«Μα την Τριανδρία! Τι άλλο μπορούν να ρίξουν εναντίον μας;»
Ο Γκάι Έιβοντεϊλ κούνησε το κεφάλι. «Όταν έχει την ευκαιρία να ριζώσει το κακό, περισσεύει. Φράση του προκατόχου μου – μελοδραματική αλλά αληθινή.»
Στέκονταν στο προαύλιο όπου είχαν προσγειωθεί οι δράκοι με τους αναβάτες τους. Ο Μεγάλος Μάγιστρος είχε ταραχτεί από την απώλεια των δυο επίλεκτων ιπποτών, όπως και από τις ειδήσεις για το καινούριο κακόβουλο κύμα που ερχόταν να τους καταπιεί.
«Τι είναι αυτή η συμφωνία με τους πιστούς του Νουιτάρι, Χούμα;» ρώτησε ο Μπένετ. «Πιστεύεις ότι μπορούμε να τους εμπιστευτούμε;»
Ύστερα από πολλή σκέψη ο Χούμα απάντησε τελικά. «Ναι, το πιστεύω.» Σήκωσε τη μικροσκοπική, σμαραγδένια σφαίρα. Παλλόταν. «Μου έδωσαν αυτό. Δεν αποκλείεται βέβαια να το έκαναν για να μας παρασύρουν σε ανοιχτό πεδίο, αλλά συνοδευόταν κι από έναν όρκο στο θεό της Σκοτεινής Μαγείας τον ίδιο. Κανείς Μάγος του Μελανού Χιτώνα που θέλει τη ζωή του δε θα πρόδιδε τον Νουιτάρι.»
«Συμφωνώ» πρόσθεσε ο Μεγάλος Μάγιστρος. Αναστέναξε. «Μεγάλο το πρόβλημά μας. Ενάντια σε μια τόσο ισχυρή πολιορκία, δε θα μπορέσουμε να κρατήσουμε για πολύ το Βίνγκααρντ. Ταυτόχρονα, θα ήταν καθαρή τρέλα να βγούμε και να τους πολεμήσουμε.» Δίστασε – και ύστερα πρόσθεσε «Είπα στους δράκους να φύγουν αν θεωρούν ότι εδώ η μάχη έχει χαθεί.» Ο Άρχοντας Όσγουολ ύψωσε το χέρι για να κάνουν ησυχία. «Έπρεπε να τους το πω. Πιστεύω όμως ότι θα μείνουν μαζί μας μέχρι το τέλος. Θα δούμε. Τι έλεγα; Α, ναι. Ακόμα δεν ξέρουμε τα πάντα για τα ανατολικά. Λένε ότι τα ογκρ σταθεροποιούν τις εκεί θέσεις τους. Από το Νότο δεν μπορούμε να περιμένουμε βοήθεια, ανάθεμα τα ξωτικά! Στο Βορρά… νερό.»
«Έχουμε τις ψεύτικες Δρακολόγχες» τον διέκοψε ο Μπένετ. «Ας τις χρησιμοποιήσουμε σε μια τελευταία επίθεση. Μέσα στη σύγχυση του εχθρού, μερικοί θα κερδίσουν λίγο χρόνο, αν όχι τίποτε άλλο.»
Ο Άρχοντας Όσγουολ γρύλισε και κοίταξε τις λόγχες των καβαλάρηδων. «Μου φαίνεται ότι η τρέλα έχει επικρατήσει για τα καλά, αλλά, αν δεν υπάρχουν άλλες προτάσεις, θα συνδυάσουμε την επική επίθεση, που τόσο ποθεί ο ανιψιός μου, με μια συντονισμένη έρευνα για επίθεση ενάντια στο κάστρο του Γκάλαν Ντράκος.» Κοίταξε γύρω του. Κανείς, ούτε καν ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ, κληρικός και παλαίμαχος στρατιώτης, δεν ανατάχθηκε στο αυτοκτονικό αυτό σχέδιο.
Ο Όσγουολ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αν πρόκειται να με θυμούνται καθόλου, θα με θυμούνται σαν ένα καταραμένο Μεγάλο Μάγιστρο που έστειλε τους άντρες του στη σφαγή.»
Ένας κέρας ήχησε.
«Εντόπισαν το πρώτο κύμα» είπε ανήσυχα κάποιος. Ξαφνικά οι ιππότες βρέθηκαν σε κίνηση. Ετοίμασαν τα άλογα και, σειρά με τη σειρά, οι ιππότες έστησαν τους σχηματισμούς τους. Ακοντιστές, λογχοφόροι, τοξότες, όλοι τους κινούνταν με τέτοιο τρόπο που ήταν φανερό ότι στην κρίσιμη αυτή ώρα δεν υπήρχε καμία έλλειψη τάξης.
«Να βγουν μπροστά οι πεζικάριοι λογχοφόροι» φώναξε ο Μεγάλος Μάγιστρος σε έναν υπασπιστή του. Αυτός τον χαιρέτησε βιαστικά κι έτρεξε να ενημερώσει τους ακολούθους. Αυτό ήταν δική τους δουλειά.
Ο Χούμα θέλησε να διατάξει τους υπόλοιπους δρακοκαβαλάρηδες να μπουν σε θέση μάχης, αλλά ο Άρχοντας Όσγουολ τον εμπόδισε. «Όχι. Αν έχεις μια ελπίδα να περάσεις για να πας στα βουνά, θα πρέπει να το κάνεις όταν θα πολεμούν οι δράκοι.»
«Μα οι πεζικάριοι…»
Το κέρας ήχησε ξανά, σε άλλο τόνο αυτή τη φορά.
«Τι είναι αυτό, μα την Κίρι-Τζόλιθ;» Ο Μεγάλος Μάγιστρος και οι άλλοι έτρεξαν μπροστά, εκεί που αρχηγός ήταν ο Άρχοντας Χόκαϊ.
