Κεφαλαίο 26

«Τις Δρακολόγχες! Πρέπει να πετάξουμε αμέσως!»

Ενώ ο Χούμα και οι σύντροφοί του έμπαιναν στο προαύλιο, οι άλλοι συγκεντρώνονταν κιόλας. Ο Μπένετ τον κοίταξε όπως κοιτάζει ο υπασπιστής το διοικητή του. Στην προκειμένη περίπτωση αρχηγός ήταν ο Χούμα.

Οι δράκοι ήταν επίσης παρόντες. Είχαν δυσκολευτεί να αποφασίσουν ποιοι θα πήγαιναν με τους ιππότες. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι δράκοι προσφέρθηκαν όλοι. Τελικά την επιλογή την έκανε η ασημένια δράκαινα, μια και εκείνη ήταν η πιο σχετική με τις λόγχες. Η απόφασή της δεν αμφισβητήθηκε, γιατί οι εθελοντές επιλέχτηκαν ανάλογα με τις προηγούμενες επιδόσεις τους και την παρούσα φυσική τους κατάσταση. Υπήρχαν ασημένιοι, μπρούτζινοι –με τον Κεραυνό να είναι ο πιο φωνακλάς ανάμεσά τους– ακόμα κι ένας χρυσός. Παραπάνω από αρκετές σέλες είχαν φτιαχτεί και οι αξιόμαχοι ιππότες ολοκλήρωναν ήδη αυτό το μέρος της προετοιμασίας τους. Κάποιος μάλιστα είχε σκεφτεί να στερεώσει τη λόγχη του πεζικάριου στην ασημένια δράκαινα που θα ίππευε ο Χούμα.

Όταν ήταν όλα έτοιμα, ο Χούμα γύρισε και τους κοίταξε όλους. Τον περίμεναν. Μόρφασε, συνειδητοποιώντας ότι περίμεναν τη διαταγή του. Ακόμα και ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ, που για τον Χούμα ήταν ο πιο κατάλληλος για αρχηγός των ιπτάμενων ιπποτών, αυτόν περίμενε. Ο Χούμα στράφηκε μπροστά. Βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει και έδωσε το σινιάλο της αναχώρησης.

Τι εντυπωσιακό θέαμα, σκέφτηκε, γυρίζοντας στιγμιαία να κοιτάξει πίσω του. Οι είκοσι δράκοι μπήκαν σε σχηματισμό αιχμής, με τον Χούμα στην κορυφή. Ο Καζ με τον Κεραυνό βρίσκονταν στα αριστερά του και λίγο πιο πίσω και ο Μπουόρον στα δεξιά. Τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ δεν τον έβλεπε γιατί πετούσε πίσω του.

Τη σκέψη του διέκοψε η ασημένια δράκαινα που γύρισε το κεφάλι της για να του μιλήσει. «Χούμα, εγώ…» Κοίταξε ίσια μπροστά του περιμένοντας τα δει τα παιδιά της δρακοβασίλισσας να ξεπροβάλλουν από τα σύννεφα. «Τίποτα. Ή… Ήθελα απλώς να σου πω ότι μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου για όλα.»

«Θα σου είμαι πάντα ευγνώμων» φώναξε ο Χούμα. Ο άνεμος είχε δυναμώσει τόσο που ούρλιαζε στ’ αυτιά της και δεν ήξερε αν τον άκουγε καλά η δράκαινα. Εκείνη είχε ήδη στρέψει το κεφάλι της μπροστά. Ακόμα και το να μπουν στο τοίχος της σκοτεινιάς που είχαν υψώσει οι πιστοί του Γκάλαν Ντράκος απαιτούσε πραγματική μάχη. Οι άνεμοι ήταν τρομεροί. Οι αναβάτες ήταν δεμένοι και οι Δρακολόγχες ήταν κι αυτές στερεωμένες στους δράκους για ασφάλεια. Ο Χούμα και η ασημένια δράκαινα μπήκαν πρώτοι, και ήταν σαν να μην υπήρχε ο Κριν. Ουρανός και γη είχαν χαθεί. Δεν υπήρχε παρά ο ιππότης, ο δράκος του και η λόγχη του. Όχι, συνειδητοποίησε ο Χούμα. Υπήρχε κάτι ακόμα. Πίσω του έβλεπε τη λόγχη από τις υπόλοιπες Δρακολόγχες. Στην αρχή φοβήθηκε ότι θα έλαμπαν σαν φάροι και θα ξεσήκωναν τις δυνάμεις της Τακίσις. Ύστερα είδε πώς οι λόγχες έτρωγαν το σκοτάδι καταστρέφοντας το ξόρκι. Τότε δεν είχε πια σημασία αν τους έβλεπαν ή όχι. Το σκοτάδι δεν ήταν πια απειλή.

