Το ξόρκι φωτός του Μάτζιους τους τύλιξε σαν αντίσκηνο. Πιο πέρα καραδοκούσε το απόλυτο σκοτάδι. Άκουγαν τη μανία της μαγικής καταιγίδας, αν και δεν την ένιωθαν. Το ξόρκι που προστάτευε τον Μάτζιους προστάτευε επίσης τον Χούμα και τον Καζ. Μόνο η ισορροπία τους ήταν επισφαλής, όπως ανακάλυψε ο μινώταυρος. Ο Χούμα τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. Το κάτω μισό του κτηνάνθρωπου ήταν μέσα στη γλίτσα.
Ο Μάτζιους χαμογέλασε ευγενικά στη θέα του, προκαλώντας την οργή του Καζ. Η κατάσταση δε βελτιώθηκε καθόλου από τα σχόλια του μάγου για τον αργό τους βηματισμό, ούτε για το γεγονός ότι ούτε σταγόνα λάσπης δεν είχε τολμήσει να λερώσει τα μεγαλόπρεπα ρούχα του. Ξόρκι κι αυτό, συμπέρανε ο Χούμα, γιατί ο Καζ είχε προσπαθήσει να κλοτσήσει λίγο βούρκο στην πλάτη του σωτήρα τους. Η λάσπη είχε σταματήσει λίγους πόντους από τον ανυποψίαστο στόχο του, είχε φανεί να διστάζει και τελικά έπεσε στη γη.
Ούτε ο ιππότης ούτε ο μινώταυρος είχαν την παραμικρή ιδέα για το πού τους πήγαινε ο Μάτζιους. Το μόνο που ήξεραν ότι –επιτέλους– είχαν γλιτώσει από τα βίαια μάγια που εξαπέλυαν οι μάγοι της Βασίλισσας του Σκότους. Το γεγονός ότι το Κακό είχε στο χέρι του τέτοια δύναμη έφερνε μεγάλη κατάθλιψη στον Χούμα. Εκείνη τη στιγμή –περισσότερο από ποτέ– όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί.
Ο Μάτζιους σήκωσε απότομα το ελεύθερο χέρι του. Η λάμψη που πήγαζε από το πρόσωπό του έσβησε. Μόνο το φως του απλού ραβδιού του, το φως που είχαν πρωτοδεί ο Καζ και ο Χούμα, συνέχιζε να τους χωρίζει από το απόλυτο σκοτάδι.
Μπροστά τους δεν έβλεπαν τίποτα, αλλά –απ’ όσο άκουγαν– η καταιγίδα πρέπει να είχε κοπάσει. Άκουγαν και κάτι άλλο: τα βήματα πολλών πελμάτων ζώων και τη βαριά ανάσα μεγάλων όντων. Το χέρι του Χούμα είχε ασπρίσει από το σφίξιμο του σπαθιού του. Τα όντα, πλάσματα της νύχτας αφού μπορούσαν να κινούνται με τόση άνεση, συνέχιζαν να περνούν. Όταν είχαν πια περάσει κάμποσα λεπτά χωρίς να ακολουθήσει τίποτε άλλο, ο Μάτζιους κατέβασε το χέρι.
Στράφηκε στιγμιαία πίσω, στους άλλους. «Αουτράνερ. Πλάσματα δημιουργημένα και κακομαθημένα από τον Γκάλαν Ντράκος. Δεν είναι ν’ απορείς που μερικοί άρχισαν να τον λένε μοιραίο σύζυγο της βασίλισσας. Η διεστραμμένη του φαντασία είναι όντως αντάξιά της.»
Ο Χούμα αναρωτήθηκε ποιοι να ήταν αυτοί οι «μερικοί» για τους οποίους μιλούσε ο Μάτζιους. Καιγόταν να τον ρωτήσει ένα σωρό πράγματα για τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πριν φύγει για τη Δοκιμασία, ο Μάτζιους ήταν ένας σαρκαστικός, ματαιόδοξος κολπατζής, που έκανε πλάκα με τον καλύτερό του φίλο γελοιοποιώντας την Ιπποσύνη για την αυστηρότητά της και την προσήλωσή της στους τύπους. Μόνο ο Χούμα καταλάβαινε ότι ο Μάτζιους ήταν τρομερά ανασφαλής –ένας από τους λόγους που ήθελε να μελετήσει τη μαγεία– και ότι τα πειράγματά του προς τον Χούμα εξυπηρετούσαν άλλο σκοπό. Οι ίδιοι εκείνοι ιππότες που απεχθάνονταν το νεαρό Χούμα ήταν οι προστάτες του. Η τιμή της Ιπποσύνης ερχόταν πάντα πρώτη.