«Άρχοντα Χόκαϊ.» Ο διοικητής του Τάγματος του Στέμματος γύρισε απότομα.
«Μεγάλε Μάγιστρε, σταμάτησαν, ίσα που τους βλέπουμε. Ακόμα και οι δράκοι σταμάτησαν. Λες και κάτι περιμένουν. Τους έχω όλους σε ετοιμότητα.»
«Πολύ καλά.» Ο Χούμα κράτησε την ανάσα του μέχρι να χαλαρώσει η ολοφάνερη ένταση του Μεγάλου Μάγιστρου. «Θέλουν να παίξουν με το μυαλό μας. Θέλουν να βγούμε να τους επιτεθούμε. Τι απύθμενη βλακεία! Δεν μπορούν να μας παρασύρουν σε τέτοιο χαμό!»
«Ας ιδρώσουν κι αυτοί λιγάκι. Ας περιμένουν κι εκείνοι. Όταν χάσει την υπομονή του ο Γκάλαν Ντράκος ή η κυρά του, τότε θα κινηθούμε εμείς.»
Ένας χρυσός δράκος κατέβηκε πεταρίζοντας από έναν οβελίσκο. Ήταν γέρος, ακόμη και για δράκος. Το δέρμα του ήταν σκασμένο και γεμάτο πανάρχαιες πολεμικές ουλές. Η μορφή του όμως δεν έδειχνε καμία αδυναμία.
«Μετέφερα στους υπόλοιπους την προηγούμενη προσφορά σου.» Η φωνή ήταν βαθιά και βροντερή κι έμοιαζε λιγάκι με του στοιχειακού της γης που υπηρετούσε τον Μάτζιους.
Οι ιππότες σώπασαν.
Ο Άρχοντας Όσγουολ δίστασε στην αρχή, αλλά τελικά τον ρώτησε «Και ποια είναι η απάντησή τους;»
Ο δράκος τού έριξε μια ματιά σαν να του έλεγε «σ’ τα ’λεγα εγώ». «Δε σας εγκαταλείπουμε. Χωρίς το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, τα προκεχωρημένα φυλάκια δε θα μπορέσουν να σταθούν. Εδώ θα δοθεί η κρίσιμη μάχη. Αν πέσει το Βίνγκααρντ, θα πέσει και το Έργκοθ κι έπειτα η γη των ξωτικών και η γη των νάνων. Και τότε η βασίλισσα θα κυβερνήσει τα πάντα.»
«Ήθελα, αν νικηθούμε εδώ, να κρατήσω ζωντανό τον αγώνα του Πάλανταϊν.»
«Ο αγώνας του Καλού είναι πάντα ζωντανός. Ακόμα και η Τακίσις το γνωρίζει.»
Παρά τη δραστηριότητα γύρω τους, για την ομάδα ήταν σαν να είχε πάψει κάθε ήχος. Ο Χούμα κατάλαβε ότι οι δράκοι θα πολεμούσαν μέχρι θανάτου. Για χάρη των συμμάχων τους, των ανθρώπων. Για την πίστη τους στις διδαχές του Πάλανταϊν.
Τότε ο Μεγάλος Μάγιστρος έκανε κάτι χωρίς προηγούμενο. Γονάτισε στο ένα του πόδι και απέτισε τιμή όχι στο συγκεκριμένο δράκο αλλά σε ολόκληρη τη φυλή τους. Παρά το ότι ο δρόμος προς την ελευθερία ήταν ανοιχτός, εκείνοι έμεναν στις θέσεις τους.
«Ευχαριστώ. Έλπιζα – αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς.»
Ο χρυσός δράκος κούνησε μεγαλόπρεπα το κεφάλι του, άνοιξε τα μακριά φτερά του και υψώθηκε στον ουρανό. Ο Μεγάλος Μάγιστρος τον παρακολούθησε σιωπηλός και ύστερα, ακούγοντας έναν καινούριο ήχο, στράφηκε προς το μέρος του. Οι ακόλουθοι έτρεχαν προς τους συγκεντρωμένους ιππότες κουβαλώντας τις ψεύτικες Δρακολόγχες για τους πεζικάριους. Ο Χούμα κοίταξε τις λόγχες καθώς τις έβγαζαν από τα κιβώτια. Πώς έλαμπαν! Λες και…
«Άρχοντά μου!» Ο Χούμα ξάφνιασε και τον εαυτό του διακόπτοντας τον Μεγάλο Μάγιστρο.
«Ναι, Χούμα;»
«Με την άδειά σου, πρέπει να ετοιμάσω μερικά πράγματα.»
«Πήγαινε τότε.»
«Καζ.» Ο Χούμα πήρε παράμερα το μινώταυρο. «Πάρε μια από τις λόγχες που μοιράζουν οι ακόλουθοι και σύγκρινέ τη με μια αληθινή Δρακολόγχη.»
«Τι…» Ο μινώταυρος δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του.
«Θα σου εξηγήσω μόλις επιστρέψω.» Ο Χούμα έφυγε βιαστικά και ο μινώταυρος απόμεινε απορημένος με την εντολή του.
Το σιδηρουργείο ήταν εκεί κοντά, ακριβώς έξω από το οπτικό πεδίο του Μεγάλου Μάγιστρου και των υπολοίπων.
Τη στιγμή που το πλησίαζε ο Χούμα, οι βαριές ξύλινες πύλες του άνοιξαν και ο ιππότης τραβήχτηκε γοργά καθώς βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν ξένο.
«Καλά θα κάνεις να μη στέκεσαι κοντά στις πύλες, αν δε θες να χτυπήσεις.» Ο νεοφερμένος είχε ασημόμαυρα μαλλιά και στενόμακρο κεφάλι. Τα μάτια του φάνηκαν να πετούν φωτιές για μια στιγμή και ο Χούμα θυμήθηκε τη μορφή που κοίταζε την Γκουίνεθ εκείνη τη νύχτα που περπατούσαν στο προαύλιο. Η κοπέλα τον είχε φοβηθεί εκείνο τον άντρα. Δε γινόταν όμως να είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός ήταν ψηλότερος και λεπτότερος. Αλλά τα μάτια…
«Είσαι ο Χούμα της Λόγχης» είπε τελικά ο ξένος. Τα μάτια του τον διαπερνούσαν.
