Κεφαλαίο 6

Ο Χούμα βγήκε από τη σκηνή για να δει το στρατόπεδο για πρώτη φορά. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν, αλλά έβλεπε ότι η διοίκηση είχε μετακινηθεί και πάλι, κοντύτερα προς τα σύνορα προφανώς. Τόσο κοντά στο Έργκοθ, η γη είχε περισσότερα διάσπαρτα δέντρα – δέντρα θαλερά. Για λόγους που μόνο να μαντέψει μπορούσε, τα ογκρ είχαν αποφύγει την καταστροφή των περιοχών που βρίσκονταν κοντά στα βουνά. Αυτό δύσκολα θα το απέδιδε κανείς στο σεβασμό στην ομορφιά του τοπίου. Όσο μπορούσε να ξέρει, σε θέματα αισθητικής τα ογκρ δεν ήταν από τα πιο ευαίσθητα πλάσματα. Σε κάποια σημεία υπήρχε πραγματικό δάσος, ψηλά, αιωνόβια δέντρα που ίσως θυμούνταν πιο ειρηνικές εποχές, που ίσως είχαν γνωρίσει και τα πρώτα ξωτικά.

Ο Χούμα υπολόγισε ότι στην ευρύτερη περιοχή στρατοπέδευαν κάπου διακόσιοι ή τριακόσιοι ιππότες. Οι άντρες που καταυλίζονταν στο σημείο αυτό ήταν ένα κράμα που το αποτελούσε η προσωπική φρουρά του Άρχοντα Όσγουολ, κάποιοι τραυματισμένοι ιππότες σε διάφορα στάδια θεραπείας, μερικοί καβαλάρηδες που βοηθούσαν τους ιππότες χάρη στη γνώση της περιοχής που διέθεταν και μερικοί μάγοι επιπλέον των κληρικών. Οι μάγοι και οι κληρικοί κρατιόνταν όσο πιο μακριά μπορούσαν. Οι μάγοι δεν εμπιστεύονταν τους περισσότερους κληρικούς, τους οποίους θεωρούσαν θρησκομανείς, ενώ οι κληρικοί –αν και περισσότερο ανεκτικοί– εξακολουθούσαν να μην εμπιστεύονται τους ανεξάρτητους τρόπους των μάγων, που εστίαζαν περισσότερο στη δύναμη παρά στην πίστη στους θεούς.

Κανείς δεν εμπιστευόταν πραγματικά τους μάγους. Γι’ αυτό δεν τους επέτρεπαν να φέρουν όπλα. Αυτό τους καθιστούσε τρωτούς κατά περισσότερους από έναν τρόπους.

«Πώς αισθάνεσαι σήμερα;»

Το πρόσωπο του Χούμα φωτίστηκε στιγμιαία, αλλά το κάλυψε γρήγορα με μια μάσκα γενναίας σοβαρότητας. Η Γκουίνεθ πήγε κοντά του με μια στάμνα στο χέρι. Ο Χούμα δεν κατάφερε να μη χαμογελάσει – κι ας είχε βάλει τα δυνατά του.

«Έχω σιχαθεί τη σκηνή και χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω κόσμο, έστω και στο στρατόπεδο.»

Εκείνη γέλασε χαρούμενα. Ύστερα σοβάρεψε ξαφνικά. «Θα φύγεις σύντομα;»

Της έγνεψε –βαριά– καταφατικά. Ο Ρέναρντ είχε πάει κάμποσες φορές να τον δει. Ο Χούμα καταλάβαινε πως τον επιθεωρούσε για λογαριασμό του Άρχοντα Όσγουολ. Αν ο Χούμα ήθελε να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του μπροστά στον Υψηλό Πολεμιστή, έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξει την ετοιμότητά του ανά πάσα στιγμή. Ο άνεμος πήρε τις μακριές, πυκνές μπούκλες της Γκουίνεθ και της έφερε στο πρόσωπό της. Εκείνη τις έδιωξε και φάνηκε έτοιμη να πει κάτι, όταν εμφανίστηκε μια οικεία, χοντροκομμένη μορφή, ακολουθούμενη από δύο Ιππότες του Ξίφους.

«Χούμα!»