«Περάσαμε!» φώναξε η ασημένια δράκαινα.

Ο κόσμος φανερώθηκε ξανά. Όταν ο Χούμα τη διέσχιζε πεζός, η απόσταση φαινόταν τόσο τεράστια, ένα ατέλειωτο σκοτάδι όπου πλάσματα μιας άλλης διάστασης σκλήριζαν και κρύβονταν για να αρπάξουν το τυφλωμένο θύμα τους. Εκείνη τη στιγμή του φαινόταν μηδαμινή.

Τους όρμησαν οι δράκοι του εχθρού.

Πρώτος δέχτηκε επίθεση ο Χούμα και η ασημένια δράκαινα τη στιγμή που ξανάβγαιναν στο φως. Ένας μοναχικός ιππότης με το δράκο του πρέπει να φαινόταν εύκολη λεία για τους κόκκινους δράκους και δυο από αυτούς ξεχώρισαν από τ’ αδέρφια τους για να ασχοληθούν με τον Χούμα. Όμως πίσω από τον Χούμα άρχισαν να προβάλλουν οι άλλοι δρακοκαβαλάρηδες και η εύκολη λεία έγινε φονικός κυνηγός. Οι δύο –υπερβολικά σίγουροι για τον εαυτό τους– κόκκινοι έπεσαν γρήγορα, μη προλαβαίνοντας να το σκάσουν. Οι άλλοι –γαλάζιοι, μαύροι και κόκκινοι– πήγαν με μεγαλύτερο δισταγμό. Ο Χούμα είχε την εντύπωση ότι έκαναν την επίθεση μόνο και μόνο επειδή φοβούνταν την κυρά τους περισσότερο από τις Δρακολόγχες.

Ένας από τους είκοσι, ο Χάλεριν –ένας καινούριος αλλά ικανός Ιππότης του Στέμματος– έπεσε καθώς φλεγόταν από το οξύ που του εξαπόλυσε ο αντίπαλός του. Οι άλλοι ιππότες σκότωσαν τέσσερις εχθρούς και οι υπόλοιποι δράκοι του Σκότους έστρεψαν τα νώτα, αποφασισμένοι να διακινδυνέψουν την οργή της αφέντρας τους.

Μερικοί ιππότες θέλησαν να τους κυνηγήσουν, αλλά ο Χούμα τους έγνεψε να εγκαταλείψουν αυτή τη σκέψη και να διατηρήσουν την πορεία που είχαν έως εκείνη τη στιγμή. Στόχος του Χούμα ήταν η πηγή του Σκότους.

Αντιμετώπισαν κάμποσες επιθέσεις των πλασμάτων του αέρα. Υπήρχαν δράκοι όλων σχεδόν των χρωμάτων. Κάποια στιγμή χτυπήθηκαν με κάτι μεγάλα πλάσματα όμοια με πουλιά, που είχαν σαγόνια λιονταριού και τρία ζευγάρια νύχια. Άλλος ένας δρακοκαβαλάρης χάθηκε από ένα τέτοιο φρικτό πλάσμα, που δεν μπορούσε παρά να είναι δημιούργημα του ίδιου του Γκάλαν Ντράκος. Η συγκεκριμένη απώλεια λύπησε ιδιαίτερα τον Χούμα, γιατί ήταν ένας βετεράνος του Ρόδου γεμάτος ουλές, ονόματι Μάρικ Όγκρμπεϊν. Ήταν ένας από τους ανάπηρους ιππότες και ο πρώτος που προσφέρθηκε εθελοντής. Απόμεναν πλέον μόνο δεκαοκτώ. Καθώς πετούσαν, ο Χούμα απομνημόνευε τον τόπο και τις συνθήκες θανάτου τους, ελπίζοντας να διαιωνίσει κάποια μέρα την ανδρεία τους με τραγούδια ή στίχους.

Ήξερε πως κόντευαν πια, έφταναν στην πηγή του ξορκιού.

Το ένιωθε.

«Κάτι βλέπω, Χούμα» είπε η ασημένια δράκαινα.

