Οι δύο περιπλανώμενοι δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν αρκετά, πριν αναγκαστούν να ξεκουραστούν. Το κεφάλι του Χούμα τον πονούσε ακόμα και ο Καζ δεν είχε ξεπεράσει εντελώς την επήρεια του υπνωτικού που του είχαν δώσει μέσω της τροφής τα γκόμπλιν που τον κρατούσαν αιχμάλωτο.
«Τι ανόητος που ήμουν! Μ’ έπιασαν στον ύπνο σαν μωρό και με δεμάτιασαν του καλού καιρού! Πολλά μπορεί να είμαι, αλλά όχι αρκετά τρελός για να προσπαθήσω να σηκωθώ, με δυο λόγχες να με κρατούν καρφωμένο στη γη. Ακόμη και τα γκόμπλιν δεν αστοχούν από τόσο κοντά.» Με τις τελευταίες του αυτές λέξεις ο Καζ γέλασε, αν και ο Χούμα δε βρήκε πολύ αστεία τη δήλωσή του.
Τελικά συμφώνησαν να σταματήσουν σ’ ένα μικρό ύψωμα που τους παρείχε κάποια προστασία. Έμοιαζε ενοχλητικά με το σημείο που είχε διαλέξει να σταθεί η πρώτη περίπολος των γκόμπλιν. Πάντως ήταν προτιμότερο από το ακάλυπτο έδαφος. Το μόνο που ευχόταν ο Χούμα ήταν να έχει τα μάτια του ανοιχτά για να ξυπνήσει το μινώταυρο όταν θα ήταν η σειρά του να φυλάξει σκοπιά.
Μίλησαν για λίγο, ίσως γιατί κανείς από τους δύο δεν ένιωθε ασφαλής για να κοιμηθεί. Ο Χούμα μίλησε για την Ιπποσύνη, τις βασικές αρχές και την οργάνωσή της. Ο Καζ βρήκε ενδιαφέροντες τους Ιππότες της Σολάμνια. Πολλά που τους αφορούσαν άρεσαν στον ανατολίτη – και ειδικά η μεγάλη σημασία που έδιναν στην τιμή.
Ο Καζ δεν ανέφερε πολλές λεπτομέρειες για τους δικούς του. Ήταν σπουδαίοι ναυτικοί, πράγματι, αλλά πια τη ζωή τους την έλεγχαν τα ογκρ. Εξακολουθούσαν να έχουν τους αγώνες τιμής, όπου βελτίωνες τη θέση σου στην ιεραρχία νικώντας τον αντίπαλό σου, αλλά τα ογκρ δε συμπαθούσαν αυτή τη μέθοδο και προτιμούσαν τρόπους που ταίριαζαν καλύτερα με τα δικά τους έθιμα. Για αυτό το λόγο, ο Καζ είχε ήδη συσσωρεύσει μέσα του μεγάλο μίσος για τους λεγόμενους αφέντες τους πριν από τη φονική σύγκρουσή του με τον αρχηγό τους. Ένιωθε πως οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από την υποδούλωση σ’ αυτή τη φυλή.
Ο Ιππότης της Σολάμνια ενοχλούνταν λίγο που εμπιστευόταν τη ζωή του στον Καζ. Είχε διαπιστώσει ήδη πόσο άγρια μπορούσε να φερθεί ο μινώταυρος. Ο Χούμα δε θα μπορούσε ποτέ του να τσακίσει το λαιμό ενός εχθρού με την αποτελεσματικότητα –και την προθυμία– που είχε επιδείξει ο μινώταυρος. Ωστόσο, ένιωθε ότι αν σου έδινε το λόγο του, μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Στο μυαλό του Χούμα η διαμάχη συνεχίστηκε, μέχρι που έπεσε θύμα της κούρασης. Τότε έχασε τη σημασία της.
Η νύχτα πέρασε χωρίς προβλήματα, όπως και οι πρώτες ώρες της ημέρας. Έφαγαν τα λίγα τρόφιμα που είχαν απομείνει στον Χούμα. Μια σύντομη ματιά στα σακίδια των γκόμπλιν είχε διώξει κάθε επιθυμία του ιππότη για το φαγητό που μπορεί να περιείχαν – και άλλωστε η τροφή τους μπορεί να ήταν δηλητηριασμένη.