Ο Καζ πλησίασε και προσπάθησε να χαιρετήσει το μοναδικό αληθινό του φίλο ανάμεσα στους ανθρώπους με ένα αγκάλιασμα ικανό να στείλει τον Χούμα ξανά στη σκηνή με πέντε-έξι σπασμένα πλευρά. Ο Χούμα κατάφερε να αποφύγει το μινώταυρο, με αποτέλεσμα να τη γλιτώσει με μια μονάχα μελανιά στον ώμο, στο σημείο που τον χτύπησε φιλικά ο Καζ όλο χαρά. Τέσσερις μέρες είχε να δει τον Καζ ο Χούμα. Όσο μεγάλωνε η εμπιστοσύνη του Άρχοντα Όσγουολ στο μινώταυρο η γνώμη του τελευταίου γινόταν όλο και σημαντικότερη. Οι ιππότες πολεμούσαν τα ογκρ χρόνια, αλλά ήξεραν ελάχιστα γι’ αυτά. Ο Καζ, μεγαλωμένος κάτω από την καταπίεση των ξαδέρφων του, τα γνώριζε πολύ καλά.

Ο Χούμα θυμήθηκε την παρουσία της γυναίκας. «Γκουίνεθ» είπε και στράφηκε προς το μέρος της. Εκείνη όμως είχε εξαφανιστεί.

Ο μινώταυρος ήταν πιο έξυπνος απ’ όσο φανέρωνε η εμφάνισή του. «Μήπως ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή; Σου ζητώ συγνώμη αν σας διέκοψα.»

Ο Χούμα απέρριψε τη συγνώμη του με μια κίνηση. «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη. Χαίρομαι που σε βλέπω, Καζ.»

«Δεν είχα ιδέα ότι το είδος σου μπορεί να κάνει τόσο πολλές ερωτήσεις και τόσο πολλές φορές! Με στράγγιξαν από κάθε γνώση – κι όμως επιμένουν κι άλλο.»

«Είναι απελπισμένοι, Καζ. Θέλουμε να σπάσουμε…» Ο Χούμα σταμάτησε απότομα καθώς μια ψηλή φιγούρα, ντυμένη με άλικους χιτώνες και κουκούλα, τους προσπέρασε χωρίς το παραμικρό σημάδι αναγνώρισης. Είχε πρόσωπο ωοειδές και οστεώδες, θυμίζοντας στον Χούμα κάποιον τρομακτικό εκπαιδευτή που είχε κάποτε τον πρώτο καιρό που ήταν ακόλουθος ιππότη.

Ο μινώταυρος ακολούθησε την παράξενη φιγούρα με τα μάτια του. «Οι μάγοι είναι εξαιρετικά νευρικοί. Τον μυρίζω το φόβο τους. Πότε-πότε μου φέρνει αναγούλα.»

Ο Χούμα διαπίστωσε ότι η αριστερή του πλευρά χρειαζόταν φροντίδα. Δεν είχε συνέλθει εντελώς ακόμα. «Τι τους φοβίζει;»

«Το άγνωστο. Έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίσουν τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα, τους αντιπάλους τους, αλλά λέγεται ότι ο Γκάλαν Ντράκος ξαμόλησε τους αποστάτες του. Είδες καθόλου τη μαγική μάχη;»

«Και ποιος δεν την είδε; Σκέπασε όλο τον ουρανό.»

«Όταν μπήκαμε στη μάχη, είχαμε δώδεκα ισχυρούς μάγους στο πλευρό μας. Τέσσερις πέθαναν κι άλλος ένας μπορεί να μην ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ ολόκληρο το κορμί και το μυαλό του. Ξέρεις πόσοι ήταν οι αντίπαλοί τους;»

«Πόσοι;»

«Τρεις»

«Τρεις;» Ο ιππότης κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει να ήταν πανίσχυροι, αλλά πώς ξέρουν οι μάγοι ότι δεν ήταν Μελανοί Χιτώνες γητευτές;»

Ο Καζ χαμογέλασε με νόημα. «Οι δύο ήταν Μάγοι του Μελανού Χιτώνα, έτσι λένε. Αυτός που επέζησε και ξέφυγε δεν ήταν. Οι δυνάμεις του ήταν υπερβολικά ανεξέλεγκτες και απροσδόκητες για κάποιον που έχει μαθητεύσει κοντά στους άλλους τρεις. Αποστάτης ήταν. Περισσότερα δε λένε.»

Ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί τον Μάτζιους, που το ψηλό του κορμί και τα ωραία του χαρακτηριστικά θα ταίριαζαν περισσότερο σε μια βασιλική αυλή παρά στα υγρά, απόμερα κάστρα των μάγων. Ακόμα και μέχρι τον καιρό της Δοκιμασίας του ως μάγου, ο σύντροφος των παιδικών χρόνων του Χούμα είχε παραμείνει ανορθόδοξος. Οι ικανότητες του ήταν τέτοιες που είχε από καιρό ξεπεράσει τους δασκάλους του. Ο Μάτζιους πειραματιζόταν ανέκαθεν, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του. Ωστόσο μερικές φορές έλεγε ότι θα εγκαταλείψει τη μαθητεία.