«Είμαι ο Χούμα.» Δεν ήταν κανένας ιππότης των βάρδων για να δεχτεί έναν τέτοιο τίτλο.
«Ο αρχισιδηρουργός είναι πολύ απασχολημένος, αλλά νομίζω ότι θα μπορέσει να διαθέσει για σένα ένα λεπτό.» Το χαμόγελό του ήταν παράξενο, τόσο απόκοσμο που ο Χούμα ρίγησε. Τι του θύμιζε;
Από μέσα ακούστηκαν φωνές. Ήταν και οι δύο γνωστές, αλλά η μία περισσότερο.
«Δεν μπορείς να με συμβουλέψεις;»
«Ήμουν πολύ καιρό μακριά από τον κόσμο των ανθρώπων –και ο χρόνος μου στον Κριν έχει σχεδόν τελειώσει. Καλύτερα να ρωτήσεις κάποιο δικό σου.»
«Κανείς τους δεν καταλαβαίνει! Πώς να του πω ότι δεν είμαι αυτό που νομίζει; Πως πετάω μαζί του σχεδόν κάθε μέρα κι αυτός δεν έχει καταλάβει τίποτα; Νομίζεις πως θα με αγαπούσε αν ήξερε ότι εγώ… εμείς…»
Το φως ήταν λιγοστό, εκτός από το καμίνι, και αυτό απλώς διέγραφε τις μορφές των δύο προσώπων που στέκονταν εκεί.
«Γκουίνεθ;»
Η μια μορφή, η γυναικεία, γύρισε στο άκουσμα της φωνής του, έβγαλε μια πνιχτή φωνή και έφυγε από την πίσω πύλη. Ο Χούμα πήγε να την ακολουθήσει, αλλά η άλλη φιγούρα τού έκοψε το δρόμο και τον χαιρέτησε εγκάρδια.
«Χούμα! Τι καλά που σε βλέπω για μια τελευταία φορά!» Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ τον σήκωσε στον αέρα, τον κούνησε σαν μωρό και τον απόθεσε ξανά κάτω. Ο Χούμα έριξε μια ματιά πίσω από τον πανύψηλο σιδηρουργό, αλλά δεν είδε ίχνος της φευγάτης Γκουίνεθ.
«Φαντάστηκες ότι θα σας άφηνα στ’ αλήθεια με είκοσι μονάχα λόγχες; Με εκπλήσσεις, παλικάρι μου!»
«Μα τότε είναι αληθινές! Δεν είναι της φαντασίας μου!»
«Κάθε άλλο. Είχα πολύ περισσότερες από είκοσι, αλλά όχι κάπου κοντά. Άλλωστε, δε θα μπορούσες να τις μεταφέρεις όλες. Υπάρχουν πολλοί κατάσκοποι της γύρω μας. Επιπλέον» ο σιδηρουργός χαμογελούσε «το χρειαζόμουν το ταξιδάκι.»
«Και το σιδηρουργείο…»
Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ του έδειξε το εργαστήριο. «Χρειάζονταν έναν αρχι-οπλοποιό και ειδικό στα άρματα. Παραποίησα κομμάτι την αλήθεια και είπα ότι με είχες καλέσει εσύ – πράγμα που έκανες κατά μία έννοια. Όπως ήταν λογικό, η δουλειά μου τους εντυπωσίασε και με άφησαν να κάνω κουμάντο. Σε λίγο υπήρχαμε μονάχα εγώ και οι βοηθοί μου.»
«Είναι… είναι απίστευτο!» Όλη αυτή την ώρα στο σιδηρουργείο έφτιαχναν αληθινές Δρακολόγχες.
Ο τεράστιος σιδηρουργός χτύπησε το στήθος του. «Τους απέδειξες ότι οι Δρακολόγχες δουλεύουν, Χούμα. Νομίζω ότι ούτε ο εκλαμπρότατος Μεγάλος Μάγιστρος σας φαντάζεται πόσο πιστεύουν στις Δρακολόγχες οι άντρες.»
Το μυαλό του Χούμα πήρε τρελές στροφές. «Σέλες! Χρειαζόμαστε κι άλλες σέλες.»
«Χίλντιθ!»
Για πρώτη φορά ο Χούμα πρόσεξε τους βοηθούς του σιδηρουργού. Ένα ξωτικό, ένας άνθρωπος κι ένας νάνος, ο Χίλντιθ προφανώς, μια και εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Αφέντη Άιρονγουιβερ;»
«Είναι έτοιμες οι σέλες;»
Ο νάνος μόρφασε πάνω-κάτω σαν το σιδηρουργό.
Ο νάνος είχε μεγάλη γενειάδα και, μολονότι φαινόταν πανάρχαιος, κινιόταν με τη γρηγοράδα και τη χάρη κάποιου που βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του. «Παραπάνω από αρκετές για να βολευτούν όλοι.»
«Ωραία, ωραία.» Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ πλησίασε τον Χούμα και ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο του. Ο ιππότης ένιωσε να τον διώχνουν – ευγενικά μεν, αλλά ανυποχώρητα.
«Αφέντη Άιρονγουιβερ, μια ερώτηση. Η Γκουίνεθ…»
«Αυτό είναι δικό σας θέμα.» Η αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του ήταν αρκετή για να κάνει τον Χούμα να σωπάσει. «Να θυμάσαι, έχεις τις λόγχες τώρα. Χρησιμοποίησέ τες.»
