Κεφαλαίο 11

Πόση ώρα πέρασε μέχρι να νιώσει τον πόνο, μόνο να υποθέσει μπορούσε. Τελικά είχε απομακρυνθεί από τον τρομερό τόπο, τόσο για να κατευνάσει την αηδία που ένιωθε για τον εαυτό του, που όλο και μεγάλωνε, όσο και για να ξεφύγει και από τυχόν άλλους διώκτες. Ήξερε αμυδρά ότι υπήρχαν και άλλοι, γιατί, αν μη τι άλλο, ο Ντράκος και ο Κράινους ήταν αποφασισμένοι να φτάσουν μέχρις εσχάτων. Και ο Χούμα υπολόγιζε ότι τουλάχιστον ο Κράινους θα ενδιαφερόταν να ξέρει που βρίσκεται.

Ο πόνος δυνάμωσε. Ο Χούμα χαμήλωσε μουδιασμένα το βλέμμα στις πληγές που είχε δεχτεί από τους εχθρούς του. Η πανοπλία του ήταν χτυπημένη και σκισμένη. Το αλυσιδωτό της πλέγμα ήταν σχεδόν άχρηστο. Ένα μέρος του μυαλού του αναρωτήθηκε πότε είχε γίνει αυτή η ζημιά. Δε θυμόταν τίποτα από τη μάχη, εκτός από το ότι τρυπούσε με το σπαθί του ό,τι κινιόταν.

Βρήκε ένα ρυάκι και ξέπλυνε τις πληγές του όσο καλύτερα μπορούσε. Το δροσερό νερό δεν ανακούφισε μόνο το κορμί αλλά και το μυαλό του.

Όταν ένιωσε ήρεμος και καθαρός, αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο του. Πήγαινε νοτιοδυτικά και θυμόταν ότι ο Μάτζιους αυτό το δρόμο τους είχε συστήσει. Αυτή η σκέψη του έφερε στο νου τον Καζ, και ο ιππότης ένιωσε ενοχή που είχε εγκαταλείψει το μοναδικό του φίλο. Άραγε βρισκόταν σε ασφαλές μέρος ο μινώταυρος;

Μια τεράστια φιγούρα κούνησε τα κλαδιά των δέντρων σηκώνοντας έναν τρομερό άνεμο. Ο Χούμα κόλλησε αυτόματα σ’ έναν κορμό και σήκωσε τα μάτια. Είδε φευγαλέα μια φαρδιά, δερμάτινη φτερούγα, αλλά χάθηκε σχεδόν αμέσως και δεν μπόρεσε να διακρίνει το χρώμα της. Ό,τι λογής δράκος κι αν ήταν, δεν επέστρεψε.

Η μέρα πέρασε πριν να το καταλάβει καλά-καλά. Η πείνα τράβηξε επιτακτικά την προσοχή του και άρχισε να ψαχουλεύει το σάκο της σέλας που είχε πάρει από ένα άλογο. Φαίνεται πως ο Μαύρος Φρουρός δεν είχε πολλά προσωπικά πράγματα μαζί του. Στον πάτο βρήκε αυτό που έψαχνε. Τριών ημερών τροφή.

Την επόμενη στιγμή –και παρά την πείνα του– βρέθηκε να τη φτύνει με μανία. Άλλο ένα μάθημα σχετικά με τους αντιπάλους του – το γούστο τους στο φαγητό, ακόμα και στις άνοστες μερίδες του στρατού, ήταν ανεκδιήγητο. Ο Χούμα κατάλαβε ότι, αν έτρωγε αυτά τα πράγματα, πιο πολύ κακό θα έκανε στον εαυτό του παρά καλό. Στην κατάσταση που βρισκόταν, το στομάχι του δε θα άντεχε να τα κρατήσει.

Τελικά κατάφερε να βρει τροφή από τα αυγά των πουλιών και τα βατόμουρα του δάσους. Δεν ήταν πολύ χορταστικά, αλλά του ικανοποίησαν την πείνα. Η αναζήτηση της τροφής τού έμαθε και κάτι άλλο: στους περισσότερους θάμνους δεν είχαν αφήσει ούτε έναν καρπό. Και πρόσφατα μάλιστα. Ήταν πολύ μεθοδική για να είναι δουλειά ζώων. Άλλωστε, εκτός από πουλιά, ο Χούμα δεν είχε δει άλλα δασόβια πλάσματα. Αν έμενε πολύ σε εκείνη την περιοχή, θα λιμοκτονούσε. Ακόμα και το ρυάκι φαινόταν στερεμένο.