Αυτός εδώ ο Μάτζιους, αν και διατηρούσε ακόμα εκείνη τη φλέβα της πονηριάς, είχε αποκτήσει μια σοβαρή, σκεπτική πλευρά που δέσποζε στην προσωπικότητά του.
«Χούμα» ψιθύρισε ο μινώταυρος. «Πού πάμε;»
Είχαν κι οι δυο τους συμπεράνει ότι ο Μάτζιους τους οδηγούσε στις –όποιες– δυνάμεις της Σολάμνια ανασυντάσσονταν ή μάλλον που έλπιζε ο Χούμα ότι ανασυντάσσονταν. Όμως ο νεαρός ιππότης βεβαιωνόταν ολοένα και περισσότερο ότι τραβούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Μάτζιους;»
«Χμ;» Ο μάγος δε γύρισε καν να τον κοιτάξει.
Διατακτικά, ο Χούμα τον ρώτησε «Γυρίζουμε πιο βαθιά μέσα στη Σολάμνια;»
«Όχι.»
«Που πάμε;»
Παρά τους ανέμελους τρόπους του, ο μάγος δεν μπόρεσε να κρύψει κάποια αβεβαιότητα στη φωνή του, ακόμη ίσως και φόβο. «Πηγαίνουμε στο κάστρο μου, στην κατοικία μου.»
Ο Χούμα τού έδειξε επιτέλους καθαρά την ανησυχία του. «Στο Έργκοθ;»
«Ναι.» Ο Μάτζιους συνέχισε να προχωρεί, αλλά οι άλλοι δύο σταμάτησαν. Δεν ήταν να απορεί κανείς λοιπόν που η καταιγίδα κόπασε τόσο γρήγορα. Διέσχιζαν τις γραμμές του εχθρού!
«Μας πρόδωσε!» Ο Καζ άπλωσε τα γυμνά του χέρια. Μέσα στις πανίσχυρες παλάμες του μινώταυρου ο λαιμός του Μάτζιους θα ήταν πολύ εύθραυστος.
«Μη, Καζ!» Ο Χούμα πάλεψε για μια στιγμή με το μινώταυρο, αλλά εκείνος δεν άκουγε. Πίστευε στ’ αλήθεια ότι θα τον παρέδιδαν στους ανελέητους αδερφούς του να τον εκτελέσουν.
Τα τεράστια χέρια σχημάτισαν κύκλο γύρω από το λαιμό του μάγου – κι έμειναν εκεί. Το ίδιο ξόρκι που προστάτευε τον Μάτζιους από τη λάσπη τον φυλούσε και από κάθε σωματική βλάβη. Το πρώτο ευεργέτημα ήταν, το δίχως άλλο, ένα ευτυχές παρεπόμενο, αν και με τη ματαιοδοξία που έδερνε τον Μάτζιους κανείς δεν μπορούσε ένα είναι σίγουρος.
Ο Μάτζιους έκανε μεταβολή, πάντα μέσα στον κλοιό των χεριών του Καζ. Χωρίς προειδοποίηση, ο μινώταυρος κατέβασε το ένα του χέρι στο κεφάλι του μάγου. Αν υπολόγιζε να τα καταφέρει χάρη στη δύναμή του και μόνο είχε κάνει λάθος. Όχι μόνο έμεινε ασάλευτος ο μάγος αλλά το χέρι του άλλου τινάχτηκε πίσω.
Ο μάγος είχε εκείνο το εξοργιστικό χαμόγελο που ο Χούμα τον είχε δει να αποκτά με τα χρόνια. Ξαφνικά, ακόμα και μέσα στο πνιγηρό σκοτάδι, ξαναζούσε το παρελθόν.