Ο Χούμα βρέθηκε έξω πριν προλάβει να χαιρετήσει. Ο μονόχειρας σιδηρουργός λύγισε το μηχανικό του μέλος. «Ο Πάλανταϊν μαζί σου, παλικάρι μου. Ούτε οι λόγχες δεν μπορούν να σε βοηθήσουν αν χάσεις την πίστη σου.»
Το κέρας σήμανε μια καινούρια προειδοποίηση. Ο Χούμα τινάχτηκε. Μπροστά στη μάχη, όλες του οι απορίες παραμερίστηκαν. Οι Δρακολόγχες ήταν αληθινές!
Τον πλησίασε ο Καζ με μια λόγχη πεζικάριου στο κάθε χέρι. «Είναι κανένα κόλπο, Χούμα; Θα ορκιζόμουν…»
«Είναι αληθινές! Είναι όλες αληθινές! Πού είναι ο Άρχοντας Όσγουολ;»
Ο μινώταυρος του έδειξε με τη μία λόγχη. «Στο τείχος. Επιμένει να δει ο ίδιος.»
Ο Χούμα γύρισε και είδε τον Μπένετ να οργανώνει τους καβαλάρηδες. Ο Χούμα τού έγνεψε. Ο Μπένετ γάβγισε μια τελευταία διαταγή και ήρθε κοντά του.
«Τι συμβαίνει;» και ο τελευταίος μυς του προσώπου του ανιψιού του Μεγάλου Μάγιστρου παλλόταν από ζωή. Ο Μπένετ βρισκόταν στο στοιχείο του και, ασυνείδητα, το απολάμβανε.
«Οι Δρακολόγχες… είναι όλες αληθινές!»
Ο άλλος τον κοίταξε απορημένος. «Και βέβαια είναι αληθινές.»
Ο Χούμα δίστασε. Ο Μπένετ δεν είχε μάθει ποτέ το αρχικό σχέδιο. Τότε κανείς δεν ήξερε ότι θα έκανε την εμφάνισή του ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ.
Ο Μπένετ περίμενε σιωπηλός, μέχρι να αποφασίσει επιτέλους ο Χούμα να του πει την ιστορία. Η όψη του Ιππότη του Ξίφους πέτρωσε σε μια απροσπέλαστη μάσκα. Όταν τελείωσε επιτέλους ο Χούμα, οι δύο άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν.
Τα γερακίσια μάτια του Μπένετ στράφηκαν εκεί που είχαν συγκεντρωθεί οι τάξεις των ιπποτών περιμένοντας διαταγές. Γύρισαν γρήγορα στον Χούμα. «Υπάρχει και κάτι άλλο; Έχω πολλά να κάνω.»
Τα άτονα, άχρωμα λόγια του ξάφνιασαν τον Χούμα. Περίμενε θυμό και έκπληξη, αλλά τίποτα; «Μπένετ…»
Η έντονη ματιά του άλλου τον έκοψε στη μέση. Ο Μπένετ του έδειξε τους ιππότες γύρω τους. «Έχει στ’ αλήθεια καμιά σημασία αυτό που λες, Χούμα; Είτε υπήρχαν οι Δρακολόγχες είτε όχι, αυτοί οι άντρες και πάλι θα ήταν έτοιμοι για μάχη – ανεξάρτητα από το προφανές αποτέλεσμα. Θα ήμουν από τους πρώτους ανάμεσά τους, όπως κι εσύ, νομίζω. Όποια ζημιά κι αν τους κάνουμε, όποια απώλεια δύναμης και να τους προκαλέσουμε, θα είναι ένα είδος νίκης.» Πήρε ανάσα και ένα μέρος του φανατισμού του χάθηκε από το βλέμμα του. «Χαίρομαι που επιβεβαιώνεται το ότι δε θα πάμε γυμνοί στη σφαγή, αλλά αυτό είναι όλο. Πες τους ότι οι Δρακολόγχες είναι άχρηστες – και πάλι θα βαδίσουν ενάντια στον εχθρό και θα δώσουν και την ψυχή τους. Εσύ θα έκανες κάτι διαφορετικό;»
Για τον Χούμα, η πίστη που έδειχνε πάντα στο παρελθόν ο Μπένετ έπαιρνε καινούριο νόημα. Ήξερε ότι ήταν σωστός ο συλλογισμός του, ειδικά στο βαθμό που αφορούσε τον ίδιο. Όσο τρομερό και αν ήταν αυτό που τους περίμενε, πρώτος και καλύτερος στην πρώτη γραμμή θα ήταν ο Χούμα.
«Και τώρα, με την άδειά σου, έχω ακόμα πολλά να κάνω. Το θείο μου θα τον βρεις εκεί πάνω.» Του έδειξε ένα τμήμα του προτειχίσματος στα δεξιά τους. «Νομίζω ότι θα χαρεί πολύ με τα νέα.»
Ο Μπένετ έφυγε φωνάζοντας διαταγές και κάνοντας σαν να μην είχε γίνει ποτέ η κουβέντα τους. Ο Χούμα έτρεξε κατά το τείχος.
Πάνω στο τείχος, ο Μεγάλος Μάγιστρος στεκόταν σε ένα παρατηρητήριο.
Ο Άρχοντας Όσγουολ τον άκουσε να πλησιάζει και κοίταξε προς το μέρος του. Όταν είδε ότι ήταν ο Χούμα, του είπε «Υπάρχει κίνηση εκεί πέρα. Κάτι σχηματίζεται στον ουρανό.»
Δεν ήταν παρά μια μικρή μουντζούρα σ’ έναν ουρανό γεμάτο σύννεφα, πολύ πιο πέρα από τον επερχόμενο στρατό, αλλά μόλις το έβλεπες, σου μαγνήτιζε το βλέμμα όσο τίποτε άλλο στον ουρανό. Ο Χούμα ένιωσε λες και μέρος του εαυτού του τραβιόταν προς τη μουντζούρα, σαν να ελκόταν από αυτήν η ίδια η ψυχή του. Ξαναβρήκε την ανάσα του και πήρε τα μάτια του από πάνω της.