Για τρεις ημέρες ακολουθούσε το ρεύμα. Την τρίτη μέρα το πρόσωπο που είδε να τον κοιτάζει από το νερό τον έκανε να χαμογελάσει με αυτοσαρκασμό. Το είδωλο του ιππότη ήταν αχτένιστο, με το μουστάκι του να απλώνεται σε εκατό διαφορετικές κατευθύνσεις, με την πανοπλία του τσακισμένη και σκισμένη, γεμάτη αίματα και χώματα. Προσπάθησε συνειδητά να καθαρίσει κάπως τη βρόμα από το σύμβολο του Τάγματος του Στέμματος. Είδε το πρόσωπό του να χάνεται και στη θέση του να εμφανίζεται το πρόσωπο του Μπένετ. Ο γιος του Τρέικ ήταν, φυσικά, άψογος. Ο θώρακας της πανοπλίας του γυάλιζε. Το περήφανο μουστάκι του ήταν πυκνό και περιποιημένο. Ένας αληθινός ιππότης.

Ένα άλλο πρόσωπο φάνηκε δίπλα στον Μπένετ. Ετούτος δεν ήταν Ιππότης της Σολάμνια, αλλά είχε πρόσωπο σαν αρκούδα –με ξένη πανοπλία. Γρύλιζε.

Αν δεν τον έβλεπε εκείνη τη στιγμή, ο αρκουδάνθρωπος δε θα πίστευε ποτέ ότι μπορούσε κάποιος να κινηθεί τόσο γρήγορα. Κατά κάποιον τρόπο, η τσακισμένη από τη μάχη φιγούρα που έσκυβε πάνω από το ρυάκι τράβηξε μια σπάθα –από το πουθενά, θα έλεγες– και ο κακομοίρης ο ξένος ίσα που πρόλαβε να αποφύγει τη σπαθιά – και αυτό χάρη στην άβολη γωνία του άλλου και μόνο.


Ο Χούμα δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει αμέσως τον άνθρωπο που είχε προσπαθήσει να συρθεί πίσω του. Φορούσε μια πανοπλία από ετερόκλητα κομμάτια, άλλα φτιαγμένα από ογκρ και άλλα εξαρτήματα πανοπλίας της Σολάμνια. Ο Χούμα θα τον είχε αφήσει ήσυχο, αλλά αναρωτιόταν μήπως είχε μπροστά του κανένα ληστή, κάποιον που δε θα δίσταζε να κλέψει και πεθαμένο.

Ο πρώην αντίπαλός του έβγαλε ξαφνικά μια κραυγή, γύρισε και το ’βαλε στα πόδια με εκπληκτική ταχύτητα για κάποιον με το δικό του σουλούπι. Ο Χούμα τον έστρωσε στο κυνήγι.

Η εξάντλησή του τον ανάγκασε να κόψει το βήμα του. Και πάλι όμως ο Χούμα άρχισε να τον πλησιάζει, όταν ο άγνωστος έστριψε πίσω από ένα λοφάκι. Ο Χούμα τον πήρε στο κατόπι…

…και ξαφνικά πισωπάτησε, βλέποντας μισή ντουζίνα ιππείς και πολύ περισσότερους πεζούς να γυρίζουν και να κοιτάζουν κατάπληκτοι τους δυο νεοφερμένους.

Ένας ψηλός άντρας με μαύρα και ασημένια μαλλιά και περιποιημένη, μαύρη γενειάδα γάβγισε μια διαταγή. Ο Χούμα δεν ξεχώρισε ακριβώς τις λέξεις, αλλά κατάλαβε πως είχαν σχέση με τον ίδιο.

Η τύχη του τον εγκατέλειψε όμως, γιατί το δάσος ήταν αραιό σ’ εκείνο το σημείο και οι ιππείς ήξεραν καλά τον τόπο, αν έκρινε κανείς από τους γεμάτους σιγουριά ελιγμούς τους. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τους ξεφύγει, οι ιππότης γύρισε και πάτησε γερά στη γη. Από όσο μπορούσε να δει, δεν ήταν οι ανθρώπινες δυνάμεις της δρακοβασίλισσας, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν εχθροί ή φίλοι.

Οι πρώτοι άντρες κάλπασαν καταπάνω του. Ήταν καλοί ιππείς, αλλά κατάφερε να τους κρατήσει σε απόσταση με το σπαθί του. Όταν ήρθε και τρίτος ιππέας ακολουθούμενος από πεζούς, πιέστηκε πολύ, σε σημείο να βρεθεί παγιδευμένος σε έναν όλο και μικρότερο κύκλο. Κανείς στρατιώτης όμως δεν του επιτέθηκε. Κανείς δεν ήθελε να τα βάλει με την αστραφτερή λεπίδα του.

«Κάτω τα όπλα! Είναι διαταγή!»

