουμε πως πράγματι γνωρίζεις τα πάντα, πες μου τι άλλο έκανα εκτός από ερωτήσεις;»

«Ό,τι έκανες και στο Δάκρυ χθες το βράδυ. Φρόντισες να γίνει γνωστό στους πάντες πως βρισκόσουν εκεί. Στο Δάκρυ, ρωτούσες για το Τσάτσιν. Είναι προφανές. Προσπαθείς να μπερδέψεις όλο τον κόσμο σχετικά με το πού είσαι και πού πρόκειται να πας». Τοποθετώντας το δεύτερο σακί με τα βιβλία πίσω από τη σέλα, έτσι ώστε να ισορροπεί το βάρος του πρώτου, η γυναίκα έλυσε τα γκέμια και σκαρφάλωσε στο σαμάρι. «Άρα, είμαι τυφλή ή όχι;»

«Έχεις μάτια αητού». Ήλπιζε οι διώκτες του ή, τέλος πάντων, όποιος τους καθοδηγούσε, να έβλεπαν εξίσου καλά. Δεν ήθελε να τους μπερδέψει και να τους στείλει αλλού γι’ αλλού, το Φως μόνο ήξερε πού. «Νομίζω πως πρέπει να αφήσω κι άλλα ψεύτικα ίχνη».

«Και γιατί να χάσεις χρόνο; Ξέρω πως έχεις κάποιο σχέδιο, όπως επίσης ξέρω πως αφορά σε κάτι που υπάρχει σε αυτή την περγαμηνή —ένα σα’ανγκριάλ, μήπως;— και γνωρίζω καλά πόσο σημαντικό είναι. Μην εκπλήσσεσαι. Αυτή την τσάντα δεν την έχεις αφήσει στιγμή απ’ τα μάτια σου. Γιατί δεν κάνεις ό,τι σχεδιάζεις, κι έπειτα να αφήσεις πίσω σου ψεύτικα ίχνη; Και τα αληθινά, βέβαια. Θα στραφείς εναντίον τους εκεί που δεν το περιμένουν, έτσι είπες. Αυτό όμως δεν θα το πετύχεις, παρά μόνο αν σε ακολουθήσουν εκεί που θέλεις».

«Μακάρι να μη διάβαζες ποτέ τα βιβλία του Χέριντ Φελ», μουρμούρισε πικρά ο Ραντ κι ανέβηκε στη σέλα του σταχτιού αλόγου. Αισθανόταν το κεφάλι του να γυρίζει κάπως. «Σαν πολλά ξετρυπώνεις από μόνη σου. Άραγε, μπορώ να σου κρατήσω μυστικά;»

«Ποτέ δεν μπορούσες, κουφιοκέφαλε», του απάντησε γελώντας, κι έπειτα ρώτησε κάτι που ερχόταν σε αντίφαση με την προηγούμενη πρότασή της. «Τι ακριβώς σχεδιάζεις; Εννοώ, εκτός από το να σκοτώσεις τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους. Αν πρόκειται να ταξιδέψω μαζί σου, έχω δικαίωμα να ξέρω». Λες και δεν επέμενε να ταξιδέψει μαζί του.

«Θα καθαρίσω το αρσενικό μισό της Πηγής από το μίασμα», δήλωσε ο Ραντ κατηγορηματικά. Ήταν μια βαρυσήμαντη ανακοίνωση. Ένα θαυμάσιο σχέδιο, κάτι περισσότερο από θαυμάσιο. Μεγαλοπρεπές, θα έλεγε κανείς. Κρίνοντας από την αντίδραση της Μιν, ήταν σαν να της είχε πει πως σκόπευε να κάνει μια απογευματινή βόλτα. Η γυναίκα απέμεινε απλώς να τον κοιτάει με τα χέρια διπλωμένα πάνω στο μπροστάρι της σέλας, κι ο Ραντ συνέχισε.

«Δεν έχω ιδέα πόσον καιρό θα πάρει, κι από τη στιγμή που θα αρχίσω, νομίζω πως οποιοσδήποτε έχει την ικανότητα της διαβίβασης σε ακτίνα χιλίων μιλίων θα καταλάβει πως κάτι συμβαίνει. Αμφιβάλλω κατά πόσον θα μπορώ να σταματήσω, ακόμα κι αν ο Ντασίβα κι οι άλλοι ή οι Αποδιωγμένοι εμφανιστούν ξαφνικά, για να δουν τι συμβαίνει. Για τους Αποδιωγμένους δεν μπορώ να κάνω κάτι, αλλά με λίγη τύχη μπορώ να αποτελειώσω τους υπόλοιπους». Ίσως το γεγονός ότι ήταν τα’βίρεν του έδινε το πλεονέκτημα που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόταν.

«Αν βασίζεσαι στην τύχη, ο Κόρλαν Ντασίβα κι οι Αποδιωγμένοι θα σε φάνε για πρωινό», αποκρίθηκε η Μιν, στρέφοντας το άλογό της έξω από το ξέφωτο. «Ίσως μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο. Έλα. Στο πανδοχείο υπάρχει ζεστασιά. Ελπίζω να μας αφήσεις να φάμε κάτι ζεστό πριν φύγουμε».

Ο Ραντ την κοίταξε δύσπιστα. Θα πίστευε κανείς πως πέντε αποστάτες Άσα’μαν, για να μην αναφέρουμε τους Αποδιωγμένους, αποτελούσαν μικρότερη ενόχληση από ένα πονεμένο δόντι. Σπιρούνισε το φαιόχρωμο ζώο κι αυτό κάλπασε τινάζοντας έναν χιονένιο πίδακα. Ο Ραντ την πρόλαβε και βάδισαν σιωπηλά. Εξακολουθούσε να της κρατάει κάποια μυστικά, όπως αυτή η αδιαθεσία που τον επηρέαζε όταν διαβίβαζε, για παράδειγμα. Αυτός ήταν κι ο πραγματικός λόγος που έπρεπε πρώτα να τελειώνει με τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους. Του έδινε χρόνο να ξεπεράσει την αδιαθεσία. Αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, φυσικά. Αν όχι, δεν ήταν διόλου σίγουρος αν θα του χρησίμευαν τα δύο τερ’ανγκριάλ που έκρυβε πίσω από τη σέλα.

Загрузка...