Η μέρα ήταν σκοτεινή. Ψυχρός άνεμος φυσούσε και ο Χούμα χάρηκε για τα χοντρά γεμίσματα της πανοπλίας του. Ο Καζ, ωστόσο, έδειχνε αδιάφορος για τον ψυχρό καιρό. Η φυλή του ήταν φυλή εξερευνητών και ναυτικών, όπως και πολεμιστών, και κατά τους σκοτεινούς μήνες η γενέθλια γη του ήταν πολύ κρύα. Ο γυμνόστηθος πεζός στρατιώτης δε φορούσε ούτε καν μπότες. Αν είχε περπατήσει τόσο πολύ με γυμνά πόδια ο Χούμα, οι πατούσες του θα ήταν γδαρμένες, ματωμένες και κομματιασμένες. Αυτή τη γη ο χρόνος την είχε ξεροψήσει και την είχε κάνει σκληρή σαν την πέτρα.
Κατά το μεσημέρι ο Χούμα είδε από μακριά τους καβαλάρηδες. Δεν έρχονταν προς το μέρος του Χούμα και του Καζ και έπειτα από λίγο τους έχασαν από τα μάτια τους. Ο Χούμα όμως πίστευε πως ήταν οι Ιππότες της Σολάμνια – και αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες να παραφυλάει κάπου κοντά η φάλαγγα ή τουλάχιστον ένα μέρος της.
Ο Καζ, από την άλλη, δεν ήταν τόσο σίγουρος για την ταυτότητα των ιππέων. Σε αυτό το σημείο, τόσο κοντά στο μέτωπο, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε.
«Πραγματικά, φάνηκαν σαν άνθρωποι ή ξωτικά ίσως, αλλά μπορεί να είναι εκείνοι που υπηρετούν την Τακίσις. Δεν έχεις δει τη Μαύρη Φρουρά, τα επίλεκτα στρατεύματα του πολέμαρχου ούτε και τους Αποστάτες.»
Ο μινώταυρος είχε ξαναχρησιμοποιήσει αυτή την αινιγματική λέξη. «Ποιοι είναι οι Αποστάτες;» ρώτησε ο Χούμα.
«Μάγοι άτακτοι. Μάγοι τρελοί. Όλοι τους – άλλος με τον ένα τρόπο κι άλλος με τον άλλο, ξέφυγαν από τις τάξεις της μαγείας. Δεν είναι όλοι κακόβουλοι. Λένε όμως ότι ένας τους, με τρομακτικές δυνατότητες, έχει συμμαχήσει με την ίδια τη Βασίλισσα του Σκότους και ότι εκείνη θέλει τόσο απεγνωσμένα τη νίκη που αποφεύγει τους ίδιους τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα.»
Μαγεία. Ο Χούμα ήξερε πιο πολλά για κείνη από τους περισσότερους συντρόφους του. Είχε μεγαλώσει μαζί της. Ο καλύτερος –ο μοναδικός του– φίλος είχε στραφεί στη μαγεία. Από την αρχή ο Μάτζιους του είχε πει ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλος και ισχυρός μάγος, όσο κι αν ο Χούμα έκλινε προς την Ιπποσύνη, την οποία η μητέρα του θεωρούσε κληρονομικό του δικαίωμα.
Η ανάμνηση του Μάτζιους έκανε τον Χούμα να γυρίσει πίσω στα παιδικά του χρόνια, την εποχή που –αν και την κρατούσε σαν πολύτιμη θύμηση– τον είχε αφήσει γεμάτο πίκρα και αβεβαιότητα. Είχε χρόνια να δει τον Μάτζιους, από τη μέρα που είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του και είχε μπει στο κάστρο για κάποια δοκιμασία που θα έκρινε τη μοίρα του. Την ίδια εκείνη μέρα ο Χούμα είχε πάρει τη δική του απόφαση και είχε ξεκινήσει να βρει τους Ιππότες της Σολάμνια και να τους ζητήσει μια θέση ανάμεσά τους.
Ο Χούμα έδιωξε αυτές τις σκέψεις με μια κίνηση του κεφαλιού.
Συνέχισαν το δρόμο τους. Ο Καζ σάρωνε ακατάπαυστα με το βλέμμα του τον ορίζοντα, αλλά ο τόπος τού φαινόταν άγνωστος. Κάποια στιγμή γύρισε και ρώτησε: «Έτσι είναι όλα τα εδάφη των ανθρώπων;»
«Δεν τα έχεις δει ποτέ σου;»
«Μόνο τις χειρότερες περιοχές. Πού αλλού θα μας έβαζαν τα ογκρ, παρά στις χειρότερες τοποθεσίες; Κατά κάποιον τρόπο, μας θεωρούν περισσότερο διαθέσιμους από τα γκόμπλιν. Καμιά από τις δύο φυλές δεν εμπιστεύονται, αλλά ξέρουν ότι τα γκόμπλιν τα ελέγχουν ευκολότερα.»