Ήρθαν και οι άλλοι ιππείς. Ο άντρας που είχε φωνάξει σπιρούνισε το άλογό του και πλησίασε τον κύκλο. Οι στρατιώτες του έκαναν τόπο. Πήγε κοντά στον Χούμα και τον κοίταξε εξεταστικά. Ο διοικητής ήταν ένας άντρας με έντονα χαρακτηριστικά, αν και το πρόσωπό του ήταν χαρακωμένο από τις ευθύνες της ηγεσίας. Όπως πολλοί από τους Ιππότες της Σολάμνια, είχε τα μάλλον γερακίσια χαρακτηριστικά που πρόδιδαν αρχαίο αίμα του Έργκοθ – αίμα βασιλικό. Το πρόσωπό του όμως δεν ήταν τόσο αυστηρό όσο του Μεγάλου Μάγιστρου ή του Μπένετ. Το αμυδρό χαμόγελο που διακρινόταν πάνω του δε θα είχε καμία θέση στα πρόσωπα αυτών των δύο ιπποτών.

«Ένας Ιππότης της Σολάμνια; Λιγάκι μακριά από το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ δε βρίσκεσαι, Ιππότη του Στέμματος;»

Ο Χούμα κοκκίνισε για τη σκέψη του άλλου. Δεν έδινε καμία σπουδαία εικόνα ιπποσύνης. Προσπάθησε να μαζέψει την αξιοπρέπειά του. «Είμαι μονάχος μέρες τώρα» απάντησε. «Πολέμησα με τέρατα και πολεμιστές. Ο δρόμος μου δεν ήταν ολότελα δική μου επιλογή.»

Δεν τους εμπιστευόταν ακόμη αρκετά για να τους μιλήσει και για τα άλλα.

«Καταλαβαίνω.» Ο διοικητής μετατοπίστηκε στη σέλα του. «Είμαι ο Άρχοντας Γκάι Έιβοντεϊλ από το Νταρέντι, κομμάτι νοτιότερα απ’ όσο θα μου άρεσε προς το παρόν. Ποιος είσαι και τι κάνεις στη μέση του Έργκοθ; Κατάφεραν, επιτέλους, να ανοίξουν δρόμο οι κάτοικοι της Σολάμνια;»

«Είμαι ο Χούμα, Ιππότης της Σολάμνια, υπερασπιστής του Τάγματος του Στέμματος. Η Μαύρη Φρουρά με ανάγκασε να πάρω αυτό το δρόμο, όταν οι πιστοί της δρακοβασίλισσας τσάκισαν τις γραμμές μας.» Θα μπορούσε να είχε πει ψέματα για να τους δώσει ελπίδες, αλλά προτίμησε να μην το κάνει.

Το πρόσωπο του Έιβοντεϊλ έγινε άσπρο. Οι στρατιώτες άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους.

«Κατάλαβα σωστά; Οι ιππότες τσακίστηκαν;»

«Όχι, Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Οι γραμμές μας τσακίστηκαν, αλλά εμείς μπορέσαμε να ανασυνταχθούμε πιο πίσω. Εγώ, δυστυχώς, αναγκάστηκα να πάρω την αντίθετη κατεύθυνση. Το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ στέκεται πάντα στη θέση του – και θα συνεχίσει να στέκεται εκεί.»

Ο άλλος τού χάρισε ένα σαρκαστικό χαμόγελο. «Εμείς στο Έργκοθ ξέρουμε καλά τη δύναμη των ιπποτών, κι ας μην είχε σπουδαία αποτελέσματα. Χαίρομαι όμως που ακούω ότι οι ιππότες δεν ηττήθηκαν ολοσχερώς.»

Ένας άλλος ιππέας ήρθε πιο κοντά – και ο Χούμα στράφηκε απότομα προς το μέρος του, προκαλώντας τον με τη λεπίδα του να τολμήσει. Ο Έιβοντεϊλ σήκωσε το χέρι για να τους ησυχάσει.

«Θέλω να σε ρωτήσω πολλά, αλλά μου φαίνεσαι εντελώς εξαντλημένος. Εσύ» διέταξε τον ιππέα που είχε πλησιάσει «δώσ’ του το άλογό σου για λίγο.»

«Μάλιστα, άρχοντά μου.»

Ο Χούμα κοίταξε μια το άλογο που του πρόσφεραν και μια τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ – και ξανά το άλογο. Ο ευγενής κατάλαβε τι σκεφτόταν ο νεαρός και συνοφρυώθηκε.

«Δεν είναι παγίδα, Χούμα. Είμαστε το ίδιο εχθροί της δρακοβασίλισσας με σένα. Οι διαφορές του παρελθόντος ας μείνουν εκεί που πρέπει, στο παρελθόν.»

«Το ίδιο επιθυμώ κι εγώ, Άρχοντα Έιβοντεϊλ.» Ο Χούμα ανέβηκε στον κέλητα βογκώντας με ανακούφιση.

