«Ένα ναό. Σου χτίζουν έναν αναθεματισμένο ναό, εσένα, που το μόνο που ήθελες ήταν ένας απλός τόπος ανάπαυσης.»
Ο Καζ έστρεψε το άλογό του πέρα από το μεγαλόπρεπο τάφο. Ο Άρχοντας Όσγουολ συμμεριζόταν την απέχθεια του μινώταυρου για τα περίτεχνα στολίδια, τα οποία δεν άρεσαν καθόλου στον Χούμα όσο ζούσε, αλλά έπρεπε να λάβει κι άλλα πράγματα υπόψη του.
«Ο κόσμος χρειάζεται έναν ήρωα» του εξήγησε ο Μεγάλος Μάγιστρος με μια κάπως αμφίβολη έκφραση στο γερασμένο του πρόσωπο «και η Ιπποσύνη χρειάζεται ένα πρότυπο για να αναπτυχθεί. Ο Χούμα μάς τα έδωσε και τα δύο.»
Ο Καζ αναρωτήθηκε πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι να ξεχάσει ο κόσμος τον Χούμα ή να τον δει κι εκείνον σαν τους άλλους μύθους – σαν παραμύθι. Άνθρωποι, νάνοι, κέντερ και ξωτικά – όλοι τους είχαν μια τάση να ξεχνούν ή να εξιδανικεύουν την αλήθεια με τον καιρό. Ακόμα και οι μινώταυροι ήταν θύματα μιας τέτοιας αδυναμίας.
Μελέτησε το δρόμο μπροστά του. Ο Μπένετ είχε πει πως, κατά τη γνώμη του, οι πεδιάδες θα επέστρεφαν στην προπολεμική τους κατάσταση μέσα σε πέντε ή έξι χρόνια. Ο Καζ τα λογάριαζε σε εννέα με δέκα. Ωστόσο ο δρόμος ήταν ακόμη βατός κι αυτό ήταν που μετρούσε. Ήθελε να βρίσκεται μακριά πριν ανακαλύψουν την απουσία του οι ιππότες. Ήταν τόσο πολλά αυτά που κανείς δικός του δεν είχε δει ποτέ πριν. Το Κουαλινέστι τού φαινόταν ενδιαφέρον. Ίσως τα ξωτικά να του πρόσφεραν μια εμπειρία.
Η μέρα ήταν λαμπρή και ζεστή, κάτι στο οποίο ο Καζ δεν ήταν συνηθισμένος. Χαιρόταν που είχε φορτώσει πολλά ασκιά με νερό. Μέχρι να εξοικειωθεί περισσότερο με τον τόπο, θα έπρεπε να κάνει οικονομία.
Το βαρύ πολεμικό άλογο που του είχε δώσει ο Άρχοντας Όσγουολ κάλπαζε γοργά στο μονοπάτι. Στο χωματόδρομο υπήρχαν πολλές λακκούβες και πολλά από τα πράγματά του χοροπηδούσαν. Το πουγκί της ζώνης που κρεμόταν στα δεξιά του τον ενοχλούσε τόσο που τελικά το έβγαλε. Μέσα του κουδούνιζαν μέταλλα.
Ο Καζ τράβηξε τα γκέμια κι έχωσε το χέρι του στο πουγκί. Έβγαλε δύο αντικείμενα. Το πρώτο ήταν μια σφραγίδα που στη μια της όψη έφερε το σύμβολο της Ιπποσύνης. Η άλλη της πλευρά είχε χαραγμένο το όνομα του μινώταυρου, όπως και το γεγονός ότι ήταν όντως μινώταυρος. Ένα σημάδι πάνω από το όνομά του φανέρωνε πως βρισκόταν κάτω από την προστασία των Ιπποτών της Σολάμνια. Στην αρχή του είχε κακοφανεί, αλλά ο αρχηγός της Φρουράς έσπευσε να του τονίσει ότι ο κόσμος δεν έλεγε καλά λόγια για τους μινώταυρους. Οι ιστορίες για τον Χούμα που κυκλοφορούσαν κιόλας δεν τον ανέφεραν πουθενά. Πολλοί ιππότες δεν μπορούσαν ακόμα να καταλάβουν τη θρυλική φιλία του ιππότη με ένα πλάσμα που πολλοί θεωρούσαν ζώο.
Ο Καζ ξανάβαλε προσεκτικά τη σφραγίδα στο πουγκί και κοίταξε το δεύτερο αντικείμενο. Ήταν το μενταγιόν του Πάλανταϊν που είχε πέσει από το άψυχο χέρι του ιππότη όταν τον ανέβασε στην πλάτη του Κεραυνού. Ο μινώταυρος το είχε βάλει στο πουγκί του για να το φυλάξει και μέχρι εκείνη τη στιγμή το είχε ξεχάσει.
Το φως του ήλιου λαμπύρισε πάνω στο μενταγιόν και ο Καζ κοίταξε ξανά τον ουρανό. Τα πράγματα άλλαζαν. Οι δράκοι του Σκότους είχαν φύγει, αλλά το ίδιο είχαν κάνει και οι μεταλλικοί δράκοι. Ο Κεραυνός έφυγε χωρίς σχόλια, μόλις έφεραν πίσω τους νεκρούς. Από τότε κανείς δεν ξανάδε δράκο.
Κλότσησε μαλακά τα πλευρά του πολεμικού του αλόγου. Ενώ προχωρούσε, συνέχισε να ψηλαφίζει το μενταγιόν. Είχε σκεφτεί να το κρατήσει σαν παντοτινή απόδειξη της γνωριμίας του με τον Χούμα, όμως τώρα αμφέβαλλε κατά πόσο ήταν δικαιωματικά δικό του.
Το είχε βάλει σχεδόν στο πουγκί, όταν είδε ένα μοναχικό δέντρο στη δεξιά πλευρά του μονοπατιού. Τα άλλα δέντρα γύρω του κείτονταν ξεριζωμένα ή στέκονταν ξερά. Μόνο τούτο είχε ζωή μέσα του, λίγα κλαδιά απ’ όπου ξεπεταγόταν καινούρια φυλλωσιά.
Από μια παρόρμηση, ο Καζ άπλωσε το χέρι του και, όταν βρέθηκε στο ύψος του δέντρου, κρέμασε το φυλαχτό από την αλυσίδα του σε ένα κλαδί που απλωνόταν πάνω από το μονοπάτι.
«Εστ Σουλάρις οθ Μίθας» μουρμούρισε.
Έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο δρόμο και σπιρούνισε ξαφνικά το άλογό του να καλπάσει. Δεν το άφησε να κόψει ταχύτητα, παρά μόνο όταν δέντρο και τάφος είχαν χαθεί ολότελα από τα μάτια του.