«Τι είναι;»
Ο Μεγάλος Μάγιστρος κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι τραβάει τους δράκους και τα ογκρ προς το μέρος μας.»
Ο Χούμα θυμήθηκε για ποιο λόγο είχε πάει και πληροφόρησε βιαστικά τον Όσγουολ για την ανακάλυψή του.
Ο γεροντότερος αντέδρασε πριν καν τελειώσει ο Χούμα. «Ειδοποιήστε όλους τους διοικητές!» φώναξε στους υπασπιστές του. «Τους δράκους! Κάποιος να ειδοποιήσει τους δράκους! Να ετοιμαστούν οι στρατιωτικές δυνάμεις!»
Στράφηκε ξανά στην ορδή που τους πλησίαζε και κούνησε το κεφάλι. Μπροστά στα μάτια τους, οι δράκοι του Σκότους άρχισαν να αφήνουν πίσω τους τις χερσαίες δυνάμεις. Σε λίγο θα τους έφταναν.
«Άρχοντά μου» είπε έντονα ο Χούμα «επέτρεψέ μου να πάρω τους αρχικούς καβαλάρηδες. Όσο ετοιμάζονται οι άλλοι, εμείς θα καθυστερήσουμε τον εχθρό. Απογείωσέ τους σε ομάδες των είκοσι, αλλά να περιμένουν πάνω από το Ακροπύργιο μέχρι να γίνουν πολλοί. Τότε στείλ’ τους έξω, με τους πεζικάριους ξοπίσω τους. Αν κερδίσουμε τον έλεγχο του αέρα, το έδαφος είναι δικό μας.»
«Θα σκοτωθείς!»
Ο νεότερος δίστασε – για μια στιγμή μόνο. «Τότε θα έχω δώσει τη ζωή μου στον Πάλανταϊν, όπως οφείλει κάθε ιππότης.»
Ο Όσγουολ του έγνεψε κουρασμένα. Ο Χούμα έτρεξε να κατέβει από το τείχος, ενώ αναρωτιόταν πόση ώρα θα του έπαιρνε να μαζέψει τους υπόλοιπους. Προς μεγάλη του έκπληξη, τους βρήκε όλους να τον περιμένουν πάνω στις σέλες με τις λόγχες έτοιμες. Το λίγο χρόνο που είχαν βρεθεί μαζί είχαν γίνει ένα. Η ασημένια δράκαινα ήταν εκεί και περίμενε τις διαταγές του.
Μέσα στη θανατερή ηρεμία που επικρατεί πριν από τη μάχη, ο Χούμα στάθηκε μπροστά στη συγκεντρωμένη ομάδα του και τους εξήγησε τον κίνδυνο της αποστολής τους και το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Περίμενε αντιρρήσεις, φωνές που θα υπερασπίζονταν την κοινή λογική και θα κομμάτιαζαν το σχέδιό του. Αντίθετα, διαπίστωσε κατάπληκτος ότι όλοι συμφωνούσαν μαζί του – κι ας έχαναν τη ζωή τους. Ο Μπένετ τού έγνεψε εγκρίνοντας το σχέδιό του κι ακόμα και μερικοί δράκοι έδειξαν ότι συμφωνούσαν. Πράγμα περίεργο, μόνο το δικό του υποζύγιο δεν απάντησε. Φαινόταν απόμακρη, αλλά δε διαμαρτυρήθηκε όταν εκείνος ανέβηκε στη ράχη της. Όταν έδωσε το σινιάλο τής αναχώρησης, η δράκαινα υπάκουσε γοργά και συντονισμένα – με ενθουσιασμό, θα έλεγες.
Μόλις βρέθηκαν στον αέρα, τους πλησίασε ο Καζ με τον Κεραυνό. «Θα τους κάνουμε να μας θυμούνται αιώνια πριν χαθούμε. Να τα θυμάσαι τα λόγια μου, Χούμα»
«Πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τον Ντράκος» του απάντησε ο Χούμα. «Αυτός είναι το κλειδί όλων.»
«Αυτός και η σκοτεινή κυρά του.»
Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά.
Όταν βρέθηκαν ψηλά, ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ –ο οποίος κοίταζε νοτιοδυτικά– τέντωσε απότομα το χέρι του. «Κοιτάξτε εκεί!» φώναξε. «Βλέπετε τίποτα;»
Ο πρώτος που απάντησε ήταν ο Κεραυνός. «Κι άλλος στρατός. Ο εχθρός όλο και δυναμώνει!»
Ο Έιβοντεϊλ έβαλε τα γέλια. «Εμείς» φώναξε «είμαστε αυτοί που δυναμώνουν!»
Ήταν ο στρατός του Βόρειου Έργκοθ. Γνωρίζοντας πως μόνο η ήττα και η σκλαβιά τούς περίμεναν αν έχαναν τη μάχη, οι ιππότες τα έπαιζαν όλα για όλα ελπίζοντας να χτυπήσουν τον εχθρό από τα νώτα. Το ότι δεν τους είχαν δει ακόμα οι δούλοι της Τακίσις ήταν καθαρή τύχη.
«Πόσο χρόνο θέλουν ν’ απογειωθούν οι άλλοι;» ρώτησε ο Έιβοντεϊλ.
«Όχι πολύ.» Ο Μπένετ ήταν αυτός που φώναξε την απάντηση και ο Χούμα τού ήταν ευγνώμων για αυτό. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να εγγυηθεί τίποτα.
Ενώ μιλούσαν, προχωρούσαν για να συναντήσουν την προφυλακή των δράκων. Διατηρούσαν πυκνή τάξη, ξέροντας ότι, αν απομονώνονταν, ήταν καταδικασμένοι.