Του έγνεψε ότι καταλάβαινε. «Υπάρχουν ακόμα εδάφη ανέγγιχτα από τον πόλεμο, αλλά είναι κάθε χρόνο και λιγότερα. Εκεί που ήταν το σπίτι μου τώρα είναι ερημιά όμοια με αυτήν εδώ.» Τα λόγια του του έφεραν μια πλημμύρα από πικρές αναμνήσεις. Πίεσε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί στο δρόμο μπροστά του. Το παρελθόν βρισκόταν πίσω του.
Ο μινώταυρος τίναξε μπροστά το κεφάλι. «Έχουμε παρέα.»
Ο ιππότης στένεψε τα μάτια. Πάνω από τρεις ντουζίνες άτομα, όλοι άνθρωποι, προχωρούσαν πάνω-κάτω στην ίδια κατεύθυνση με τους ίδιους. Επιζώντες από κάποιο χωριό, σκέφτηκε. Χαμένοι προφανώς, με δυο τσακισμένα κάρα που τα έσερναν μισοπεθαμένα ζώα, οδηγημένα από ανθρώπους που δε φαίνονταν σε καλύτερη κατάσταση. Υπήρχαν και γυναίκες, κι ένα-δυο παιδιά. Καθώς πλησίασαν, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι οι περισσότεροι κοίταζαν το σύντροφό του. Η έκφρασή τους δεν του άρεσε καθόλου.
«Πρέπει να προσέξουμε, Καζ.»
«Αυτό το άθλιο τσούρμο; Μη σε νοιάζει. Μπορώ να τους νικήσω όλους μονάχος μου.» Ο Καζ πήγε να πιάσει το τσεκούρι που είχε περασμένο στην πλάτη του, αλλά ο Χούμα τον συγκράτησε.
«Μη» του σφύριξε. «Αυτό είναι δολοφονία!»
Ο συνήθως γρήγορος στις αντιδράσεις του πολεμιστής δίστασε. Το μυαλό ενός μινώταυρου λειτουργεί πολύ διαφορετικά από αυτό ενός ανθρώπου. Ο Καζ είδε απειλή. Αν δεν αντιδρούσε σωστά, υπήρχαν αρκετοί άντρες ικανοί να τον σκοτώσουν. Ο κόσμος του δε δεχόταν συμβιβασμούς. Ή θριάμβευες ή πέθαινες. Ο Χούμα στεκόταν άναυδος. Δεν ήθελε να τα βάλει με τον Καζ, αλλά ούτε και να τον αφήσει να κομματιάσει τους πρόσφυγες.
Αν και ο Καζ χαμήλωσε το χέρι του, η ζημιά είχε γίνει. Το μόνο που είδαν οι χωρικοί ήταν ένα τέρας που τους απειλούσε. Είχαν ήδη δει τα σπίτια τους να καταστρέφονται και τους φίλους και τους συγγενείς τους να σκοτώνονται. Ο εκνευρισμός τους από την απελπιστική τους θέση μεγάλωνε ολοένα, χωρίς διέξοδο. Εκείνη τη στιγμή ένας μοναχικός μινώταυρος που αντιπροσώπευε όλα τα κακά, όλα τα δεινά τους στεκόταν στο δρόμο τους.
Κάμποσοι άντρες και γυναίκες σύρθηκαν μπροστά, ένας κουρελιάρης όχλος. Ήταν ωχροί και τρομαγμένοι με ένα φόβο καταστροφικό. Το μόνο που αποζητούσαν ήταν η ευκαιρία να ανταποδώσουν το χτύπημα πριν πεθάνουν.
Ο Χούμα βρήκε το θέαμα αποτροπιαστικό. Τα μέλη της ομάδας προχωρούσαν σαν ζωντανοί νεκροί. Γεωργικά εργαλεία, μαχαίρια, σκοινιά, ακόμα και αντικείμενα του νοικοκυριού, τα κρατούσαν σφιχτά σαν όπλα. Ο Καζ στεκόταν ακλόνητος, αλλά έριξε στον Χούμα μια γρήγορη ματιά.
«Αν πλησιάσουν μερικά βήματα ακόμα, θα τους χτυπήσω – και λέγε ό,τι θες. Δε σκοπεύω να κάτσω να πεθάνω στα χέρια τους.» Τα μάτια του μινώταυρου έλαμπαν βαθυκόκκινα. Δε θα αργούσε να αρχίσει τη δράση. Ο Χούμα πήδησε μπροστά στον όχλο με το σπαθί σηκωμένο ψηλά. «Σταματήστε! Δε θέλει το κακό σας!»
Ήταν μια θλιβερή προσπάθεια – και τα αποτελέσματα ήταν όπως τα είχε φοβηθεί. Ο φονικός όχλος σταμάτησε, αλλά μόνο για να αποφασίσουν τι να κάνουν το νεαρό ιππότη που τους έκλεινε το δρόμο.