«Δε σε πρόδωσα – κανένα σας δεν πρόδωσα. Πράγματι, πηγαίνουμε στο Έργκοθ, αλλά μεγάλο μέρος αυτής της γης παραμένει ουσιαστικά ανέγγιχτο από τα ογκρ και την άθλια κυρά τους. Και μάλιστα, εδώ θα είμαστε μάλλον ασφαλέστεροι παρά αν ακολουθούσαμε στην τρεχάλα τους εκείνους τους λεβέντες, τους ιππότες.»
Ο Χούμα μόρφασε στο άκουσμα της περιγραφής και ένιωσε άβολα, κι ας ήξερε καλά ότι οι ιππότες είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους. Ο Μάτζιους είχε παραλείψει να αναφέρει ότι και οι μάγοι το είχαν βάλει επίσης στα πόδια.
Ο μινώταυρος ήταν αμετάπειστος. «Μα τον Σάργκας και τους προγόνους μου είκοσι γενιές πίσω…»
Ο Μάτζιους κράτησε το φως του ραβδιού μπροστά στον Καζ κι εκείνος τραβήχτηκε αμέσως από φόβο μήπως του ρίξει κάνα ξόρκι. «Αν κάποιος τραβήξει την προσοχή πάνω μας, αυτός θα είσαι εσύ, μινώταυρε! Επικαλέσου τους αραχνιασμένους προγόνους σου αν θες, αλλά μην επικαλεστείς ξανά αυτόν το θεό του Σκότους, εκτός αν θες να πέσει το μάτι του πάνω μας!»
Σάργκας. Ο Χούμα χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα για να αναγνωρίσει το όνομα. Ο Σάργκας – Σαργκόνας, σύζυγος της Τακίσις, της δρακοβασίλισσας. Δύναμη από μόνος του. Οι μινώταυροι τον λάτρευαν. Για τον Καζ ήταν, βέβαια, μια κίνηση αντανακλαστική, αλλά θα μπορούσε να τους στοιχίσει τη ζωή σε μια εποχή που οι θεοί και οι θεές παρακολουθούσαν και άκουγαν τα πάντα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο Σάργκας δε θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος από ένα μινώταυρο που είχε στραφεί στην ασφάλεια των ορκισμένων θνητών φρουρών του Πάλανταϊν. Ο Σάργκας ήταν ο θεός της Εκδίκησης, της Συνωμοσίας και του Μεγάλου Κακού. Ο Καζ δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να ηρεμήσει και να αποδεχτεί τη λογική των ανθρώπων – στο συγκεκριμένο θέμα τουλάχιστον.
«Λοιπόν» είπε ο Μάτζιους ισιώνοντας το μανδύα του «μπορούμε να συνεχίσουμε; Κάποια στιγμή θα κουραστώ και δεν έχω καμία διάθεση να βρίσκομαι μέσα στην ακτίνα δράσης των φρουρών της βασίλισσας.»
Ακολούθησαν το μάγο μέσα στο σκοτάδι για ένα διάστημα που φάνηκε σαν να πέρασαν μέρες ολόκληρες. Ο Χούμα άρχισε να αναρωτιέται αν ολόκληρο το Έργκοθ βρισκόταν κάτω από τη σκιά και κατά πόσο αυτή η σκιά έφτανε μέχρι και τη Σολάμνια. Ένιωθε ένα αίσθημα ενοχής που δε βοηθούσε την ανασύνταξη των δυνάμεών τους, αλλά παρηγορήθηκε από το γεγονός ότι μπορεί να έκανε κάτι χρήσιμο εκεί που ο πολέμαρχος δε θα υποψιαζόταν καθόλου την παρουσία του.
Τελικά, οι τρεις τους άρχισαν να διακρίνουν το σκοτάδι να διαλύεται – είτε επειδή εξασθενούσε είτε επειδή έφταναν στα όριά του.
«Το επίπεδο ισχύος που απαιτείται για τη δημιουργία και τη διατήρηση αυτού του τερατουργήματος πρέπει να είναι μνημειώδες» είπε ο Μάτζιους. «Οι αποστάτες του Γκάλαν Ντράκος είναι ταλαντούχοι, αλλά ακόμα κι αυτοί έχουν τα όριά τους. Φαίνεται όμως πως έκανε τη δουλειά του. Η αταξία νικήθηκε.»