«Πού;»

«Εκεί κάτω, δεξιά.»

Ακολούθησε το βλέμμα της. Υπήρχε ένας λόφος μονάχα, γυμνός, εκτός από μερικά γερτά και ξεραμένα δέντρα, φυτεμένα, λες, με κάποιο σχέδιο. Ασφαλώς, δεν ήταν αυτό που περίμενε –και το είπε στην ασημένια δράκαινα.

Εκείνη χαμογέλασε με νόημα. «Μην κοιτάς με τα μάτια, Χούμα. Κοίτα με τη σοφία του Πάλανταϊν. Είδες ποτέ σου δέντρα να φυτρώνουν σε μορφή πεντάλφα;»

Ο Ιππότης κοίταξε ξανά – και συνειδητοποίησε πόσο ακριβές ήταν το σχέδιο. Καθώς τα κοίταζε, τα δέντρα φάνηκαν να ταλαντεύονται σαν να μην ήταν αληθινά. Δε σβήστηκαν, αλλά μεταμορφώθηκαν σε φιγούρες με σκούρους χιτώνες, σαν το μάγο που είχε επιτεθεί στον Χούμα στα δάση, σε μια εποχή που εκείνη τη στιγμή φαινόταν πολύ μακρινή.

Τους έβλεπε πλέον με μεγαλύτερη ακρίβεια. Κάπου δώδεκα μορφές στέκονταν με λυγισμένα γόνατα στο χώμα, με τα κεφάλια κάτω, τα χέρια τεντωμένα προς το κέντρο της πεντάλφα, όπου στεκόταν ένας δικός τους με τα χέρια σηκωμένα ψηλά.

«Τους ορμάμε; Φαίνονται απροετοίμαστοι» φώναξε από το πλάι ο Καζ. Ο Κεραυνός βιάστηκε να εκδηλώσει παρόμοιες διαθέσεις.

«Τους θέλω ζωντανούς αν γίνεται.»

Ο Καζ ρουθούνισε. «Αν γίνεται;»

Ο Κεραυνός βούτηξε μπροστά – και παραλίγο να πληγωθεί βαριά από κάτι που βρυχώταν ενώ έσκιζε το αέρινο πέπλο σαν μια αστραπή που βγήκε από τη γη. Ο Καζ και ο Κεραυνός έκαναν κύκλο για να δοκιμάσουν ξανά και αυτή τη φορά, μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση, την απέφυγαν με ευκολία. Ένας κεραυνός έσκισε τους ουρανούς και χτύπησε το λόφο. Όταν διαλύθηκε ο καπνός, ένας μικρός κρατήρας σημάδευε το μέρος όπου στέκονταν πριν οι φιγούρες.

Ο Χούμα άκουσε την ασημένια δράκαινα να γελάει και στράφηκε προς το μέρος της. «Εξ ου και το όνομά του, Κεραυνός. Όλοι οι μπρούτζινοι δράκοι είναι ικανοί γι’ αυτό το κόλπο, αλλά λίγοι έχουν τη δική του ακρίβεια και κανένας δεν τον φτάνει.»

Με διαλυμένη την άμυνά τους, οι αποστάτες μάγοι ρίχτηκαν στη μάχη. Σηκώθηκαν σαν ένα σώμα και στράφηκαν προς τους νεοφερμένους. Αν και ο Χούμα δεν μπορούσε να είναι σίγουρος από τέτοια απόσταση, τα πρόσωπά τους είχαν μια αξιοσημείωτη ομοιότητα. Θα μπορούσαν να είναι όλοι αδέρφια. Τότε ο Χούμα συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό στο οποίο έμοιαζαν τόσο. Ενεργούσαν σαν να βρίσκονταν κάτω από την επήρεια ενός ξορκιού ή με τέτοια αυτοσυγκέντρωση που είχε αποτυπωθεί στα πρόσωπα και τις κινήσεις τους. Ήταν, κατά μία έννοια, σαν ένα άτομο κι εκείνη τη στιγμή έδειχναν με τα χέρια τους τον Χούμα και την ασημένια δράκαινα.

«Βούτα!» φώναξε εκείνος, αλλά η δράκαινα το έκανε ήδη. Οι αποστάτες προσπάθησαν να παρακολουθήσουν τις κινήσεις τους, αλλά η δράκαινα ζωγράφισε στον ουρανό ένα πολύπλοκο σχέδιο με στροφές και βυθίσεις. Ενώ οι μάγοι επικεντρώνονταν πάνω της, οι άλλοι δρακοκαβαλάρηδες τους πλησίασαν.