Ο Καζ άκουσε να τον καλούν ξανά κι αποχαιρέτησε τον Χούμα μ’ ένα βογκητό. Ο ιππότης γύρισε στη σκηνή και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κοιμισμένος. Ο Ρέναρντ πέρασε και τον πληροφόρησε ότι –είτε είχε γιατρευτεί εντελώς είτε όχι– έπρεπε να είναι έτοιμος για σκοπιά την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα. Ο Χούμα θα μπορούσε και να παραπονεθεί γι’ αυτό, αλλά χάρηκε πολύ που του δινόταν άλλη μια ευκαιρία να δείξει την αξία του.

Η Γκουίνεθ πέρασε κι εκείνη, αλλά η κουβέντα τους ήταν σύντομη και άσκοπη. Φαινόταν να θέλει να του πει κάτι, αλλά –ό,τι κι αν ήταν αυτό– δεν του το είπε. Δεν την ξαναείδε καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάρρωσής του.


Τη μέρα που ο Χούμα επρόκειτο να αναλάβει τα πρώτα του καθήκοντα από τότε που παραλίγο να πολτοποιηθεί, το στρατόπεδο βρισκόταν σε οργασμό. Φάλαγγες ιπποτών προσπερνούσαν καβάλα το διοικητήριο, μια μεγάλη σκηνή που είχε στην κορυφή της το λάβαρο με την αλκυονίδα, που τη φρουρούσαν συνέχεια οι Ιππότες του Ρόδου. Εκεί ο Άρχοντας Όσγουολ και οι αξιωματικοί του κατάστρωναν τα στρατηγικά τους σχέδια. Ο Χούμα μόνο να υποθέσει μπορούσε το λόγο όλης αυτής της κινητοποίησης. Υπήρχαν πολλές φήμες ότι το ορεινό ανατολικό σύνορο είχε πέσει στα χέρια των ογκρ που προέλαυναν προς το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Μια άλλη φήμη έλεγε ότι μια από τις πόλεις που χρησιμοποιούσαν ως ενδιάμεσο σταθμό οι ιππότες είχε χτυπηθεί από λοιμό. Ο Χούμα έβλεπε τις φήμες ακριβώς όπως ήταν: έντρομη κατάπληξη.

Πλησιάζοντας, ο Ρέναρντ βρήκε τον Χούμα να βοηθάει τους κληρικούς κουβαλώντας τους κρύο και ζεστό νερό, αλλά και τροφή. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν μια βοήθεια – και κρατούσε το μυαλό του Χούμα μακριά από δυσάρεστες σκέψεις.

Βλέποντάς τον να πλησιάζει, ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του. Έτσι κόντεψε να μουσκέψει τον Ρέναρντ με βραστό νερό, ταλαντεύοντας μπρος-πίσω τις στάμνες του. Τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά συσπάστηκαν, αλλά τι συναίσθημα φανέρωνε αυτό, για τον Χούμα παρέμεινε μυστήριο.

«Βλέπω ότι είσαι έτοιμος και με το παραπάνω να αναλάβεις τα καθήκοντά του ιππότη» είπε σοβαρά ο Ρέναρντ.

Ο Χούμα είχε ιδρώσει από τη σκληρή δουλειά και το μέτωπό του ήταν μουσκεμένο. Το πρόσωπό του ήταν βρόμικο και τα ρούχα του γεμάτα λεκέδες. Μη ξέροντας τι να πει, δεν τόλμησε να μιλήσει και περιορίστηκε στο να γνέψει καταφατικά.

Ο Ρέναρντ σταύρωσε τα χέρια. «Απόψε είσαι επικεφαλής της φρουράς. Ο Άρχοντας Όσγουολ θεωρεί πως είσαι έτοιμος για μια τέτοια ευθύνη.» Κοίταξε τον Χούμα από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς να αλλάξει έκφραση.

Κόντευε σούρουπο. Ο Χούμα ξεροκατάπιε. «Μου επιτρέπεται να πλυθώ και ν’ αλλάξω;»

«Φυσικά. Έχω ήδη ορίσει τις σκοπιές. Όταν είσαι έτοιμος, έλα να με δεις.» Ξεσταύρωσε τα χέρια του κι έφυγε. Οι χαιρετούρες ήταν πάντα περιττές μαζί του.

Κι άλλωστε, πώς να χαιρετήσει κανείς με μια στάμνα σε κάθε χέρι…


Ο Χούμα φοβόταν ότι κάποιοι ιππότες θα αντιδρούσαν στο διορισμό του ως αρχηγού της φρουράς. Δεν έγινε έτσι όμως. Τη φρουρά την αποτελούσαν ιππότες που είτε δε γνώριζαν τον αρχηγό τους είτε ήταν πολύ νέοι για να έχουν επηρεαστεί από τον Μπένετ και τους δικούς του. Ωστόσο δεν ήταν ούτε άπειροι ούτε αδοκίμαστοι. Κανείς ακόλουθος δεν έμπαινε αδοκίμαστος στις τάξεις των ιπποτών.