Σκοτεινές φασματικές μορφές σχηματίστηκαν κι άρχισαν να τους πλησιάζουν. Οι δαιμονικές μορφές έγιναν πελώρια δέντρα και πυκνοί θάμνοι.
«Μάτζιους, τι συνέβη στ’ ανατολικά;»
Ο μάγος κοντοστάθηκε, αν και το βλέμμα του ήταν πάντα καρφωμένο στο μονοπάτι μπροστά τους. «Συνέβη κάτι στ’ ανατολικά;»
«Ήρθαν οι δράκοι.» Τι να είχαν απογίνει; αναρωτήθηκε ο Χούμα. Είχαν χαθεί όλοι τους – κι ανάμεσά τους και η ασημένια δράκαινα που είχε τόσο παράξενα δεθεί μαζί της; «Λένε ότι η ανατολή κατέρρευσε.»
Ο Μάτζιους στάθηκε, γύρισε και μελέτησε το πρόσωπο του φίλου του. «Αλήθεια;» η έκφρασή του ήταν σκεφτική.
Ο Καζ σταύρωσε τα πελώρια μπράτσα του. «Ξέρεις πολλά, μάγε. Πολύ περισσότερα απ’ όσα μας λες.»
Το κυνικό χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά. «Όταν φτάσουμε στον προορισμό μας, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας διαφωτίσω.»
«Και πόσο καιρό θα πάρει αυτό; Θα ορκιζόμουν ότι περπατάμε μέρες.»
Η υπέροχη μορφή κούνησε το χρυσαφένιο κεφάλι της. «Υπομονή! Ίσως αυτό να είναι το πιο επικίνδυνο μέρος του ταξιδιού.»
Ο Μάτζιους στράφηκε ξανά μπροστά, ενώ ο Καζ μουρμούρισε «Κι άλλοι αναθεματισμένοι γρίφοι!»
Λίγο αργότερα το μισοσκότεινο δάσος φωτίστηκε όπως το γλυκοχάραμα και ύστερα, εντελώς ξαφνικά, έγινε μέρα. Συννεφιασμένη, όπως ήταν πάντα στο Άνσαλον με τον ερχομό της βασίλισσας, αλλά τουλάχιστον μέρα. Οι τρεις σύντροφοι σταμάτησαν για να την απολαύσουν. Ακόμα και ο Μάτζιους φάνηκε ευχαριστημένος.
«Πρέπει να είμαστε αρκετά ασφαλείς πια. Διάλεξα το συντομότερο και ασφαλέστερο δρόμο κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά έχουμε ακόμα μια μέρα πορεία. Δε θέλω να μάθει ο Ντράκος και οι Μάγοι του Ερυθρού Χιτώνα τη θέση του άλσους μου.»
Ο Καζ περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι και να κοιτάξει τον Χούμα, που κι εκείνος του απάντησε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Ούτε αυτός ήξερε για ποιο άλσος μιλούσε ο Μάτζιους.
Ξαφνικά ένιωσαν άβολα.
«Πεθαίνω της πείνας» είπε ο μινώταυρος.
Δεν πρόλαβε να το πει και ο Χούμα ένιωσε κι αυτός μια σουβλιά στο στομάχι.
Ο Μάτζιους αναστέναξε. Χτύπησε το ραβδί του και ένας σάκος σχηματίστηκε μπροστά τους. Ήταν απλός, δερμάτινος, σχεδόν τόσο μεγάλος όσο και μια αποσκευή σέλας ιππότη και σφιχτοδεμένος. «Δεν είναι πολλά, αλλά θα πρέπει να μας φτάσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες.»