«Κάνε στην άκρη!» του φώναξε ένας γκριζαρισμένος γέρος. Είχε ένα πανί δεμένο πάνω από το ένα του μάτι και μια κόκκινη κηλίδα πάνω του φανέρωνε την πρόσφατη πληγή του. Το δέρμα του ήταν όλο ρυτίδες και τα αραιά μαλλιά του έπεφταν άτονα στους ώμους τους. «Τον θέλουμε! Θα πληρώσει για ό,τι μας έκανε!»
«Εσάς δε σας έκανε τίποτα!»
Μια γυναίκα λίγο μεγαλύτερη από τον Χούμα –και όμορφη κάποτε– τον έφτυσε. «Είναι ένας από δαύτους! Τι σημασία έχει αν ήταν αυτός που σκότωσε τα παιδιά μου; Αν δεν το έκανε εδώ, το έχει κάνει αλλού!»
Οι εξηγήσεις ήταν μάταιες. Δε θα άκουγαν τον Χούμα, κι αν το έκαναν, αυτό δε θα δικαιολογούσε τη φρίκη που είχαν βιώσει. Ο Καζ ήταν ο μοναδικός τους στόχος.
Απελπισμένος, ο Χούμα κούνησε το σπαθί του. Ακούστηκαν μερικά μουρμουρητά και μερικοί, λιγότερο ψυχωμένοι, έκαναν πίσω, αλλά οι περισσότεροι δεν ανέχονταν να προδίδει τη φυλή του την ίδια ένας Ιππότης της Σολάμνια. Ο όχλος κινήθηκε ξανά, αλλά αυτή τη φορά ήταν φανερό ότι στόχος τους ήταν και ο Χούμα.
Πίσω του άκουσε τον πελώριο σύντροφό του να τραβάει το τσεκούρι του. «Μη φοβάσαι, Χούμα. Θα τους λιώσουμε.»
Τα λόγια του μινώταυρου φανέρωναν ανυπομονησία ακόμα μεγαλύτερη από την πρώτη φορά που την είχε προσέξει ο Χούμα.
Ούτε καν η θέα του εξαγριωμένου μινώταυρου που κράδαινε το πελώριο πολεμικό τσεκούρι στο ένα του χέρι δε στάθηκε ικανή να πτοήσει τους χωρικούς. Αδύνατα, κοκαλιάρικα χέρια ντυμένα με κουρέλια υψώθηκαν στον αέρα. Μερικά ήταν άδεια, άλλα ήταν έτοιμα να χτυπήσουν με όποιο μέσο διέθεταν. Ο Χούμα οπισθοχώρησε.
Θα σκότωνε στ’ αλήθεια αυτούς τους ανθρώπους για να προστατέψει κάποιον που λίγες μέρες πριν ήταν εχθρός του; Κανένας ιππότης δε θα έκανε κάτι τέτοιο. Αυτό το ήξερε καλά. Όμως δεν μπορούσε ν’ αφήσει τον Καζ στα χέρια τους.
«Καζ, καλύτερα να τρέξεις!»
«Τότε θα σκοτώσουν εσένα, Χούμα. Θα σε σκοτώσουν που με βοήθησες. Καλύτερα να σταθούμε και να πολεμήσουμε.»
Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Χούμα, αλλά φαινόταν να μην υπάρχει άλλη επιλογή. Ή θα έκανε στην άκρη, προδίδοντας το μινώταυρο ή θα στεκόταν εκεί, προδίδοντας αυτούς που είχε ορκιστεί να προστατέψει. Το σπαθί του ταλαντεύτηκε.
Δυνατός άνεμος σηκώθηκε πίσω του.
Ο όχλος κοκάλωσε και όλων τα μάτια κοίταξαν ψηλά. Ο Χούμα άκουσε τον Καζ να στριφογυρίζει βρίζοντας.
«Δράκος!»
Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε απότομα τυφλώνοντας τον Χούμα, που γυρνούσε κι εκείνος. Άκουσε το πλατάγισμα των πελώριων φτερών καθώς ο δράκος ετοιμαζόταν να προσγειωθεί. Με τη σκέψη του είδε έναν από τους φονικούς μαύρους δράκους ή ίσως κάποιον τεράστιο κόκκινο, έτοιμο να τους τσακίσει όλους. Το σπαθί του θα ήταν λιγότερο κι από άχρηστο.