Για λόγους ασφάλειας, είχαν ανακατέψει και μερικούς βετεράνους μαζί τους, αλλά αυτοί ήταν πιστοί στον Άρχοντα Όσγουολ – και τους άντρες τούς έκριναν από τις πράξεις και όχι από τη γενιά τους.

Ένας τέτοιος βετεράνος χτύπησε προσοχή στο πέρασμα του Χούμα. Ο Χούμα ένιωθε άβολα να δίνει διαταγές σε άντρες με τα διπλά του χρόνια και με δεκαπλάσια πείρα, αλλά ήξερε καλά ότι κάθε ιππότης –εκτός από το διοικητή– οφείλε κάθε τόσο να εκτελει χρέη σκοπού. Πάντως ο Χούμα ένιωσε ένα νευρικό ρίγος ακούγοντας την αναφορά του μεγαλύτερου του σκοπού κι ανάσανε μονάχα όταν άρχισε να προχωρά στον επόμενο. Δεν είχε σημασία αν ετούτος θα ήταν πιο άπειρος από τον προηγούμενο. Η διαταγή ήταν αυτό που φόβιζε τον Χούμα. Αν κάτι πήγαινε στραβά, το φταίξιμο θα ήταν δικό του.

Το τέλος του στρατοπέδου βρισκόταν στην άκρη του δάσους και ο Χούμα παρατήρησε αυτή την περιοχή με κάποια ταραχή. Εκεί έξω μπορεί να κρυβόταν οτιδήποτε – και δε δυσκολευόταν να φανταστεί μάτια και φευγαλέες μορφές οπουδήποτε έστρεφε το βλέμμα του.

Πέρασαν τα μεσάνυχτα και τότε βρέθηκε στο έρημο πόστο.

Η κλίση του εδάφους έκρυβε το σημείο αυτό, φανερώνοντάς το μόνο όταν ανέβαινες στην κορυφή του υψώματος. Ο Χούμα στάθηκε εκεί για μια στιγμή, κατάπληκτος από αυτό που έβλεπε. Θα μπορούσε να έχει αναθέσει σε κάποιον άλλο το καθήκον της εφόδου στις σκοπιές, αλλά μια και ήταν η πρώτη του φορά, είχε θελήσει να το εκτελέσει ο ίδιος. Μπορούσε να καλέσει βοήθεια ή να τρέξει να ειδοποιήσει τον Άρχοντα Όσγουολ και τους υπόλοιπους, αλλά ήξερε ότι και τα δύο θα έπαιρναν πολύ χρόνο και θα ξεσήκωναν όποιον –ή ό,τι– υπήρχε εκεί έξω.

Με το σπαθί στο χέρι, ο Χούμα μπήκε στο σκοτεινό δάσος. Είχε κάθε λόγο να γνωρίζει ότι μπορεί να πάθαινε κακό, αλλά έλεγε κανείς πως τον τραβούσε η παρουσία κάποιου υπνωτιστή ανάμεσα στα δέντρα. Δεν την έβλεπε, αλλά ένιωθε τη δύναμή της. Ανήμπορος να αντιδράσει, βυθίστηκε ακόμα περισσότερο μέσα στο δάσος, παραδομένος στην παρόρμησή του. Είχε ξεχάσει τον πραγματικό λόγο που τόλμησε να μπει στο δάσος και το μόνο που θυμόταν ήταν πως έπρεπε οπωσδήποτε να βρει αυτόν –τον οποιονδήποτε ή το οτιδήποτε– που καραδοκούσε εκεί μέσα.

Μια σκιά βάδιζε παράλληλα με τον Χούμα, με μάτια κόκκινα, αλλά τυφλά, καρφωμένα πάνω του. Μια άλλη σκιά παραμόνευε τον ιππότη από την άλλη μεριά. Ο Χούμα δεν έβλεπε, ούτε άκουγε καμιά τους και δε θα μπορούσε, ακόμα κι αν όλες του οι ικανότητες είχαν μείνει άθικτες. Χρειαζόταν κανείς τεράστια δύναμη θέλησης για να δει τα νυχτόβια πλάσματα που παραμόνευαν στα δάση.