«Ωραία. Όταν γυρίσουμε στο στρατόπεδο, θα φροντίσω να σου δώσουν φαγητό. Ύστερα μπορείς είτε να ξεκουραστείς είτε να έρθεις αμέσως να με δεις.»

Μια σκέψη ήρθε στο μυαλό του Χούμα. «Άρχοντά μου, άκουσες τίποτα φήμες για ένα μοναχικό μινώταυρο που τριγυρίζει στην περιοχή;»

«Μινώταυρο;» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε μπερδεμένος τους υποδιοικητές του. Εκείνοι κούνησαν τα κεφάλια. «Μάλλον όχι. Αν υπάρχει κανένας, θα τον κανονίσουμε, μην ανησυχείς.»

Η φωνή του Χούμα ακούστηκε γεμάτη αγωνία. «Άρχοντά μου, αυτό είναι που δε θέλω! Ο μινώταυρος –καταλαβαίνω ότι αυτό θα δυσκολευτείς να το πιστέψεις– είναι σύμμαχος και δεν πρέπει να τον πειράξετε. Ονομάζεται Καζ.»

«Πραγματικά.» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε ξανά τον Χούμα εξεταστικά. Περισσότερη ώρα αυτή τη φορά. «Ποτέ μου δεν άκουσα τέτοιο πράγμα και ασφαλώς δεν περίμενα το ακούσω από το στόμα ενός Ιππότη της Σολάμνια. Ωστόσο θα κάνω αυτό που λες. Σου αρκεί αυτό;»

«Ναι, άρχοντά μου»

«Ωραία.» Ο Έιβοντεϊλ γύρισε στον υπασπιστή του. «Βάλε τη φάλαγγα σε μια τάξη. Εκείνον εκεί να τον κλειδώσεις μόλις φτάσουμε.» Ο ευγενής κοίταξε στα μάτια το νεαρό ιππότη. «Ο άντρας που κυνηγούσες ήταν λιποτάκτης. Σου είμαι ευγνώμων. Ανυπομονώ να μιλήσουμε.»

Οι ιππείς και οι πεζικάριοι μπήκαν ξανά στις γραμμές τους και με τη διαταγή του Άρχοντα Έιβοντεϊλ, άρχισαν να βαδίζουν κατά το Νότο. Αν και ο Χούμα θα προτιμούσε να συνεχίσει στα νοτιοδυτικά, είχε εμπιστοσύνη στον Έιβοντεϊλ.

Ξαφνικά τον κατέκλυσε ένα κύμα ναυτίας και παραλίγο να γλιστρήσει από τη σέλα.

«Θεοί!» τα σαγόνια του διοικητή ανοιγόκλειναν, αλλά δεν ήξερε τι να πει. «Ντέρεκ! Βοήθησέ τον να σταθεί! Δε θέλουμε να πέσει στις οπλές του αλόγου του.» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε καλύτερα τον Χούμα. «Θεοί!» επανέλαβε. «Είναι γεμάτος πληγές!»


Δεν υπήρχαν θεραπευτές της Μισακάλ στο στρατό. Ένα νέο κύμα λοιμού είχε χτυπήσει κοντά στην περιοχή του Κάεργκοθ –και οι εκεί ιερείς ήταν από τα πρώτα του θύματα. Ο Έιβοντεϊλ μουρμούρισε κάτι για την ακρίβεια του λοιμού, που συνήθως χτυπούσε εκεί που πονούσε περισσότερο. Μέχρι τότε το Κάεργκοθ ήταν άθικτο και είχε γίνει η κύρια πηγή ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Έιβοντεϊλ. Ο Χούμα κοιμήθηκε μια ολόκληρη μέρα, γεγονός που ανησύχησε τον ευγενή, γιατί η υπερβολική κόπωση ήταν το πρώτο σημάδι του λοιμού. Τότε μόνο ηρέμησε ο Άρχοντας Γκάι, όταν ο Χούμα ξύπνησε γεμάτος ενέργεια και ευγνωμοσύνη. Όταν βεβαιώθηκε ότι ο νεαρός ιππότης ήταν και πάλι εντελώς καλά, ο Έιβοντεϊλ τού ζήτησε να πάει για μια σύντομη κουβέντα.