Για πόση ώρα θα μπορούσαν οι αποστάτες να αμύνονται και να διατηρούν το σκοτάδι ταυτόχρονα; αναρωτήθηκε ο Χούμα.

«Χούμα, εκεί πέρα!»

Ακριβώς πάνω από το λόφο φάνηκε ο στρατός των ογκρ να βαδίζει σταθερά. Η γη ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη από τα ογκρ, τους ανθρώπους-συμμάχους τους, τα γκόμπλιν και μερικά αδιευκρίνιστα όντα, πειράματα των μάγων το δίχως άλλο. Πλάσματα με πολλά χέρια, πολλά πόδια, ακόμα και πολλά κεφάλια και κορμούς.

Ο αέρας ο ίδιος σκίστηκε στο διάβα τους και ο Χούμα είδε φευγαλέα έναν τόπο που γνώριζε μόνο από τους εφιάλτες και τις προσευχές του. Ήταν μια ματιά μονάχα, αλλά η σκοτεινιά ήταν τόσο τρομερή, τόσο έτοιμη να τον καταπιεί, που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε παρά να είναι η Άβυσσος.

Τόση δύναμη είχαν. Είχαν ανοίξει ένα ρήγμα στο θνητό επίπεδο – και αυτό το ρήγμα θα τον κατάπινε! Ο Χούμα άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα, κι ακόμα και η ασημένια δράκαινα ταράχτηκε μπροστά σε αυτό το θέαμα. Το ρήγμα φάνηκε να φαρδαίνει, εμποδίζοντάς τους είτε να φύγουν είτε να κρυφτούν. Τους πλησίασε κι άλλο – και τότε η δύναμη που το κρατούσε ανοιχτό κατέρρευσε, καθώς ο αποστάτες δέχτηκαν την επίθεση των δράκων του Φωτός. Οι μάγοι είχαν φτάσει στα όρια της αυτοσυγκέντρωσής τους. Καθώς τους επιτέθηκαν οι δράκοι, ένας-ένας με τη σειρά, μερικοί αποστάτες στάθηκαν να πολεμήσουν και πέθαναν επιτόπου. Οι υπόλοιποι σκόρπισαν και ο σύνδεσμός τους καταστράφηκε.

Πίσω τους το σκοτάδι εξαφανίστηκε. Διάφορα πλάσματα τσίριξαν με φρίκη μπροστά στο φως. Είχαν μεγαλώσει στο σκοτάδι, ίσως και στην Άβυσσο την ίδια. Για εκείνα το φως ήταν θάνατος. Οι μορφές τους δεν μπορούσαν να υπάρξουν δίχως το σκοτάδι. Χάθηκαν σαν πάχνη, χωρίς ν’ αφήσουν κανένα ίχνος από το πέρασμά τους.

Αυτό όμως δε θα απέτρεπε την τεράστια δύναμη που βάδιζε ακόμα και εκείνη τη στιγμή προς το λόφο όπου έτρεχαν σκόρπιοι οι μάγοι. Οι αρχηγοί της δρακοβασίλισσας, μη διαθέτοντας τη φαντασία και την τόλμη του Κράινους, έριχναν όλη τους τη δύναμη στην πρώτη μάχη.

Η δράκαινα στράφηκε ξανά στον Χούμα. «Φοβούνται, Χούμα. Όχι εμάς, αλλά τον Γκάλαν Ντράκος και τη δρακοβασίλισσα. Έτσι νομίζω.»

«Τι μπορούμε να κάνουμε;»

«ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ!»

Ο Χούμα άκουσε πίσω του φωνές και κραυγές. Μπροστά του μια μορφή υψώθηκε στον αέρα με τα μπράτσα σταυρωμένα, χαμογελώντας αυτάρεσκα κάτω από μια γκρίζα κουκούλα. Ήταν ψηλός –ίσως ψηλότερος από τον Χούμα– και λεπτός, έμοιαζε περισσότερο με καλογυμνασμένο ιππότη παρά με μάγο, που προφανώς ήταν. Εκτός από το μοχθηρό χαμόγελό του, το υπόλοιπο πρόσωπο του αιωρούμενου μάγου ήταν κάτι περισσότερο από σκιά.