Όσο λίγα κι αν τα θεωρούσε ο μάγος, έφταναν για να χορτάσουν την πείνα τριών γερών ατόμων – κι ας ήταν μινώταυρος το ένα τους. Ο Χούμα κοίταζε το σάκο, ενώ ο Μάτζιους έβγαζε φρούτα, ψωμί, ακόμα κι ένα μικρό φλασκί με κρασί. Το περιεχόμενο ήταν τουλάχιστον διπλάσιο σε όγκο από το σάκο και φαινόταν πως είχε κι άλλα. Τι άλλα κόλπα διέθετε, άραγε, ο παιδικός του φίλος που τα θεωρούσε δεδομένα; Πόσο ισχυρός ήταν ο Μάτζιους και σε ποιον αφιέρωνε τη δύναμή του;
Δαγκώνοντας ένα μήλο, ο Χούμα κοίταξε εξεταστικά τα εκλεκτά ρούχα του μάγου. Ο Μάτζιους μπορούσε να φοράει δικαιωματικά είτα τους λευκούς χιτώνες του Καλού είτε –πράγμα πιο πιθανό– τους ερυθρούς χιτώνες της Ουδετερότητας. Αντί γι’ αυτό, ο Μάτζιους φορούσε ένα γαλάζιο και χρυσό σύνολο που θα ταίριαζε περισσότερο σε έναν αυλικό του Έργκοθ. Ο μανδύας του ήταν λευκός, αλλά τόσο απαλός και καλοραμμένος που είτε ήταν προϊόν μαγείας είτε ήταν φτιαγμένος από κάποιον έξοχο τεχνίτη. Επίσης, φορούσε μπότες ψηλές μέχρι το μηρό, από λεπτό γυαλισμένο δέρμα – και μάλιστα καθόλου συνηθισμένο. Ο ιππότης δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τι δέρμα ήταν, αλλά είχε ξαναδεί παρόμοιες. Ο Μέγας Μάγιστρος είχε ένα ζευγάρι που τους έμοιαζε πολύ.
Αυτά δεν ήταν ρούχα μάγου. Τουλάχιστον όχι από αυτούς που ήξερε ο Χούμα.
Ο Καζ μίλησε βγάζοντας τον Χούμα από τις σκέψεις του.
«Θεέ της Θάλασσας! Τέτοιο ωραίο κρασί δεν έχω ξαναπιεί!»
Η έκφραση του μινώταυρου φάνηκε να διασκεδάζει τον Μάτζιους. «Σε συγχαίρω για το γούστο σου. Είναι σπάνιο δώρο και μου το χάρισαν τα ξωτικά του Κουαλινέστι. Είναι το αγαπημένο μου.»
«Ήσουν στο Κουαλινέστι;» Ο Χούμα είχε ακούσει για τα ξωτικά και τα ξαδέρφια τους –τους κατοίκους του Σιλβανέστι– αλλά δεν είχε δει ποτέ του παρά μόνο μισοξωτικά, όπως φαίνεται πως ήταν και η Γκουίνεθ.
Η σκέψη της Γκουίνεθ του έφερε μνήμες και όνειρα που δεν ήθελε. Έσπρωξε το παρελθόν σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού του.
«Ναι, ήμουν» έλεγε ο Μάτζιους. «Είχα πάει να τους βολιδοσκοπήσω. Παραμένουν πεισματάρηδες σαν τους συγγενείς τους. Ο καθένας τους νομίζει ότι μπορεί μονάχος του να σώσει τον κόσμο. Η περηφάνια τους στοιχίζει ακριβά στο γένος των ανθρώπων.»
Αυτά τα λόγια βάρυναν κάπως τη διάθεση. Ο Χούμα βρέθηκε να κοιτάζει προς τα εκεί από όπου είχαν έρθει. Δεν είχε μείνει ίχνος από το καταθλιπτικό σκοτάδι.
Ήρθε η νύχτα και ύστερα από πρόταση του Μάτζιους καταυλίστηκαν μέχρι το πρωί. Όταν ο Χούμα πρότεινε να ορίσουν σκοπό, ο Μάτζιους περιορίστηκε να τον περιγελάσει. Τους διαβεβαίωσε ότι οι δυνάμεις του ήταν αρκετές για κάτι τέτοιο. Ωστόσο ο Χούμα και ο μινώταυρος ήταν ανυποχώρητοι. Ο μάγος δυσαρεστήθηκε, αλλά τελικά υποχώρησε με τον όρο να φυλάξει σκοπιά τελευταίος.