Ο διοικητής ήταν αξιοπρεπής άνθρωπος, παρά τα όσα είχε ακούσει ο Χούμα για το Έργκοθ από τους υψηλόβαθμους ιππότες. Επίσης, ο Έιβοντεϊλ ήταν και λαμπρό στρατηγικό μυαλό –και ας προτιμούσε να χρησίμευαν οι ικανότητές του στη βελτίωση των εκτάσεών του. Ο Αυτοκράτορας του Έργκοθ, ένα απρόσωπο πλάσμα ονόματι Μπέστελ Γ’, είχε διατάξει να διοικεί ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ το στρατό στο όνομά του. Ο άρχοντας, αν και πιστός υπηρέτης της πατρίδας του, πολύ θα ήθελε ο κύριος και αφέντης του να διέθετε μερικούς από τους καλογυμνασμένους και έμπειρους άντρες της βασιλικής φρουράς για την αντικατάσταση μέρους των ήδη αποδυναμωμένων σε μεγάλο βαθμό δυνάμεων του. Σαν τους προκατόχους του όμως, έτσι και ο Μπέστελ Γ’ ενδιαφερόταν μονάχα για το προσωπικό του συμφέρον. Πάντα υπήρχε κάποιος λόγος που τον εμπόδιζε να στέλνει την προσωπική του φρουρά μακρύτερα από τις πύλες της πρωτεύουσάς του.

Τα νέα της καταστροφής των ιπποτών το μόνο που έκαναν ήταν να προσθέσουν καινούριες έγνοιες στον Έιβοντεϊλ. «Ακόμη δυσκολεύομαι να το πιστέψω, αλλά ξέρω πως μου λες την αλήθεια, Χούμα. Προς το παρόν, δε βλέπω πώς θα μπορέσω να σε βοηθήσω να επιστρέψεις στους συντρόφους σου. Κατευθυνόμαστε στο Ντάλτιγκοθ με διαταγή του αυτοκράτορα και αποκεί το πιθανότερο είναι να πάμε βόρεια. Νιώθω σαν μαριονέτα που τραβάει μια πάνω και μια κάτω τους σπάγκους της ο κύριός της.»

Ο Χούμα καθόταν μόνος με το διοικητή στη σκηνή του τελευταίου, έχοντας καταφέρει να βγει για πρώτη φορά από τη δική του σκηνή. Του είχαν δώσει μια γερή πανοπλία του Έργκοθ, για την οποία ο Έιβοντεϊλ είχε παραδεχτεί πως προοριζόταν για το γιο του, πριν σκοτωθεί στην πρώτη του μάχη. Το γερό ατσάλινο πλέγμα ταίριαζε μια χαρά με τα απομεινάρια της πανοπλίας του Χούμα. Τελικά αποδείχτηκε ότι οι ζημιές της περικεφαλαίας και του θώρακά του μπορούσαν να επισκευαστούν. Ο Χούμα ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Αν και θαύμαζε την τέχνη των πανοπλιών του Έργκοθ, οι περισσότερες ήταν υπερβολικά επιδεικτικές – ακόμα και για τους αριστοκρατικότερους Ιππότες της Σολάμνια. Ο Έιβοντεϊλ τού είχε εκμυστηρευτεί ότι φορούσε την επίσημη πανοπλία του μόνο για να παρουσιαστεί στον αυτοκράτορα. Για τους κατώτερους αξιωματούχους, η πολεμική του πανοπλία έπρεπε να είναι αρκετή – κι ας θιγόταν ο εγωισμός τους.

Ο Χούμα τού είχε πει τα πάντα εκτός από την άτυχη προσωπική του αναζήτηση. «Υπάρχει τρόπος να μου δοθεί ελευθερία κίνησης στη χώρα σας;»

«Βρισκόμαστε σε πόλεμο, Χούμα. Πώς μπορώ να σου επιτρέψω να ταξιδεύεις ελεύθερα;»

Ο Χούμα ήπιε μια γουλιά από το κρασί που του είχε προσφέρει ο Έιβοντεϊλ. Το έβρισκε πολύ διασκεδαστικό ένας ευγενής να φέρεται με τέτοιο σεβασμό σ’ έναν κατώτερο Ιππότη της Σολάμνια. Όμως ο Ιππότης του Έργκοθ δεν ήταν κανένας ανόητος. Ήξερε ότι λίγοι θα επιζούσαν από τις περιπέτειες του Χούμα, για αυτό του φερόταν ανάλογα.

«Αν μπορώ να μιλήσω ελεύθερα…» Ο Χούμα έριξε μια ματιά στους φρουρούς απέξω.

Αναστέναξε και συνέχισε. «Λένε ότι στα νοτιοδυτικά βρίσκεται το κλειδί του τερματισμού αυτού του ατέλειωτου πολέμου. Κάπου στα βουνά.»

Ο Έιβοντεϊλ το σκέφτηκε. «Υπάρχει μια οροσειρά προς εκείνη την κατεύθυνση. Λίγοι πάνε εκεί. Λένε πως είναι καταφύγιο των δράκων του Σκότους και ίσως και άλλων όντων. Ίσως να υπάρχει όντως κάτι σημαντικό στην περιοχή.»