«Γκάλαν Ντράκος.» Ο Χούμα ψιθύρισε το όνομα μονολογώντας, αλλά ήταν φανερό ότι ο μάγος τον άκουσε, γιατί έγειρε το κεφάλι αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του.

«Είσαι ο Χούμα. Φαίνεσαι πολύ διαφορετικός όταν σε βλέπει κανείς με ανθρώπινα μάτια. Αυτό είναι το μοναδικό ελάττωμα των ντρέντγουλφ. Βλέπεις όπως κι εκείνοι.»

Ο Χούμα με μεγάλη δυσκολία συγκρατιόταν να μη διατάξει την ασημένια δράκαινα να ορμήσει στην αιωρούμενη μορφή. Ήταν η ενσάρκωση του κάθε Κακού.

Ο Γκάλαν Ντράκος χαμογελούσε πλατιά. «Την ώρα σου χάνεις, καλέ μου ιππότη. Πραγματικά, αυτές οι λόγχες αποτελούν πλεονέκτημα απέναντι στους δράκους, αλλά έχεις –συγνώμη, είχες– μονάχα είκοσι και οι δράκοι είναι πολύ περισσότεροι. Δες και μόνος σου.» Ο μάγος τού έδειξε τον ορίζοντα πίσω του.

Ο Χούμα τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Μια σκούρα μάζα ερχόταν από τον ορίζοντα. Στην αρχή την πέρασε για καινούριο ξόρκι Σκότους. Ύστερα είδε ότι δεν ήταν ένα πράγμα, αλλά πολλά, τεράστια ιπτάμενα πλάσματα.

Δράκοι. Τα παιδιά της Τακίσις. Εκατοντάδες από δαύτα.

Όταν ο Χούμα γύρισε να τον κοιτάξει, ο Γκάλαν Ντράκος χαμογελούσε ακόμα. «Με τη βοήθεια της σκοτεινής κυράς μου, τους κάλεσα από ολόκληρο τον Κριν. Μέχρι και τον τελευταίο τους. Μαύρους, κόκκινους, άσπρους, πράσινους – όλων των ειδών τους δράκους. Πετούν μέρες για να έρθουν εδώ – και κοντεύουν να φτάσουν.»

Είκοσι λόγχες – δεκαοκτώ πια. Δεκαοκτώ ενάντια σε εκατοντάδες και εκατοντάδες δράκους. Αχ και να ’χαν περισσότερες λόγχες…

«Αν παραδοθείς τώρα, ίσως βρεθεί κάποια θέση για σένα. Η κυρά μου έχει εντυπωσιαστεί πολύ από την ικανότητά σου να επιβιώνεις. Αν θελήσεις να θέσεις τα ταλέντα σου στην υπηρεσία της, θα φανεί πολύ… ευγνώμων.» Ο αποστάτης χαμογέλασε. «Δεν έχεις δει παρά μονάχα την πολεμική της όψη. Έχει κι άλλα ταλέντα – το ίδιο θαυμαστά.»

Από κάτω του η ασημένια δράκαινα έβγαλε ένα ασυνήθιστο γι’ αυτήν οργισμένο σφύριγμα και ο Χούμα βρέθηκε να πλησιάζει το μάγο. Πράγμα περίεργο, βλέποντας τον κολοσσό να του επιτίθεται με νύχια και με δόντια, ο Ντράκος γέλασε μόνο.

Τα σαγόνια της δράκαινας έκλεισαν ακίνδυνα.

«Παραίσθηση» μουρμούρισε ο Χούμα.

Ένα κοροϊδευτικό γέλιο απόμεινε να πάλλεται στον αέρα. Η ομάδα αιωρούνταν αβέβαιη, περιμένοντας τις οδηγίες του Χούμα. Εκείνος συνέχισε να κοιτάζει το σημείο όπου είχε εμφανιστεί το είδωλο του Γκάλαν Ντράκος.

Μη αντέχοντας να περιμένει άλλο, κάποιος ανώνυμος ιππότης πίσω από τον Χούμα κραύγασε «Χάσαμε!»