Ένα τρεμάμενο σχήμα από φευγαλέες λάμψεις χόρευε μπροστά στο μαγεμένο ιππότη. Καθώς πλησίασε, οι περισσότερες από τις φωτεινές σφαίρες έσβησαν, αλλά απόμειναν δυο σταθερές να τον κοιτούν. Ο Χούμα προχώρησε παραπατώντας προς το μέρος τους, αγνοώντας την ακίνητη, θωρακισμένη μορφή που είχε σχεδόν σκοντάψει πάνω της. Οι φωτεινές σφαίρες του έγνεψαν και μια σκοτεινή μορφή φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά ολόγυρά τους.

Για πρώτη φορά μια φωνή έσπασε τη σιωπή. Ήταν κάτι παραπάνω από ψίθυρος, αλλά ο Χούμα τής έδωσε ολόκληρη την προσοχή του.

«Γενναίος ιππότης. Τόσο σίγουρος με τα παιχνιδάκια του.»

Η μορφή μετατοπίστηκε λιγάκι προς το πλάι. Τα μάτια του Χούμα την ακολούθησαν πειθήνια. Η σκιώδης μορφή φαινόταν να εξετάζει τη λεία της. «Μήπως είσαι εσύ αυτός; Αναρωτιέμαι.»

Ένα τραχύ χέρι απλώθηκε κι έπιασε το πιγούνι του Χούμα. Του έστριψε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, αλλά τα μάτια του ιππότη δεν ξεκόλλησαν στιγμή από εκείνα του άλλου. «Ναι! Ο Ντράκος θα ευχαριστηθεί – ακόμα και ο πολέμαρχος θα ευχαριστηθεί. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Εδώ έβαλε το χέρι του για να σώσει τη ζωή του.» Τα μάτια και τα χέρια άρχισαν να κατεβαίνουν προς το σπαθί του Χούμα. «Αυτό δε σου χρειάζεται πια.»

Μια ξαφνική λάμψη πολύ πίσω από τη σκιώδη μορφή τράβηξε την προσοχή του Χούμα. Η μορφή, απασχολημένη με τη λεία της, δεν πρόσεξε το απόκοσμο φως. Κάποια άλλα πλάσματα όμως κάτι έκαναν. Λαρυγγόφωνοι βρυχηθμοί ακούστηκαν και απλώθηκε η δυσωδία του θανάτου.

Η ματιά του πλάσματος στράφηκε βιαστικά στο πρόσωπο του αιχμαλώτου του.

Τα δυο ζευγάρια μάτια έσμιξαν. Τα μάτια του Χούμα δεν ήταν πια υπνωτισμένα.

Ο ιππότης αντέδρασε ενστικτωδώς. Χτύπησε με το σπαθί του, με δύναμη που γεννούσε η κατάπληξη και ο φόβος. Το κορμί της μαύρης φιγούρας δεν πρόβαλε αντίσταση. Νύχια τού έγδαραν άγρια το πρόσωπο, αλλά ο Χούμα τα αγνόησε προσπαθώντας να χώσει το σπαθί του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Ξαφνικά βρήκε αντίσταση, αν και ο σκιώδης εχθρός δεν έπεσε. Οι νυχιές όμως σταμάτησαν επιτέλους. Η φιγούρα τρεμούλιασε δυο φορές και έμεινε ακίνητη.

Ο Χούμα σωριάστηκε στα γόνατα, εξαντλημένος από την προσπάθεια.

Για μια στιγμή, όντα του Σκότους ακούστηκαν να βαδίζουν ολόγυρά του κι ύστερα δίστασαν, σαν να ένιωθαν κάτι απρόσμενο. Ο Χούμα σήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα του έπιασε φευγαλέα μια μορφή ωχρή που έμοιαζε αμυδρά με λύκο. Ύστερα η μορφή χάθηκε.

Πόση ώρα έμεινε εκεί, ο Χούμα δεν ήξερε να πει. Σιγά-σιγά άρχισε να προσέχει τα απαλά βήματα κάποιου που ερχόταν προς το μέρος του. Ερχόταν από τη λάθος κατεύθυνση, από τα βάθη του δάσους. Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος, αν και με κάποια αστάθεια. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε αναρρώσει τελείως.

«Άσε με να σε βοηθήσω.» Η φωνή ήταν δυνατή και τα χέρια που τον κράτησαν γερά. Ο ιππότης πήρε βαθιά ανάσα, ενώ ο νεοφερμένος κοίταξε τα απομεινάρια του εχθρού, γέλασε πνιχτά και είπε «Μπράβο! Τον κάρφωσες στον κορμό του δέντρου. Εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης που τούτος εδώ την άξιζε για τα καλά.»

«Ποιος;..»

«Κράτα δυνάμεις για το δρόμο. Έχεις μπει πολύ πιο βαθιά στο δάσος απ’ όσο νομίζεις.»