Πριν καν κατακαθίσει η σκόνη, ο Καζ άρχισε την επίθεσή του. Δράκος του Φωτός ή δράκος του Σκότους, καθόλου δεν τον ένοιαζε. Ό,τι κι αν ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος δεν είχε κανένα μέλλον. Το μόνο που έλπιζε ήταν να προλάβει να κάνει λίγη ζημιά στο θηρίο πριν εκείνο τον κάνει λιώμα. Ο μινώταυρος έβγαλε μια πολεμική κραυγή κι άρχισε να τρέχει περιστρέφοντας το τσεκούρι πάνω από το κεφάλι του. Τη στιγμή που τον χτυπούσε ο Καζ, ο Χούμα είδε το δράκο για πρώτη φορά.
Ο ιππότης σήκωσε το χέρι του και φώναξε, αν και ήξερε καλά πως ήταν ήδη αργά. «Μη!»
Η δύναμη των μινώταυρων ήταν βέβαια εντυπωσιακή. Έλεγαν ότι το τσεκούρι στο χέρι ενός μινώταυρου μπορούσε να σκίσει ένα βράχο στα δύο. Αν είχε χτυπήσει ο Καζ, ήταν πολύ πιθανό να είχε νικήσει. Αντί γι’ αυτό, κοκάλωσε ξαφνικά στο μέσον της κίνησής του και η φόρα του, τρομερή καθώς ήταν, τον έριξε με το κεφάλι καταγής κάτω από το τεράστιο στόμα του δράκου.
Ο δράκος έριξε μια γρήγορη ματιά στον πεσμένο μανιακό και ύστερα σήκωσε τα μάτια του και εξέτασε τον άνθρωπο. Ο Χούμα του ανταπόδωσε το βλέμμα. Ως ιππότης, ήταν συνηθισμένος στο πήγαινε-έλα των δράκων του Φωτός. Υπηρετούσαν ως φρουροί και αγγελιοφόροι, αλλά ποτέ του δεν είχε δει κάποιον από τόσο κοντά.
Ήταν ψηλός και λεπτός. Ολόκληρο το κορμί του ήταν ασημένιο, εκτός από τα δυο του μάτια που έλαμπαν σαν ήλιοι. Από ένστικτο κατάλαβε ότι ο δράκος ήταν θηλυκός, αν και θα δυσκολευόταν πολύ να το αιτιολογήσει. Τα σαγόνια του ήταν μακρύτερα από το χέρι του και τα δόντια του ήταν τόσο μακριά που θα μπορούσαν να κόψουν το κεφάλι του Χούμα με μια δαγκωνιά. Το ρύγχος του ήταν μακρύ και σουβλερό.
Η φωνή του δράκου, σε αντίθεση με την εμφάνισή του, ήταν βαθιά αλλά μελωδική. «Ένας Ιππότης της Σολάμνια. Τι θες εδώ πέρα; Είσαι πολύ μακριά από τους συντρόφους σου. Αυτό το σκουπίδι ψάχνεις; Μην ανησυχείς, ο μινώταυρος δεν πρόκειται να ξεφύγει. Όχι όσο τον κρατάει η δύναμη της θέλησής μου.»
Ο Χούμα χαμήλωσε το όπλο του. Οι χωρικοί είχαν χαθεί στο βάθος κι ας μη διέτρεχαν πραγματικό κίνδυνο.
«Είσαι καλά;» – η ερώτηση φάνηκε ειλικρινής. Ο ασημένιος δράκος ρωτούσε από ενδιαφέρον.
«Σε παρακαλώ» είπε πνιχτά ο Χούμα. «Μην τον πειράξεις! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!»
Οι λαμπερές ίριδες του δράκου φάνηκαν να τον ζυγίζουν. Το θηρίο ήταν περίεργο. «Γιατί θες να σώσεις τη ζωή αυτού του πλάσματος; Πληροφορίες θέλεις; Μπορώ να του τις αποσπάσω με ελάχιστη προσπάθεια.»
Ο δράκος περίμενε με την υπομονή κάποιου που μετράει το χρόνο σε αιώνες, όχι σε λεπτά.
«Είναι σύντροφός μου. Έχει αποσκιρτήσει από την κακοβουλία της Βασίλισσας του Σκότους.»
Αν έλεγε κάποιος στον Χούμα ότι το πρόσωπο ενός δράκου μπορούσε να δείξει ανθρώπινη έκπληξη, ο ίδιος θα τον κορόιδευε. Αυτό συνέβαινε όμως. Απόμεινε σιωπηλός, ενώ ο δράκος χώνευε αυτή την καινούρια πληροφορία.
«Ο μινώταυρος θα με χτυπούσε. Είναι προφανές ότι σκόπευε να μου κάνει μεγάλο κακό. Πώς δικαιολογούνται λοιπόν οι ισχυρισμοί σου;»
Ο Χούμα σφίχτηκε. «Πρέπει να δεχτείς το λόγο μου. Δεν έχω αποδείξεις.»