Για μια στιγμή ο Χούμα ένιωσε το ηθικό του να αναπτερώνεται. «Μπορείς να με συνοδέψεις;»

Ο διοικητής γέλασε. «Πολύ φοβάμαι ότι, αν κάνω κάτι τέτοιο, ο αυτοκράτορας θα μου πάρει το κεφάλι. Άλλωστε, το έδαφος είναι ακατάλληλο για το ιππικό. Περίπολοι ολόκληρες πήγαν σ’ αυτά τα βουνά και χάθηκαν. Οι μάγοι αρνούνται να πάνε εκεί και οι ιερείς προειδοποιούν τους πάντες να μείνουν μακριά. Μήπως αυτό σου δίνει κάποια ιδέα για το τι μου ζητάς;»

«Ναι, άρχοντά μου.» Ο Χούμα βούλιαξε στο σκαμνί του και ακούμπησε το κεφάλι στην παλάμη. Ξαφνικά η σκηνή είχε γίνει πολύ ζεστή.

«Είσαι εντάξει;»

«Ναι. Μια στιγμή, παρακαλώ.» Ο Χούμα σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Ο πυρετός έπεσε.

Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ φάνηκε να ανησυχεί. «Θα έπρεπε ίσως να συνεχίσουμε αύριο την κουβέντα μας.»

«Καλύτερα, άρχοντά μου.»

«Καταλαβαίνω.» Ο άρχοντας έτριψε το πιγούνι του. «Έλα μαζί μου στο Κάεργκοθ και θα φροντίσω να μπορέσεις να πας στα βουνά μόνος σου, αν εξακολουθείς να το θέλεις.»

«Στο Κάεργκοθ;» Η θέρμη είχε θολώσει τα μάτια του Χούμα. Δυσκολεύτηκε να εστιάσει το βλέμμα του στο διοικητή.

«Ναι, στο Κάεργκοθ. Οι ιερείς θα μας οδηγήσουν μακριά από τις περιοχές που έχει χτυπήσει η πανούκλα. Τι λες;»

«Ευχαριστώ.» Ο Χούμα σηκώθηκε γοργά και το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ξαναβρεί τις δυνάμεις του. Ρούφηξε μια γουλιά κρασί κι ύστερα κοίταξε μέσα στο ποτήρι.

Πριν υποχρεωθούν να μπουν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, οι περισσότεροι στρατιώτες του Άρχοντα Έιβοντεϊλ ήταν απλοί έμποροι και αγρότες. Έτσι το μόνο που ήξεραν για τους Ιππότες της Σολάμνια ήταν περίπου ό,τι έλεγαν οι θρύλοι. Τώρα ένας τέτοιος θρύλος ταξίδευε μαζί τους – και οι ιστορίες για τις περιπέτειές του, αληθινές και φανταστικές, έκαναν το γύρο του στρατοπέδου. Το ίδιο δέος με τους πολίτες του Έργκοθ ένιωθε και ο Χούμα, γιατί δε θεωρούσε τον εαυτό του θρύλο και τα απροκάλυπτα βλέμματα που δεχόταν τον έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση.

Οι περισσότερες ιστορίες είχαν να κάνουν με την καταδίωξη και τη μανιασμένη αντίστασή του ενάντια στους σκοτεινούς δούλους του πολέμαρχου. Έλεγες πως είχε σκοτώσει ολόκληρη λεγεώνα από δαύτους και μαζί τους μια πολυπληθή αγέλη δαιμονικών ντρέντγουλφ, που πολύ τους φοβούνταν οι άντρες που γνώριζαν ότι οι οικογένειές τους ήταν ολότελα απροστάτευτες όταν έλειπαν οι ίδιοι. Ο Χούμα απορούσε που οι άνθρωποι του Έργκοθ, του τόπου απ’ όπου είχε ξεπηδήσει και η δική του ιπποσύνη, μπορούσαν να τον βλέπουν ως υπερασπιστή τους.

Ο Έιβοντεϊλ φαινόταν να διασκεδάζει με όλα αυτά. Όταν ο Χούμα διαμαρτυρήθηκε ότι οι ιστορίες άρχιζαν να ξεπερνούν τα όρια, εκείνος χαμογέλασε μονάχα και απάντησε ότι αυτή ήταν η πρόκληση που αντιμετώπιζε κάθε ζωντανός μύθος, να φανεί δηλαδή αντάξιος της φήμης του. «Τους χρειάζονται τους ήρωες. Τους δίνουν ελπίδα – την ελπίδα ότι με κάποιον τρόπο το σκοτάδι της Τακίσις θα νικηθεί κι εκείνοι θα μπορέσουν να γυρίσουν στους αγαπημένους τους.»