Ενώ προχωρούσαν, ο Χούμα τόλμησε να ρίξει μια ανήσυχη ματιά στο νεοφερμένο. Ήταν ψηλός ο ξένος, ντυμένος με πολυτελή και καλοραμμένα ρούχα. Κομψές ξανθές μπούκλες τον έκαναν να δείχνει μεγαλόπρεπος σαν λιοντάρι. Η όψη του δε φαινόταν καλά, αλλά ο Χούμα σχημάτισε την εντύπωση ενός άντρα ωραίου, σχεδόν όμορφου, απόλυτα εξοικειωμένου με τις βασιλικές αυλές, κάποιου που ερωτοτροπούσε ίσως με νεαρές, καλοαναθρεμμένες κόρες. Επίσης, η όψη του του ήταν οικεία. Κάποιος που είχε να δει χρόνια…

«Μάτζιους!» τραύλισε εμβρόντητος ο Χούμα.

Σταμάτησαν. Ο νεοφερμένος τον άφησε. Αλληλοκοιτάχτηκαν και ο ιππότης πρόσεξε ότι ο άλλος φαινόταν να λάμπει από μέσα του.

«Χούμα. Χαίρομαι που σε βλέπω, έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αναρωτήθηκα πόσο θα σε –συγχώρησέ μου την έκφραση– κρατούσα στο σκοτάδι.»

«Ζεις!» Ο Χούμα δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το τι είχε συμβεί μετά τη Δοκιμασία σε εκείνο το κάστρο. «Ζεις!» επανάλαβε γεμάτος θαυμασμό.

Το πρόσωπο του Μάτζιους ήταν ορατό ακόμα και στο σκοτάδι. Το στόμα του σχημάτισε ένα λυπημένο χαμόγελο. «Ναι, συγνώμη.»

Το χαμόγελο του Χούμα έσβησε. «Συγνώμη;» ρώτησε. «Γιατί ζητάς συγνώμη;»

«Νομίζεις πως από σύμπτωση βρισκόμουν εδώ πέρα, Χούμα; Ελπίζω πως όχι. Εγώ είμαι η αιτία που κινδύνεψε η ζωή σου.»

«Δεν καταλαβαίνω.» Στη σκέψη του κίνδυνου, ο Χούμα άπλωσε το χέρι στο σπαθί του. Το χέρι του βρέθηκε στο κενό και θυμήθηκε τι είχε απογίνει το όπλο του. Γύρισε. «Το σπαθί μου. Πρέπει να…»

«Όχι.» Η φωνή του μάγου ήταν δυνατή και επιτακτική. «Δεν πρέπει να μείνουμε εδώ μονάχοι μας ούτε στιγμή παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Να γυρίσεις όταν θα έχεις άντρες να φυλούν τα νώτα σου. Οι ντρέντγουλφ μπορεί να έφυγαν, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Μα τους θεούς, δε θα ήταν η πρώτη φορά.»

Ο Μάτζιους τον βίαζε να προχωρήσουν προς το στρατόπεδο και ο Χούμα κατάλαβε πως ήταν σοφό εκ μέρους του. Θα μπορούσε πάντως να πάρει κάποιες απαντήσεις.

«Τι ήταν εκεί πίσω; Τι εννοούσες προηγουμένως;»

Ένα μέρος του μεγαλείου του παλιού του φίλου φάνηκε να εξατμίζεται. Ξαφνικά ο Μάτζιους φάνηκε πιο ηλικιωμένος από τον Χούμα – κι ας ήταν συνομήλικοι. Ο μάγος δεν κοίταξε τον ιππότη στα μάτια. «Καλύτερα, νομίζω, να ρωτήσεις κάποιον από τους Μάγους του Ερυθρού Χιτώνα στο στρατόπεδο. Εκείνος θα μπορούσε να σου δώσει την επίσημη εκδοχή.»

«Έχεις τίποτα φασαρίες;»

«Φασαρίες που θα φροντίσω να μην αγγίξουν εσένα. Και το ότι σκέφτηκα να έρθω να σε βρω ήταν ανοησία μου.»

Το αμυδρό φως των πυρών ήταν η πρώτη ένδειξη ότι το στρατόπεδο δε βρισκόταν μακριά. Ο Χούμα άκουσε το θόρυβο αντρών που βρίσκονταν σε αναβρασμό. Κάποιος είχε προσέξει την απουσία των δύο ιπποτών, από τους οποίους μάλιστα ο ένας ήταν ο αρχηγός της φρουράς.