Η δράκαινα –ήταν θηλυκιά τελικά– χαμογέλασε ακούγοντάς τον. Ο Άρχοντας Όσγουολ είχε πει κάποτε ότι το χαμόγελο του δράκου είναι σαν το χαμόγελο της αλεπούς που ετοιμάζεται να κατασπαράξει την κότα.
«Σου ζητώ συγνώμη, Ιππότη της Σολάμνια. Δεν εννοούσα πως δεν πιστεύω τα λόγια σου. Πρέπει να παραδεχτείς όμως ότι δε βλέπουμε κάθε μέρα ένα μινώταυρο να πολεμάει στο πλευρό κάποιου δικού μας.»
«Δε με πρόσβαλες.»
«Κι αυτοί τι είναι;»
Ο Χούμα δε γύρισε. Θυμόταν ακόμα τους δισταγμούς του και το τι θα μπορούσαν να είχαν κοστίσει. «Ο φόβος κι ο θυμός τους είναι δικαιολογημένοι. Έχουν υποφέρει πολλά. Δεν τους κρατάω κακία.»
Η δράκαινα δέχτηκε την απάντησή του με μια ελικοειδή συστροφή του μακριού λαιμού της. Στράφηκε στους χωριάτες. «Βρίσκεστε έξω από την πορείας σας» τους είπε. «Γυρίστε νοτιοδυτικά. Εκεί υπάρχουν κληρικοί της Μισακάλ που θα φροντίσουν τους τραυματισμένους και θα σας δώσουν τροφή. Να το πείτε και σ’ όποιον άλλο συναντήσετε στο δρόμο σας.»
Εκείνοι δεν πρόβαλαν αντιρρήσεις και ο Χούμα ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτό το γεγονός. Η δράκαινα παρακολούθησε τους φυγάδες που τραβούσαν προς τη νέα τους κατεύθυνση. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα στον Καζ με μια έκφραση σχεδόν αποστροφής.
«Αν τον λευτερώσω τούτον εδώ, η υγεία του θα είναι δικό σου πρόβλημα. Τη φυλή του τη συμπαθώ όσο κι αυτοί οι κακομοίρηδες.»
Ο Χούμα δίσταζε. «Δεν μπορώ να εγγυηθώ για την αντίδραση του όταν τον ελευθερώσεις. Θυμώνει πολύ εύκολα.»
«Χαρακτηριστικό των μινώταυρων. Αν δε σκοτώνονταν όλη την ώρα μεταξύ τους διεκδικώντας δύναμη και αξιώματα, θα είχαν κατακτήσει το Άνσαλον εδώ και πολύ καιρό.» Αναστέναξε, και ο Χούμα αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του από τον καυτό αέρα που του ζέστανε το πρόσωπο. «Πολύ καλά.»
Με αυτά τα λόγια ο μινώταυρος πήρε ξαφνικά ζωή. Δε συνέχισε την επίθεσή του, αλλά κοντοστάθηκε σε κάποια απόσταση από τη δράκαινα και τον ιππότη, με το τσεκούρι έτοιμο. Κοίταξε τη δράκαινα ανήσυχα.
Εκείνη του ανταπόδωσε το βλέμμα με κάτι που έμοιαζε με περιφρόνηση. «Τα άκουσες όλα.»
Δεν ήταν ερώτηση – και η έκφραση του πελώριου πολεμιστή έδωσε στον Χούμα να καταλάβει ότι τα είχε ακούσει πράγματι όλα. Εξακολουθούσε όμως να μην εμπιστεύεται κανέναν από τους δυο τους.
«Τα άκουσα. Δεν ξέρω τι να πιστέψω.»
«Μπορούσα να σε λιώσω πολύ εύκολα, μινώταυρε.» Η ασημένια δράκαινα σήκωσε το τεράστιο νύχι της για να του το αποδείξει. Αν κάποιος ένιωθε πάνω του τη δύναμη που κρυβόταν πίσω από αυτό το νύχι, δε θ’ απόμεναν πολλά για να τα κλάψει κανείς.
Ο Καζ έστρεψε το βλέμμα του στον Χούμα. «Μου έσωσες μια φορά τη ζωή, ιππότη Χούμα. Φαίνεται ότι μου την έσωσες και πάλι, αλλά αυτή τη φορά με το λόγο.» Ο μινώταυρος κούνησε το κεφάλι. «Ποτέ δε θα μπορέσω να ξεπληρώσω επαρκώς το χρέος μου.»