«Κανείς δεν έχασε μέχρι να πεθάνει και ο τελευταίος ιππότης, Ντέρικ» του φώναξε ο Μπένετ. Ψιθύρισε κάτι στο χρυσό του δράκο κι εκείνος πλησίασε πρόθυμα για να μπορεί ο αναβάτης του να μιλήσει με τον Χούμα χωρίς να ακούν οι άλλοι. «Τι κάνουμε;»

Του ζητούσε οδηγίες ο Μπένετ; Αν η συνολική κατάσταση δεν ήταν τόσο τραγική, ο Χούμα μπορεί και να γελούσε. «Γυρνάμε πίσω. Πρέπει να ειδοποιήσουμε το Ακροπύργιο. Με τόσο λίγες λόγχες πρέπει να σταθούμε γύρω από το Βίνγκααρντ. Να κάνουμε την κατάληψή του όσο πιο δαπανηρή γίνεται.»

«Εγκαταλείπεις;»

«Καθόλου. Προς το παρόν, η καλύτερη επιλογή μας είναι η άμυνα του Ακροπυργίου.» Στράφηκε στους άλλους. «Πίσω στο Βίνγκααρντ!.»

Ενώ έκαναν μεταβολή για να φύγουν από την επερχόμενη ορδή, ο Χούμα προσπαθούσε να κρύψει την απογοήτευσή του. Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική.

Τότε κάτι λαμπρό γυάλισε στα μάτια του και στην αρχή το πέρασε για αντανάκλαση του ήλιου. Μόνο που –συνειδητοποίησε ξαφνικά– δεν υπήρχε ήλιος. Αυτό που γυάλιζε ήταν ένα φως άγνωστης προέλευσης.

Τα μάτια του Χούμα εστίασαν στο μικρό φωτάκι που τρεμόπαιζε. Έμοιαζε με φάρο. Δεν ήταν ακριβώς φως, αλλά μια πρασινωπή φεγγοβολή. Του θύμισε το φως που έβγαινε από το Σπαθί των Δακρύων.

Η φεγγοβολή φάνηκε να πεταρίζει κατά τη γη και ο Χούμα δίστασε. Έστρεψε την προσοχή της ασημένιας δράκαινας προς το μέρος του.

«Σαν τι σου φαίνεται αυτό;»

«Σαν αγγελιοφόρος, αλλά μου φαίνεται ότι ο δημιουργός του φοράει μαύρα. Αγνόησέ το κι ας γυρίσουμε πριν χειροτερέψουν τα πράγματα. Δε… δε μου αρέσει καθόλου εδώ πέρα.» Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η δράκαινα φερόταν παράξενα. Από τότε που απέτυχε η επίθεσή της ενάντια στον Ντράκος, ήταν σιωπηλή, σχεδόν σκυθρωπή. Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι αυτό άρχισε μετά τα σχόλια του Ντράκος για τις χάρες της κυράς του. Γιατί όμως; Φοβόταν μήπως πέσει ο ιππότης θύμα ενός τέτοιου απατηλού ονείρου;

Ο Χούμα πήρε βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι. «Ακολούθησε το φως.»

«Χούμα…»

«Καν’ το.» Δεν της είχε ξαναμιλήσει έτσι, αλλά εκείνη τη στιγμή πίστευε ότι δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τις επιλογές της. Εκείνος έπρεπε να πάρει την απόφαση.

«Χούμα!» φώναξε ο Καζ από μπροστά. Ο Χούμα κούνησε το κεφάλι και του έδειξε κατά το Ακροπύργιο ανέκφραστος. Ο μινώταυρος μουρμούρισε κάτι στον Κεραυνό και μετά στράφηκε στους άλλους, για να δει τι συνέβαινε. Κάτι τους φώναξε. Όπως και αν είχαν τα πράγματα, ο μεγαλόσωμος ανατολίτης θα περίμενε με το δράκο του μέχρι να ικανοποιήσει την περιέργειά του ο Χούμα.

Διστακτικά, η ασημένια δράκαινα άρχισε να ακολουθεί την πρασινωπή φεγγοβολή στην κάθοδό της. Όταν έφτασαν στους πρόποδες κάποιου συγκεκριμένου λόφου, το πράσινο φέγγος χάθηκε απότομα. Η ασημένια δράκαινα προσγειώθηκε και ο Χούμα κοίταξε ολόγυρα με προσμονή.

«Έρχομαι ειρηνικά, Ιππότη της Σολάμνια.» Η φωνή ήταν βαριά και του έγδαρε τ’ αυτιά. Προερχόταν από το είδωλο ενός κοντού, αδύνατου άντρα με υπερβολικά μεγάλο κεφάλι και λεπτά χαρακτηριστικά νυφίτσας. Δεν είχε ούτε τρίχα.