Πότε-πότε ερχόταν κανένας δράκος με νέα του πολέμου. Το Βόρειο Έργκοθ και το Ύλο είχαν κατακλυστεί από τον εχθρό. Ο Χούμα άρχισε να ανησυχεί. Αναρωτιόταν αν ο Καζ είχε συνεχίσει βόρεια ή μήπως είχε γυρίσει νότια για να τον αναζητήσει. Ακόμα κι αν είχε συμβεί το δεύτερο, ο μινώταυρος δε θα ήταν ευπρόσδεκτος σε καμία πόλη της περιοχής. Δεν ανησυχούσε όμως μόνο για τον Καζ. Ο σημαδεμένος από τις μάχες ανατολίτης θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην πεθάνει μονάχος.

Ο Χούμα ρώτησε αν υπήρχαν νέα από τη Σολάμνια, αλλά οι δράκοι που έρχονταν δεν ήξεραν τι είχε συμβεί εκεί. Υπήρχαν φήμες ότι οι ιππότες είχαν απωθηθεί μέχρι τα μέσα της απόστασης έως το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Για τα ανατολικά, τίποτα δεν επιβεβαιωνόταν.

Καταυλίστηκαν κοντά στα ερείπια μιας άλλοτε πλούσιας πόλης, δυο μέρες δρόμο από το Κάεργκοθ. Η πόλη είχε χαθεί από το λοιμό τον πρώτο καιρό του πολέμου και πολλοί πίστευαν ότι το καινούριο κύμα της επιδημίας είχε ξεκινήσει από αυτά τα χαλάσματα. Ο Έιβοντεϊλ είχε διαφορετική γνώμη.

«Θα θυμάσαι» είπε το ίδιο εκείνο βράδυ στον Χούμα «ότι χαρακτήρισα πολύ ακριβή το λοιμό.»

«Το θυμάμαι.»

Ο άρχοντας έπαιξε ταμπούρλο με τα δάχτυλα στο τραπέζι της σκηνής του. «Το πιστεύω επειδή κατευθύνεται από τη βούληση ανθρώπινων παραγόντων.»

Ο Χούμα δεν ήθελε να πιστέψει ότι θα σκόρπιζε κάποιος το λοιμό με τη θέλησή του, αλλά ήξερε λίγα πράγματα για τη λατρεία του Μόρτζιον. Οι φήμες έλεγαν πως είχαν πράκτορες σε όλες τις κοινωνίες, όλους τους οργανισμούς, όλες τις χώρες και περίμεναν το σύνθημα για να εξαπολύσουν τα φονικά δώρα του θεού τους.

«Δε γίνεται να κάνεις λάθος;» Ο Χούμα θα προτιμούσε να μην ήταν έτσι τα πράγματα.

«Μπορεί.»

Ο Χούμα δε βρισκόταν πια σε περιορισμό μέσα στο στρατόπεδο. Ο Έιβοντεϊλ είχε επιβάλει αυτό τον περιορισμό την πρώτη μέρα, αλλά μόλις βεβαιώθηκε πως ο Χούμα δε θα έκανε καμιά ανοησία, όπως, για παράδειγμα, να φύγει με το άλογο χωρίς βοήθεια, τον ελευθέρωσε. Κι έτσι ο Χούμα βρέθηκε να περιπλανιέται πέρα από τον καταυλισμό, προχωρώντας προς τα πλησιέστερα ερείπια. Τα ερείπια τον ενοχλούσαν, όπως και οτιδήποτε είχε σχέση με το λοιμό, αλλά ήξερε ότι ύστερα από τόσο καιρό δε θα υπήρχαν πια ίχνη της αρρώστιας.

Ο Χούμα δεν είχε σκοπό να μπει στα απομεινάρια της άτυχης πόλης – μέχρι που το μάτι του έπιασε μια σκιά με τέσσερα πόδια που χάθηκε σύντομα μέσα στο λαβύρινθο των ετοιμόρροπων κτισμάτων. Θα μπορούσε να είναι ένας κοινός λύκος ή ίσως κάποιο άγριο σκυλί.

Τραβώντας το σπαθί του, πήρε στο κατόπι τη σκιά. Δεν πρόσεξε πόσο βαθιά είχε χωθεί στα ερείπια, παρά μόνο όταν άκουσε κάτι να στριφογυρίζει στα ερημικά χαλάσματα. Δεν ήταν ο ήχος που θα περίμενε από ένα τετράποδο πλάσμα. Η εκπαίδευσή του, η εμπειρία του τον πληροφόρησαν ότι ο καινούριος εισβολέας βάδιζε σε δύο πόδια.

Ο Χούμα προσπάθησε να διακρίνει κάποιο σχήμα μέσα στο σκοτάδι. Είδε την αμυδρή φεγγοβολή δυο άλικων ματιών που χάθηκαν μέσα σ’ ένα από τα κτίρια. Ο ιππότης έκανε ένα βήμα προς τα εκεί.