Ο Χούμα σκυθρώπασε. Πάλι χρέη! «Δε θέλω τίποτα από σένα, εκτός από ειρήνη. Θα αφήσεις το τσεκούρι;»
Ο μινώταυρος ίσιωσε το κορμί του, έριξε άλλη μια ματιά στην τεράστια μορφή μπροστά του και ξανάβαλε διστακτικά το τσεκούρι στη θήκη του. «Όπως έλεγα, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Τι θα απογίνω;»
Η δράκαινα ρουθούνισε στέλνοντας συννεφάκια καπνού στον αέρα. «Δε μ’ ενδιαφέρεις. Αυτό ας το αποφασίσει ο Χούμα.»
«Εγώ;»
«Μέχρι τώρα επέδειξες εξαιρετική κρίση. Μακάρι οι γήινες φυλές να έδειχναν την ίδια κοινή λογική.» Στη φωνή της δράκαινας δεν υπήρχε ίχνος κοροϊδίας.
Το κομπλιμέντο, προερχόμενο από ένα πλάσμα τόσο μεγαλόπρεπο όσο μια ασημένια δράκαινα, προκάλεσε μια παράξενη ικανοποίηση στον Χούμα. Σκέφτηκε προσεκτικά για λίγα λεπτά, παραμερίζοντας διάφορες ιδέες που είχαν μισοσχηματιστεί στο μυαλό του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και ύστερα στράφηκε στο μινώταυρο. «Πρέπει να βρούμε τη φάλαγγα. Αν θες πραγματικά να φανερώσεις τον εαυτό σου και στους άλλους, εκτός από εμένα, θα πρέπει να τους πεις όλα όσα ξέρεις για τις κινήσεις των ογκρ και να τους κάνεις να σε πιστέψουν.» Ο Χούμα σώπασε. «Φαντάζομαι πως όντως ξέρεις κάτι χρήσιμο, ε;»
Ο Καζ το σκέφτηκε κάμποσο. Έπειτα γρύλισε. «Ξέρω περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε. Αν μπορέσεις να τους πείσεις να μη με σκοτώσουν με την πρώτη ματιά, θα κάνω αυτό που λες. Ίσως η βοήθεια που θα σας δώσω να επισπεύσει τον ερχομό της μέρας που θα λευτερωθούν οι δικοί μου.»
«Πρέπει να μου δώσεις το τσεκούρι.»
Ο μινώταυρος έβγαλε ένα θυμωμένο μουγκρητό. «Δεν μπορώ να πάω κοντά τους άοπλος! Θα ήταν ατιμωτικό! Δεν κάνουμε έτσι εμείς!»
Ο Χούμα ένιωσε το θυμό του να φουντώνει. «Δεν είσαι με τους δικούς σου! Είσαι με τους δικούς μου! Αν πας κοντά τους οπλισμένος μ’ αυτό το τεράστιο τσεκούρι, δεν υπάρχει ελπίδα συμβιβασμού. Στην καλύτερη περίπτωση, θα σε πιάσουν αιχμάλωτο. Στη χειρότερη, θα σε σκοτώσουν.»
Η δράκαινα κοίταξε το μινώταυρο με τα λαμπερά της μάτια. «Ο ιππότης έχει δίκιο. Καλά θα κάνεις να τον ακούσεις.»
Ο Καζ γρύλισε, ρουθούνισε κι επικαλέστηκε τα ονόματα πέντε-έξι επιφανών προγόνων του, αλλά τελικά συμφώνησε να παραδώσει το όπλο του στον Χούμα όταν θα ερχόταν η ώρα.
Η ασημένια δράκαινα άπλωσε τα τεράστια φτερά της. Ήταν υπέροχο πλάσμα, η ίδια η έννοια της δύναμης και της ομορφιάς σε ένα σώμα. Ο Χούμα είχε δει υφαντά, ξύλινα ανάγλυφα και γλυπτά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ που προσπαθούσαν να αποδώσουν την ουσία των δράκων. Σε σύγκριση με το ζωντανό πλάσμα, δεν ήταν παρά κακές απομιμήσεις.
«Πετούσα προς τους δικούς μου στο Βόρειο Έργκοθ, όταν σας είδα. Η περίπτωση ήταν μοναδική. Μου κίνησε το ενδιαφέρον κι έτσι αποφάσισα να προσγειωθώ» είπε. «Πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου, αλλά δε θα λοξοδρομήσω πολύ αν σας πάω στον προορισμό σας.»
Στη σκέψη μιας ουράνιας πτήσης πάνω στην πλάτη ενός από τους θρυλικούς δράκους, ο Χούμα κόντεψε να λιποθυμήσει. Ήξερε ότι υπήρχαν ιππότες που πολεμούσαν καβάλα στα πελώρια πλάσματα και μάλιστα μιλούσαν μαζί τους, αλλά τέτοια τιμή δεν είχε ξαναγνωρίσει.