Και ο Μάτζιους άκουσε τη φασαρία. Σταμάτησε απότομα. «Ό,τι κι αν ακούσεις, δεν έχω αλλάξει, Χούμα.» Ο μάγος άρπαξε τον αγαπημένο του φίλο από τους ώμους. «Πίστεψέ με! Αν η Δοκιμασία απέδειξε κάτι, ήταν αυτό ακριβώς!»

Η λάμψη που τον τύλιγε με τόση μεγαλοπρέπεια χάθηκε ξαφνικά, αλλά όχι πριν προλάβει ο Χούμα να διακρίνει το φόβο να απλώνεται στο πρόσωπο του φίλου του. Φόβο όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τον Χούμα.

«Άκουσε.» Τώρα το πρόσωπο του μάγου είχε σκεπαστεί από σκιές που του έδιναν μια απόκοσμη όψη. «Αυτά τα πλάσματα δε θα σ’ ενοχλήσουν άλλο. Εμένα κυνηγούν οι αφέντες τους. Μόλις έμαθαν ότι έφυγα, τα έστειλαν στο κατόπι μου.»

Ο Χούμα ρίγησε. «Τρέχεις να σωθείς από τα πλάσματα της δρακοβασίλισσας» είπε.

Κάτι έκανε ένα ξερό κλαδί να σπάσει. Οι άντρες κοκάλωσαν. Ο Χούμα παρατήρησε το δάσος όσο μπορούσε, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Ο Μάτζιους έγειρε κοντά του. «Πρέπει να φύγω» του ψιθύρισε. «Με ξέρεις, Χούμα. Ξέρεις για τι είμαι ικανός. Αν αλλάξουν τα πράγματα είτε για καλό είτε για κακό, θα έρθω σε επαφή μαζί σου.»

Ψηλές, σκοτεινές φιγούρες φάνηκαν ανάμεσα στα δέντρα. Ο Μάτζιους τις αγριοκοίταξε και γύρισε να φύγει. Ο Χούμα άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά συνειδητοποίησε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μια επικίνδυνη τρέλα. Ευχήθηκε να είχε πράξει σωστά ο Μάτζιους αφήνοντας το σπαθί του στο δέντρο, καρφώνοντας εκείνο το βδέλυγμα στον κορμό του.

Μάζεψε όλο του το κουράγιο και ξαναπήρε το δρόμο για το στρατόπεδο, παρακαλώντας καθώς βάδιζε, το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε, να ήταν ένας συνάδελφος ιππότης και όχι κάποιο πλάσμα από τους εφιάλτες του μάγου.


Η τύχη το έφερε και συνάντησε το απόσπασμα αναζήτησης λίγα μόνο λεπτά πιο πέρα από το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί ο φρουρός. Ο Χούμα ένιωσε ενοχές που είχε ξεχάσει τον άμοιρο σκοπό, ο οποίος ήταν πιο άπειρος κι από τον ίδιο. Όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για εκείνον και ήξερε καλά ότι περισσότερο έπρεπε να νοιάζεται για το τι μπορεί να παραμόνευε ακόμα έξω από το στρατόπεδο και το τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Αν ο εχθρός είχε καταφέρει να διεισδύσει τόσο βαθιά πίσω από τις γραμμές τους…

Ο Ρέναρντ άκουσε την αναφορά του χωρίς να δείξει ιδιαίτερη έκπληξη που ο Χούμα είχε μπει σε μπελάδες. Αν και οι τρόποι του δεν πρόδιδαν κανένα συναίσθημα, τα νέα σχετικά με την επίθεση –που δεν μπορεί να είχε γίνει παρά μόνο από μάγο– τον είχαν προβληματίσει. Μια ομάδα που περιλάμβανε τον Ρέναρντ και τον Χούμα επέστρεψε στο σημείο όπου είχε οδηγηθεί ο τελευταίος. Το άψυχο κορμί του σκοπού δεν είχε σημάδια, λες και ο άτυχος άντρας είχε απλώς σωριαστεί καταγής νεκρός. Ο Ρέναρντ έφτυσε και σε μια πρωτοφανή επίδειξη συναισθήματος, έβρισε όλους τους μάγους γενικά. Ο Χούμα ζάρωσε. Δεν είχε πει λέξη για τον Μάτζιους, αν και αυτό ήταν παράβαση του Μέτρου και του Όρκου. Τι τιμή είχε ένας ιππότης που ψευδόταν;

Όμως ο Μάτζιους ήταν φίλος του.

Βλέποντάς τον με καθαρό μάτι, αποδεικνυόταν ότι ο αόρατος εχθρός είχε τελικά υλική υπόσταση. Ο Ρέναρντ τράβηξε το σπαθί από το δέντρο, αφήνοντας το κορμί του μάγου να πέσει. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Χούμα έσκυψε και τράβηξε την κουκούλα που του κάλυπτε το πρόσωπο.