Στο σπίτι, στ’ αριστερά του, άκουσε κάτι να σαλεύει. Στράφηκε προς τα εκεί, αλλά δεν είδε τίποτε άλλο παρά ακόμα πιο πυκνό σκοτάδι.

Μια βαριά, άμορφη μάζα έπεσε πάνω του, ερχόμενη γοργά από πίσω. Εκείνος γύρισε απότομα και ανταμείφθηκε από μια κραυγή πόνου που άφησε η μορφή πριν διαλυθεί κυριολεκτικά μέσα στη νύχτα. Ο Χούμα έτρεξε ξοπίσω της με το σπαθί τεντωμένο.

Δεν μπορεί να είχε πάει αλλού, παρά να είχε διαβεί την ξεχαρβαλωμένη πόρτα που υπήρχε μπροστά του. Ο Χούμα άνοιξε τα απομεινάρια της με μια κλοτσιά και βούτηξε μέσα.

Το δωμάτιο ήταν άδειο. Έλεγξε και τα υπόλοιπα δωμάτια του μικρού σπιτιού. Κι αυτά δεν είχαν άλλους κατοίκους εκτός από τα συνηθισμένα ζωύφια. Ο στόχος του είχε εξαφανιστεί. Θυμωμένος, έκανε μερικά βήματα προς το πίσω μέρος του σπιτιού, σηκώνοντας σκόνη. Πίσω από το κτίριο δεν είδε τίποτε άλλο παρά περισσότερα χαλάσματα. Αν αυτό που έψαχνε δεν είχε ξαπλώσει μπρούμυτα, πίσω από καμιά κοτρόνα, τότε θα έπρεπε να βρίσκεται αλλού. Εκεί έξω δεν υπήρχαν μέρη να κρυφτεί κανείς.

Η σκόνη που αιωρούνταν έκανε τον Χούμα να βήξει δυνατά. Ξαφνικά ένιωσε αδυναμία και ναυτία – και το περπάτημα και μόνο αποδεικνυόταν πολύ κοπιαστικό, χώρια που είχε να κουβαλάει και το σπαθί του. Πέταξε τη λεπίδα καταγής, εκνευρισμένος, σηκώνοντας ακόμα περισσότερη ενοχλητική σκόνη. Πλέον παραπατούσε. Η σκόνη σαν να υπήρχε παντού και του έκλεινε τα μάτια, τη μύτη, τα αυτιά και το λαρύγγι. Έφτασε μέχρι την πόρτα και σωριάστηκε σε καθιστή στάση, κοιτάζοντας με απλανές βλέμμα τον άδειο δρόμο. Και αυτό ακόμα τον κούραζε – και αποφάσισε ότι ένας υπνάκος θα ήταν ό,τι έπρεπε. Ο ιππότης έκλεισε τα μάτια και σύντομα ροχάλιζε.

Σκοτεινές φιγούρες τυλιγμένες με μακριούς, φαρδιούς μανδύες και κουκούλες σχημάτισαν σκιές ολόγυρά του. Κάτω από τις κατεβασμένες κουκούλες, τα πρόσωπά τους ήταν αόρατα – και μόνο μία άφηνε να φανούν τα χέρια της. Αυτή η μορφή έβγαλε ένα φιαλίδιο από τη ζώνη της και το ξεβούλωσε. Με λεπτότητα και προσοχή, άδειασε το περιεχόμενό του στο δάπεδο. Το περιεχόμενο του φιαλιδίου, μια κοκκινωπή σκόνη, αντέδρασε αμέσως με αυτό που ο Χούμα είχε νομίσει πως ήταν σκόνη αιώνων. Τα δυο στοιχεία σφύριξαν κι έβγαλαν ατμούς, εξουδετερώνοντας το ένα το άλλο μέχρι που δεν απόμεινε τίποτα εκτός από το φυσικό στρώμα της γκρίζας σκόνης που είχε μαζευτεί με τα χρόνια. Η κουκουλοφόρα μορφή σφράγισε ξανά το μπουκαλάκι και στράφηκε προς τον πεσμένο ιππότη. Κροτάλισε τα δάχτυλα και τέσσερις από τους συντρόφους της όρμησαν για να τον πιάσουν.

Μέσα σε ένα λεπτό το δωμάτιο ήταν άδειο. Αν κοίταζε κάποιος μέσα, δε θα έβλεπε κανένα ίχνος πρόσφατης παρουσίας. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του ιππότη και κανένα ίχνος των σκιωδών διωκτών του.

Ένα κοροϊδευτικό «κουκουβάου» έσκισε το ζοφερό αέρα της πόλης των φαντασμάτων.

Загрузка...