Ο ιππότης που κοιμάται βαθιά δε ζει πολύ. Αυτός ο κανόνας ήταν από τους πρώτους που μάθαιναν οι ακόλουθοι. Υπήρχαν υπερβολικά πολλοί εχθροί μέσα στο σκοτάδι. Έτσι οι ιππότες ανέπτυσσαν σύντομα μια αίσθηση που τους προειδοποιούσε αν κάποιος ή κάτι βρισκόταν κοντά τους.
Έτσι ήξερε ο Χούμα.
Ήταν η τελευταία σκοπιά, αυτή που είχε ζητήσει ο Μάτζιους. Ο Χούμα, ξαπλωμένος στο πλάι, άνοιξε ελάχιστα τα μάτια του. Το στενό οπτικό του πεδίο τού αποκάλυψε τα πόδια του μινώταυρου και την ακίνητη μορφή του Μάτζιους – που ήταν απολύτως σίγουρο ότι κοιμόταν.
Ό,τι κι αν ήταν, στεκόταν πίσω του, το είχε καταλάβει πια. Γύρισε αργά, με προφύλαξη, σαν να κοιμόταν ακόμα, μέχρι που βρέθηκε ανάσκελα. Το χέρι του σύρθηκε μέχρι τη λαβή του σπαθιού του και είχε αρκετή εμπιστοσύνη στον εαυτό του για να ξέρει ότι είχε ακόμη μια πιθανότητα.
Άνοιξε τα μάτια του όσο χρειαζόταν για να μπει λίγο φως. Κρατήθηκε με μεγάλη δυσκολία να μη φωνάξει. Από καθαρό ένστικτο, κύλησε πέρα και σηκώθηκε στο ένα γόνατο με το σπαθί γυμνό. Πίσω του ο Καζ σηκώθηκε μ’ ένα άγριο ρουθούνισμα, ολότελα έτοιμος για μάχη.
Ήταν ψηλότερη κι από το μινώταυρο, μια μεγάλη, συμπαγής βραχώδης προεξοχή όλο πέτρες και βλάστηση. Αν ήταν εκεί την προηγούμενη νύχτα, ο Χούμα δε θα είχε παρατηρήσει τίποτα το ασυνήθιστο. Μπορεί να μην πρόσεχε τις χοντρές πέτρινες απολήξεις που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς και χέρια. Μπορεί να μην πρόσεχε τη διαρκή μεταβολή του εξωτερικού κελύφους που αποτελούνταν από βλάστηση και χώμα. Μπορεί μάλιστα να είχαν διαφύγει της προσοχής του και οι δύο γκριζογάλανοι κρύσταλλοι που φαίνονταν να τον κοιτάζουν από ψηλά, από κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα είδος προσώπου.
Τα είδε όλα αυτά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Το ζωντανό βουνό κινήθηκε λιγάκι μπροστά, σέρνοντας χώμα, έντομα και φυτά μαζί του. Φαινόταν να μην έχει δικό του κορμί, αλλά να το δανείζεται από εκεί που στεκόταν. Ο Χούμα ετοιμάστηκε για μάχη. Ο Καζ είχε έτοιμο το τεράστιο πολεμικό του τσεκούρι. Ύστερα το δάσος πλημμύρισε από γέλια. Τα γέλια του Μάτζιους.
«Χαλαρώστε, γενναίοι πολεμιστές. Το στοιχειακό δεν έχει καμία πρόθεση να τα βάλει μαζί σας. Είναι δικό μου – κάτι σαν φρουρός, θα έλεγα.»
Ο Καζ στράφηκε απότομα στο μάγο και το τσεκούρι καρφώθηκε βαθιά στον κορμό όπου καθόταν προηγουμένως. Δε βρήκε το κεφάλι του για λίγα χιλιοστά μονάχα. Ο Μάτζιους έγινε κάτωχρος σαν τον Ρέναρντ και το στόμα του απόμεινε μισάνοιχτο από το κομμένο του γέλιο.
Ο άγριος πολεμιστής δεν μπόρεσε να χαρεί την εκδίκησή του, γιατί ξαφνικά έχασε την ισορροπία του. Ένα πολύ συγκεκριμένο τρέμουλο τράνταξε ολόκληρο το δύστυχο μινώταυρο. Ο Χούμα πρόσεξε ότι η δική του ισορροπία ήταν ακλόνητη όπως πάντα και ύστερα έστρεψε ξανά τα μάτια του στον Καζ. Μ’ ένα μουγκρητό, ο μινώταυρος άφησε το τσεκούρι του να κατρακυλήσει κι έπεσε ανάσκελα.