Φαίνεται πως οι δράκοι του Σκότους κατάλαβαν τις προθέσεις τους, γιατί μερικοί κινήθηκαν ανάλογα. Άλλοι όμως ήταν φανερό πως είχαν διαφορετική γνώμη σχετικά με το τι ήταν ικανοί να κάνουν οι ιππότες και ξέκοψαν από τους υπόλοιπους, τραβώντας ίσια πάνω στον εχθρό. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να κρύψει ένα φευγαλέο χαμόγελο. Βλέποντας τους κακόβουλους δράκους να γυμνώνουν τα νύχια και τα δόντια τους και να τους προκαλούν, συνειδητοποίησε ότι δεν πίστευαν πόσο ισχυρές ήταν οι Δρακολόγχες.
Όλοι οι επιτιθέμενοι χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, εκτός από λίγους. Οι περισσότεροι καρφώθηκαν μόνοι τους πάνω στις λόγχες του Χούμα και των συντρόφων του. Άλλοι δύο πέθαναν πριν προλάβει ο Χούμα να κάνει σινιάλο στους δικούς του ν’ αφήσουν τους επιζώντες να φύγουν. Θα μετέδιδαν τον πανικό τους και στους υπόλοιπους δράκους.
Ο Χούμα έριξε μια ματιά στους συντρόφους του. Ο Καζ ήταν φουντωμένος και γεμάτος έξαψη, ο Κεραυνός μόλις που κρατιόταν να μην κυνηγήσει τους επιζώντες. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ κοίταζε προς το μέρος του στρατού του. Ο Μπουόρον ήταν σιωπηλός και σχεδόν ανέκφραστος. Το χέρι του είχε γιατρευτεί και κρατούσε τη Δρακολόγχη όσο πιο σταθερά μπορούσε.
Δράκοι με αναβάτες τούς επιτέθηκαν κατά εικοσάδες. Κόκκινοι, μαύροι, πράσινοι και γαλάζιοι. Τους επιτέθηκαν και λευκοί, αλλά αυτοί δεν είχαν αναβάτες και ο Χούμα υποψιάστηκε ότι τους έστελναν για αντιπερισπασμό, γιατί ενεργούσαν περισσότερο με την πονηριά του ζώου παρά με νοημοσύνη και αυτό το περιβάλλον ήταν εντελώς ακατάλληλο γι’ αυτούς. Αν και μικρότεροι από τους άλλους δράκους, μπορούσαν να γίνουν φονικοί και η παρουσία τους θα πρόσδιδε κάποιο πλεονέκτημα στη δρακοβασίλισσα.
Κάτω, στη γη, οι δύο στρατοί είχαν αλλάξει πορεία. Οι Ιππότες του Έργκοθ σχημάτιζαν μια μακριά, φαρδιά γραμμή και το νότιο τμήμα των δυνάμεων των ογκρ στρεφόταν να αντιμετωπίσει την καινούρια αυτή απειλή. Το βόρειο μισό, μη γνωρίζοντας ακόμα για την επίθεση, άρχισε να τραβιέται, αφήνοντας το κέντρο σκόρπιο, καθώς οι πολεμιστές περίμεναν τις κατάλληλες διαταγές. Σύγχυση φαινόταν να επικρατεί.
Τώρα! ούρλιαξε νοερά ο Χούμα. Τώρα πρέπει να επιτεθούμε! Βέβαια, οι ιππότες του Ακροπυργίου δεν έβλεπαν το στρατό του Έργκοθ. Αλλά σίγουρα έβλεπαν τα ογκρ να σκορπίζουν και καταλάβαιναν ότι συνέβαινε κάτι που τους ευνοούσε. Σε πόση ώρα θα αντιδρούσαν άραγε;
Τότε μια μικρή ομάδα λογχοφόρων χτυπήθηκε με το πρώτο από τα ατέλειωτα κύματα των εχθρών – και δεν χωρούσε πλέον άλλη σκέψη παρά ο αγώνας για την επιβίωση.
Στην αρχή οι δράκοι φαίνονταν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται σε κάθε παίξιμο των ματιών του Χούμα. Παντού γύρω του ακούγονταν κραυγές. Πότε σκοτείνιαζε σαν την Άβυσσο και πότε όλα έλαμπαν σαν τον ήλιο, καθώς οι δράκοι εξαπέλυαν τα μαγικά τους και οι αναβάτες τους, άλλοι κληρικοί και άλλοι μάγοι, συμμετείχαν και με τις δικές τους δυνάμεις στη μάχη.
Η ασημένια δράκαινα απέφυγε ένα χτύπημα και ο Χούμα είδε ένα λογχοφόρο να πέφτει με το δράκο του, θύμα τουλάχιστον έξι δράκων. Αναβάτης και υποζύγιο χάθηκαν κάτω από τη δύναμη των τρομερών αυτών πλασμάτων και ο Χούμα το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συγκρατήσει την κραυγή του μπροστά στο γενναίο αυτό θάνατο. Μέσα στο χάος, δεν είχε αναγνωρίσει το σκοτωμένο.
Άρχισαν να χωρίζουν. Ο Καζ με τον Κεραυνό ήταν πάντα κοντά στον Χούμα και την ασημένια δράκαινα. Κάποια στιγμή ο ιππότης άκουσε τον Γκάι Έιβοντεϊλ να φωνάζει κάτι με τη στεντόρεια φωνή του.
Από ψηλά βούτηξε πάνω τους ένας τρομερός μαύρος δράκος, με αναβάτη έναν άντρα της Μαύρης Φρουράς. Ο Χούμα φώναξε στη δράκαινά του, αλλά εκείνη πολεμούσε απεγνωσμένα με έναν κόκκινο που βύθιζε τη Δρακολόγχη όλο και βαθύτερα στον ίδιο του τον ώμο, υπερβολικά μανιασμένος για να το καταλάβει. Ο ιππότης τράβηξε το σπαθί του –άχρηστο μπροστά σ’ ένα τέτοιο πλάσμα– και ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση.