Ακόμα και στο σκοτάδι, το πρόσωπο ήταν αποκρουστικό. Μόνο ο Ρέναρντ φάνηκε αδιάφορος για την αποτυπωμένη κακία που είχε πάνω του.

Ο μάγος μπορεί να ήταν άνθρωπος, αλλά έμοιαζε πολύ με ερπετό. Το δέρμα του ήταν σκούρο και φολιδωτό, και γυάλιζε στο φως των δαυλών. Τα μάτια του ήταν στενές σχισμές και δεν είχε σχεδόν καθόλου μύτη. Ο Χούμα πρόσεξε ότι τα δόντια του θα έκαναν το μινώταυρο να ντρέπεται. Κάμποσοι ιππότες επικαλέστηκαν τον Πάλανταϊν.

Το πτώμα ήταν ντυμένο με ένα χοντρό, τραχύ ρούχο από σκούρο ύφασμα. Ο Ρέναρντ το άγγιξε με το δάχτυλό του κι ύστερα το άφησε λες και είχε πιάσει οχιά. «Δε φοράει τα μαύρα της δρακοβασίλισσας.» Έδειξε δυο ιππότες. «Πάρτε αυτό το πράγμα στο στρατόπεδο. Θέλω να δω τι έχουν να πουν οι μάγοι. Οι υπόλοιποι σκορπιστείτε. Βεβαιωθείτε ότι δεν υπάρχουν άλλες εκπλήξεις. Χούμα, εσύ μείνε μαζί μου.»

Παρακολούθησαν τους άλλους να φεύγουν κι ύστερα ο Ρέναρντ γύρισε και αγριοκοίταξε τον Χούμα με τέτοιο θυμό που και μόνο η εμφάνιση του κατά τ’ άλλα ανέκφραστου προσώπου του έκανε το νεαρό ιππότη να πισωπατήσει.

«Ποιος ήταν ο άλλος;»

«Δεν υπήρχε άλλος.»

«Υπήρχε άλλος ένας.» Τα λόγια του τον πάγωσαν. «Το ξέρω. Δε βλέπω για ποιο λόγο θες να αποκρύψεις την παρουσία ενός μάγου, εκτός…» Κοίταξε έντονα τον Χούμα στα μάτια. Ο Χούμα τον κοίταξε παλεύοντας με το βλέμμα του. Προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν ο Ρέναρντ αυτός που έστρεψε αλλού το βλέμμα.

Κούφιος θρίαμβος. «Είναι προφανές. Για να κάνεις τέτοια προσπάθεια, μόνο ένα άτομο μπορώ να σκεφτώ ότι προστατεύεις – αλλά τι δουλειά είχε εδώ ο Μάτζιους;»

«Εγώ δεν…» Ο Χούμα δεν έβρισκε τίποτα να πει. Πώς ήξερε ο Ρέναρντ για τον παιδικό του φίλο;

«Είσαι ανόητος, Χούμα. Είσαι ένας γενναίος, ικανός ιππότης, αλλά έχεις υπερβολική ανθρωπιά μέσα σου, υπερβολική εμπιστοσύνη στους άλλους. Και ειδικά σ’ ένα μάγο. Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι τους μάγους. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να σε εξαπατήσουν. Είναι προδότες.»

Παρά το σεβασμό του για τον Ρέναρντ, ο Χούμα σφίχτηκε από την προσβολή. «Ο Μάτζιους δεν είναι τέτοιος. Μαζί μεγαλώσαμε. Δε θα πρόδιδε αυτά που πιστεύει.»

Ο Ρέναρντ κούνησε το κεφάλι θλιμμένα. «Δε θα καταλάβεις παρά όταν θα είναι αργά.» Κατόπιν, σαν να είχαν ειπωθεί όλα όσα ήταν να ειπωθούν, ο Ρέναρντ άλλαξε θέμα. «Έλα. Καλύτερα να γυρίσουμε στο στρατόπεδο. Νομίζω ότι ο Άρχοντας Όσγουολ πρέπει να μάθει τα νέα.»

Ο χλομός πολεμιστής επέστρεψε το σπαθί στον Χούμα. Χωρίς να περιμένει για να δει αν τον ακολουθούσε, ο Ρέναρντ άρχισε να προχωρεί. Ο Χούμα έτρεξε να τον προλάβει, διερωτώμενος τι θα έλεγε στην αναφορά του ο άλλος και τι θα έλεγε κι ο ίδιος, γνωρίζοντας ότι ένας από τους ακροατές του θα ήξερε πως έλεγε ψέματα.

Τι απαιτούσαν το Μέτρο και Όρκος;

Загрузка...