Στο μεταξύ ο Μάτζιους είχε συνέλθει από την τρομάρα του. Φρόντισε πάντως να γελάσει πιο σιγανά και καθόλου κοροϊδευτικά. Είδε τον Καζ να προσπαθεί μάταια να σηκωθεί και κούνησε το κεφάλι.
«Δε θα καταφέρεις να σταθείς στα πόδια σου παρά μόνο αν το πω εγώ. Έχω το λόγο σου ότι δε θα προσπαθήσεις να με πειράξεις;»
Το σαγόνι του μινώταυρου βρόντησε στο σκληρό χώμα και γρύλισε ότι συμφωνούσε. Ο Μάτζιους κοίταξε το στοιχειακό. Φάνηκε ότι οι δύο κρύσταλλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν κι εκείνοι, αν και ο Χούμα σκέφτηκε ότι μπορεί απλώς να το φαντάστηκε. Χωρίς καμία προειδοποίηση, το έδαφος κάτω από τον Καζ έγινε ξανά στέρεο. Ο Καζ δίστασε, φοβούμενος κάποιο άλλο κόλπο.
«Άντε, σήκω λοιπόν» μουρμούρισε ο μάγος. «Είσαι απολύτως ασφαλής.»
Ο Χούμα χαλάρωσε, αλλά δεν ξανάβαλε το σπαθί του στο θηκάρι. Το χωματένιο πλάσμα τον ενοχλούσε.
Ο Μάτζιους σηκώθηκε και στάθηκε ανάμεσα στον Χούμα και το πλάσμα. Σαν να εκπαίδευε κυνηγόσκυλο, ο Μάτζιους σήκωσε το ένα του χέρι και είπε «Μίλα μου.»
Η φωνή ήταν βαθιά και ηχηρή, αλλά ήταν και σαν να άκουγες ένα σωρό πέτρες και βότσαλα να τραντάζονται βίαια μέσα σε ένα λέβητα. Οι πρώτες λέξεις ήταν ουσιαστικά ακατάληπτες. Τις είπε ξανά.
«Όλα καλά. Κανείς δεν μπαίνει στο άλσος. Το κάστρο καλοδέχεται το γυρισμό του μάγου.» Ο λοφίσκος σώπασε.
Ο Μάτζιους έγνεψε ικανοποιημένος. Γύρισε στους άλλους. «Πέρα από εκείνη την πυκνή συστάδα δέντρων, τρεις ώρες ταξίδι, βρίσκεται ο προορισμός μας.»
Ο Καζ έσφιξε τις γροθιές του, αλλά το ξανασκέφτηκε. Είχε ήδη δει μερικά απ’ όσα μπορούσε να κάνει ο δούλος του μάγου. «Είναι τόσο κοντά και μας έβαλες να κοιμηθούμε εδώ;»
«Πιστεύω πως άκουσες το στοιχειακό να αναφέρει ένα άλσος, έτσι δεν είναι;» Το πρόσωπο του μάγου ήταν εντελώς ήρεμο.
«Ε, και;»
«Μόνο εγώ θα τολμούσα να μπω στο δάσος κατά τη διάρκεια της νύχτας – και αυτό επειδή έχω ξοδέψει πολύ χρόνο για να το κατακτήσω. Αν σας άφηνε να το διαβείτε, αυτό θα ήταν σίγουρα η καταδίκη σας.»
Ο Χούμα κοίταξε προς το μέρος που έδειχνε ο φίλος του. «Τι κίνδυνος υπάρχει; Μπορεί να τον σταματήσει μια λεπίδα ή ένα τσεκούρι;»
Στο γέλιο του μάγου δεν υπήρχε ίχνος χιούμορ. «Υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες απειλές από τις απλές, τις χειροπιαστές. Ας πούμε ότι για να βγεις ολόκληρος αποκεί μέσα, πρέπει να έχεις πολύ γερό μυαλό. Γερό ή απλοϊκό, διάλεξε.»