Ξαφνικά φάνηκε μια ασημένια αστραπή κι ένας λαμπερός δράκος έπεσε πάνω στο μαύρο. Στη ράχη του είχε αναβάτη και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Μπουόρον. Ήταν χτυπημένος σε διάφορα σημεία. Το αίμα κηλίδωνε την πανοπλία και το δράκο του.
Πόνος! Ο Χούμα μαζεύτηκε νιώθοντας κάτι να στέλνει κύματα πόνου στο αριστερό του πόδι. Το κοίταξε και είδε το αίμα του να τρέχει ποτάμι από μια βαθιά πληγή. Το πόδι συσπάστηκε και τα κύματα του πόνου συνέχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του. Μέσα από τα δακρυσμένα του μάτια, είδε ένα ογκρ να δρασκελίζει ένα δράκο. Με δύναμη που ξεπερνούσε το ανθρώπινο μέτρο, το ογκρ τού είχε επιτεθεί μ’ ένα τσεκούρι και το χτύπημά του αποδείχτηκε εύστοχο.
Ο Χούμα απέκρουσε άλλο ένα χτύπημα του ογκρ, αλλά είδε πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ο πόνος τού αποσπούσε επικίνδυνα την προσοχή.
Τελικά είδε με ανακούφιση ότι η ασημένια δράκαινα είχε απωθήσει το δικό της αντίπαλο. Ο κόκκινος, αποδυναμωμένος από την τόση απώλεια αίματος και τις τόσες πληγές– έπεφτε ανήμπορος στο έδαφος χτυπώντας τα φτερά του, παίρνοντας μαζί του και το δύστυχο αναβάτη του.
«Χούμα!»
Χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι τον φώναζε η ασημένια δράκαινα. Τον κοίταξε με μάτια γεμάτα απίστευτο τρόμο – αλλά όχι για τον εαυτό της. Μάτια σαν αυτά είχε ξαναδεί, αλλά…
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από καινούριες φωνές που ξέσπασαν γύρω του. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν το τέλος και ότι καινούριοι δράκοι έρχονταν να ενωθούν με εκείνους που χτυπούσαν ήδη τη μικρή ομάδα.
Λάθος. Οι δράκοι που είδε σηκώνοντας το κεφάλι ήταν ασημένιοι, χρυσοί – όλα τα λαμπρά μεταλλικά χρώματα των δράκων του Πάλανταϊν. Ήταν πάνω από εκατό και όλοι τους είχαν από έναν αναβάτη κι έναν ιππότη οπλισμένο με μια λόγχη που έλαμπε ζωηρά και σημάδευε αλάθευτα. Δρακολόγχες.
Οι δράκοι του Σκότους έπεσαν σε μεγάλη σύγχυση. Αν τους είχαν πληροφορήσει κάτι, αυτό ήταν ότι οι Δρακολόγχες ήταν μια χούφτα. Ο πλησιέστερος δράκος χάθηκε χωρίς καν να σηκώσει τα νύχια του για να αμυνθεί – τόσο πολύ δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν.
Ο Χούμα έφερε το χέρι στο μέτωπο και το τράβηξε ματωμένο – με το δικό του αίμα. Αναρωτήθηκε πότε είχε πληγωθεί και πώς.
Θυμήθηκε την πληγή του και κοίταξε ξανά το πόδι του. Το αίμα έτρεχε ακόμη άφθονο και ήξερε ότι αν δεν έκανε κάτι για να το σταματήσει, σύντομα θα λιποθυμούσε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να απομακρύνεται από τη μάχη.
Όλο και περισσότεροι δράκοι έρχονταν από το Ακροπύργιο.
Πόσες Δρακολόγχες είχε φτιάξει ο σιδηρουργός;
Η ασημένια δράκαινα έφευγε λες και την κυνηγούσε η ίδια η Βασίλισσα του Σκότους. Κάθε τόσο γυρνούσε και τον κοίταζε με τον ίδιο φόβο στα μάτια. Εκείνος σκυθρώπασε κι έσφιξε το πόδι του με τα χέρια για να σταματήσει την αιμορραγία.
Επιτέλους, βρέθηκαν να πετούν πάνω από τα τείχη του Ακροπυργίου, αποφεύγοντας παρά τρίχα μια καινούρια ομάδα από λόγχες που υψώνονταν στον αέρα. Τον οδήγησε εκεί που πήγαιναν τους τραυματισμένους της ομάδας του για φροντίδα.
«Πάρτε τον από πάνω μου!» η φωνή της δράκαινας ήταν τόσο επιτακτική, τόσο τραχιά, που κανείς δεν έχασε δευτερόλεπτο. Ο Χούμα την έχασε από τα μάτια του, όπως κι ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν ξύπνησε, η Γκουίνεθ ήταν σκυμμένη από πάνω του και τον άγγιζε με τα χέρια της με τρόπο που έδιωχνε κάθε πόνο. Ένιωθε σχεδόν τη δύναμη να αναβλύζει από τα ακροδάχτυλά της. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό και όπως έσκυβε πάνω από το πόδι του, τα μαλλιά της έπεφταν και σχεδόν το έκρυβαν.
Τα μάτια του Χούμα πλανήθηκαν τριγύρω. Βρίσκονταν σ’ ένα λόφο, μακριά από τη μάχη, αλλά όχι τόσο ώστε να μην ακούν τον αχό της. Εκεί ήταν και ο Έιβοντεϊλ, με την αριστερή του πλευρά ένα ματωμένο χάλι. Ο Καζ ήταν άφαντος. Από την αρχική ομάδα μόνο εννιά απόμεναν. Ο Μπένετ, αλώβητος αλλά με όψη και πανοπλία σαν να τον είχαν σύρει σ’ ολόκληρη την πεδιάδα, κοίταζε την Γκουίνεθ με μια έκφραση μεταξύ απέχθειας και θαυμασμού. Τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του Χούμα, αλλά στράφηκαν αμέσως αλλού.