Φορούσε μαύρους χιτώνες.

«Απάτη! Σ’ το είπα!» Η δράκαινα σηκώθηκε όρθια έτοιμη να υπερασπιστεί τον Χούμα. Ο Μάγος του Μελανού Χιτώνα μαζεύτηκε, αν και στα μάτια του δε φάνηκε φόβος. Ο Χούμα φώναξε στη συντρόφισσά του να ησυχάσει. Αυτή η καινούρια της νευρικότητα άρχιζε να τον κουράζει.

«Άκουσε αυτά που έχω να σου πω» είπε τραχιά ο σκοτεινός μάγος.

Ο Χούμα τον κοίταξε βλοσυρά. «Τι έχεις να μου πεις; Έχω ήδη μιλήσει με τον αφέντη σου.»

Ο μάγος μόρφασε. «Μόλις έθιξες το κρίσιμο σημείο της κουβέντας μας· τον αποστάτη που αυτοδιορίστηκε αφέντης μας. Αυτό το ψοφίμι!»

«Και οι δύο υπηρετείτε την ίδια κυρά, έτσι δεν είναι;»

«Άκου προσεκτικά, Ιππότη της Σολάμνια. Γιατί δεν μπορώ να ξέρω πότε θα καταλάβει ότι λείπω αυτός ο κοπρίτης. Χρειαζόμαστε τη συμφωνία σου.»

«Τη δική μου;» ο Χούμα ξαφνιάστηκε. Ένας Μάγος του Μελανού Χιτώνα να του ζητάει τη βοήθειά του…

«Γνωρίζουμε για σένα – διαμέσου κάποιου που έχει φορέσει πολλούς χιτώνες στη ζωή του και που ακόμα και τώρα φοράει άλλον ένα, πνευματικά τουλάχιστον, αν όχι και υλικά.»

«Ο Μάτζιους!» Ο ιππότης αναπήδησε από την αόριστη περιγραφή του άλλου. «Πού είναι;»

Ο μάγος σήκωσε το χέρι του για να τον ησυχάσει. «Δεν έχουμε καιρό για τέτοια. Άκου. Ξέρουμε πια ότι, αν νικήσει η δρακοβασίλισσα, δε θα αξίζουμε για αυτήν περισσότερο από εσένα. Ήδη ο Ντράκος έχει γίνει η θνητή φωνή της και ο κόσμος του θα είναι σαν να βγήκε από την Άβυσσο την ίδια. Έχεις δει τα βδελύγματά του. Θα ήθελες να τα δεις να υπάρχουν για πάντα; Θέλουμε να έρθουμε με το μέρος σας. Καλύτερα να πεθάνουμε πολεμώντας παρά να βρεθούμε αιώνια στο έλεος της – και, θυμήσου τα λόγια μου, θα έχει φυλάξει κάποιο ειδικό μέρος και για τα δύο μας τάγματα.»

Προσφορά συμμαχίας… από ένα Μάγο του Μελανού Χιτώνα; «Πώς γίνεται να σε πιστέψω, εσένα, ένα από τα δικά της πλάσματα;»

Ο μάγος ίσιωσε το κορμί του. «Πρώτο και κυρίαρχο χρέος μου είναι η πίστη στον Νουιτάρι, το Σκοτεινό Άρχοντα της Μαγείας. Σφάλαμε όταν αποφασίσαμε να υπηρετήσουμε την – δε θα την πω μητέρα του, αλλά απλώς αυτήν που τον γέννησε. Όμως ο Νουιτάρι νοιάζεται για αυτό τον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που αυτός, ο Λουνιτάρι και…» ο μάγος δίστασε να προφέρει το όνομα «ακόμα και ο Σολίναρι του Φωτός εγκατέλειψαν τη μάχη για τον Κριν και δημιούργησαν τα Τάγματα της Μαγείας ως ξεχωριστή οντότητα, με σκοπό τη βελτίωση της μαγείας στον κόσμο. Αν νικήσει η Τακίσις, ο Κριν θα γίνει ένας κρύος βράχος ανάμεσα στα αστέρια. Το όνειρο του κυρίου μας θα χαθεί. Αυτό δε γίνεται να το επιτρέψουμε.»

«Τι θέλεις;»

«Δεν είναι τόσο το τι θέλουμε όσο το τι μπορούμε να δώσουμε.»