«Πώς θα κρατιόμαστε;»
«Αν πετάω αργά, δε θα δυσκολευτείτε να πιαστείτε με τα χέρια και τα πόδια σας. Το έχουν κάνει πολλοί άλλοι, αν κι εσείς θα είστε οι πρώτοι που θα πετάξετε μαζί μου. Θα γλιτώσετε πολύ χρόνο και πολλές δοκιμασίες.» Χαμήλωσε το κεφάλι της στο ύψος του δικού του.
Ο Χούμα θα πετούσε! Ο Μάτζιους του είχε πει κάποτε ότι αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που μπήκε στις τάξεις των μάγων –να πετάει μέσα στα σύννεφα.
Ο Χούμα ανέβηκε στο μακρύ καμπύλο λαιμό ακριβώς πάνω από τους ώμους και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει στη δράκαινα που είχε γυρίσει και τον κοίταζε. Ήξερε ότι καταλάβαινε πολύ καλά τον ενθουσιασμό του. Κοκκινίζοντας ελαφρά, ο Χούμα έτεινε το χέρι του στον Καζ. Ο μινώταυρος κοίταξε το τεντωμένο χέρι και την πλάτη της δράκαινας.
Κούνησε άγρια το κεφάλι του. «Η φυλή μου είναι φυλή της γης και της θάλασσας, Δεν είμαστε πουλιά.»
«Είναι απολύτως ασφαλές.» Η δράκαινα τον κοίταξε περιφρονητικά. «Κι ένα μωρό θα καβαλούσε άφοβα.»
«Τα μωρά είναι ανόητα. Εγώ όχι.»
«Μη φοβάσαι, Καζ.»
Τα λόγια του Χούμα τον έτσουξαν για τα καλά, όπως ακριβώς είχε ελπίσει ο ιππότης. Αν ένας κοινός άνθρωπος μπορούσε να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση, τότε σίγουρα θα μπορούσε και ένας μινώταυρος. Ρουθουνίζοντας αγριεμένος, έπιασε το χέρι του Χούμα κι ανέβηκε. Κάθισε ακριβώς πίσω από τον ιππότη χωρίς να μιλάει, αν και ήταν σφιγμένοι όλοι οι μύες του κορμιού του. Σφίχτηκε από το λαιμό της δράκαινας με χέρια και με πόδια.
«Έτοιμοι κι οι δύο;»
Ο Χούμα γύρισε και κοίταξε τον Καζ, ο οποίος κοίταζε ίσια μπροστά του χωρίς να βλέπει. Ο ιππότης γύρισε ξανά μπροστά. «Όσο καλύτερα γίνεται, φαντάζομαι.» Η καρδιά του βροντούσε και ένιωθε περισσότερο σαν μικρό παιδάκι παρά σαν Ιππότης της Σολάμνια. «Θα πετάξουμε ψηλά;»
Η ασημένια δράκαινα γέλασε στ’ αλήθεια με ένα βαθύ, λαρυγγόφωνο γέλιο. «Όχι όσο ψηλά θα ήθελες, αλλά δε νομίζω να απογοητευτείς.»
Έριξε μια τελευταία περιπαιχτική ματιά στο μινώταυρο και ύστερα πλατάγισε τα φτερά της. Ο Χούμα είδε μαγεμένος το έδαφος να απομακρύνεται από κάτω τους. Μέσα σε δευτερόλεπτα η ασημένια δράκαινα βρέθηκε ν’ ανεβαίνει κυκλικά στον ουρανό. Ο Χούμα κατέβασε την προσωπίδα του για να προφυλαχτεί όσο μπορούσε από τον άνεμο που του έδερνε το πρόσωπο. Ο Καζ κρατιόταν απλώς με όλη του τη δύναμη – και αυτό δεν άλλαξε ούτε όταν το ασημένιο θηρίο σταμάτησε να παίρνει ύψος κι άρχισε επιτέλους να πετάει αργά και σταθερά.
Ο Χούμα σήκωσε την προσωπίδα του κι έσκυψε όσο πιο κοντά μπορούσε στο κεφάλι της δράκαινας. «Είναι… είναι φανταστικά!»
«Ίσως έπρεπε να είσαι κι εσύ δράκος!» του φώναξε εκείνη. «Μακάρι να έβλεπες τον κόσμο όπως τον βλέπω εγώ!»
Δεν προσπάθησε να του εξηγήσει και ο Χούμα δεν της το ζήτησε. Για μια σύντομη στιγμή ο πόλεμος, η Ιπποσύνη και όλα του τα προβλήματα είχαν εξαφανιστεί.
Ο Χούμα βολεύτηκε και απόλαυσε το μεγαλείο.