«Ο Μπουόρον είναι νεκρός, Χούμα» είπε τελικά ο ανιψιός του Όσγουολ, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στην Γκουίνεθ. «Την τελευταία φορά που τον είδα ορμούσε με το δράκο του ενάντια σε εκείνο το μαύρο για να σε σώσει. Χάθηκαν και οι δύο.»
Οι τελευταίες του λέξεις δε συγκλόνισαν τον Χούμα μονάχα αλλά και την Γκουίνεθ. Τράβηξε τις παλάμες της από την πληγή και έκλαψε μέσα τους. Ο Χούμα άπλωσε το χέρι και της άγγιξε το μπράτσο.
«Δεν κλαίει για τον Μπουόρον…» Ο Μπένετ αγωνιζόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις.
«Άσ’ το, Μπένετ.» Ο Γκάι Έιβοντεϊλ προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος.
«Χούμα!» φάνηκε ο Κεραυνός με τον Καζ να κραδαίνει το πολεμικό του τσεκούρι σε χαιρετισμό. Δράκος και μινώταυρος ήταν γεμάτοι γδαρσίματα και μώλωπες, αλλά κανείς τους δε φαινόταν εξασθενημένος. Ο Χούμα τούς κοίταξε μια στιγμή μονάχα και μετά τα μάτια του στράφηκαν στην Γκουίνεθ. Εκείνη κοίταξε αλλού. Συνέχισε να την κοιτάζει ακόμα και τη στιγμή που απαντούσε στη δήλωση του Μπένετ.
«Τι εννοείς, Μπένετ;»
Η γερακίσια όψη του Μπένετ στράφηκε στον κληρικό-διοικητή του Έργκοθ. «Το είδαν όλοι. Γιατί να το κρύψουμε. Αν δεν μπορεί να του το πει η ίδια, κάποιος πρέπει να του το πει. Πρέπει να το μάθει. Ξέρω τι νιώθει γι’ αυτήν.»
«Είναι δικό τους θέμα!» Ο Έιβοντεϊλ ήταν έξαλλος από θυμό.
«Σταματήστε.»
Είχε μιλήσει η Γκουίνεθ. Σηκώθηκε κοιτάζοντας συνεχώς τον Χούμα. Τα χέρια της κρέμονταν άτονα στα πλευρά της.
Ξαφνικά ο Έιβοντεϊλ σωριάστηκε προς τα πίσω. Κοίταξε τον Μπένετ και τον Καζ. «Εσείς οι δυο, βοηθήστε με να σηκωθώ. Μου έρχεται ρίγος. Πρέπει να πάω κάπου πιο κλειστά.»
Διστακτικά, ο Μπένετ και ο Καζ τον βοήθησαν να σηκωθεί. Απομακρύνθηκαν και οι τρεις τους μαζί.
Η Γκουίνεθ μίλησε επιτέλους. «Κλαίω για τον Μπουόρον. Για όποιον έπεσε πολεμώντας τη δρακοβασίλισσα.»
«Κι εγώ τον κλαίω.»
Εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει. «Και κλαίω ειδικά για το δράκο που ίππευε ο Μπουόρον, το μεγαλόσωμο ασημένιο.»
Τον αδερφό της δικής του δράκαινας, σκέφτηκε ο Χούμα. Γιατί να τον κλαίει τόσο πολύ η Γκουίνεθ;
Εκείνη κοίταξε θλιμμένα γύρω της. Ο τόπος ήταν άδειος. Βλέποντας τον Χούμα μπερδεμένο, τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν. «Πριν σου μιλήσω, μάθε ότι σ’ αγαπώ, Χούμα. Ποτέ δε θα έκανα το παραμικρό για να σε βλάψω.»
«Κι εγώ σ’ αγαπώ.» Ξαφνικά οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του με μεγάλη ευκολία.
«Νομίζω πως μπορεί ν’ αλλάξεις γνώμη» του είπε αινιγματικά εκείνη.
Ο Χούμα δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, γιατί ξαφνικά η Γκουίνεθ άρχισε να λάμπει – σχεδόν όπως οι Δρακολόγχες. Καθώς την κοίταζε θαυμάζοντας εκστασιασμένος, είδε το πρόσωπό της να μακραίνει και το στόμα της να γίνεται ρύγχος με μεγάλα δόντια. Ο Χούμα νόμισε πως ήταν μαγεμένη και πήγε να σηκωθεί για να τη βοηθήσει, αλλά το πόδι του δεν ήταν καλά ακόμα και η πληγή του κεφαλιού του δεν είχε γιατρευτεί. Σωριάστηκε καταγής.
Τα μακριά, λεπτά της μπράτσα μάκρυναν κι άλλο – κι έγιναν πιο μυώδη. Οι μικρές της παλάμες συστράφηκαν, γύρισαν και έγιναν τρομερά πόδια δράκου. Έπεσε στα τέσσερα και φάνηκε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, όλο και περισσότερο. Κάτι σάλεψε στη ράχη της. Πλέον δε φαινόταν καθόλου σαν άνθρωπος και αυτό με το οποίο έμοιαζε έκανε τον ιππότη να κουνάει συνεχώς το κεφάλι του πέρα-δώθε.
Τα ρούχα της εξαφανίστηκαν –ο Πάλανταϊν ξέρει πού πήγαν–, αλλά στην καινούρια της μορφή δεν τα χρειαζόταν πια. Η παράξενες κινήσεις της ράχης της έγιναν δύο εξογκώματα που άνοιξαν αποκαλύπτοντας φτερά σαν της νυχτερίδας. Άνοιξαν διάπλατα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η μεταμόρφωση είχε ολοκληρωθεί. Το πλάσμα που πριν ήταν η Γκουίνεθ προχώρησε μπροστά, ψηλό, στητό… και φοβισμένο.
Ήταν μια δράκαινα. Μια ασημένια δράκαινα.
Η δική του.