«Να δώσετε;» Η ασημένια δράκαινα, που ήταν σιωπηλή κατά τη διάρκεια της κουβέντας, στένεψε τα μάτια και γέλασε σαρκαστικά. «Οι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα δε δίνουν παρά μόνο δυστυχία και θάνατο.»

«Άδικο λάθος. Εντούτοις, σ’ αυτή την περίπτωση, όποια δυστυχία και θάνατο χαρίσουμε θα είναι για τον Ντράκος και την άθλια συμμορία του – αλλά χρειαζόμαστε μια ευκαιρία.»

«Ευκαιρία; Τι εννοείς;»

«Να η προσφορά μου.» Ο μάγος έτεινε ένα κοκαλιάρικο χέρι. Στην παλάμη του ακουμπούσε μια μικροσκοπική πράσινη σφαίρα. «Αν δεν το πλησιάσεις αρκετά, ποτέ δε θα μπορέσεις να διακρίνεις το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος. Βρίσκεται στις εσχατιές, ανάμεσα στο επίπεδό μας και στην Άβυσσο. Με αυτό θα μπορέσεις να το εντοπίσεις.»

Η ασημένια δράκαινα αγρίεψε. «Δεν αφορά αυτό την πρώην κυρά σου, τη δρακοβασίλισσα; Τι θα κάνει όταν επιτεθούμε στην κατοικία του πιο πιστού της δούλου, θα παραμερίσει για να περάσουμε;»

Ο μάγος έδειξε τη Δρακολόγχη. «Μου είπαν ότι έχει τους δισταγμούς της σχετικά με αυτά εδώ. Λένε ότι παραμένει μέσα στα όρια του κάστρου, κοντά στο μονοπάτι για την Άβυσσο, επειδή φοβάται τις Δρακολόγχες και τη δύναμή τους.»

«Εξωφρενικό! Χούμα, δε θα σε αφήσω…» Η ασημένια δράκαινα γύρισε και, βλέποντας την έκφραση του ιππότη, κοκάλωσε. «Χούμα … δεν μπορεί να τον πιστεύεις»

Ο ιππότης την αγνόησε. «Κι αν υποθέσουμε ότι τους χτυπάμε, εσείς τι θα κάνετε;»

«Η μεγαλύτερη απειλή σας μέσα στο κάστρο θα είναι όσοι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα και αποστάτες παραμένουν πιστοί στον Γκάλαν Ντράκος. Με αυτούς θα ασχοληθούμε εμείς. Αν είναι δυνατόν, θα προσπαθήσουμε να διώξουμε και τους δράκους.»

«Αυτό είναι τρέλα!»

Μια σκιά στάθηκε από πάνω τους. Σήκωσαν και οι τρεις τα μάτια και είδαν τον Καζ με τον Κεραυνό να αιωρούνται στον αέρα. Ο μινώταυρος φώναξε.

«Γρήγορα! Βλέπω ανιχνευτές δράκους μπροστά μας!»

Ο μάγος στράφηκε γρήγορα στον Χούμα. «Μα τον Νουιτάρι, σου ορκίζομαι ότι το όνομά μου είναι Γκάνθερ κι ότι μπορείς να με εμπιστευτείς. Πάρ’ το!»

Ο Μάγος του Μελανού Χιτώνα είχε ορκιστεί στο όνομα του κυρίου του. Για τους πιστούς του Νουιτάρι, η ποινή για την αθέτηση του όρκου ήταν συχνά ο θάνατος. Ο Χούμα έσκυψε και πήρε τη μικρή πράσινη σφαίρα.

«Είμαστε μαζί σας.» Ο μάγος εξαφανίστηκε απότομα. Ο Χούμα πίεσε απαλά με τις φτέρνες το υποζύγιό του. Η δράκαινα άνοιξε τα φτερά της και άρχισε να υψώνεται στον αέρα, με την ανακούφιση αποτυπωμένη στα χαρακτηριστικά της.

Ο Καζ είδε την κλειστή γροθιά του Χούμα κι έπαιξε τα βλέφαρα. «Τι είναι αυτό;»

Ο Χούμα κοίταξε τη θάλασσα του ολέθρου που τους ζύγωνε και σκέφτηκε πόσο απλό φαινόταν πια το ξόρκι του Σκότους. Χαμήλωσε τα μάτια στο χέρι του που κρατούσε τη μικρή σφαίρα. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα το έλεγα μια λύση απελπισίας.»

Загрузка...