Γρίφοι, που θα ’λεγε και ο Καζ. Έτσι νόμισε ο Χούμα. Δεν εμπιστευόταν τις προκλήσεις που δεν μπορούσες να αντιμετωπίσεις καταπρόσωπο. Κατά πολλούς τρόπους, ήταν άλλο ένα σημάδι των αλλαγών που είχε υποστεί ο Μάτζιους τον καιρό πριν από τη Δοκιμασία.
«Το στοιχειακό θα μας οδηγήσει και θα βάλει τα δυνατά του για να βοηθήσει όποιον ξεστρατίσει. Αυτόν ας τον λυπηθούν οι θεοί, γιατί το άλσος δε θα τον λυπηθεί.»
Χρειάστηκαν μισή ώρα μόνο για να φτάσουν στην άκρη του άλσους. Ο Χούμα δε θυμόταν να είχε ξαναδεί σε ολόκληρη τη ζωή του τόσο πυκνά φυλλώματα. Δέντρα, χορτάρια, θάμνοι, ακόμα και κληματόβεργες φύτρωναν το ένα μέσα και γύρω από το άλλο, δημιουργώντας ένα πραγματικό αμυντικό τείχος ολόγυρα από την κατοικία του Μάτζιους. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Χούμα δεν μπορούσε να υπολογίσει το βάθος του.
Καθαρά μονοπάτια διαγράφονταν σε διάφορα σημεία, αλλά σύντομα απομακρύνονταν γυρίζοντας ελικοειδώς το ένα από το άλλο, κάνοντας αδύνατη την επιλογή του προτιμότερου. Το χωμάτινο στοιχειακό πέρασε κάμποσα τέτοια μονοπάτια – κι ανάμεσά τους και δύο που φαίνονταν πολύ πιο φιλόξενα από εκείνο που προτίμησε τελικά. Ο Καζ κοίταξε δύσπιστα το επιλεγμένο μονοπάτι και κούνησε το τεράστιο κεφάλι του.
«Κοίτα εδώ.» Έδειξε ένα χέρι με νύχια στις αιχμηρές αγκαθωτές κληματόβεργες της εισόδου του μονοπατιού. «Μα το μονοπάτι που μόλις προσπεράσαμε ήταν καθαρό και πατημένο! Παίρνουμε σίγουρα λάθος δρόμο.»
Ο Μάτζιους τον κοίταξε με φανερή περιφρόνηση. «Το πιο ελκυστικό δόλωμα πιάνει τις περισσότερες μύγες, φίλε μου. Αν θες, είσαι ελεύθερος να δοκιμάσεις το άλλο μονοπάτι. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα αγκαθωτό φυτό. Εκεί… θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε.»
Ο Καζ μετατοπίστηκε άβολα, κοιτάζοντας μια το ένα μονοπάτι και μια το άλλο. Κοίταξε απελπισμένος τον Χούμα περιμένοντας υποστήριξη.
Ο Χούμα με τη σειρά του κοίταξε τον Μάτζιους. Ο μάγος ήταν επιφυλακτικός. Ο Χούμα κοίταξε το μονοπάτι με τις κληματόβεργες.
«Τον εμπιστεύομαι, Καζ.»
«Τότε θα πάω όπου πας εσύ.»
«Χαίρομαι που τακτοποιήθηκε το θέμα.» Ο Μάτζιους κούνησε το κεφάλι του με θαυμασμό. Σήκωσε το ραβδί του και χτύπησε απαλά το πίσω μέρος –για τέτοιο φάνηκε τέλος πάντων– του στοιχειακού. Ο ζωντανός λοφίσκος κινήθηκε ευθεία, με τη γη μπροστά του να γίνεται μέρος της οντότητάς του καθώς έμπαινε στο άλσος. Ο Μάτζιους το ακολούθησε χωρίς δισταγμό. Ο μινώταυρος έριξε μια ματιά στον Χούμα και ακολούθησε κι εκείνος το μάγο.
Ο Χούμα –μονάχος του πια– πήρε μια βαθιά ανάσα, κράτησε το σπαθί του σε ετοιμότητα –για τι πράγμα, δεν ήξερε να πει– και μπήκε στο μονοπάτι.